Δύση εναντίον Ανατολής

Κλασσικό

Με την «ευκαιρία» του πολέμου της Ουκρανίας, ξαναρχίσαμε πάλι να συζητάμε για σύγκρουση Δύσης-Ανατολής. Η ικανότητα επιβίωσης αυτής της ιδέας είναι εντυπωσιακή: εκεί που νομίζουμε ότι έχει ξεχαστεί, ξαναεμφανίζεται, είτε με νέο είτε με παλιό νόημα – είτε με έναν συνδυασμό των δύο. Κι αυτό, ακόμα και πολλούς αιώνες αφού έχει επιβεβαιωθεί ότι η Γη είναι στρογγυλή, επομένως δεν υπάρχει πραγματική Ανατολή ή Δύση. Σε αντίθεση με τον διαχωρισμό Βορρά-Νότου, ο οποίος έχει να κάνει με τους πόλους, η σχέση Ανατολή-Δύση πάντα αλλάζει ανάλογα με την τοποθεσία: αν κάποιος βρίσκεται στη Χαβάη, η Άπω Ανατολή είναι Δύση, ενώ το αμερικάνικο Φαρ Γουέστ είναι Ανατολή.

Κανείς βέβαια από όσους μιλάνε για Ανατολή και Δύση δεν ακολουθεί την άποψη της.. Χαβάης. Αν ζητηθεί από τους Αμερικάνους να κατατάξουν τη Ρωσία, την Κίνα και τη Βρετανία σε αυτό το δίπολο, το πιο πιθανό είναι να τοποθετήσουν τις δύο πρώτες στην Ανατολή και την τελευταία στη Δύση – παρόλο που σε σχέση με την Αμερική, βρίσκονται στις ακριβώς αντίθετες κατευθύνσεις. Και βέβαια, τη δική τους χώρα θα την κατατάξουν στη Δύση. Στην ουσία, αυτό που κάνει την Αμερική δυτική, δεν είναι η γεωγραφική της θέση, αλλά μια παραδοσιακή ευρωκεντρική αντίληψη: είναι Δύση, επειδή εποικίστηκε από Δυτικοευρωπαίους.

Ποιο είναι όμως το όριο ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή; Θα μπορούσαμε πρόχειρα να μετρήσουμε τους εξής «παραδοσιακούς» διαχωρισμούς, που θεωρήθηκαν ή θεωρούνται περίπου ταυτόσημοι με αυτόν Δύσης-Ανατολής:

  1. Ευρώπη-Ασία. Είναι δημοφιλής ιδιαίτερα σε όσους αρέσει να βλέπουν την Ελλάδα ως την κοιτίδα και σύνορο της Δύσης ταυτόχρονα. Οι οπαδοί αυτής της άποψης βλέπουν συχνά κάτι διαχρονικό σ’ αυτό: από την απώθηση των Ασιατών Ανατολιτών Περσών από τους αρχαίους Έλληνες, μέχρι τον σημερινό ρόλο της Ελλάδας ως χώρας-φύλακα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  2. Χριστιανοσύνη-Ισλάμ. Είναι κάπως αντιφατικό, από τη στιγμή που ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία με προέλευση από τη «Μέση Ανατολή» όπως και το Ισλάμ, και έχει μεταφέρει πολιτισμικά στοιχεία αυτής της περιοχής στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά, και αυτή η άποψη είναι αρκετά δημοφιλής, ιδιαίτερα με την αυξανόμενη ισλαμοφοβία από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 κι έπειτα.
  3. Δυτική-Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μπορεί να μην είναι το πρώτο που θα σκεφτεί κάποιος σήμερα, είναι όμως ένας διαχωρισμός με πολύ βαθιές ρίζες που επιβιώνει με έμμεσους τρόπους. Ο πιο προφανής είναι ότι αντιστοιχεί περίπου στο σύνορο Καθολικισμού-Ορθοδοξίας. Έτσι, η Δύση τελειώνει στην Κροατία και στην Πολωνία, ενώ Σερβία, Ελλάδα και Ρουμανία ανήκουν στην Ανατολή. Στην ουσία, μια παρόμοια αντίληψη βρίσκουμε και στον Σάμιουελ Χάντιγκτον (για το όριο του «δυτικού πολιτισμικού κύκλου»), αλλά και στα δικά μας στον Δημήτρη Κιτσίκη (όριο Δύσης-«Ενδιάμεσης Περιοχής»)
  4. ΝΑΤΟ-Σύμφωνο Βαρσοβίας. Είναι ο πιο πρόσφατος διαχωρισμός και μέχρι πρόσφατα ο πιο ισχυρός. Με αυτή τη λογική, η Δρέσδη ανήκε στην Ανατολή, ενώ το Ντιγιάρμπακιρ στη Δύση. Μπορεί το Σύμφωνο της Βαρσοβίας να μην υπάρχει πια, η διαχωριστική γραμμή Δύσης και «ανατολικού μπλοκ» ήταν όμως τόσο σκληρή, ώστε να παραμένει εντυπωσιακά ανθεκτική στο μυαλό των ανθρώπων ακόμα και πάνω από τρεις δεκαετίες μετά.

Στις συζητήσεις περί «Νέου Ψυχρού Πολέμου», που ζωντάνεψαν πάλι με τον πόλεμο της Ουκρανίας, γίνεται ένας συνδυασμός όλων αυτών των παραδοσιακών αντιλήψεων – λιγότερο της δεύτερης, που δεν ταιριάζει τόσο πολύ στην κατάσταση πλέον, αφού η Ρωσία ως προσωποποίηση της «κακής» Ανατολής είναι χώρα πολύ περισσότερο χριστιανική παρά μουσουλμανική. Οι άλλες τρεις όμως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να την τοποθετήσουν στο ανατολικό στρατόπεδο, λιγότερο ή περισσότερο εύστοχα. Ταυτόχρονα βέβαια, καμία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί απόλυτα: μεγάλο μέρος της Ρωσίας είναι ευρωπαϊκό, ενώ η Δύση (θα ήθελε να) μετράει στο δικό της στρατόπεδο ως συμμάχους ενάντια στη Ρωσία και τις ορθόδοξες «ανατολικο-ρωμαϊκές» Ελλάδα και Βουλγαρία, το ασιατικό Ισραήλ, ή την πρώην ανατολική Πολωνία.

Οι παραδοσιακές αντιλήψεις επομένως χρησιμεύουν περισσότερο για να δίνουν «υποσυνείδητα» την εικόνα του που ανήκει μια χώρα, παρά για να δικαιολογηθεί ανοιχτά ο διαχωρισμός. Αν υπάρχει μια πιο επίσημη δικαιολόγηση, αυτή κινείται περισσότερο στην κατεύθυνση του πολιτικού συστήματος. Έτσι, τα αυταρχικά κράτη της Ρωσίας, της Κίνας ή του Ιράν ανήκουν στην Ανατολή, ενώ η Ουκρανία παρουσιάζεται ως η χώρα που τουλάχιστον προσπαθεί να εφαρμόσει ένα δυτικό σύστημα κοινοβουλευτικής εναλλαγής στην εξουσία – και να το υπερασπιστεί απέναντι στον ρωσικό αυταρχισμό. Σε αυτή τη λογική ταιριάζει και η πιο ουδέτερη στάση της Τουρκίας και της Ουγγαρίας, που μπορεί κάποιος να τη συνδέσει και με την αυταρχική τους στροφή.

Εδώ βέβαια θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι δεν είναι και τόσο έξυπνο από τη μεριά της Δύσης να ταυτίζει τον εαυτό της με ένα πολιτικό σύστημα που τις τελευταίες δεκαετίες σταθερά χάνει σε αξιοπιστία – και πείθει όλο και λιγότερο ακόμα και τους ίδιους τους πολίτες της ότι είναι πραγματικά δημοκρατικό, αν κρίνουμε από τα ποσοστά αποχής στις εκλογές. Επίσης, η στροφή στον αυταρχισμό είναι κάτι που παρατηρείται και στις δυτικές χώρες: και όχι με μόνους υπεύθυνους τους εκπρόσωπους του δεξιόστροφου «λαϊκισμού», αλλά ακόμα κι αυτούς που (υποτίθεται ότι) έχουν σκοπό να τον πολεμήσουν (βλέπε π.χ. Μακρόν). Εξάλλου, στις πιο εχθρικές απέναντι στη Ρωσία χώρες, ανήκει και η Πολωνία, η οποία συγκαταλέγεται ταυτόχρονα και στις χώρες της «αυταρχικής στροφής».

Ίσως αντί να ψάχνουμε (πάλι) για τέτοιου είδους αντιθέσεις Δύσης-Ανατολής, να ήταν καλύτερο να αναγνωρίσουμε ότι, σε εποχές ιδεολογικής παρακμής, οι αντιθέσεις έχουν όλο και λιγότερο ιδεολογικό χαρακτήρα. Μπορεί να το δούμε απλά ως σύγκρουση ανάμεσα σε γεωπολιτικές συμμαχίες, οι οποίες δεν είναι μάλιστα καθόλου συμπαγείς. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πολλοί είναι υπερπρόθυμοι να μας εντάξουν στη μια συμμαχία (πάντα ήταν, αλλά ποτέ δεν ήταν ο αντίλογος τόσο αδύναμος όσο σήμερα). Αυτό είναι βέβαια κάτι που πρέπει να συζητηθεί. Αλλά σε αυτήν τη συζήτηση, μάλλον δεν είναι χρήσιμο να μπλέκουμε εικόνες απαράλλακτης και διαχρονικής «Δύσης» ή «Ανατολής».

Αν όντως βαίνουμε προς έναν Νέο Ψυχρό Πόλεμο, το πράγμα είναι πολύ σοβαρό. Στην ουσία, η μόνη επιλογή που δίνεται σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Κύπρος, είναι ανάμεσα στην άνευ όρων ένταξη στη γεωπολιτική συμμαχία της «Δύσης» και στην ουδετερότητα (κανείς δεν υποστηρίζει σοβαρά την ένταξη σε κάποια «Ανατολή»). Βλέπουμε εξάλλου και τα παραδείγματα γειτονικών χωρών που προσπαθούν να πειραματιστούν με την ουδετερότητα, όπως η Τουρκία, ενδεχομένως και η Σερβία. Είναι βέβαια μια εποχή που αυτή η ιδέα δεν ζει και τις καλύτερές της στιγμές: ποιος θα το φανταζόταν πριν κάποια χρόνια ότι θα φτάναμε στο σημείο η Σουηδία να σκέφτεται σοβαρά να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ; Παρ’ όλα αυτά, η συζήτηση πρέπει να γίνει και μάλιστα δημόσια, γιατί όλοι θα υποστούμε τις συνέπειες της μιας ή της άλλης επιλογής. Δεν μπορούμε να αφεθούμε πάλι στην τύχη ή τη συνήθεια.

Πρασινο Κινημα του Ιραν: 6 χρονια μετα

Κλασσικό

Το Ιράν δεν ήταν μια από τις χώρες που προσέξαμε πολύ κατά το πρόσφατο παγκόσμιο κύμα εξεγέρσεων, το οποίο ξεκίνησε με την Αραβική Άνοιξη το 2011. Την κορύφωση της δικής της εξέγερσης η ιρανική νεολαία την είχε ήδη ζήσει δύο χρόνια νωρίτερα, το 2009.

Ιράν: Θεοκρατία και Δημοκρατία

Για να κατανοήσουμε τα γεγονότα του 2009, όπως κι αυτά που ακολούθησαν, πρέπει να έχουμε υπόψη το ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα του Ιράν, αποτέλεσμα της επίσης πολύ ιδιαίτερης Ισλαμικής Επανάστασης του 1979.

Το ιρανικό καθεστώς παρουσιάζεται συχνά ως δικτατορικό, κάτι ανάλογο με τη Χούντα στα δικά μας. Χωρίς να είναι εντελώς λάθος, αυτή η οπτική γωνία μας εμποδίζει ίσως να καταλάβουμε την πραγματική κατάσταση. Η Ισλαμική Επανάσταση ήταν ένα κίνημα με δημοκρατικά αιτήματα και με γνήσια λαϊκή στήριξη, απέναντι στο απολυταρχικό, ξενοκίνητο (και κοσμικό) καθεστώς του Σάχη. Το νέο καθεστώς, που δημιούργησε ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, δεν έβλεπε τον εαυτό του μόνο ως ισλαμικό-θεοκρατικό, αλλά και ως δημοκρατικό.

Η σημερινή Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν δεν είναι φυσικά μια τυπική δημοκρατία, με βάση το δυτικο-ευρωπαϊκό μοντέλο. Για οπαδούς κοσμικών ιδεολογιών δεν υπάρχει χώρος. Οι υποψήφιοι στις εκλογές πρέπει να εγκριθούν από το Συμβούλιο Φυλάκων του Συντάγματος – αυτό πάλι ελέγχεται από τον θρησκευτικό Ανώτατο Ηγέτη Αλί Χαμενεΐ. Είναι δηλαδή ουσιαστικά αδύνατο για κάποιον να συμμετάσχει στην πολιτική, χωρίς την έγκριση της θρησκευτικής ηγεσίας και κυρίως του Χαμενεΐ.

Ο Αλί Χαμενεΐ, διάδοχος του Χομεϊνί, είναι εδώ και 27 χρόνια Ανώτατος Ηγέτης και άρα και το πιο ισχυρό πρόσωπο στο Ιράν. Πηγή εικόνας

Παρ’ όλα αυτά, δημοκρατικές εκλογικές αναμετρήσεις υπάρχουν, και δεν είναι απλά τυπικές με προκαθορισμένο αποτέλεσμα, όπως είναι σε πολλές γειτονικές χώρες. Οι εκλογές στο Ιράν εκφράζουν τα συγκρουόμενα συμφέροντα και απόψεις στους κόλπους τόσο της ισλαμιστικής ελίτ, όσο και γενικά της ιρανικής κοινωνίας. Ο ιρανικός λαός βλέπει ότι υπάρχουν κάποιες δυνατότητες αλλαγής μέσα από τις εκλογές: η συμμετοχή π.χ. στις τελευταίες προεδρικές ήταν σαφώς μεγαλύτερη απ’ αυτήν στις τελευταίες ελληνικές βουλευτικές (73% έναντι 57%). Αν έπρεπε άρα να κάνουμε μια παρομοίωση με τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία, αυτή μάλλον δεν θα έπρεπε να είναι με τη Χούντα, αλλά ίσως με την περίοδο του 1949-1967, όπου οι δημοκρατικές διαδικασίες ήταν, παρ’ όλους τους περιορισμούς, υπαρκτές και συγκέντρωναν το ενδιαφέρον του κόσμου.

Οι προεδρικές του 1997 έκαναν μεγάλη αίσθηση, βγάζοντας ως νικητή τον μεταρρυθμιστή Μοχάμαντ Χαταμί. Αυτός εξέφραζε μάλλον τις φιλελεύθερες διαθέσεις μιας ανερχόμενης μεσαίας τάξης. Βασικό στοιχείο της πολιτικής του ήταν επίσης και η αποκατάσταση των σχέσεων με τη Δύση. Αυτή η πολιτική τελικά απέτυχε όχι μόνο εξ’ αιτίας των εσωτερικών αντιδράσεων, αλλά και λόγω της έλλειψης ανταπόκρισης από την πλευρά των Αμερικάνων. Παρά την καλή διάθεση που επέδειξε το Ιράν (π.χ. δίνοντας ανεπίσημα σημαντική βοήθεια στις ΗΠΑ στον πόλεμο του Αφγανιστάν το 2001), ο Μπους ο νεώτερος βιάστηκε να το εντάξει στον περίφημο «άξονα του κακού«, μαζί με το Ιράκ και τη Βόρεια Κορέα.

Ο Μοχάμαντ Χαταμί ήταν Πρόεδρος του Ιράν από το 1997 ως το 2005. Πηγή εικόνας

Τις εκλογές του 2005 κέρδισε ο δημοφιλής δήμαρχος της Τεχεράνης, Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, από το αντίπαλο στρατόπεδο των σκληροπυρηνικών, εκμεταλλευόμενος την απογοήτευση του κόσμου από την αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης Χαταμί. Σε αντίθεση μ’ αυτόν, ο λαϊκιστής Αχμαντινετζάντ εξέφραζε κυρίως τη δυσαρέσκεια των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από τις οικονομικές ανισότητες και τη διαφθορά. Η διακυβέρνησή του χαρακτηρίστηκε από έναν έντονα αντιαμερικάνικο και αντιισραηλινό δημαγωγικό λόγο, ο οποίος κινήθηκε γύρω από την αντιπαράθεση για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ ήταν πρόεδρος του Ιράν από το 2005 ως το 2013. Πηγή εικόνας

Οι εκλογές του 2009 και τα γεγονότα που ακολούθησαν

Εν τω μεταξύ όμως, τα διεθνή δεδομένα άλλαξαν πάλι το 2008, όταν ο Μπους αντικαταστήθηκε από τον Ομπάμα, ο οποίος έδειχνε να έχει περισσότερη διάθεση συμφιλίωσης. Από την άλλη, στο εσωτερικό του Ιράν η προεδρία του Αχμαντινετζάντ κρινόταν από πολλούς ως αποτυχημένη. Οι  εκλογές του 2009 έρχονταν, με το στρατόπεδο των μεταρρυθμιστών να επενδύει πολλές ελπίδες σ’ αυτές.

Οι μεταρρυθμιστές κατέβηκαν τελικά με δύο υποψήφιους: τον Μεχντί Καρουμπί και τον Μιρ Χοσεΐν Μουσαβί. Ο δεύτερος ήταν αυτός που ενσάρκωσε περισσότερο τις ελπίδες του κόσμου για μια πολιτική αλλαγή. Το αποτέλεσμα όμως, ήταν μια οδυνηρή έκπληξη: 62% για τον Αχμαντινετζάντ και μόλις 34% για τον Μουσαβί.

Πώς εξηγείται αυτό; Για  τους ψηφοφόρους του Μουσαβί, υπήρξε καθαρή παραποίηση μέσω νοθείας. Για τους φιλικούς προς τον Αχμαντινετζάντ, το αποτέλεσμα ήταν γνήσιο και απόδειξη ότι ο τελευταίος διατηρούσε τη στήριξη των λαϊκών στρωμάτων. Είναι πιθανόν φυσικά η αλήθεια να είναι κάπου στη μέση: αν και ο Αχμαντινετζάντ θα ερχόταν πρώτος έτσι κι αλλιώς, το σύστημα που τον στήριζε φρόντισε να «φουσκώσει» κάπως το ποσοστό του.

Όπως και να έχει, για τους εξαγριωμένους ψηφοφόρους του Μουσαβί τα πράγματα ήταν καθαρά: ο Αχμαντινετζάντ ήταν απατεώνας και ο Μουσαβί ο πραγματικός νικητής των εκλογών. Γρήγορα βγήκαν στους δρόμους φωνάζοντας «Πού είναι η ψήφος μου;«. Ο Μουσαβί αρνήθηκε να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα και τέθηκε στην ηγεσία ενός κινήματος «αποκατάστασης της Δημοκρατίας» μαζί με τη γυναίκα του Ζαχρά Ραχναβάρντ (πρώην καθηγήτρια πανεπιστημίου και επίσης γνωστό δημόσιο πρόσωπο), και τον άλλο υποψήφιο Καρουμπί. Το κίνημα κέρδισε και τη στήριξη του πρώην προέδρου Χαταμί: αυτός έδωσε στον Μουσαβί την πράσινη κορδέλα, που έγινε το χρώμα-σύμβολο της εξέγερσης.

Ο Μουσαβί μαζί με τη γυναίκα του, δυο ηγετικές φυσιογνωμίες του Πράσινου Κινήματος. Πηγή εικόνας

Παρά την έγκριση του αποτελέσματος από τον Ανώτατο Ηγέτη Χαμενεΐ, οι διαμαρτυρίες όχι μόνο δεν κόπασαν, αλλά γιγαντώθηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν τελικά να απονομιμοποιηθεί και ο ίδιος ο Χαμενεΐ στα μάτια των διαδηλωτών, οι οποίοι συνέχισαν να κατακλύζουν τους δρόμους της Τεχεράνης σε κάθε ευκαιρία για πολλούς μήνες, παρά τη σκληρή καταστολή (με πάνω από 100 νεκρούς, και πολλά περισσότερα θύματα βασανιστηρίων). Ο Μουσαβί, η Ραχναβάρντ και ο Καρουμπί τέθηκαν το 2011 σε κατ’ οίκον περιορισμό, αφού κάλεσαν τον κόσμο σε διαδηλώσεις συμπαράστασης στην Αραβική Άνοιξη – κι αυτό ισχύει μέχρι σήμερα.

Η 26χρονη φοιτήτρια Νεντά Αγά Σολτάν σκοτώθηκε από πυροβολισμό στις διαδηλώσεις και έγινε σύμβολο του κινήματος. Πηγή εικόνας

Τελικά, μπορεί το καθεστώς με τη σκληρή καταστολή να πέτυχε το τέλος των διαδηλώσεων, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πέθανε το κίνημα. Τα γεγονότα έπαιξαν το ρόλο τους στην εκλογή του μετριοπαθούς Ρουχανί στις προεδρικές εκλογές του 2013 (οι αποκαλούμενοι «μετριοπαθείς» έχουν μια κεντρώα θέση ανάμεσα στους μεταρρυθμιστές και τους σκληροπυρηνικούς), με τον οποίο ξεκίνησε και η σημερινή αποκλιμάκωση στις σχέσεις με τη Δύση.

Τι ήταν στην ουσία το Πράσινο Κίνημα;

Ως εξωτερικοί παρατηρητές, που βασιζόμαστε αναγκαστικά και οι ίδιοι κυρίως σε απόψεις άλλων εξωτερικών παρατηρητών, είναι φυσικό να έχουμε μια τάση να προτιμήσουμε τις εύκολες λύσεις. Μια τέτοια λύση είναι να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα στη βάση απλών διχοτομικών σχημάτων (κοσμικοί φιλοδυτικοί φιλελεύθεροι εναντίον αντιδυτικών αντι-ιμπεριαλιστών Ισλαμιστών, μορφωμένες μεσαίες τάξεις εναντίον συντηρητικών θρήσκων φτωχών) – και ανάλογα με την ιδεολογική μας ταυτότητα να επιλέξουμε και πλευρά.

Χωρίς αυτές οι ερμηνείες να είναι εντελώς λάθος, έχει ενδιαφέρον να προχωρήσουμε και λίγο παραπέρα: πιο κοντά σε μια άποψη που ίσως πλησιάζει σ’ αυτήν του μέσου Ιρανού που συμμετείχε στο κίνημα. Για να φτάσουμε εκεί, είναι χρήσιμο να ξεκινήσουμε από κάποιες απλές διαπιστώσεις:

Λόγω και του πολιτικού συστήματος, όλοι οι ενεργοί πολιτικοί στο Ιράν είναι κατά βάση ισλαμιστές. Οι λεγόμενοι «μεταρρυθμιστές» είναι στην ουσία παλιοί συνοδοιπόροι του Χομεϊνί, που απλά ερμηνεύουν τις αρχές της Ισλαμικής Επανάστασης μ’ έναν πιο φιλελεύθερο τρόπο. O ίδιος ο Μουσαβί ήταν πρωθυπουργός του Χομεϊνί στο διάστημα 1981-1988, ενώ ο Καρουμπί ήταν Πρόεδρος της Βουλής μέχρι και το 2004. Ο στόχος τους δεν είναι να ανατρέψουν το ισλαμιστικό καθεστώς, αλλά να το διασώσουν, φιλελευθεροποιώντας και εκδημοκρατίζοντάς το. Αν διαβάσουμε το «Καταστατικό του Πράσινου Κινήματος» (γραμμένο από τον Μουσαβί το 2010), βλέπουμε μεν να κυριαρχεί ένας τόνος ενάντια στον αυταρχισμό και υπέρ της ελευθερίας λόγου και σκέψης και γενικά μιας ανοικτής κοινωνίας. Όλο το κείμενο, όμως, μιλάει τη γλώσσα της Ισλαμικής Επανάστασης, εξυμνεί τον Χομεϊνί και τις ισλαμικές αξίες. Ακόμα και όταν ζητάει κάτι που μπορεί να ερμηνευθεί ως κοσμικό στοιχείο (την ανεξαρτησία των θρησκευτικών οργανώσεων από την κυβέρνηση), το κάνει στο όνομα της «προστασίας της υψηλής ηθικής θέσης της θρησκείας».

Ο Μοχσέν Μιρνταμαντί, είναι επίσης μια γνωστή προσωπικότητα του Κινήματος και τώρα εκτίει ποινή φυλάκισης λόγω της συμμετοχής του σ’ αυτό. Το 1979 ήταν ανάμεσα στους φοιτητές που οργάνωσαν τη γνωστή κατάληψη της Πρεσβείας των ΗΠΑ, με τις ευλογίες του Χομεϊνί.

– Για να το κατανοήσουμε αυτό, είναι καλά να έχουμε στον νου τι ήταν η Ισλαμική Επανάσταση: το γέννημα μιας αλληλεπίδρασης αντι-ιμπεριαλιστικών, σοσιαλιστικών, δημοκρατικών και ισλαμιστικών ιδεών. Δεν έλειπαν και οι προσπάθειες ερμηνείας του Ισλάμ σ’ ένα πιο αριστερό πλαίσιο (κορυφαίος ιδεολόγος του «αριστερού ισλαμισμού» ήταν ο Αλί Σαριάτι, για τον οποίο ίσως γίνει λόγος σε άλλο άρθρο). Στο νέο καθεστώς του Χομεϊνί βρήκαν θέση και αρκετά πρόσωπα που ήταν επηρεασμένα απ’ αυτές τις ιδέες: πολλοί (μεταξύ αυτών ο ίδιος ο Μουσαβί και η γυναίκα του) έμελλε να παίξουν κεντρικό ρόλο στο Πράσινο Κίνημα. Από την έμφαση σε θέματα οικονομικής αναδιανομής και αντι-ιμπεριαλισμού που έδιναν τότε, πέρασαν τώρα στην έμφαση σε θέματα ελευθερίας και δικαιωμάτων: κάτι ανάλογο δηλαδή και με την πορεία που έκανε και ένα μεγάλο τμήμα της παγκόσμιας Αριστεράς.

– Όσον αφορά στις μάζες που στήριξαν το κίνημα, μπορούμε ίσως να τις δούμε σαν μια συμμαχία:

  • μεταρρυθμιστών ισλαμιστών (όπως αυτοί που αναφέρθηκαν, και για πρακτικούς λόγους ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να αναλάβουν την ηγεσία του),
  • αντικαθεστωτικών (κοσμικών, σοσιαλιστών, κλπ)
  • και, ίσως κυριότερα, πολλών μέχρι τότε σχετικά απολίτικων νέων, ιδίως φοιτητών, που ζητούσαν απλά μια βελτίωση των συνθηκών ζωής και των προοπτικών τους.

– Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ήταν ένα κίνημα περιορισμένο στις μεγάλες πόλεις, μακριά από τον αγροτικό πληθυσμό, αλλά ίσως και τα φτωχότερα στρώματα των πόλεων, που συχνά συνέχιζαν να υποστηρίζουν τον Αχμαντινετζάντ. Δύσκολα μπορούμε να πούμε δηλαδή ότι εξέφραζε την πλειοψηφία των Ιρανών. Μια κριτική που έγινε στην ηγεσία του Πράσινου Κινήματος είναι πως δεν έχει κάτι συγκεκριμένο να πει στο πεδίο της οικονομίας (στο καταστατικό του υπάρχουν αναφορές περί δίκαιης κατανομής των οικονομικών πόρων, αλλά χωρίς σαφείς προτάσεις). Πάντως, όπως φάνηκε με την αποτυχία των σκληροπυρηνικών στις εκλογές του 2013, ούτε οι τελευταίοι μπορούν να έχουν σίγουρη τη στήριξη των κατώτερων στρωμάτων, αν δεν έχουν κάτι χειροπιαστό στην οικονομία να τους προσφέρουν.

Η σύγχρονη ιρανική κοινωνία και το μέλλον

Μέσα σ’ όλα αυτά, πρέπει φυσικά να δούμε και ποια είναι η ιρανική κοινωνία σήμερα. Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού (περίπου τα 2/3) είναι κάτω των 25 ετών. Το μορφωτικό επίπεδο αυξάνεται, και περίπου τα 2/3 των φοιτητών στα πανεπιστήμια είναι γυναίκες. Είναι μια κοινωνία που, παρά τον αποκλεισμό, έχει και αρκετά ανοίγματα, ώστε να επηρεάζεται από τις παγκόσμιες τάσεις. Είναι, τέλος, μια κοινωνία που έχει περάσει από βαθιά τραυματικές εμπειρίες στη δεκαετία του ’80 με τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, και πάνω απ’ όλα διψάει για ζωή.

Η υπεριδεολογικοποίηση των προηγούμενων δεκαετιών που βασιζόταν σε διχοτομικά σχήματα (κοσμικοί εναντίον ισλαμιστών, φιλοδυτικοί εναντίον αντι-ιμπεριαλιστών, σοσιαλιστές εναντίον καπιταλιστών), έχει λιγότερη απήχηση σε μια νεολαία που τη νοιάζει περισσότερο πώς θα αντιμετωπίσει πρακτικά τα προβλήματα που έχει μπροστά της: την υψηλή ανεργία, την έλλειψη ελευθερίας, τη διαφθορά.

Εδώ ταιριάζει και η περιγραφή της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας στο βιβλίο του Χαμίντ Νταμπασί: «μια κοινωνία με δύο μεγάλες εμπειρίες κοσμικού και ισλαμιστικού αυταρχισμού, που όλο και περισσότερο μετατρέπεται σε μια μετα-ισλαμιστική, μετα-ιδεολογική πλουραλιστική κοινωνία«. Το σύνθημα π.χ. που ακούστηκε στις διαδηλώσεις «Ούτε για τη Γάζα ούτε για το Λίβανο – η ψυχή μου θυσιάζεται για το Ιράν» (αναφορά στην ενίσχυση της Χαμάς και της Χεζμπολάχ από το ιρανικό καθεστώς) δεν πρέπει να ιδωθεί κατ’ ανάγκη ως θέληση αλλαγής γεωπολιτικού στρατοπέδου, όπως θα ήθελαν πολλοί να το δουν στη Δύση. Ίσως είναι απλά ένας πραγματισμός, που βάζει τα εσωτερικά πρακτικά προβλήματα του Ιράν πιο πάνω από ιδεολογικοποιημένες γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις. Με ανάλογο τρόπο, και το σύνθημα «Με τσαντόρ ή χωρίς τσαντόρ, θάνατος στον Δικτάτορα» δείχνει ίσως μια υπέρβαση του κλασικού διλήμματος «κοσμικό κράτος – ισλαμισμός».

Αυτήν την πραγματιστική αντιμετώπιση μπορούμε και να τη διαβάσουμε μέσα από τις πολιτικές εξελίξεις. Το Πράσινο Κίνημα δεν εξελίχθηκε σε κάποια βίαιη εξέγερση εναντίον του καθεστώτος: τα γεγονότα της Συρίας ή της Λιβύης είναι το αρνητικό παράδειγμα, που η ιρανική νεολαία δεν φαίνεται να θέλει ν’ ακολουθήσει. Τα εκατομμύρια Ιρανοί που βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν, δεν επέλεξαν όλοι τη συνολική απόρριψη του πολιτικού συστήματος. Αντίθετα, το 2013 πολλοί ψήφισαν έναν υποψήφιο (η συμμετοχή στις εκλογές δεν ήταν πολύ χαμηλότερη από άλλες εκλογικές αναμετρήσεις), ο οποίος μπορούσε να εφαρμόσει έστω κάποιες από τις απαιτήσεις τους, αλλά να είναι ταυτόχρονα και πιο αποδεκτός από το καθεστώς. Και σήμερα πολλοί είναι περισσότερο απασχολημένοι με το να υπερασπίζονται τον Πρόεδρο που ψήφισαν από τις επιθέσεις των σκληροπυρηνικών, παρά να σχεδιάζουν την ανατροπή του καθεστώτος.

Αν όλα αυτά ισχύουν, και σε συνδυασμό με τη χαλάρωση του αποκλεισμού και την καλυτέρευση των σχέσεων με τη Δύση, η ιρανική κοινωνία μπορεί να πετύχει μια σταδιακή και ειρηνική μετάβαση σ’ ένα πιο ελεύθερο σύστημα. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η πολιτική ασάφεια και ο πραγματισμός των κοινωνικών κινημάτων, μπορεί από δύναμη να γίνει και η αδυναμία τους. Αν δεν μπορούν να δώσουν π.χ. απάντηση στο θέμα των οικονομικών αδικιών και ανισοτήτων, θ’ αφήσουν χώρο για δημαγωγικές συντηρητικές ή αντιδραστικές δυνάμεις να προσεταιρίζονται τα πιο αδύνατα οικονομικά στρώματα, κάτι που μάλλον έγινε και το 2005-9. Και που δεν είναι ίσως τόσο διαφορετικό από το τι γίνεται στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια σήμερα.


Πηγές