Ο Βούλγαρος συγκάτοικός μου στο Βερολίνο είχε διηγηθεί ένα περιστατικό από την παιδική του ηλικία, όταν ζούσε ακόμα στη χώρα του. Η Βουλγαρία ανήκε τότε στο στρατόπεδο του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στο σχολείο είχε μια συμμαθήτρια που την έλεγαν Αϊσέ (τυχαίο τουρκικό όνομα). Ξαφνικά κάποια μέρα παρουσιάστηκε στην τάξη με το όνομα Νίνα. Αυτός απόρησε γι’ αυτή την αλλαγή και τη ρώτησε με ποιο όνομα πρέπει τελικά να την αποκαλεί, για να πάρει την απάντηση «Νίνα». Από τότε λοιπόν και αυτός τη φώναζε έτσι.
Μετά από πολλά χρόνια και αφού το σοβιετικό σύστημα είχε καταρρεύσει, συναντήθηκαν τυχαία, ως ενήλικες πλέον. Το όνομά της ήταν πάλι Αϊσέ. Αφού έπιασαν την κουβέντα για τα παλιά, αυτή σε κάποιο σημείο του λέει «Ξέρεις, σε μισούσα τότε που με έλεγες Νίνα».
Το περιστατικό αυτό αναφέρεται σε μια από τις πιο δραστικές απόπειρες εθνοκάθαρσης στην εποχή μας. Κι αυτή η (τελικά αποτυχημένη) απόπειρα έγινε από ένα καθεστώς, που ήταν υποτίθεται υπεράνω εθνικών και θρησκευτικών διαφορών. Για να καταλάβουμε όμως τι συνέβη, πρέπει πρώτα να γυρίσουμε περίπου έναν αιώνα πίσω.
Η ιστορία της κρατικής πολιτικής για μια μειονότητα
Η Βουλγαρία απέκτησε την αυτονομία της το 1878 και την πλήρη ανεξαρτησία της από τους Οθωμανούς το 1908. Αν και οι περισσότεροι Μουσουλμάνοι της χώρας (που το 1878 αποτελούσαν ακόμα 20-25% του πληθυσμού της) την εγκατέλειψαν με προορισμό την Τουρκία, ένα μέρος τους παρέμεινε και παραμένει μέχρι και σήμερα – μάλλον προς απογοήτευση πολλών Βουλγάρων εθνικιστών.
Όπως και στη Δυτική Θράκη, οι Μουσουλμάνοι χωρίζονται σε τρεις κύριες γλωσσικές ομάδες: Τουρκόφωνους, Πομάκους (μιλάνε μια βουλγαρική διάλεκτο) και Ρομά. Φυσικά το ποια γλώσσα μιλάνε και τι εθνική συνείδηση έχουν είναι δυο διαφορετικά πράγματα: πολύ πιθανόν ένα μέρος των Πομάκων και των Ρομά να δηλώνουν ότι νιώθουν Τούρκοι. Όπως και να ΄χει, τουλάχιστον απ’ όσα στοιχεία μας είναι διαθέσιμα, φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των Μουσουλμάνων είναι Τούρκοι.

Χάρτης της εθνικής σύνθεσης της Βουλγαρίας (καφέ: Βούλγαροι, πράσινο: Τούρκοι), με βάση την απογραφή του 2011.
«Ethnic composition of Bulgaria, 2011» by Kostja2 – Own work, based on the results of the 2011 census. Licensed under CC BY-SA 3.0 via Commons – https://en.wiki2.org/wiki/File:Ethnic_composition_of_Bulgaria,_2011.PNG#/media/File:Ethnic_composition_of_Bulgaria,_2011.PNG

Περιοχές «Μουσουλμάνων βουλγαρικής εθνότητας» (Πομάκοι), με βάση την απογραφή του 2001. Δεν είναι γνωστό πάντως τι αριθμός Πομάκων προτίμησε να δηλώσει τουρκική εθνότητα. Πηγή εικόνας
Ο τρόπος που αντιμετώπισε το βουλγάρικο κράτος τους Μουσουλμάνους μέχρι και το Β’ Παγκόσμιο ήταν μάλλον ως ένα ξένο σώμα, ας πούμε σε καθεστώς προσωρινής ανοχής. Όπως και στην Ελλάδα, ως Μουσουλμάνοι αρχικά δεν θεωρήθηκαν μέρος του χριστιανικού βουλγάρικου έθνους – αν και ειδικά για τους Πομάκους έγιναν σε κάποια σημεία κρατικές προσπάθειες «επιστροφής» στις βουλγάρικες τους ρίζες (με ή χωρίς αλλαγή της θρησκείας τους), αφού θεωρήθηκαν εξισλαμισμένοι Βούλγαροι. Αυτές οι προσπάθειες δεν έγιναν πάντως μια διαρκής πολιτική, και είχαν τελικά περιορισμένα αποτελέσματα.
Εννοείται ότι η παρουσία των Μουσουλμάνων και η καλλιέργεια τουρκικής εθνικής συνείδησης ήταν ανεκτές, μόνο εφ’ όσον αυτές δεν απειλούσαν την κυριαρχία της βουλγαρικής χριστιανικής πλειοψηφίας. Το βουλγαρικό κράτος ήταν μάλλον αδιάφορο για το βιοτικό και μορφωτικό τους επίπεδο. Ίσως μάλιστα να θεωρήθηκε ότι συμφέρει αυτό να παραμείνει χαμηλό, έτσι ώστε να μην ενταχθούν πραγματικά στη βουλγαρική κοινωνία και να έχουν περισσότερα κίνητρα για μετανάστευση προς την Τουρκία.
Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, τα πράγματα φάνηκαν να αλλάζουν. Η Βουλγαρία βρέθηκε στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Κυρίαρχη ιδεολογία έγινε και εκεί ο μαρξισμός σταλινικού τύπου, που, όπως και να το κάνουμε, είναι κατ’ αρχήν διεθνιστικός. Οι διαφορές γλώσσας και θρησκείας δεν θα είχαν πλέον καμία σημασία στην υπερεθνική σοσιαλιστική κοινωνία. Αυτό έφερε αρχικά και μια αλλαγή στη στάση του βουλγαρικού κράτους απέναντι στους Μουσουλμάνους: αναγνωρίστηκαν επιτέλους ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας και τους δόθηκε πολιτιστική αυτονομία. Με το σύνταγμα του 1947 αναγνωρίστηκαν πλήρως τα δικαιώματα των «εθνικών μειονοτήτων», συμπεριλαμβάνοντας και τη διδασκαλία στη μητρική γλώσσα, που γινόταν πλέον σε δημόσια σχολεία με κρατική χρηματοδότηση.
Η πολιτική αυτή άρχισε όμως σύντομα πάλι να αλλάζει, ιδιαίτερα με την αποσταλινοποίηση από το 1956 και μετά. Η κομμουνιστική ηγεσία ένιωθε τώρα την ανάγκη να δώσει ένα πιο «εθνικό» χαρακτήρα στη διακυβέρνησή της, κι αυτό δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει και τη στάση της απέναντι στους Μουσουλμάνους. Ο στόχος της ισότιμης ένταξής τους στη βουλγαρική κοινωνία παρέμεινε – η ξεχωριστή μουσουλμανική-τουρκική ταυτότητα θεωρήθηκε όμως εμπόδιο. Η ένταξη έπρεπε να γίνει μέσω της σταδιακής αφομοίωσής τους στο βουλγαρικό έθνος, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα. Τα τουρκικά σχολεία έκλεισαν όπως και οι τούρκικες εφημερίδες και περιοδικά, η διδασκαλία στην τουρκική γλώσσα σταδιακά καταργήθηκε και οι μουσουλμανικές θρησκευτικές δραστηριότητες περιορίστηκαν.
Από την άλλη όμως, δόθηκε βάρος στην άνοδο του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου των Μουσουλμάνων και στην ομαλή ένταξή τους στη βουλγαρική οικονομία – με σημαντική επιτυχία. Επίσης, δόθηκαν σε πολλούς με τουρκική καταγωγή θέσεις στον κομματικό μηχανισμό. Αυτό ήταν μια σημαντική διαφορά με την προ-κομμουνιστική περίοδο, που μας βοηθά ίσως να καταλάβουμε και τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν.
Ο χειμώνας 1984-85
Στη δεκαετία του ’80 είχε ήδη επιτευχθεί πρόοδος στο θέμα της ένταξης των Μουσουλμάνων (συμπεριλαμβανομένων και των Τούρκων) στη βουλγάρικη κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, κάποια στοιχεία έκαναν την κομμουνιστική ελίτ να ανησυχεί:
- Η ένταξη δεν φαινόταν να οδηγεί σε πραγματική αφομοίωση. Αν και οι νέες γενιές ήξεραν καλά βουλγάρικα, πολλοί ακόμα μιλούσαν τούρκικα στα σπίτια τους. Παρά τις αυξημένες επαφές με τους μη-Μουσουλμάνους, οι Τούρκοι επέμεναν να διατηρούν μια ιδιαίτερη ταυτότητα, κάτι που φαινόταν και στη σχέση τους με την Τουρκία.
- Η γεννητικότητα των Μουσουλμάνων ήταν ψηλότερη απ’ αυτήν των μη Μουσουλμάνων, κάτι που έκανε αναμενόμενη και την άνοδο του ποσοστού τους στον πληθυσμό, αφού είχε μειωθεί και η μετανάστευση προς την Τουρκία.
- Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, με πρόσχημα την προστασία των Τουρκοκυπρίων, προβλημάτισε τη βουλγαρική ηγεσία. Αν και δεν συνδεόταν με τις τουρκο-βουλγαρικές σχέσεις, δημιουργούσε ανησυχίες ότι εγκαταλείπεται το κεμαλικό δόγμα μη επέμβασης στα εσωτερικά των γειτονικών χωρών, και ότι οι Τούρκοι γίνονται πάλι μια επεκτατική δύναμη όπως στα οθωμανικά χρόνια – το σύνδρομο του οθωμανικού παρελθόντος παρέμενε ισχυρό και στη Βουλγαρία. Με μια τουρκική μειονότητα που έφτανε το 10% με αυξητικές τάσεις και κυριαρχούσε πληθυσμιακά σε κάποιες περιοχές (που ήταν και από τις πιο πολύτιμες για τη γεωργία της χώρας), οι βουλγαρικές ελίτ ανησυχούσαν ότι η χώρα τους μπορεί να γινόταν το επόμενο θύμα.
Η ιδέα του εκβουλγαρισμού των Μουσουλμάνων σίγουρα δεν ήταν νέα για τη βουλγαρική κομμουνιστική ελίτ. Ιδιαίτερα οι Πομάκοι, που θεωρούνταν εξισλαμισμένοι Βούλγαροι, είχαν ήδη πιεστεί από τη δεκαετία του ’60 να αποκτήσουν βουλγάρικα ονόματα. Με τον καιρό όμως, άρχισαν να διατυπώνονται θεωρίες ότι ακόμα και οι καθαρά Τουρκόφωνοι ήταν στην πραγματικότητα απόγονοι εξισλαμισθέντων Βουλγάρων, που απλά στα πολλά χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας είχαν χάσει και τη γλώσσα τους.
Για τους λόγους που αναφέρθηκαν, οι Βούλγαροι κομμουνιστές θεώρησαν πως ο κίνδυνος ήταν άμεσος: ένας σταδιακός εκβουλγαρισμός σε βάθος χρόνου δεν ήταν αρκετός. Το 1984 ο ηγέτης της Βουλγαρίας Τόντορ Ζίβκοφ αποφάσισε να προχωρήσει σε πιο δραστικά μέσα. Η εκστρατεία αλλαγής των ονομάτων ξεκίνησε τα Χριστούγεννα και ήδη μετά από 3 εβδομάδες 310.000 Τούρκοι είχαν υποχρεωθεί να πάρουν βουλγαρικά ονόματα.

Ο Τόντορ Ζίβκοφ ήταν Γ.Γ. του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας από το 1954 ως το 1989. Η απόφαση για την αλλαγή των τουρκικών ονομάτων σε βουλγάρικα ήταν δική του.
Πηγή εικόνας
Η συνηθισμένη διαδικασία ήταν κάπως έτσι: τα τουρκικά χωριά περικυκλώνονταν από στρατό και τανκς και αποκλείονταν από τον έξω κόσμο. Κρατικοί αξιωματούχοι και αστυνομικοί επισκέπτονταν τότε τα σπίτια ένα προς ένα, συλλέγοντας αιτήσεις «εθελοντικής» αλλαγής ονόματος. Περιττό να αναφερθεί ότι όποιος παρέμενε με τουρκικό όνομα στην ταυτότητα δεν μπορούσε να ελπίζει σε καμιά κρατική υπηρεσία (π.χ. τράπεζες, νοσοκομεία). Η αντίσταση στην εκστρατεία αντιμετωπίστηκε με φυλακίσεις, βασανιστήρια, ακόμα και θανάτους. Το αποτέλεσμα ήταν ήδη το Μάρτη η αποστολή να θεωρηθεί ολοκληρωμένη και ο Ζίβκοφ να νιώθει άνετα να δηλώσει ότι «στη Βουλγαρία δεν υπάρχουν Τούρκοι».
Ενδιαφέρον είναι ότι η βουλγαρική ηγεσία δεν φαίνεται να ήθελε τη φυγή τους στην Τουρκία: έκανε μάλιστα ό,τι μπορούσε για να την εμποδίσει (φοβόταν και την έλλειψη εργατικού δυναμικού). Ήταν μια απόπειρα εθνοκάθαρσης αποκλειστικά μέσω αφομοίωσης – κάτι μάλλον σπάνιο στην περιοχή μας.
Κορύφωση και πτώση
Τα επόμενα χρόνια πάρθηκαν και άλλα συνοδευτικά μέτρα: απαγόρευση της ομιλίας στα τουρκικά σε δημόσιους χώρους, κλείσιμο τζαμιών, καταστροφή τουρκικών βιβλίων, καταστροφή μουσουλμανικών νεκροταφείων, ουσιαστικά απαγόρευση της περιτομής. Ο τύπος γέμισε άρθρα που «αποδείκνυαν» τη βουλγαρική καταγωγή των Τούρκων, ενώ πολλοί Τούρκοι αναγκάστηκαν να κάνουν δημόσιες δηλώσεις «επιστροφής στις βουλγάρικες ρίζες».
Οι εξελίξεις όμως στο εσωτερικό και στο εξωτερικό δεν ήταν ευνοϊκές για τον Ζίβκοφ. Η βουλγάρικη οικονομία βρέθηκε σε βαθιά ύφεση, μετά από δεκαετίες ανάπτυξης. Η περεστρόικα του Γκορμπατσόφ ανάγκασε και τους σοβιετικούς δορυφόρους όπως η Βουλγαρία να δεχτούν κάποιον εκδημοκρατισμό. Η μεταχείριση της τουρκικής μειονότητας έδωσε κακή εικόνα έξω για το βουλγαρικό καθεστώς – τη στιγμή που αυτό γινόταν λόγω της υπερχρέωσής του όλο και πιο εξαρτημένο από το εξωτερικό.
Η αρχή του τέλους ήρθε το Μάη του 1989. Διαδηλώσεις και επεισόδια στις περιοχές της τουρκικής μειονότητας, με πολλούς νεκρούς, τράβηξαν την προσοχή της διεθνούς κοινότητας και αύξησαν την πίεση ακόμα περισσότερο. Σ’ αυτήν την κατάσταση, ο Ζίβκοφ δεν είχε άλλη επιλογή από το να ανοίξει τα σύνορα με την Τουρκία και να επιτρέψει τη μετανάστευση. Η αντίδραση ήταν εντυπωσιακή: μέχρι τον Αύγουστο πάνω από 300.000 (δηλαδή περίπου το ένα τρίτο των Τούρκων) είχαν περάσει τα σύνορα. Πιο ξεκάθαρη ένδειξη αποτυχίας της αφομοίωσης δεν μπορούσε να υπάρχει – αν σκεφτεί κάποιος ότι όλοι αυτοί ήταν με βάση την κρατική προπαγάνδα μέχρι πριν από λίγο «ανανήψαντες» Βούλγαροι.

Εικόνα από τα τουρκο-βουλγαρικά σύνορα, κατά τη φυγή των Τούρκων το καλοκαίρι του ’89.
Πηγή εικόνας
Τον Αύγουστο η Τουρκία αποφάσισε να κλείσει τα σύνορα. Σ’ αυτήν την κατάσταση γενικής κρίσης, η σοβιετική ηγεσία άρχισε να χάνει και την όποια εμπιστοσύνη της είχε μείνει στον Ζίβκοφ. Το Νοέμβρη ο Ζίβκοφ τελικά ανατράπηκε από άλλα στελέχη του κόμματος. H νέα ηγεσία δήλωσε από νωρίς ότι θα καταργήσει την πολιτική της αφομοίωσης: οι Μουσουλμάνοι μπορούσαν να πάρουν πίσω τα παλιά τους ονόματα και να μιλούν τούρκικα στους δημόσιους χώρους.
Απόηχος και συνέπειες μέχρι σήμερα
Λίγος μήνες μετά, η Βουλγαρία είχε ήδη γίνει κοινοβουλευτική δημοκρατία. Τα νέα κόμματα δεσμεύτηκαν στην αποδοχή της εθνικής διαφορετικότητας. Έτσι η Βουλγαρία, παρά την σκληρή οικονομική κρίση που πέρασε στη δεκαετία του ’90, γλύτωσε τις εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις που έζησε η γειτονική Γιουγκοσλαβία. Αυτό είναι σίγουρα κάτι πολύ σημαντικό – και δεν ήταν καθόλου αυτονόητο.
Τα γεγονότα του ’84-’89 έφεραν τελικά μάλλον τα αντίθετα αποτελέσματα απ’ αυτά που περίμενε ο Ζίβκοφ. Αντί να αφομοιωθούν, οι Τούρκοι της Βουλγαρίας, έχοντας την εμπειρία αυτής της καταπίεσης, ανέπτυξαν πιο ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους ως κοινότητα, και η αίσθηση μιας διαφορετικής ταυτότητας έγινε πιο ισχυρή.
Αυτό φαίνεται καθαρά και στις εκλογικές αναμετρήσεις της Βουλγαρίας. Το Κίνημα για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες, το κόμμα το οποίο έγινε ο (ανεπίσημος) εκπρόσωπος της τουρκικής μειονότητας, παίρνει σταθερά ψηλά ποσοστά στις μουσουλμανικές περιοχές, που του επιτρέπουν να μπαίνει άνετα στη Βουλή.

Σύμβολο του Κινήματος για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες. Αν και πολλοί το ταυτίζουν με την τουρκική μειονότητα, έχει και αρκετούς Βούλγαρους βουλευτές.
Πηγή εικόνας
Λόγω του ότι τα μεγάλα κόμματα το είχαν συχνά ως τρίτη δύναμη ανάγκη για να σχηματίσουν κυβέρνηση, το Κίνημα απέκτησε και σημαντική πολιτική επιρροή στη μετα-κομμουνιστική περίοδο. Αυτό μάλλον βοήθησε τους Τούρκους να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και να διεκδικούν τα δικαιώματά τους πιο αποτελεσματικά.
Περίπου οι μισοί από τους Τούρκους που διέφυγαν στην Τουρκία επέστρεψαν σύντομα πίσω. Οι υπόλοιποι όμως παρέμειναν στην Τουρκία και έγιναν έτσι ένα ακόμα μέρος του πολύπλοκου μωσαϊκού του πληθυσμού της χώρας, με ιδιαίτερη τουρκο-βουλγαρική πολιτισμική ταυτότητα. Πολλοί απ’ αυτούς έχουν διπλή υπηκοότητα και διατηρούν ακόμα δεσμούς με τη Βουλγαρία.
Αν και οι Τούρκοι της Βουλγαρίας συνεχίζουν να έχουν τα παράπονα τους (ζητούν π.χ. διδασκαλία των τουρκικών ως υποχρεωτικό μάθημα, από προαιρετικό που είναι τώρα), σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι η χώρα γλύτωσε τα χειρότερα – προσωρινά τουλάχιστον, γιατί η Ακροδεξιά ανεβαίνει και στη Βουλγαρία. Εμείς πάντως, σε μια εποχή που ακούμε συνέχεια για την έλλειψη ανεκτικότητας του Ισλάμ ή των θρησκειών γενικά, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι όλα αυτά συνέβησαν κάτω από ένα καθεστώς, που επίσημα δεν είχε καμία σχέση με τη θρησκεία.
Πηγές
- Vesselin Dimitrov (2000): In Search of a Homogeneous Nation – The Assimilation of Bulgaria’s Turkish Minority, 1984-1985. In: JEMIE.
- Eric Fichtl (2005): Other or One of Us? Bulgaria’s Attempt to Assimilate Its Ethnic Turks.
- Elchinova, M. (2011): Settlers from Bulgaria in Turkey – From Forced Migration to a Transnational Mode of Life.
- Lilia Petkova (2002): The Ethnic Turks in Bulgaria – Social Integration and Impact on Bulgarian–Turkish Relations, 1947-2000. In: The Global Review of Ethnopolitics.
- Zakir Gül, Tamer Köksal (2013): Application of Transitional Justice Mechanisms – Post Assimilation Campaign Against the Turkish Minority in Bulgaria.
- Al Jazeera World (2015): Bulgaria, My Land.