Τη χρονιά που μόλις πέρασε γιορτάσαμε τους δύο αιώνες από την Ελληνική Επανάσταση. Ήταν βέβαια μια περίεργη συγκυρία για μια τέτοια δισεκατονταετηρίδα: μέσα στην καραντίνα, αλλά και λίγα μόνο χρόνια μετά την επιβολή των μνημονίων και το δημοψήφισμα του 2015. Σε τέτοιες συνθήκες, το να γιορτάζουμε την «ελευθερία» ή την «εθνική ανεξαρτησία» μοιάζει κάπως παράταιρο. Δεν είναι παράλογο να αναρωτιέται κάποιος αν είχε τελικά νόημα η Επανάσταση, για να βρεθούμε διακόσια χρόνια μετά σε αυτή την κατάσταση.
Για να ενισχύσει αυτόν τον προβληματισμό, η χρονιά που μόλις μπήκε είναι επίσης εκατονταετηρίδα, λιγότερο πανηγυρική, αλλά ίσως εξίσου σημαντική: αυτή της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αν το 1821 ήταν η στιγμή που ο Ελληνισμός μπαίνει στην πορεία συγκρότησης έθνους-κράτους (μέχρι τότε ήταν κάθε άλλο παρά αυτονόητο ότι βαδίζουμε προς τα εκεί: ακόμα και ριζοσπάστες όπως ο Ρήγας Βελεστινλής είχαν πολύ διαφορετικό όραμα), το 1922 είναι η στιγμή που αυτή η πορεία σφραγίζεται και είναι πλέον χωρίς επιστροφή. Τότε καταλαβαίνουμε τι σημαίνει ακριβώς η εθνο-κρατική επιλογή: και ότι δεν έρχεται χωρίς τίμημα.
Μπορεί το ελληνικό έθνος-κράτος να μετρούσε ήδη έναν αιώνα ζωής, όσο όμως δεν υπήρχε το καθρέφτισμά του, το τουρκικό, και επιβίωνε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όλα ακόμα παίζονταν. Όσο πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Τραπεζούντα (και η Αλεξάνδρεια) παρέμεναν κέντρα ελληνικού πολιτισμού, η ταύτιση Ελληνισμού και ελληνικού κράτους δεν ήταν αυτονόητη. Η επιβίωση της Ρωμιοσύνης στο πλαίσιο μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, με όποιο τίτλο κι αν είχε αυτή, έμοιαζε σαν ρεαλιστική πιθανότητα. Στα τέλη του 19ου αιώνα μπορούμε έτσι να μιλάμε για ελληνο-οθωμανισμό και μέχρι και τις αρχές του 20ού ο Ίων Δραγούμης μπορούσε να συζητά με τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη για το «ανατολικό ιδανικό«.
Μετά το 1922 όμως, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν. Η Αθήνα γίνεται αναμφισβήτητη πρωτεύουσα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και του Ελληνισμού. Οι δύο έννοιες, Ελλάδα και Ελληνισμός, είναι στο εξής περίπου ταυτόσημες. Η Διασπορά δεν σταματά να υπάρχει, αντίθετα θα επεκταθεί και σε νέους γεωγραφικούς χώρους, όπως η Γερμανία, η Σκανδιναβία ή η Αυστραλία. Χάνει όμως τον χώρο που ήταν ο προνομιακός της επί κάποιες χιλιετίες: την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό γίνεται πιο καθαρό μετά τη δεκαετία του ’50, όταν σβήνουν σταδιακά και οι κοινότητες της Κωνσταντινούπολης και της Αιγύπτου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, έμμεσα, ακόμα και η μοίρα της Κύπρου κρίνεται με το ’22: στην εικοσαετία 1955-1974 θα γνωρίσει κι αυτή τις ίδιες χωριστικές διαδικασίες, για τις οποίες οι «μητέρες-πατρίδες» χρειάστηκαν 101 χρόνια.
Τί σημαίνουν όμως οι κληρονομιές του ’21 και του ’22 για το μέλλον; Σήμερα παρατηρούμε μάλλον μια αντιστροφή της κατάστασης που επικρατούσε μέχρι το ’22. Αντί να διασπείρονται οι Έλληνες στην Ανατολική Μεσόγειο, έρχονται οι λαοί της Ανατολικής Μεσογείου στο ελληνικό έθνος-κράτος (καθώς και στο υπό ελληνοκυπριακό έλεγχο τμήμα της Κύπρου): Βαλκάνιοι σε αναζήτηση εργασίας με το τέλος του κομμουνισμού, Σύριοι ή Ιρακινοί πρόσφυγες, αντι-καθεστωτικοί Τούρκοι. Η μετανάστευση των Ελλήνων βέβαια συνεχίστηκε και συνεχίζεται, αλλά κατευθύνεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά σε πιο μακρινές περιοχές. Έτσι, για απλούς μαθηματικούς λόγους το βάρος του Ελληνισμού μειώνεται συνεχώς, στην περιοχή όπου παραδοσιακά ανήκε.
Μέχρι πρόσφατα, το επιχείρημα ότι άξιζαν οι θυσίες που έγιναν για να δημιουργηθεί το ελληνικό έθνος-κράτος, έμοιαζε σχετικά πειστικό. Μπορεί να εξαφανίστηκαν ο μικρασιατικός ή ο αιγυπτιώτικος Ελληνισμός, όπως και οι παροικίες στις πόλεις της Κεντρικής και Βόρειας Βαλκανικής, αλλά είναι αλήθεια ότι η σύγχρονη Ελλάδα έμοιαζε, παρ’ όλες τις περιπέτειες, εντυπωσιακά σταθερό κράτος. Φαινόταν επίσης ικανό να παρέχει στους (σχεδόν αποκλειστικά «Έλληνες το γένος») υπηκόους του αρκετή ελευθερία, και ταυτόχρονα να λειτουργεί ως ασφαλές καταφύγιο για τους απανταχού Έλληνες.
Στη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα όμως, είναι ακόμα ρεαλιστικό να μιλάμε για κυρίαρχα έθνη-κράτη; Η μνημονιακή εμπειρία, και πάνω απ’ όλα το δημοψήφισμα του 2015, έδειξαν πως το ελληνικό κράτος είναι ανίκανο να υπερασπίσει μια «εθνική κυριαρχία», που υπάρχει μόνο στο όνομα. Η αυξημένη μετανάστευση γειτονικών λαών προς την Ελλάδα είναι κάτι μάλλον δεδομένο. Ακόμα κι αν η αναχαίτιση της είναι βραχυπρόθεσμα δυνατή (όπως πολλοί μοιάζουν να ελπίζουν), το κόστος μιας τέτοιας αναχαίτισης θα γίνεται όλο και μεγαλύτερο – όχι μόνο το οικονομικό, αλλά και το κοινωνικό και ηθικό.
Μήπως τελικά η εθνο-κρατική εμπειρία δεν ήταν παρά ένα διάλειμμα σε μια πολυεθνική κανονικότητα, η οποία επιστρέφει πάλι – αλλά με όρους λιγότερο ευνοϊκούς για τον Ελληνισμό; Αν κάτι τέτοιο ισχύει, θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο να κοιτάξουμε να βελτιωθούν αυτοί οι όροι, παρά να μείνουμε προσκολλημένοι σε κάτι που ήταν απλά ένα διάλειμμα. Οι δεσμοί με τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, τη Συροπαλαιστίνη και την Αίγυπτο έχουν σίγουρα αλλάξει ποιοτικά σε σύγκριση με το 1922, ακόμα κι έναν αιώνα μετά όμως δεν εξαφανίστηκαν. Κι αυτό είναι μια βάση στην οποία μπορούμε να κτίσουμε.
Η Ελληνική Επανάσταση είναι ένα ιστορικό γεγονός που έχουμε (φυσιολογικά) συνηθίσει να το βλέπουμε από μια ελληνική εθνική σκοπιά: εθνική απελευθέρωση, ίδρυση του νεοελληνικού κράτους κ.λπ. Ήταν όμως και από τα πρώτα γεγονότα, που φάνηκαν να κλονίζουν τόσο δυνατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με ποιόν τρόπο την είδαν οι ίδιοι οι Οθωμανοί;
Η γενική στάση των οθωμανικών ελίτ, ήταν ότι η εξέγερση των Ρωμιών ήταν άτιμη «προδοσία», ένδειξη αχαριστίας για την καλή μεταχείριση και τα προνόμια που τους είχε χαρίσει η οθωμανική διοίκηση. Αυτή η αντίληψη μπορεί να φαίνεται σήμερα περίεργη. Δεν πρέπει πάντως να ξεχνάμε, ότι ο Σουλτάνος περνούσε σχεδόν όλη του τη ζωή κλεισμένος μέσα σε πολυτελή ανάκτορα, και είναι αμφίβολο κατά πόσον οι σύμβουλοι και αξιωματούχοι του είχαν αρκετή γνώση ή και ενδιαφέρον για τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης των Ρωμιών χωρικών στις απομακρυσμένες και υπανάπτυκτες επαρχίες – και σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκε μάλλον και η νότια Ελλάδα.
Η επανάσταση δεν θεωρήθηκε απλά τοπική εξέγερση της Πελοποννήσου και της Ρούμελης. Αυτό φάνηκε και με το ότι οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης ήταν οι πρώτοι που έγιναν στόχοι για τα αντίποινα. Για τους Οθωμανούς, ήταν μια σύγκρουση μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών – εξάλλου ο Σουλτάνος κήρυξε και τζιχάντ, ιερό πόλεμο εναντίον των επαναστατών. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης ήταν και η εκτέλεση του Πατριάρχη, παρ’ όλο που αυτός καταδίκαζε ξεκάθαρα την Επανάσταση.
Παράλληλα όμως, οι Οθωμανοί είδαν την Επανάσταση και ως θεϊκή τιμωρία για τη δική τους στρατιωτική, θρησκευτική και ηθική παρακμή. Το ότι τόλμησαν να ξεσηκωθούν ακόμα και οι Ρωμιοί, παρά τη σημαντική συμμετοχή τους στην οθωμανική διοίκηση, και παρά το ότι η ηγεσία τους βρισκόταν δίπλα στο Σουλτάνο (ουσιαστικά στο έλεός του), θεωρήθηκε ένδειξη για το πόσο χαμηλά είχε πέσει το κράτος. Σ’ αυτά τα εσωτερικά αίτια δόθηκε μεγάλη σημασία και με αφορμή την Επανάσταση, ο Σουλτάνος έκανε μια απόπειρα ριζικής αναμόρφωσης ολόκληρης του μουσουλμανικής κοινότητας (χωρίς πολλή επιτυχία, όπως θα παραδεχόταν ο ίδιος αργότερα).
Για να κατανοήσουμε αυτή την αντίδραση, πρέπει να έχουμε υπόψη τη μεγάλη επιρροή που ασκούσαν στους Οθωμανούς της εποχής (τουλάχιστον σύμφωνα με τον Τούρκο ιστορικό H. Şükrü Ilıcak, στην ανάλυση του οποίου κυρίως βασίζεται αυτό το άρθρο) τα έργα ενός Άραβα διανοητή του 14ου αιώνα: του Ιμπν Χαλντούν.
Ο Ιμπν Χαλντούν και η οθωμανική διανόηση
Άγαλμα του Ιμπν Χαλντούν στην Τύνιδα. Πηγή εικόνας
Ο Ιμπν Χαλντούν γεννήθηκε το 1332 στην Τυνησία και πέθανε το 1406 στο Κάιρο. Θεωρείται μέχρι και σήμερα ένας πολύ σημαντικός ιστορικός και κοινωνικός επιστήμονας, ο σημαντικότερος ίσως που γέννησε ο αραβικός-ισλαμικός πολιτισμός. Αφού υπηρέτησε διάφορους Μουσουλμάνους ηγέτες στη Δυτική Μεσόγειο, αποσύρθηκε για τέσσερα χρόνια σ’ ένα κάστρο στην Αλγερία, όπου έγραψε το γνωστότερο έργο του: τα Προλεγόμενα (Muqaddimah). Ο αρχικός σκοπός ήταν να αποτελέσει μια γενική Ιστορία των Αράβων και των Βερβέρων. Ανέπτυξε όμως τις σκέψεις του σε τέτοιο βαθμό, που σήμερα θεωρείται ως το πιο σημαντικό έργο Φιλοσοφίας της Ιστορίας που είχε γραφτεί μέχρι τότε, με κοινωνιολογικές, πολιτικές και οικονομολογικές προεκτάσεις.
Κεντρικό στοιχείο στο έργο του είναι ο όρος ασαμπίγια (σημαίνει περίπου κοινωνική συνοχή, αλληλεγγύη, αίσθηση ομαδικότητας). Η ασαμπίγια (ή ασαμπίγιετ) είναι κάτι που συναντάται κυρίως σε ομάδες ανθρώπων που ζουν ακόμα στο φυλετικό-νομαδικό στάδιο, που είναι συνηθισμένοι στη δύσκολη ζωή και ξέρουν να πολεμούν. Ιδιαίτερα αν αυτά συνδυαστούν με μια θρησκευτική ιδεολογία, μπορούν να φέρουν μια τέτοια ομάδα στην εξουσία, ξεκινώντας έτσι μια δυναστεία σ’ ένα κράτος.
Ο Ιμπν Χαλντούν περιγράφει έναν δυναστικό κύκλο: από τη δημιουργία της δυναστείας μέχρι την αναπόφευκτη παρακμή της, όταν αποδυναμωθεί αυτή η ασαμπίγια μέσω της μετάβασης από τη νομαδική-αγροτική κοινωνία (badawa – μπεντεβίγιετ) στην αστική (hadara – χαζαρίγιετ). Η αστική ζωή χαρακτηρίζεται από αυξημένη ασφάλεια, πολυτέλεια και άρα από μειωμένη μαχητικότητα – η δυναστεία μπορεί να βρεθεί στην ανάγκη να αναθέσει σε μισθοφόρους από άλλη φυλή την υπεράσπισή της, αφού τα μέλη της ίδιας είναι πλέον ανίκανα γι’ αυτό. Στο τελευταίο στάδιο κυριαρχούν η σπατάλη, η τεμπελιά, η ανηθικότητα, η ιδιοτέλεια: η κοινωνική αλληλεγγύη (ασαμπίγια) είναι εντελώς αδύναμη. Η παρηκμασμένη δυναστεία τότε αντικαθίσταται με μια νέα από κάποιο γειτονικό έθνος, που έχει ισχυρή ασαμπίγια, και ο κύκλος κλείνει.
Το έργο του Ιμπν Χαλντούν ήταν από τις πιο σημαντικές επιρροές για τους διανοούμενους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι και το 19ο αιώνα. Είναι προφανές πως η περιγραφή του δυναστικού κύκλου είχε λόγους να ενδιαφέρει ιδιαίτερα την οθωμανική άρχουσα τάξη, σε μια εποχή που η Αυτοκρατορία φαινόταν να είναι σε βαθιά κρίση. Κατά τον H. Şükrü Ilıcak, ο ιμπν-χαλντουνισμός έγινε με το ξέσπασμα της επανάστασης η κύρια ιδεολογία που καθόρισε τη στάση του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ και των ψηλών αξιωματούχων, όπως αυτή αποτυπώνεται στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα. (Πάντως αποφεύγεται κάθε καθαρή αναφορά στο όνομα του Ιμπν Χαλντούν και στον όρο ασαμπίγια: ο λόγος είναι μάλλον οι αμφιβολίες για τη συμβατότητα με την ισλαμική ορθοδοξία. Ο Σουλτάνος σίγουρα δεν ενδιαφερόταν να έρθει σε αντιπαράθεση με τη θρησκευτική ηγεσία, σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή).
Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ (βασιλεία: 1808-1839). Πηγή εικόνας
Με βάση αυτή την ιμπν-χαλντουνική ανάλυση, η Αυτοκρατορία βρισκόταν σε παρακμή επειδή είχε μειωθεί πολύ η οθωμανική ασαμπίγια. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι ζούσαν στα παλάτια τους με χλιδή, χωρίς να προσέχουν τους ηθικούς και θρησκευτικούς κανόνες, ενώ και ο μουσουλμανικός πληθυσμός γενικά απολάμβανε την άνετη ζωή της πόλης. Η αίσθηση αλληλεγγύης και η μαχητικότητά τους ήταν πολύ χαμηλή – όπως αποδεικνυόταν κατά το Σουλτάνο και από την έλλειψη αντίδρασης στις τεράστιες σφαγές Μουσουλμάνων από τους επαναστατημένους Έλληνες. Ως παράδειγμα αναφέρεται όχι μόνο η παθητικότητα των (άμεσα επηρεασμένων) Μουσουλμάνων του Μοριά, αλλά και αυτών της Λάρισας, που παρά τη μικρή απόσταση δεν κάνουν τίποτα για να βοηθήσουν τα αδέλφια τους.
Αντίθετα, εντύπωση προξενεί στο Σουλτάνο η αφοσίωση των Ελλήνων στον αγώνα τους. Εκπλήσσεται όταν οι επαναστάτες δεν ζητούν χάρη, παρά τη βίαιη καταστολή, και επιμένουν στο σκοπό τους. Αυτή η διάθεση αυτοθυσίας αναγνωρίζεται ως ισχυρότερη ασαμπίγια: κάτι που με βάση τις θεωρίες του Ιμπν Χαλντούν τους έκανε πιθανούς αντικαταστάτες στην κορυφή της εξουσίας. Ο Σουλτάνος και οι ψηλοί αξιωματούχοι φοβόντουσαν ότι μπορεί η Αυτοκρατορία να βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο του ιμπν-χαλντουνικού δυναστικού κύκλου, ότι μπορεί να πλησιάζει το τέλος της – και προσπάθησαν ν’ ανατρέψουν αυτήν την πορεία.
Ο ιμπν-χαλντουνισμός εφαρμόζεται στην πράξη
Έχοντας όλα αυτά υπόψη, εξηγείται και γιατί ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ο Σουλτάνος ήταν η διαταγή να κυκλοφορούν όλοι οι Μουσουλμάνοι οπλισμένοι. Επίσης, στόχος ήταν η εγκατάλειψη του πολυτελούς τρόπου ζωής και η προσήλωση στο θρησκευτικό νόμο, τη Σαρία. Τα σχέδια αυτά αφορούσαν όλους τους Μουσουλμάνους, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης και τάξης – έγινε ακόμα και μια προσπάθεια να επιβληθεί ενιαία ενδυμασία για όλους. Οι Μουσουλμάνοι έπρεπε να ενωθούν σε μια «συμμαχία καρδιών» και να βλέπουν ο ένας τον άλλο σαν αδέλφια. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα επιτυγχανόταν η επιστροφή στο μπεντεβίγιετ (το νομαδικό τρόπο ζωής, στον οποίο ανήκε φυσικά και ο πόλεμος) – προϋπόθεση για τη νίκη επί των επαναστατών, αλλά και γενικά για τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας.
Ο εξοπλισμός όλων των Μουσουλμάνων στην Κωνσταντινούπολη, η ρητορική περί πολεμικού ήθους και της ανάγκης συλλογικής βίαιης αντίδρασης στην «προδοσία» των Ρωμιών, έπαιξαν το ρόλο τους στα γεγονότα που ακολούθησαν. Από τον Απρίλιο μέχρι το Δεκέμβριο του 1821 (σε τέσσερις διαφορετικές φάσεις) ο μουσουλμανικός όχλος, με την ανοχή ή ακόμα και με τη συμμετοχή γενίτσαρων και άλλων αξιωματούχων, επιτέθηκε άγρια στους Ρωμιούς στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, αφήνοντας πίσω πολλούς νεκρούς καθώς και λεηλατημένες ή κατεστραμμένες εκκλησίες – ήταν αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε πογκρόμ.
Οι Οθωμανοί χρονικογράφοι προσπάθησαν στη συνέχεια να απαλλάξουν το Σουλτάνο από ευθύνες για αυτήν τη σφαγή αθώων. Το σίγουρο πάντως ήταν ότι αυτά τα γεγονότα δεν βοήθησαν ιδιαίτερα την προσπάθεια κατάπνιξης της επανάστασης ή την επανόρθωση της ασαμπίγια. Αντίθετα, δημιούργησαν μια χαώδη κατάσταση, ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός παρέμεινε στο μεγαλύτερο μέρος του σχετικά αδιάφορος για την εξέγερση στην Ελλάδα.
Γενικές σκέψεις
Ίσως η πρώτη εντύπωση που μας δημιουργείται όταν διαβάζουμε για όλα αυτά (τουλάχιστον έτσι έγινε με μένα), είναι το πόσο συντηρητική ήταν ακόμα η πολιτική σκέψη των Οθωμανών. Μοιάζουν ανίκανοι να συλλάβουν τη σημασία των ιδεολογικών αλλαγών στην Ευρώπη. Αντίθετα, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση στη βάση μιας κυκλικής θεωρίας για την Ιστορία, βάζοντας σαν στόχο μια μη ρεαλιστική οπισθοδρόμηση σ’ έναν προηγούμενο τρόπο ζωής.
Με μια δεύτερη ανάγνωση όμως, ίσως μπορούμε να δούμε και την εφαρμογή του ιμπν-χαλντουνισμού σαν μια έκφραση μουσουλμανικού πρωτο-εθνικισμού. Η αναζήτηση μιας δυνατής αλληλεγγύης ανάμεσα σε όλους τους Μουσουλμάνους ως φορείς του κράτους, ανεξαρτήτως ταξικών διαφορών, ή η εξύψωση του πολεμικού ήθους, δεν απέχουν και πολύ από το σύγχρονο εθνικισμό. Ο Ιμπν Χαλντούν θεωρεί πως οι νομαδικοί λαοί έχουν δυνατή ασαμπίγια, λόγω και του ότι γνωρίζουν καλά το γενεαολογικό τους δέντρο και διατηρούν τους φυλετικούς δεσμούς αίματος – σε αντίθεση με τους αστικούς πληθυσμούς που ορίζουν την ταυτότητά τους κυρίως με βάση την πόλη στην οποία κατοικούν. Η οθωμανική προσπάθεια ανασύστασης της ασαμπίγια μέσω της ένταξης σε μια, ανάλογη των παλιών φυλών, φαντασιακή κοινότητα (Μουσουλμάνοι), δεν μοιάζει με τον τρόπο που συστάθηκαν τα σύγχρονα έθνη;
Μπορούμε ίσως να δούμε στη συγκεκριμένη ερμηνεία του ιμπν-χαλντουνισμού το πρώτο βήμα σε μια μακριά πορεία γέννησης της σύγχρονης τουρκικής εθνικής ιδεολογίας, που έμελλε ακόμα να περάσει τα στάδια του νεο-οθωμανισμού, του πανισλαμισμού και του νεοτουρκισμού; Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι Οθωμανοί φαίνονται να θαυμάζουν την ασαμπίγια των Ελλήνων, που τότε είχαν μόλις αρχίσει την πορεία μετατροπής τους από μιλέτι των Ορθόδοξων Χριστιανών σε σύγχρονο ελληνικό έθνος. Πάνω στην αίσθηση της μουσουλμανικής κοινότητας θα βασιζόταν εξάλλου και έναν αιώνα μετά ακόμα και ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, για να κτίσει τη δική του εκδοχή κοσμικού τουρκικού εθνικισμού.
Πηγές:
Πασχάλης Κιτρομηλίδης, H. Şükrü Ilıcak (2010): Ιδεολογικά ρεύματα: Έλληνες – Οθωμανοί (1821 – Η γέννηση ενός έθνους-κράτους, Ε’ τόμος).
N. Theotokas, N. Kotaridis: Ottoman perceptions of the Greek Revolution (draft).
Marinos Sariyannis (2015): Ottoman Political Thought up to the Tanzimat – A Concise History.
Abd Ar Rahman bin Muhammed ibn Khaldun: The Muqaddimah (translated by Franz Rosenthal).