Τη χρονιά που μας πέρασε, κλείσαμε τρεις δεκαετίες από το 1989 και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το γεγονός που θεωρείται ορόσημο για την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ήταν σίγουρα μια σημαδιακή χρονολογία για όλο τον κόσμο – ιδιαίτερα όμως για τη Βαλκανική. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για το σύστημα που κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο τμήμα της χερσονήσου.
Τριάντα χρόνια μετά, ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ και τα ίχνη του «υπαρκτού» χάνονται αργά ή γρήγορα, κάτω από την κυριαρχία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Στην εικόνα των πόλεων όμως, η κληρονομιά αυτής της περιόδου δεν μπορεί να σβηστεί τόσο εύκολα. Οι σχεδόν πέντε δεκαετίες κομμουνιστικής διακυβέρνησης ήταν μια περίοδος κρίσιμη για την αστική ανάπτυξη στα Βαλκάνια. Δεν ήταν μόνο η εποχή της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης· ήταν ουσιαστικά και η εποχή που οι βαλκανικές κοινωνίες μετατράπηκαν από αγροτικές σε αστικές. Οι κάτοικοι των πόλεων έγιναν για πρώτη φορά πλειοψηφία (ή σχεδόν) του πληθυσμού. Κύριοι αποδέκτες αυτών των ανθρώπινων ροών από την επαρχία στις πόλεις ήταν βέβαια οι τέσσερις πρωτεύουσες: το Βελιγράδι, τα Τίρανα, η Σόφια και το Βουκουρέστι.
Μετα-οθωμανικές πρωτεύουσες: μια κοινή (;) κληρονομιά
Παρά τις διαφορές τους, αυτές οι τέσσερις πόλεις έχουν παράλληλη σύγχρονη Ιστορία. Για τέσσερις ή πέντε αιώνες, ήταν οθωμανικές πόλεις των λίγων χιλιάδων κατοίκων (με ιδιαίτερη περίπτωση ίσως το Βουκουρέστι, το οποίο ήταν πρωτεύουσα της ηγεμονίας της Βλαχίας, υπό χριστιανική διοίκηση). Στον 19ο και 20ο αιώνα, βρέθηκαν ξαφνικά να είναι η κάθε μία πρωτεύουσα ενός νέου έθνους-κράτους. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έπρεπε να αλλάξουν ριζικά, έτσι ώστε να ανταποκριθούν στον νέο τους ρόλο.

Παρά τους πολλούς αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας, στις σύγχρονες βαλκανικές πρωτεύουσες δεν έχουν απομείνει πολλά ίχνη της. Ανάμεσα στα λίγα αρχιτεκτονικά μνημεία της εποχής είναι το Τζαμί Μπάνια Μπασί στη Σόφια…

… ή το φρούριο Κάλε Μεγκντάν στο Βελιγράδι, σημάδι του συνόρου των Οθωμανών με την Αυτοκρατορία των Αψβούργων.

Η Αρμένικη Εκκλησία του Βουκουρεστίου είναι σχετικά σύγχρονο κτίσμα, αλλά η ύπαρξη της Αρμένικης Συνοικίας, όπου και βρίσκεται, είναι κάτι που τουλάχιστον θυμίζει οθωμανική πόλη.
Οι νέες κυρίαρχες ιδέες επέβαλλαν το σβήσιμο των οθωμανικών στοιχείων και τον εκσυγχρονισμό με βάση δυτικά πρότυπα. Η ακριβής προέλευση αυτών των προτύπων μπορεί να διέφερε ανάλογα με την πολιτική-πολιτισμική κατεύθυνση του κάθε ενός από τα νέα κράτη: κυρίως γαλλικά στο Βουκουρέστι, γερμανικά-αυστριακά σε Σόφια και Βελιγράδι, ιταλικά στα Τίρανα. Η επιθυμία να γίνουν μέρος της «πολιτισμένης Ευρώπης», από την οποία (πίστευαν ότι) τους είχαν αποκόψει οι Οθωμανοί, ήταν πάντως κοινή. Την ίδια στιγμή, ως πρωτεύουσες εθνών-κρατών, αυτές οι πόλεις είχαν βέβαια και το καθήκον να εκφράσουν τις νέες εθνικές ιδεολογίες.

Το Pasajul Macca-Vilacrosse στο ιστορικό κέντρο του Βουκουρεστίου είναι ένα από τα πολλά σημεία στην πόλη όπου φαίνονται οι γαλλικές επιρροές, που του είχαν χαρίσει παλιότερα τον τίτλο του «Μικρού Παρισιού».

Το άγαλμα του Σκεντέρμπεη, του μεγαλύτερου εθνικού ήρωα των Αλβανών, κοσμεί την ομώνυμη κεντρική πλατεία των Τιράνων, ενώ πάνω από την είσοδο του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στο βάθος, απεικονίζονται μορφές της αλβανικής Ιστορίας από την Αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, με την αλβανική σημαία στο χέρι: ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως το κέντρο της πρωτεύουσας αναλαμβάνει την εκπροσώπηση της εθνικής ιδεολογίας.
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι πόλεις είχαν ήδη αναπτυχθεί σημαντικά (με εξαίρεση τα Τίρανα, που ως ακόμα πολύ νέα εθνική πρωτεύουσα δεν είχαν περισσότερους από 20-30 χιλιάδες κατοίκους), αλλά γνώρισαν ακόμα μεγαλύτερη εξάπλωση μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Την ίδια περίοδο βρέθηκαν ξαφνικά υπό την κυριαρχία μαρξιστικών κομμάτων, τα οποία καθοδήγησαν την ανάπτυξή τους σε αυτό το κρίσιμο διάστημα. Το ίδιο ξαφνικά όμως έμελλε να εγκαταλείψουν και τον μαρξισμό μετά από μισό αιώνα, για να υποταχθούν στις νέες κυρίαρχες ιδεολογίες: την οικονομία της αγοράς, τον νεοφιλελευθερισμό και τον ευρωατλαντισμό.
Η «σοσιαλιστική πόλη» στα Βαλκάνια
Πριν ασχοληθούμε με την τελευταία μεγάλη Αλλαγή, ας δούμε πως έμοιαζαν οι πόλεις πριν από αυτήν. Κάθε πόλη είναι βέβαια μια ξεχωριστή περίπτωση· ειδικά στα «σοσιαλιστικά Βαλκάνια», υπήρχαν και σημαντικές γεωπολιτικές διαφορές, που δεν μπορούσαν παρά να αντικατοπτρίζονται και στην αστική ανάπτυξη. Όταν για παράδειγμα η Βουλγαρία και η Ρουμανία πάσχιζαν να μιμηθούν τα σταλινικά σοβιετικά πρότυπα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», η Γιουγκοσλαβία του Τίτο δεν είχε πολλούς λόγους να ακολουθήσει την ίδια κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να αναφερόμαστε σε αυτές ως μετα-σοσιαλιστικές πόλεις.
Οι γνωστές τεράστιες εκτάσεις με βαρετά ομοιόμορφες πολυκατοικίες-κουτιά, είναι μια από τις πρώτες εικόνες που έρχονται στο μυαλό κάποιου όταν ακούει τη φράση «σοσιαλιστική πόλη». Τέτοιες εκτάσεις μπορεί να ξεκινούν από τις παρυφές του ιστορικού κέντρου και να φτάνουν μέχρι τα όρια των πόλεων, συχνά δίνοντας απότομα τη θέση τους σε αγροτικές εκτάσεις. Είναι μια εικόνα πραγματικά εντυπωσιακή και γενικά μάλλον αρνητικά φορτισμένη. Πάντως θα πρέπει μάλλον να παραδεχτούμε, ότι έτσι λύθηκε το πρόβλημα της στέγασης εκατοντάδων χιλιάδων εσωτερικών μεταναστών, με λιγότερο άναρχο τρόπο απ’ ό,τι έγινε σε άλλες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου.
Η διάθεση για μια ριζοσπαστική ανοικοδόμηση, η οποία θα έσβηνε τα ίχνη του παλιού καπιταλιστικού πολιτισμού, μπορεί να υπήρχε σε όλα αυτά τα καθεστώτα. Τελικά όμως, δεν εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση, ίσως και λόγω περιορισμένων πόρων. Εξαίρεση αποτελεί το Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου, κάτι που έχει μάλλον περισσότερη σχέση με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη μεγαλομανία του Ρουμάνου δικτάτορα. Για την ανάπλαση του κέντρου, χρειάστηκε να γκρεμιστούν αμέτρητα κτίρια, να ισοπεδωθούν ολόκληρες γειτονιές όπως η παλιά Εβραϊκή Συνοικία και να ξεσπιτωθούν περίπου 40.000 άτομα. Πάνω στα ερείπια σχεδιάστηκε μεταξύ άλλων η «Λεωφόρος Νικηφόρου Σοσιαλισμού» (νυν Λεωφόρος Ενότητας). Συνοδευόμενη από πολυκατοικίες με μαρμάρινες προσόψεις που προορίζονταν ως διαμερίσματα για την κομματική ελίτ, καταλήγει σε μια μεγάλη πλατεία, έξω από το επιβλητικό (πρώην) «Παλάτι του Λαού». Στις άλλες πρωτεύουσες, μπορεί να μην εφαρμόστηκαν τελικά καταστροφικά έργα τέτοιας έκτασης, αλλά δεν λείπουν ανάλογα επιβλητικά ή.. περίεργα κατασκευάσματα.

Η «Λεωφόρος Νικηφόρου Σοσιαλισμού» (νυν Λεωφόρος Ενότητας) σχεδιάστηκε ώστε να καταλήγει και να ανοίγει τη θέα προς το νέο καμάρι του Τσαουσέσκου, το «Παλάτι του Λαού» (νυν Παλάτι της Βουλής): είναι, ακόμα και σήμερα, το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο στον κόσμο.

Το σύμπλεγμα του Λάργκο στο κέντρο της Σόφιας, κτισμένο τη δεκαετία του 1950, θεωρείται ως παράδειγμα «σταλινικής αρχιτεκτονικής». Το κεντρικό κτίριο ήταν η έδρα του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Η «Πυραμίδα» του Ενβέρ Χότζα κατασκευάστηκε με προορισμό να λειτουργήσει ως Μουσείο εις μνήμην του κομμουνιστή ηγέτη, λίγο πριν την κατάρρευση του συστήματος. Στη νέα καπιταλιστική και παγκοσμιοποιημένη Αλβανία (η οποίας εκπροσωπείται, μεταξύ άλλων, και με το κτίριο της Raiffeisenbank στο βάθος), βρήκε τελικά άλλες χρήσεις.
Μια ακόμα χαρακτηριστική διαφορά με καπιταλιστικές πόλεις, ήταν ότι τα κτίρια του κέντρου χρησιμοποιούνταν ακόμα σε μεγάλο βαθμό ως κατοικίες. Το γνωστό από δυτικές πρωτεύουσες εμπορικό και οικονομικό κέντρο, όπου σχεδόν κανείς δεν κατοικεί μόνιμα, δεν υπήρχε, ή τουλάχιστον όχι σε τέτοια έκταση. Επίσης, μεγάλα κομμάτια της πόλης καλύπτονταν ακόμα από βιομηχανίες· η μετάβαση στην οικονομία των υπηρεσιών δεν είχε φτάσει στο σημείο που είχαν φτάσει οι καπιταλιστικές χώρες.
Η νεοφιλεύθερη μεταμόρφωση
Λίγες χώρες στον κόσμο έζησαν μια τόσο ριζική αλλαγή της κυρίαρχης ιδεολογίας σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, όσο αυτές στην Ανατολική Ευρώπη. Θα ήταν απίθανο, αυτή να είχε αφήσει την αστική ανάπτυξη και την εικόνα των πόλεων ανεπηρέαστη. Και ότι ισχύει για την Ανατολική Ευρώπη γενικά, ισχύει (ίσως ακόμα περισσότερο) και για τις βαλκανικές πρωτεύουσες, όπου η αλλαγή ήταν περισσότερο δραματική.

Η Οδός Τζωρτζ Μπους στα Τίρανα, σε μια πόλη που πριν λίγες δεκαετίες διοικούνταν από ένα φιλομαοϊκό καθεστώς, είναι ένα δείγμα για το πόσο έχουν αλλάξει οι καιροί.

Το σήμα των McDonald’s δίπλα σε αυτό της Allianz σε κεντρικό δρόμο της Σόφιας: το άνοιγμα των οικονομιών αυτών των χωρών έδωσε ευκαιρίες τόσο στο γερμανικό όσο και στο αμερικανικό κεφάλαιο.
Μια πρώτη και αναπόφευκτη αλλαγή είναι βέβαια αυτή στο καθεστώς ιδιοκτησίας των κατοικιών. Η ιδιωτικοποίηση σε αυτό τον τομέα ήταν στα Βαλκάνια περισσότερο ραγδαία, σε σύγκριση με άλλες χώρες που έζησαν τη μετάβαση στον καπιταλισμό: στα Τίρανα και το Βελιγράδι η ιδιωτική κτήση στις κατοικίες ανερχόταν ήδη στη δεκαετία του ’90 γύρω στο 98%, ενώ η Πράγα και η Ρίγα χρειάστηκαν ακόμα μια δεκαπενταετία για να φτάσουν το επίπεδο του 85%.
Η γενική στροφή προς το ιδιωτικό δεν ήταν όμως η μόνη μεγάλη οικονομική αλλαγή: η άλλη ήταν η στροφή προς τις υπηρεσίες, σε βάρος της βιομηχανίας. Η εποχή που το κράτος υμνούσε τον βιομηχανικό εργάτη και έδινε όλη την ενέργειά του για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η αλλαγή αυτή ήταν καθυστερημένη σε σχέση με τη Δύση, αλλά απότομη. Οι παλιές βιομηχανικές εκτάσεις μέσα στον αστικό ιστό βρήκαν άλλες χρήσεις ή – πολύ συχνά – παραμένουν εγκατελειμμένες, ως μάρτυρες μιας άλλης εποχής.
Οι σοσιαλιστικές «πολυκατοικίες-κουτιά» δεν θα μπορούσαν βέβαια να εξαφανιστούν από τη μια μέρα στην άλλη· συνεχίζουν ακόμα να καθορίζουν την εικόνα των βαλκανικών πρωτευουσών, όπως και των περισσότερων πόλεων «ανάμεσα στον ποταμό Έλβα και το Βλαδιβοστόκ» (Stanilov, 2007, σ. 230). Λίγο μετά την αλλαγή του αιώνα, το 60% των κατοίκων της Σόφιας ζούσαν ακόμα σε τέτοιες πολυκατοικίες, ενώ στο Βουκουρέστι το ανάλογο ποσοστό έφτανε το 80%. Στα Τίρανα, αυτές οι πολυκατοικίες αποτελούσαν περίπου το 50% των οικιστικών κτιρίων στην πόλη και στο Βελιγράδι το 30% αντίστοιχα.
Η έξοδος προς τα προάστια και τα περίχωρα της πόλης όμως, είναι δυστυχώς μια ακόμα αλλαγή που δύσκολα θα μπορούσαν να αποφύγουν οι μετα-σοσιαλιστικές πρωτεύουσες. Η ανάγκη φυγής από τις πολυκατοικίες-κουτιά (για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα – αλλά βέβαια όχι πολύ μακριά από τις θέσεις εργασίας που προσφέρει η πρωτεύουσα), σε συνδυασμό με μια νέα κυρίαρχη ιδεολογία που λατρεύει τις ευκαιρίες κέρδους και μισεί την όποια ιδέα σχεδιασμού που βάζει όρια σε αυτές, οδήγησαν σε αυτήν την καθυστερημένη αλλά ταχεία και σε μεγάλο βαθμό άναρχη προαστιοποίηση. Τα «καλά» νότια προάστια της Σόφιας, στους πρόποδες του βουνού Βίτοσα, είναι αυτά με τη μεγαλύτερη αύξηση πληθυσμού. Πολλά από τα πρώην εξοχικά έχουν μετατραπεί σε μόνιμες κατοικίες, ενώ έχουν κατασκευαστεί και πολλά νέα κτίρια. Στο Βουκουρέστι η αύξηση του πληθυσμού και των κατοικιών στα περίχωρα, σε βάρος συνήθως της γεωργίας, ήταν εκρηκτική ιδιαίτερα μετά την αλλαγή του αιώνα.

Αύξηση του πληθυσμού από το 1990 ως το 2013 (a) και των κατοικιών από το 2005 ως το 2013 (b) στο Ιλφόβ, την επαρχία που περιτριγυρίζει το Βουκουρέστι. Πηγή: Liliana Dumitrache et al., 2016, σ. 53.
Όσο για το κέντρο των πόλεων, οι δυνάμεις της αγοράς και η αδιαφορία των κυβερνήσεων δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε σταδιακή εγκατάλειψη του από τους κατοίκους. Στη θέση τους έρχονται διαφόρων ειδών επιχειρήσεις: οι βαλκανικές πρωτεύουσες αποκτούν επομένως κι αυτές τα δικά τους «CBD», κατά τα δυτικά πρότυπα. Αυτό βέβαια, σε συνδυασμό με την προαστιοποίηση, σημαίνει ότι για μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού αυξάνονται οι αποστάσεις που πρέπει να καλύψουν για να φτάσουν στη δουλειά τους· και εφόσον οι δημόσιες συγκοινωνίες δεν αναπτύσσονται με ανάλογο ρυθμό, αυτό φέρνει και αύξηση των αυτοκινήτων στους δρόμους, με τα αναμενόμενα κυκλοφοριακά προβλήματα.

Τέτοιες εικόνες δεν είναι πλέον σπάνιες στους δρόμους των Τιράνων – μια πόλη όπου στη δεκαετία του ’80 ο συνολικός αριθμός οχημάτων ήταν ακόμα τετραψήφιος και η ιδιωτική κατοχή αυτοκινήτου απαγορευμένη. Πηγή εικόνας
Η αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων είναι ούτως ή άλλως απαραίτητο συνοδευτικό της μετάβασης στον καπιταλισμό. Ειδικά όμως στα Βαλκάνια, πήρε τρομακτικές διαστάσεις: σε αντίθεση με χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (π.χ. Σλοβενία, Σλοβακία, Μολδαβία, Ουκρανία, Τσεχία, Λευκορωσία), οι οποίες ακόμα και σήμερα έχουν τους χαμηλότερους δείκτες ανισότητας στον κόσμο, χώρες όπως η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία έχουν ήδη ξεπεράσει σε ανισότητα τη γειτονική Ελλάδα, ενώ η Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία βρίσκονται πολύ κοντά της (στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας). Αυτή η αλλαγή δεν μπορεί παρά να έχει το αποτύπωμά της και στις πρωτεύουσες. Οι διαφορές ανάμεσα σε υποβαθμισμένες και αναβαθμισμένες γειτονιές γίνονται πιο έντονες, ενώ δεν λείπουν και οι πρώτες «gated communities» (στη Σόφια και στα περίχωρα ήδη υπάρχουν γύρω στις 50 τέτοιες περιπτώσεις).

Το «Mountain View Village» είναι μια από τις πρώτες gated communities που εμφανίστηκαν στα νότια προάστια της Σόφιας, στους πρόποδες της Βίτοσα. Είναι περικυκλωμένο με τοίχο ύψους 1,5 μέτρου και φυλάσσεται επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Πηγή: Smigiel, 2013.
Η οικονομική-κοινωνική-πολιτισμική κρίση που έφερε μια τέτοια ριζική αλλαγή συστήματος, ευνόησε βέβαια και την άνθηση του οργανωμένου εγκλήματος. Η δράση της μαφίας στις βαλκανικές πρωτεύουσες του 21ου αιώνα είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να κρυφτεί. Στη Σόφια νιώθει αρκετά άνετα να δολοφονεί γνωστές προσωπικότητες, ενώ στο Βελιγράδι έφτασε στο σημείο της δολοφονίας εν ενεργεία πρωθυπουργού (του Ζόραν Τζίντζιτς, το 2003).

Ο Γκεόργκι Στόεβ ήταν αναμεμιγμένος στα δίκτυα της βουλγαρικής μαφίας που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του ’90. Αποχώρησε και ξεκίνησε καριέρα ως συγγραφέας, αποκαλύπτοντας πολλές πληροφορίες σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα στη Βουλγαρία. Δολοφονήθηκε στη Σόφια το 2008. Πηγή εικόνας
Υπάρχει όμως ακόμα μια μεγάλη πληγή, που άνοιξε (ή μεγεθύνθηκε) χάρη στη μετάβαση στο νέο σύστημα: η αυθαίρετη δόμηση. Στα Τίρανα, όπου ήταν μάλλον η εξαίρεση στα χρόνια του σοσιαλιστικού σχεδιασμού, έγινε σχεδόν ο νέος κανόνας. Ο πληθυσμός της πόλης τριπλασιάστηκε μέσα στην πρώτη δεκαετία από το τέλος του κομμουνισμού. Οι εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες που συνέρευσαν από την αλβανική επαρχία, χωρίς κράτος να φροντίσει για τη στέγασή τους, έπρεπε να πάρουν μόνοι την κατάσταση στα χέρια και να κτίσουν τα σπίτια τους όπου έβρισκαν ελεύθερο χώρο. Αυτό βέβαια γινόταν κατά κανόνα χωρίς νόμιμες διαδικασίες και όχι πάντα με σύνδεση στις αστικές υποδομές όπως ρεύμα ή αποχέτευση. Στο Βελιγράδι, το οποίο είχε μεταξύ άλλων να αντιμετωπίσει και την εισδοχή των προσφύγων από τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, το 1997 ο αριθμός των αυθαίρετα κτισμένων σπιτιών ήταν ήδη ίσος αυτών με οικοδομική άδεια. Το αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ένα πέμπτο του πληθυσμού του Βελιγραδίου και σχεδόν ένα τρίτο των Τιράνων να ζουν σήμερα σε «ανεπίσημα» κτίσματα.

Η συνοικία Καλουτζέριτσα στα νότια προάστια του Βελιγραδίου είναι ο μεγαλύτερος «ανεπίσημος οικισμός» της πόλης. Πηγή εικόνας: Gligorijević & Kuzović, 2016. σ. 6
Τρεις δεκαετίες μετά την «Αλλαγή», οι βαλκανικές πρωτεύουσες ακόμα παλεύουν να βρουν τον δρόμο τους στη νέα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Η εγκατάλειψη του «σταλινικού παραδείγματος» μπορεί να χάρισε στους κατοίκους μεγαλύτερη ελευθερία και περισσότερες επιλογές, όπως και να έδωσε ευκαιρίες για βελτίωση της εικόνας και των συνθηκών ζωής σε πολλά τμήματα των πόλεων. Η ίδια καπιταλιστική μετάβαση όμως, αντί να λύσει τα προβλήματα αυτών των πόλεων, συχνά δημιούργησε νέα· σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, σε πιο οξυμένη μορφή απ’ αυτήν που έχουν στις δυτικές μεγαλουπόλεις.
Δύο από αυτές τις πόλεις είναι ήδη πρωτεύουσες κρατών-μελών της Ε.Ε. (Βουκουρέστι, Σόφια), ενώ οι άλλες δύο (Τίρανα, Βελιγράδι) στην αναμονή. Όσοι όμως την περιμένουν ως από μηχανής Θεό, μάλλον θα πρέπει να το ξανασκεφτούν. Τα τελευταία χρόνια η Ένωση μοιάζει όλο και πιο ανίκανη να αλλάξει ουσιαστικά τα πράγματα. Επίσης, εντείνει η ίδια ένα βασικό πρόβλημα: τη μετανάστευση των εκπαιδευμένων νέων στο εξωτερικό, μια πραγματική αιμορραγία για χώρες που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν δημογραφικό πρόβλημα λόγω υπογεννητικότητας.
Τελικά, ίσως οι βαλκανικές πρωτεύουσες να πρέπει να ψάξουν στο παρελθόν τους για ελπίδα. Έχουν επιβιώσει από αιώνες υποτέλειας σε μια παρηκμασμένη Αυτοκρατορία, από αιματηρές και καταστροφικές συγκρούσεις μεταξύ τους, από εισβολές και κατοχές από ξένους στρατούς από αεροπορικούς βομβαρδισμούς (στο Βελιγράδι δεν έχουν ακόμα κλείσει τα 22 χρόνια από τους τελευταίους), από προσφυγικές ροές από τις «χαμένες πατρίδες» αλλά και επίσης ανεξέλεγκτα κύματα εσωτερικής μετανάστευσης, από την παγκόσμια απομόνωση (στην περίπτωση των Τιράνων), από ραγδαία φτωχοποίηση στη δεκαετία του 1990. Μπορεί κάποιος να ελπίζει ότι θα αντέξουν και στον δύσκολο 21ο αιώνα.
Βιβλιογραφία:
- Grigor Doytchinov, Aleksandra Đukić, Cătălina Ioniță (Eds.) (2015): Planning Capital Cities. Belgrade, Bucharest, Sofia.
- Stanilov, Kiril (Ed.) (2007): The Post-Socialist City.
- Gligorijevic, Zaklina & Kuzović, Duško (2016): Balkan Cities’ Development Patterns and Planning Challenges – The Case Of Belgrade.
- Dorina Pojani (2015): Urban design, ideology, and power: use of the central square in Tirana during one century of political transformations, Planning Perspectives, 30:1, 67-94, DOI: 10.1080/02665433.2014.896747.
- Christian Smigiel (2013): The production of segregated urban landscapes: A critical analysis of gated communities in Sofia. Cities 36 (2014) 182–192.
- Dino, Blerta/Griffiths, Sam/Karimi, Kayvan (2015): Informality of sprawl? Morphogenetic evolution in postsocialist Tirana. In: City as Organism. New Visions for Urban Life-ISUF Rome 2015-Conference Proceedings, p. 643-655.
- Tsenkova, Sasha (2013): Winds of change and the spatial Transformation of post-socialist cities. Baltic Worlds 1:2013, 20-25 pp.
- Dumitrache, Liliana & Zamfir, Daniela & Nae, Mirela & Simion, Gabriel & Stoica, Ilinca (2016): The Urban Nexus: Contradictions and Dilemmas of (Post)Communist (Sub)Urbanization in Romania. Human Geographies 10(1):38-50. 10.5719/hgeo.2016.101.3