Η συντηρητικη στροφη στην περιοχη μας

Κλασσικό

Η «συντηρητική στροφή» είναι μια φράση που την ακούμε εδώ και πολλά χρόνια, ίσως και δεκαετίες. Δεν την ακούμε τυχαία βέβαια, σε όλο τον κόσμο συμβαίνουν πράγματα που φαίνεται να την επιβεβαιώνουν. Ο Τραμπ, η άνοδος της «λαϊκιστικής» Δεξιάς στην Ευρώπη, η σταθεροποίηση αυταρχικών καθεστώτων τύπου Ορμπάν ή Πούτιν, οι εκλογικές επιτυχίες του Μόντι και του BJP στην Ινδία, η εξασθένιση ως παντελής απουσία ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων: όλα μοιάζουν να δείχνουν ότι η παγκόσμια πολιτική κινείται γύρω από έναν πολύ πιο συντηρητικό μέσο όρο, σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Μόνη εξαίρεση μοιάζει να είναι η Λατινική Αμερική, κι ακόμα κι αυτή με πολλούς αστερίσκους.

Μέρος αυτού του γενικού κλίματος μοιάζει να είναι και η δική μας περιοχή, αυτή που εδώ στο μπλογκ ονομάζουμε Ανατολική Μεσόγειο. Εξάλλου, η αφορμή για να γραφτεί αυτό το άρθρο ήταν οι πρόσφατες εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία: με μια πρώτη ματιά, τα αποτελέσματά τους μοιάζουν να είναι τρανή επιβεβαίωση μιας «συντηρητικής στροφής». Είναι όμως όντως έτσι; Αξίζει ίσως να το ψάξουμε και λίγο πιο βαθιά.

Από το 2013 στο 2023

Ας ξεκινήσουμε κατ’ αρχήν με μια αποκαρδιωτική σύγκριση: πού είμαστε τώρα και πού ήμασταν πριν 10 χρόνια, τον Ιούνιο του 2013. Η Τουρκία ζούσε την εξέγερση του Πάρκου Γκεζί, την πρώτη μεγάλη κρίση του καθεστώτος Ερντογάν, το οποίο μέχρι τότε ακόμη δεν είχε δείξει το πιο αυταρχικό και εθνικιστικό του πρόσωπο. Στην Ελλάδα ήταν ακόμα φρέσκο το κίνημα των πλατειών, η Αριστερά είχε πιάσει στις εκλογές του προηγούμενου χρόνου τα υψηλότερα ποσοστά της Ιστορίας της και ήμασταν σε αναμονή μιας πολιτικής ανατροπής που θα έφερνε στην εξουσία κάτι (σχετικά) ριζοσπαστικό. Στην Αίγυπτο παρέμενε ζωντανό το πνεύμα της Αραβικής Άνοιξης και η κατάληψη της Πλατείας Ταχρίρ ήταν ακόμα ενεργή. Η Τυνησία βρισκόταν σε πορεία (έστω προβληματικού) εκδημοκρατισμού, δυόμιση χρόνια μετά την ανατροπή της δικτατορίας του Μπεν Αλί. Στα Βαλκάνια είχαν ξεκινήσει οι πιο ελπιδοφόρες εξεγέρσεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πρώτα στη Βουλγαρία και λίγο αργότερα θα ακολουθούσε και η Βοσνία. Μπορεί οι πρακτικές αλλαγές να μην ήταν ακόμα μεγάλες. Η γενική εικόνα ήταν όμως αυτή κοινωνιών που ξυπνούν από τον λήθαργό τους, αμφισβητούν το υπάρχον καθεστώς και τις αξίες του και είναι έτοιμες να συζητήσουν ακόμα και ριζοσπαστικές λύσεις, έστω πολύ αόριστες. Ήταν μια παγκόσμια τάση, στην οποία η περιοχή μας έμοιαζε να πρωτοστατεί.

Εικόνα από την πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο (Φεβρουάριος 2013, λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα που θα έδινε οριστικό τέλος σε τέτοιου είδους κινητοποιήσεις).

Δέκα χρόνια μετά, Ιούνιος του 2023: στην Τουρκία ο Ερντογάν μόλις έχει κερδίσει μια ακόμα εκλογική μάχη, παρά την οικονομική κρίση και τον αυξανόμενο αυταρχισμό του. Έχοντας μπει ήδη στην τρίτη δεκαετία όπου κυβερνά τη χώρα, έχει αφήσει πίσω του κάθε ίχνος της εικόνας του μεταρρυθμιστή που είχε κάποτε, και κινείται πια σε έναν καθαρά συντηρητικό-εθνικιστικό έως ακροδεξιό χώρο. Στην Ελλάδα, η Νέα Δημοκρατία έχει επιστρέψει στα ποσοστά που είχε και προ κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί πλέον κι αυτός αναπόσπαστο κομμάτι του «μνημονιακού τόξου», ενώ ξαναξυπνάει ακόμα και το ΠΑΣΟΚ. Οι συζητήσεις για εναλλακτικές πολιτικές πέρα από το ευρωατλαντικό πλαίσιο έχουν σταματήσει προ πολλού και οι πλατείες μοιάζουν σαν ένα μισοξεχασμένο όνειρο, σαν να μην τις ζήσαμε πραγματικά. Στην Αίγυπτο, ο Σίσι και η στρατοκρατία μοιάζουν πανίσχυροι, το καθεστώς είναι πιο ανελεύθερο και σκληρό ακόμα και από αυτό του Μουμπάρακ. Στην Τυνησία έχει επιστρέψει πάλι μια μορφή αυταρχισμού, δίνοντας τέλος και στην τελευταία περίπτωση όπου ακόμα επιβίωνε η Αραβική Άνοιξη. Στα Βαλκάνια επικρατούν πολιτικές δυνάμεις με λίγο πολύ ίδια χαρακτηριστικά όπως και τότε και οι όποιες λαϊκές κινητοποιήσεις φαίνεται να έχουν σταματήσει, εκτός αν πρόκειται για τις παλιές γνωστές εθνικιστικές εντάσεις (βλέπε Κόσοβο).

Παράλληλα, το Ισραήλ έχει την πιο (ακρο)δεξιά κυβέρνηση που είχε ποτέ, ο 87χρονος Μαχμούντ Αμπάς κλείνει πλέον 18 χρόνια στην προεδρία της Παλαιστινιακής Αρχής χωρίς να τολμά να τεθεί στην κρίση του λαού του (η οποία είναι κατά πάσα πιθανότητα αρνητική εδώ και πολύ καιρό), και το Σουδάν, που πριν τρία-τέσσερα χρόνια ήταν η μεγάλη ελπίδα της «δεύτερης Αραβικής Άνοιξης«, σήμερα βυθίζεται σε έναν εμφύλιο ανάμεσα σε διαφορετικές φατρίες της αντίδρασης, λίγο μετά αφού αυτή πέτυχε να επικρατήσει ενάντια στο δημοκρατικό κίνημα με το πραξικόπημα του 2021.

Με λίγα λόγια: μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια, αυτό που βλέπουμε στη γειτονιά μας είναι είτε να μην έχει αλλάξει τίποτα, είτε να έχουμε πάει ακόμα πιο πίσω, σε καταστάσεις ακόμα πιο «πρωτόγονες». Τα λαϊκά κινήματα, που έμοιαζαν να ξεπηδούν σε όλες τις γωνιές του μετα-οθωμανικού χώρου, από τα Βαλκάνια ως τη Μέση Ανατολή, και έδιναν την ελπίδα ότι κάτι νέο πάει να γεννηθεί, σήμερα έχουν ατονήσει ή σβήσει εντελώς. Τουλάχιστον δηλαδή για τη δική μας περιοχή, η υπόθεση της συντηρητικής στροφής μοιάζει να επιβεβαιώνεται απόλυτα.

Πρόοδος και συντήρηση;

Μπορεί να μην είναι λάθος αυτή η άποψη, ίσως όμως, για να έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα, να είναι καλά να ξανασκεφτούμε λίγο το τι εννοούμε ως «πρόοδο» και «συντήρηση». Ας επιστρέψουμε λίγο στα πιο φρέσκα παραδείγματα, τα οποία μας αφορούν και πιο άμεσα: τις εκλογές στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ενώ μπορεί κάποιος να κάνει κάποια πολύ απλά μαθηματικά για να αποδείξει τη συντηρητική στροφή, προσθέτοντας τις ψήφους που πήραν δεξιά και ακροδεξιά κόμματα (και στις δύο χώρες πολύ αυξημένες), αυτό δε σημαίνει ότι μας βοηθά να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Εξάλλου, αύξηση των ποσοστών της Δεξιάς ή της Άκρας Δεξιάς είχαμε πολλές φορές και στο παρελθόν, χωρίς κατ’ ανάγκη αυτό να λέει πολλά για την εξέλιξη της κοινωνίας. Η Δεξιά πέτυχε το υψηλότερο της ποσοστό στην Ελλάδα το 1974, έναν χρόνο μετά το Πολυτεχνείο και λίγα χρόνια πριν την «Αλλαγή», δηλαδή σε μια εποχή που φαινόταν πολύ πιο ριζοσπαστική από τη σημερινή.

Την ίσως πιο βαθιά ένδειξη για τη «συντηρητική στροφή» δεν πρέπει να την αναζητήσουμε στις δυνάμεις της εξουσίας, αλλά σε αυτές που παρουσιάζονται ως κύρια αντιπολίτευση. Και κυρίως στην αδυναμία τους όχι μόνο να προσφέρουν ριζοσπαστικές λύσεις στα σημερινά προβλήματα (αυτές μοιάζουν να έχουν πάψει να τις αναζητούν εδώ και καιρό), αλλά να καταλήξουν σε οποιαδήποτε πειστική προοδευτική εναλλακτική πρόταση. Το πιο σημαντικό είναι πως αυτή η αδυναμία δεν μοιάζει να είναι θέμα προσώπων ή προθέσεων, αλλά συνθηκών.

Ας πάμε πιο συγκεκριμένα πρώτα στην Ελλάδα. Τα μόνα κόμματα που παρουσιάζονται ως εναλλακτική πρόταση εξουσίας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Και τα δύο λειτουργούν λίγο-πολύ στο ίδιο πολιτικό πλαίσιο με τη ΝΔ: Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρώ, ΝΑΤΟ, συνεργασία με το Ισραήλ, οικονομία της αγοράς, μεταμνημονιακές δεσμεύσεις. Ειδικά μετά την εμπειρία του 2015-2019, κανείς δεν πιστεύει ότι είναι σε θέση να αναζητήσουν μια έξοδο από αυτό το πλαίσιο – και ούτε οι ίδιες το ισχυρίζονται. Στην ουσία, πρόκειται περισσότερο για ένα άλλο είδος συντήρησης, παρά κάτι που μπορούν οι πολίτες να δουν ως αλλαγή ή ρήξη με το υπάρχον σύστημα.

Στην Τουρκία, ο Κιλιτσντάρογλου δεν τα πήγε και τόσο άσχημα με το 48% απέναντι στον Ερντογάν, αν σκεφτούμε ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος, αλλά και σε ποιες συνθήκες δόθηκε ο αγώνας. Με ποιο τίμημα όμως πήρε αυτό το 48%; Συμμαχώντας με μια σειρά από δεξιές ως ακροδεξιές δυνάμεις και υιοθετώντας μια ακραία ξενοφοβική ρητορική, προσπαθώντας κατά κάποιον τρόπο να προσπεράσει τον Ερντογάν από τα (ακρο)δεξιά του. Είναι σχεδόν τραγικό, αν σκεφτούμε τη μέχρι τώρα πορεία του συγκεκριμένου πολιτικού: υποτίθεται ότι πρέσβευε μια αριστερή δημοκρατική στροφή ενάντια στον στενόμυαλο και ελιτίστικο κεμαλισμό παλαιού τύπου (και όντως, δεν είχε πετύχει λίγα απ’ αυτή την άποψη στα προηγούμενα χρόνια). Γενικότερα, η συμμαχία της αντιπολίτευσης δε φάνηκε να πείθει ως δύναμη ρήξης. Σχεδόν η μόνη πραγματική αλλαγή στην οποία κατάφεραν να συμφωνήσουν οι εταίροι της, ήταν η επαναφορά του κοινοβουλευτικού συστήματος: όχι δηλαδή κάτι πραγματικά νέο, αλλά επιστροφή σε μια κανονικότητα.

Ο Ουμίτ Οζντάγ (δεξιά), ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος της Νίκης, το οποίο εμπνέεται από μια ακραία αντιμεταναστευτική ιδεολογία, αποφάσισε να στηρίξει τον Κιλιτσντάρογλου (αριστερά) στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο τελευταίος φρόντισε να ευχαριστήσει τον νέο του σύμμαχο με δηλώσεις τόσο ακραία ξενοφοβικές, που θα έκαναν και την Μαρίν Λεπέν να μοιάζει υπέρμαχος των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Κι εδώ είναι χρήσιμο να κοιτάξουμε πάλι στη γειτονιά μας, και ειδικά τα κοινωνικά κινήματα. Αν μια χώρα υπέργηρη που μαστίζεται από υπογεννητικότητα, όπως η Ελλάδα, είναι φυσιολογικό και ίσως και αναπόφευκτο να γίνεται όλο και πιο συντηρητική, δεν ισχύει το ίδιο για κοινωνίες τόσο νεανικές και ζωντανές όσο π.χ. η αιγυπτιακή. Θα περίμενε κανείς από τις τελευταίες να είναι πηγή έμπνευσης και για εμάς, και πράγματι σε κάποια σημεία της προηγούμενης δεκαετίας έμοιαζε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τελικά, αυτά τα κινήματα μάλλον απέτυχαν στο να γεννήσουν νέες ιδέες και εναλλακτικές πολιτικές, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο που θα μπορούσαν να μεταφερθούν και παρακάτω. Αν μπορούμε να υποθέσουμε πως χωρίς την Ταχρίρ δε θα είχαμε στην Ελλάδα τις πολιτικές ανατροπές του 2012-15, τότε ίσως να σκεφτούμε κιόλας, ότι αν άντεχε η Ταχρίρ, δε θα συζητούσαμε σήμερα στην Ελλάδα για Τσιπρομητσοτάκηδες.

Συντηρητική στροφή, εδώ και καιρό

Σαν συμπέρασμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όντως υπάρχει κάτι σαν συντηρητική στροφή (και) στη γειτονιά μας, χωρίς όμως κατ’ ανάγκη να φαίνεται από τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα. Ακόμα κι αν μείνουμε σε αυτά, ίσως η καλύτερη ένδειξη συντηρητικής στροφής δεν είναι τόσο το ποσοστό της ΝΔ, αλλά το πόσο άργησε να πέσει το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ από το 36% του Γενάρη 2015 στο 20% του Μαΐου 2023. Χρειάστηκε 8 χρόνια και κάτι, ενώ στην ουσία αυτό το κόμμα είχε χάσει το νόημά του ήδη από τον Ιούλιο του 2015: όλο το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ είχε στηθεί πάνω στο αντι-μνημόνιο και αυτό κατέρρευσε. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου όμως, το εκλογικό σώμα δεν είχε όρεξη να κάνει ακόμα μια ριζική αλλαγή, είτε προς το παρελθόν (ξαναψηφίζοντας ΠΑΣΟΚ) είτε προς κάποια νέα δύναμη που να εκφράζει τώρα αυτή το αντι-μνημόνιο (όπως τη ΛΑ.Ε.). Μια αλλαγή το είχε ήδη κουράσει αρκετά, δεν ήθελε άλλη. Το ξεφούσκωμα του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε σταδιακά, με καθυστέρηση χρόνου, χωρίς να ωφεληθούν απ’ αυτό οι «γνήσιες» ριζοσπαστικές δυνάμεις: όπως ταιριάζει δηλαδή σε μια κοινωνία συντηρητική, φοβική προς την αλλαγή.

Δεν χρειάζεται επομένως να σταθούμε υπερβολικά στα αποτελέσματα μιας εκλογικής αναμέτρησης, τα οποία είναι σε μεγάλο βαθμό και θέμα συγκυριών. Αν αύριο κατεβεί ο Ιμάμογλου ως υποψήφιος πρόεδρος απέναντι σε κάποιον άχρωμο διάδοχο του Ερντογάν, μπορεί να τον κερδίσει και σχετικά εύκολα. Επίσης, αν καταρρεύσει (ξανά) η ελληνική οικονομία, είναι πολύ πιθανόν ένας συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ να επικρατήσει απέναντι στη ΝΔ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αλλάζει κάτι στη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Πάντως, κάτι που θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, είναι πως αν κάθε αμφισβήτηση του πλαισίου της πολιτικής παρουσιάζεται ως μη ρεαλιστική, πως αν σταθερά δίνεται στον λαό μόνο η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε διαφορετικά είδη συντήρησης, τότε μακροπρόθεσμα αυτό θα ευνοεί τις δυνάμεις που είναι πιο καθαρές και αξιόπιστες στον συντηρητισμό τους.

Δύση εναντίον Ανατολής

Κλασσικό

Με την «ευκαιρία» του πολέμου της Ουκρανίας, ξαναρχίσαμε πάλι να συζητάμε για σύγκρουση Δύσης-Ανατολής. Η ικανότητα επιβίωσης αυτής της ιδέας είναι εντυπωσιακή: εκεί που νομίζουμε ότι έχει ξεχαστεί, ξαναεμφανίζεται, είτε με νέο είτε με παλιό νόημα – είτε με έναν συνδυασμό των δύο. Κι αυτό, ακόμα και πολλούς αιώνες αφού έχει επιβεβαιωθεί ότι η Γη είναι στρογγυλή, επομένως δεν υπάρχει πραγματική Ανατολή ή Δύση. Σε αντίθεση με τον διαχωρισμό Βορρά-Νότου, ο οποίος έχει να κάνει με τους πόλους, η σχέση Ανατολή-Δύση πάντα αλλάζει ανάλογα με την τοποθεσία: αν κάποιος βρίσκεται στη Χαβάη, η Άπω Ανατολή είναι Δύση, ενώ το αμερικάνικο Φαρ Γουέστ είναι Ανατολή.

Κανείς βέβαια από όσους μιλάνε για Ανατολή και Δύση δεν ακολουθεί την άποψη της.. Χαβάης. Αν ζητηθεί από τους Αμερικάνους να κατατάξουν τη Ρωσία, την Κίνα και τη Βρετανία σε αυτό το δίπολο, το πιο πιθανό είναι να τοποθετήσουν τις δύο πρώτες στην Ανατολή και την τελευταία στη Δύση – παρόλο που σε σχέση με την Αμερική, βρίσκονται στις ακριβώς αντίθετες κατευθύνσεις. Και βέβαια, τη δική τους χώρα θα την κατατάξουν στη Δύση. Στην ουσία, αυτό που κάνει την Αμερική δυτική, δεν είναι η γεωγραφική της θέση, αλλά μια παραδοσιακή ευρωκεντρική αντίληψη: είναι Δύση, επειδή εποικίστηκε από Δυτικοευρωπαίους.

Ποιο είναι όμως το όριο ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή; Θα μπορούσαμε πρόχειρα να μετρήσουμε τους εξής «παραδοσιακούς» διαχωρισμούς, που θεωρήθηκαν ή θεωρούνται περίπου ταυτόσημοι με αυτόν Δύσης-Ανατολής:

  1. Ευρώπη-Ασία. Είναι δημοφιλής ιδιαίτερα σε όσους αρέσει να βλέπουν την Ελλάδα ως την κοιτίδα και σύνορο της Δύσης ταυτόχρονα. Οι οπαδοί αυτής της άποψης βλέπουν συχνά κάτι διαχρονικό σ’ αυτό: από την απώθηση των Ασιατών Ανατολιτών Περσών από τους αρχαίους Έλληνες, μέχρι τον σημερινό ρόλο της Ελλάδας ως χώρας-φύλακα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  2. Χριστιανοσύνη-Ισλάμ. Είναι κάπως αντιφατικό, από τη στιγμή που ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία με προέλευση από τη «Μέση Ανατολή» όπως και το Ισλάμ, και έχει μεταφέρει πολιτισμικά στοιχεία αυτής της περιοχής στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά, και αυτή η άποψη είναι αρκετά δημοφιλής, ιδιαίτερα με την αυξανόμενη ισλαμοφοβία από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 κι έπειτα.
  3. Δυτική-Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μπορεί να μην είναι το πρώτο που θα σκεφτεί κάποιος σήμερα, είναι όμως ένας διαχωρισμός με πολύ βαθιές ρίζες που επιβιώνει με έμμεσους τρόπους. Ο πιο προφανής είναι ότι αντιστοιχεί περίπου στο σύνορο Καθολικισμού-Ορθοδοξίας. Έτσι, η Δύση τελειώνει στην Κροατία και στην Πολωνία, ενώ Σερβία, Ελλάδα και Ρουμανία ανήκουν στην Ανατολή. Στην ουσία, μια παρόμοια αντίληψη βρίσκουμε και στον Σάμιουελ Χάντιγκτον (για το όριο του «δυτικού πολιτισμικού κύκλου»), αλλά και στα δικά μας στον Δημήτρη Κιτσίκη (όριο Δύσης-«Ενδιάμεσης Περιοχής»)
  4. ΝΑΤΟ-Σύμφωνο Βαρσοβίας. Είναι ο πιο πρόσφατος διαχωρισμός και μέχρι πρόσφατα ο πιο ισχυρός. Με αυτή τη λογική, η Δρέσδη ανήκε στην Ανατολή, ενώ το Ντιγιάρμπακιρ στη Δύση. Μπορεί το Σύμφωνο της Βαρσοβίας να μην υπάρχει πια, η διαχωριστική γραμμή Δύσης και «ανατολικού μπλοκ» ήταν όμως τόσο σκληρή, ώστε να παραμένει εντυπωσιακά ανθεκτική στο μυαλό των ανθρώπων ακόμα και πάνω από τρεις δεκαετίες μετά.

Στις συζητήσεις περί «Νέου Ψυχρού Πολέμου», που ζωντάνεψαν πάλι με τον πόλεμο της Ουκρανίας, γίνεται ένας συνδυασμός όλων αυτών των παραδοσιακών αντιλήψεων – λιγότερο της δεύτερης, που δεν ταιριάζει τόσο πολύ στην κατάσταση πλέον, αφού η Ρωσία ως προσωποποίηση της «κακής» Ανατολής είναι χώρα πολύ περισσότερο χριστιανική παρά μουσουλμανική. Οι άλλες τρεις όμως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να την τοποθετήσουν στο ανατολικό στρατόπεδο, λιγότερο ή περισσότερο εύστοχα. Ταυτόχρονα βέβαια, καμία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί απόλυτα: μεγάλο μέρος της Ρωσίας είναι ευρωπαϊκό, ενώ η Δύση (θα ήθελε να) μετράει στο δικό της στρατόπεδο ως συμμάχους ενάντια στη Ρωσία και τις ορθόδοξες «ανατολικο-ρωμαϊκές» Ελλάδα και Βουλγαρία, το ασιατικό Ισραήλ, ή την πρώην ανατολική Πολωνία.

Οι παραδοσιακές αντιλήψεις επομένως χρησιμεύουν περισσότερο για να δίνουν «υποσυνείδητα» την εικόνα του που ανήκει μια χώρα, παρά για να δικαιολογηθεί ανοιχτά ο διαχωρισμός. Αν υπάρχει μια πιο επίσημη δικαιολόγηση, αυτή κινείται περισσότερο στην κατεύθυνση του πολιτικού συστήματος. Έτσι, τα αυταρχικά κράτη της Ρωσίας, της Κίνας ή του Ιράν ανήκουν στην Ανατολή, ενώ η Ουκρανία παρουσιάζεται ως η χώρα που τουλάχιστον προσπαθεί να εφαρμόσει ένα δυτικό σύστημα κοινοβουλευτικής εναλλαγής στην εξουσία – και να το υπερασπιστεί απέναντι στον ρωσικό αυταρχισμό. Σε αυτή τη λογική ταιριάζει και η πιο ουδέτερη στάση της Τουρκίας και της Ουγγαρίας, που μπορεί κάποιος να τη συνδέσει και με την αυταρχική τους στροφή.

Εδώ βέβαια θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι δεν είναι και τόσο έξυπνο από τη μεριά της Δύσης να ταυτίζει τον εαυτό της με ένα πολιτικό σύστημα που τις τελευταίες δεκαετίες σταθερά χάνει σε αξιοπιστία – και πείθει όλο και λιγότερο ακόμα και τους ίδιους τους πολίτες της ότι είναι πραγματικά δημοκρατικό, αν κρίνουμε από τα ποσοστά αποχής στις εκλογές. Επίσης, η στροφή στον αυταρχισμό είναι κάτι που παρατηρείται και στις δυτικές χώρες: και όχι με μόνους υπεύθυνους τους εκπρόσωπους του δεξιόστροφου «λαϊκισμού», αλλά ακόμα κι αυτούς που (υποτίθεται ότι) έχουν σκοπό να τον πολεμήσουν (βλέπε π.χ. Μακρόν). Εξάλλου, στις πιο εχθρικές απέναντι στη Ρωσία χώρες, ανήκει και η Πολωνία, η οποία συγκαταλέγεται ταυτόχρονα και στις χώρες της «αυταρχικής στροφής».

Ίσως αντί να ψάχνουμε (πάλι) για τέτοιου είδους αντιθέσεις Δύσης-Ανατολής, να ήταν καλύτερο να αναγνωρίσουμε ότι, σε εποχές ιδεολογικής παρακμής, οι αντιθέσεις έχουν όλο και λιγότερο ιδεολογικό χαρακτήρα. Μπορεί να το δούμε απλά ως σύγκρουση ανάμεσα σε γεωπολιτικές συμμαχίες, οι οποίες δεν είναι μάλιστα καθόλου συμπαγείς. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πολλοί είναι υπερπρόθυμοι να μας εντάξουν στη μια συμμαχία (πάντα ήταν, αλλά ποτέ δεν ήταν ο αντίλογος τόσο αδύναμος όσο σήμερα). Αυτό είναι βέβαια κάτι που πρέπει να συζητηθεί. Αλλά σε αυτήν τη συζήτηση, μάλλον δεν είναι χρήσιμο να μπλέκουμε εικόνες απαράλλακτης και διαχρονικής «Δύσης» ή «Ανατολής».

Αν όντως βαίνουμε προς έναν Νέο Ψυχρό Πόλεμο, το πράγμα είναι πολύ σοβαρό. Στην ουσία, η μόνη επιλογή που δίνεται σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Κύπρος, είναι ανάμεσα στην άνευ όρων ένταξη στη γεωπολιτική συμμαχία της «Δύσης» και στην ουδετερότητα (κανείς δεν υποστηρίζει σοβαρά την ένταξη σε κάποια «Ανατολή»). Βλέπουμε εξάλλου και τα παραδείγματα γειτονικών χωρών που προσπαθούν να πειραματιστούν με την ουδετερότητα, όπως η Τουρκία, ενδεχομένως και η Σερβία. Είναι βέβαια μια εποχή που αυτή η ιδέα δεν ζει και τις καλύτερές της στιγμές: ποιος θα το φανταζόταν πριν κάποια χρόνια ότι θα φτάναμε στο σημείο η Σουηδία να σκέφτεται σοβαρά να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ; Παρ’ όλα αυτά, η συζήτηση πρέπει να γίνει και μάλιστα δημόσια, γιατί όλοι θα υποστούμε τις συνέπειες της μιας ή της άλλης επιλογής. Δεν μπορούμε να αφεθούμε πάλι στην τύχη ή τη συνήθεια.

Εκσυγχρονισμος και η σχεση του με τη Δυση

Κλασσικό

Το πρόβλημα του εκσυγχρονισμού-εκδυτικισμού είναι κάτι που απασχολεί όχι μόνο χώρες της περιοχής μας, όπως η Ελλάδα, η Τουρκία, η Αλβανία ή η Σερβία. Απασχολεί περίπου όλες τις υπανάπτυκτες χώρες του κόσμου, εδώ και έναν-δύο αιώνες. Αυτό που μας ξεχωρίζει είναι ότι είμαστε πολύ κοντά στη «Δύση» (και από φυσική και από ανθρωπογεωγραφική άποψη), τόσο κοντά, που είναι εύκολο για κάποιον να θεωρήσει ότι ανήκουμε εκεί. Αυτή η ιδιαιτερότητα έκανε πολλούς, εντός (και εκτός) των χωρών μας, να πιστέψουν ότι αυτές μπορούν να γίνουν κανονικό μέρος της Δύσης, με όλα τα σχετικά προνόμια.

Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να καλύψουν την απόσταση στο επίπεδο ανάπτυξης που τις χωρίζει από τον «πυρήνα» της Δύσης, δηλαδή χώρες όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ. Πολύ συχνά, θεωρήθηκε ότι αυτό μπορεί να γίνει με τη βοήθεια και συμπαράσταση ακριβώς αυτών των χωρών. Είναι αλήθεια πως κι αυτές έτρεφαν και συνεχίζουν να τρέφουν τέτοιες ελπίδες. Η «ένταξη στις ευρωατλαντικές δομές» (με λίγα λόγια, Ε.Ε. και ΝΑΤΟ) είναι στην ουσία η πιο πρόσφατη έκφρασή τους. Και αν στην Τουρκία η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση φρόντισε να δείξει τους περιορισμούς του συγκεκριμένου οράματος, αναγκάζοντας τους Τούρκους να κάνουν εναλλακτικές σκέψεις (και, δυστυχώς, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αυταρχική και εθνικιστική τάση του ερντογανισμού), στα Βαλκάνια αυτό το όραμα παραμένει, παρ’ όλη τη φθορά, αρκετά ισχυρό.

Ας μείνουμε όμως στην πιο οικεία περίπτωση της Ελλάδας. Συμπληρώνουμε φέτος δύο αιώνες από την Ελληνική Επανάσταση κι αυτή είναι ίσως μια καλή αφορμή για να ανατρέξουμε στην πορεία του κράτους. Η ελπίδα εκσυγχρονισμού και η ταύτισή του με τον εκδυτικισμό ήταν κάτι που υπήρχε μάλλον σε όλη τη διάρκεια αυτών των δύο αιώνων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν κάτι ακόμα ισχυρότερο απ’ ό,τι στις γειτονικές χώρες, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης της Δύσης με την ελληνική Αρχαιότητα. Πάντα υπήρχαν προσωπικότητες που υπηρετούσαν με αρκετή συνέπεια αυτό τον σκοπό, με αποτυχίες και αδυναμίες σίγουρα, αλλά και με όχι ευκαταφρόνητες επιτυχίες: από τον Μαυροκορδάτο, τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο, μέχρι και πιο πρόσφατα τον Σημίτη. Από την άλλη όμως, η κατάσταση φαίνεται πιο προβληματική στο «αντίπαλο στρατόπεδο», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι.

Πολύ συχνά, αυτοί που αντιδρούσαν σε προσπάθειες εκσυγχρονισμού/ένταξης στην «πολιτισμένη Δύση», το έκαναν υπερασπιζόμενοι ισχυρά τοπικά ή και προσωπικά συμφέροντα ή/και από προσκόλληση σε παραδοσιακές αξίες. Τουλάχιστον απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι εγώ, δεν υπήρξε κάποιο αντίστοιχα ισχυρό και συνεπές εκσυγχρονιστικό όραμα, το οποίο να αναγνωρίζει μεν την ανάγκη ρήξεων με το παρελθόν, αλλά να αρνείται την άκριτη υιοθέτηση δυτικών προτύπων και την ελπίδα εισχώρησης στη Δύση. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπήρξαν μεμονωμένες προσωπικότητες με μεγάλη ακτινοβολία (κάποιοι θα ανέφεραν π.χ. τον Ίωνα Δραγούμη). Και υπήρξαν και πολιτικές δυνάμεις που έμοιαζαν να υπηρετούν έναν τέτοιο σκοπό, όπως π.χ. το πρώτο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Η εξέλιξή τους όμως, η έλλειψη συνέπειας (ή έλλειψη ισχύος, αν μετρήσουμε σε αυτές τις δυνάμεις π.χ. και την κομμουνιστική Αριστερά), τους εμπόδισαν τελικά από το να εκπροσωπήσουν ένα πειστικό εναλλακτικό όραμα.

Η κατάσταση αυτή οδηγεί στο να επικρατεί μακροπρόθεσμα το «φιλοδυτικό στρατόπεδο», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, παρά τις μάχες που χάνει κατά καιρούς. Ειδικά στην εποχή μας, μετά το πολύ τραυματικό 2015, αυτή η επικράτηση μοιάζει πλέον σχεδόν τελειωτική. Είναι δύσκολο ακόμα και να φανταστούμε κάτι άλλο. Παρά τις δυσκολίες όμως, μπορεί ειδικά αυτή η εποχή να απαιτεί τη διαμόρφωση κάποιου άλλου οράματος, περισσότερο «αντιδυτικού». Θα έλεγα πως ήταν λίγες οι περίοδοι των τελευταίων δύο αιώνων, όπου οι χώρες του πυρήνα της Δύσης έμοιαζαν στο σύνολό τους τόσο αδύναμες, τόσο παρηκμασμένες και τόσο προβληματικές όσο σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουμε να εναποθέτουμε σε αυτές όλες τις ελπίδες για πρόοδο, είτε στις ελίτ τους είτε στα εναλλακτικά κινήματα που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους.

Τελικά, αυτή η έλλειψη άλλων οραμάτων δεν συμφέρει ούτε τον ίδιο τον φιλοδυτικό εκσυγχρονισμό. Όχι μόνο γιατί, σε βάθος χρόνου, δεν βοηθά κανέναν το να παίζει χωρίς αντίπαλο. Αλλά και επειδή χωρίς μια γόνιμη αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών προοδευτικών ιδεών, οι λαϊκές μάζες θα στραφούν στον μηδενισμό ή στην αντιδραστικότητα, για να αντιμετωπίσουν προβλήματα που συχνά προκύπτουν από την υπανάπτυξη. Και αυτές είναι τάσεις που τις βλέπουμε στις μέρες μας να διαμορφώνονται όλο και πιο καθαρά.

Σχετικά αναγνώσματα (μεταξύ πολλών άλλων):

Λένα Διβάνη (2014): Η «ύπουλος θωπεία», Ελλάδα και ξένοι, 1821 – 1940.

Δημήτρης Κιτσίκης (1998): Συγκριτική ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ο αιώνα.

Χάρης Εξερτζόγλου (2015): Εκ Δυσμών το Φως – Εξελληνισμός και Οριενταλισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (μέσα 19ου – αρχές 20ού αιώνα).

Εθνος και αναπτυξη στην περιοχη μας

Κλασσικό

Το εθνικό πρόβλημα είναι κάτι που απασχολεί την περιοχή μας εδώ και τουλάχιστον δύο αιώνες – και είναι βέβαια κι ένα από τα αγαπημένα αυτού του μπλογκ. Όταν μιλούσαν για «Ανατολικό Ζήτημα», δεν εννοούσαν στην ουσία αυτό: πώς θα προσαρμοστεί μια πολυεθνοτική-πολυθρησκευτική Αυτοκρατορία, όπως η Οθωμανική, στον σύγχρονο κόσμο των εθνών-κρατών (ο οποίος τότε μόλις άρχιζε να διαμορφώνεται); Το εντυπωσιακό είναι ότι και στον 21ο αιώνα ακόμα δεν έχει βρεθεί μια ικανοποιητική απάντηση: βλέπε τα προβλήματα στα μετα-γιουγκοσλαβικά κράτη (Κοσσυφοπέδιο, Βοσνία, Μακεδονικό), το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά, το Κουρδικό, το Παλαιστινιακό, την κατάσταση στον Λίβανο αλλά και πολύ πιο έντονα, τον Πόλεμο της Συρίας και του Ιράκ.

Η υπανάπτυξη και το όνειρο του έθνους-κράτους

Νομίζω ένα καλό σημείο εκκίνησης για σκέψεις, είναι ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν υπανάπτυκτη σε σχέση με μια άλλη γειτονική της περιοχή. Αυτή είναι βέβαια η Βορειοδυτική Ευρώπη. Ακόμα και σήμερα, σχεδόν όλες οι περιοχές του κόσμου βρίσκουν ότι είναι υπανάπτυκτες, όταν συγκρίνονται με αυτόν τον πυρήνα και τους «κλώνους» της, όπως τη Βόρεια Αμερική ή την Αυστραλία (με μοναδική εξαίρεση κάποιες χώρες της Άπω Ανατολής όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν). Όσον αφορά τα δικά μας, ακόμα κι οι πιο εύπορες μετα-οθωμανικές χώρες (όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ρουμανία) ή οι πιο δυναμικές (όπως η Τουρκία), νιώθουν ελλειμματικές, όταν συγκρίνονται με τις χώρες του πυρήνα. Μοναδική ίσως εξαίρεση είναι το Ισραήλ, το οποίο όμως είναι κι αυτό κατά κάποιον τρόπο κλώνος της Δύσης.

Σε αυτήν τη σύγκριση, πάντα ψάχνουμε να βρούμε τι μας λείπει σε σχέση με τη Βορειοδυτική Ευρώπη και τι μπορούμε να κάνουμε για να καλύψουμε αυτές τις ελλείψεις. Κάποτε ρίχνουμε το φταίξιμο σε εμάς τους ίδιους, που είμαστε ανίκανοι να ακολουθήσουμε, κάποτε στους Δυτικούς, που μας διατηρούν με διάφορους τρόπους σε κατάσταση εξάρτησης. Πάντως, σχεδόν πάντα καταλήγουμε να φανταζόμαστε την κατάσταση στη Βορειοδυτική Ευρώπη ως αυτή στην οποία πρέπει να φτάσουμε.

Αυτό ισχύει και για το θέμα της σχέσης εθνικής ταυτότητας και κράτους. Επί αιώνες οι πρόγονοί μας ζούσαν σε ένα κράτος, το οποίο ήταν πολυεθνοτικό και πολυθρησκευτικό. Το Ανατολικό Ζήτημα δημιουργείται στην ουσία, όταν βλέπουμε τα ανεπτυγμένα έθνη-κράτη της Βορειοδυτικής Ευρώπης και νιώθουμε ότι πρέπει να γίνουμε κι εμείς κάπως έτσι, για να φτάσουμε στο επίπεδο ανάπτυξης που έφτασαν κι αυτά. Επομένως, η βασική ερώτηση ήταν μάλλον αυτή: πώς θα δημιουργηθούν έθνη-κράτη κατά το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο, ξεκινώντας από μια πολυεθνοτική/πολυθρησκευτική πραγματικότητα;

Το δίλημμα: εθνική καθαρότητα ή πολυπολιτισμικότητα;

Η μία απάντηση που δόθηκε, η πιο κλασική, είναι αυτή που παίρνει ως πρότυπο το γαλλικό μοντέλο: να γίνουν συγκεντρωτικά ενιαία κράτη, με μία πρωτεύουσα, μία γλώσσα, μία θρησκεία, και, κατ’ επέκταση, ένα έθνος. Αυτό τον δρόμο ακολούθησαν π.χ. η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και, τελικά, και η κεμαλική Τουρκία (με πιο ιδιαίτερη περίπτωση την Αλβανία, όπου η γλώσσα είναι μία, αλλά οι θρησκείες πολλές). Αυτή η μετάβαση, από την πολυπολιτισμική Αυτοκρατορία στα «καθαρά» έθνη-κράτη, δεν ήταν βέβαια απλή, αλλά συνοδεύτηκε από πολύ αίμα, πολύ πόνο και πληθυσμιακές μετακινήσεις πρωτοφανών διαστάσεων. Τα έθνη που δημιουργήθηκαν με αυτό τον τρόπο κουβαλούν μέσα τους τραύματα, που φαίνεται πως δεν θεραπεύονται εντελώς ακόμα και αν περάσουν αρκετές γενιές. Πάντως, τα κράτη τους είναι φαινομενικά σταθερά. Παρά τις οικονομικές ή άλλες κρίσεις που πέρασαν, διατήρησαν τη συνοχή τους – σε αντίθεση με άλλα όπως η Γιουγκοσλαβία, η Συρία, το Ιράκ. Κι αυτό για πολλούς, κάνει όλες τις θυσίες να αξίζουν.

Η δεύτερη απάντηση, που επιχειρήθηκε να δοθεί από κάποιους, ήταν η δημιουργία μεν νέας ενιαίας εθνο-κρατικής ταυτότητας στα δυτικά πρότυπα, αλλά που να εντάσσει μέσα της διαφορετικές γλώσσες ή/και θρησκείες, αναγνωρίζοντας την (μετα-)οθωμανική πραγματικότητα. Αν θέλαμε να βρούμε ένα σημερινό παράδειγμα στη Δύση, αυτό που θα σκεφτόμασταν μπορεί να ήταν οι ΗΠΑ ή ίσως η Ελβετία. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα μπορούσαμε να πούμε πως πήγαιναν οι προτάσεις του Ρήγα Βελεστινλή ή (με διαφορετικό πρόσημο βέβαια) το ρεύμα των Νεοοθωμανών. Λιγότερο φιλόδοξη ως προς την εδαφική της έκταση ιδέα, αλλά παρόμοιας ίσως λογικής, ήταν και ο μεγαλοσυριακός εθνικισμός.

Ο παναραβισμός, αλλά και ο αλβανικός εθνικισμός, είναι ίσως πιο ενδιάμεσες λύσεις, αφού βασίζονται μεν στην ενιαία γλώσσα, δέχονται όμως κατά κανόνα τη θρησκευτική ποικιλία. Τέλος, μια προσπάθεια που είχε τέτοια στοιχεία ήταν και η μοναρχική Γιουγκοσλαβία του Μεσοπολέμου, όπου επιχειρήθηκε στη βάση ενός συγκεντρωτικού κράτους να δημιουργηθεί μια νέα ταυτότητα που να καλύπτει όλους τους Νότιους Σλάβους διαφορετικών θρησκειών και εθνικών παραδόσεων. Απέτυχε βέβαια, ίσως και γιατί αναπόφευκτα είχε μέσα της ένα στοιχείο επιβολής της πιο σημαντικής συνιστώσας, δηλαδή των Σέρβων, πάνω στους άλλους – όπως αντίστοιχα θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι συνέβαινε και με τους Νεο-Οθωμανούς στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Ο τρίτος δρόμος

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίστηκε και μια τρίτη απάντηση, η οποία εφαρμόστηκε ουσιαστικά σε μία χώρα, στη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία – αν και είχε βέβαια τον πρόδρομό της σε φεντεραλιστικές ιδέες, οι οποίες εμφανίστηκαν στον βαλκανικό χώρα στις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτή ήταν η ομοσπονδία διαφορετικών «δημοκρατιών», η κάθε μία με ξεχωριστή εθνοτική, ίσως και θρησκευτική ταυτότητα, αλλά υπό μια κεντρική κυβέρνηση που κρατάει στα χέρια της κάποιους τομείς-κλειδιά, όπως η εξωτερική πολιτική ή η ασφάλεια, και διευθετεί τις όποιες διαφορές μεταξύ των δημοκρατιών, κατ’ επέκταση και των εθνών. Αυτή η προσέγγιση δέχεται μεν τις διαφορετικές εθνο-κρατικές ιδέες στη βάση γλωσσικών ή θρησκευτικών χαρακτηριστικών ως κάτι αναπόφευκτο, αλλά τις υποτάσσει σε μια ανώτερη αρχή που τις ελέγχει. Έτσι αποφεύγονται οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, διατηρείται η συγκατοίκηση γλωσσών και θρησκειών όπου αυτή υπάρχει, αλλά ικανοποιούνται (;) και οι επιθυμίες εθνο-κρατικής υπόστασης.

Για πολλές δεκαετίες, αυτό το σύστημα έμοιαζε να δουλεύει καλά. Όπως ξέρουμε βέβαια σήμερα, η πραγματικότητα αποδείχτηκε πιο δύσκολη. Η ομοσπονδία στην Γιουγκοσλαβία κατέρρευσε μαζί με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, το σύστημα που τη δημιούργησε. Αυτό που βγήκε από τα συντρίμμια της, είναι έθνη-κράτη στα σύνορα περίπου των σοσιαλιστικών δημοκρατιών, αλλά πιο «καθαρά» από θρησκευτική-γλωσσική άποψη. Η μόνη εξαίρεση, όπου υπάρχει ακόμα ένα είδος πολυεθνοτικής ομοσπονδίας, είναι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη: η οποία είναι όμως ένα παράδειγμα δυσλειτουργικότητας, που επιβιώνει κουτσά στραβά μόνο χάρη στην εξωτερική στήριξη και πίεση.

Ο τρόπος που κατέρρευσε η πρώην Γιουγκοσλαβία έδειξε ίσως ότι τέτοιες ομοσπονδίες δεν είναι φτιαγμένες για να καταργούνται έτσι απλά. Τυπικά, οι συνιστώσες δημοκρατίες βρίσκονταν σε μια εθελοντική ένωση, με δικαίωμα απόσχισης. Στην πράξη, οι ισορροπίες ήταν τέτοιες και τα μεταξύ τους σύνορα ήταν χαραγμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε αυτή η απόσχιση να είναι σχεδόν αδύνατη χωρίς εντάσεις και πιθανόν και αιματοχυσία – και τελικά, όπως ξέρουμε, είχαμε και τις εντάσεις και την αιματοχυσία.

Ένα παράδειγμα: όπως βλέπουμε και στον χάρτη, η έκταση όπου οι Σέρβοι ήταν πλειοψηφία ήταν πολύ διαφορετική από την έκταση της Δημοκρατίας της Σερβίας. Πολλές περιοχές της Κροατίας και της Βοσνίας είχαν σερβική πλειοψηφία – και μάλιστα χωρίς να έχουν καν καθεστώς αυτονομίας, όπως είχαν αντίστοιχα το Κοσσυφοπέδιο και η Βοϊβοντίνα μέσα στη Σερβία. Αν αυτή η «αδικία» είναι κάτι που μπορεί να γινόταν αποδεκτό στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας όπου έτσι κι αλλιώς οι Σέρβοι είχαν το πάνω χέρι, δεν ήταν το ίδιο εύκολα ανεκτό, όταν φαινόταν ότι η ομοσπονδία θα καταρρεύσει και οι Σέρβοι αυτών των περιοχών θα βρεθούν υπό την κυριαρχία κρατών που δεν είναι «δικά τους».

Συμπεράσματα για το σήμερα;

Μπορούμε τελικά να βγάλουμε κάποια άκρη από όλα αυτά, που να μας είναι χρήσιμη για να αντιμετωπίσουμε τα σημερινά προβλήματα; Δεν είναι εύκολο έργο. Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι, παρά το τεράστιο της κόστος, η λύση της εθνο-θρησκευτικής καθαρότητας είναι αυτή που εγγυάται τη σταθερότητα, φέρνοντας ως παραδείγματα τις περιπτώσεις που αναφέραμε πιο πάνω (Ελλάδα, Βουλγαρία, εν μέρει και Τουρκία). Σε αυτή την περίπτωση όμως, θα χρειαστεί ακόμα πολλή δουλειά – και, πιθανότατα, πολύ αίμα: αν π.χ. το πρόβλημα του Κοσόβου είναι θεωρητικά σχετικά εύκολο να λυθεί με τέτοιον τρόπο, δεν ισχύει βέβαια το ίδιο για τη Βοσνία. Και βέβαια, μια τέτοια προοπτική σε Λίβανο-Συρία-Ιράκ ακούγεται σχεδόν εφιαλτική – κι όταν την είδαμε προς στιγμήν να πραγματώνεται, στη μορφή ενός (ουσιαστικά καθαρά αραβικού-σουνιτικού) Ισλαμικού Κράτους, τρομάξαμε δικαιολογημένα. Ακόμα και το κουρδικό έθνος-κράτος αποδείχτηκε τα τελευταία χρόνια πως είναι απίθανο να δημιουργηθεί χωρίς μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές.

Ακόμα όμως κι αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι ένα τίμημα που αξίζει να πληρώσουμε, ποιος εγγυάται τελικά τη σταθερότητα; Το ότι τέτοια κράτη έδειξαν να είναι σταθερά τον τελευταίο αιώνα, δεν σημαίνει ότι θα συνεχίζουν να το κάνουν αυτό για πάντα. Ειδικά σε μια εποχή, όπου η μαζική μετανάστευση μοιάζει αναπόφευκτη, το να διατηρηθεί αυτή η «καθαρότητα» θα είναι τουλάχιστον δύσκολο και θα έχει μεγάλο οικονομικό και ηθικό κόστος – όπως βλέπουμε ήδη από τις πρακτικές που εφαρμόζονται σήμερα π.χ. στα ελληνοτουρκικά σύνορα.

Η δεύτερη λύση, αυτή ενός μεγάλου πολυπολιτισμικού, αλλά παρ’ όλα αυτά κατά κάποιον τρόπο εθνικού και ενιαίου κράτους, σήμερα είναι μάλλον εκτός πραγματικότητας. Τον 18ο και τον 19ο αιώνα, ακόμα και το πρώτο του 20ού, μπορεί όλα να έμοιαζαν πιθανά, αφού οι εθνικές ταυτότητες ακόμα τότε διαμορφώνονταν. Τώρα όμως, είναι ήδη πολύ ισχυρές για να τις αντικαταστήσεις με μια άλλη, χωρίς ξεκάθαρα γλωσσικά ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά.

Μένει η τρίτη λύση, η ομοσπονδιακή, με τις δυσκολίες και το κακό ιστορικό που είδαμε ήδη πιο πάνω. Σημαίνουν όμως αυτά ότι είναι τελειωμένη; Ας μην βιαστούμε να βγάλουμε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το Κυπριακό πάει προς άλλου είδους λύσεις – πώς όμως μπορεί να ξεπεραστεί το σημερινό αδιέξοδο στο Ιράκ και στη Συρία, χωρίς κάποιου είδους ομοσπονδία; Και μήπως ένα ομοσπονδιακό σύστημα να είναι τελικά η μόνη ρεαλιστική λύση σε προβλήματα όπως το Κουρδικό ή το Παλαιστινιακό; Σίγουρα δεν είναι μια συνταγή που εγγυάται σταθερότητα και ειρήνη, αλλά τουλάχιστον δεν κάνει την αιματοχυσία αναπόφευκτη. Κι αυτό ίσως είναι τελικά το καλύτερο στο οποίο μπορούμε να στοχεύουμε.

Η ισλαμοφοβια ως καθηκον;

Κλασσικό

Πριν κάποιες εβδομάδες, έτυχε να διαβάσω ένα άρθρο της Σώτης Τριανταφύλλου στα Νέα, με τίτλο «Λίγες μέρες πριν από μια δίκη». Η δίκη στην οποία αναφέρεται είναι αυτή των συνενόχων στα ισλαμιστικά τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 2015. Το ομολογουμένως πρωτότυπο (τουλάχιστον σε σχέση με ό,τι γνωρίζω εγώ για την ελληνική πραγματικότητα) στοιχείο του άρθρου, είναι πως η συγγραφέας όχι μόνο αποδέχεται την «κατηγορία» της ισλαμοφοβίας, αλλά την θεωρεί περίπου και ως καθήκον:

«Ωστόσο, η ισλαμοφοβία δεν είναι μόνο φυσική· είναι απαραίτητη. Αν και τον όρο επινόησαν οι χειρότεροι εχθροί της δημοκρατίας (οι ισλαμιστές και οι ισλαμόφιλοι), μπορούμε να τον υιοθετήσουμε: σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αγωνιστές και διανοούμενοι που γεννήθηκαν σε μουσουλμανικές οικογένειες αλλά απαρνήθηκαν τη θρησκεία (όλες τις θρησκείες) αυτοπροσδιορίζονται πλέον ως ισλαμοφοβικοί.«

Η ισλαμοφοβία που υπερασπίζεται η Σώτη Τριανταφύλλου, δεν είναι η ισλαμοφοβία των πιστών Χριστιανών, των Εβραίων, των Ινδουϊστών ή των Βουδιστών. Αυτή είναι αναμενόμενη και θα έλεγα (μέχρι ενός σημείου) και θεμιτή: είναι απόλυτα λογικό ότι μια θρησκεία θα φοβάται τις ανταγωνιστικές της. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πιο ιδιότυπη, αλλά ιδιαίτερα σημαντική στη σημερινή Ευρώπη μορφή ισλαμοφοβίας, η οποία βασίζεται σε μια κοσμική ή ακόμα και αθεϊστική κοσμοθεωρία. Οι εκπρόσωποί της φαίνεται να θεωρούν όλες τις θρησκείες ως «κακές»απλά το Ισλάμ είναι η χειρότερη. Ο αγώνας για την εκκοσμίκευση απαιτεί πάλη γενικά ενάντια στις θρησκείες, αλλά το Ισλάμ είναι η θρησκεία που έχει τις πιο έντονες αξιώσεις για πολιτικό ρόλο, άρα πρέπει να είναι ο κύριος στόχος αυτής της πάλης.

Ανάλογα με τις παραλλαγές αυτής της θεωρίας, η ιδιαίτερη επικινδυνότητα του Ισλάμ είτε ξεκινάει ήδη από τα θεμέλιά του (λόγω π.χ. των ιδιαιτεροτήτων του Κορανίου) είτε προκύπτει από τη διαφορετική του εξέλιξη. Μια χαρακτηριστική φράση που έτυχε να ακούσω και συμπυκνώνει αυτή τη δεύτερη άποψη είναι «ο Χριστιανισμός έχει χάσει τα δόντια του». Ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ ήταν δηλαδή εξίσου επικίνδυνες και σκοταδιστικές θρησκείες, αλλά ο πρώτος έχει νικηθεί από τον Διαφωτισμό· τώρα πρέπει να γίνει το ίδιο και με το Ισλάμ.

Μια πρώτη κριτική σε αυτήν την άποψη θα μπορούσε να είναι στον ευρωκεντρισμό της. Ο Χριστιανισμός μπορεί όντως να μοιάζει να «έχει χάσει τα δόντια του» σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου ο πληθυσμός είναι πλέον έτσι κι αλλιώς ελάχιστα θρήσκος. Δεν σημαίνει όμως ότι το ίδιο συμβαίνει στην Αμερική (Βόρεια και Νότια), στην Αφρική ή την Ασία. Η άλλη ιδέα που ακούγεται συχνά, ότι το Ισλάμ «χρειάζεται τη Μεταρρύθμισή του» που θα στρώσει τον δρόμο στον Διαφωτισμό, είναι επίσης προβληματική. Ας μην ξεχνάμε ότι Μεταρρύθμιση προκάλεσε και αυτή πολύ σκληρές και αιματηρές συγκρούσεις στο όνομα της σωστής πίστης. Εξάλλου, το Ισλάμ μεταρρυθμίζεται συνεχώς από τον καιρό που γεννήθηκε, γι’ αυτό υπάρχουν και όλες οι διασπάσεις που πολλοί βλέπουν ως αιτία των σημερινών συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή.

Το κύριο πρόβλημα όμως είναι στο που οδηγούν αυτές οι ιδέες. Πολλοί οπαδοί τους μοιάζουν να πιστεύουν σε μια σύγκρουση «Δύσης-Ισλάμ», η οποία αντιστοιχεί λίγο-πολύ σε μια σύγκρουση Διαφωτισμού και θρησκόληπτου σκοταδισμού. Δεν πρόκειται δηλαδή για την παραδοσιακή σύγκρουση των δύο θρησκειών, Χριστιανισμού και Ισλάμ, αλλά της κοσμικής και ελεύθερης Δύσης από τη μια και των θρησκευόμενων φανατικών Μουσουλμάνων από την άλλη. 

Αυτή η υποτιθέμενη σύγκρουση είναι όμως ανάμεσα σε παρατάξεις, οι οποίες είναι αμφίβολο αν υπάρχουν καν. Η καλύτερα, αν η «Δύση» μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει κάποια υπόσταση (π.χ. μέσω του ΝΑΤΟ, και ίσως άλλων οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ ή η ΕΕ), δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια πολιτική ενότητα που μπορούμε να ονομάσουμε «Ισλάμ». Εκτός βέβαια αν θεωρούσαμε ότι ο Οργανισμός Ισλαμικής Διάσκεψης έχει πραγματική βαρύτητα στην παγκόσμια πολιτική. Δεν νομίζω όμως πως το ισχυρίζεται κάποιος αυτό.

Δεν μιλάμε εδώ για κάτι νέο, αλλά για την πραγματικότητα ήδη από τον πρώτο αιώνα της ύπαρξης του Ισλάμ. Η διάσπαση της «Ούμμα» και οι ενδοϊσλαμικές συγκρούσεις ξεκίνησαν από πολύ νωρίς: οι διάφορες ισλαμικές παρατάξεις ή θρησκευτικές τάσεις δεν δίστασαν ακόμα και να συμμαχήσουν με «άπιστους» εναντίον των (θεωρητικά) ομόθρησκών τους. Ούτε τότε, ούτε σήμερα μπορεί κανείς να μιλάει πειστικά για ισλαμική ενότητα. Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε διάφορες παρατάξεις Μουσουλμάνων (ισλαμιστικές ή κοσμικές) επισκιάζουν τις όποιες δράσεις Ισλαμιστών εναντίον «απίστων»· κάποιος πρέπει να είναι αθεράπευτα ευρωκεντρικός για να μην το βλέπει αυτό. Ως καλύτερο παράδειγμα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το «Ισλαμικό Κράτος»: οι επιθέσεις που έγιναν σε δυτικές χώρες στο όνομά του μπορεί να ήταν εντυπωσιακές, αλλά ο αριθμός των θυμάτων του σε μουσουλμανικές χώρες είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος. Και βέβαια δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι αυτό το μόρφωμα τελικά ηττήθηκε όχι χάρη στις θυσίες Δυτικών ή Ισραηλινών, αλλά σε αυτές των πλειοψηφικά Μουσουλμάνων Κούρδων (έστω υπό κοσμική ηγεσία) και, ακόμα πιο άβολα για τους απανταχού ισλαμοφοβικούς, των Σιιτών συμμάχων του ισλαμιστικού ιρανικού καθεστώτος. Ποιο είναι επομένως αυτό το «Ισλάμ», το οποίο παλεύει ενάντια στη Δύση;

Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς πως το να μιλάμε για «τους Μουσουλμάνους» ως κάτι ενιαίο, είναι τουλάχιστον τόσο εξωπραγματικό όσο το να κάνουμε το ίδιο για τους Χριστιανούς. Η κοινή δράση των Μουσουλμάνων εναντίον της Δύσης είναι μάλλον σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο για τους υπερασπιστές του «δυτικού πολιτισμού» ενάντια στην «ισλαμική απειλή», να αναρωτηθούν γιατί νιώθουν ότι ο πολιτισμός τους απειλείται από κάτι (που οι ίδιοι θεωρούν) τόσο υποδεέστερο και, τελικά, μάλλον είναι πολιτικά ανύπαρκτο. 

Όσο για εμάς, τους κάτοικους της Ανατολικής Μεσογείου, μιας περιοχής δηλαδή που πάντα στην Ιστορία της ήταν σταυροδρόμι διαφορετικών πολιτισμών, θρησκειών και ταυτοτήτων, θα έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί απέναντι σε τέτοιες ιδέες. Το τελευταίο που χρειαζόμαστε όταν αντιμετωπίζουμε τα σημερινά προβλήματα συνύπαρξης, είναι να υιοθετούμε τέτοιες κοσμοθεωρίες, προερχόμενες από περιοχές με πολύ μικρότερη παράδοση πολυπολιτισμικότητας/πολυθρησκευτικότητας. Αν γι’ αυτές τις περιοχές η συνύπαρξη είναι κάτι νέο, στο οποίο φυσιολογικά δυσκολεύονται να προσαρμοστούν, εμείς δεν έχουμε τέτοιες δικαιολογίες.

Οι εθνομηδενιστες και οι αντιπαλοι τους

Κλασσικό

Με αφορμή το Μακεδονικό και τη Συμφωνία των Πρεσπών, ακούσαμε πάλι να μιλούν για «εθνικιστές» και «εθνομηδενιστές». Ο πρώτος τίτλος είναι πολύ παλιός και έχουμε εξοικειωθεί μαζί του – έστω και αν ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε έναν γενικά ικανοποιητικό ορισμό γι’ αυτόν (βλέπε και σχετικό άρθρο του μπλογκ). Ο δεύτερος, αν και σχετικά νέος, μάλλον μπήκε κι αυτός για τα καλά στη ζωή μας, αφού, απ’ ό,τι φαίνεται, χρησιμοποιείται ήδη ευρέως (στους «εθνομηδενιστές που μας κυβερνούν» αναφέρθηκε και ο Μίκης Θεοδωράκης, πάντα με αφορμή το Μακεδονικό). Τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας και ιδεολογίας είναι από τα αγαπημένα αυτού του μπλογκ και επομένως δύσκολα θα αποφεύγαμε τον πειρασμό να σχολιάσουμε το συγκεκριμένο.

Όπως και με τον εθνικισμό, έτσι και με τον εθνομηδενισμό δεν είναι μεν σαφές σε τι ακριβώς αναφέρεται (οι ορισμοί που συναντά κάποιος σε μια διαδικτυακή αναζήτηση είναι αρκετά μπερδεμένοι), είναι όμως ξεκάθαρο ότι πρόκειται για αρνητικό προσδιορισμό: σχεδόν κανείς από όσους έχουν θεωρηθεί ως τέτοιοι δεν αποδέχεται ο ίδιος τον τίτλο του «εθνομηδενιστή», όπως είναι λίγοι και αυτοί που δεν έχουν πρόβλημα να ονομάζουν τους εαυτούς τους «εθνικιστές». Από ετυμολογική άποψη, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο εθνομηδενισμός αναφέρεται στην υποτίμηση της αξίας του έθνους και ό,τι σχετίζεται με αυτό: εθνικές ιδέες, εθνική ταυτότητα, εθνική δράση, εθνικοί θεσμοί, εθνικό συμφέρον. Και όντως, κάτι τέτοιο φαίνεται να έχουν στο μυαλό τους όσοι κατηγορούν άλλους για εθνομηδενισμό.

Στην πραγματικότητα όμως, σπάνια συναντά κάποιος στην Ελλάδα άτομα ή πολιτικές ομάδες που να ταιριάζουν σε έναν τέτοιο ορισμό στην καθαρή του μορφή. Με λίγες εξαιρέσεις, τα άτομα που κατηγορούνται για εθνομηδενισμό δεν φαίνεται να αμφισβητούν γενικά την ιδέα ενός ελληνικού έθνους. Απλά οι απόψεις τους για τα θεμέλιά του διαφέρουν από τις «παραδοσιακές» . Όσοι κατηγορούν άλλους για εθνομηδενισμό, νοιάζονται μάλλον περισσότερο για την υπεράσπιση αυτών των παραδοσιακών ερμηνειών, χωρίς τις οποίες (φαίνεται να θεωρούν ότι) το έθνος δεν μπορεί να επιβιώσει. Στην ουσία δηλαδή, πρόκειται για μια αντιπαράθεση «παραδοσιακών» και «νεωτερικών» ερμηνειών του ελληνικού έθνους (τα εισαγωγικά έχουν σημασία, γιατί ούτε οι μεν είναι πραγματικά τόσο παραδοσιακές, ούτε οι δε είναι απαραίτητα τόσο νεωτερικές όσο παρουσιάζονται).

Μια τέτοια αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών απόψεων ή ερμηνειών για το έθνος θα μπορούσε ίσως να προσφέρει κάτι στην ελληνική κοινωνία, αν οδηγούσαν και σε διαφορετικά πρακτικά αποτελέσματα. Συμβαίνει όμως αυτό σήμερα; Αναρωτιέται κάποιος αν πρόκειται για τόσο σημαντική διαφορά, όταν πολλοί (ίσως οι περισσότεροι) εκπρόσωποι των δύο «πλευρών» μοιάζουν να συμφωνούν γενικά στις κατευθύνσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: ένταξη στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, συνεργασία με έναν συγκεκριμένο άξονα στη Μέση Ανατολή (στον οποίο ανήκουν Ισραήλ, Αίγυπτος και Σαουδική Αραβία) κυρίως σε σχέση με τα ενεργειακά ζητήματα, αντιμετώπιση του τουρκικού (κυρίως) και του αλβανικού εθνικισμού (δευτερευόντως)  (είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί υπέρμαχοι της Συμφωνίας των Πρεσπών επικαλούνται τον τουρκικό ή αλβανικό κίνδυνο για να τη δικαιολογήσουν), υπεράσπιση της σταθερότητας των συνόρων στα Βαλκάνια. Με λίγα λόγια, δεν φαίνεται από αυτήν την αντιπαράθεση «εθνικιστών-αντιεθνικιστών» ή «πατριωτών-εθνομηδενιστών» να διακυβεύεται πραγματικά η θέση και το μέλλον του ελληνικού έθνους.

Σε αντίθεση με ό,τι λέγεται συχνά, ένας «εθνικός διχασμός» δεν είναι απαραίτητα εντελώς αρνητικός. Εκτός από τα κακά που μπορεί να φέρει, μπορεί επίσης να βοηθήσει μια κοινωνία/κοινότητα να κάνει βήματα προς τα εμπρός, αναγκάζοντας την να επιλέξει τον έναν ή τον άλλο δρόμο – η ακόμα και να βρει τη σωστή σύνθεση ανάμεσα στους δυο. Φτάνει τα διλήμματα να είναι ουσιαστικά και να έχουν πραγματική σημασία. Αλλιώς, γιατί να ξοδεύουμε τόση ενέργεια και χρόνο για να ασχολούμαστε μαζί τους;

Οι Φεντεραλιστες της Μακεδονιας

Κλασσικό

Ενώ το ημερολόγιο μας γράφει 2018, βλέπουμε το Μακεδονικό να παραμένει ένα καυτό ζήτημα, ικανό να καθορίζει τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Αναδεικνύεται έτσι σε ένα από τα μακροβιότερα «εθνικά» ζητήματα: το Μακεδονικό συνεχίζει να συγκινεί τα πλήθη εδώ και πάνω από έναν αιώνα, έστω και αν στα διαστήματα που μεσολαβούν ανάμεσα στις «θερμές» του φάσεις μισοξεχνιέται και κάθε φορά ξαναγεννιέται με λίγο διαφορετικό τρόπο.

Συλλαλητήριο για το Μακεδονικό στην Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2018.

Πίσω από τις διαμάχες για το όνομα της χώρας, της εθνότητας και της γλώσσας (οι οποίες αφορούν περισσότερο την εσωτερική (μικρο)πολιτική των δύο χώρων), παίζονται φυσικά και σοβαρότερα γεωπολιτικά παιχνίδια, όπως οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε Αμερικάνους, Γερμανούς, Ρώσους και Τούρκους για επιρροή στα Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της πΓΔΜ. Η εικόνα είναι θλιβερή, τουλάχιστον για όσους θα ονειρεύονταν μια προσέγγιση των βαλκανικών λαών μακριά από ξένες κηδεμονίες. Σε αυτό το κλίμα, είναι ίσως καλό να θυμηθούμε, ότι το Μακεδονικό δεν ήταν πάντα μόνο μια σύγκρουση βαλκανικών εθνικισμών και παιχνίδι των ξένων Μεγάλων Δυνάμεων. Ήταν ταυτόχρονα και μια ελπίδα για την πραγμάτωση του παλιού οράματος μιας δημοκρατικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας.

Ποιοι ήταν αυτοί οι Μακεδόνες*¹, οι οποίοι εργάζονταν για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου; Ήταν από τη μια κάποιοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι αναφέρθηκαν ήδη σε άλλα άρθρα. Ήταν όμως και αρκετοί Σλαβόφωνοι – των οποίων ο εθνοτικός προσδιορισμός είναι ακόμα και σήμερα αμφιλεγόμενος. Οι περισσότεροι Έλληνες συνδέουν τα αρχικά Ε.Μ.Ε.Ο. (V.M.R.O.) μάλλον με έναν εχθρικό σλαβικό επεκτατισμό. Εξάλλου, το ίδιο όνομα φέρει και το πρώην κυβερνών κόμμα στη γειτονική πΓΔΜ, γνωστό για την ιδιαίτερα σκληρή γραμμή του στο ζήτημα της ονομασίας. Αν όμως ρίξει κάποιος μια πιο προσεκτική ματιά, θα δει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Από τον Άγιο Στέφανο στο Ίλιντεν

Το 1878 ήταν αναμφισβήτητα μια χρονιά-σταθμός στην ιστορία των Βαλκανίων. Ο ρωσο-οθωμανικός πόλεμος έφερε τα πάνω κάτω στην περιοχή: όχι μόνο έγιναν ανεξάρτητα κράτη η Σερβία και η Ρουμανία, αλλά εμφανίστηκε και μια εντελώς νέα αυτόνομη οντότητα: η Ηγεμονία της Βουλγαρίας. Μπορεί τελικά με την Συνθήκη του Βερολίνου η έκταση της να ήταν πολύ μικρότερη απ’ ό,τι πολλοί έλπιζαν ή φοβόντουσαν. Κανείς δεν ξέχασε όμως την προηγούμενη, ακυρωμένη τελικά, Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου της ίδιας χρονιάς, με την οποία η ηγεμονία θα είχε μια τεράστια έκταση, συμπεριλαμβάνοντας σχεδόν ολόκληρη τη Μακεδονία και φτάνοντας μέχρι τα προάστια της Θεσσαλονίκης. Ο χάρτης του Αγίου Στέφανου θα στοίχειωνε επίμονα τα βουλγαρικά εθνικά όνειρα για τις επόμενες δεκαετίες – και θα παρέμενε φόβητρο για τα γειτονικά έθνη.

Στον χάρτη φαίνεται με κόκκινη διαγράμμιση η έκταση που δόθηκε στη Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και με ενιαίο κόκκινο χρώμα αυτή που τελικά πήρε με τη Συνθήκη του Βερολίνου (η  Ανατολική Ρωμυλία προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία μερικά χρόνια αργότερα).
Πηγή εικόνας

Η ιδέα για μια αυτόνομη Μακεδονία μπορεί αρχικά να προήλθε από την Αυστροουγγαρία, ενώ φαίνεται ότι για κάποιο διάστημα υποστηρίχτηκε και από την ελληνική κυβέρνηση. Σύντομα όμως, η ιδέα υιοθετήθηκε από το νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος και συνδέθηκε με τον βουλγαρικό αλυτρωτισμό στην περιοχή. Η λογική ήταν προφανώς, ότι από τη στιγμή που (όπως τουλάχιστον οι ίδιοι οι Βούλγαροι θεωρούσαν) ο πληθυσμός της περιοχής ήταν κυρίως βουλγαρόφωνος, η αυτονόμηση της Μακεδονίας δεν θα μπορούσε παρά να είναι το πρώτο βήμα για την ένωση με τη μητέρα-πατρίδα Βουλγαρία.

Σε αυτό το κλίμα, ιδρύθηκε το 1893 στη Θεσσαλονίκη μια μυστική ομάδα από νεαρούς σλαβόφωνους Μακεδόνες, σπουδασμένους είτε στη Βουλγαρία είτε σε βουλγαρικά σχολεία της Μακεδονίας, με στόχο μια αυτόνομη Μακεδονία. Η οργάνωση άλλαξε πολλά ονόματα στα πρώτα της χρόνια, αλλά τελικά στην Ιστορία θα έμενε ως Ε.Μ.Ε.Ο.: Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση. Σε ακριβώς 10 χρόνια, αυτή θα οργάνωνε τη μεγαλύτερη μακεδονική εξέγερση εναντίον των Οθωμανών, η οποία ξέσπασε στις 2 Αυγούστου (20 Ιουλίου με το παλιό ημερολόγιο), ανήμερα της γιορτής του Προφήτη Ηλία: Ίλιντεν στα σλαβομακεδόνικα/βουλγάρικα.

Επαναστάτες από την Οχρίδα κατά την εξέγερση του Ίλιντεν.
Πηγή εικόνας

Το πιο εύκολο, με βάση αυτά που γράφτηκαν μέχρι τώρα, θα ήταν να δούμε την ΕΜΕΟ και την εξέγερση του Ίλιντεν ως μια άλλη έκφραση του βουλγαρικού επεκτατισμού. Εξάλλου, είναι σχετικά καθαρό ότι τα περισσότερα από τα κορυφαία στελέχη της ΕΜΕΟ είχαν κάποιου είδους βουλγαρική εθνική συνείδηση. Τα πράγματα όμως στην εθνοθρησκευτικά μπερδεμένη περιοχή μας δύσκολα θα μπορούσαν να είναι τόσο απλά, πόσο μάλλον σε ένα από τα πιο μπερδεμένα τμήματά της, τη Μακεδονία.

Από την ΕΜΕΟ στην ομάδα των Σερρών

Η ΕΜΕΟ δεν ήταν ποτέ απλά ένα πιόνι του βουλγαρικού κράτους. Από την αρχή, οι εκπρόσωποι του βουλγαρικού κράτους έβλεπαν με δυσπιστία αυτήν την ιδεολογικά μπερδεμένη οργάνωση με τις ριζοσπαστικές τάσεις, που είχε δημιουργηθεί από τα κάτω. Προτιμούσαν βέβαια την οργάνωση που είχαν ιδρύσει και έλεγχαν οι ίδιοι, το «Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο» (Βερχόβεν Κομιτέτ). Η ΕΜΕΟ όμως ήταν αυτή που ήταν πραγματικά γειωμένη μέσα στον ντόπιο μακεδονικό πληθυσμό, επομένως δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συνεργαστούν μαζί της, σε κάποιον βαθμό. Αντίστοιχη δυσπιστία άρχισε πάντως να εμφανίζεται και αντίστροφα, από την πλευρά της ΕΜΕΟ προς τη Βουλγαρία και το Ανώτατο Κομιτάτο και οι σχέσεις τους σύντομα έγιναν προβληματικές.

Η ΕΜΕΟ είχε από την αρχή μέσα της διαφορετικές ιδεολογικές τάσεις. Σύντομα φάνηκε ότι η συμβίωση τους δεν θα ήταν εύκολη. Από το Ίλιντεν και μετά, ήταν φανερό ότι υπήρχαν δύο κύριες ομάδες. Από τη μια, η σχετικά συντηρητική, η οποία υποστήριζε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο, με ισχυρή Κεντρική Επιτροπή, και ήταν πιο στενά προσκολλημένη στη Σόφια. Από την άλλη, μια πιο ριζοσπαστική πλευρά, η οποία επεδίωκε την αποκέντρωση και τη μεταφορά εξουσίας στις τοπικές επιτροπές, προβάλλοντας παράλληλα την ιδέα μιας πραγματικής μακεδονικής αυτονομίας, αντί μιας βουλγαρικής κηδεμονίας. Σε αυτήν την τάση δεν ήταν καθόλου αμελητέες και οι σοσιαλιστικές επιρροές.

Ο Δήμο Χατζηδήμωφ γεννήθηκε το 1875 στον σημερινό νομό Σερρών, στο χωριό Άνω Βροντού (Γκόρνο Μπρόντι). Σπούδασε και δούλεψε σαν δάσκαλος στη Βουλγαρία, όπου και έγινε μαρξιστής. Έγινε μέλος της ΕΜΕΟ, και εξελίχθηκε στον κύριο ιδεολόγο της αποκεντρωτικής φεντεραλιστικής της τάσης. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε σημαντικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας (Κ.Κ.Β.). Δολοφονήθηκε το 1924 από τους πρώην συντρόφους της (δεξιάς πλέον) ΕΜΕΟ.
Πηγή εικόνας

Το 1908, η εσωτερική σύγκρουση των δύο ομάδων είχε ήδη εξελιχθεί σε ανοιχτή και βίαιη ρήξη. Από τότε, ως «ΕΜΕΟ» θα αναφερόταν η συντηρητική τάση. Η αντίπαλη πλευρά έγινε γνωστή ως «ομάδα των Σερρών«, λόγω της προέλευσης πολλών μελών της – ή αλλιώς «φεντεραλιστική«. Το τελευταίο όνομα είναι αναφορά στον στόχο μιας «Ανατολικής Ομοσπονδίας» που θα συμπεριελάμβανε όλες τις βαλκανικές χώρες. Αυτή ήταν κατά τους φεντεραλιστές η μόνη δυνατή λύση για την περιοχή, ώστε να γλυτώσει από τους καταστροφικούς εθνικούς ανταγωνισμούς. Η ιδέα αυτή κάνει φανερές τις αριστερές επιρροές και θυμίζει τις προηγούμενες παρόμοιες ιδέες και στον ελληνικό χώρο.

Το 1908 οι φεντεραλιστές ίδρυσαν το Λαϊκό Ομοσπονδιακό Κόμμα, επιμένοντας στην ανάγκη συνεργασίας με τις άλλες εθνότητες της Μακεδονίας. Φάνηκαν πρόθυμοι ακόμα και να συνεργαστούν με τους Νεότουρκους, οι οποίοι εκείνη την εποχή ακόμα δεν είχαν κάνει σαφή την τουρκική εθνικιστική τους κατεύθυνση: και αυτή η ασάφεια στην ιδεολογική τους ταυτότητα έδινε ελπίδες σε όσους έλπιζαν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορούσε να μετατραπεί σε μια δημοκρατική αποκεντρωμένη ομοσπονδία. Αυτές οι ελπίδες δεν κράτησαν πολύ: στα τέλη του 1910, οι Νεότουρκοι απαγόρευσαν το κόμμα.

Ο Γιάνε Σαντάνσκι γεννήθηκε στην τότε οθωμανική «Μακεδονία του Πιρίν», δηλαδή στη σημερινή Βουλγαρία, το 1872. Λόγω της συμμετοχής του πατέρα του σε αντι-οθωμανική εξέγερση, η οικογένεια προσφυγοποιήθηκε στη Βουλγαρία. Το 1901 έγινε μέλος της ΕΜΕΟ και συμμετείχε στην εξέγερση του Ίλιντεν. Εξελίχθηκε σε ηγετική προσωπικότητα της αριστερής φεντεραλιστικής πτέρυγας και έγινε ένας από τους ιδρυτές του Λαϊκού Ομοσπονδιακού Κόμματος. Αν και το 1909 βοήθησε τους Νεότουρκους να καταπνίξουν το αντεπαναστατικό κίνημα του Σουλτάνου, στους Βαλκανικούς Πολέμους αυτός και οι οπαδοί του πολέμησαν στο πλευρό του βουλγαρικού στρατού. Το 1915 δολοφονήθηκε κατόπιν εντολών της ηγεσίας της ΕΜΕΟ. Στα επόμενα χρόνια, έγινε θρύλος για το αριστερό τμήμα του μακεδονικού κινήματος και τόσο οι Βούλγαροι όσο και οι Σλαβομακεδόνες διεκδικούν την παράδοσή του.
Πηγή εικόνας

Φεντεραλισμός εναντίον αυτονομισμού

Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου, η Μακεδονία βρέθηκε σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση: ήταν πλέον τριχοτομημένη σε ελληνικό, σερβικό και βουλγαρικό τμήμα. Για να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους, οι φεντεραλιστές είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο ένα, αλλά τρία κράτη. Το μόνο από αυτά που υποστήριζε θεωρητικά την ιδέα μιας μακεδονικής αυτονομίας, ήταν το βουλγαρικό – μια αυτονομία όμως υπό τον έλεγχο της Σόφιας, η οποία έλπιζε έτσι να καλύψει τις απώλειες που είχε ως μεγάλη ηττημένη των πολέμων.

Η Βουλγαρία ήταν και η χώρα στην οποία κατέφυγαν ως πρόσφυγες οι περισσότεροι από τους παλιούς ακτιβιστές της ΕΜΕΟ – εξάλλου, στη διάρκεια των πολέμων είχαν προτιμήσει να πολεμήσουν στο πλευρό της. Σε αυτούς ανήκαν πολλοί παλιοί φεντεραλιστές, οι οποίοι μαζί με άλλους προερχόμενους από την παλιά ΕΜΕΟ δημιούργησαν οργανώσεις όπως η Μακεδονική Φεντεραλιστική Προσφυγική Οργάνωση. Σε αυτές συμμετείχαν μεταξύ άλλων μαρξιστές, αναρχικοί και αριστεροί εθνικιστές.

Τι ζητούσαν όμως οι επανεμφανιζόμενοι φεντεραλιστές, σε μια εντελώς νέα κατάσταση; Από τη μια, στόχοι τους ήταν η επιστροφή των προσφύγων στις δύο «άλλες Μακεδονίες»*², δηλαδή την ελληνική και τη σερβική, καθώς και η αυτονόμηση και επανένωση της Μακεδονίας, με πλήρη διοικητική/θρησκευτική/πολιτική ισότητα των εθνοτήτων. Ως επίσημη γλώσσα της μέλλουσας «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» προτάθηκε μάλιστα η.. εσπεράντο, ενώ ως διοικητικό πρότυπο προτιμήθηκε η Ελβετία, με την καντονιακή της δομή. Από την άλλη, δεν ξέχασαν και το παλιό όνειρο μιας ευρύτερης Βαλκανικής Ομοσπονδίας, που θα οδηγούσε στην εξάλειψη των ανταγωνισμών ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη – και στην οποία θα εντασσόταν φυσικά η ενωμένη Μακεδονία.

Το κίνημα λειτουργούσε ως «ενδομακεδονική αντιπολίτευση» στην «παλιά» ΕΜΕΟ, η οποία εν τω μεταξύ είχε εξελιχθεί σε πραγματικό κράτος εν κράτει στη βουλγαρική Μακεδονία, ενώ ταυτόχρονα συντηρούσε αντάρτικη δράση στη σέρβικη Μακεδονία (λιγότερο στην ελληνική). Οι οπαδοί αυτής της ΕΜΕΟ, υπό την ηγεσία του Τοντόρ Αλεξαντρόφ, έμειναν γνωστοί ως «αυτονομιστές«.  Οι φεντεραλιστές όμως αμφισβητούσαν την ειλικρίνεια των αυτονομιστικών τους προθέσεων, θεωρώντας ότι η προσάρτηση σε μια Μεγάλη Βουλγαρία παρέμενε ο τελικός τους στόχος.

Σε αυτήν την ενδομακεδονική διαμάχη, βρέθηκε ένας μάλλον παράδοξος σύμμαχος για τους φεντεραλιστές: η βουλγαρική κυβέρνηση. Στην ηγεσία της Βουλγαρίας βρίσκονταν τώρα οι αγροτιστές του Σταμπολίσκι, ο οποίος ακολουθούσε μια φιλειρηνική πολιτική προσέγγισης με τους γείτονες και αντιμετώπιζε την ΕΜΕΟ, με τις τρομοκρατικές της ενέργειες, ως έναν επικίνδυνο εσωτερικό αντίπαλο. Οι φεντεραλιστές έμοιαζαν να είναι οι μόνοι που μπορούσαν να ανταγωνιστούν την ΕΜΕΟ εντός του μακεδονικού κινήματος – εξάλλου, ο στόχος μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας δεν ήταν μακριά από το πολιτικό όραμα του ίδιου του Σταμπολίσκι. Λίγο πριν δολοφονηθεί το 1921 ο ίδιος από την ΕΜΕΟ, ο Δημητρώφ, υπουργός του Σταμπολίσκι (ο οποίος θα είχε σε δύο χρόνια, το 1923, την ίδια μοίρα), προχώρησε στην ενίσχυση ενός μακεδονικού αντι-ΕΜΕΟ αντάρτικου, υπό την ηγεσία του Τόντορ Πάνιτσα και άλλων φεντεραλιστών.

Ο Τόντορ Πάνιτσα γεννήθηκε στο Οριάχοβο της βόρειας Βουλγαρίας. Το 1902 μπήκε στην ΕΜΕΟ και έγινε στενός συνεργάτης του Σαντάνσκι, αναλαμβάνοντας και τις δολοφονίες των εχθρών του εντός της οργάνωσης. Πολέμησε στο πλευρό του βουλγαρικού στρατού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο, εξελίχθηκε σε μια από τις κύριες μορφές του φεντεραλιστικού κινήματος και ανέλαβε τη δημιουργία παραστρατιωτικής ομάδας που ενεργούσε ως αντίβαρο στην «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ. Αυτή όμως τελικά κατάφερε να τον δολοφονήσει το 1925 στη Βιέννη, όπου είχε εν τω μεταξύ καταφύγει.
Πηγή εικόνας

Μια πρόσκαιρη προσέγγιση των φεντεραλιστών με την «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ του Αλεξαντρόφ το 1924, όχι μόνο απέτυχε, αλλά κατέληξε και σε εκκαθαρίσεις των φεντεραλιστών και των οπαδών της συμπόρευσης εντός της ΕΜΕΟ. Ότι απέμεινε από αυτούς, επανιδρύθηκε με το όνομα ΕΜΕΟ-Ενωμένη, ενώ η «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ κινήθηκε όλο και πιο δεξιά – έως και ακροδεξιά, θα μπορούσε να πει κάποιος (π.χ. συνεργασία με τον Μουσολίνι και τη φιλοφασιστική κροατική Ουστάσα). Αντίθετα, η ΕΜΕΟ-Ενωμένη βρέθηκε σύντομα υπό σοβιετική επιρροή, και συνεργάστηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας.

Η Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν) επηρεάστηκε με τη σειρά της από τις ιδέες των φεντεραλιστών και υιοθέτησε και αυτή το παλιό όραμα μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Η ιδέα όμως μιας πολυεθνικής Μακεδονίας, μιας «Ελβετίας των Βαλκανίων», με τους Σλάβους της περιοχής να είναι ως Βούλγαροι μια από αυτές τις εθνότητες, άρχισε να δίνει τη θέση της σε μια άλλη ιδέα: αυτή ενός εντελώς ξεχωριστού από Βούλγαρους και Σέρβους σλαβικού «μακεδονικού έθνους». Αυτή η θέση θα γινόταν πλέον και επίσημη της Κομιντέρν το 1934.

Στα επόμενα χρόνια, ο μεν στόχος της Βαλκανικής Ομοσπονδίας θα ξεθώριαζε και θα ξεχνιόταν με τον καιρό όλο και περισσότερο, η δε ιδέα της σλαβομακεδονικής εθνικής ιδιαιτερότητας το ακριβώς αντίθετο. Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, ένα νέο κρατίδιο θα ιδρυόταν στην έκταση της πρώην σερβικής Μακεδονίας, με όνομα σκέτο «Μακεδονία»: αυτό προοριζόταν ως έθνος-κράτος για τη «μακεδονική» εθνότητα. Αφού ήταν μέρος μιας σοσιαλιστικής γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, θα μπορούσε ίσως να πει κάποιος ότι υλοποιήθηκαν έτσι κατά ένα μέρος και τα παλιά οράματα των φεντεραλιστών. Από αυτήν την άποψη, δεν είναι περίεργο ότι στα πολιτικά του νέου κρατιδίου αναμίχθηκαν αρχικά πρόσωπα όπως ο Ντίμιταρ Βλαχώφ και ο Πάβελ Σάτεφ.

Ο Πάβελ Σάτεφ γεννήθηκε το 1882 στο Κράτοβο της σημερινής πΓΔΜ. Φοίτησε στη Βουλγαρική Σχολή της Θεσσαλονίκης, όπου ήρθε σε επαφή με αναρχικούς κύκλους και συμμετείχε στις γνωστές βομβιστικές επιθέσεις του 1903. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο, εξελίχθηκε σε σημαντική προσωπικότητα του φεντεραλιστικού κινήματος και της ΕΜΕΟ-ενωμένης. Στα επόμενα χρόνια όμως αποστασιοποιήθηκε από αυτήν, δημιουργώντας ξεχωριστή, πιο ξεκάθαρα φεντεραλιστική, οργάνωση στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από χρόνια φυλάκισης στη Βουλγαρία, το 1944 επέστρεψε στη σημερινή πΓΔΜ, αναλαμβάνοντας το πόστο του Κομισάριου Δικαιοσύνης στην νέα κομμουνιστική κυβέρνηση. Απομακρύνθηκε όμως μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν ως φιλοσοβιετικός και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Μοναστήρι, όπου πέθανε το 1951.
Πηγή εικόνας

Ο Ντίμιταρ Βλαχώφ γεννήθηκε το 1878 στο Κιλκίς. Το 1908 εκλέχθηκε στην οθωμανική Βουλή με το φεντεραλιστικό Λαϊκό Ομοσπονδιακό Κόμμα. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, εντάχθηκε στη διπλωματική υπηρεσία της Βουλγαρίας, ενώ το 1920 έγινε μέλος της «αυτονομιστικής» ΕΜΕΟ του Αλεξαντρόφ, εκπροσωπώντας την αριστερή της πτέρυγα και αναλαμβάνοντας τις διαπραγματεύσεις με την Κομιντέρν. Έμεινε πιστός στην τελευταία μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων και εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ-ενωμένη και το Κ.Κ.Β.: η «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ εξέδωσε τότε θανατική καταδίκη εναντίον του, χωρίς όμως να πετύχει τη δολοφονία του. Έγινε εμβληματική μορφή της σλαβομακεδονικής Αριστεράς και, με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, στέλεχος της κομμουνιστικής κυβέρνησης της γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όπου και πέθανε το 1952.
Πηγή εικόνας


Η ιστορία του κινήματος για μακεδονική αυτονομία/ανεξαρτησία μας δυσκολεύει κάπως να το κατανοήσουμε με σημερινούς όρους. Ήταν έκφραση ενός βουλγάρικου αλυτρωτισμού ή ενός ακόμα ανώριμου σλαβομακεδονικού εθνικισμού; Ή μήπως ενός ντόπιου πατριωτισμού που ήθελε να υπερβεί τις εθνοτικές διαχωριστικές γραμμές; Ή όντως μιας αριστερής σύνδεσης της ιδέας της ταξικής πάλης με πανβαλκανικούς στόχους; Μπορεί να ήταν όλα αυτά μαζί ή και κανένα ακριβώς.

Η φεντεραλιστική τάση είναι κατά τη γνώμη μου η πιο ενδιαφέρουσα όψη αυτού του κινήματος. Είναι λογικό να είναι κάποιος λίγο «δύσπιστος» απέναντι σε αυτήν: παρά τις προσπάθειες να τραβήξει άλλες εθνοτικές ομάδες, παρέμεινε κάτι σχεδόν αποκλειστικά σλαβικό – και τελικά, κατέληξε να στηρίζει μια εθνική ιδέα, όχι τόσο διαφορετική από τις υπόλοιπες βαλκανικές. Το να την δούμε όμως μόνο σαν μια πιο αριστερή παραλλαγή σλαβικού εθνικισμού, θα ήταν μάλλον άδικο. Όπως και να έχει, μάλλον δεν είναι τυχαίο, που οι ιδέες μιας πανβαλκανικής ομοσπονδίας (είτε από σλαβόφωνους φεντεραλιστές είτε από Εβραίους της Φεντερασιόν) βρήκαν την πιο δυναμική τους έκφραση στη Μακεδονία. Οι εθνικά ανάμικτες περιοχές δεν έχουν μόνο τη δύναμη να χωρίζουν, αλλά και να ενώνουν.


*¹ Προς αποφυγή (των πάντα εύκολων, όταν πρόκειται για το Μακεδονικό) παρεξηγήσεων: ο όρος «Μακεδόνες» δεν χρησιμοποιείται εδώ με την εθνοτική έννοια που του δίνουν σήμερα οι Σλαβομακεδόνες, αλλά με την καθαρά γεωγραφική έννοια όλων των κατοίκων της ευρύτερης Μακεδονίας, ανεξαρτήτως εθνότητας.

*² Οι Σλαβομακεδόνες αναφέρονται στα τρία τμήματα, στα οποία τριχοτομήθηκε η Μακεδονία, ως εξής: η (πρώην σέρβικη και νυν ανεξάρτητη) «Μακεδονία του Βαρδάρη», η (βουλγάρικη) «Μακεδονία του Πιρίν» και η (ελληνική) «Μακεδονία του Αιγαίου».


Πηγές

  • Βλασίδης, Βλάσης (1997): Η αυτονόμηση της Μακεδονίας – από τη θεωρία στην πράξη. Σε: Γούναρης Βασίλης, Μιχαηλίδης Ιάκωβος, Αγγελόπουλος Γιώργος: Ταυτότητες στην Μακεδονία, σ. 63-88.
  • Banac, Ivo (1984): The National Question in Yugoslavia: Origins, History, Politics.
  • Bechev, Dimitar (2009): Historical Dictionary of the Republic of Macedonia (Historical Dictionaries of Europe).
  • Mishkova, Diana M. (2009): We, the People: Politics of National Peculiarity in Southeastern Europe.
  • Rossos, Andrew (2008): Macedonia and the Macedonians: A History.
  • Roudometof, Victor (2002): Collective Memory, National Identity, and Ethnic Conflict: Greece, Bulgaria, and the Macedonian Question.

Ρωσικη Επανασταση: μια μεταοθωμανικη αποψη

Κλασσικό

Στη χρονιά που φεύγει, ζήσαμε την εκατοστή επέτειο ενός από τα πιο συνταρακτικά γεγονότα των τελευταίων αιώνων: της Ρωσικής Επανάστασης. Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει ο καθένας γι’ αυτήν, δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει ότι ήταν ένας σταθμός για την παγκόσμια Ιστορία. Πέρα όμως από την παγκόσμια επίδραση, πώς μπορούμε να το δούμε ειδικά από την άποψη της περιοχής που αποτελούσε κάποτε την Οθωμανική Αυτοκρατορία; Το κλείσιμο ενός αιώνα μας δίνει ίσως μια καλή αφορμή για να ασχοληθούμε με αυτό το ερώτημα.

Η Ανατολική Μεσόγειος το 1917

Το 1917, η περιοχή βρισκόταν στα τελευταία στάδια μιας μακριάς μετάβασης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην εποχή των σύγχρονων κρατών. Η Αυτοκρατορία υπήρχε ακόμη, ήταν όμως σκιά του παλιού εαυτού της. Είχε χάσει σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά  και αφρικανικά της εδάφη και πάλευε (με μικρή επιτυχία) να κρατήσει τα ασιατικά. Ακόμα και ο ίδιος ο τίτλος «Οθωμανική» ήταν μόνο τυπικός, αφού αντί του Οθωμανού Σουλτάνου την πραγματική εξουσία ασκούσε μια ομάδα αξιωματικών.

Οι εθνικές ιδέες έμοιαζαν να απλώνονται παντού. Στα Βαλκάνια, τα νέα εθνικά κράτη είχαν καθιερωθεί και βρίσκονταν στη μέση ενός σκληρού και αιματηρού ανταγωνισμού για εδάφη. Και στη Μικρά Ασία όμως, η ιδέα του τουρκικού εθνικισμού ανέβαινε, με πρώτο θύμα τις χριστιανικές και ιδίως τις αρμενικές κοινότητες. Στις νότιες κτήσεις της Αυτοκρατορίας είχε ήδη ξεκινήσει η πρώτη μεγάλη εθνική αραβική εξέγερση, με την ενθάρρυνση των Άγγλων. Οι τελευταίοι έθεσαν την ίδια χρόνια με τη Διακήρηξη Μπάλφουρ τη βάση για την εξάπλωση ενός ακόμα εθνικού κινήματος, του σιωνιστικού.

Η μόνη δύναμη που έμοιαζε ίσως πιο δυνατή από τα εθνικά κινήματα ήταν η αποικιοκρατία. Η Βόρεια Αφρική μαζί με την Κύπρο βρίσκονταν ήδη σε τέτοιο καθεστώς, ενώ οι Αγγλογάλλοι μόλις πριν έναν χρόνο είχαν συμφωνήσει και για την αποικιοποίηση της υπόλοιπης Μέσης Ανατολής, περιμένοντας το τέλος του πολέμου.

Αποικίες ή μη, οι κοινωνίες της Ανατολικής Μεσογείου ήταν γενικά αγροτικές και οικονομικά καθυστερημένες. Σε μια περιοχή με ελάχιστη βιομηχανία, μικρή εργατική τάξη και με άλυτα εθνικά ζητήματα, το εργατικό κίνημα ήταν ακόμα αδύναμο και οι σοσιαλιστικές  ιδέες είχαν μάλλον περιορισμένη εξάπλωση.

Η Επανάσταση και οι συνέπειές της

Η Επανάσταση στη Ρωσία όμως δεν άφησε ανεπηρέαστες τις μετα-οθωμανικές κοινωνίες. Στον απόηχό της στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία (τότε ακόμα Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων), τα Κομμουνιστικά Κόμματα πέτυχαν πολύ νωρίς εντυπωσιακά αποτελέσματα στις εκλογές: 12% στη Γιουγκοσλαβία το 1920, 18% στη Βουλγαρία το 1919. Στις επόμενες δεκαετίες, τα κόμματα της Τρίτης Διεθνούς έπαιξαν σημαντικό πολιτικό ρόλο και σε άλλες χώρες, από την Ελλάδα και την Κύπρο ως το Ιράκ. Εθνικά κινήματα όπως των Κούρδων στην Τουρκία ή και ένα τμήμα του παλαιστινιακού συνδέθηκαν με τη μαρξιστική-λενινιστική παράδοση (πόσο επιφανειακά ή βαθιά, είναι ένα άλλο ερώτημα). Ακόμα και άλλες πολιτικές δυνάμεις, χωρίς να ταυτίζονται μ’ αυτήν την παράδοση, θεώρησαν χρήσιμο να υιοθετήσουν στοιχεία της ταξικής και αντιιμπεριαλιστικής ρητορικής της.

Δύσκολα μάλλον θα συνέβαιναν όλα αυτά χωρίς την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ήταν ένα πετυχημένο παράδειγμα κατάληψης της εξουσίας σε μια οικονομικά καθυστερημένη χώρα όπως η Ρωσία και λογικά θα γινόταν πηγή έμπνευσης για τμήματα του πληθυσμού στις επίσης υπανάπτυκτες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Το ότι η σοβιετική Ρωσία βρέθηκε να παλεύει με επιτυχία ενάντια στις αστικές τάξεις των δυτικών χωρών, ήταν σημαντικό όταν οι μετα-οθωμανικές κοινωνίες βρίσκονταν όχι μόνο έμμεσα (όπως στην Ελλάδα) αλλά (στην περίπτωση των αποικιών και των περιοχών εντολής) και άμεσα υπό τη διοίκηση ακριβώς αυτών των χωρών.

Μια νέα προοπτική για τα εθνικά ζητήματα

Σίγουρα όπως και σε όλον τον κόσμο, έτσι και στην Ανατολική Μεσόγειο η Ρωσική Επανάσταση ενίσχυσε τη χειραφέτηση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και την ιδέα ότι αυτά μπορούν να έχουν λόγο στα πολιτικά και άλλα θέματα. Ειδικά όταν μιλάμε για τη συγκεκριμένη περιοχή, υπάρχει όμως και κάτι άλλο που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Η πρώην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι ακόμα και σήμερα ένα κράμα πολλών διαφορετικών θρησκειών και γλωσσών – πολύ περισσότερο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Oι ιδέες που κυριαρχούσαν μέχρι τότε έβαζαν τη δημιουργία ή/και την επέκταση του έθνους-κράτους ως προτεραιότητα. Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να οριστεί το έθνος και άρα να αποφασιστεί ποιος συμπεριλαμβάνεται και ποιος αποκλείεται απ’ αυτό. Ακόμα και με τον πιο ευρύ ορισμό, ήταν πρακτικά αδύνατο να αποφύγει κάποιος τους αποκλεισμούς.

Μάλλον δεν είναι τυχαίο το ότι ο μαρξισμός στην περιοχή μας βρήκε νωρίς ανταπόκριση από μέλη εθνο-θρησκευτικών μειονοτήτων. Στους κόλπους της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης υπήρξε νωρίς μια στροφή προς σοσιαλιστικές ιδέες με την ίδρυση της Φεντερασιόν. Στη σύγχρονη Τουρκία τέτοιες ιδέες γνώρισαν σε επόμενες δεκαετίες μεγάλη εξάπλωση ανάμεσα στους Αλεβίτες, ενώ αργότερα και το κουρδικό εθνικό κίνημα συνδέθηκε με τον μαρξισμό-λενινισμό. Ανάλογες παρατηρήσεις μπορεί να κάνει κάποιος και στις αραβικές χώρες: ο ιστορικός ηγέτης του Κ.Κ. του Ιράκ ήταν Χριστιανός Ασσύριος, αυτός του Κ.Κ. Συρίας και Λιβάνου ήταν Κούρδος, ενώ αυτός του Λ.Μ.Α.Π. (της πιο μεγάλης δύναμης της παλαιστινιακής Αριστεράς) είχε ορθόδοξη χριστιανική καταγωγή. Και στην Αίγυπτο στις απαρχές του κομμουνιστικού κινήματος έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι Εβραίοι. Στα πλαίσια αυτών των κινημάτων, τα μέλη των μειονοτήτων αντιμετωπιζόντουσαν ως αναμφισβήτητα ισότιμοι.

Μπορούμε ίσως να πούμε ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση προσέφερε για τους λαούς της περιοχής μας ένα νέο, λιγότερο ανταγωνιστικό πρότυπο στη διαχείριση των εθνικών ζητημάτων; Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης για τις διάφορες εθνότητες της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ήταν κεντρικό σύνθημα των Μπολσεβίκων. Άσχετα με το πόσο ουσιαστικά εφαρμόστηκε αυτό αφού πήραν την εξουσία, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το πρωτοποριακό στοιχείο της έστω τυπικής αναγνώρισης των διάφορων εθνοτήτων ως ισότιμες προς τη ρωσική.

Έτσι εμπνεύστηκαν ίσως όσοι έλπιζαν ότι η μετάβαση των μετα-οθωμανικών κοινωνιών στη σύγχρονη εποχή μπορούσε να γίνει χωρίς εθνοκαθάρσεις και αποκλεισμούς. Στους κομμουνιστικούς κύκλους των Βαλκανίων του πρώτου μισού του προηγούμενου αιώνα κυκλοφορούσε η ιδέα μιας σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας, που θα υπερέβαινε τους εθνικούς ανταγωνισμούς. Στην Κύπρο οι αριστερές δυνάμεις, παρά τις πολιτικές θέσεις που πήραν κατά καιρούς, καλλιέργησαν τουλάχιστον μια παράδοση συνεργασίας των δύο κοινοτήτων. Στο Λίβανο το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν μάλλον το μόνο που ήταν πραγματικά πολυσυλλεκτικό και δεν ήταν συνδεδεμένο με μια συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα¹.

Ρωσική Επανάσταση, 100 χρόνια μετά

Τον περασμένο Νοέμβρη διοργανώθηκε στην Κωνσταντινούπολη συνέδριο με τίτλο: «1917-2017: Η Ρωσική Επανάσταση και ο (Μετα-)Οθωμανικός Κόσμος». Πιστεύω ότι είναι ένα θέμα που αξίζει να μας απασχολήσει, τώρα που υπάρχει και μια χρονική απόσταση που μας επιτρέπει να το δούμε πιο καθαρά. Σε αυτό το άρθρο δεν μπορούσαν φυσικά παρά να γίνουν μόνο μερικές βασικές σκέψεις.

Το σίγουρο είναι ότι η επιρροή της Ρωσικής Επανάστασης δεν περιορίζεται σε στοιχεία που συνδέονται εύκολα και άμεσα με αυτήν. Τα σημερινά χαμηλά εκλογικά ποσοστά των «γνήσιων» μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων δεν φτάνουν για να συμπεράνουμε ότι η Επανάσταση είναι ένα γεγονός χωρίς ενδιαφέρον για τις μετα-οθωμανικές κοινωνίες του 21ου αιώνα. Αντίθετα, αν δούμε το θέμα από μια πιο πλατιά οπτική γωνία, θα μπορέσουμε ίσως να διακρίνουμε τα ίχνη της σε πολλούς διαφορετικούς τομείς. Η κληρονομιά της Επανάστασης μπορεί έτσι να αποδειχτεί  για την περιοχή μας πιο βαθιά απ’ ό,τι ίσως φαντάζονται πολλοί.


¹ Η Souha Bechara στο βιβλίο της «Αντίσταση», για να δικαιολογήσει την ένταξη της στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ανέφερε ότι πιο σημαντικό κίνητρο γι’ αυτήν δεν ήταν ταξικό, αλλά εθνικό: οι κομμουνιστές ήταν αυτοί που προωθούσαν την ενότητα του λιβανέζικου έθνους και την υπέρβαση των θρησκευτικών διαχωρισμών.

Αγροτες στην εξουσια 2: Ρουμανια, Κροατια, Ελλαδα

Κλασσικό

Θέμα του προηγούμενου άρθρου ήταν ο βουλγαρικός αγροτισμός, ο οποίος μοιάζει να ξεχωρίζει τόσο για την γρήγορη άνοδο του στην εξουσία όσο και για τον ριζοσπαστισμό του. Δεν ήταν όμως η μόνη εκδοχή αγροτικής ιδεολογίας που κατάφερε να παίξει σημαντικό ρόλο στα Βαλκάνια. Ας δούμε λίγο και κάποιες άλλες περιπτώσεις, την κάθε μια με τις ιδιαιτερότητές της.

Κροατία: ένα αγροτικό κόμμα για ένα αγροτικό έθνος

Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου και την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, γεννήθηκε πάνω στα συντρίμμια της μεταξύ άλλων και το Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων: η μετέπειτα Γιουγκοσλαβία. Οι Κροάτες ήταν απλά η δεύτερη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα του νέου κράτους. Ήταν όμως μια δική τους οργάνωση, που θα ξεχώριζε νωρίς στην πολιτική ζωή του βασιλείου: το Κροατικό Αγροτικό Κόμμα (HSS) των αδελφών Στιέπαν και Αντούν Ράντιτς.

Το κόμμα είχε ήδη ιδρυθεί στα χρόνια της Αυστροουγγαρίας. Κύριος σκοπός του ήταν να εξασφαλίσει τα «οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα» της κροατικής αγροτιάς, δηλαδή της συντριπτικής πλειοψηφίας του κροατικού λαού, με τελικό σκοπό τη δημιουργία ενός «αγροτικού κράτους». Αυτόν τον σκοπό συνέχιζε θεωρητικά να υπηρετεί και με τη νέα πολιτική κατάσταση. Ο εχθρός όμως ήταν τώρα η συγκεντρωτική κυβέρνηση στο Βελιγράδι. Το κόμμα συνδέθηκε επομένως στενά με το κροατικό αίτημα για αυτοδιάθεση (είτε στα πλαίσια μιας γιουγκοσλαβικής (συν-)ομοσπονδίας είτε εκτός αυτής) και βρέθηκε έτσι στην κορυφή ενός ολόκληρου εθνικού κινήματος.

Ο Στιέπαν Ράντιτς γεννήθηκε το 1871 στη Σλαβονία. Ήταν το ένατο από ένδεκα παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε και τα σοβαρά προβλήματα όρασης που αντιμετώπιζε, κατάφερε χάρη στον δυναμικό του χαρακτήρα να μορφωθεί και να γίνει ο ηγέτης ενός πραγματικού λαϊκού κινήματος. Το 1928 δολοφονήθηκε μέσα στη γιουγκοσλαβική Βουλή και έγινε έτσι μάρτυρας της κροατικής εθνικής ιδέας.
Πηγή εικόνας

Η προτεραιότητα του εθνικού αγώνα απαιτούσε φυσικά μια συνεννόηση και με τα κροατικά αστικά στρώματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ταξική ανάλυση ξεχάστηκε. Η ίδια η ιδέα ενός αγροτικού κόμματος βασιζόταν στην αντίθεση με τη «διεφθαρμένη» κροατική αστική ελίτ και διανόηση, η οποία περιφρονούσε την αγροτιά, δηλαδή (στα μάτια του Ράντιτς) τον λαό. Ο θεωρητικός του κόμματος Ρούντολφ Χέρτζεγκ έβλεπε την κυριαρχία της αγροτικής τάξης ως αυτήν που θα πετύχαινε να ενώσει το έθνος: χάρη στις «αξίες του αγρότη» και την ηθική τους ανωτερότητα, ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να πραγματοποιήσουν έναν τέτοιο στόχο χωρίς να καταπιέζουν άλλες τάξεις. Το κόμμα έδωσε εξάλλου μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση και στην προώθηση ενός «αγροτικού πολιτισμού».

Το Κ.Α.Κ. κατάφερε με εντυπωσιακή ταχύτητα και επιτυχία να γίνει ο κύριος εκπρόσωπος της κροατικής αγροτιάς και των Κροατών γενικά – και παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Από το 1939 μάλιστα, όταν παραχωρήθηκε αυτονομία στην Κροατία, ανέλαβε και την τοπική διακυβέρνηση. Ο διπολισμός της κροατικής κοινωνίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο, ανάμεσα στην φιλοφασιστική Ουστάσα και τους κομμουνιστές Παρτιζάνους, δεν του άφησε μεν πολλές δυνατότητες να επιβιώσει. Η παράδοσή του όμως παραμένει ένα κεντρικό συστατικό στη δημιουργία της σύγχρονης Κροατίας.

Ρουμανία: ποπορανισμός και Εθνικό Αγροτικό Κόμμα

Η Ρουμανία ήταν κι αυτή μια πλειοψηφικά αγροτική χώρα, όπου μάλιστα το αγροτικό ζήτημα ήταν ιδιαίτερα έντονο: αποτέλεσμα του ήταν και η μεγάλη αγροτική εξέγερση του 1907. Ήταν επόμενο ότι οι πολιτικές-ιδεολογικές συζητήσεις στις αρχές του 20ού αιώνα περιστρεφόντουσαν γύρω από την κατάσταση της αγροτιάς.

Ένα από τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, επηρεασμένο από τον ρωσικό λαϊκισμό, ήταν ο ποπορανισμός (ποπόρ: λαός στα ρουμάνικα). Οι ποπορανιστές αναζητούσαν τον εκσυγχρονισμό μέσα από την οικονομική και κοινωνική πρόοδο της αγροτιάς, διατηρώντας τον αγροτικό χαρακτήρα της χώρας. Βάση για αυτό θα ήταν η ενίσχυση της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας και η οργάνωση της στη βάση συνεταιρισμών. Από τέτοιες αναλύσεις δεν έλειπε και μια σημαντική δόση εθνικισμού: μιλάμε  εξάλλου για μια εποχή, όπου πολλοί Ρουμάνοι ζούσαν ακόμα κάτω από την αυστροουγγρική ή ρωσική κυριαρχία.

Από αυτήν την κατάσταση ξεπήδησαν μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου οργανώσεις που οραματίζονταν ένα «κράτος των αγροτών», έναν τρίτο δρόμο ανάμεσα στον αστικό καπιταλισμό και τον μπολσεβικισμό. Η πιο σημαντική απ’ αυτές, το Αγροτικό Κόμμα (PŢ), ενώθηκε το 1926 με το κυρίως τρανσυλβανικό Εθνικό Ρουμανικό Κόμμα (PNR). Κοινός εχθρός ήταν το πολιτικό κατεστημένο στο Βουκουρέστι. Έτσι γεννήθηκε το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα (PNŢ): το 1928 βγήκε πρώτο με μεγάλη διαφορά στις εκλογές.

Το έμβλημα του Εθνικού Αγροτικού Κόμματος. Πηγή εικόνας

Το κόμμα συμμετείχε σε διάφορες κυβερνήσεις του Μεσοπολέμου, η προέλευση του όμως ως συμμαχικό σχήμα έκανε αναγκαστικά και την ιδεολογία του λιγότερο ξεκάθαρη. Αν μια ιδεολογική τάση έμοιαζε να κυριαρχεί, αυτή ήταν τελικά μάλλον η εθνική – προς απογοήτευση των πιο ριζοσπαστών αριστερών αγροτιστών, κάποιοι από τους οποίους αποχώρησαν. Ως κυβερνητικό κόμμα δεν φαίνεται να πραγματοποίησε τελικά αρκετές μεταρρυθμίσεις προς όφελος των αγροτών. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι, σε αντίθεση με τους Βούλγαρους και τους Κροάτες «ομοϊδεάτες», η ηγεσία του ενιαίου κόμματος είχε περισσότερο αστική παρά αγροτική προέλευση.

Το κόμμα αποδυναμώθηκε τόσο από την άνοδο της ακροδεξιάς Σιδηράς Φρουράς, η οποία είχε απήχηση στους φτωχούς και νέους αγρότες, όσο και χάρη στην πίεση του παλατιού και των παλαιοκομματικών. Τελικά, το ΕΑΚ  μάλλον δεν κατάφερε να προσφέρει κάτι ουσιαστικά νέο στην πολιτική ζωή της Ρουμανίας: αντί για μια πραγματική πολιτική έκφραση των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, έγινε κι αυτό ένα κόμμα «από τα πάνω προς τα κάτω», μέρος του ίδιου αναποτελεσματικού συστήματος, το οποίο σκόπευε θεωρητικά να ανατρέψει.

Ελλάδα: από το Κιλελέρ στο ΕΑΜ

Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ αγροτικό κόμμα ανάλογο με αυτό της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας ή της Κροατίας, παρά το ότι κι εδώ οι αγρότες αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού και είχαν παρόμοια προβλήματα. Είναι αλήθεια πως δεν θα χρειαζόταν καν να αναφερθεί ως περίπτωση βαλκανικού αγροτισμού, αν δεν είχαμε ειδικό ενδιαφέρον για τη χώρα και δεν θέλαμε να κάνουμε τη σύγκριση.

Αγροτικό κίνημα υπήρχε φυσικά από την εποχή του Μαρίνου Αντύπα και της εξέγερσης του Κιλελέρ, δεν κατάφερε όμως ποτέ να βρει μια πετυχημένη αυτόνομη πολιτική έκφραση. Οι πιθανές εξηγήσεις που έχουν προταθεί γι’ αυτό (βλ. Σάρρας, Mouzelis) είναι πολλές. Ο Εθνικός Διχασμός παρέσυρε μεγάλο μέρος της αγροτιάς στον ανταγωνισμό μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών. Επίσης, η εικόνα της ελληνικής υπαίθρου ήταν πιο σύνθετη. Οι μεγάλες διαφορές στην κατάσταση της ιδιοκτησίας (βλέπε π.χ. τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας σε αντίθεση με την μικροϊδιοκτησία της Πελοποννήσου), στον προσανατολισμό της γεωργίας (στην Πελοπόννησο επικεντρώθηκε π.χ. από νωρίς στην παραγωγή σταφίδας για τη διεθνή αγορά, αντί στην αυτοσυντήρηση), αλλά και η διαφορετική προέλευση των αγροτών μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την εγκατάσταση προσφύγων στα χωριά: όλα αυτά μάλλον δεν διευκόλυναν το έργο των επίδοξων αγροτιστών πολιτικών.

Αγροτικά κόμματα πάντως άρχισαν να ιδρύονται στη δεκαετία του ’20, κυρίως με προέλευση από τον βενιζελικό χώρο. Πιο σημαντικό ήταν το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος.  Η μεγαλύτερη εκλογική επιτυχία του ήταν το 1932, όταν πήρε 6% των ψήφων και εξέλεξε 15 βουλευτές. Συνεργάστηκε σε διάφορες φάσεις με το ΚΚΕ και το 1941 ήταν ένα από τα τέσσερα κόμματα που ίδρυσαν μαζί το ΕΑΜ.

Ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος (1887-1951) ήταν ανάμεσα στα ιδρυτικά και πιο γνωστά στελέχη του ΑΚΕ. Αποχώρησε το 1942 διαφωνώντας με την ένταξη στο ΕΑΜ, αλλά το 1950 συνεργάστηκε με τη Δημοκρατική Παράταξη, τον εκλογικό συνασπισμό της Αριστεράς.
Πηγή εικόνας

Στη συνεργασία δεν έλειπε η εσωτερική κριτική και οδήγησε και σε διασπάσεις. Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία υπό τον Κώστα Γαβριηλίδη παρέμεινε πιστή σ’ αυτήν και το κόμμα ακολούθησε στα μεταπολεμικά χρόνια τη γενική πορεία της Ελληνικής Αριστεράς: απαγορεύτηκε, στελέχη του συμμετείχαν στον αγώνα του ΔΣΕ και εκτελέστηκαν, εξορίστηκαν ή διέφυγαν σε χώρες του ανατολικού μπλοκ, ενώ μετά τον εμφύλιο έπαιξαν ρόλο και στην ΕΔΑ. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός αγροτισμός τοποθετήθηκε καθαρά στον ευρύτερο αριστερό χώρο.

Αγροτισμός: μια βαλκανική ιδεολογία;

Ο αγροτισμός δεν είναι μια ενιαία ιδεολογία, εύκολη να ερμηνευθεί με τα σημερινά μας μέτρα. Δύσκολα μπορεί κάποιος να την κατατάξει στα κλασικά σχήματα Δεξιάς-Αριστεράς. Αναφερόταν μεν σε μια καταπιεσμένη τάξη, αρνήθηκε όμως τον δρόμο της βίαιης επανάστασης και στόχευε (τουλάχιστον ανά περίπτωση) στην εθνική ενότητα. Μπορούσε να συνδέεται με εθνικά κινήματα (ακόμα και να ταυτίζεται μαζί τους, όπως στην Κροατία), όπως και να θέλει να υπερβεί τα εθνο-κρατικά σύνορα (βλ. Βουλγαρία). Δεν έλειπαν οι αντισημιτικές τάσεις, ιδιαίτερα στη κροατική και ρουμανική περίπτωση – κάτι μάλλον αναμενόμενο, από τη στιγμή που οι Εβραίοι ήταν μια κοινότητα που κατοικούσε κυρίως στις πόλεις. Παρ’ όλα αυτά, τα αγροτικά κόμματα δεν έδειξαν πολλές αντιδημοκρατικές ή φιλοφασιστικές διαθέσεις, κάτι που για την εποχή στην οποία δρούσαν (την εποχή δηλαδή του Μουσολίνι και του Χίτλερ, όταν η μια μετά την άλλη βαλκανική χώρα μετατρεπόταν σε βασιλική δικτατορία, ενίοτε φιλική προς τον Άξονα) έχει τη σημασία του.

Όταν ο αγροτισμός εμφανίστηκε στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, προσπάθησε να παρουσιαστεί ως ο τρίτος δρόμος ανάμεσα στον αστικό καπιταλισμό και τον μαρξιστικό κομμουνισμό. Παρά τις διαφορές τους, κοινό ανάμεσα σ’ αυτά τα κόμματα ήταν ο στόχος να εκπροσωπήσουν τα αγροτικά στρώματα στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα, το οποίο μέχρι τότε ήταν ιδιοκτησία των αστικών ελίτ και απέκλειε την αγροτιά. Δεν αποδέχονταν την εκβιομηχάνιση κατά το δυτικό μοντέλο ως αναπόφευκτη εξέλιξη, αλλά πίστευαν ότι ο αγροτικός χαρακτήρας της οικονομίας των χωρών τους μπορούσε και έπρεπε να διατηρηθεί. Κοινή ήταν φυσικά (μάλλον αναπόφευκτα, όταν κάποιος προσπαθεί να εκπροσωπήσει μικροϊδιοκτήτες αγρότες) και η σημασία που δινόταν στην ατομική ιδιοκτησία, κάτι που δημιουργούσε αυτόματα μια απόσταση από τους κομμουνιστές. Από την άλλη, αυτά τα κόμματα προσπάθησαν να προωθήσουν και τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, αντιλαμβανόμενα πως μόνο έτσι ήταν δυνατόν να επιβιώσουν οι αγρότες στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Κοιτάζοντας σήμερα πίσω προς αυτήν την εποχή, δηλαδή το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, και συγκρίνοντας την με το παρόν, δεν μπορεί κάποιος παρά να κάνει μια απλή παρατήρηση. Τότε η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού των Βαλκανίων ήταν αγρότες. Σήμερα, είναι παντού μια μειοψηφία που συρρικνώνεται συνεχώς. Η ραγδαία αστικοποίηση είναι αναμφισβήτητα από τις πιο εντυπωσιακές αλλαγές που γνώρισαν οι βαλκανικές κοινωνίες στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Η παρακμή των αγροτικών κομμάτων μοιάζει επομένως φυσιολογική εξέλιξη – ακόμα κι αν δεν λάβει υπόψη κάποιος τις διώξεις εναντίον τους ή και τα δικά τους λάθη.

Την περίοδο της ανόδου τους μπορούμε όμως να τη δούμε και από μια άλλη άποψη. Δεν ήταν απλά μια εποχή όπου οι αγρότες ήταν πλειοψηφία – αυτό εξάλλου ίσχυε και στα προηγούμενα χρόνια. Ήταν η περίοδος όπου οι αγρότες βρέθηκαν αντιμέτωποι με την καπιταλιστική ανάπτυξη: κάπως έπρεπε να ανταποκριθούν σ’ αυτήν.

Πολλοί απ’ αυτούς τους αγρότες είχαν μόλις γίνει ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες, αφήνοντας οριστικά πίσω τους τα απομεινάρια της δουλοπαροικίας. Αυτό όμως καθόλου δεν σήμαινε ότι βελτιώθηκε ριζικά η ζωή τους και ότι λύθηκαν τα προβλήματα τους. Οι περισσότεροι ζούσαν ακόμα στη φτώχεια, χωρίς πρόσβαση στα αγαθά του σύγχρονου πολιτισμού όπως η μόρφωση ή η ιατρική περίθαλψη, ενώ έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης από τους τοκογλύφους και μεσάζοντες. Η εξασφάλιση ευνοϊκών δανείων, η εισαγωγή νέων γεωργικών τεχνικών, ο εκσυγχρονισμός των υποδομών και η πρόσβαση σε υπηρεσίες όπως η παιδεία και η υγεία, ήταν όλα ακόμα ζητούμενα στη βαλκανική ύπαιθρο – και αυτά καλούνταν να υλοποιήσουν τα αγροτικά κόμματα.

Κάποιοι θα δουν ίσως τέτοια κινήματα ως μια τελευταία προσπάθεια να σωθεί ένας αγροτικός κόσμος που πέθαινε, μια προσπάθεια χωρίς καμιά ρεαλιστική πιθανότητα επιτυχίας, η οποία είχε αναπόφευκτα την κατάληξη που είχε. Παρ’ όλα αυτά, ήταν σίγουρα από τις πρώτες προσπάθειες να οργανωθούν μαζικά λαϊκά κινήματα σε ταξική βάση. Οι αγρότες, δηλαδή η πλειοψηφία του λαού σε όλες τις βαλκανικές χώρες, έπαψαν να είναι μια παθητική μάζα και διεκδίκησαν τον ρόλο τους στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα – με ιδεολογίες προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα των Βαλκανίων. Όσο κι αν πολλές φορές το αγνοούμε, ο αγροτισμός έπαιξε κι αυτός έναν κρίσιμο ρόλο για να περάσουν τα Βαλκάνια στη Νεωτερικότητα.


Πηγές:

 

Αγροτες στην εξουσια 1: Βουλγαρια

Ήχος

Όταν ακούμε για πάλη των τάξεων, ο νους μας πάει, λόγω της επιρροής της μαρξιστικής παράδοσης, συνήθως σ’ αυτήν ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη. Σπανιότερα σκέφτεται κάποιος τους αγρότες. Δεν έλειψαν όμως από τη σύγχρονη Ιστορία και οι προσπάθειες να αναπτυχθούν ιδεολογίες και πολιτικά κινήματα με πυρήνα την αγροτική τάξη. Τέτοιες προσπάθειες υπήρξαν και στα Βαλκάνια, με πιο σημαντικές αυτές σε τρεις χώρες: τη Βουλγαρία, την Κροατία και τη Ρουμανία.

«Αγροτισμός» είναι ο γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να καλύψει τέτοια κινήματα. Ανάλογα με τον τόπο ή τον χρόνο, πήρε διάφορες μορφές. Το κοινό ήταν η πίστη στην αξία της αγροτικής ζωής (σε μια εποχή που αυτή φαινόταν να απειλείται από την επέκταση του καπιταλισμού και την εκβιομηχάνιση), μαζί με την προσπάθεια να εκπροσωπηθούν τα συμφέροντα των αγροτών απέναντι σε ένα αστικό σύστημα, το οποίο έμοιαζε να είναι φτιαγμένο για να τους αποκλείει. Οι αγροτιστές έτειναν να ταυτίζουν την «αγροτιά» (που αποτελούσε ακόμα τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού)  με τον «λαό» γενικά – ως αντίδραση ίσως και στην υποτίμηση που αυτή εισέπραττε από τις αστικές ελίτ.

Η άνοδος και η πτώση του βουλγαρικού αγροτισμού

Όταν η Βουλγαρία δημιουργήθηκε ως αυτόνομο κρατίδιο το 1878, τα τσιφλίκια των Οθωμανών μοιράστηκαν στους απλούς χωρικούς. Το αποτέλεσμα ήταν να κυριαρχεί σχεδόν παντού η μικροϊδιοκτησία. Αυτοί οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας. Στην πολιτική όμως κυριαρχούσαν ο βασιλιάς μαζί με μια μικρή αστική τάξη, οι οποίοι είχαν ελάχιστη επαφή με την ύπαιθρο και περίπου αδιαφορούσαν για τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου: τον έβλεπαν το πολύ ως πηγή φορολογικών εσόδων και εύκολων ψήφων. Οι εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1890 ήταν ίσως σημάδι αυτής της αποξένωσης της βουλγαρικής αγροτιάς από τις νέες εθνικές ελίτ.

Βούλγαροι αγρότες σε απεικόνιση της Laura Lushington
Πηγή εικόνας

Σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, ιδρύθηκε το 1899 η Βουλγαρική Αγροτική Εθνική Ένωση (Β.Α.Ε.Ε.). Η έμπνευση γι’ αυτήν την κίνηση ήρθε κυρίως από ένα τμήμα της διανόησης, το οποίο δεν ήταν τόσο δεμένο με το καθεστώς και τις ελίτ, ούτε αποκομμένο από τις λαϊκές μάζες. Πιο συγκεκριμένα, κεντρικό ρόλο έπαιξαν δάσκαλοι των δημοτικών σχολείων στα χωριά, οι οποίοι λόγω της θέσης τους είχαν επαφή και με τους δύο διαφορετικούς κόσμους, τον «πρωτόγονο» αγροτικό και τον «πολιτισμένο» αστικό.

Σύντομα η ΒΑΕΕ κατάφερε να αποκτήσει ρίζες ανάμεσα στον αγροτικό κόσμο: ο οποίος, ας έχουμε υπόψη, τότε αποτελούσε ακόμα τα 4/5 του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αν και αρχικά οι σκοποί της ήταν κυρίως εκπαιδευτικοί-οικονομικοί (π.χ. να βελτιωθεί το μορφωτικό επίπεδο των αγροτών και να εκσυγχρονιστούν οι γεωργικές πρακτικές), πολλά στελέχη διέκριναν ότι τίποτα δεν μπορούσε να πετύχει χωρίς να αλλάξει και η πολιτική κατάσταση στη χώρα. Η Ένωση αποφάσισε τελικά να γίνει κανονικό πολιτικό κίνημα και το 1913 είχε ήδη εξελιχθεί στην πιο σημαντική δύναμη της αντιπολίτευσης, κερδίζοντας 21% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές.

Το τέλος των Βαλκανικών και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Βουλγαρία στη μεριά των ηττημένων. Η εικόνα των παλιών κυρίαρχων κομμάτων είχε καταστραφεί, μέσα στη γενική ατμόσφαιρα κρίσης από τις εδαφικές απώλειες, τις πολεμικές επανορθώσεις που έπρεπε να πληρώσει η χώρα, τον πληθωρισμό και την αυξημένη φορολογία. Έτσι άνοιγε ο δρόμος σε νέες πολιτικές δυνάμεις, όπως τους σοσιαλδημοκράτες, τους κομμουνιστές, αλλά και τους αγροτιστές.

Σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό επικράτησε τελικά η ΒΑΕΕ: κέρδισε τις εκλογές του 1919, παίρνοντας το 28% των ψήφων (για την Ιστορία: δεύτερο ήταν το κομμουνιστικό κόμμα με 18% και τρίτο το σοσιαλδημοκρατικό με 13%). Ο ηγέτης της Αλεξάνταρ Σταμπολίσκι σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με μικρότερα κόμματα, αλλά κήρυξε το 1920 πάλι εκλογές. Αυτήν την φορά κατάφερε να εξασφαλίσει αυτοδυναμία: για πρώτη φορά, ένα αγροτικό κόμμα αναλάμβανε μόνο του την εξουσία ενός βαλκανικού κράτους.

Ο Αλεξάνταρ Σταμπολίσκι γεννήθηκε το 1879 σε οικογένεια αγροτών στη Σλαβοβίτσα της Βουλγαρίας. Αφού σπούδασε σε αγροτικό κολέγιο στη Γερμανία, έγινε επιστρέφοντας στη χώρα του στέλεχος και σύντομα ηγέτης της ΒΑΕΕ. Το 1915 αντιτάχθηκε στη συμμετοχή της Βουλγαρίας στον Α’ Παγκόσμιο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και καταδικάστηκε από στρατοδικείο σε ισόβια. Απελευθερώθηκε με το τέλος του πολέμου και ανέλαβε ξανά την ηγεσία της ΒΑΕΕ.
Πηγή εικόνας

Ο Σταμπολίσκι δεν πρόλαβε να χαρεί για πολύ αυτήν την εντυπωσιακή επιτυχία. Η άρχουσα τάξη της Βουλγαρίας μπορεί να τον προτιμούσε από τους κομμουνιστές (οι οποίοι ήταν η επόμενη υπολογίσιμη δύναμη), αυτό δεν σημαίνει όμως ότι έβλεπε με συμπάθεια τον μεταρρυθμιστικό του ζήλο. Ο Σταμπολίσκι έσπασε το μονοπώλιο των εμπόρων στα δημητριακά, εισήγαγε την προοδευτική φορολογία στο εισόδημα και ξεκίνησε μια αναδιανομή της γης προς όφελος των πιο φτωχών, ορίζοντας τα 30 εκτάρια ως ανώτατο όριο γαιοκτησίας για μια οικογένεια. Αντικατέστησε τη στρατιωτική θητεία με μια γενική «θητεία εργασίας» (π.χ. σε δημόσια έργα), κάτι που φυσικά οι εχθροί του κατηγόρησαν ως δουλεία. Προώθησε επίσης την ίδρυση αγροτικών συνεταιρισμών, με σκοπό να απελευθερώσει τους φτωχούς αγρότες από την εξάρτηση από τους τοκογλύφους και τους μεσάζοντες.

Τέτοιες κινήσεις δεν μπορούσαν παρά να κάνουν τις βουλγαρικές ελίτ να τον βλέπουν με δυσπιστία.  Παράλληλα όμως, τα λάθη των ίδιων των αγροτιστών πολιτικών βοήθησαν στο να δυναμώσουν οι φωνές εναντίον του. Οι αυταρχικές τάσεις της νέας κυβέρνησης, μαζί με την γρήγορη εξάπλωση της διαφθοράς, έδειχναν προς τα έξω μια εικόνα που δεν διέφερε πολύ από τα προηγούμενα καθεστώτα.

Αυτό όμως που έμελλε να αποδειχτεί μοιραίο, ήτανε η αντιπολεμική και συμβιβαστική πολιτική του Σταμπολίσκι απέναντι στα γειτονικά κράτη. Υπογράφοντας τη συνθήκη του Νεϊγύ το 1919 και τη συμφωνία της Νις το 1923, ουσιαστικά εγκατέλειψε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία (τη σημερινή πΓΔΜ). Για τους Βούλγαρους-Μακεδόνες εθνικιστές, ήταν μια ασυγχώρητη προδοσία. Το Ιούνη του 1923 μέλη της οργάνωσής τους κατάφεραν να δολοφονήσουν τον Σταμπολίσκι: χαρακτηριστικά, του έκοψαν και το χέρι με το οποίο είχε υπογράψει τη συμφωνία με τους Σέρβους.

Η βουλγαρική Δεξιά κατάφερε σ’ αυτήν την αναταραχή να ξαναπάρει την εξουσία, και τη χρησιμοποίησε για να διώξει σκληρά τόσο τους κομμουνιστές όσο και τους αγροτιστές. Οι τελευταίοι, από τη στιγμή που έλειπε πλέον και ο χαρισματικός τους ηγέτης, δεν μπορούσαν παρά να περάσουν σε μια περίοδο παρακμής. Το 1931 το κόμμα έγινε ξανά νόμιμο, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να πλησιάσει αυτό που ήταν κάποτε.

Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η ΒΑΕΕ εξαφανίστηκε. Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, οι αγροτιστές συμμετείχαν αρχικά στην κυβέρνηση του «Πατριωτικού Μετώπου», η οποία σχηματίστηκε από όλες τις δυνάμεις που είχαν αντιταχθεί στον Άξονα, αλλά σύντομα κυριαρχήθηκε από τους κομμουνιστές. Η προσπάθεια της ΒΑΕΕ να εμποδιστεί το μονοπώλιο των κομμουνιστών στην εξουσία, κατέληξε σε αποτυχία και ο ηγέτης της εκτελέστηκε. Παρ’ όλα αυτά, οι κομμουνιστές ανέχθηκαν την ύπαρξη της (ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτήν, δηλαδή την αριστερή φιλοκομμουνιστική της πτέρυγα) και για τις επόμενες δεκαετίες: ήταν το μοναδικό κόμμα εκτός από το κομμουνιστικό που είχε αυτό το προνόμιο, έστω και μόνο για να δείχνει μια κάπως πιο δημοκρατική εικόνα για το καθεστώς.

Η θέση της ΒΑΕΕ στο πολιτικό φάσμα

Ο βουλγαρικός αγροτισμός είναι ένα ιδεολογικό ρεύμα που δύσκολα μπορεί κάποιος να εντάξει στα κλασικά σχήματα Δεξιάς-Αριστεράς, εθνικισμού-διεθνισμού, φιλελευθερισμού-συντηρητισμού. Κάποιοι τον τοποθετούν στο Κέντρο. Αυτό είναι όμως μάλλον αποτέλεσμα της δυσκολίας να τον κατατάξει κάποιος στην Αριστερά ή τη Δεξιά, παρά της ομοιότητας με αυτό που φανταζόμαστε σήμερα ως κεντρώο κόμμα. Θα μπορούσε ίσως κάποιος να τον θεωρήσει και ως ένα άλλο είδος Αριστεράς.

Τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση Σταμπολίσκι ήταν συχνά προοδευτικά και η ιδεολογία του είχε έντονα ριζοσπαστικά στοιχεία. Ο ίδιος ο Σταμπολίσκι απέρριπτε μεν τον κομμουνισμό πιστεύοντας στην ατομική ιδιοκτησία (κάτι που εξάλλου ήταν απαράβατος κανόνας για όποιον ήθελε να εκπροσωπήσει μια μάζα από μικροϊδιοκτήτες αγρότες). Ταυτόχρονα όμως προσπάθησε, όπως είδαμε, να προωθήσει την ιδέα των αγροτικών συνεταιρισμών, ως τη μόνη οδό που θα εξασφάλιζε πραγματική ελευθερία στους αγρότες.

Η αποτελούμενη από αγρότες παραστρατιωτική «Πορτοκαλί Φρουρά» που δημιούργησε ο Σταμπολίσκι, ήταν δραστήρια τόσο εναντίον των εχθρών από αριστερά (σημαντικός ήταν ο ρόλος της στην καταστολή της πολύμηνης απεργίας στις συγκοινωνίες, η οποία υποκινήθηκε από τους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες), όσο και αυτών από δεξιά (παλαιοκομματικοί, Μακεδόνες εθνικιστές). Επίσης, ο Σταμπολίσκι δεν φαίνεται να εκτιμούσε πολύ το πολυκομματικό σύστημα. Παρ’ όλα αυτά, όπως κάθε αγροτικό κόμμα, ήταν υπέρ της αποκέντρωσης και της αυτονομίας-αυτοδιοίκησης των αγροτικών κοινοτήτων. Ο αυταρχισμός της κυβέρνησης Σταμπολίσκι δεν ήταν κάτι τόσο διαφορετικό απ’ αυτόν που βλέπουμε σε όλες τις κυβερνήσεις της εποχής, είτε στη Βουλγαρία είτε στις γειτονικές χώρες.

Η παραστρατιωτική Πορτοκαλί Φρουρά ονομάστηκε έτσι από το επίσημο χρώμα της ΒΑΕΕ. Βοήθησε τόσο στο να καταπολεμηθούν οι πολιτικοί αντίπαλοι όσο και στην εφαρμογή των μέτρων της κυβέρνησης Σταμπολίσκι. Δεν κατάφερε όμως να υπερασπίσει την κυβέρνηση κατά το πραξικόπημα του 1923 και διαλύθηκε την ίδια χρονιά.
Πηγή εικόνας

Η εμμονή στη σημασία της «αγροτικής ζωής» και τις παραδοσιακές αγροτικές αξίες, μπορούν εύκολα να ερμηνευθούν ως συντηρητισμός. Η αγροτιστική κυβέρνηση ήταν όμως κι αυτή που έκανε τη δευτεροβάθμια παιδεία υποχρεωτική για όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, και έκτισε σχολεία σε όλη τη χώρα. Ο Σταμπολίσκι πίστευε σε μια εξελικτική πορεία της κοινωνίας, με κρίσιμο σημείο τη διάδοση των ιδεών των πολιτικών δικαιωμάτων στα κατώτερα στρώματα, κάτι που θα τους έκανε να ξεσηκωθούν ενάντια στα ανώτερα.

Ο άνθρωπος που οραματιζόντουσαν οι Βούλγαροι αγροτιστές δεν ήταν δηλαδή ο αμόρφωτος και πειθήνιος αγρότης των προηγούμενων αιώνων, αλλά ένας αγρότης με ευρεία μόρφωση, που ξέρει να διεκδικεί τα δικαιώματά του, και θα απολάμβανε και όλα τα αγαθά του σύγχρονου κόσμου (συγκοινωνίες, εκπαίδευση, ψυχαγωγία κ.ά.). Η ιδέα ότι η Βουλγαρία θα μπορούσε να κάνει το άλμα προς τον σύγχρονο πολιτισμό αποφεύγοντας τα κακά της εκβιομηχάνισης και διατηρώντας την αγροτική της ψυχή, μπορεί να μη φαίνεται ρεαλιστική, αλλά δεν είναι και τόσο απλά συντηρητική.

Όσο για τον αντισημιτισμό, ήταν μάλλον αναμενόμενο ότι δεν θα έλειπαν εντελώς  και στελέχη με τέτοιες απόψεις. Οι Εβραίοι ήταν εξάλλου μια κοινότητα που ζούσε σχεδόν αποκλειστικά στις πόλεις: ο πειρασμός να τους συνδέσει κάποιος με τη μισητή αστική διανόηση και ελίτ ήταν μεγάλος. Φαίνεται όμως ότι οι αντισημιτικές τάσεις ήταν σχετικά αδύναμες και εγώ τουλάχιστον δεν συνάντησα καμία αντισημιτική δήλωση ή πράξη του ίδιου του Σταμπολίσκι ή των πιο στενών συνεργατών του.

Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η σχέση του αγροτισμού με τον εθνικισμό. Σ’ ένα κόμμα που εκπροσωπούσε αγρότες δεμένους με τη γη τους, λογικά δινόταν σημασία στην τοπική ταυτότητα – δεν είχε όμως τον ίδιο χαρακτήρα με αυτήν των κλασικών εθνικιστών. Η αγροτιστική κυβέρνηση ακολούθησε ανεκτική πολιτική απέναντι στην τουρκική-μουσουλμανική μειονότητα της χώρας, η οποία εξάλλου αποτελούνταν επίσης κυρίως από αγρότες. Ο Σταμπολίσκι συμμετείχε στην «Πράσινη Διεθνή» και φαίνεται ότι οραματιζόταν κι αυτός, όπως και οι κομμουνιστές της εποχής, μια Βαλκανική Ομοσπονδία. Σ’ αυτήν έβλεπε τη μοναδική δυνατότητα της χώρας του να απαλλαχθεί από την εξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Στην εξωτερική πολιτική, ο Σταμπολίσκι απέρριψε τον αλυτρωτισμό, που χαρακτήριζε τις άλλες βουλγαρικές κυβερνήσεις της εποχής: γι’ αυτό εξάλλου και δολοφονήθηκε. Εκτός από τον συμβιβασμό με τους Σέρβους, ήταν από τους πρώτους που αναγνώρισαν το κεμαλικό κίνημα στην Τουρκία ως νόμιμη κυβέρνηση και ήταν υπέρ της εξομάλυνσης των σχέσεων με την Ελλάδα. Πριν τον Πόλεμο και όσο ήταν ακόμα αρχηγός της αντιπολίτευσης, όταν κατηγορήθηκε στη Βουλή ότι είναι «Σέρβος» λόγω της συμβιβαστικής του πολιτικής, απάντησε «δεν είμαι ούτε Σέρβος, ούτε Βούλγαρος: είμαι Νοτιοσλάβος». Για  μια περίοδο εθνικιστικού παροξυσμού, ήταν σίγουρα μια εντυπωσιακά τολμηρή δήλωση.


Ο βουλγαρικός αγροτισμός είναι μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία, στην οποία κατά την άποψη μου δεν έχουμε δώσει, ως κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, τη σημασία που της αξίζει. Στο επόμενο άρθρο το θέμα θα είναι τα αγροτιστικά κινήματα σε άλλες βαλκανικές χώρες, για να καταλήξουμε μετά σε μια συνολική αποτίμηση του βαλκανικού αγροτισμού.


Πηγές:

  • Μιχαήλ Π. Σάρρας (2014): Ο Αγροτισμός ως πολιτική τάση στα Βαλκάνια του Μεσοπολέμου – Διαμόρφωση δομών και κοινωνική εξέλιξη στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία (Εισαγωγή στη διδακτορική διατριβή).
  • Federal Research Division, Library of Congress ; edited by Glenn E. Curtis (1993): Bulgaria : a country study.
  • Jesse Rakoske (2012): War and Democratization – A Case Study: The Bulgarian experience of World War I.
  • Bell, John D. (1975): The genesis of Agrarianism in Bulgaria. In: Balkan Studies; 16.2: 73-92.
  • Eric D. Halsey (2012): New Nation, New Nationalism: Agrarian Theory and Policy in Bulgaria from 1919-1923.
  • Johan Eellend (2008): Agrarianism and Modernization in Inter-War Eastern Europe. In: Societal change and ideological formation among the rural population of the Baltic area 1880-1939; s. 35-56.
  • Nicos Mouzelis (1976): Greek and Bulgarian Peasants: Aspects of Their Sociopolitical Situation during the Interwar Period. In: Comparative Studies in Society and History. Vol. 18, No. 1, pp. 85-105