Στα ιχνη του κυπριακου σιδηροδρομου

Κλασσικό

Πρόσφατα στην Κύπρο, μια ομάδα δευτεροετών φοιτητών του τμήματος Πολιτικής Μηχανικής και Γεωπληροφορικής  του ΤΕΠΑΚ ανέλαβε να κάνει τεχνοοικονομική μελέτη για την κατασκευή σιδηρόδρομου. Για τους λάτρεις του τρένου στην Κύπρο, μια τέτοια ιδέα ακούγεται ίσως πολύ ωραία για να γίνει αληθινή. Θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί;

Οι παλιότεροι όμως θυμούνται ότι πριν αρκετές δεκαετίες ήταν ήδη πραγματικότητα. Μέχρι τη δεκαετία του ’50, στην Κύπρο λειτουργούσε κρατικός σιδηρόδρομος, ο οποίος στην μεγαλύτερη του ανάπτυξη συνέδεε την Ευρύχου με την Αμμόχωστο. Μετέφερε επιβάτες, εμπορεύματα, μεταλλεύματα, αλλά και το ταχυδρομείο.

Η σιδηρηδρομική ιστορία της Κύπρου

Ο κυπριακός σιδηρόδρομος σε λειτουργία. Μέχρι και τη δεκαετία ’40, όταν οι μηχανές μετατράπηκαν σε ντηζελοκίνητες, ως καύσιμα χρησιμοποιούνταν ξύλα και κάρβουνα. Πηγή εικόνας

Ο Κυπριακός Κυβερνητικός Σιδηρόδρομος (ή Cyprus Government Railways) λειτούργησε από το 1905 ως το 1951. Το 1905 μόλις είχαν ολοκληρωθεί τα έργα της εμβάθυνσης του λιμανιού της Αμμοχώστου και της κατασκευής της νέας αποβάθρας, που θα το έκαναν πάλι κύριο λιμάνι του νησιού όπως στα πολύ παλιά χρόνια. Και για να μπορεί να λειτουργήσει αυτό το λιμάνι, χρειαζόταν προφανώς και ένα επαρκές σύστημα συγκοινωνιών – ένας τομέας τον οποίο η προηγούμενη οθωμανική διοίκηση είχε παραμελήσει.

Αρχικά, ο σιδηρόδρομος δυσκολεύτηκε να γίνει ελκυστικός για επιβάτες, αφού οι ντόπιοι το έβλεπαν περισσότερο ως αξιοθέατο παρά ως κάτι χρήσιμο – προτιμούσαν τα παραδοσιακά τους μέσα για τις μεταφορές. Εξάλλου, δεν ήταν και ιδιαίτερα γρήγορο μέσο: η ταχύτητα δεν ξεπερνούσε τα 25 μίλια την ώρα και συχνά το τρένο έπρεπε να σταματάει, μέχρι να απομακρυνθούν τα πρόβατα και τα κατσίκια από τις γραμμές. Η διαδρομή Λευκωσία-Αμμόχωστος διαρκούσε 2 με 3 ώρες (αναλόγως των στάσεων), η διαδρομή Λευκωσία-Μόρφου 2 ώρες και η διαδρομή Μόρφου-Καλό Χωριό 1 ώρα. 

Ο κυπριακός σιδηρόδρομος όμως έδειξε τελικά την χρησιμότητά του με διάφορους τρόπους. Σ’ αυτούς συγκαταλέγεται και η υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας των Συμμάχων κατά τον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσω της μεταφοράς εφοδίων, ξυλείας και στρατιωτών – γι’ αυτό εξάλλου έγινε και στόχος βομβαρδισμών από τις δυνάμεις του Άξονα. Σε καιρούς ειρήνης, ιδιαίτερα δημοφιλή έγιναν τα φτηνά ειδικά δρομολόγια, π.χ. για τη μεταφορά κόσμου στις παραλίες τις Κυριακές, στο ετήσιο Φεστιβάλ Πορτοκαλιού στην Αμμόχωστο ή στον Ιππόδρομο του Αγίου Δομετίου στις μέρες των ιπποδρομιών.

Η διαδρομή

Ξεκινώντας από την Ευρύχου, το τρένο περνούσε από τη Μόρφου και τη Λευκωσία για να καταλήξει στην πόλη και στο λιμάνι της Αμμοχώστου. Ενδιάμεσα έκανε στάση σε διάφορα χωριά. Ας δούμε όμως αυτήν τη διαδρομή, μέσα από τα ίχνη που έχουν απομείνει μέχρι και σήμερα.

Η διαδρομή και οι στάσεις του Κυπριακού Σιδηρόδρομου, στην πλήρη του ανάπτυξη, με ένα συνολικό μήκος 122 χλμ. (από το Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου). Ήταν επιλεγμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετούν και ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές περιοχές.
Πηγή εικόνας

Ο δυτικός τερματικός σταθμός ήταν αυτός της Ευρύχου. Αυτό ήταν και το μοναδικό τμήμα όπου το τρένο ανέβαινε προς τα βουνά: κοντά στο σταθμό υπήρχαν πανδοχεία, για όσους θα συνέχιζαν το ταξίδι τους με άλλα μέσα προς τις κορυφές του Τροόδους. Η κατασκευή του σταθμού ευνόησε την ανάπτυξη και την ανάδειξη της Ευρύχου σε περιφερειακό κέντρο και κεφαλοχώρι της Σολέας.

Η επέκταση προς την Ευρύχου έγινε το 1915, με σκοπό την εκμετάλλευση των προϊόντων της Σολέας (μεταξύ αυτών και της ξυλείας) και της Λεύκας, αλλά και με την προοπτική επέκτασης προς το Τρόοδος. Τελικά, έμεινε σε λειτουργία μόνο μέχρι το 1932, αφού οι απότομες κλίσεις καταπονούσαν τη μηχανή, ενώ η βελτίωση του οδικού δικτύου μείωσε την επιβατική κίνηση (κατά μια άλλη εκδοχή, ο πραγματικός λόγος που έκλεισε αυτό το τμήμα ήταν ως.. τιμωρία για την κακή υποδοχή που επιφύλαξαν οι Ευρυχιώτες στον Άγγλο κυβερνήτη του νησιού το 1931, μετά τα Οκτωβριανά). Από τότε, ο σταθμός χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς, έγινε αργότερα στόχος εμπρησμού από την ΕΟΚΑ (ως αγγλική ιδιοκτησία), και τελικά εγκαταλείφθηκε και παρέμεινε ως ένα ερείπιο λίγο έξω από το χωριό. Πρόσφατα όμως αναπαλαιώθηκε και λειτουργεί σήμερα ως το Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου, απ’ όπου προέρχονται και πολλές από τις πληροφορίες στις οποίες βασίστηκε αυτό το άρθρο.

Ο πρώην σταθμός της Ευρύχου, τερματικός σταθμός της γραμμής και νυν Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου, βρίσκεται ανάμεσα στον οικισμό της Ευρύχου και τον ποταμό Καρκώτη. Φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμος κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για την μεταφορά ξυλείας.

Ξεκινώντας το ταξίδι του, το τρένο κατηφόριζε στην κοιλάδα της Σολιάς παράλληλα περίπου με τον ποταμό Καρκώτη, όπου λίγο μετά γινόταν η συμβολή με την ιδιωτική σιδηροδρομική γραμμή της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας, που μετέφερε το υλικό από τα μεταλλεία της περιοχής. Στη συνέχεια, το τρένο διέσχιζε την πεδιάδα της Μόρφου, με σημαντικότερη στάση στην ομώνυμη κωμόπολη. Ακολουθώντας έπειτα μια διαδρομή που περνούσε σε μεγάλο τμήμα της μέσα από τη σημερινή νεκρή ζώνη (από τη δεκαετία του ’40 και μετά, σταματούσε και στο νεόκτιστο Αεροδρόμιο της Λευκωσίας), έφτανε στα προάστια της Λευκωσίας, κάνοντας στάση στον Ιππόδρομο του Αγίου Δομετίου. Η επόμενη στάση ήταν ο κεντρικός Σιδηροδρομικός Σταθμός Λευκωσίας, ανάμεσα στην Πύλη Κερύνειας και τη Νεάπολη.

Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Λευκωσίας βρισκόταν στο σημερινό κατεχόμενο τμήμα, στην τότε Οδό Σιδηροδρόμου (νυν οδός Αμπντί Ιπεκτσί). Με βάση κάποιες αναφορές, το κτίριο στα δεξιά (κτισμένο το 1907) ήταν το κτίριο του Σταθμού. Αυτό δεν ταιριάζει όμως ούτε με τις φωτογραφίες ούτε με τους χάρτες της εποχής, με βάση τους οποίου ο σταθμός βρισκόταν στην αριστερή (βόρεια) πλευρά του δρόμου, στην οποία σήμερα υπάρχουν νέα κτίρια. Είναι πιθανόν πάντως να πρόκειται για ένα βοηθητικό κτίριο.

Παλιά φωτογραφία του Σ.Σ. Λευκωσίας (πηγή: Μουσείο Κυπριακού Σιδηροδρόμου).

Το όνομα αυτής της καντίνας (βρίσκεται στον ίδιο δρόμο, λίγα μέτρα μακριά), είναι από τα ελάχιστα στοιχεία που έμειναν για να θυμίζουν ότι κάποτε ήταν εκεί ο κεντρικός σταθμός της πόλης.

Μετά τον σταθμό, η σιδηροδρομική γραμμή συνέχιζε βορειο-ανατολικά προς την Ομορφίτα. Αυτό το μικρό αδιέξοδο δρομάκι διατηρεί το όνομα Tren Yolu Sokak, δείχνοντας και τη διαδρομή που ακολουθούσε το τρένο (κάποια από τα παλιά κτίρια που βρίσκονται σ’ αυτόν τον δρόμο ήταν προφανώς βοηθητικά του Κεντρικού Σταθμού).

Το τρένο συνέχιζε τη διαδρομή του κοντά στην Ομορφίτα, πριν κάνει ακόμα μια στάση στα προάστια της Λευκωσίας, στο Καϊμακλί. Στη συνέχεια, ακολουθούσε μια διαδρομή μέσα από την πεδιάδα της Μεσαορίας, σταματώντας σε διάφορα χωριά πριν καταλήξει στην Αμμόχωστο.

Μετά την Ομορφίτα, το τρένο περνούσε από τη σημερινή Οδό Συνεργασίας στο Καϊμακλί (απ’ όπου και η φωτογραφία).

Το σημερινό γραμμικό πάρκο Καϊμακλίου είναι το τελευταίο ίχνος της σιδηροδρομικής γραμμής, στην περιοχή που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η συνέχεια της γραμμής προς την Αμμόχωστο ακολουθούσε μια διαδρομή, η οποία βρίσκεται σήμερα εξ’ ολοκλήρου στα κατεχόμενα.

Ο σύγχρονος δρόμος που συνδέει τη Λευκωσία με την Αμμόχωστο διασχίζοντας την Μεσαορία (η φωτογραφία είναι από το λεωφορείο που κάνει τη συγκεκριμένη διαδρομή), ακολουθεί σε μεγάλο του τμήμα την παλιά σιδηροδρομική γραμμή.

Ο σταθμός της Αμμοχώστου ήταν ο ανατολικός τερματικός της διαδρομής. Η τοποθεσία του είχε επιλεχθεί ώστε να βρίσκεται ανάμεσα στην παλιά πόλη και τα Βαρώσια (εξυπηρετώντας έτσι και τον μουσουλμανικό και τον χριστιανικό πληθυσμό). Ένα ακόμα μικρό τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής ένωνε εξάλλου και το σταθμό με το πολύ κοντινό λιμάνι, απ’ όπου τα εμπορεύματα μπορούσαν να μεταφερθούν και εκτός Κύπρου.

Η παλιά ατμομηχανή του τρένου εκτίθεται μπροστά στον πρώην Σιδηροδρομικό Σταθμό Αμμοχώστου, στον οποίο στεγάζεται σήμερα το Κτηματολόγιο της Αμμοχώστου. Στο ισόγειο βρισκόταν η αίθουσα υποδοχής επιβατών και στον πρώτο όροφο τα γραφεία του κέντρου διοίκησης.

Πίσω από τον παλιό Σταθμό, βρίσκονται εγκαταλελειμμένα διάφορα βοηθητικά κτίρια (εργαστήρια, αμαξοστάσια, αποθήκες εμπορευμάτων), ακόμα και μια παλιά μηχανή – σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων από την κλειστή πόλη του Βαρωσίου.

Από τον κεντρικό σταθμό της Αμμοχώστου, μια άλλη σιδηροδρομική γραμμή ξεκινούσε με προορισμό το λιμάνι, όπου τα εμπορεύματα φορτώνονταν ή ξεφορτώνονταν από τα καράβια.

Το τέλος

Ο Κυπριακός Κυβερνητικός Σιδηρόδρομος έκανε το τελευταίο του δρομολόγιο στις 31 Δεκεμβρίου 1951. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες που τον είχαν σχεδιάσει και θέσει σε λειτουργία, ήταν οι ίδιοι που έμελλε να τον διαλύσουν, χωρίς να αφήσουν κάποια δυνατότητα για την επαναλειτουργία του στο μέλλον. Το δίκτυο αποσυναρμολογήθηκε και το υλικό της γραμμής μεταφέρθηκε στην Ιταλία. Οι ατμομηχανές και τα μεταλλικά πλαίσια των βαγονιών κομματιάστηκαν και πουλήθηκαν ως σίδερα. Τα βαγόνια πουλήθηκαν σε ιδιώτες στην Κύπρο, για να καταλήξουν ως τροχόσπιτα, αποθήκες και κοτέτσια.

Η εξήγηση που δίνεται για την εγκατάλειψη του σιδηρόδρομου είναι η κακή οικονομική του κατάσταση. Λόγω ίσως και κάποιων κακών επιλογών (όπως π.χ. την μη επαρκή προσαρμογή του στη μεταφορά μεταλλευμάτων και την ακύρωση της επέκτασης προς το Καραβοστάσι, που θα πρόσφερε σημαντικά έσοδα λόγω των κοιτασμάτων που ανακαλύφθηκαν), ο Κυπριακός Κυβερνητικός Σιδρηρόδρομος μάλλον ποτέ δεν μπόρεσε να γίνει μια πραγματικά κερδοφόρα επιχείρηση. Η ανάπτυξη των οδικών συγκοινωνιών αναπόφευκτα έφερε και άλλη μείωση των εσόδων. Μπορούμε ίσως να δούμε το κλείσιμο του σιδηροδρόμου και σαν μέρος της παγκόσμιας τάσης της εποχής (στον καπιταλιστικό κόσμο τουλάχιστον) προς τις οδικές συγκοινωνίες σε βάρος των σιδηροδρομικών. Αυτό είχε σαν συνέπεια, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σε άλλες χώρες της σχετικά υπανάπτυκτης μας περιοχής, ότι ποτέ δεν θα αποκτούσαμε ένα σιδηροδρομικό δίκτυο ικανοποιητικό σε πυκνότητα και ποιότητα.

Δεν ξέρουμε αν κάποια στιγμή δούμε ξανά τρένα να διασχίζουν την κυπριακή εξοχή. Ακόμα πάντως κι αν γίνει αυτό, είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα ακολουθούν την παλιά τους διαδρομή: μια διαδρομή που μοιάζει σήμερα ως μια ειρωνεία της Ιστορίας, με τις συνεχείς αλλαγές από τα κατεχόμενα στη νεκρή ζώνη, στην σημερινή ελληνοκυπριακή περιοχή και μετά πίσω στα κατεχόμενα.

Η σημερινή Κύπρος μπορεί να διαφέρει πολύ από τότε, ακόμα και στο θέμα των συγκοινωνιών. Ένα πυκνό ασφαλτοστρωμένο οδικό δίκτυο έχει κάνει και τις πιο απομακρυσμένες γωνιές του νησιού εύκολα προσβάσιμες, ενώ ως κράτος η Κύπρος έχει τα περισσότερα χλμ. αυτοκινητόδρομου ανά κάτοικο στην Ε.Ε.. Ας θυμόμαστε πάντως ότι στην Κύπρο της δεκαετίας του ’20, μια υπανάπτυκτη τριτοκοσμική αποικία, κάποιος μπορούσε να πάρει το τρένο από την Ευρύχου, να περάσει από Μόρφου, Κοκκινοτριμιθιά, Άγιο Δομέτιο, Βόρεια Λευκωσία, Καϊμακλί και να καταλήξει στην Αμμόχωστο, διασχίζοντας μόνο μια χώρα, χωρίς σύνορα.


Πηγές:

Αθηνα-Κυπρος μεσω ξηρας

Κλασσικό

Σήμερα είναι περίπου αυτονόητο, ότι το ταξίδι από Αθήνα για Κύπρο γίνεται αεροπορικά (μέσω Λάρνακας ή Πάφου). Παλιότερα υπήρχε και ακτοπλοϊκή σύνδεση Πειραιάς-Λεμεσός, η οποία όμως έχει καταργηθεί εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό που μάλλον σπάνια σκεφτόμαστε είναι ότι μπορεί να υπάρξει και δρόμος μέσω ξηράς: τουλάχιστον μέχρι το κοντινό στην Κύπρο τουρκικό λιμάνι Τασουτζού, απ’ όπου μετά πρέπει να πάρει κάποιος το πλοίο για να περάσει απέναντι στην Κερύνεια.

Μια πιθανή διαδρομή είναι αυτή με τρένο μέχρι Ξάνθη/Κομοτηνή (12-13 ώρες), μετά με λεωφορείο μέχρι Κωνσταντινούπολη (6-7 ώρες) – πιο γρήγορο (αν και λίγο πιο ακριβό: 70 Ευρώ αντί 50) είναι φυσικά να κάνεις όλη τη διαδρομή Αθήνα-Κωνσταντινούπολη με λεωφορείο, αλλά κατά την άποψή μου λιγότερο ενδιαφέρον. Από Κωνσταντινούπολη η πιο γρήγορη διαδρομή είναι με λεωφορείο ή τρένο μέχρι Άγκυρα (4-5 ώρες), από εκεί με τρένο (ταχεία) στο Ικόνιο (σχεδόν 2 ώρες) και στη συνέχεια με λεωφορείο για Σελεύκεια (3 ώρες). Από εκεί μπορεί κάποιος να πάει εύκολα (με αστική συγκοινωνία ή ταξί) στο κοντινό λιμάνι Τασουτζού, απ’ όπου αναχωρεί το πλοίο για Κερύνεια.

Πηγή χάρτη/δορυφορικής εικόνας: here.com

Πρώτοι σταθμοί αυτού του ταξιδιού, που έγινε την άνοιξη του ’13, ήταν δύο πόλεις της Θράκης, η Ξάνθη και η Κομοτηνή. Η παρουσία της μουσουλμανικής μειονότητας τις κάνει κατά κάποιον τρόπο μεταβατικές σ’ ένα ταξίδι προς την Τουρκία. Όσο ιδιαίτερο και να είναι το να βλέπεις ένα υπόλειμμα συνύπαρξης Χριστιανών και Μουσουλμάνων στον ελληνοτουρκικό χώρο, είναι κάπως λυπηρό το ότι έχει έναν τέτοιο μουσειακό χαρακτήρα. Ειδικά αν σκεφτείς ότι αυτή η συνύπαρξη ήταν επί αιώνες ο κανόνας και σε όλες τις υπόλοιπες πόλεις του ταξιδιού.

Η παλιά πόλη της Ξάνθης.

Παλιά καπναποθήκη στο κέντρο της Ξάνθης, σύμβολο για ένα από τα πιο σημαντικά προϊόντα της περιοχής.

Εικόνα από τουρκομαχαλά της Κομοτηνής.

Το κέντρο της Κομοτηνής, απ’ όπου αναχωρεί το λεωφορείο για Κωνσταντινούπολη.

Από την Κομοτηνή το λεωφορείο για Τουρκία φεύγει κατά τις 2, με άφιξη στην Κωνσταντινούπολη κατά τις 9 το βράδυ. Ο μεγάλος σταθμός των υπεραστικών και διεθνών λεωφορείων (Μπουγιούκ Οτογκάρ) βρίσκεται στο προάστιο Μπαϊράμπασα και συνδέεται με ηλεκτρικό με το κέντρο της πόλης. Αν κάποιος όμως σκοπεύει να συνεχίσει το ταξίδι του προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, μπορεί να διασχίσει το Βόσπορο και να διανυκτερεύσει στην ασιατική πλευρά, π.χ. στη Χαλκηδόνα. Η τελευταία είναι προάστιο μάλλον της μεσαίας τάξης, πολύ ζωντανό και με ιδιαίτερο χαρακτήρα. Παλιότερα κατοικούσαν εκεί και πολλοί από τους Ρωμιούς της Πόλης, όπως φαίνεται και από τις διάφορες ελληνορθόδοξες εκκλησίες – ενώ το ελληνικό δημοτικό που ακόμα λειτουργεί δείχνει ότι μέχρι και σήμερα έχουν απομείνει κάποιοι.

Το ελληνικό δημοτικό στη Χαλκηδόνα.

Θέα προς την Προποντίδα (στο βάθος η ευρωπαϊκή πλευρά της Πόλης), από την ταράτσα χόστελ στη Χαλκηδόνα. Αμέσως πάνω στη θάλασσα φαίνεται ο σιδηροδρομικός σταθμός Χαϊνταρπασά, η πύλη για την Ασία: από εδώ αναχωρούν κανονικά (προς το παρόν ο σταθμός είναι κλειστός) τα τρένα που διασχίζουν τη Μικρά Ασία και φτάνουν μέχρι τη Δαμασκό και την Τεχεράνη.

Από την Κωνσταντινούπολη μπορεί κάποιος να πάρει μετά το λεωφορείο προς Άγκυρα (5 ώρες – το ταξίδι γίνεται πλέον και σε 4 ώρες με την νέα γραμμή ταχείας που συνδέει τις δύο πόλεις, το 2013 ήταν ακόμα υπό κατασκευή). Η νέα πρωτεύουσα της Τουρκίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας μπορεί να μην έχει τη γοητεία της Κωνσταντινούπολης – κάτι τέτοιο θα ήταν άλλωστε πολύ δύσκολο. Είναι γενικά μια σύγχρονη πόλη με καινούριες πολυκατοικίες, πλατιούς δρόμους και μεγάλα πάρκα. Έχει την εικόνα πόλης που κτίστηκε ακριβώς για να γίνει πρωτεύουσα, χωρίς να έχει ιδιαίτερη ιστορία πίσω της: πριν τον Ατατούρκ, η Άγκυρα ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη.

Η σύγχρονη πόλη της ‘Αγκυρας απλώνεται κάτω από το κάστρο.

Όταν αρχίζεις να ανηφορίζεις προς το κάστρο, αλλάζουν κάπως τα πράγματα. Η συνοικία Χαμάμονου στους πρόποδες του λόφου έχει αναπαλαιωθεί και έχει τοπικό χρώμα. Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι όμως η (μάλλον φτωχική) συνοικία που βρίσκεται μέσα στο ίδιο το κάστρο: είναι κάπως σαν να γυρίζεις μερικές δεκαετίες πίσω σε σχέση με τη σύγχρονη Άγκυρα, ακόμα και στην ενδυμασία των κατοίκων.

Η αναπαλαιωμένη συνοικία Χαμάμονου, στους πρόποδες του λόφου.

Η παλιά συνοικία μέσα στο κάστρο της Άγκυρας, σε έντονη αντίθεση με τη σύγχρονη πόλη.

Επόμενος σταθμός μετά την οθωμανική Κωνσταντινούπολη και την κεμαλική Άγκυρα είναι το σελτζουκικό Ικόνιο – καλύπτοντας έτσι μ’ ένα ταξίδι όλες τις πρωτεύουσες των σημαντικότερων τούρκικων κρατών στην ιστορία της Μικράς Ασίας. Από Άγκυρα το πιο άνετο μέσο είναι πλέον το τρένο: η ταχεία που συνδέει τις δύο πόλεις καλύπτει την απόσταση 260 χλμ σε λιγότερο από 2 ώρες, διασχίζοντας τo ημίξηρο υψίπεδο της Κεντρικής Ανατολίας.

Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Άγκυρας. Έγινε δυστυχώς παγκόσμια γνωστός με την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση σε διαδήλωση αριστερών και κουρδικών οργανώσεων, με πάνω από 100 νεκρούς.

Αν και τα υψίπεδα της κεντρικής Ανατολίας έχουν ημίξηρο κλίμα και η φυσική βλάστηση σε κάποια τμήματα τους είναι μόνο αλατούχα στέπα, σε μεγάλο τους μέρος σήμερα καλύπτονται από καλλιέργειες, όπως φαίνεται από το τρένο Άγκυρα-Ικόνιο.

Εκτός από πρωτεύουσα των Σελτζούκων, το Ικόνιο ήταν και η ιστορική έδρα του θρησκευτικού τάγματος των Μεβλεβήδων – γνωστότερου στον κόσμο μέσω των περιστρεφόμενων ντερβίσηδων. Το σύγχρονο Ικόνιο όμως είναι ένας τυπικός «τίγρης της Ανατολίας», όπως αποκαλούνται οι πόλεις της Κεντρικής Μικράς Ασίας που με τις επιχειρήσεις και βιομηχανίες τους έδωσαν ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας τις τελευταίες δεκαετίες. Θεωρείται επίσης, όχι τυχαία, και πρωτεύουσα του μουσουλμανικού συντηρητισμού και προπύργιο του κόμματος του Ερντογάν. Για τη σημασία όμως του «ισλαμικού κεφαλαίου» και τη σύνδεσή του με το πολιτικό φαινόμενο Ερντογάν υπάρχει άλλο άρθρο.

Εκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ, τη Σερβία, την Αλβανία, ο δικέφαλος αετός χρησιμοποιείται ως σύμβολο και από το Δήμο Ικονίου.

Εικόνα από τον τεκέ των Μεβλεβήδων – στο οίκημα δεξιά βρίσκεται ο τάφος του Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί, ιδρυτή του τάγματος. Ο χώρος λειτουργεί σήμερα επίσημα ως μουσείο, στην πράξη όμως είναι και τόπος προσκυνήματος.

Το Ικόνιο δείχνει και μέσω τέτοιων αγαλμάτων περιστρεφόμενων ντερβίσηδων στους τουρίστες την ιστορική του σύνδεση με το τάγμα των Μεβλεβήδων.

Να και μια εικόνα ίσως όχι τυπική στο μυαλό πολλών για το συντηρητικό Ικόνιο: η διαδήλωση της Πρωτομαγιάς, με τη συμμετοχή αριστερών και κεμαλικών οργανώσεων.

Για να φτάσει κάποιος από την κεντρική Μικρά Ασία στην ακτή της Μεσογείου πρέπει να διασχίσει την οροσειρά του Ταύρου, στην περιοχή της Καραμανιάς. Το όνομα αυτό (απ’ όπου βγαίνει και το «Καραμανλής») προέρχεται από την τουρκική δυναστεία των Καραμανιδών, που διοικούσε την περιοχή και αντιστάθηκε με επιτυχία για πολλά χρόνια στους Οθωμανούς πριν υποταχθεί σ’ αυτούς.

Η μικρή πόλη Καραμάν σώζει μέχρι τις μέρες μας το όνομα της δυναστείας των Καραμανιδών.

Κατηφορίζοντας από την οροσειρά του Ταύρου (πάνω αριστερά), οι ελιές και τα ανοιχτόχρωμα κτίρια σηματοδοτούν την επιστροφή στο οικείο μεσογειακό τοπίο.

Το ταξίδι με το λεωφορείο διαρκεί 3 ώρες από το Ικόνιο μέχρι τη Σελεύκεια. Η Σελεύκεια (Σιλιφκέ στα τούρκικα) είναι μια μικρή μεσογειακή πόλη της Τουρκίας, που πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας των Σελευκιδών. Σε απόσταση μόλις λίγων χιλιομέτρων βρίσκεται και το λιμάνι Τασουτζού.

Στη Σελεύκεια ήδη νιώθεις πιο κοντά στην Κύπρο – η πόλη έχει μεσογειακή αίσθηση. Στα αριστερά το ξενοδοχείο «Αγία Θέκλα».

Από το Τασουτζού αναχωρεί θεωρητικά τα μεσάνυχτα το πλοίο για την Κερύνεια. Πρακτικά φαίνεται να καθυστερεί αρκετά, λόγω μάλλον του ότι πρέπει να μπούνε τα φορτηγά για τον εφοδιασμό των κατεχομένων. Αυτός είναι προφανώς και ο κύριος σκοπός του συγκεκριμένου πλοίου και λιγότερο η μεταφορά επιβατών (για την οποία εξάλλου υπάρχει και άλλο, πιο γρήγορο καράβι, με πιο ασταθή δρομολόγια όμως). Ήδη λίγο πριν την ανατολή του ήλιου φαίνονται στον ορίζοντα οι βουνοκορφές του Πενταδάκτυλου και της Καρπασίας. Το πλοίο όμως φτάνει στο νέο λιμάνι της Κερύνειας μόλις κατά τις 8-9 π.μ.

Εικόνα από το πλοίο λίγο πριν φτάσει στην Κερύνεια: ο ήλιος ανατέλλει πίσω από τις κορυφές της Καρπασίας.

Ενα τραγουδι για μια ξεχασμενη κυπριακη εξεγερση

Κλασσικό

Κάποιοι μπορεί να ξέρουν το παλιό κυπριακό τραγούδι «Να σου ‘γοράσω μηχανή«. Όπως πολλά άλλα, έχει κι αυτό την τουρκοκυπριακή εκδοχή του, το Dolama Dolamayı, το οποίο φαίνεται να είναι αρκετά γνωστό και στην Τουρκία.

Πάνω στην ίδια μελωδία υπάρχει ένα ακόμα τουρκοκυπριακό τραγούδι, με σαφώς πιο πολιτικό περιεχόμενο. Έχει ερμηνευτεί από τον Hamza Irkad, καθώς και το συγκρότημα Sol Anahtarı.

Το τουρκικό συγκρότημα bANDiSTA, που είναι γνωστό για τη διασκευή επαναστατικών τραγουδιών απ’ όλο τον κόσμο, έκανε ίσως την πιο δυναμική εκτέλεσή του, με τον ίδιο τίτλο: Gavur İmam İsyanı, δηλαδή «Η εξέγερση του Γκιαούρ Ιμάμη».

Η εκτέλεση των bANDiSTA έχει και το ιδιαίτερο στοιχείο ότι χωρίζει καθαρά τα δύο τμήματα του τραγουδιού. Ενώ το πρώτο τμήμα (μέχρι το 2:30) περιγράφει τα βάσανα των χωρικών από την οθωμανική εξουσία, ακολουθεί μια μεγάλη παύση με μουσική που μας προετοιμάζει για το δεύτερο τμήμα (από το 3:40), το οποίο μας φέρνει πλέον στο ξέσπασμα της εξέγερσης:

Οι χωρικοί ενώθηκαν, αντιστάθηκαν στον πασά
Μόλις χτύπησε ο Γκιαούρ Ιμάμης, οι Οθωμανοί χάθηκαν
Μόλις άναψε η εξέγερση του λαού, ο στρατός χάθηκε

(Η μετάφραση βασίζεται σ’ αυτήν εδώ, επειδή εγώ δεν έχω αρκετές γνώσεις τουρκικών).

Κλείνοντας τον κύκλο, το ελληνοκυπριακό συγκρότημα Monsieur Doumani έκανε μια νέα διασκευή του τραγουδιού στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο, αυτήν τη φορά καθαρά πολιτικοποιημένη, στο ίδιο πνεύμα με αυτήν του Gavur İmam İsyanı.

Μάλλον λίγοι Ελληνοκύπριοι γνωρίζουν αυτό το τμήμα της Ιστορίας μας. Ο ίδιος ο τίτλος «Γκιαούρ Ιμάμης» μοιάζει αντιφατικός: από τη μια, το «γκιαούρης» σημαίνει άπιστος, από την άλλη το «ιμάμης» είναι θρησκευτικός μουσουλμανικός τίτλος. Ακόμα πιο δύσκολο είναι για πολλούς να φανταστούν ότι μια εξέγερση ενάντια στους Οθωμανούς μπορεί να έχει για ηγέτη της έναν Μουσουλμάνο. Κι όμως, όποιος έχει μελετήσει την οθωμανική ιστορία της Κύπρου, αλλά και γενικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξέρει ότι κάτι τέτοιο ήταν κάθε άλλο παρά εξαίρεση (βλέπε π.χ. την εξέγερση του Σεΐχη Μπεντρεντίν, τους αγώνες των κιζιλμπάσηδων ενάντια στους Οθωμανούς, τις εξεγέρσεις των Τζελαλήδων, αλλά και το κίνημα του Χαλίλ Αγά στην Κύπρο).

Η Κύπρος στα χρόνια της οθωμανικής παρακμής

Στις αρχές του 19ου αιώνα η Κύπρος διοικούνταν από έναν Οθωμανό κυβερνήτη, με τη συνεργασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και άλλων Χριστιανών αξιωματούχων, όπως των Δραγομάνων και των τοπικών κοτζαμπάσηδων. Η δύναμη της Εκκλησίας είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο τον 18ο αιώνα, που κάποιοι εκπρόσωποι ξένων δυνάμεων έβλεπαν στο πρόσωπο του Αρχιεπίσκοπου τον πραγματικό ηγέτη του νησιού. Δεν ήταν άρα περίεργο, που η οργή του λαού στρεφόταν συχνά κι εναντίον αυτής της εκκλησιαστικής ή πολιτικής χριστιανικής ελίτ – και που μπορούσε να οδηγήσει και σε κοινές μουσουλμανικές-χριστιανικές εξεγέρσεις.

Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ήταν γενικά μια περίοδος αστάθειας. Μέρη της οθωμανικής ή ορθόδοξης άρχουσας τάξης του νησιού συγκρούονταν μεταξύ τους, ενώ το 1821 ο Οθωμανός κυβερνήτης εξαπέλυσε ολομέτωπη επίθεση ενάντια στην ορθόδοξη ελίτ του νησιού, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η πολύ γνωστή εκτέλεση του Αρχιεπίσκοπου Κυπριανού. Για κάποια χρόνια στη συνέχεια, το νησί υπέφερε και από την ανεξέλεγκτη δράση αιγυπτιακών στρατευμάτων. Πολλοί Κύπριοι διέφυγαν στο εξωτερικό, εκτός των άλλων και λόγω της βαριάς φορολογίας, ενώ μικρές εξεγέρσεις διαδέχονταν η μια την άλλη.

1833: η επαναστατική χρονιά

Έχοντας υπόψη αυτήν την κατάσταση, γίνεται πιο κατανοητό πως φτάσαμε στο 1833, τη χρονιά με τις τρεις εξεγέρσεις: αυτήν του Νικόλαου Θησέα στη Λάρνακα, του καλόγερου Ιωαννίκιου στην Καρπασία και του Γκιαούρ Ιμάμ στην Πάφο. Αρχική αφορμή ήταν η επιβολή ενός έκτακτου φόρου, ο οποίος θεωρήθηκε δυσβάσταχτος τόσο από τον μουσουλμανικό όσο και τον χριστιανικό αγροτικό πληθυσμό.

Και στα τρία κινήματα φαίνεται ότι συμμετείχαν και Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι χωρικοί. Στην περίπτωση του Νικόλαου Θησέα, υπάρχουν αναφορές και για συμμετοχή Ευρωπαίων (της «τρίτης τάξης», όπως τους αποκαλεί ο Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος, ο οποίος τάχθηκε φυσικά εναντίον των εξεγέρσεων). Για τον καλόγερο Ιωαννίκιο, ξέρουμε ότι ο αρχικός κορμός του στρατού του αποτελείτο από Αλβανούς στρατιώτες, οι οποίοι είχαν ξεμείνει στη Λάρνακα.

Η εξέγερση στη Λάρνακα, η πρώτη από τις τρεις, ήταν αρκετά μαζική και πιθανόν αυθόρμητη – σε κάποια στιγμή πάντως, ο Νικόλαος Θησέας βρέθηκε στην ηγεσία της. Ξεκίνησε με διαδηλώσεις στη Λάρνακα, οι οποίες εξαπλώθηκαν και στη Λευκωσία. Η εξέγερση έληξε σχετικά αναίμακτα, αφού η απόφαση για την επιβολή του φόρου ακυρώθηκε. Ο Θησέας μαζί με πολλούς ακόλουθούς του κατέφυγε στο Σταυροβούνι, φοβούμενος αντίποινα. Αφού πήρε εγγυήσεις για την ασφάλειά της, η ομάδα διαλύθηκε ήσυχα, απ’ ό,τι φαίνεται χωρίς θύματα. Ο ίδιος ο Θησέας έφυγε από την Κύπρο.

Λιγότερο ειρηνική ήταν η κατάληξη της εξέγερσης στην Καρπασία. Αυτή ξέσπασε πολύ αργότερα, τον Ιούλη, και έφερε μια πολύ πιο ευθεία αμφισβήτηση της οθωμανικής εξουσίας. Ο καλόγερος Ιωαννίκιος, ξεκινώντας με καράβι από τη Λάρνακα, αποβιβάστηκε με τους Αλβανούς στρατιώτες στο Μπογάζι, προχώρησε στο χωριό καταγωγής του (τον Άγιο Ηλία) και άρχισε να ξεσηκώνει τους χωρικούς εναντίον της οθωμανικής διοίκησης. Εγκατέστησε το αρχηγείο της εξέγερσής του στο Τρίκωμο. Αν και μάλλον βρήκε αρκετούς υποστηρικτές ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό της περιοχής, αυτοί σκόρπισαν μόλις αντίκρισαν τα οθωμανικά στρατεύματα. Ο ίδιος ο Ιωαννίκιος και οι συνεργάτες του συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν.

Για τα κίνητρα των ηγετών αυτών των εξεγέρσεων είναι δύσκολο να πούμε κάτι. Αλλά το γεγονός ότι ο Νικόλαος Θησέας ήταν αγωνιστής του ’21 που επέστρεψε στην Κύπρο δείχνει ότι μάλλον δεν ήταν άσχετα με την ελληνική εθνική ιδέα (αν και για τον κόσμο που συμμετείχε, φαίνεται από την εξέλιξη πως το φορολογικό θέμα ήταν το πιο σημαντικό). Κάτι τέτοιο πιθανόν να ισχύει και για τον καλόγερο Ιωαννίκιο, για τον οποίο επίσης εικάζεται ότι συμμετείχε στην Ελληνική Επανάσταση. Η τρίτη όμως περίπτωση, αυτή του Γκιαούρ Ιμάμη, μάλλον δύσκολα μπορεί να συσχετιστεί με ένα εθνικό κίνημα. Γι’ αυτό έχει ενδιαφέρον να τη δούμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια.

Οι πορείες που ακολούθησαν οι τρεις εξεγέρσεις του 1833. Ο χάρτης που χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο προέρχεται από εδώ.

Το κίνημα του Γκιαούρ Ιμάμη

Ο Γκιαούρ Ιμάμης, κατά τις οθωμανικές πηγές Ντελί Ιμάμ, ζούσε στο χωριό Τριμιθούσα της σημερινής επαρχίας Πάφου (οι πηγές το αναφέρουν ως «Τρεμιθούσα», που είναι σήμερα όνομα χωριού κοντά στο Κτήμα της Πάφου, για γεωγραφικούς-εθνολογικούς λόγους είναι όμως πιο πιθανόν να εννοούν την Τριμιθούσα, σήμερα εγκαταλελειμμένο χωριό κοντά στην Πόλη Χρυσοχούς). Και αυτό το χωριό, όπως και όλα της γύρω περιοχής, κατοικούνταν κατά πάσα πιθανότητα από Λινοπάμπακους. Είναι πολύ πιθανόν να ήταν και ο ίδιος Λινοπάμπακος, κάτι που σε συνδυασμό με τη συνεργασία του με τους Χριστιανούς της περιοχής μπορεί να του χάρισε το παρατσούκλι «Γκιαούρ Ιμάμης», με το οποίο πέρασε τελικά στην Ιστορία.

Ο Γκιαούρ Ιμάμης φαίνεται ότι ετοίμαζε την εξέγερσή του ήδη από το 1832, μετατρέποντας τον τόπο διαμονής του σε στρατόπεδο, αλλά αρχικά οι οθωμανικές αρχές δεν του έδωσαν προσοχή. Μια παράδοση λέει ότι αφορμή για την αποξένωσή του από την οθωμανική εξουσία ήταν ένα επεισόδιο με έναν Οθωμανό αξιωματούχο (σχετικά με τη προσφορά παξιμαδιών για τον στρατό), σίγουρα όμως οι πραγματικές αιτίες του κινήματος είναι πιο βαθιές. Ένοπλοι Μουσουλμάνοι από την Τριμιθούσα και τα γύρω χωριά (δηλαδή μάλλον κυρίως Λινοπάμπακοι) σύντομα εντάχθηκαν στην ομάδα του.

Όταν επιβλήθηκε ο φόρος το Μάρτη του 1833, η λαϊκή δυσαρέσκεια ήταν τέτοια, που ο Ιμάμης μπόρεσε να βρει αρκετούς Μουσουλμάνους και Χριστιανούς χωρικούς έτοιμους να τον ακολουθήσουν (ο τότε Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος ισχυρίζεται σε επιστολή του ότι ήταν αποκλειστικά μουσουλμανική εξέγερση, αλλά αυτό το κάνει μάλλον για πολιτικούς λόγους). Διακήρυττε ότι σκοπός του ήταν το όφελος όλων των Κυπρίων χωρικών, τους οποίους ήθελε να απαλλάξει από τη βαριά φορολογία. Το γεγονός ότι ο λόγος του απευθυνόταν και έβρισκε ανταπόκριση σε Μουσουλμάνους, Λινοπάμπακους και Χριστιανούς, δείχνει ότι τουλάχιστον στο επίπεδο του απλού λαού οι διαχωριστικές γραμμές δεν ήταν τόσο καθαρές εκείνη την εποχή.

Από την Τριμιθούσα κατέβηκε προς τη Γιόλου και μετά στο Κτήμα, βρίσκοντας στο δρόμο του συνεχώς νέους οπαδούς που τον ακολούθησαν. Σύντομα περίπου ολόκληρη η επαρχία Πάφου ήταν υπό τον έλεγχο του. Με κίνδυνο να προελάσει προς τη Λεμεσό, Μουσουλμάνοι αλλά και Χριστιανοί προύχοντες (όπως ο κοτζάμπασης Πηλαβάκης) ζήτησαν βοήθεια για να κατασταλεί η εξέγερση. Ο Οθωμανός κυβερνήτης του νησιού ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε να περιμένει ενισχύσεις εκείνη τη στιγμή, μια και ο Σουλτάνος ήταν απασχολημένος με τον αγώνα εναντίον του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου (με τον οποίο εικάζεται ότι ο Γκιαούρ Ιμάμης είχε δράσει σε συνεννόηση – εξάλλου μετά την καταστολή της εξέγερσης διέφυγε στην Αίγυπτο). Αναγκάστηκε έτσι να διαπραγματευτεί με τον Γκιαούρ Ιμάμη και ουσιαστικά να τον ανεχτεί για κάποιους μήνες – ένα στοιχείο που δείχνει ίσως πόσο αδύναμη ήταν η οθωμανική διοίκηση εκείνη την εποχή στην Κύπρο.

Υπάρχουν αναφορές ότι ο Γκιαούρ Ιμάμης ήρθε σε συνεννόηση με τον καλόγερο Ιωαννίκιο και το σχέδιο τους ήταν να προωθηθούν σταδιακά προς τη Λευκωσία, θέτοντας όλο το νησί υπό τον έλεγχό τους. Αν και μάλλον δεν υπάρχουν στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν αυτό, η καταστολή της εξέγερσης στην Καρπασία, σε συνδυασμό με το συμβιβασμό ανάμεσα στο Σουλτάνο και το Μεχμέτ Αλή, έδωσαν την ευκαιρία στην οθωμανική διοίκηση να επικεντρωθεί στον Γκιαούρ Ιμάμη. Ενισχύσεις σε στρατεύματα έφτασαν από την Καραμανιά, ενώ ένας σημαντικός αριθμός στρατολογήθηκε στην ίδια τη Λευκωσία. Οι Οθωμανοί ήταν τώρα έτοιμοι να εκστρατεύσουν προς την Πάφο.

Αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της καταστολής της εξέγερσης και της σύλληψής του, ο Γκιαούρ Ιμάμης διέφυγε στην Αλεξάνδρεια, και το κίνημα του διαλύθηκε. Τον Ιούλη το οθωμανικό στράτευμα έφτασε στη Γεροσκήπου και το Κτήμα, και πολλοί έπεσαν θύμα της εκδικητικής του μανίας, κυρίως Χριστιανοί. Για την τύχη του Γκιαούρ Ιμάμη στη συνέχεια υπάρχουν πολλές εκδοχές, αλλά το σίγουρο είναι πως με κάποιον τρόπο βρέθηκε τελικά πίσω στην Κύπρο, όπου και εκτελέστηκε.

Μερικές σκέψεις για μια ξεχασμένη (;) εξέγερση

Αν και αφορμή για το επαναστατικό κλίμα ήταν ο φόρος, τουλάχιστον στις περιπτώσεις του Γκιαούρ Ιμάμη και του Ιωαννίκιου βλέπουμε μια πιο γενική αμφισβήτηση της οθωμανικής εξουσίας. Ενδιαφέρον είναι ότι στη ηγεσία αυτών των κινημάτων ήταν ένας Χριστιανός και ένας Μουσουλμάνους, οι οποίοι μάλιστα είχαν και οι δύο θρησκευτική ιδιότητα. Και οι οπαδοί τους ήταν ανάμικτα Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Από την άλλη, ανάμικτοι ήταν και οι αντίπαλοί τους που υπερασπίστηκαν την οθωμανική εξουσία, προερχόμενοι κυρίως από τις ανώτερες τάξεις και των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων.

Όσον αφορά τον Γκιαούρ Ιμάμη, ενδιαφέρον είναι επίσης ότι η ιστορία του φαίνεται πως έμεινε ζωντανή στην τουρκοκυπριακή παράδοση, αποδίδοντας του μάλιστα έναν ηρωικό χαρακτήρα. Στον πρώην τουρκομαχαλά της Πάφου, ένας δρόμος παραμένει μέχρι σήμερα αφιερωμένος στη μνήμη του, και μάλιστα με το όνομα «Γκιαούρ Ιμάμ» αντί «Ντελί Ιμάμ» –  το επίθετο «γκιαούρ» δεν φαίνεται να εκλαμβάνεται κατ’ ανάγκη ως αρνητικό. Αυτά σίγουρα μπερδεύουν όποιον ταυτίζει στο μυαλό του τους Τουρκοκύπριους με την οθωμανική εξουσία.

Οι ονομασίες των οδών στον πρώην τουρκομαχαλά της Πάφου. Ανάμεσα στα ονόματα που σχετίζονται με το οθωμανικό, νεο-οθωμανικό, νεοτουρκικό, ή κεμαλικό παρελθόν της Τουρκίας και της Κύπρου, υπάρχει κι ένα με καθαρά τουρκοκυπριακές και αντι-οθωμανικές παραπομπές: αυτό του Γκιαούρ Ιμάμ.

Αυτό δείχνει ίσως ότι η δυσαρέσκεια με την οθωμανική διοίκηση ήταν κάτι που αφορούσε γενικά τον πληθυσμό, κυρίως τον αγροτικό, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Σημαντική είναι και η κλιμάκωση που βλέπουμε από την εξέγερση στη Λάρνακα μέχρι αυτές στην Πάφο και την Καρπασία: οι δύο τελευταίες φαίνεται ότι απειλούσαν ευθέως την οθωμανική κυριαρχία στο νησί, έχοντας σαν στόχο την κατάληψη της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Προφανώς τέτοιες ιδέες έγιναν δυνατές, αφού η παρηκμασμένη οθωμανική εξουσία φαινόταν πλέον τόσο ανίκανη και ευάλωτη. Η κακή προετοιμασία και η έλλειψη συντονισμού μπορεί τελικά να οδήγησαν στην εύκολη συντριβή των κινημάτων, η τοπική άρχουσα τάξη φαίνεται όμως ότι είχε επίγνωση αυτής της αδυναμίας και ήταν αρκετά ανήσυχη.

Αυτό μας φέρνει σ’ ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο, τη θέση της Εκκλησίας. Οι πρώτες συγκεντρώσεις των εξεγερμένων υπό την ηγεσία του Νικόλαου Θησέα έγιναν μπροστά στην Επισκοπή Κιτίου και στην Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία: προφανώς εκεί έβλεπαν τους υπεύθυνους ή αυτούς που μπορούσαν να αλλάξουν την κατάσταση. Επίσης ενδιαφέρον είναι το ότι ο Γκιαούρ Ιμάμης επέλεξε σαν αρχηγείο το κτήριο της Επισκοπής Πάφου, πιθανόν επειδή ήταν το τοπικό σύμβολο της εξουσίας. Όπως και να έχει, το ότι ο Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος καταδίκασε και τις τρεις εξεγέρσεις (πιο ήπια τον Νικόλαο Θησέα, πιο κατηγορηματικά τον Ιωαννίκιο, που ήταν και πιο ριζοσπαστικός απέναντι στην οθωμανική εξουσία), δεν είναι και καμιά μεγάλη έκπληξη.

Αυτή ήταν η τελευταία μεγάλη εξέγερση στο νησί, στην οποία συμμετείχαν από κοινού Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Είχε κυρίως ταξικό χαρακτήρα – γι’ αυτό εξάλλου φαίνεται ότι εμπνέει πολιτικοποιημένους μουσικούς μέχρι τις μέρες μας. Οι χωρικοί εκείνης της εποχής αντιλαμβάνονταν ίσως τα πράγματα με ταξικούς όρους, χωρίς να έχουν ίχνος μαρξιστικής ή διεθνιστικής διαπαιδαγώγησης: ήταν απλά η φυσιολογική συνέπεια του τρόπου ζωής τους.

Από εκεί και πέρα, τα πράγματα θα έπαιρναν μια άλλη πορεία, αργή αλλά σταθερή. Για να φτάσουμε έτσι στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όπου οι διαχωριστικές γραμμές θα γίνονταν πλέον καθαρά εθνικές και όλο και πιο αδιαπέρατες. Σε σημείο που μας είναι δύσκολο πλέον να φανταστούμε πως μπορεί να ήταν κάποτε πολύ διαφορετικά.

Πηγές

Ισλάμ στα Ελληνικά

Κλασσικό

Λίγα έθνη στον κόσμο συνδέθηκαν τόσο πολύ με μια θρησκευτική ταυτότητα όσο οι σύγχρονοι Έλληνες. Γι’ αυτό υπάρχουν φυσικά ιστορικοί λόγοι, που έχουν να κάνουν με το βυζαντινό και κυρίως το οθωμανικό παρελθόν.

Κι όμως, το ότι οι Έλληνες θεωρούνται σήμερα ορθόδοξο έθνος δεν είναι απαραίτητα κάτι αυτονόητο. Αν υπήρχαν άλλες ιστορικές συνθήκες δεν αποκλείεται να ήταν ένα έθνος κατά πλειοψηφία καθολικό ή μουσουλμανικό, όπως είναι π.χ. οι συγγενικοί Αλβανοί. Μ’ ένα θέμα τόσο ευαίσθητο και δύσκολο όπως η ελληνική εθνική ταυτότητα, τα πράγματα ποτέ δεν είναι απλά. Το σίγουρο πάντως είναι ότι υπήρξαν (και υπάρχουν) ελληνόφωνοι Καθολικοί, Εβραίοι, αλλά και Μουσουλμάνοι. Οι τελευταίοι είναι το θέμα αυτού του άρθρου.

Λινοπάμπακοι: Κρυπτοχριστιανοί ή ιδιαίτεροι Μουσουλμάνοι;

Και μόνο το όνομα αυτής της κυπριακής κοινότητας λέει αρκετά: Λινοπάμπακοι, δηλαδή και λινό και βαμβάκι. Προφανώς τους αποδόθηκε και με μια δόση ειρωνείας, απέναντι στην προσπάθειά τους να ισορροπήσουν ανάμεσα στο Χριστιανισμό και το Ισλάμ, κρατώντας τα πρακτικά πλεονεκτήματα και από τις δυο θρησκείες.

Για την καταγωγή τους υπάρχουν διαφορετικές θεωρίες. Πολλοί Ελληνοκύπριοι τους θεωρούν επιφανειακά εξισλαμισμένους (κρυπτοχριστιανούς) πρώην Ορθόδοξους. Η άλλη άποψη είναι ότι ήταν κυρίως εξισλαμισμένοι Καθολικοί, είτε Λατίνοι είτε Μαρωνίτες. Αυτή η εκδοχή (που φαίνεται να δέχονται και πολλοί από τους ίδιους τους σημερινούς απόγονούς τους) μοιάζει και πιο λογική, αφού ήταν οι Καθολικοί που είχαν γνωρίσει διώξεις από το οθωμανικό καθεστώς και είχαν πολύ μεγαλύτερη πίεση για να αλλαξοπιστήσουν. Όπως και να έχει, ένα είναι σίγουρο: ήταν κατά κανόνα ελληνόφωνοι, μέχρι και πολύ πρόσφατα (ακόμα και σήμερα κάποιοι από τους απογόνους τους διατηρούν την ελληνική κυπριακή διάλεκτό τους, όπως οι σημερινοί κάτοικοι της Γιαλούσας, που κατάγονται κυρίως από την περιοχή της Τηλλυρίας).

Οι Λινοπάμπακοι κατοικούσαν σε διάφορες περιοχές της Κύπρου. Τόποι που συνδέθηκαν ιδιαίτερα με την ιστορία και τον πολιτισμό των Λινοπάμπακων είναι π.χ. η περιοχή της Τηλλυρίας ή το χωριό Λουρουτζίνα στην επαρχία Λάρνακας.

Χάρτης της Λουρουτζίνας. Πριν το ’74 έφτασε να έχει μέχρι 3000 κατοίκους, αλλά η απομόνωση (μόνο μια στενή λωρίδα γης το συνδέει με τα υπόλοιπα κατεχόμενα) και η στρατιωτικοποίηση μετά την εισβολή έφεραν και την παρακμή του: μόνο 400-500 κάτοικοι έχουν απομείνει σήμερα.
Πηγή εικόνας

Οι Λινοπάμπακοι την εποχή της Τουρκοκρατίας και στις αρχές της Αγγλοκρατίας ήταν εξωτερικά αναγνωρίσιμοι ως Μουσουλμάνοι (π.χ. μέσω της ενδυμασίας τους), τηρούσαν όμως και πολλές χριστιανικές παραδόσεις (όπως πιθανόν τη βάφτιση), ενώ συχνά είχαν διπλά ονόματα, μουσουλμανικό και χριστιανικό, κατά προτίμηση κάποια κοινά και στις δύο θρησκείες π.χ. Γιουσούφ – Ιωσήφ. Για τους γάμους τους αναφέρεται ότι γινόταν ένας μουσουλμανικός, δημόσια και ανοικτός σε όλους, που τον ακολουθούσε ένας κρυφός χριστιανικός. Επίσης υπάρχουν αναφορές ότι κατανάλωναν και χοιρινό κρέας.

Όλα αυτά ερμηνεύονται συνήθως ως κρυπτοχριστιανισμός. Είναι αλήθεια ότι πολλοί επέστρεψαν στο Χριστιανισμό με την Αγγλοκρατία (αναφέρονται ως παραδείγματα οι κάτοικοι του Λιοπετρίου και του Μοναγρίου). Δεν το έπραξαν όμως όλοι: κάποιοι προτίμησαν αντίθετα να ενταχθούν πιο αποφασιστικά στη μουσουλμανική κοινότητα. Αυτό δείχνει ότι το φαινόμενο των Λινοπαμπάκων είναι μάλλον λιγότερο απλό απ’ ότι κάποιοι θα ήθελαν να είναι.

Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των Λινοπάμπακων στην  αρχή της Αγγλοκρατίας διαφέρουν πολύ, από 1200 μέχρι 20000 άτομα (στην τελευταία περίπτωση θα αποτελούσαν περίπου 40% των τότε Τουρκοκυπρίων). Από τότε όμως, υπό την πίεση της ένταξης σε μια από τις δύο θρησκευτικές ομάδες, άρχισαν να μειώνονται ραγδαία. Στις αρχές του 20ού αιώνα φαίνεται ότι πολύ λίγοι πλέον αυτοπροσδιορίζονταν ως Λινοπάμπακοι – σημάδι ίσως κι αυτό μιας νέας εποχής λιγότερο ανεκτικής σε «ενδιάμεσες» ή πολλαπλές ταυτότητες. 

Βαλαάδες: Οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Μακεδονίας

Όπως ξέρουμε, η σημερινή ελληνική Μακεδονία ήταν κάποτε ένα πραγματικό μείγμα θρησκειών και εθνοτήτων, ίσως όσο καμία άλλη περιοχή της Βαλκανικής. Επίσης δεν είναι άγνωστο ότι ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων, σχεδόν οι μισοί, ήταν Μουσουλμάνοι, τουρκόφωνοι ή άλλοι. Κάποιοι απ’ αυτούς θα σημάδευαν με τον τρόπο τους το παρόν και το μέλλον του νέου τουρκικού έθνους-κράτους: από τον Κεμάλ Ατατούρκ ως το Ναζίμ Χικμέτ και πολλούς άλλους.

Λιγότερο γνωστό είναι ότι ανάμεσα σ’ αυτούς τους Μακεδόνες Μουσουλμάνους υπήρχε και μια μικρή κοινότητα ελληνόφωνων. Αυτοί κατοικούσαν κυρίως στην περιοχή του Βόιου στο σημερινό νομό Κοζάνης, καθώς και σε τμήματα των νομών Καστοριάς και Γρεβενών. Τους ονόμαζαν «Βαλαάδες» ή «Βαλαχάδες», λόγω της φράσης «Βαλλαχί» (μα το Θεό). Ήταν μάλλον απόγονοι Ελλήνων της περιοχής που προσχώρησαν στο Ισλάμ για οικονομικούς ή άλλους λόγους. Φαίνεται ότι τουλάχιστον κάποιοι απ’ αυτούς ήταν υπό την επιρροή του ετερόδοξου Ισλάμ των Μπεκτασήδων (τέτοιες αναφορές υπάρχουν π.χ. για τους κατοίκους του χωριού Βίνιανη, σήμερα Λευκάδι, ενώ στην περιοχή υπήρχαν και αρκετοί τεκέδες Μπεκτασήδων), χωρίς να λείπουν οι εντάσεις μεταξύ αυτών και των ορθόδοξων Σουνιτών.

Παρά το ότι οι Βαλαάδες παρέμειναν μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα σχεδόν αποκλειστικά ελληνόφωνοι (με βάση τις πληροφορίες, μόνο όσοι είχαν υπηρετήσει στον οθωμανικό στρατό ήξεραν καλά τούρκικα, ενώ στις γυναίκες η γνώση των τουρκικών ήταν σχεδόν ανύπαρκτη), στα σχολεία τους που άρχισαν να ιδρύονται τότε διδάσκονταν μόνο στα τούρκικα. Το ελληνικό κράτος, στο διάστημα που οι Βαλαάδες ήταν υπό τη διοίκησή του (1912-24), δεν φαίνεται να ενδιαφέρθηκε πολύ για τη διδασκαλία τους στα ελληνικά. Είναι κι αυτό ίσως ένα δείγμα της συνηθισμένης άποψης περί ελληνικού έθνους: προφανώς δεν θεωρούνταν δυνατό να αποκτήσουν Μουσουλμάνοι ελληνική εθνική συνείδηση, ακόμα κι αν μιλούσαν ελληνικά.

Στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων πολλά από τα χωριά και τα τζαμιά των Βαλαχάδων λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν από τους Χριστιανούς, κατά μια άποψη ως αντίποινα για ανάλογες επιθέσεις σε χριστιανικά χωριά (όπως ήταν φυσικό, οι Βαλαάδες χωρικοί είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Οθωμανών). Μετά την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος το 1912-3 άρχισαν να ανοικοδομούνται. Τελικά όμως οι Βαλλαχάδες γνώρισαν την ίδια τύχη με τους τουρκόφωνους ή σλαβόφωνους ομόθρησκούς τους: συμπεριλήφθηκαν στην ελληνο-τουρκική ανταλλαγή πληθυσμών το 1923-24 και βρέθηκαν στην Τουρκία. Αν και δεν έλειψαν και οι απόψεις περί εξαίρεσης τους από την ανταλλαγή (κυρίως φαίνεται από αντιβενιζελικούς παράγοντες, τους οποίους οι Βαλαάδες έτειναν να υποστηρίζουν εναντίων των βενιζελικών) και παρά του ότι αρκετοί απ’ αυτούς φαίνεται ότι ήταν έτοιμοι ακόμα και να εκχριστιανιστούν για να παραμείνουν, τίποτα δεν μπορούσε τελικά να τους σώσει.

Απόγονοι των Βαλαάδων από την Τουρκία επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους, τη Νεάπολη Κοζάνης.
Πηγή εικόνας

Ισλάμ στα ποντιακά: Οφλήδες και Τονιαλήδες

Στην περιοχή του Ανατολικού Πόντου, γύρω από την Τραπεζούντα, οι ελληνικές διάλεκτοι μιλιόνταν αδιάκοπα εδώ και σχεδόν τρεις χιλιετίες. Οι ελληνόφωνοι Πόντιοι ήταν κυρίως Χριστιανοί, και άρα βρέθηκαν όπως ξέρουμε και αυτοί με την ανταλλαγή πληθυσμών στην Ελλάδα. Πολλοί θα πίστευαν ότι εξαφανίστηκε έτσι και αυτή η πανάρχαια όσο και απομακρυσμένη εστία ελληνοφωνίας.

Κι όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Ένα τμήμα των Ποντίων είχαν προσχωρήσει στο Ισλάμ, κυρίως από το 15ο ως το 18ο αιώνα. Μπόρεσαν άρα να παραμείνουν στην πατρίδα τους, αφού κριτήριο για την ανταλλαγή ήταν η θρησκεία και όχι η γλώσσα. Σε κάποιες περιοχές οι ελληνικές διάλεκτοι επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας.

Οι περιοχές που ακόμα μιλιούνται και σήμερα τα ρωμέικα.
Πηγή εικόνας

Πιο σημαντική απ’ αυτήν την άποψη είναι η κοιλάδα του Όφι, που δίνει και το όνομά της στους ελληνόφωνους Οφλήδες. Τη γλώσσα τους οι ίδιοι την αποκαλούν «ρωμέικα», και φαίνεται ότι έχει αρκετά κοινά στοιχεία με τα αρχαία ελληνικά – από γλωσσολόγους θεωρείται μάλιστα η πιο κοντινή σ’ αυτά απ’ όλες τις ζωντανές ελληνικές διαλέκτους. Δυστυχώς, φαίνεται πως μόνο περίπου 5000 άτομα έχουν μείνει στην περιοχή για να τη μιλούν, πράγμα που την έχει κατατάξει στις γλώσσες που κινδυνεύουν από εξαφάνιση.

Τουρκοκρητικοί ή Κρητικοί Μουσουλμάνοι;

Το 1896, 2 χρόνια μόνο πριν την ανακήρυξη της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν ακόμα το 26% του πληθυσμού της Κρήτης (δηλαδή 80,000 άτομα) – κάποιες αναφορές μιλάνε για ακόμα πιο ψηλά ποσοστά παλιότερα. Ήταν απόγονοι εξισλαμισμένων ντόπιων Χριστιανών, Οθωμανών υπαλλήλων και εμπόρων, αλλά και Αφρικανών σκλάβων και εργατών.  Στην μεγάλη τους πλειοψηφία είχαν σαν μητρική γλώσσα τα ελληνικά – παρ’ όλα αυτά έμειναν γνωστοί με το όνομα «Τουρκοκρητικοί».

Οι Μουσουλμάνοι κατοικούσαν κυρίως στις πόλεις. Στο Ηράκλειο και στο Ρέθυμνο αποτελούσαν μέχρι και την περίοδο της κρητικής αυτονομίας την πλειοψηφία του πληθυσμού. Η συγκέντρωση στις πόλεις ενισχύθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα, λόγω και των επιθέσεων που αντιμετώπιζαν από τους Χριστιανούς στην επαρχία. Τα ελληνοποιημένα ισλαμικά ονόματά τους ήταν χαρακτηριστικά, π.χ. Μουσταφά Μπέης Δεληαχμετάκης (δήμαρχος Ηρακλείου), Νεσίμ Φαρφουράκης (υπουργός Παιδείας της Κρητικής Πολιτείας). Μόνο στα τελευταία χρόνια της παρουσίας τους στην Κρήτη άρχισαν να μαθαίνουν μαζικά και τα τούρκικα. Κάτι που προφανώς ήταν και ένας τρόπος να τονίσουν τη διαφορετική τους ταυτότητα, σε εποχές που ο εθνικισμός φούντωνε. Πάντως στην καθημερινότητα παρέμεναν ελληνόφωνοι.

Τα τελευταία χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας και με την άνοδο του εθνικισμού, υπήρχαν συνεχώς συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες. Στην περίοδο της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας (1898-1913), οι Μουσουλμάνοι είχαν θεωρητικά εγγυημένα δικαιώματα και εκπροσώπηση. Παρ’ όλα αυτά, ο στόχος της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα, όπως ήταν φυσικό δεν τους έβρισκε σύμφωνους και δημιουργούσε πάλι εντάσεις με τους Χριστιανούς συμπατριώτες τους. Σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, οι Μουσουλμάνοι άρχισαν να μεταναστεύουν μαζικά. Ήδη το 1900 το ποσοστό τους είχε μειωθεί στο 11%, ενώ το 1911 είχαν απομείνει μόνο περίπου 28.000 άτομα. Ήδη πριν τον τελευταίο ελληνοτουρκικό πόλεμο η μουσουλμανική κοινότητα είχε δηλαδή μειωθεί τόσο πολύ που δεν θύμιζε σε τίποτα το παρελθόν της. Η ανταλλαγή πληθυσμών το 1924 εξαφάνισε και τα τελευταία υπολείμματα.

Τί απέγιναν όμως αυτοί οι Μουσουλμάνοι Κρητικοί; Πολλοί από τους πρώτους που έφυγαν μετανάστευσαν σε άλλα κοντινά νησιά που ήταν ακόμα υπό οθωμανική διοίκηση, όπως η Ρόδος και η Κως – οι απόγονοί τους αποτελούν μέχρι και σήμερα ένα μέρος των ακόμα ζωντανών μουσουλμανικών κοινοτήτων  σ’ αυτά τα νησιά. Οι περισσότεροι βρέθηκαν στη σημερινή Τουρκία, πολλοί απ’ αυτούς στη Σμύρνη, όπου αντικατέστησαν το χριστιανικό πληθυσμό. Η παρουσία τους εκεί πρέπει να έπαιξε ρόλο και στον ιδιαίτερα κοσμικό προσανατολισμό της πόλης (προπύργιο των κεμαλικών), αφού το κρητικό Ισλάμ μάλλον δεν ήταν ποτέ και ιδιαίτερα αυστηρό ή ορθόδοξο. Κάτι που σχετίζεται ίσως και με την έντονη επιρροή των Μπεκτασήδων (και) στην Κρήτη.

Γενικά φαίνεται ότι αυτοί που βρέθηκαν στην Τουρκία απέκτησαν γρήγορα τουρκική εθνική συνείδηση. Παρ’ όλα αυτά πολλοί διατηρούν ακόμα την κρητική τους παράδοση και ταυτότητα, ενώ κάποιοι γέροι μιλούν ακόμα και την παλιά τους κρητική γλώσσα. Ένα μέρος όμως των Κρητικών Μουσουλμάνων βρέθηκε ακόμα πιο μακριά. Και η περίπτωση τους έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Χαμιντιγιέ: μια κρητική νησίδα στη Συρία

Κάπου στα σύνορα Συρίας και Λιβάνου υπάρχει μια περιοχή που διαφέρει γλωσσικά από τον αραβικό περίγυρό της. Οι κάτοικοί της μιλάνε (τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό) ακόμα και σήμερα μια ελληνική κρητική διάλεκτο. Περίπου 3000 ζουν στο έδαφος της Συρίας, στην περιοχή Χαμιντιγιέ, και περίπου 7000 από την άλλη πλευρά των συνόρων, τη λιβανέζικη.

Η καταγωγή τους είναι φυσικά από Μουσουλμάνους της Κρήτης. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, πολλά μέλη της κοινότητας είχαν αρχίσει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα να εγκαταλείπουν το νησί. Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ Β’ φρόντισε να βρει για μερικούς απ’ αυτούς ένα νέο σπίτι στην τότε οθωμανική επαρχία της Συρίας: εις ανάμνησιν του, η περιοχή ονομάστηκε Χαμιντιγιέ.

Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή μοιράστηκε ανάμεσα στα δύο νεοσύστατα κράτη, το Λίβανο και τη Συρία. Στο Λίβανο κατοικούν σήμερα κυρίως στην περιοχή του λιμανιού της Τρίπολης, την Ελ Μίνα. Το 1996 ίδρυσαν μάλιστα το «Φιλανθρωπικό Κοινωνικό Λιβανέζικο Κρητικό Σύλλογο», με σκοπό μεταξύ άλλων να προωθήσουν και μια επανασύνδεση με την Ελλάδα. Οι μεγαλύτεροι μιλούν ακόμα αρκετά καλά ελληνικά (κρητικά). Το ξέσπασμα του λιβανέζικου εμφυλίου δεν τους άφησε όμως ούτε αυτούς ανεπηρέαστους. Αναγκάστηκαν να σκορπιστούν κι έτσι χάθηκε κάπως η συνοχή τους, όπως χάνεται σιγά σιγά και η γνώση της γλώσσας.

Αντίθετα στη Χαμιντιγιέ της Συρίας, οι Κρητικοί ζουν ακόμα ως περίπου κλειστή κοινότητα, και διατηρούν τη γλώσσα τους σε εντυπωσιακά καλό βαθμό, παρά του ότι κάποιοι είναι ήδη πέμπτης γενιάς. Η γνώση της γλώσσας είναι πάντως μόνο προφορική, κάτι που οφείλεται και στην απουσία ελληνικού σχολείου. Στην καθημερινότητά τους ζουν μάλλον ως δίγλωσσοι, αλλάζοντας από τα κρητικά στα αραβικά και ανάποδα.

Είναι ενδιαφέρον ότι οι Κρητικοί του Λιβάνου και της Συρίας (κυρίως οι δεύτεροι) διατηρούν τόσο πολύ την ιδιαίτερη ταυτότητά τους και ότι δεν έχουν χάσει τη σύνδεση με τον τόπο καταγωγής τους. Βλέπουν συχνά ελληνική τηλεόραση μέσω δορυφόρου και πολλοί επιδιώκουν να ζήσουν στην Ελλάδα. Φαίνεται ότι αυτή η σύνδεση παραμένει ζωντανή χωρίς τη συμβολή του ελληνικού κράτους, που τους αντιμετωπίζει αδιάφορα αν όχι και αρνητικά. Λόγω μουσουλμανικής θρησκείας δεν έχουν το στάτους του ομογενούς, δυσκολεύονται να βγάλουν βίζα για την Ελλάδα, ενώ δεν υπάρχει ιδιαίτερη πρόνοια από ελληνικής πλευράς για να τους βοηθήσει στη διατήρηση της γλώσσας και του πολιτισμού τους.


Αυτές οι κοινότητες είναι ορισμένα παραδείγματα ελληνόφωνων Μουσουλμάνων, χωρίς φυσικά να είναι και οι μόνες. Υπάρχουν και άλλες γνωστές κοινότητες που εξαφανίστηκαν στον 20ό αιώνα, όπως οι Τουρκογιαννιώτες, ενώ σίγουρα υπήρξαν και παλαιότερες που χάθηκαν τα ίχνη τους και δεν ξέρουμε πολλά γι’ αυτές. Ο Οθωμανός περιηγητής του 17ου αιώνα αναφέρει π.χ. ότι στην Πελοπόννησο η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων ήταν ελληνόφωνοι.

Όπως είδαμε, κάποιοι απόγονοι αυτών των κοινοτήτων διατηρούν την ελληνική γλώσσα και μια ιδιαίτερη ταυτότητα μέχρι και σήμερα, αν και ελάχιστοι θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες. Η μόνη κοινότητα που φαίνεται να ανέπτυξε ένα είδος ελληνικής εθνικής συνείδησης διατηρώντας και το μουσουλμανικό θρήσκευμα είναι αυτή της Χαμιντιγιέ – ίσως γιατί ήταν ακριβώς αυτή που βρέθηκε εκτός του ελληνοτουρκικού πλαισίου, σ’ ένα χώρο (Συρία) που οι εθνικές ιδεολογίες δεν συνδέονταν κατ’ ανάγκη με τη θρησκεία.

Χωρίς αμφιβολία, αυτοί οι ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι έχουν υποστεί πολλή πίεση από τις τουρκικές/τουρκοκυπριακές αρχές, προκειμένου να ξεχάσουν τη γλώσσα τους και να γίνουν “σωστοί” Τούρκοι. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των ελληνόφωνων Τουρκοκυπρίων, που έπρεπε να πληρώνουν πρόστιμο όταν μιλούσαν ελληνικά κυπριακά – κάτι που οι γηραιότεροι δεν μπορούσαν να αποφύγουν, μια και δεν ήξεραν άλλη γλώσσα. Επίσης και οι Βαλλαχάδες ή Τουρκοκρητικοί διηγούνται για την εχθρότητα που αντιμετώπισαν από τον ντόπιο πληθυσμό της Τουρκίας μετά την ανταλλαγή, επειδή μιλούσαν τη γλώσσα των γκιαούρηδων. Δεν είναι παράξενο αν σε αντιστάθμισμα κάποιοι απ’ αυτούς έγιναν πολύ εθνικιστές, για να αποδείξουν μ’ αυτόν τον τρόπο ότι είναι γνήσιοι Τούρκοι και να γίνουν αποδεκτοί (εξ’ άλλου κάτι ανάλογο έγινε και με τουρκόφωνους Χριστιανούς στην Ελλάδα).

Αυτή είναι όμως μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι ότι και οι ελληνικές (ή ελληνοκυπριακές) αρχές και κοινωνία δεν τους πρόσφεραν άλλη εναλλακτική, αντιμετωπίζοντας τους κι αυτές ως Τούρκους λόγω θρησκεύματος. Κάποιοι θα πουν ίσως ότι αυτό ήταν απλά ρεαλισμός: στον ελληνοτουρκικό χώρο η εθνότητα ταυτιζόταν έτσι κι αλλιώς με τη θρησκεία, και το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε παρά να αποδεχτεί αυτήν την πραγματικότητα. Η περίπτωση όμως των Κρητικών της Χαμιντιγιέ στη Συρία δείχνει ότι τα πράγματα ίσως δεν είναι τόσο απλά. Εξάλλου άλλοι λαοί στην περιοχή μας, όπως οι Αλβανοί (εν μέρει και οι Άραβες), έχουν κτίσει μια εθνική συνείδηση σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη από τη θρησκεία.

Έχουμε φτάσει τώρα στις αρχές του 21ου αιώνα. Η σύνδεση της ελληνικής γλώσσας με την Ορθοδοξία και το Βυζάντιο, που σίγουρα τη βοήθησε επί χιλιετίες να επιβιώσει και να εξαπλωθεί, δεν ασκεί πλέον και καμιά ιδιαίτερη έλξη. Οι περισσότεροι ορθόδοξοι λαοί έχουν ήδη τις δικές τους εθνικές εκκλησίες. Η ελληνική γλώσσα έχει λιγότερο βάρος στην περιοχή απ’ ότι παλιά. Είναι ίσως πλέον η στιγμή να αναρωτηθεί κάποιος: υπάρχει ακόμα η πολυτέλεια για τον Ελληνισμό να αδιαφορεί για ελληνόφωνες κοινότητες λόγω της θρησκευτικής “ιδιαιτερότητάς” τους;


Βιβλιογραφία/ Άρθρα

Λυση του Κυπριακου για την περιοχη μας

Κλασσικό

Η εκλογή του Μουσταφά Ακιντζί στην προεδρία της «ΤΔΒΚ» έφερε ξανά μια ελπίδα για επανένωση της Κύπρου. Με αυτά που έχουμε ζήσει τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια (κατ’ ακρίβεια όμως από πιο πριν, από το 1968, όταν ξεκίνησαν οι διακοινοτικές συνομιλίες), είναι φυσικό οι προσδοκίες να είναι συγκρατημένες.  Σίγουρα όμως και μόνο το γεγονός ότι αυτή η ελπίδα παραμένει ζωντανή, μετά από τόσες απογοητεύσεις, λέει πολλά για τη σημασία της ιδέας αυτής για την Κύπρο.

Αυτό που νομίζω ότι λείπει κάπως από τις συζητήσεις για τη λύση του Κυπριακού, είναι η μη-κυπριακή της διάσταση, και κυρίως αυτή που αφορά την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτό είναι και το θέμα του άρθρου.

Το Κυπριακό ως μέρος του Ανατολικού Ζητήματος

Αν θέλουμε να δούμε το Κυπριακό από μια ανατολικομεσογειακή οπτική γωνία, πρέπει να ξεκινήσουμε από την Ιστορία. Είναι νομίζω σαφές ότι το Κυπριακό ήταν μέρος του ευρύτερου Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή του προβλήματος σχετικά με το μέλλον των εδαφών της αδύναμης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη σύγχρονη εποχή των εθνικισμών. Η ιδιαιτερότητα της Κύπρου (όπως αναφέρθηκε και σε άλλο άρθρο) είναι ότι η κατάσταση «πάγωσε» κάπως λόγω Αγγλοκρατίας και άρα άργησε λίγο να εμφανιστεί ως εθνικιστική σύγκρουση. Όταν αυτό τελικά έγινε, οι συνθήκες είχαν αλλάξει αρκετά σε σχέση με την εποχή των συγκρούσεων στη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία. Παρ’ όλα αυτά όμως, είχε αρκετά κοινά στοιχεία με τις τελευταίες.

Με άλλα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι η δημιουργία του Κυπριακού ήταν κι αυτή μια συνέπεια του εκσυγχρονισμού και του εκδυτικισμού των κοινωνιών της Ανατολικής Μεσογείου. Όπως έγινε και στη Βαλκανική και τη Μικρά Ασία (εν μέρει και στις αραβικές χώρες), μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν και η εισαγωγή των δυτικών εθνικιστικών ιδεών. Και όπως και σ’ αυτές τις περιοχές, η κυπριακή (μετα-)οθωμανική πραγματικότητα, με την εθνο-θρησκευτική ανάμειξη, δεν πρόσφερε καλές συνθήκες για τη δημιουργία έθνους-κράτους κατά τα δυτικά πρότυπα. Οι συνθήκες έπρεπε να αλλάξουν, και αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό μέσω εθνοκάθαρσης. Είναι άρα λάθος να λέμε ότι η εισβολή το ’74 είναι δείγμα του ότι η Τουρκία δεν ήταν αρκετά ευρωπαϊκή χώρα – αντίθετα, ήταν κατά κάποιον τρόπο απόδειξη του πόσο πολύ προχώρησε ο εξευρωπαϊσμός της. Ήταν μια επέμβαση που έγινε στη βάση δυτικών ιδεών και αρχών.

Αυτό το στοιχείο του Κυπριακού, η δημιουργία του δηλαδή ως μέρος του εκσυγχρονισμού/εκδυτικισμού, είναι κάτι που μάλλον δεν συζητείται αρκετά. Κι αυτό είναι ίσως ακριβώς η συνέπεια του ότι δεν το βλέπουμε από γενική ανατολικο-μεσογειακή σκοπιά. Αλλιώς θα διακρίναμε μάλλον καλύτερα τα κοινά π.χ. με τους πρόσφατους γιουγκοσλαβικούς πολέμους: κι εκεί, όπως και στην Κύπρο, η κατάσταση είχε «παγώσει» (στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας λόγω Τίτο) και η οθωμανική εθνο-θρησκευτική ανάμειξη είχε διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό. Κάτι που έπρεπε να «διορθωθεί» σε σύντομο χρονικό διάστημα για να μπορέσουν να δημιουργηθούν «σωστά» έθνη-κράτη. Κι αυτό έγινε δυστυχώς με το χειρότερο δυνατό τρόπο (όπως είχε ήδη γίνει παλιότερα με τους Βαλκανικούς και ελληνοτουρκικούς πολέμους στην περίπτωση Ελλάδας-Τουρκίας-Βουλγαρίας).

Αυτή η ιστορική άποψη μπορεί να είναι χρήσιμη για να δούμε τη σύνδεση του Κυπριακού με το ευρύτερο περιβάλλον και με γενικά με τη διαδικασία εκσυγχρονισμού της περιοχής. Χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει ότι ήταν κάτι που μπορούσαμε να αποφύγουμε. Τώρα φυσικά ότι έγινε έγινε, η λύση που θα βρεθεί δεν μπορεί παρά να βασίζεται στις πραγματικότητες που δημιουργήθηκαν.

ΔΔΟ ή ευρωδιχοτόμηση

Η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία παραμένει ακόμα η μοναδική λύση υπό συζήτηση από τα δύο διαπραγματευόμενα μέρη – παρά την κριτική που της γίνεται. Είναι ξεκάθαρο ότι αν υπάρχει οποιαδήποτε ελπίδα για συμφωνημένη λύση τα επόμενα χρόνια, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι κάποιου είδους ΔΔΟ.  Οι όποιες άλλες λύσεις συζητούνται, δεν είναι πολιτικά δυνατό να συμφωνηθούν από τις δύο πλευρές στο άμεσο μέλλον. Με άλλα λόγια, υπάρχουν προς το παρόν μόνο δύο επιλογές: ΔΔΟ ή συνέχιση του στάτους κβο, δηλαδή της ανεπίσημης διχοτόμησης.

Η λύση του Κυπριακού σ’ αυτήν τη βάση είναι όμως σημαντική και για λόγους που έχουν σχέση με τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Στις τελευταίες δεκαετίες οι συγκρούσεις στην περιοχή μας μοιάζουν να έχουν όλο και πιο καθαρό εθνο-θρησκευτικό χαρακτήρα. Μια συμφωνία ανάμεσα σε δύο εθνο-θρησκευτικές κοινότητες για την (επαν)ίδρυση ενός κοινού κράτους, και μάλιστα χωρίς αυτή να γίνεται υπό την πίεση των όπλων, θα ήταν κάτι που θα πήγαινε κόντρα στο ρεύμα της εποχής και θα έστελνε μηνύματα.

Το μάλλον χειρότερο σενάριο για το Κυπριακό απ’ αυτήν την άποψη θα ήταν μια ευρωδιχοτόμηση. Δηλαδή να παραμείνει το νότιο τμήμα της Κύπρου μέρος μιας γερμανοκρατούμενης ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το βόρειο θα ακολουθεί τη μοίρα της Τουρκίας. Η Κύπρος θα έχει έτσι μοιραστεί όχι απλά σε δύο κράτη, αλλά σε δύο διαφορετικούς «κόσμους». Σε μια εποχή που προτεραιότητα στην περιοχή μας θα έπρεπε να ήταν ακριβώς να αποφύγει να περνούν τέτοιες διαχωριστικές γραμμές μέσα από το έδαφός της (όπως επίσης αναφέρθηκε σε άλλο άρθρο).

Ο κίνδυνος μιας ευρωπαϊκής «υπέροχης απομόνωσης»

Ακόμα όμως και η επανένωση της Κύπρου μέσα σ’ ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν είναι απαραίτητα το ιδανικό σενάριο. Η επανένωση είναι από ανατολικομεσογειακή άποψη θετική, εφ’ όσον είναι ένα πρώτο βήμα για μια γενική ενωτική τάση στην περιοχή και την υπέρβαση των εθνο-θρησκευτικών διαχωρισμών. Υπάρχει όμως και ο κίνδυνος να ενισχύσει την απομόνωση της Κύπρου από το περιβάλλον της (κάτι προς το οποίο ως νησιώτες είναι φυσικό να έχουμε μια τάση).

Εννοείται ότι είναι απαραίτητο να υπάρχει μια κοινή κυπριακή ταυτότητα ως ενωτικό στοιχείο, για να μπορεί να δουλέψει ένα κοινό κράτος. Δεν πρέπει όμως να αγνοούμε τον κίνδυνο από την υπερβολική χρήση αυτού του στοιχείου. Αν αυτή βασίζεται στον τονισμό της διαφορετικότητας από τις χώρες που μας περιβάλλουν, θα καταργηθεί μεν το ενδοκυπριακό σύνορο μες στο μυαλό μας, θα γίνουν όμως πιο αδιαπέρατα αυτά με τις γειτονικές μας χώρες.

Η «ευρωπαϊκότητα» της Κύπρου μπορεί να ενισχύσει αυτήν την τάση απομόνωσης, με την έννοια ότι οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται έτσι κι αλλιώς μακριά από την Κύπρο (και όχι μόνο χιλιομετρικά). Είναι ένας αρκετά βολικός τρόπος να δικαιολογήσεις την «υπέροχη απομόνωσή» σου, αν την καλύψεις πίσω από τη μάσκα της συμμετοχής σε μια κοινότητα έτσι κι αλλιώς μακρινή. Αυτός ο «ευρωαπομονωτισμός» είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος από μια ενωμένη Κύπρο μέλος της Ε.Ε., ειδικά όταν η τελευταία μετατρέπεται όλο και περισσότερο σ’ ένα κλειστό φρούριο, ένα κλαμπ για λίγους εκλεκτούς. Θα μπορούσε σταδιακά να μετατρέψει την Κύπρο σε κάτι παρόμοιο με το Ισραήλ: ένα κράτος ξένο προς την περιοχή του, που επιβιώνει χάρη στις διεθνείς σχέσεις και τις μόνο περιστασιακές συμμαχίες με τοπικές δυνάμεις.


Το συμπέρασμα που πιστεύω ότι βγαίνει απ’ αυτές οι σκέψεις είναι: η επανένωση της Κύπρου μέσα από μια λύση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας μπορεί να είναι θετική και για την ευρύτερη περιοχή μας. Αυτό όμως εξαρτάται και από τα ιδεολογικά στοιχεία που θα συνοδεύουν αυτήν την επανένωση. Και σ’ αυτο το κομμάτι πρέπει να δοθεί σημασία, γιατί η κατάσταση στις γειτονικές χώρες αργά η γρήγορα θα επηρεάσει και μας. Δεν είναι κάτι που μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους.

H κυπριακη ιδιομορφια του ελληνικου/τουρκικου εθνικισμου

Κλασσικό

Αυτό το άρθρο βασίζεται σε διάφορες εντυπώσεις που έχω αποκτήσει ο ίδιος ως Κύπριος, από παρατηρήσεις, από συζητήσεις και από διαβάσματα σχετικά με αυτό το θέμα. Εννοείται ότι πρόκειται για καθαρά προσωπικές απόψεις.

Όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο σχετικό άρθρο, η βάση πάνω στην οποία χτίστηκαν και οι δύο εθνικισμοί, ο ελληνικός και ο τουρκικός, ήταν οι θρησκευτικές ταυτότητες. Απλουστεύοντας λίγο την πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι που ζούσαν στη σημερινή έκταση της Ελλάδας και της Τουρκίας έγιναν Έλληνες και οι Μουσουλμάνοι έγιναν Τούρκοι, ανεξάρτητα από τη γλώσσα και τον τόπο καταγωγής. Έτσι, στο ελληνικό έθνος εντάχθηκαν χωρίς πρόβλημα και οι Βλάχοι και οι Αρβανίτες, όπως κι οι τουρκόφωνοι Πόντιοι ή οι Καραμανλήδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές οι ομάδες όχι μόνο είχαν ελληνική εθνική συνείδηση, αλλά συχνά ανέπτυξαν και ιδιαίτερα έντονο ελληνικό εθνικισμό. Ανάλογες περιπτώσεις στην Τουρκία ήταν π.χ. οι Λαζοί και οι Κιρκάσιοι, αλλά και οι ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι (Τουρκοκρητικοί, Βαλλαχάδες από τη Μακεδονία) που έφτασαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Με τη μερική μόνο εξαίρεση των Κούρδων στην Τουρκία και των Σλαβομακεδόνων στην Ελλάδα, μπορούμε να πούμε ότι γενικά οι ορθόδοξοι πληθυσμοί αποδέχτηκαν λίγο πολύ οικειοθελώς την ελληνική εθνική ταυτότητα και οι μουσουλμανικοί την τουρκική. Η επικράτηση της ελληνικής και της τούρκικης γλώσσας και στις ξενόγλωσσες ομάδες ήταν η συνέπεια αυτής της αποδοχής. Ήταν ίσως αναμενόμενο ότι το ίδιο θα συνέβαινε και στην Κύπρο, όπου μάλιστα οι Ορθόδοξοι ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνόφωνοι, ενώ και οι Μουσουλμάνοι ήταν μάλλον στην πλειοψηφία τους τουρκόφωνοι. Τα πράγματα όμως στην Κύπρο εξελίχθηκαν κάπως διαφορετικά. Μπορεί μια ενιαία κυπριακή ταυτότητα να μη στέριωσε ποτέ εκτός από κάποιες μικρές ομάδες, δημιουργήθηκαν όμως από τη μία μια αρκετά ξεχωριστή ελληνοκυπριακή κι από την άλλη μια επίσης ξεχωριστή τουρκοκυπριακή ταυτότητα.

Το πιο κρίσιμο στοιχείο που οδήγησε σ’ αυτήν τη διαφορά ήταν μάλλον η Αγγλοκρατία. Χωρίς αυτήν, η Κύπρος θα ήταν μάλλον ένα μέρος του ελληνοτουρκικού χώρου όπως όλα τα άλλα. Οι πολιτισμικές ή γεωγραφικές ιδαιτερότητές της δεν είναι μεγαλύτερες από τόσες άλλες περιοχές του ελληνοτουρκικού χώρου, όπως ο Πόντος, η Κρήτη, η Καππαδοκία. Το πιο πιθανό είναι ότι η μοίρα της θα καθοριζόταν από τους ελληνοτουρκικούς πολέμους του διαστήματος 1897-1922: είτε θα είχε μοιραστεί από τότε ανάμεσα στα δύο κράτη, είτε θα είχε γίνει εντελώς ελληνική ή τουρκική. Στην τελευταία περίπτωση εγώ μάλλον θα είχα γεννηθεί ως απόγονος Κυπρίων προσφύγων σ’ ένα αθηναϊκό προάστιο με το όνομα Νέα Λευκωσία.

Η Αγγλοκρατία είχε πιστεύω το αποτέλεσμα, η κατάσταση στην Κύπρο να «παγώσει» για ένα κρίσιμο διάστημα. Αυτή η περίοδος των ελληνοτουρκικών πολέμων δεν επηρέασε τόσο πολύ την Κύπρο, η ελληνοτουρκική συγκατοίκηση συνεχίστηκε λίγο-πολύ όπως παλιά, ενώ και το ελληνικό και το τουρκικό κράτος δεν μπορούσαν να δράσουν τόσο ανεμπόδιστα όσο στην επικράτειά τους. Αυτό το τελευταίο έχει μεγάλη σημασία, αφού έχει αποδειχτεί πόσο βαθιά μπορούν να επηρεάσουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων τα σύγχρονα έθνη-κράτη με τους μηχανισμούς που διαθέτουν (σχολείο, στρατός, ΜΜΕ κλπ).

Φυσικά ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός κατάφεραν να διεισδύσουν στο νησί. Όταν άρχισε να χάνει τη δύναμή της η Βρετανική Αυτοκρατορία, φάνηκε μάλιστα ότι είχαν φτάσει στο σημείο να επικρατήσουν ολοκληρωτικά. Ιδιαίτερα ο ελληνικός εθνικισμός, όπως εκφράστηκε στην ιδέα της Ένωσης, την οποία οι ελληνοκυπριακές ελίτ αγκάλιασαν σχεδόν στο σύνολό τους. Ο τουρκικός εθνικισμός εξαπλώθηκε κυρίως ως αντίδραση σ’ αυτό (με την ενθάρρυνση και της αποικιοκρατικής δύναμης).

Σ΄αυτό το σημείο όμως (δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70) υπήρχε ήδη ένα αρκετά διαφορετικό πλαίσιο σε σχέση με τις αρχές του αιώνα. Η κυπριακή κοινωνία είχε ήδη φτάσει κι αυτή στη Νεωτερικότητα, είχε αναπτυχθεί σε σημαντικό βαθμό και μάλιστα με κάπως διαφορετικό τρόπο από την Ελλάδα και την Τουρκία. Τα ανερχόμενα ελληνοκυπριακά και τουρκοκυπριακά κοινωνικά στρώματα, παρά την εχθρότητα που είχαν μεταξύ τους, μάλλον δεν είχαν και μεγάλη διάθεση να αφήσουν την αυτονομία τους για να υποταχθούν στις ελίτ άλλων κρατών.

Ιδαίτερα διαφωτιστική είναι νομίζω η εγκατάλειψη του στόχου της Ένωσης από το Μακάριο το 1968. Να μη ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα πολιτικό-θρησκευτικό ηγέτη ο οποίος με αυτήν την πράξη του πατούσε τους όρκους που είχε δώσει. Και μάλιστα για ένα θέμα το οποίο υποτίθεται ότι ήταν ο κύριος στόχος των Ελληνοκυπρίων επί δεκαετίες και για τον οποίο είχε ήδη χυθεί αρκετό αίμα. Κι όμως, αντί να τελειώσει έτσι η πολιτική του καριέρα, επανεκλέχθηκε με το 96% των ψήφων! Προφανώς αυτό θα ήταν αδύνατο, αν ο Μακάριος μ’ αυτήν την κίνηση δεν εξέφραζε και κάποιες διαθέσεις αυτών των ανερχόμενων στρωμάτων.

Στα χρόνια που ακολούθησαν η σύγκρουση Μακαρίου-Χούντας, το πραξικόπημα και η εισβολή έδωσαν τη δικαιολογία για την οριστική αυτονόμηση της ελληνοκυπριακής από την ελλαδίτικη ταυτότητα. Η ελληνικότητα μπορεί να παρέμεινε ως μέρος της πρώτης, με την προϋπόθεση όμως να διατηρηθεί η αυτονομία της. Οι Ελληνοκύπριοι μπορεί δηλαδή να υψώνουν την ελληνική σημαία, να πανυγηρίζουν τις νίκες των ελληνικών ομάδων, να ταξιδεύουν και να σπουδάζουν στην Ελλάδα – αλλά η πιθανότητα να υποτάξουν τα συμφέροντά τους σε αυτά των γενικών ελληνικών δεν είναι καν υπό συζήτηση. Η Ένωση ξεχάστηκε εντελώς σε εντυπωσιακά σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτή η προσέγγιση του «μακριά κι αγαπημένοι» είναι στην πράξη ένας συμβιβασμός, που επιτρέπει στα μεσαία και ανώτερα ελληνοκυπριακά στρώματα να τηρούν την εθνικιστική τους παράδοση και ταυτόχρονα να μην αμφισβητείται η τόσο πολύτιμη ανεξαρτησία τους.

Με τους Τουρκοκύπριους η κατάσταση εξελίχθηκε κάπως διαφορετικά, λόγω της πολύ πιο έντονης επέμβασης της Τουρκίας μετά το 1974 (κάτι που ήταν πάντως φυσική συνέπεια της απομόνωσης τους), αλλά και του εποικισμού των κατεχομένων. Η τουρκοκυπριακή ταυτότητα φαίνεται ότι αναπτύχθηκε και σαν αντίδραση σ’ αυτό, άρα παραδόξως έχει ίσως και κάποιο στοιχείο σύγκρουσης με τον τούρκικο εθνικισμό – κάτι που εκφράζεται και στις απόψεις πολλών «ηπειρωτικών» Τούρκων ότι «οι Τουρκοκύπριοι είναι αχάριστοι». Παρά την όποια εθνικιστική κατεύθυνση των ελίτ, η αίσθηση της διαφορετικότητας μάλλον ενισχύθηκε αντί να χαθεί.

Το συμπέρασμα είναι ότι στο νησί αντί να επικρατήσουν η ελληνική και η τουρκική εθνική ταυτότητα, τελικά δημιουργήθηκαν μια ελληνοκυπριακή και μια τουρκοκυπριακή «εθνική» ταυτότητα, που με κάποιον τρόπο καλύπτουν μάλιστα όλες τις πολιτικές κατευθύνσεις. Το ερώτημα είναι τι σημαίνει αυτό για το μέλλον. Ειδικά αφού στα κατεχόμενα υπάρχει το επιπλέον ερώτημα των εποίκων – θα παραμείνουν κι αυτοί στο νησί και θα αποκτήσουν κι αυτοί με το χρόνο μια κυπριακή ταυτότητα; Θα διαφέρει αυτή από την τωρινή τουρκοκυπριακή (ειδικά αν σκεφτούμε ότι ένα μέρος τους είναι Κούρδοι ή Άραβες); Όσο για τους Ελληνοκύπριους, τους φέρνει η ξεχωριστή ελληνοκυπριακή ταυτότητα τελικά πιο κοντά ή πιο μακριά από τους Τουρκοκύπριους; Οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών μάλλον δεν δείχνουν το πρώτο. Ποιές είναι οι συνέπειες της μετανάστευσης, που θα φέρει ίσως πληθυσμούς που δεν θα ταιριάζουν σε καμιά από αυτές τις κατηγορίες;

Ολα αυτά κάνουν κάποιον να αναρωτιέται αν χρειάζονται νέες προσεγγίσεις σ’ αυτό το θέμα. Είναι ίσως καιρός για μια αρχή των πολλαπλών ταυτοτήτων, όχι μόνο για την Κύπρο αλλά και για την ευρύτερη περιοχή (ίσως όμως και για την Ευρώπη); Να αποσυνδεθεί δηλαδή η τοπική ή η κρατική ταυτότητα εντελώς από την εθνική ή τη θρησκευτική, χωρίς να λειτουργούν όλες αυτές ανταγωνιστικά;