Πολεις ανατολικα του Ιορδανη

Κλασσικό

Ο Ιορδάνης δεν είναι μεγάλος ποταμός, σε παγκόσμια σύγκριση. Με συνολικό μήκος 251 χιλιόμετρα, είναι μικρότερος π.χ. από τον Αλιάκμονα. Παρ’ όλα αυτά, είναι πιο γνωστός από πολλούς ποταμούς που θα συναντήσουμε σε κάποια λίστα των μεγαλύτερων του κόσμου. Αυτό το οφείλει σε έναν συνδυασμό ιδιαίτερης γεωγραφίας και μιας ακόμα πιο ιδιαίτερης σχέσης με τις μεγαλύτερες θρησκείες του κόσμου. Χάρη σε αυτά, πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο φέρουν το όνομά του – κι επίσης, ένα κράτος.

Αυτό είναι το Βασίλειο της Ιορδανίας. Δεν είναι η μοναδική περίπτωση κράτους που πήρε το όνομά του από ποταμό: υπάρχουν π.χ. και η Νιγηρία, το Κογκό, η Παραγουάη. Η συγκεκριμένη ονομασία έχει όμως επιπρόσθετα πολιτικά νοήματα. Η χώρα είχε ονομαστεί αρχικά Υπεριορδανία, όταν ακόμα ήταν απλά μια περιοχή «εντολής» της Μεγάλης Βρετανίας. Ήταν δηλαδή η γη πέρα από τον Ιορδάνη, στην ανατολική του όχθη, στον δρόμο προς την αφιλόξενη Αραβική Έρημο. Όταν στον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948 ο στρατός του ανεξάρτητου πλέον βασιλείου διασώθηκε κάπως από την αραβική πανωλεθρία και κατάφερε να ελέγξει και μεγάλο μέρος της δυτικής όχθης, θεωρήθηκε πρέπον, ως επιβράβευση, να αλλάξει το όνομά του σε Ιορδανία. Το «Υπέρ» δεν είχε εξάλλου νόημα πια, αφού η επικράτεια εκτεινόταν και στις δύο όχθες του ποταμού.

Χάρτης της Ιορδανίας από το 1948 έως το 1967, όταν ακόμα άξιζε πραγματικά το όνομά της, ελέγχοντας και τις δύο όχθες του Ιορδάνη. Πηγή εικόνας

19 χρόνια αργότερα όμως, οι Ιορδανοί δεν μπόρεσαν να υπερασπιστούν τη νέα κτήση τους ενάντια στον ισραηλινό στρατό. Στις 7 Ιουνίου 1967, τρεις μόλις ημέρες από την έναρξη των εχθροπραξιών, ο τελευταίος έφτασε στον ποταμό και κατέλαβε ολόκληρη τη δυτική του όχθη. Η γη που άλλαξε χέρια για τρίτη φορά μέσα σε 50 χρόνια (από τους Οθωμανούς στους Βρετανούς, μετά στους Ιορδανούς και τέλος στους Ισραηλινούς) ονομάζεται έτσι μέχρι σήμερα: Δυτική Όχθη. Το λογικό θα ήταν και η Ιορδανία να επιστρέψει στο παλιό της όνομα, με το «Υπέρ» μπροστά – αν όχι άμεσα, τουλάχιστον το 1988, όταν και παραιτήθηκε επίσημα από κάθε διεκδίκηση στη Δυτική Όχθη, για χάρη ενός μελλοντικού ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.

Η θέα από το όρος Νέμπο λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μαντάμπα. Από εδώ λέγεται ότι αντίκρισε ο Μωυσής για πρώτη φορά τη γης της Επαγγελίας, μετά τη φυγή από την Αίγυπτο και τη μακρά πορεία μέσα από την έρημο. Τη μέρα που πάρθηκε η φωτογραφία βέβαια, λόγω σκόνης και υγρασίας, η Παλαιστίνη, και πιο συγκεκριμένα η Δυτική Όχθη, διακρίνεται μόλις αχνά στο βάθος, πίσω από την κοιλάδα του ποταμού Ιορδάνη.

Επειδή όμως μάλλον κρίθηκε ότι κάτι τέτοιο δε θα βοηθούσε το κύρος της δυναστείας που κυβερνά τη χώρα, αυτή ονομάζεται ακόμα και σήμερα Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας. Το επίθετο αναφέρεται στην καταγωγή της δυναστείας από τον Χασέμ, παππού του Προφήτη Μωάμεθ. Η Ιορδανία είναι θεωρητικά συνταγματική μοναρχία και υπάρχει εκλεγμένο κοινοβούλιο. Παρόλα αυτά, δεν χωράει αμφιβολία για το ποιος είναι ο ηγέτης της χώρας. Η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα Β’ είναι παντού, από τις εισόδους δημοσίων κτιρίων μέχρι τα γραφεία ιδιωτικών εταιρειών λεωφορείων.

Ως σύμβολο ειρηνικής συμβίωσης των δύο σημαντικότερων θρησκειών της Ιορδανίας, η ελληνορθόδοξη εκκλησία ορθώνεται απέναντι από το λαμπρό Τζαμί του Βασιλιά Αμπντάλα Α’ στο Αμμάν. Πιο δεξιά, η φωτογραφία του συνονόματου δισέγγονου του τελευταίου, καθώς και νυν βασιλιά της χώρας, Αμπντάλα Β’, στέκεται πάνω από την πύλη του Υπουργείου Παιδείας, θέλοντας ίσως να θυμίσει ποιος είναι ο εγγυητής αυτής της συμβίωσης.
Ακόμα και φορτηγάκια μπορεί να διακοσμούνται με την εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα, όπως αυτό εδώ στην Ιρμπίντ. Όπως συνηθίζεται, αριστερά του Βασιλιά τοποθετείται ο πατέρας και προκάτοχος του νυν μονάρχη, Βασιλιάς Χουσεΐν, ενώ στα δεξιά ο γιος και διάδοχος, συνονόματος του παππού του. Μια ασυνήθιστη και ενδιαφέρουσα προσθήκη όμως εδώ είναι και ο.. Σαντάμ Χουσέιν, στα πλάγια.

Η Ιορδανία είναι μια από τις πιο φτωχές σε νερό χώρες στον κόσμο. Η υγρασία που έρχεται με τις δυτικές αέριες μάζες πέφτει ως βροχή στην Παλαιστίνη και όταν αυτές φτάνουν μέχρι τον ποταμό Ιορδάνη, πολύ λίγη τους έχει απομείνει για την ανατολική όχθη. Ακόμα πιο ανατολικά, ξεκινάει η εντελώς άνυδρη Αραβική Έρημος. Κι όμως, σε αυτήν την οριακή για τη ζωή περιοχή, υπάρχουν μεγάλες πόλεις, και μάλιστα εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Σήμερα μάλιστα η Ιορδανία είναι ένα από τα 50 πιο αστικοποιημένα κράτη του κόσμου: πάνω από 90% του πληθυσμού ζει σε πόλεις (για σύγκριση, το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι γύρω στο 80% και στην Αλβανία αρκετά κάτω από 70%). Η εικόνα μιας χώρας Βεδουΐνων που περιπλανώνται με τις καμήλες τους στην έρημο, ελάχιστη σχέση έχει με τη σημερινή Ιορδανία – αν είχε ποτέ.

Εικόνα από το παράθυρο του λεωφορείου στον Αυτοκινητόδρομο της Ερήμου, ο οποίος διασχίζει την Ιορδανία στον άξονα Βορρά-Νότου, συνδέοντας την πρωτεύουσα Αμμάν με την Ακάμπα στην Ερυθρά Θάλασσα, το μοναδικό λιμάνι της χώρας.

Ας δούμε επομένως κάποιους από αυτούς τους αστικούς ιστούς, σε διαφορετικούς χώρους και χρόνους: μια νέα αναφισβήτητη μεγαλούπολη, το Αμμάν, μια ακόμα που είναι στο δρόμο για να γίνει κι αυτή μεγαλούπολη, την Ιρμπίντ, μια μικρότερη πόλη με λαμπρότερο όμως παρελθόν, τη Μαντάμπα – και μια ακόμα πιο λαμπρή πόλη της Αρχαιότητας, που όμως δεν υπάρχει πια: την Πέτρα.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Το Αμμάν είναι η πρωτεύουσα αυτού του τόσο ιδιαίτερου βασιλείου. Σίγουρα του λείπει πολλή από τη λάμψη γειτονικών πρωτευουσών. Ποτέ δεν ήταν έδρα κάποιας μεγάλης ισλαμικής δυναστείας, όπως η Δαμασκός, η Βαγδάτη ή το Κάιρο, ούτε το είπε κανείς «Παρίσι της Μέσης Ανατολής» όπως τη Βηρυτό, και βέβαια ποτέ δεν θα μπορούσε να προξενήσει τόσα εθνικο-θρησκευτικά πάθη όσα η γειτονική Ιερουσαλήμ. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος κάποιας γραφικής παλιάς πόλης. Εξάλλου, πριν οι Χασεμίτες την κάνουν πρωτεύουσα το 1921, δεν ήταν παρά μια κωμόπολη δυο-τριών χιλιάδων κατοίκων.

Κι όμως, χωρίς να το προσέξουν πολλοί, το Αμμάν ήδη έγινε με 4 εκατομμύρια κατοίκους η μεγαλύτερη πόλη της Συροπαλαιστίνης. Έχει αφήσει πίσω του πόλεις σαν τη Δαμασκό, το Χαλέπι, τη Βηρυτό, την Τρίπολη και την Ιερουσαλήμ – ποιος θα το φανταζόταν πριν εκατό χρόνια; Μια τέτοια πληθυσμιακή έκρηξη είναι εντυπωσιακή ακόμα και για τα δεδομένα της Μέσης Ανατολής. Οι συνήθεις ύποπτες, η υψηλή γεννητικότητα και η εσωτερική μετανάστευση από την επαρχία, δεν είναι οι μόνες αιτίες. Ο πληθυσμός του Αμμάν υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε μια μόλις χρονιά: το 1948. Για τους Άραβες, είναι η χρονιά της Νάκμπα, της Καταστροφής, δηλαδή της ήττας από τις σιωνιστικές δυνάμεις και της απώλειας των 4/5 της Παλαιστίνης. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες σκορπίστηκαν στις γύρω αραβικές χώρες – πάνω απ’ όλα στην Ιορδανία και το Αμμάν.

Αυτό ήταν το πρώτο από πολλά προσφυγικά κύματα. Το 1967, με τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, ακολούθησαν ακόμα κάποιες χιλιάδες Παλαιστίνιοι, από τη Δυτική Όχθη αυτή τη φορά. Από το 1975 ως το 1990, κατέφυγαν εδώ και κάποιοι Λιβανέζοι λόγω του εμφυλίου πολέμου, ενώ ιδιαίτερα μετά το 2003, η πόλη γέμισε με Ιρακινούς πρόσφυγες, που δραπέτευσαν από μια χώρα κατεστραμμένη και χωρίς προοπτικές. Το τελευταίο κύμα είναι αυτό των Σύριων, που ξεφεύγουν από τον δικό τους εμφύλιο. Το Αμμάν είναι μια πραγματική προσφυγούπολη: η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων είτε είναι οι ίδιοι πρόσφυγες είτε παιδιά ή εγγόνια προσφύγων.

Θέα από την Ακρόπολη προς το Ανατολικό Αμμάν. Σε αντίθεση με το πιο εύπορο Δυτικό Αμμάν, το Ανατολικό αποτελείται κυρίως από φτωχές λαϊκές συνοικίες, κάποιες από τις οποίες ξεκίνησαν ως παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί. Κάτω δεξιά διακρίνεται και η Πλατεία Χασεμιτών.
Μια τέτοια νεανική μεγαλούπολη δεν μπορεί παρά να σφύζει από ζωή. Η εικόνα εδώ είναι από δρόμο του κεντρικού Αμμάν, κατά τις 10.00 Παρασκευή βράδυ.

Βέβαια, όταν μιλάμε για το Αμμάν σαν μια νέα πόλη, ας έχουμε υπόψη ότι σε μια τόσο βαρυφορτωμένη με Ιστορία περιοχή αυτό δεν μπορεί παρά να είναι σχετικό. Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, στο λοφώδες τοπίο όπου απλώνεται σήμερα το Αμμάν, βρισκόταν η πόλη της Φιλαδέλφειας. Στην κορυφή ενός κεντρικού λόφου, μπορούν σήμερα οι τουρίστες να επισκεφτούν την ακρόπολη. Είναι από τα σπάνια σημεία στην πόλη όπου μπορεί κάποιος να δει μια ιστορική συνέχεια: ξεκινώντας με τα ίχνη από ένα παλάτι της περιόδου των Αμμωνιτών, περνάμε στον Ναό του Ηρακλή από τα ρωμαϊκά χρόνια κι από εκεί σε μια βυζαντινή εκκλησία. Η αραβική-ισλαμική κατάκτηση σηματοδοτείται με το Παλάτι των Ομεϋάδων και τελικά μπαίνουμε και στη 2η χιλιετία μ.Χ. με τον Πύργο των Αγιουβιδών.

Η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα βρίσκεται παντού στο Αμμάν, φυσιολογικά και στην είσοδο της Ακρόπολης.

Η ακρόπολη είναι μόνο ένας από τους πολλούς λόφους, στους οποίους είναι απλωμένος ο σύγχρονος αστικός ιστός του Αμμάν. Αρχικά, ήταν επτά, ώστε να μπορεί η πόλη να έχει κάτι κοινό με πολύ πιο αυτοκρατορικές πόλεις, όπως η Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη. Σήμερα όμως, έχουν ξεπεράσει τους 19. Ανηφόρες, κατηφόρες, σκαλιά, σίγουρα δεν κάνουν την πόλη πολύ φιλική σε ανθρώπους χωρίς καλή φυσική κατάσταση. Το περπάτημα είναι εύκολο μόνο στις στενές κοιλάδες ανάμεσα στους λόφους. Εδώ εκτείνεται και το κέντρο της πόλης, το Μπαλάντ όπως το λένε οι ντόπιοι.

Στο Μπαλάντ θα βρούμε την κεντρική αγορά, πολλά μαγαζιά με.. κοστούμια, κάποια γνωστά εστιατόρια της πόλης, καθώς και λίγα αρχαία μνημεία, όπως το Νυμφαίο και το Ρωμαϊκό Θέατρο. Δίπλα στο τελευταίο βρίσκεται και η κεντρική πλατεία της πόλης, η Πλατεία Χασεμιτών. Η κυβερνώσα δυναστεία φροντίζει να τονίζει το όνομά της με κάθε ευκαιρία: ο δεσμός αίματος με τον Προφήτη είναι κάτι που στον αραβικό κόσμο μετράει. Κάποιος θα μπορούσε να προσθέσει βέβαια ότι μια δυναστεία με τόσο βαρύ όνομα είναι χρήσιμη ως συνδετικό στοιχείο σε μια χώρα με κατά τ’ άλλα μάλλον μικρή συνοχή.

Η Πλατεία Χασεμιτών με το Ρωμαϊκό Ωδείο, το Ρωμαϊκό Θέατρο και τους λόφους του Ανατολικού Αμμάν από πίσω. Αν και (ακόμα) δεν πληρώνει κάποιος εισιτήριο για την πλατεία, δίνεται μια τέτοια εντύπωση: τα κιγκλιδώματα γύρω γύρω επιτρέπουν την πρόσβαση μόνο σε συγκεκριμένα σημεία. Οι κυβερνώντες στην Ιορδανία έμαθαν ίσως κάτι από την Πλατεία Ταχρίρ στο κοντινό Κάιρο και τους κινδύνους που κρύβει (γι’ αυτούς) η ανεξέλεγκτη πρόσβαση σε έναν τέτοιο ανοιχτό δημόσιο χώρο.
Οι λόφοι πάνω στους οποίους είναι κτισμένο το Αμμάν αποτελούνται κυρίως από κρητιδικούς ασβεστόλιθους, κάτι που κάνει εύκολη τη δημιουργία γκρεμών κι επομένως και τους ίδιους ορατούς, ακόμα και στο κέντρο της πόλης: εδώ πίσω από το Νυμφαίο.
Εικόνα από τα στενά της σκεπαστής αγοράς στο Μπαλάντ.

Οι λόφοι (τζαμπάλ λέγονται στα αραβικά) που συναποτελούν τον αστικό ιστό του Αμμάν, έχουν ο καθένας τα δικά του κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά. Ο Τζαμπάλ Αμμάν, νοτιοδυτικά της ακρόπολης, είναι πιο αριστοκρατικός, πιο πράσινος, με ευρύχωρα σπίτια και ιδιωτικά σχολεία. Η κεντρική Οδός Ρέινμποου (το όνομα προέρχεται από έναν παλιό κινηματογράφο) διαθέτει άνετες καφετέριες και διάφορα φαγάδικα όπου μπορεί κάποιος να γευτεί, εκτός από ντόπιες φαλάφελ, και σούσι, πίτσες ή ινδικά. Απέναντι προς τα βόρεια, ο λόφος Τζαμπάλ-αλ-Γουέιμπντεχ είναι παρόμοιος από κοινωνικο-οικονομική άποψη, και ίσως κάπως πιο καλλιτεχνικός, με τις πολλές μικρές γκαλερί, τα μαγαζιά με μουσικά όργανα και βέβαια το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Δυτικά και βόρεια αυτών των δύο λόφων, βρίσκονται πολλές άλλες γειτονιές μεσαίας και ανώτερης τάξης, με νέες πολυκατοικίες, άνετα και καθαρά πεζοδρόμια. Μεταξύ αυτών και το Αμπντάλι, όπου η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νέο κέντρο, με σύγχρονα καταστήματα και ουρανοξύστες, θυμίζοντας κάτι από Ντουμπάι. Αντίθετα, το Ανατολικό Αμμάν αποτελείται από συνοικίες με πιο λαϊκά χαρακτηριστικά, κάποιες από τις οποίες ξεκίνησαν ως παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί. Τα κτίρια είναι εδώ πιο κουρασμένα, οι πλαγιές συχνά καλυμμένες με σκουπίδια, και τα δέντρα πιο σπάνια – ίσως καμιά συκιά πού και πού, σε κάποια εγκαταλελειμμένη γωνιά.

Εδώ, η θέα από τον Τζαμπάλ-αλ-Γουέιμπντεχ προς τα νότια: στα δεξιά φαίνεται ο «αριστοκρατικός» λόφος Τζαμπάλ Αμμάν, ενώ στην κοιλάδα ανάμεσα στους δύο λόφους βλέπουμε το Μουσείο Ιορδανίας, το πιο μεγάλο της χώρας. Στους λιγότερο πράσινους λόφους στα αριστερά απλώνονται πιο λαϊκές συνοικίες.
Η Οδός Ρέινμποου είναι δημοφιλής για ντόπιους και τουρίστες. Τέμνει περίπου στη μέση τον Τζαμπάλ Αμμάν.
Σε αντίθεση με τους λόφους του Δυτικού Αμμάν, οι δρόμοι και τα κτίρια στο Ανατολικό Αμμάν είναι λιγότερο φροντισμένα. Εδώ, εικόνα από δρόμο του Λόφου Τζαμπάλ-αλ-Τοφέχ.
Στην περιοχή Αμπντάλι, βορειοδυτικά του κέντρου, δημιουργείται ένα νέο υπερσύγχρονο αστικό κέντρο, με πρότυπα που μάλλον προέρχονται από χώρες του Κόλπου. Ένα από τα πρώτα θύματα αυτής της ανάπλασης ήταν και ο σταθμός των υπεραστικών λεωφορείων, ο οποίος μετακινήθηκε (πολύ πιο άβολα) στα βόρεια περίχωρα της πόλης.
Οι δημόσιες συγκοινωνίες στο Αμμάν μπορεί να μην είναι επαρκείς για μια μεγαλούπολη 4 εκατομμυρίων, έχουν όμως γίνει αρκετές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια, ακόμα κι αν βασίζονται αποκλειστικά σε λεωφορεία. Μια απ’ αυτές είναι το BRT (Bus Rapid Transit): κάποιες γραμμές που λειτουργούν με απαραβίαστες λεωφορειολωρίδες στη μέση μεγάλων λεωφόρων, κυρίως στα προάστια, και μπορούν να μεταφέρουν με μεγάλη συχνότητα επιβάτες, όπως εδώ στον νέο σταθμό Υπεραστικών Λεωφορείων στο Ταμπαρμπούρ, στα βόρεια περίχωρα).

Η δεύτερη μεγαλύτερη αστική περιοχή της Ιορδανίας, μετά από αυτή του Αμμάν-Ζάρκα, βρίσκεται κι αυτή στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας – και μάλιστα τόσο βορειοδυτικά, που απέχει μόνο λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα με άλλες δύο χώρες, τη Συρία και το Ισραήλ. Η σημερινή Ιρμπίντ, με πάνω από μισό εκατομμύριο κατοίκους, είναι κι αυτή στον δρόμο για να γίνει μεγαλούπολη. Παρ’ όλα αυτά, το ενδιαφέρον των τουριστών γι’ αυτήν είναι σχεδόν μηδενικό – στην καλύτερη περίπτωση, είναι απλά ένας σταθμός στον δρόμο προς το Ουμ Καΐς. Θεωρείται τόσο αδιάφορη, που οι ντόπιοι θα εκπλαγούν αν δουν έναν ξένο να περιμένει λεωφορείο με αυτήν ως προορισμό: «Μα, δεν έχει τίποτα να δεις εκεί».

Η αλήθεια είναι ότι η Ιρμπίντ δεν το κάνει εύκολο στον επισκέπτη να την συμπαθήσει. Είναι μια σύγχρονη βρώμικη τσιμεντούπολη, με πολλές πολυκατοικίες και χωρίς ίχνος γραφικής παλιάς πόλης. Δεν έχει καν κάποια ρωμαϊκά μνημεία όπως το Αμμάν, ή έστω το λοφώδες ανάγλυφο της πρωτεύουσας να της χαρίζει μια γοητεία. Υπάρχει βέβαια μια ατμοσφαιρική αγορά στο κέντρο, όπως όμως περίπου σε όλες τις πόλεις της περιοχής. Ακόμα ομως και το Wikitravel δυσκολεύεται να εντοπίσει πάνω από 3-4 αξιοθέατα: ένας Πύργος Ρολογιού όπως σε πολλές άλλες μετα-οθωμανικές πόλεις, το Αρχαιολογικό Μουσείο Νταρ-ας-Σαράγια, κάποια μουσεία μέσα στην πανεπιστημιούπολη – αυτά.

Εικόνα από την κεντρική αγορά της Ιρμπίντ.
Η «ακρόπολη» της Ιρμπίντ δεν έχει πολλή σχέση με την ακρόπολη του Αμμάν, διαθέτει όμως κάποια από τα λίγα παλιά κτίρια της πόλης. Ο τοίχος με τις βασάλτινες πέτρες στα αριστερά ανήκει στο Νταρ-ας-Σαράγια, κτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα από τους Οθωμανούς ως καραβάνσεραϊ στο δρόμο του προσκυνήματος και νυν Αρχαιολογικό Μουσείο. Αμέσως δεξιά, η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα, συνοδευόμενη από ιορδανικές σημαίες, επιβλέπει και τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Βασιλείου του.

Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι η Ιρμπίντ είναι μια εντελώς άχρωμη πόλη. Η νεανικότητα του πληθυσμού της δίνει χαρακτήρα – που ενισχύεται από το γεγονός πως είναι μια πραγματική φοιτητούπολη, με κάποια από τα γνωστότερα και μεγαλύτερα ΑΕΙ της χώρας, όπως το Πανεπιστήμιο Γιαρμούκ. Τα κτίρια του τελευταίου μαζί με τις φοιτητικές εστίες βρίσκονται κοντά στο κέντρο: η πανεπιστημιούπολη ορίζεται στα δυτικά της από την «Οδό Πανεπιστημίου», τον ίσως πιο γνωστό δρόμο της πόλης, γεμάτο καφετέριες και φαγάδικα όπου συχνάζει η νεολαία και όχι μόνο. Η χαρακτηριστική εικόνα των δρόμων της Ιρμπίντ, η πρώτη ίσως που εντυπώνεται στο μυαλό ενός ξένου επισκέπτη, είναι οι μαντιλοφορούσες και μακιγιαρισμένες νεαρές κοπέλες που κυκλοφορούν με τα βιβλία και τις σημειώσεις τους στο χέρι. Αυτή η νεανική, χαλαρή, ειρηνική ατμόσφαιρα της πόλης είναι εντυπωσιακή, αν σκεφτεί κάποιος ότι μόλις 20 χιλιόμετρα μακριά βρίσκονται τα σύνορα με τη Συρία, όπου ακόμα μαίνεται πόλεμος. Η Ιρμπίντ ήταν, μέχρι και το ξέσπασμα του εμφυλίου, ο κύριος συγκοινωνιακός κόμβος για όσους ταξίδευαν ανάμεσα στις δυο χώρες. Τώρα πλέον, είναι ένα από τα κύρια καταφύγια όσων προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο: πάνω από ένα τέταρτο του σημερινού πληθυσμού της επαρχίας Ιρμπίντ είναι Σύριοι πρόσφυγες.

Η «Οδός Πανεπιστημίου»: στα αριστερά, καταστήματα, καφετέριες και φαγάδικα ή εστιατόρια, στα δεξιά η Πανεπιστημιούπολη του Γιαρμούκ.
Ήδη από τα προάστια της Ιρμπίντ οι φοιτήτριες που κυκλοφορούν στους δρόμους χαρακτηρίζουν την εικόνα της πόλης. Η τελευταία βέβαια δεν βοηθιέται από τα κατεστραμμένα πεζοδρόμια και τα σπαρμένα με σκουπίδια χωράφια.

Σε σχέση με το Αμμάν και την Ιρμπίντ, η Μαντάμπα έρχεται πολύ πίσω σε μέγεθος. Με πληθυσμό περίπου 100.000 κατοίκους, δεν είναι παρά μια επαρχιακή πόλη, σχεδόν στα περίχωρα του Αμμάν, όχι πάνω από μία ώρα ταξίδι με τα μικρά λεωφορεία που κάνουν τακτικά τη διαδρομή. Ό,τι της λείπει σε μέγεθος όμως, το αναπληρώνει σε ιστορική αξία, και καταφέρνει έτσι να είναι ένας κορυφαίος τουριστικός προορισμός – σε μια χώρα που σίγουρα δεν λείπει ο ανταγωνισμός. Οι ρίζες της πόλης πάνε πολύ βαθιά: αναφορές για την αρχαία Μαδηβά υπάρχουν ακόμα και στην Παλαιά Διαθήκη. Tα πολλά μωσαϊκά που επιδεικνύει με περηφάνια στους επισκέπτες μαρτυρούν τη σημασία που είχε στα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια και της χαρίζουν τον τίτλο «πόλη των ψηφιδωτών». Για να τιμήσει αυτή την παράδοση, υπάρχει και μια σχολή που διδάσκει και σήμερα στους νέους της περιοχής όχι μόνο τη συντήρηση των μωσαϊκών, αλλά και την ίδια αυτή την πανάρχαια τέχνη.

Το «αρχαιολογικό πάρκο» στο κέντρο της πόλης έχει στον κέντρο του μια πρωτοβυζαντινή έπαυλη (μετέπειτα εκκλησία), όπου το ψηφιδωτό στο πάτωμα απεικονίζει την ιστορία του Ιππόλυτου και της Φαίδρας
Στο πάτωμα του ορθόδοξου Ναού του Αγίου Γεωργίου σώζεται ένας σπάνιος αρχαίος χάρτης σε μωσαϊκό, που απεικονίζει την περιοχή της Συροπαλαιστίνης μέχρι και την Αίγυπτο. Εδώ βλέπουμε την εκβολή του Ιορδάνη στη Νεκρά Θάλασσα, με την τοποθεσία του Βαπτίσματος και την Ιεριχώ στη Δυτική Όχθη (κάτω μεριά).

Ένας επιπλέον πόλος έλξης τουριστών είναι το κοντινό όρος Νέμπο, απ’ όπου με βάση την παράδοση ο Μωυσής αντίκρισε για πρώτη φορά τη γη της Επαγγελίας, μετά από το μακρύ ταξίδι μέσα από την έρημο. Σε ανάμνηση αυτής της ιστορίας, βρίσκεται στην κορυφή του βουνού μια Μονή Φραγκισκανών. Εκεί μπορεί να συναντήσουμε γκρουπ θρησκευτικών τουριστών απ’ όλες τις γωνιές του καθολικού κόσμου, από τη Λατινική Αμερική μέχρι τις Φιλιππίνες.

Παρά όμως το ένδοξο παρελθόν, η πόλη σχεδόν εγκαταλείφθηκε στη μεσοβυζαντινή περίοδο, και έμεινε ξεχασμένη για πολλούς αιώνες. Μέχρι που κάποιες χριστιανικές φυλές εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στα ερείπια, προς το τέλος του 19ου αιώνα – ανακαλύπτοντας έτσι και τον πλούτο σε μωσαϊκά. Για πολλές δεκαετίες στη συνέχεια, η Μαντάμπα ήταν γνωστή ως μια χριστιανική πόλη. Μπορεί στις τελευταίες δεκαετίες η ισορροπία να άλλαξε προς όφελος των Μουσουλμάνων, η Μαντάμπα παραμένει όμως ένα σημαντικό κέντρο των Χριστιανών της Ιορδανίας, και το ποσοστό τους στον πληθυσμό της πόλης είναι πολύ υψηλότερο του περίπου 5% σε όλη την χώρα. Η πόλη δικαιούται να περηφανεύεται για την αρμονική συμβίωση των διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων: Μουσουλμάνων, Ορθόδοξων και Καθολικών.

Δίπλα στον ελληνορθόδοξο Ναό του Αγίου Γεωργίου (φαίνεται στα δεξιά), βρίσκεται το Νέο Ορθόδοξο Σχολείο, με επιγραφές στα αραβικά και τα αγγλικά. Τα ελληνικά γράμματα περιορίζονται στην πύλη του σχολείου, στο σύμβολο της Αγιοταφίτικης Αδελφότητας (ΤΦ), το οποίο συναντούμε συχνά στη Μαντάμπα.
Η καθολική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στο κέντρο της Μαντάμπα εκπροσωπεί και την τρίτη θρησκευτική κοινότητα της πόλης.
Η Μαντάμπα είναι μια επαρχιακή πόλη, με χαμηλές πολυκατοικίες και πολλά μικρά μαγαζιά. Εδώ η εικόνα από τον σταθμό των λεωφορείων, απ’ όπου μπορεί κάποιος να επιβιβαστεί σε κάποιο ταλαιπωρημένο λεωφορειάκι με κατεύθυνση το Αμμάν.

Πολύ πιο νότια από τη Μαντάμπα, ουσιαστικά μέσα στην έρημο πλέον, βρίσκεται μια πόλη που δεν κατοικείται πια, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι συνεχώς γεμάτη με κόσμο. Πρόκειται βέβαια για την Πέτρα, την πρωτεύουσα του αρχαίου βασιλείου των Ναβαταίων. Οι Ναβαταίοι ήταν μια προϊσλαμική αραβική φυλή, με αραμαϊκές και αργότερα και ελληνιστικές επιρροές, όπως μπορεί να δει κάποιος και στην Πέτρα. Το βασίλειο τους άνθισε ελέγχοντας τις διαδρομές του εμπορίου ανάμεσα σε Συροπαλαιστίνη και Ερυθρά Θάλασσα/Αραβική Χερσόνησο, περίπου στα ίδια χρόνια που λίγο πιο βόρεια έζησε και έδρασε κάποιος Ιησούς Ναζωραίος, και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφτανε στην ακμή της συνεχώς επεκτεινόμενη. Η υποταγή στην τελευταία ήταν μάλλον αργά ή γρήγορα αναπόφευκτη και τελικά ήρθε το 106 μ.Χ. Ακόμα και μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας της πάντως, η Πέτρα συνέχιζε να ακμάζει, φτάνοντας να έχει πληθυσμό 20 με 30 χιλιάδες κάτοικους. Το ότι μια τέτοια μεγάλη πόλη μπορούσε να υπάρξει πριν δυο χιλιάδες χρόνια μέσα στην έρημο, είναι από μόνο του εντυπωσιακό.

Όποιος βρεθεί ανάμεσα στα ερείπια της Πέτρας, τα οποία «ανακαλύφθηκαν» (από τον έξω κόσμο) μόλις πριν περίπου δύο αιώνες, εντυπωσιάζεται ακόμα περισσότερο: από την αρχιτεκτονική, τα παλάτια, τους τάφους, ακόμα κι ένα θέατρο, όλα λαξευμένα μέσα στους αμμολιθικούς βράχους. Δικαιολογημένα συρρέουν εδώ τουρίστες από όλες τις γωνιές του κόσμου. Οι Ιορδανοί γνωρίζουν βέβαια πως κανείς ξένος επισκέπτης δεν μπορεί να έρθει στη χώρα χωρίς να περάσει από την Πέτρα, και το εκμεταλλεύονται ανάλογα. Ακόμα κι αν ο τουρίστας καταφέρει να αποφύγει τους Βεδουΐνους που κυκλοφορούν ελεύθεροι με τα πόδια ή με υποζύγια μέσα στον αρχαιολογικό χώρο (ενίοτε ντυμένοι σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς), πουλώντας τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους, αναγκαστικά θα πρέπει να πληρώσει για την είσοδο. Και το πιο φτηνό εισιτήριο εισόδου, το ημερήσιο, δεν κοστίζει λιγότερα από 80 Ευρώ. Με περίπου 90 Ευρώ, μπορεί βέβαια κάποιος να πάρει εισιτήριο δύο ημερών – κάτι που με την έκταση και τον πλούτο σε μνημεία μπορεί και να αξίζει. Εξάλλου, μπορεί να διανυκτερεύσει άνετα στο Γουάντι Μούσα, έναν οικισμό που αναπτύχθηκε στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου και ζει σχεδόν αποκλειστικά απ’ αυτόν.

Ανεβαίνοντας στους βασιλικούς τάφους, έχει κάποιος θέα προς την έκταση όπου απλωνόταν η αρχαία πόλη της Πέτρας: μια έρημος με λίγα σκόρπια ανθεκτικά στη ξηρασία φυτά.
Το Θέατρο της Πέτρας λαξεύτηκε στο βράχο περίπου πριν δύο χιλιάδες χρόνια, όταν η πόλη ήταν ακόμα πρωτεύουσα του ανεξάρτητου βασιλείου των Ναβαταίων.
Το Γουάντι Μούσα (Κοιλάδα του Μούσα) αναπτύχθηκε στις τελευταίες δεκαετίες χάρη στον τουρισμό της Πέτρας, η οποία ξεκινάει στα υψώματα που φαίνονται στο βάθος.

Από την Πέτρα της Αρχαιότητας, στη Μαντάμπα του πρώιμου Μεσαίωνα και μετά στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις του Αμμάν και και της Ιρμπίντ: είναι μια εικόνα που, αν μη τι άλλο, δείχνει ότι η περιοχή που ονομάζεται σήμερα Ιορδανία έπαιζε και συνεχίζει να παίζει ρόλο εδώ και χιλιετίες. Το χασεμιτικό Βασίλειο μπορεί να είναι από πολλές απόψεις αμφιλεγόμενο κράτος. Από τη στιγμή που έχει δημιουργηθεί, έχει κατηγορηθεί για πολλά: ως μη-φυσικό δημιούργημα των αποικιοκρατών, ως κατά βάθος φιλοσιωνιστικό, ως σύμμαχος των συντηρητικών μοναρχιών του Κόλπου, ως μόνο κατ’ όνομα συνταγματική μοναρχία και ουσιαστικά αυταρχικό κράτος.

Όπως όμως κι αν θέλει κάποιος να κρίνει την Ιορδανία, πρέπει να παραδεχτεί πως πρόκειται για μια εντυπωσιακή χώρα. Μια περιοχή οικολογικά οριακή, μεταβατική προς την έρημο, από τις πιο φτωχές σε νερό στον κόσμο, μπορεί να συντηρεί αστικούς ιστούς που κατοικούνται από εκατομμύρια ανθρώπους, προσφέροντας τους ένα σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης – και μάλιστα χωρίς να έχει το πετρέλαιο της Σαουδικής Αραβίας ή των Εμιράτων. Η χώρα με την παγκοσμίως δεύτερη μεγαλύτερη αναλογία προσφύγων προς τον συνολικό πληθυσμό, έναν πληθυσμό που στην ουσία αποτελείται πλειοψηφικά από πρόσφυγες ή τους απογόνους τους, με παρουσία διαφορετικών θρησκειών εδώ και χιλιάδες χρόνια, μπορεί να θεωρείται παράδειγμα σταθερότητας στην περιοχή – και μάλιστα, όταν συνορεύει με τη Συρία, το Ιράκ και το Ισραήλ/Παλαιστίνη. Και αυτό δεν το αποδεικνύουν μόνο οι βαθμολογίες που την κατατάσσουν ως έναν από τους δέκα πιο ασφαλείς προορισμούς στον κόσμο. Υπάρχει και πιο απτή απόδειξη: ακόμα και σήμερα, αποτελεί σημείο όπου προτιμούν να καταφεύγουν άνθρωποι για να γλυτώσουν από πολέμους και διώξεις, όπως πιο χαρακτηριστικά είδαμε τελευταία στον πόλεμο της Συρίας.

Το μέγεθος των προβλημάτων που έχει μπροστά της η Ιορδανία δεν επιτρέπει μεν υπερβολική αισιοδοξία. Ένας ολοένα αυξανόμενος πληθυσμός, τόσο λόγω γεννήσεων όσο και λόγω προσφυγικών ροών, με ταυτόχρονη εξάντληση των φυσικών πόρων που απαιτούνται για τη συντήρησή του, λόγω κλιματικής αλλαγής και όχι μόνο: η εξίσωση μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να λυθεί. Ταυτόχρονα, υπάρχει μια αστάθεια που απλώνεται γύρω γύρω από τη χώρα και τη σφίγγει σαν κλοιός: προς το παρόν αντέχει, αλλά για πόσο ακόμα; Είναι όμως μια περιοχή που ξέρει στα δύσκολα και καταφέρνει επί χιλιετίες όχι μόνο να επιβιώνει, αλλά και να συντηρεί και να παράγει πολιτισμό. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να της αναγνωρίσουμε.

.

Απ’ τον Τιγρη στον Ευφρατη – κι απ’ το Κουρδισταν στη Μεσογειο

Κλασσικό

Αν μας ρωτούσαν σε ποιο κράτος ανήκει σήμερα η ιστορική γη της Μεσοποταμίας, πολλοί θα την ταύτιζαν με το Ιράκ. Δε θα είχαν απόλυτο άδικο, αφού η χώρα είναι αυτό που είναι χάρη στους δύο ποταμούς που τη διατρέχουν από Βορρά ως Νότο, τον Τίγρη και τον Ευφράτη. Κάποιοι θα θυμόντουσαν και τη Συρία. Η εύφορη κοιλάδα του Ευφράτη διασχίζει το ανατολικό μισό της χώρας, χαρίζοντας απρόσμενα ζωή στην έρημο.

Οι περισσότεροι όμως μάλλον θα ξεχνούσαν το κράτος, από το οποίο πηγάζουν και οι δύο ποταμοί: την Τουρκία. Μια νοτιοανατολική γωνιά της χώρας ανήκει κι αυτή στη Μεσοποταμία. Μάλλον όχι τυχαία, είναι και από τα πιο εθνικά ανάμικτα και διαφιλονικούμενα μέρη της Τουρκίας. Κούρδοι, Τούρκοι, Άραβες, παλιότερα και Αρμένηδες, Ασσύριοι και Γιαζιντίτες, μοιράζονται μια γη φορτωμένη με Ιστορία όσο ελάχιστες άλλες περιοχές του κόσμου.

Στη διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο ξεκινάμε από τα ανατολικά, τις όχθες του Τίγρη στο Βόρειο Κουρδιστάν, και κατευθυνόμαστε προς τα δυτικά. Περνάμε και τον Ευφράτη, αλλά συνεχίζουμε ακόμα πιο δυτικά. Αφού διασχίσουμε ψηλά βουνά, φτάνουμε στην εύφορη πεδιάδα της Κιλικίας. Από εκεί, καταλήγουμε στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου, στον Κόλπο της Μερσίνης.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Αφετηρία είναι το Ντιγιάρμπακιρ, η αρχαία Αμίδα – «Αμέντ» ονομάζουν και σήμερα την πόλη πολλοί Κούρδοι. Η άτυπη πρωτεύουσα του (Βόρειου) Κουρδιστάν είναι μια ωραία, αλλά παράξενη πόλη. Αυτός είναι μάλλον ο χαρακτηρισμός που της ταιριάζει καλύτερα. Για να ξεκινήσουμε με τα εύκολα, παράξενη είναι ακόμα και η γεωγραφία της. Το ιστορικό κέντρο της πόλης δεν βρίσκεται.. κεντρικά, αλλά στη νοτιοανατολική άκρη του αστικού ιστού. Κλεισμένο μέσα στα ρωμαϊκά τείχη από βασάλτη, το Σουρ (έτσι ονομάζεται η παλιά πόλη) γειτνιάζει άμεσα με την κοιλάδα του Τίγρη. Είναι ίσως λογικό ότι η πόλη δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί εις βάρος των εύφορων εδαφών της κοιλάδας. Μάλλον δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την εξάπλωση του αστικού ιστού βόρεια και δυτικά του κέντρου.

Τα βασάλτινα τείχη του Ντιγιάρμπακιρ: η νότια πλευρά.
Η κοιλάδα του Τίγρη, όπως φαίνεται από τα νότια τείχη. Πάνω αριστερά διακρίνεται λίγο ο ποταμός, μαζί με την πέτρινη γέφυρα.
Ο Τίγρης με την παλιά πέτρινη γέφυρα, χτισμένη κι αυτή από βασάλτη όπως σχεδόν όλα τα ιστορικά κτίρια στο Ντιγιάρμπακιρ.
Όπως και σε τόσες άλλες πόλεις της Τουρκίας, η νέα εκτός των τειχών πόλη αποτελείται κυρίως από καινούριες ψηλές πολυκατοικίες. Εδώ, πολυσύχναστος πεζόδρομος στην περιοχή του Οφίς.

Ας πάμε όμως τώρα στα πιο δύσκολα. Όλες οι τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις έδειξαν ότι πρώτη πολιτική δύναμη στην πόλη είναι, αναμενόμενα, το αριστερό-φιλοκουρδικό HDP. Παρ’ όλα αυτά, περπατώντας στους δρόμους του Ντιγιάρμπακιρ, θα δυσκολευτεί κάποιος να βρει ένα σύμβολο αυτού του κόμματος. Αντίθετα, τον περασμένο Οκτώβρη θα έβλεπε παντού την εικόνα του μισητού εχθρού, του Ερντογάν, ο οποίος ετοίμαζε τότε επίσκεψη στην πόλη. Επίσης, πολύ κεντρικά και ορατά είναι τα γραφεία του αντιπολιτευόμενου κεμαλικού CHP, ακόμα και του εθνικιστικού Καλού Κόμματος (ιδιαίτερα το τελευταίο, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι βρίσκει εύκολα ακροατήριο στους Κούρδους). Ο εκλεγμένος από τον λαό δήμαρχος του HDP έχει απομακρυνθεί από τη θέση του, κατηγορούμενος για «διασυνδέσεις με την τρομοκρατία». Ο αντικαταστάτης του είναι διορισμένος από την κυβέρνηση στην Άγκυρα, χωρίς καμία δημοκρατική νομιμοποίηση.

Τα γκρουπ των τουριστών που έρχονται για να θαυμάσουν τα τείχη του Ντιγιάρμπακιρ, συνοδεύονται από γιγαντοαφίσες του Ερντογάν (αριστερά) και του κυβερνώντος κόμματος (δεξιά). Τα κιγκλιδώματα της αστυνομίας παντού, δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις ότι δε βρίσκεται σε μια τυχαία πόλη της Τουρκίας, αλλά σε μια περιοχή υπό καθεστώς που μοιάζει με στρατιωτική κατοχή.

Η ιστορία αυτή κρύβει ακόμα περισσότερη καταπίεση, απ’ ό,τι θα δει κάποιος με την πρώτη ματιά. Μεγάλο μέρος της εντός των τειχών πόλης έχει σχεδόν ισοπεδωθεί και η πρόσβαση σε αυτό είναι απαγορευμένη. Πριν 7 χρόνια, εδώ είχαν στηθεί οδοφράγματα και ο τουρκικός στρατός αντάλλαζε πυρά με το ΡΚΚ. Μετά την (αιματηρή) επικράτησή του, ο Ερντογάν αποφάσισε ότι η παλιά πόλη πρέπει να ξανακτιστεί με νέα πρότυπα και να αξιοποιηθεί τουριστικά. Είναι μια ευγενοποίηση, η οποία γίνεται με κρατικό σχέδιο και κυριολεκτικά με τη βία: μια μέθοδος, με την οποία το τουρκικό κράτος αντιμετώπιζε συχνά αυτή την παραμεθόρια περιοχή, που είχε την ατυχή συνήθεια να μιλάει διαφορετική γλώσσα (ή γλώσσες) από την επίσημη.

Μεγάλο μέρος του κατεστραμμένου, ανατολικού κυρίως, τμήματος του Σουρ, βρίσκεται ακόμα σε διαδικασία ανοικοδόμησης. Τουρκική σημαία, εικόνα του Ατατούρκ, του Ερντογάν και της TOKİ, δίνουν το ιδεολογικό στίγμα αυτής της ανοικοδόμησης, ενώ δίπλα διαφημίζονται συναυλίες και κινηματογραφικές προβολές, αφήνοντας ίσως μια εντύπωση ειρήνευσης.
Ο Άγιος Κήρυκος (Σουρπ Γκιραγκός) στο Σουρ θεωρείται η μεγαλύτερη αρμένικη εκκλησία στη Μέση Ανατολή. Για έναν αιώνα παρατημένη και υπό κατάρρευση, ανοικοδομήθηκε στις αρχές του 21ου αιώνα, για να καταστραφεί πάλι (εν μέρει) κατά τις συγκρούσεις του 2015. Το τουρκικό κράτος την κατέσχεσε κι αυτή όπως μεγάλο μέρος του Σουρ, προκαλώντας αντιδράσεις στις αρμένικες κοινότητες και όχι μόνο. Οι επισκευές ολοκληρώθηκαν αυτή τη χρονιά και η εκκλησία είναι πάλι ανοιχτή στο κοινό.
Η ανοικοδόμηση του Σουρ στοχεύει και στην τουριστική αξιοποίησή του, και οι νέες καφετέριες στην Οδό Γενίκαπι (πάντα συνοδευόμενες από τουρκικές σημαίες) στοχεύουν προφανώς και στον εξευγενισμό της εικόνας του.

Το δυτικό τμήμα του Σουρ καλύπτεται ακόμα από φτωχογειτονιές με προχειροφτιαγμένα κτίρια, όπου τα παιδιά παίζουν στα στενά μαζί με γάτες και κότες – αν και η ευγενοποίηση αρχίζει σιγά σιγά να εξαπλώνεται κι εδώ. Λίγα βήματα πιο πέρα, τα γκρουπ των (ακόμα κυρίως Τούρκων) τουριστών τριγυρίζουν θαυμάζοντας το Ουλού Τζαμί, το Χασάν Πασά Χάνι και τη θέα από τα τείχη. Πάντως, δεν λείπουν και σκόρπια στοιχεία που δείχνουν ίσως κάποια μορφή αντίστασης. Η πορεία του κουρδικού κινήματος μπορεί να μην οδηγήσει τελικά στην ανεξαρτησία, ίσως ούτε καν στον δημοκρατικό συνομοσπονδισμό. Σίγουρα όμως δεν τελείωσε το 2015, ό,τι κι αν θέλουν να ελπίζουν οι ιθύνοντες στην Άγκυρα.

Σοκάκι σε γειτονιά του Σουρ, κοντά στη συριοορθόδοξη εκκλησία Μεριέμ Ανά.
Ακόμα πάντως και στις φτωχογειτονιές του δυτικού Σουρ έχουν αρχίσει να ξεφυτρώνουν τέτοια μαγαζιά.
Οι τουρίστες συρρέουν στο Ντιγιάρμπακιρ μεταξύ άλλων και για το (όντως ιδιαίτερο) Ουλού Τζαμί, στο κέντρο του Σουρ.
Το Σουλουκλού Χάνι είναι μικρότερο, λιγότερο τουριστικό και (κατά την άποψή μου) περισσότερο συμπαθητικό από το γειτονικό Χασάν Πασά Χάνι. Χρειάζεται πάντως κάποια προσπάθεια για να το εντοπίσεις.
Ενδιαφέρον έχει κι αυτή η πινακίδα με πληροφορίες για το Σουλουκλού Χάνι και ιδιαίτερα η επιλογή των γλωσσών: ξεκινάει (μάλλον) με αραμαϊκά, συνεχίζει με αρμένικα, αραβικά, κουρδικά (πιθανόν Κουρμαντζί και Ζαζά) και αφήνει τελευταία τα τουρκικά. Μπορεί η σειρά να είναι τυχαία, μπορεί και όχι.
Σαββατόβραδο στο κέντρο του Ντιγιάρμπακιρ: δύο μουσικοί του δρόμου τραγουδούν στα κούρδικα. Oι περαστικοί έχουν στήσει χορό στο πεζοδρόμιο, που μεγαλώνει όσο περνά η ώρα.

Φεύγοντας από το Ντιγιάρμπακιρ και διασχίζοντας τις κοντινές εξοχές, αντιλαμβάνεται κάποιος έναν ακόμα λόγο για τον οποίο η περιοχή είναι μια από τις πιο φτωχές της Τουρκίας, εκτός από τους ιστορικούς/εθνοτικούς/πολιτικούς. Αχανείς εκτάσεις καλύπτονται με μεγάλες σκούρες πέτρες από βασάλτη, και είναι μάλλον χρήσιμες μόνο για εκτατική κτηνοτροφία. Εκεί όπου έχει επιχειρηθεί μια γεωργική αξιοποίηση, οι σωροί από πέτρες στα χωράφια δείχνουν πόσο δύσκολο είναι ένα τέτοιο εγχείρημα. Όσο βέβαια πλησιάζουμε προς την Ούρφα, αρχίζουν να πυκνώνουν στην εικόνα του τοπίου οι γνωστές μας μεσογειακές καλλιέργειες: σιτηρά, φιστικιές ελιές. Στον δρόμο, τα λεωφορεία που έρχονται από το Κουρδιστάν, θα σταματήσουν σε μπλόκα του στρατού ή της αστυνομίας, όπου θα ελεγχθούν οι ταυτότητες όλων των επιβατών. Το ίδιο το τουρκικό κράτος μοιάζει να θέλει να δείξει πως αυτή η περιοχή δεν είναι μια φυσιολογική περιοχή της Τουρκίας.

Τέτοιες απέραντες εκτάσεις καλυμμένες με πέτρες είναι χαρακτηριστική εικόνα στον δρόμο από Ντιγιάρμπακιρ προς Σιβερέκ.

Στην Ούρφα έχουμε ήδη απομακρυνθεί από τις πιο «καθαρές» κουρδικές περιοχές. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι πρόκειται για μια εθνοτικά ομοιογενή τουρκική πόλη. Στην πόλη μιλιούνται ως μητρικές γλώσσες τουρκικά, κουρδικά και αραβικά. Το υψηλό ποσοστό Αράβων δεν οφείλεται μόνο στην πρόσφατη μετανάστευση Συρίων: στην Ούρφα έχει παραμείνει από τα οθωμανικά χρόνια, μπορεί να είναι και η πιο μεγάλη εθνοτική ομάδα. Είναι ίσως ένας ακόμα από τους λόγους που η πόλη έχει τη φήμη της πιο «μεσανατολίτικης» πόλης της Τουρκίας. Όπως και να έχει, και παρά αυτή την πολυεθνική σύνθεση, η συντηρητική Ούρφα παραμένει προπύργιο του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ.

«Εμείς είμαστε η Τουρκία», διαβάζει ο ταξιδιώτης μόλις φτάνει στη Σανλίουρφα, στον σταθμό των λεωφορείων. Αναλογιζόμενος πάντως το υψηλό ποσοστό μη τουρκόφωνων στον πληθυσμό της πόλης, πιθανόν να προβληματιστεί για τη σκοπιμότητα της επιγραφής.
Μια από τις εισόδους της φημισμένης κεντρικής αγοράς της Ούρφα.

Αν και όλοι την αποκαλούν απλά «Ούρφα», το πλήρες επίσημο όνομα της πόλης είναι Σανλίουρφα. Το επίθετο «Σανλί» σημαίνει ιερή και προστέθηκε πριν μερικές δεκαετίες. Ακόμα κι αν δεν χρησιμοποιείται πολύ στην καθομιλούμενη, στην πόλη υπάρχει όντως μια ιερή ατμόσφαιρα. Κι αυτό δεν είναι μόνο γιατί ο πληθυσμός της είναι πολύ θρήσκος – αυτό δεν είναι κάτι ασυνήθιστο σε τουρκικές επαρχιακές πόλεις. Η πόλη θεωρείται γενέτειρα του Αβραάμ, και στο σημείο όπου γεννήθηκε υπάρχει σήμερα ένα συγκρότημα από τζαμιά, το οποίο προσελκύει καθημερινά πλήθη προσκυνητών και τουριστών. Η περιοχή ονομάζεται Μπαλικλίγκιολ, δηλαδή λίμνη των ψαριών. Και όντως, στο πάρκο που συνοδεύει τα τζαμιά υπάρχουν λίμνες με έναν εντυπωσιακό πληθυσμό σε ψάρια, τα οποία η παράδοση θέλει επίσης.. ιερά.

Στη σπηλιά εδώ στο κέντρο της Ούρφα γεννήθηκε με βάση την παράδοση ο Αβραάμ. Η υπόθεση μπορεί να είναι δύσκολο να αποδειχτεί, αλλά ήταν αρκετή για να κτιστούν τζαμιά γύρω από τη σπηλιά και να γίνει ο χώρος στόχος αμέτρητων προσκυνητών και τουριστών.
Οι λίμνες στο πάρκο που περιβάλλει τα τζαμιά φιλοξενούν μεγάλο αριθμό ψαριών, τα οποία ταΐζει εδώ το κοριτσάκι. Ένας θρύλος τα θέλει να προέρχονται από τη φωτιά που ο Βασιλιάς Νιμρόντ ετοίμαζε για να κάψει τον Αβραάμ: ο Θεός μετέτρεψε τη φωτιά σε νερό και τα καυσόξυλα σε ψάρια.

Η ιερότητα της Ούρφα όμως δεν περιορίζεται στο Μπαλικλίγκιολ, ούτε καν στις αβρααμιτικές μονοθεϊστικές θρησκείες. Σε απόσταση περίπου 10 χιλιομέτρων από την πόλη, σε έναν λόφο που ονομάζεται Γκιομπεκλίτεπε, ανακαλύφθηκε πριν κάποια χρόνια το αρχαιότερο θρησκευτικό κτίσμα στην (προ)ϊστορία της ανθρωπότητας, ηλικίας τουλάχιστον 10.000 ετών. Είναι μια ένδειξη για το πόσο νωρίς οι άνθρωποι είχαν ανάγκη για μόνιμους χώρους θρησκευτικών τελετών – ίσως πριν ακόμα αποκτήσουν μόνιμες κατοικίες, αφού κατά μια άποψη οι θαμώνες του Γκιομπεκλίτεπε πιθανόν να ήταν ακόμα νομάδες τροφοσυλλέκτες. Είναι βέβαια πολύ ταιριαστό ότι αυτή η ανακάλυψη έγινε στην ιερή Ούρφα.

Είναι μάλλον σπάνιο για τουρκικούς δήμους να έχουν ως σύμβολο μιναρέδες, για την ιερή Ούρφα όμως γίνεται μια εξαίρεση, όπως βλέπουμε εδώ στη σημαία του Δήμου που κυματίζει δεξιά από την τουρκική. Πίσω φαίνεται το προάστιο του Καράκιοπρου, όπου οικοδομούνται πανύψηλες νέες πολυκατοικίες για τη στέγαση του ραγδαία αυξανόμενου πληθυσμού της πόλης.

Μιάμιση περίπου ώρα με το λεωφορείο από τη Σανλί-Ούρφα, φτάνουμε και στον δεύτερο μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη. Λίγα χιλιόμετρα δυτικά του Ευφράτη, βρίσκεται η άλλη μεγαλούπολη με προσωνυμία, η Γκαζί-Αντέπ. Αν η Ούρφα είναι ιερή πόλη, η δόξα της Αντέπ είναι πιο κοσμική: Γκαζί σημαίνει νικήτρια. Ο τίτλος της δόθηκε για τη συνεισφορά της στον κεμαλικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, συγκεκριμένα για τον αγώνα ενάντια στους Γάλλους (επίδοξους) αποικιοκράτες. Θα μπορούσαμε βέβαια να παρατηρήσουμε ότι οι τελευταίοι δεν ήταν και οι πιο αποφασισμένοι αντίπαλοι και επιπλέον πως η μάχη που έγινε ειδικά για την πόλη της Αντέπ έληξε με γαλλική νίκη (ασχέτως του ότι λίγους μήνες μετά οι Γάλλοι την εγκατέλειψαν λόγω συμφωνίας με τον Κεμάλ). Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν εμπόδισε τους Τούρκους, εκτός από να προσθέσουν το «Γκαζί» στην ονομασία της πόλης, να φτιάξουν κι ένα Μουσείο για τον πόλεμο στο Κάστρο της Αντέπ.

Περνώντας στη δυτική όχθη του Ευφράτη, αφήνουμε πίσω μας την «τουρκική Μεσοποταμία».
Το κάστρο της Αντέπ, του οποίου οι ρίζες φτάνουν μέχρι τα βυζαντινά/ρωμαϊκά χρόνια, ακόμα και την εποχή των Χετταίων, επιβλέπει το κέντρο της πόλης.

Η Αντέπ είναι πάντως περισσότερο γνωστή για τον καρπό που στην Ελλάδα ονομάζεται «φιστίκι Αιγίνης», και στην Τουρκία βέβαια «φιστίκι Αντέπ». Κατ’ επέκταση, εξίσου φημισμένη είναι και για τον μπακλαβά που παρασκευάζεται με βάση αυτόν τον καρπό. Το αντίστοιχο όνομα στην Κύπρο είναι «χαλεπιανό» – και δεν είναι τυχαίο που το Χαλέπι βρίσκεται μόλις 120 χιλιόμετρα μακριά από την Αντέπ. Στα οθωμανικά χρόνια η Αντέπ, όπως και η Ούρφα, ανήκε στο βιλαέτι του Χαλεπίου. Ήταν το βιλαέτι όπου η τουρκοφωνία συναντούσε και αναμιγνυόταν με την αραβοφωνία, και οι δύο συνοδεύονταν από ένα επίσης πολύ ισχυρό αρμενικό στοιχείο. Το τελευταίο σχεδόν εξαφανίστηκε το 1915 με την Γενοκτονία, όπως και το ασσυριακό. Λίγα χρόνια αργότερα, το βιλαέτι χωρίστηκε και μοιράστηκε ανάμεσα στη νέα Τουρκική Δημοκρατία και την αραβική (ακόμα υπό γαλλική εντολή) Συρία.

Οι εξοχές γύρω από την Αντέπ καλύπτονται σε μεγάλο ποσοστό από φιστικιές/χαλεπιανιές, και η ίδια η πόλη είναι γεμάτη με μαγαζιά που πουλούν τον καρπό, τους «φιστικτζήδες» (εδώ αριστερά). Αντίστοιχα, υπάρχουν και τα μπακλαβατζίδικα (δεξιά), τα οποία πουλούν το γλυκό που κατά κανόνα κυριαρχείται εδώ από το πράσινο χρώμα του χαλεπιανού.
Ένα από τα πιο τραγικά αξιοθέατα της Γκαζίαντεπ: η πρώην αρμένικη εκκλησία της Παναγίας δεν είναι τόσο παλιά, χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα για να εξυπηρετήσει την ακόμα τότε ακμάζουσα αρμενική κοινότητα της πόλης. Δεν πρόλαβαν να την χαρούν πολύ: λίγα χρόνια μετά, οι περισσότεροι Αρμένηδες θα χανόντουσαν στις πορείες θανάτου, στην κοντινή Έρημο της Συρίας. Χωρίς αρμενική κοινότητα πια στην πόλη, το κτίριο χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς, μέχρι να αποφασιστεί η μετατροπή του σε τζαμί τη δεκαετία του ’80. Η επιλογή του ονόματος «Τζαμί της Απελευθέρωσης» μοιάζει σχεδόν προκλητική. Ίσως δείχνει όμως και το πόσο απέχουν οι ερμηνείες της Ιστορίας τους από λαούς που άλλοτε μοιράζονταν την ίδια γη.

Σήμερα, η Αντέπ είναι με ενάμισι εκατομμύριο κατοίκους η έκτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας και έχει μάλλον ξεπεράσει σε πληθυσμό την αλλοτινή πρωτεύουσα του βιλαετίου, το κατεστραμμένο πλέον από τον πόλεμο Χαλέπι. Εξάλλου, πολλοί έχουν μετακινηθεί λόγω του πολέμου από τη μια πόλη στην άλλη. Σχεδόν μισό εκατομμύριο Σύριοι πρόσφυγες κατοικούν σήμερα είτε στην πόλη, είτε γύρω απ’ αυτήν, με όλα τα κοινωνικά προβλήματα που προκαλεί μια τέτοια κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, το κέντρο της Αντέπ διατηρεί την ομορφιά του, με τα πέτρινα κτίρια και τα πλακόστρωτα στενά του, τα χάνια απ’ όπου τα βράδια ακούμε μουσικές, την αγορά των μπακιρτζήδων και τα μπεζεστένια – και βέβαια, τα αμέτρητα φιστικάδικα και μπακλαβατζίδικα. Μετά από το κέντρο ακολουθεί βέβαια η απαραίτητη ζώνη των γκετζέκοντου, φτωχογειτονιές με προχειροφτιαγμένες κατοικίες. Ακόμα πιο έξω, απλώνονται οι σύγχρονες πολυκατοικίες της TOKİ, που όπως σε κάθε τουρκική μεγαλούπολη αντικαθιστούν σταδιακά τα γκετζέκοντου. Τέλος, όταν βγαίνουμε από την πόλη, περνάμε μέσα από τη βιομηχανική ζώνη, μια από τις μεγαλύτερες σε όλη την Τουρκία: η Γκαζίαντεπ φημίζεται (και) για την ανεπτυγμένη βιομηχανία της.

Είναι μυστήριο πως η χελώνα βρέθηκε μέσα στο «Χάνι του Έθνους» (ονομασία που του δόθηκε βέβαια στην κεμαλική περίοδο, αν και είναι πολύ παλιότερο), στο κέντρο μιας μεγαλούπολης όπως η Αντέπ.
Το Μπέη ήταν παλιότερα μια πολυεθνοτική γειτονιά της Αντέπ και είναι σήμερα μια από τις πιο ήσυχες και ευχάριστες του κέντρου. Πολλά από τα παλιά αρμένικα ή εβραϊκά σπίτια της πόλης λειτουργούν σήμερα ως καφενεία ή πολιτιστικά κέντρα.
Φεύγοντας το λεωφορείο από την Αντέπ, περνάει μέσα και από τη μεγάλη βιομηχανική ζώνη. Τα φουγάρα που καπνίζουν θυμίζουν ότι η πόλη είναι κι αυτή μια «τίγρη της Ανατολίας», ένας από τους νέους βιομηχανικούς γίγαντες της Τουρκίας.

Επόμενος σταθμός στη διαδρομή προς τα δυτικά είναι η μεγαλούπολη του βαμβακιού, τα Άδανα. Βρίσκεται στο μέσο της απέραντης πεδιάδας της Κιλικίας, την Τσουκούροβα όπως την λένε οι Τούρκοι. Τέτοιοι πλατιοί κάμποι είναι σπάνιοι στη νότια ακτή της Τουρκίας, που κατά τ’ άλλα κυριαρχείται από άγρια βουνά και ιδιαίτερα την Οροσειρά του Ταύρου. Ήταν επόμενο ότι θα αξιοποιούνταν για την ιδιαίτερα προσοδοφόρα βαμβακοκαλλιέργεια, αν και σήμερα η Τσουκούροβα πρωτοστατεί και σε άλλες καλλιέργειες, από το καλαμπόκι μέχρι τα εσπεριδοειδή. Ο Γιασάρ Κεμάλ πάντως, ο οποίος κατάγεται από την περιοχή των Αδάνων, έχει στήσει το μυθιστόρημά του «Μεσόστυλος» γύρω από τη παραγωγή βαμβακιού. Το βιβλίο ξεκινάει με τους κινούμενους αγκαθόθαμνους που σηματοδοτούν ότι το άνθος του βαμβακιού έχει ανοίξει στην Τσουκούροβα και ότι ήρθε η στιγμή για τους χωρικούς των γύρω βουνών να κατεβούν στον κάμπο για να το συλλέξουν.

Το Πολιτιστικό Κέντρο Γιασάρ Κεμάλ είναι ένας φόρος τιμής για τον κουρδικής καταγωγής συγγραφέα, έναν από τους σημαντικότερους που ανέδειξαν όχι μόνο τα Άδανα, αλλά και ολόκληρη η Τουρκία στον 20ό αιώνα.

Τέτοιες καλλιέργειες βέβαια απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερού. Ευτυχώς για την Τσουκούροβα, εκτός από την υψηλή βροχόπτωση, τη διασχίζουν και τα ποτάμια που πηγάζουν από τις οροσειρές του Ταύρου και του Αντιταύρου. Ένα απ’ αυτά είναι και ο Σάρος ή Σεϋχάν, στις όχθες του οποίου είναι κτισμένα τα Άδανα, μια πόλη από τις αρχαιότερες του κόσμου, ηλικίας πολλών χιλιετιών. Παρ’ όλα αυτά, δύσκολα θα βρούμε στοιχεία που να το θυμίζουν αυτό. Είναι μια σύγχρονη τσιμεντούπολη των 2 εκατομμυρίων κατοίκων, που δεν έχει ούτε γραφικά πλακόστρωτα στενά, ούτε ατμοσφαιρικά παζάρια, ούτε πολλά ιδιαίτερα αξιοθέατα, όπως οι προηγούμενες τρεις πόλεις. Το μέρος που ξεχωρίζει πάντως είναι το μεγάλο παραποτάμιο πάρκο που ξεκινάει από την πέτρινη γέφυρα και περιτριγυρίζει το Κεντρικό Τζαμί του Σαμπαντζί, ένα από τα μεγαλύτερα της χώρας.

Η ρωμαϊκή Πέτρινη Γέφυρα ενώνει εδώ και δύο χιλιετίες τη δυτική όχθη του Σάρου (όπου και το κέντρο των Αδάνων) με την ανατολική.
Εντός του παραποτάμιου πάρκου των Αδάνων βρίσκεται και το Κεντρικό Τζαμί του Σαμπαντζί, ένα από τα μεγαλύτερα τζαμιά της Τουρκίας. Κτισμένο σε νεο-οθωμανικό στυλ το 1988, είναι ίσως και δείγμα της κρατικά στηριζόμενης θεωρίας της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης, που ουσιαστικά έστρωσε τον δρόμο για την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ και του Ερντογάν.

Οι Αρεταίος και Αγγελετόπουλος στο (σιδηροδρομικό) οδοιπορικό τους μέσα από διάφορες πόλεις της Τουρκίας, ονομάζουν τα Άδανα «γκρίζα ζώνη». Ο λόγος είναι η πολιτική-κοινωνική ποικιλία της πόλης: δεν έχει ούτε την καθαρά κοσμική-κεμαλική ταυτότητα της Σμύρνης, ούτε ψηφίζει φανατικά Ερντογάν όπως το Ικόνιο ή η Καισαρεία, ούτε είναι προπύργιο του κουρδικού κινήματος όπως το Ντιγιάρμπακιρ. Όλες αυτές οι παρατάξεις έχουν παραδοσιακά δύναμη στην πόλη, όπως επίσης ψηλό ποσοστό έχουν και τα εθνικιστικά κόμματα. Καμία όμως δεν μπορεί να επικρατήσει απόλυτα και αναγκάζονται να συνυπάρξουν σχετικά ειρηνικά. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη στη σειρά των πόλεων που είδαμε μέχρι τώρα, που βρίσκεται τώρα στα χέρια της αντιπολίτευσης. Ο δήμαρχος προέρχεται από το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, ενώ το ΑΚΡ του Ερντογάν ακόμα διοικεί την Αντέπ, την Ούρφα και το Ντιγιάρμπακιρ (το τελευταίο, μετά από την απομάκρυνση του δημοκρατικά εκλεγμένου δήμαρχου που προέρχεται βέβαια από το φιλοκουρδικό HDP). Οι πιο κοσμοπολίτικες περιοχές των μεσογειακών μικρασιατικών παραλίων ήταν μάλλον σχετικά δεκτικές στην κεμαλική προσπάθεια εκκοσμίκευσης. Ειδικά στα Άδανα όμως, μπορεί να παίζει και ρόλο η σημαντική παρουσία Αλεβιτών.

Η Πλατεία 5ης Ιανουαρίου στο κέντρο των Αδάνων, με το άγαλμα του Ατατούρκ, θυμίζει τη μέρα υποχώρησης του γαλλικού στρατού το 1922 και ουσιαστικά την ένταξη στο νέο κεμαλικό κράτος. Δεξιά, ένα «Erotik Shop» και αριστερά το Μεστάν Χαμάμ, από τα λίγα οθωμανικά κτίρια που έχουν απομείνει στην πόλη. Αριστερά του χαμάμ, διαφημίζεται μάλλον κάποια προσεχής ομιλία του ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (και, όπως φαίνεται, επίδοξου νέου πρόεδρου της Τουρκίας), Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Το πρόσφατο περιστατικό στα Άδανα, όπου σπίτια Αλεβιτών σημάνθηκαν από άγνωστους με σταυρούς και τη (μάλλον υποτιμητική) ονομασία «Κιζιλμπάς» (=κοκκινοκέφαλοι), ξύπνησε τραυματικές μνήμες από αντι-αλεβιτικά πογκρόμ. Αναφερόμαστε βέβαια ιδιαίτερα στα γεγονότα του 1978 στο γειτονικό Μαράς που κόστισαν τη ζωή σε πάνω από 100 Αλεβίτες, σχετιζόμενα και με τη σκληρή σύγκρουση ανάμεσα σε ακροδεξιές και αριστερές ομάδες εκείνη την εποχή. Πηγή εικόνας: https://bianet.org/english/religion/249389-alevi-homes-marked-in-adana-in-38th-similar-incident-in-a-decade

Μια πεδιάδα όπως η Κιλικία, ήδη από τον 19ο αιώνα προσανατολισμένη στο εξαγωγικό εμπόριο (βοηθά βέβαια η εγγύτητα στη θάλασσα), χρειάζεται και το λιμάνι της. Και αυτό τον ρόλο ανέλαβε η Μερσίνη, ο τελευταίος σταθμός αυτής της διαδρομής στη νοτιοανατολική Τουρκία. Αν και μια μάλλον ασήμαντη κωμόπολη πριν δύο αιώνες, η εξαγωγή του βαμβακιού οδήγησε στην αλματώδη ανάπτυξη τόσο του λιμανιού όσο και της ίδιας της πόλης, ο πληθυσμός της οποίας σήμερα προσεγγίζει το ένα εκατομμύριο. Βρίσκεται σε απόσταση μόλις μιας ώρας με το τρένο από τα Άδανα.

Εικόνα του εύφορου κάμπου της Τσουκούροβα, από το τρένο που τον διασχίζει τακτικά με τη διαδρομή Άδανα-Ταρσός-Μερσίνη.
Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Μερσίνης. Όπως και σε άλλες πόλεις-λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου, οι φοινικιές κυριαρχούν στην εικόνα.

Είναι μάλλον επόμενο, ότι μια πόλη με τόσο πρόσφατη αλλά παρ’ όλα αυτά εκπληκτική ανάπτυξη, δεν έχει πολλά για να τραβήξει τουρίστες, εκτός βέβαια από τις κοντινές της παραλίες. Παρ’ όλα αυτά, έχει τη μίνιμουμ γοητεία που έχουν όλες οι πόλεις-λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου. Το πιο ευχάριστο μέρος στο κέντρο της πόλης είναι βέβαια το μεγάλο παραθαλάσσιο πάρκο. Ένας κουρασμένος ταξιδιώτης μπορεί να ξαπλώσει πάνω στο γρασίδι στη σκιά ενός δέντρου, παρακολουθώντας τα ξύλινα καράβια που αναζητούν επιβάτες για βόλτα στον κόλπο της Μερσίνης – και χαλάνε με τις δυνατές μουσικές τους την ησυχία του πάρκου. Δεν αποκλείεται να έχει θέα και στο πραγματικό λιμάνι, εμπορικό κυρίως, που ξεκινάει εκεί που τελειώνει το πάρκο. Δυο-τρεις φορές τη βδομάδα πάντως, από τη Μερσίνη πλέει και το πλοίο για Αμμόχωστο, κουβαλώντας μαζί του, εκτός από τα φορτηγά με τις προμήθειες των κατεχόμενων, και λίγους επιβάτες. Αναχωρεί στις 9 το βράδυ από Μερσίνη, έτσι ώστε κατά τις 9 το επόμενο πρωί να έχει φτάσει στην Κύπρο.

Πολλά φαγάδικα στη Μερσίνη ειδικεύονται στην τοπική σπεσιαλιτέ της περιοχής, το ταντούνι (ψιλοκομμένο τηγανητό κρέας που σερβίρεται σε πίτα) – όπως κι αυτό εδώ, πολύ κοντά στο λιμάνι. Πίσω φαίνεται η καθολική εκκλησία του Αγίου Αντωνίου.
Το μεγάλο παραθαλάσσιο Πάρκο Ατατούρκ απλώνεται νοτιοδυτικά από το Λιμάνι της Μερσίνης, το οποίο φαίνεται στα αριστερά.

Έτσι τελειώνει αυτό το οδοιπορικό μέσα από αυτή την τόσο ιδιαίτερη περιοχή της Τουρκίας, όπου το κουρδικό κίνημα συναντά τον σκληρό τουρκικό εθνικισμό, ο ερντογανισμός τον κεμαλισμό, το σουνιτικό Ισλάμ τον αλεβιτισμό, η τουρκοφωνία την κουρδοφωνία και την αραβοφωνία. Αν και σχετικά φτωχό, περιφερειακό και μάλλον παραμελημένο τμήμα της Τουρκικής Δημοκρατίας (με εξαίρεση την πεδιάδα της Κιλικίας), στις τελευταίες δεκαετίες βρέθηκε στο επίκεντρο όχι μόνο για την Τουρκία, αλλά για όλη την περιοχή, ίσως και τον κόσμο. Από τη μια η κουρδική εθνική αφύπνιση, τα όνειρα για ένα κουρδικό κράτος ή τουλάχιστον κάποια αυτονομία και οι συγκρούσεις με τον τουρκικό στρατό, από την άλλη ο Πόλεμος της Συρίας που είχε ιδιαίτερη ένταση στις περιοχές που συνορεύουν με την Τουρκία – και βέβαια προκάλεσε και τα κύματα προσφύγων, ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί ιδιαίτερα πόλεις όπως η Γκαζίαντεπ, αλλά φοβίζει και ολόκληρη την Ευρώπη.

Όλα αυτά είχαν μεγάλο κόστος, μεταξύ άλλων και σε ανθρώπινες ζωές. Η βία δεν είναι εδώ κάποια πολύ μακρινή ανάμνηση. Με ένα ολιγοήμερο ταξίδι μέσα απ’ αυτές τις πόλεις βέβαια, δύσκολα το φαντάζεται κάποιος. Η ατμόσφαιρα μοιάζει ειρηνική, και οι άνθρωποι ζουν τις ζωές τους, με τις καθημερινές δυσκολίες και τις μικρές απολαύσεις της – ιδιαίτερα τις γαστριμαργικές.

Αν δούμε όμως τα πράγματα από ιστορική σκοπιά, συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για μια περιοχή σε μετάβαση, ίσως όσο καμία άλλη στην Τουρκία. Προς τα πού θα πάει και αν και πόση βία ακόμα θα χρειαστεί για να φτάσει ως εκεί, δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι ίσως τα καταφέρει και χωρίς αυτή. Αυτό που δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς, είναι ότι η περιοχή έχει πίσω της πολλές χιλιετίες συνύπαρξης διαφορετικών θρησκειών, γλωσσών και πολιτικών απόψεων, όσο λίγες άλλες στον κόσμο. Μπορεί ο εκσυγχρονισμός της να σήμανε την εξαφάνιση πολλών στοιχείων αυτής της συνύπαρξης. Η ομογενοποίηση μιας τέτοιας περιοχής σίγουρα όμως δεν είναι εύκολο πράγμα – και πλέον, δεν είναι και τόσο σίγουρο ότι τη θέλουμε.

Απο τη Μακεδονια στο Κοσσυφοπεδιο

Κλασσικό

Στα τελευταία οθωμανικά χρόνια, όταν το όνομα «Μακεδονία» άρχισε να αποκτά πολιτικό νόημα, αντιστοιχούσε γεωγραφικά περίπου σε τρία οθωμανικά βιλαέτια. Αυτά ήταν τα εξής: Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και.. Κοσόβου – το τελευταίο με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Αυτό δείχνει ίσως το πόσο συνδεδεμένοι και δυσδιάκριτοι μεταξύ τους είναι αυτοί οι δύο γεωγραφικοί χώροι, Μακεδονία και Κοσσυφοπέδιο.

Τα βιλαέτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς το τέλος του 19ου αιώνα. https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Map-of-Ottoman-Empire-in-1900-German.svg

Οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές σχεδίασαν βέβαια ένα καθαρό σύνορο στον χάρτη. Από τη μια μεριά ήταν η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τα Σκόπια και από την άλλη το Κόσοβο, αυτόνομη περιοχή εντός της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σερβίας. Σήμερα, τόσο το Κόσοβο όσο και η Βόρεια (πλέον) Μακεδονία είναι ανεξάρτητα κράτη. Παρόλα αυτά, η σχέση τους παραμένει στενή, ειδικά αφού η αντίστοιχη σχέση Κοσσυφοπεδίου-Σερβίας είναι τώρα πολύ επιβαρυμένη και πολύπλοκη. Η σύνδεση με το Μαυροβούνιο και την Αλβανία μπορεί να είναι πολιτικά πιο εύκολη, όχι όμως και γεωγραφικά: η διαδρομή από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα (Τίρανα-Πρίστινα, Ποντγκόριτσα-Πρίστινα) είναι πολύωρη και περνάει μέσα από δύσβατα βουνά. Αντίθετα, από τα Σκόπια μπορεί κάποιος να φτάσει στην Πρίστινα σε λιγότερο από δύο ώρες. Η οδική σύνδεση με τα Σκόπια είναι επομένως για το Κοσσυφοπέδιο η πιο σημαντική επικοινωνία με τον έξω κόσμο.

Το ταξίδι που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα κι από τα τρία πρώην βιλαέτια και τις πρωτεύουσές τους. Ξεκίνησε από την επιθυμία να κλείσω μια τρύπα στον ταξιδιωτικό μου χάρτη στα Βαλκάνια: το Κόσοβο. Είτε όμως το θέλει κάποιος είτε όχι, ο δρόμος τον οδηγεί και μέσα από τη μακεδονική γη, βόρεια και νότια.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Αφετηρία ήταν η – τότε όπως και τώρα – μεγαλύτερη πόλη και «φυσική» πρωτεύουσα της Μακεδονίας: η Θεσσαλονίκη. Μέχρι νεοτέρας, η σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης-Σκοπίων είναι (για ακόμα μια φορά) ανενεργή. Η μοναδική δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα στις δύο μεγάλες μακεδονικές πόλεις αυτή τη στιγμή, είναι το πρωινό λεωφορείο των 8.30 – και παρόλα αυτά, μπορεί να είναι σχεδόν άδειο. Το ταξίδι μπορεί να είναι έτσι πολύ άνετο, είναι όμως και κάπως στενάχωρο, αφού δείχνει ίσως πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο των επαφών.

Η Συναγωγή των Μοναστηριωτών, η μοναδική προπολεμική συναγωγή στη Θεσσαλονίκη που επιβίωσε, από τις πολλές που λειτουργούσαν κάποτε στην «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων». Το όνομά της δείχνει και την προέλευση αυτών που την ίδρυσαν και έτσι συνδέει τις (κάποτε ακμαίες) εβραϊκές κοινότητες των δύο μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, οι οποίες τον 20ό αιώνα βρέθηκαν ξαφνικά σε διαφορετικά κράτη. Έχοντας υπόψη το τραγικό τέλος των Εβραίων της Μακεδονίας, θεώρησα ότι άξιζαν μια αναφορά, ως ο μεγάλος απών των πόλεων που αναφέρονται στο άρθρο. Συμπτωματικά (;), η Συναγωγή ήταν κοντά στο μέρος όπου διανυκτέρευσα στη Θεσσαλονίκη, πριν ξεκινήσω για το ταξίδι.

Από άποψη ιστορικού βάρους, τα Σκόπια σίγουρα έρχονται πίσω από τη Θεσσαλονίκη. Παρ’ όλα αυτά, οι σύγχρονοι Σκοπιανοί (εδώ εννοούνται οι κάτοικοι της πόλης κι όχι της χώρας) μπορούν να έχουν την αίσθηση ότι ζουν σε ένα κέντρο.. αρχαίου μακεδονικού πολιτισμού. Υπεύθυνο γι’ αυτό είναι το έργο «Σκόπια 2014», έμπνευση της προηγούμενης εθνικιστικής κυβέρνησης του Νίκολα Γκρουέφσκι. Τα αρχαιοπρεπή κτίρια στις όχθες του Αξιού, ανάμεσα στην οθωμανική παλιά πόλη και τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι ένας τουλάχιστον περίεργος συνδυασμός. Τα Σκόπια έχουν επίσης καταφέρει να γίνουν γνωστά ως η πόλη με περισσότερα αγάλματα παρά ανθρώπους. Κι αυτά είναι αγάλματα προσώπων που μπορεί να φτάνουν από την ελληνική Αρχαιότητα και τα σλαβικά βασίλεια του Μεσαίωνα, μέχρι τους ήρωες της ΕΜΕΟ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Η Γέφυρα Πολιτισμών της Μακεδονίας, που οδηγεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο (αριστερά) είναι μια από τις νέες διακοσμημένες με αγάλματα γέφυρες, οι οποίες ενώνουν τις όχθες του Αξιού στο κέντρο των Σκοπίων.

Αν η ελληνική Μακεδονία είναι η «Μακεδονία του Αιγαίου», το σημερινό ανεξάρτητο κράτος της Βόρειας Μακεδονίας αντιστοιχεί σε αυτό που οι ίδιοι οι Σλαβομακεδόνες αποκαλούσαν «Μακεδονία του Βαρδάρη». Πράγματι, όσο σημαντικό είναι το Αιγαίο για τη Θεσσαλονίκη, τόσο κεντρικός είναι και ο ποταμός Αξιός (Βαρντάρ στις σλαβικές γλώσσες) για τα Σκόπια. Στις όχθες του βρίσκονται τα σημαντικά κτίρια, ο μεγάλος πεζόδρομος και η κεντρική πλατεία της πόλης, που δεν θα μπορούσε παρά να ονομάζεται «Πλατεία Μακεδονίας» και να κοσμείται με το γιγάντιο άγαλμα του Μεγαλέξανδρου, ή επίσημα του.. Πολεμιστή Πάνω στο Άλογο.

Ο παραποτάμιος πεζόδρομος στο κέντρο των Σκοπίων, από τα πιο ευχάριστα μέρη της πόλης. Στα δεξιά ξεκινάει η «Γέφυρα των Καλλιτεχνών».
Η Πλατεία Μακεδονίας, κεντρική των Σκοπίων, όπου ξεχωρίζει βέβαια το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λίγο πιο ταπεινό, κάτω στα αριστερά του, κάθεται στον θρόνο του και το άγαλμα του (Βούλγαρου) Τσάρου Σαμουήλ.
Κοιτάζοντας από την Πλατεία Μακεδονίας προς τη βόρεια όχθη του Αξιού, βλέπουμε το επίσης επιβλητικό άγαλμα του Φιλίππου Β’, ο οποίος στέκεται όρθιος και μοιάζει να χαιρετάει τον γιο του στην αντίπερα όχθη. Οι κολώνες στα δεξιά ανήκουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ στα αριστερά της εικόνας ορθώνεται το Κάστρο των Σκοπίων. Το έφιππο άγαλμα στις όχθες του Αξιού είναι αυτό του Καρπός, ηγέτη τοπικής αντι-οθωμανικής εξέγερσης του 17ου αιώνα.

Περνώντας από την παλιά γέφυρα στην απέναντι βόρεια όχθη του Αξιού, κι αφού προσπεράσουμε το άγαλμα του Φιλίππου, μπαίνουμε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Εδώ, κάτω από το κάστρο, ξεκινά η παλιά οθωμανική πόλη των Σκοπίων, με τα μικρά μαγαζιά, τα παλιά σπίτια, τους μιναρέδες, τα χαμάμ, το μπεζεστένι, το Μπιτ Παζάρ. Σε αντίθεση με άλλες βαλκανικές πρωτεύουσες, όπως τη Σόφια, την Αθήνα ή το Βελιγράδι, στα Σκόπια τα οθωμανικά ίχνη είναι ολοφάνερα και ζωντανά. Εξάλλου, στην παλιά πόλη των Σκοπίων και γύρω απ’ αυτήν ακόμα κατοικούν κυρίως μουσουλμανικοί πληθυσμοί: προ πάντων Αλβανοί, αλλά και αρκετοί Τούρκοι. Μαζί αποτελούν περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης.

Η παλιά πόλη των Σκοπίων διατηρεί ακόμα αρκετό από τον μετα-οθωμανικό της χαρακτήρα.
Η είσοδος του Μπιτ Παζαριού στην παλιά πόλη των Σκοπίων. Σε αυτές τις περιοχές, θα δει κάποιος περισσότερες αλβανικές ή τουρκικές σημαίες παρά της Βόρειας Μακεδονίας.
Στάση λεωφορείου κοντά στο Μπιτ Παζάρ, με τα διώροφα λεωφορεία που θυμίζουν Λονδίνο.

Ο πολυεθνικός χαρακτήρας των Σκοπίων δεν φαίνεται όμως μόνο εκεί. Αν προχωρήσουμε ακόμα πιο βόρεια, προς τα προάστια, θα βρεθούμε στο Σούτο Οριζάρι, ή Σούτκα, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Πριν από μερικές δεκαετίες ήταν ακόμα χωράφια, όπως δείχνει και το όνομα («ορυζώνες»), αλλά εν τω μεταξύ εξελίχθηκε σε κάτι σαν παγκόσμια πρωτεύουσα των Τσιγγάνων. Εξάλλου, εκεί έχουν γίνει και γυρίσματα για τον «Καιρό των Τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα. Περίπου τέσσερα πέμπτα του πληθυσμού δηλώνουν ως εθνικότητα «Ρομά» και πρόκειται μάλλον για τον μοναδικό δήμο του κόσμου, όπου τα Ρομανί έχουν καθεστώς επίσημης γλώσσας.

Στους δρόμους του Σούτο Οριζάρι, μπορεί να συναντήσει κάποιος και παρκαρισμένα άλογα.
Στο Δημαρχείο του Σούτο Οριζάρι, δίπλα στη σημαία της Βόρειας Μακεδονίας, κυματίζει και η πράσινη-μπλε σημαία με τον κόκκινο τροχό: η σημαία των Ρομά. Στις πινακίδες, οι επιγραφές είναι πρώτα στα σλαβομακεδόνικα, έπειτα στα Ρομανί και μετά στα αγγλικά.

Από τα Σκόπια, τα σύνορα με το Κόσοβο απέχουν μόλις 20 και η Πρίστινα 90 χιλιόμετρα. Λεωφορεία πηγαινοέρχονται τακτικά ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες. Χαρακτηριστικά ίσως για τη διαφορετική σημασία που δίνουν οι δύο χώρες σε αυτή τη σύνδεση, ο δρόμος από τα Σκόπια μέχρι τα σύνορα μοιάζει περισσότερο με κακοσυντηρημένη επαρχιακή οδό, ενώ μόλις διασχίσουμε τα σύνορα, ένας νέος αυτοκινητόδρομος μας οδηγεί ταχύτατα στην πρωτεύουσα του δεύτερου αλβανικού κράτους.

Τα σύνορα Κοσόβου-Βόρειας Μακεδονίας. Τα χωριά με τους μιναρέδες στις πλαγιές του βουνού ανήκουν στο Κοσσυφοπέδιο.
Με το που περνάμε τα σύνορα, μπαίνουμε σε έναν σύγχρονο αυτοκινητόδρομο που οδηγεί μέχρι την Πρίστινα. Ήταν τέτοια η ανάγκη να συνδεθεί το Κόσοβο με τον έξω κόσμο, που ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε να κατασκευαστεί ακόμα κι αν όπως εδώ πρέπει να περάσει από μια στενή κοιλάδα κι αναγκαστικά να γίνει εναέριος. Από κάτω του ρέει ο ποταμός Λεπενίτσα.

Η Πρίστινα είναι η πιο νέα πρωτεύουσα της Ευρώπης. Αυτός ο τίτλος έχει διπλό νόημα: αφορά τόσο τα χρόνια της ως πρωτεύουσα ανεξάρτητου κράτους (η ανεξαρτησία ανακηρύχθηκε και αναγνωρίστηκε το 2008) όσο και τον μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων της. Η νεανικότητα της πόλης είναι από τα πρώτα που αναφέρουν ταξιδιωτικοί οδηγοί όπως το Lonely Planet. Κι όταν βρεθεί ένας ταξιδιώτης στην Πρίστινα, θα καταλάβει ότι δεν το γράφουν τυχαία. Είναι κάτι που θα νιώσει κάποιος σύντομα, περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δίπλα από τις γεμάτες με νέους καφετέριες – ειδικά όταν έρχεται από γειτονικές γερασμένες βαλκανικές χώρες.

Στις πλατείες και στους πεζοδρόμους της Πρίστινα περπατούν πολλοί νέοι, όπως εδώ στην Πλατεία Ζαχίρ Παγιαζίτι. Το άγαλμα στα δεξιά είναι αυτό του οπλαρχηγού του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου που σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τον γιουγκοσλαβικό στρατό το 1997 κι έδωσε το όνομά του στην πλατεία. Στο πανό στο κέντρο απεικονίζεται ο Ιμπραήμ Ρουγκόβα, ο «Γκάντι των Βαλκανίων» για όποιον τον θυμάται, ο οποίος έλπιζε (εσφαλμένα) ότι θα πετύχαινε την ανεξαρτησία του Κοσόβου με ειρηνικά μέσα.

Το άλλο που θα προσέξει κάποιος γρήγορα στην Πρίστινα, είναι η έντονη παρουσία σημαιών άλλων κρατών, σε σημείο που να ανταγωνίζονται την ίδια την κρατική σημαία. Κι αν για την αλβανική σημαία είναι αναμενόμενο, σε μια χώρα που τα εννέα δέκατα του πληθυσμού είναι Αλβανοί, για την αμερικάνικη πρέπει κάποιος να θυμηθεί το πώς κέρδισε η χώρα την ανεξαρτησία της. Οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί εναντίον την Σερβίας ήταν αυτοί που έκριναν την κατάσταση, και οι Κοσοβάροι δεν το ξεχνούν. Η Λεωφόρος Μπιλ Κλίντον, όπου ορθώνεται το άγαλμα του πρώην πλανητάρχη, διασταυρώνεται με την Οδό Τζωρτζ Μπους. Αν προχωρήσουμε προς το κέντρο της πόλης, θα συναντήσουμε και την προτομή της Μαντλίν Ωλμπράιτ, δίπλα στο μνημείο «NEWBORN», το οποίο συμβολίζει μάλλον την αναγέννηση της χώρας. Στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, κρέμονται πανό που εκφράζουν ευχαριστίες σε ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Γερμανία και Σαρκοζύ.

Το άγαλμα του Μπιλ Κλίντον στην ομώνυμη λεωφόρο μπορεί να μην είναι επιβλητικό σε μέγεθος, το πανό που το συνοδεύει όμως αναπληρώνει το κενό και δίνει βέβαια ένα καθαρό μήνυμα.
Πανό όπως αυτά στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, με τις ανορθόγραφες ευχαριστίες προς το ΝΑΤΟ και φράσεις όπως «η Μαντλίν Ωλμπράιτ είναι η μητέρα μας», μπορεί να μοιάζουν γραφικά. Είτε μας αρέσει πάντως είτε όχι, στα μάτια πολλών Κοσοβάρων Αλβανών η νατοϊκή επέμβαση είναι αυτή που τους έσωσε από πολύ πιθανή εθνοκάθαρση.

Αυτή η ιστορία έχει βέβαια και την τραγική της πλευρά. Από τις 200.000 κατοίκους της σημερινής Πρίστινας, μόνο λίγες εκατοντάδες είναι Σέρβοι. Οι περίπου 40.000 Σέρβοι που ζούσαν στην πόλη πριν τον πόλεμο την έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό. Γεγονότα όπως αυτά του 2004, όταν μεταξύ άλλων κάηκε και η ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, τους έδειξαν πως είναι ανεπιθύμητοι – ακόμα κι αν υποθέσουμε πως οι ίδιοι θα ήταν πρόθυμοι να ζήσουν υπό αλβανική διοίκηση. Ένα πανό στην Πλατεία Σκεντέρμπεη θυμίζει τις σφαγές Αλβανών διαδηλωτών από τη σερβική αστυνομία του Μιλόσεβιτς το 1989. Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, κατάλοιπο της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, μοιάζει επομένως κάπως εκτός τόπου και χρόνου: ειδικά όταν βρίσκεται στην οδό UÇK, απέναντι από τα γραφεία των βετεράνων της σίγουρα όχι ιδιαίτερα αγαπητής στους Σέρβους οργάνωσης.

Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, με τα τρία μέρη του να συμβολίζουν τις τρεις κύριες εθνότητες της περιοχής (Αλβανούς, Σέρβους και Μαυροβούνιους) κτίστηκε επί σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, όταν ακόμα μια τέτοια ιδέα έμοιαζε να έχει νόημα.
Για να βάλουν τα πράγματα αμέσως στη θέση τους, απέναντι από το Μνημείο βρίσκονται τα γραφεία οργανώσεων που συνδέονται με τον UÇK.
Το άγαλμα του Σκεντέρμπεη στην ομώνυμη πλατεία συνοδεύεται από το πανό που μνημονεύει τα θύματα της σερβικής καταπίεσης.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, παρά την καταστροφή που έζησε το 2004, έχει σήμερα επισκευαστεί σε μεγάλο βαθμό. Το σημερινό μέγεθος του ποιμνίου βέβαια δεν έχει καμία σχέση με το προπολεμικό, παρόλα αυτά ένας ορθόδοξης καταγωγής επισκέπτης μπορεί να είναι αρκετά τυχερός και να του επιτραπεί η είσοδος στον ναό, χάρη στη φιλική διάθεση των υπεύθυνων φύλαξης.

Στο δρόμο της επιστροφής, πρώτα προς τα Σκόπια και μετά συνεχίζοντας νότια προς το Μοναστήρι και τα ελληνικά σύνορα, βρίσκεται το Πρίλεπ. Η μικρή σλαβομακεδόνικη πόλη των 60.000 κατοίκων (παρόλα αυτά, τέταρτη μεγαλύτερη της χώρας) έγινε κι αυτή μάρτυρας παρόμοιων επεισοδίων στα πρόσφατα χρόνια – δείχνοντας ίσως και τις τραγικές ομοιότητες, με τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς να εναλλάσσονται μεταξύ τους στο ρόλο του θύτη και του θύματος. Αφορμή σε αυτή την περίπτωση ήταν οι συγκρούσεις Αλβανών ενόπλων και σλαβομακεδονικών σωμάτων ασφαλείας το 2001, που άφησαν πίσω τους περίπου 500 νεκρούς. Στόχος του αυτή τη φορά σλαβομακεδονικού όχλου ήταν και πάλι ένα θρησκευτικό κτίριο: το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα. Σε αντίθεση με την Πρίστινα, εδώ δεν έγιναν προσπάθειες επανόρθωσης και τα ερείπια του τζαμιού στέκονται ακόμα και σήμερα ελεύθερα προσβάσιμα στον καθένα, στη μέση του Παλιού Παζαριού του Πρίλεπ.

Από το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα, έχουν απομείνει σήμερα μόνο τα ερείπια που βλέπει κάποιος στη φωτογραφία – και μάλιστα είναι εντελώς αφύλακτα. Ορατά είναι ακόμα και τα σημάδια του εμπρησμού του 2001.
Aυτή η πλακέτα εις μνήμην του «τίγρη» Νέναντ Σεραφιμόφσκι (ειδικές αντιτρομοκρατικές δυνάμεις) θυμίζει επίσης πόσο εύθραυστη είναι πάντα η ειρήνη στη μικρή βαλκανική χώρα. Σκοτώθηκε μαζί με άλλους 7 Σλαβομακεδόνες και 10 Αλβανούς, σε ανταλλαγή πυρών με αλβανικές ένοπλες ομάδες το 2015, η οποία ευτυχώς δεν εξελίχθηκε σε έναν νέο γύρο ένοπλων συγκρούσεων.

Κατά τ’ άλλα, το Πρίλεπ είναι μια ήσυχη, καθαρή (ή έτσι φαίνεται τουλάχιστον, όταν κάποιος έρχεται εκεί μετά από τα Σκόπια) και ευχάριστη πόλη. Ο Πύργος του Ρολογιού, τα στενά του Παλιού Παζαριού και το έστω κατεστραμμένο τζαμί δίνουν έναν μετα-οθωμανικό χαρακτήρα στο κέντρο της πόλης. Κατά τ’ άλλα όμως, η πόλη ξεχωρίζει και για το ιδιαίτερο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, με το έντονο βραχώδες ανάγλυφο. Το Πρίλεπ είναι εξάλλου γνωστή και ως η «πόλη κάτω από τους πύργους του Μάρκο». Στα άγρια βράχια, στους πρόποδες των οποίων είναι χτισμένη η πόλη, βρισκόταν το κάστρο του μεσαιωνικού Σέρβου πρίγκηπα και τα ερείπια του επιβλέπουν και σήμερα τον οικισμό.

Οι βραχώδεις λόφοι πάνω στους οποίους βρίσκονται οι πύργοι του Πρίγκηπα Μάρκο δεσπόζουν πάνω από το Πρίλεπ, δίνοντας έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην πόλη.
Πίσω από την κεντρική πλατεία του Πρίλεπ ξεκινάει το Παλιό Παζάρι, όπου ξεχωρίζει ως οθωμανικό κατάλοιπο ο Πύργος του Ρολογιού. Το άγαλμα στην πλατεία δεν είναι του Αλέξανδρου ή του Φίλιππου, όπως θα περίμενε κάποιος που έχει βρεθεί σε άλλες βορειομακεδόνικες πόλεις, αλλά του Πρίγκηπα Μάρκο.
Με σεβασμό στην Ενδιάμεση Συμφωνία ανάμεσα σε Ελλάδα και (νυν) Βόρεια Μακεδονία, ο Ήλιος της Βεργίνας δεν είναι πλέον τόσο συνηθισμένο θέαμα στους δρόμους της γειτονικής χώρας, μπορεί όμως ακόμα να τον πετύχουμε σε κάποιο sex shop στο Παλιό Παζάρι του Πρίλεπ.

Συνεχίζοντας με το τρένο τον δρόμο προς τα νότια, μέσα από τη γη της Πελαγονίας, σε περίπου μια ώρα φτάνουμε στον τερματικό σταθμό, το Μοναστήρι (ή Μπίτολα στα σλαβομακεδόνικα). Τα σύνορα με την Ελλάδα απέχουν από εδώ μόλις 15 χιλιόμετρα. Το Μοναστήρι είναι μια ακόμα από τις σπουδαίες οθωμανικές πόλεις που υποβαθμίστηκαν με την χάραξη των νέων συνόρων. Άλλοτε πρωτεύουσα του ομώνυμου βιλαετίου και ίσως δεύτερη σημαντικότερη σε όλα τα Νότια Βαλκάνια μετά τη Θεσσαλονίκη, γνωστή και ως «πόλη των προξένων», σήμερα έχει λιγότερο από το ένα έκτο του πληθυσμού των Σκοπίων. Τα σημάδια της παλιάς δόξας είναι πάντως φανερά, όταν περπατά κάποιος στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, το Σιρόκ Σοκάκ.

Τοπίο της Πελαγονίας, από τη διαδρομή του τρένου Πρίλεπ-Μοναστήρι.
Το Σιρόκ Σοκάκ, κεντρικός πεζόδρομος του Μοναστηρίου, είναι γεμάτο με καφετέριες, μαγαζιά και λίγα προξενεία (όπως εδώ της Γαλλίας, του Βελγίου και της Αλβανίας), για να τιμηθεί ο παλιός τίτλος της «πόλης των προξένων».
Ο παλιός κινηματογράφος των (βλαχικής καταγωγής) αδελφών Μανάκη, οι οποίοι πρώτοι έφεραν αυτή την τέχνη στα Βαλκάνια, αναστηλώθηκε και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο εις μνήμην τους.
Στο σημερινό Μουσείο του Μοναστηρίου σώζεται ακόμα η επιγραφή με αραβικούς χαρακτήρες, για να θυμίζει ότι αυτό το κτίριο στέγαζε την οθωμανική Σχολή Αξιωματικών, απ’ όπου αποφοίτησε και κάποιος Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός ως Ατατούρκ.

Μαζί με την απώλεια του σημαντικού του ρόλου, το Μοναστήρι έχασε σε μεγάλο βαθμό και αυτό που συνήθως πάει μαζί του σε οθωμανικές πόλεις: την πολυπολιτισμικότητα. Από το κράμα Ελλήνων, Σλάβων, Βλάχων, Τούρκων, Αλβανών και Εβραίων που αποτελούσε τον πληθυσμό της πόλης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, σήμερα τα εννέα δέκατα των κατοίκων της πόλης είναι Σλαβομακεδόνες. Τουλάχιστον, η θέση της πόλης έχει ως αποτέλεσμα να τραβάει επισκέπτες από την άλλη πλευρά των συνόρων: πολλοί κάτοικοι της περιοχής της Φλώρινας πηγαινοέρχονται στο Μοναστήρι σε αναζήτηση χαμηλότερων τιμών σε καύσιμα και άλλες υπηρεσίες.

Το Σιρόκ Σοκάκ τελειώνει στην Πλατεία Μανόλιας, όπου ξεχωρίζουν τα παλιά τζαμιά, ο οθωμανικός Πύργος Ρολογιού (με σταυρό στην κορυφή του πλέον) και βέβαια το άγαλμα του Φιλίππου Β’, σε έναν μάλλον τυπικά σλαβομακεδόνικο συνδυασμό.
«Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» λέει το γκράφιτι στον τοίχο του παλιού οθωμανικού Μπεζεστενίου, ενώ πιο πίσω ξεκινάει το Παλιό Παζάρι. Το σύνθημα ήταν πολύ δημοφιλές στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, χωρίς όμως να έχει απαραίτητα το ίδιο πολιτικό νόημα με σήμερα.
Η «Οδός Ελπίδας Καραμανδή» θυμίζει πόσο συνδεδεμένες είναι οι πορείες των δύο γειτονικών λαών, παρά τις διαμάχες περί ονομάτων και αρχαίας Ιστορίας. Η βλαχικής καταγωγής αντάρτισσα γεννήθηκε στη Φλώρινα και μετακόμισε μικρή στο Μοναστήρι. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας και σκοτώθηκε από τον βουλγαρικό κατοχικό στρατό το 1942.

Παρά την εγγύτητα στα σύνορα και την πόλη της Φλώρινας, είναι (πάλι) θλιβερό πως δεν υπάρχει καμιά απολύτως δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα σε Μοναστήρι και Φλώρινα. Αυτό που μπορεί να κάνει κάποιος σήμερα, είναι να πάρει ταξί από Μοναστήρι μέχρι τη βορειο-μακεδονική πλευρά των συνόρων (κόστος: περίπου 8 Ευρώ), να τα διασχίσει έπειτα με τα πόδια, και μετά στην ελληνική πλευρά να ελπίζει πως κάποια στιγμή θα περάσει κάποιο ελληνικό ταξί που μόλις έχει γεμίσει βενζίνη από το Μοναστήρι. Ή αλλιώς, πως θα τον πάρει μαζί του κάποιος ντόπιος, στον δρόμο της επιστροφής του προς τη Φλώρινα (πολύ πιθανόν, θα έχει περάσει τα σύνορα κι αυτός για τον ίδιο λόγο: τα φτηνά καύσιμα).

Στη βορειομακεδονική πλευρά των συνόρων της Νίκης, κυκλοφορούν ελεύθερα και λίγα παγόνια.
Στην ελληνική πλευρά των συνόρων, σαν να θέλει να μας υπενθυμίσει ότι στα Βαλκάνια κάθε σύμβολο έχει τουλάχιστον δύο νοήματα, μας υποδέχεται ο Ήλιος της Βεργίνας με την επιγραφή «Μακεδονία γεννημένη Ελληνίδα».

Μια διαδρομή μόλις 30 χιλιομέτρων μπορεί έτσι να κρατήσει αρκετές ώρες, τελικά όμως κάποια στιγμή ο ταξιδιώτης θα φτάσει στη Φλώρινα, έγκαιρα για να πάρει το τρένο της επιστροφής. Η μικρή μεθοριακή πόλη είναι ούτως ή άλλως κάτι μεταβατικό ανάμεσα στις δύο χώρες, αν μη τι άλλο και λόγω του ότι βρίσκεται στην περιοχή της Ελλάδας όπου ακόμα επιβιώνει κάποια σλαβοφωνία. Το πιο ευχάριστο μέρος της είναι μάλλον η συνοικία με το τυπικά οθωμανικό (αν και ουγγρικής προέλευσης) όνομα Βαρόσι, με τα παλιά κτίρια στις όχθες του ποταμού Σακουλέβα.

Το άγαλμα της Ελευθερίας στην Πλατεία Γεωργίου Μόδη, στο κέντρο της Φλώρινας.
Ο ποταμός Σακουλέβας πηγάζει από τα βουνά του Βαρνούντα και διασχίζει τη Φλώρινα.
Οι ιτιές και τα πλατάνια στις όχθες του Σακουλέβα προσφέρουν σκιά σε όσους θέλουν να χαλαρώσουν πίνοντας τον καφέ τους, με τα παλιά κτίρια να προσθέτουν ατμόσφαιρα.

Από τη Φλώρινα μπορεί κάποιος να πάρει το τρένο πίσω στη Θεσσαλονίκη κι έτσι να κλείσει τον κύκλο, αυτής της διαδρομής, μέσα από τρία βιλαέτια παλιότερα, τρία ανεξάρτητα κράτη τώρα – με εντελώς διαφορετικά σύνορα. Έχουν αλλάξει πάρα πολλά στη Μακεδονία και το Κοσσυφοπέδιο μέσα στα τελευταία 150 χρόνια, περισσότερο ίσως και από άλλες μετα-οθωμανικές περιοχές. Παρόλα αυτά, είναι εντυπωσιακό ότι η αίσθηση του ιστορικού βάθους επιβιώνει, με ξεχωριστούς τρόπους έστω, σε όλες αυτές τις πόλεις.

Στης Ευρωπης τ’ αποτιστο δεντρο

Κλασσικό

«Οι Βαλκάνιοι λαοί, της Ευρώπης τ’ απότιστο δέντρο» έλεγαν οι στίχοι του Παρασκευά Καρασούλου, όταν τραγουδήθηκαν πρώτη φορά το 1994 από τον Διονύση Τσακνή και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Δεν είχε κλείσει ακόμα ούτε μια πενταετία από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η Βαλκανική βρισκόταν ακόμα σε μια δραματική μετάβαση. Ο πόλεμος της Βοσνίας συνεχιζόταν με όλη του τη σκληρότητα, ο διπλανός πόλεμος στην Κροατία ακόμα δεν είχε κριθεί, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ζούσαν μια ραγδαία φτωχοποίηση και η Αλβανία μια πρωτόγνωρη αστάθεια, συνοδευόμενη από μια μαζική έξοδο πληθυσμού. Μετά από ένα διάλειμμα πολλών δεκαετιών που τα Βαλκάνια ήταν ψιλοξεχασμένα, επέστρεφαν πλέον θριαμβευτικά ως η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» ή, όπως λέει και η Μαρία Τοντόροβα, ο «ελλιπής Εαυτός» των Ευρωπαίων.

Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, πολλά έχουν αλλάξει – κι άλλα όχι. Μετά τη σκληρή προσαρμογή στο καπιταλιστικό σύστημα, ακολούθησε κάποια οικονομική ανάπτυξη, με μεγάλες ανισότητες και αστάθειες βέβαια. Οι ένοπλες συγκρούσεις σταμάτησαν και τα Βαλκάνια μπορούν σήμερα να θεωρηθούν ως μια σχετικά ειρηνική γωνιά του πλανήτη. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία κι η Κροατία κάνουν πλέον παρέα στην Ελλάδα ως μέλη του «κλαμπ των προνομιούχων», της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ο ρόλος τους όμως μοιάζει να είναι αυτός μιας μισοξεχασμένης περιφέρειας. Από την άλλη, τα κεντρο-δυτικά Βαλκάνια, Σερβία, Βοσνία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο, Αλβανία, περιμένουν ακόμα στην είσοδο μιας ενωμένης Ευρώπης, η οποία κάθε άλλο παρά πείθει ότι είναι έτοιμη να τους δεχθεί ως ισότιμους.

Η διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα από τέτοιες περιοχές των κεντρο-δυτικών Βαλκανίων, που μένουν ακόμα εκτός «ενωμένης Ευρώπης»: Αλβανία, Μαυροβούνιο, Σαντζάκι (τόσο το μαυροβουνιακό όσο και το σερβικό τμήμα), Νότια Σερβία, Βόρεια Μακεδονία.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Ξεκινώντας από την Ελλάδα, περνάμε τα σύνορα από τη διάβαση της Κακαβιάς. Περνώντας μέσα από τη Βόρεια Ήπειρο, βλέπουμε πινακίδες με τοπωνύμια και στα ελληνικά και στα αλβανικά. Είναι οι «μειονοτικές επαρχίες» της Αλβανίας, όπου η ελληνική κοινότητα έχει (σε αντίθεση με αλλού) κατοχυρωμένα δικαιώματα. Η πρώτη μεγάλη πόλη είναι το Αργυρόκαστρο, πόλη καταγωγής του κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα με σιδερένια πυγμή επί τέσσερις δεκαετίες, κρατώντας την σε πλήρη απομόνωση ακόμα και από τα ιδεολογικά συγγενή καθεστώτα. Το τεράστιο πυρηνικό καταφύγιο που έκτισε κάτω από το ιστορικό κάστρο, παρέμεινε για χρόνια κρυφό ακόμα και από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης. Διατηρείται μέχρι σήμερα, ως δείγμα της παρανοϊκής προσωπικότητας του δικτάτορα, ο οποίος είχε εμμονή με την απειλή πυρηνικής επίθεσης.

Η γραφική παλιά πόλη του Αργυροκάστρου, με το κάστρο που της χάρισε το όνομα και τα σπίτια με τις χαρακτηριστικές πέτρινες σκεπές, έχει ανακηρυχθεί μνημείο της Ουνέσκο.

Το προξενείο της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο υπογραμμίζει το ελληνικό ενδιαφέρον για τη Βόρεια Ήπειρο, μια περιοχή που έζησε για αιώνες την ελληνοαλβανική ανάμιξη – όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος. Πριν δύο αιώνες εξάλλου, και στη μία και στην άλλη μεριά των συνόρων εκτεινόταν μια ενιαία οντότητα με πρωτεύουσα τα Ιωάννινα, το «σχεδόν κράτος» του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Ακολουθώντας την κοιλάδα του Δρίνου με κατεύθυνση τα Τίρανα, περνάμε από την πόλη καταγωγής του θρυλικού Αλβανού πολέμαρχου. Στην είσοδο του Τεπελενίου ορθώνεται, ή μάλλον.. ξαπλώνει και το αντίστοιχο άγαλμα. Για τους Αλβανούς, ο Αλή Πασάς είναι κάτι σαν εθνικός ήρωας, ο άνθρωπος που έκανε τη γη τους πιο ανεξάρτητη από τους Οθωμανούς. Στην πραγματικότητα, ο αδίστακτος πασάς μάλλον λίγο ενδιαφερόταν για εθνικές ιδέες και περισσότερο για την προσωπική του ισχύ, για χάρη της οποίας ήταν έτοιμος να συνεργαστεί ή να συγκρουστεί εναλλάξ με Αλβανούς, Έλληνες και Τούρκους.

Το άγαλμα του Αλή Πασά Τεπελενλή στην πόλη καταγωγής του.
Η κοιλάδα του Δρίνου, όπως φαίνεται από το Τεπελένι.

Αν υπάρχει πάντως μια κοινότητα στην οποία ο Αλή Πασάς είχε κάποιου είδους αφοσίωση, αυτή είναι μάλλον το θρησκευτικό τάγμα των Μπεκτασήδων. Στα χρόνια του, φρόντισε να ευνοήσει την εξάπλωσή τους, κυρίως στον σημερινό αλβανικό Νότο. Όπως και να έχει, οι Μπεκτασήδες έχουν μια ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη αλβανική Ιστορία, ακόμα κι αν το ποσοστό τους στον πληθυσμό είναι μικρό. Κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν έναν ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στις τρεις μεγάλες θρησκείες των Αλβανών: Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμό. Εξάλλου, στα Τίρανα βρίσκονται και τα κεντρικά του τάγματος, με το εντυπωσιακό όνομα «Παγκόσμια Ιερή Έδρα Μπεκτασήδων». Μεταφέρθηκαν εκεί από τη Μικρά Ασία, όταν ο Ατατούρκ απαγόρευσε τα θρησκευτικά τάγματα. Τα Τίρανα μπορούν έτσι να ισχυρίζονται ότι έχουν κι αυτά έναν ρόλο παρόμοιο με το Βατικανό ή την Κωνσταντινούπολη, έστω και για πολύ λιγότερους πιστούς.

Το άγαλμα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, από τον οποίο παίρνει το όνομά του το τάγμα των Μπεκτασήδων, στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Πίσω από το άγαλμα, φαίνονται οι τουρμπέδες (μαυσωλεία) των παλιότερων ντεντεμπαμπάδων (ηγετών) του τάγματος, οι οποίοι λειτουργούν ως χώρος προσκυνήματος.
Ο κεντρικός τεκές στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Αριστερά, η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι και δεξιά του επί τρεις δεκαετίες (1991-2011) ντεντεμπαμπά του τάγματος, Ρεσάτ Μπαρντί, του πρώτου μετά από 24 χρόνια απαγόρευσης (η Αλβανία ήταν επί Χότζα επίσημα αθεϊστικό κράτος και όλες οι θρησκείες ήταν υπό διωγμό).

Στον κεντρικό τεκέ, η πράσινη σημαία του τάγματος κρέμεται δίπλα στην αλβανική σημαία. Αριστερά τους, όχι τυχαία, φαίνεται η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι, του μπεκτασίδικης καταγωγής εθνικού ποιητή της Αλβανίας, ο οποίος προσπάθησε μέσα από το έργο του να παντρέψει τον Μπεκτασισμό με την αλβανική εθνική ιδέα. Ήταν ο μεσαίος από τρία αδέλφια: ο μεγάλος ήταν ο Αμπντούλ και ο μικρός ο Σάμι. Και οι τρεις συμμετείχαν με διαφορετικούς τρόπους στην Αλβανική Εθνική Αναγέννηση στα τέλη του 19ου αιώνα, το κίνημα που έθεσε τις βάσεις για τη συγκρότηση αλβανικού έθνους-κράτους. Πάντως, και οι τρεις πέθαναν όχι στην Αλβανία, αλλά στην Κωνσταντινούπολη. Τα οστά τους μεταφέρθηκαν πολλές δεκαετίες αργότερα στα Τίρανα, όπου αναπαύονται σήμερα στο Μεγάλο Πάρκο της πόλης.

Οι τάφοι των τριών αδελφών Φράσερι στο Μεγάλο Πάρκο των Τιράνων.

Τα Τίρανα είναι πρωτεύουσα αλλά και με μεγάλη διαφορά η μεγαλύτερη πόλη της Αλβανίας. Εκεί ζουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στην πόλη κατά την, απ’ όλες τις απόψεις δραματική για τη χώρα, δεκαετία του 1990. Στην αρχή της, τα Τίρανα είχαν ακόμα περίπου 200.000 κάτοικους – στο τέλος της, ήδη περίπου τους τριπλάσιους. Παρά τα προβλήματα που φέρνει μια τέτοια αύξηση πληθυσμού, όπως η αυθαίρετη δόμηση, η περιβαλλοντική επιβάρυνση, το κυκλοφοριακό χάος, τα Τίρανα παραμένουν τουλάχιστον στο κέντρο μια αρκετά ευχάριστη πόλη. Στα τελευταία χρόνια εξάλλου, γερασμένες σοσιαλιστικές πολυκατοικίες βάφτηκαν σε ζωντανά χρώματα, κάποια αυθαίρετα κτίσματα γκρεμίστηκαν, η κεντρική Πλατεία Σκεντέρμπεη πεζοδρομήθηκε και φυτεύτηκαν δέντρα. Και βέβαια, τα άλλοτε απομονωμένα από τον κόσμο Τίρανα είναι σήμερα απόλυτα ανοικτά σε ξένες, ιδιαίτερα αμερικάνικες επιρροές. Οι μονοκατοικίες της κεντρικής συνοικίας Μπλόκου, όπου παλιότερα κατοικούσαν τα υψηλά στελέχη του Κόμματος και η είσοδος ήταν απαγορευμένη στους κοινούς θνητούς, χρησιμοποιούνται σήμερα ως καφετέριες, κλαμπ ή ακριβά εστιατόρια.

Η Πλατεία Μητέρας Τερέζας, στο νότιο τέρμα της πλατιάς κεντρικής λεωφόρου που είχε κατασκευαστεί υπό την επιρροή της φασιστικής Ιταλίας: στη δεκαετία του 1930, όταν τα Τίρανα έκαναν ακόμα τα πρώτα βήματά τους ως πρωτεύουσα, η Αλβανία ήταν σχεδόν ιταλικό προτεκτοράτο. Τα κτίρια που στεγάζουν σήμερα τμήματα του Πανεπιστημίου θεωρούνται κι αυτά δείγματα φασιστικής αρχιτεκτονικής. Πιο πίσω βέβαια, βλέπουμε τους γερανούς να χτίζουν σύγχρονα ψηλά κτίρια, περισσότερο χαρακτηριστικά για την εικόνα των νέων Τιράνων.
Τέτοια επιβλητικά αγάλματα των Λένιν, Στάλιν, Χότζα κ.λπ., μπορεί κάποιος σήμερα να τα βρει μόνο παρατημένα σε κάποια πίσω αυλή, όπως εδώ σε αυτήν του Εθνικού Μουσείου Καλών Τεχνών, μακριά από ανθρώπινα βλέμματα.
Το σπίτι του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, στο κέντρο της άλλοτε «απαγορευμένης συνοικίας» Μπλόκου. Σήμερα πάντως, είναι από τα λίγα κτίρια της συνοικίας που (ακόμα) δεν έχουν μετατραπεί σε χώρους ψυχαγωγίας.
Οι αμερικάνικες σημαίες δεν είναι σήμερα σπάνιο θέαμα στους δρόμους των Τιράνων.

Συνεχίζοντας από τα Τίρανα προς τα βόρεια, φτάνουμε στις όχθες της Σκόδρας, της μεγαλύτερης λίμνης των Βαλκανίων. Στην όχθη ενός μακρόστενου κόλπου που σχηματίζεται στα βόρεια της λίμνης, βρίσκεται η συνοριακή διάβαση Αλβανίας-Μαυροβουνίου. Αν δεν υπήρχε η διάβαση, δύσκολα θα καταλαβαίναμε ότι έχουμε αλλάξει χώρα: η πρώτη κωμόπολη που συναντούμε αφού περάσουμε τα σύνορα, το Τούζι, είναι κυρίως αλβανική, όπως και άλλοι κοντινοί οικισμοί.

Εικόνα του κόλπου της Λίμνης Σκόδρας, στον οποίο βρίσκονται τα αλβανο-μαυροβουνιακά σύνορα. Η άποψη είναι από τη συνοριακή διάβαση κοιτάζοντας προς τον Νότο: τα βουνά που φαίνονται ανήκουν στην Αλβανία.

Η πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, η Ποντγκόριτσα, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από τα σύνορα, στη μεγαλύτερη πεδιάδα της κατά τ’ άλλα, όπως φαίνεται κι από το όνομά της, κυρίως ορεινής χώρας. Το όνομα της πρωτεύουσας επίσης εμπνέεται από τη φυσική της γεωγραφία: σημαίνει «κάτω από τον λόφο». Υπάρχει όντως ένας λόφος που επιβλέπει την, κατά κύριο λόγο, νέα πόλη. Η καταστροφή από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η Ποντγκόριτσα κτίστηκε ουσιαστικά από την αρχή. Τετραγωνισμένο οδικό δίκτυο, πλατιά πεζοδρόμια, πάρκα, ποδηλατόδρομοι και βέβαια σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη σημερινή της εικόνα. Μόνο το Στάρα Βαρός (κυριολεκτικά: Παλιό Προάστιο), θυμίζει κάτι από το οθωμανικό παρελθόν, με στενά σοκάκια, κάποια πετρόκτιστα σπίτια, ακόμα και λίγα με χαγιάτια, δύο παλιά τζαμιά, και βέβαια τον Πύργο Ρολογιού.

Ο οθωμανικός Πύργος του Ρολογιού, στην ταιριαστά ονομασμένη Πλατεία Βοϊβόδα Μπετσίρ-Μπέη Οσμάναγιτς (τελευταίος Οθωμανός κυβερνήτης, ο οποίος με την προσάρτηση της πόλης στο Μαυροβούνιο προσχώρησε στο μαυροβουνιακό καθεστώς), σηματοδοτεί το όριο του Στάρα Βαρός. Πίσω του βλέπουμε να ξεκινούν οι πολυκατοικίες της νέας πόλης.
Σοκάκι στο Στάρα Βαρός της Ποντγκόριτσα.

Η εκβολή του χειμάρρου Ρίμπνιτσα στον ποταμό Μοράτσα, σηματοδοτεί κι αυτή το όριο ανάμεσα στο Στάρα και το Νόβα Βαρός.

Η Ποντγκόριτσα μπορεί να μην έχει η ίδια ιδιαίτερη τουριστική αξία, είναι όμως μια καλή βάση για να εξερευνήσει κάποιος τη χώρα. Βρίσκεται κοντά στην ορεινή ενδοχώρα, αλλά και στη λίμνη Σκόδρα και τις παραλιακές πόλεις του Μαυροβουνίου, όπως το Σβέτι Στεφάν, την Μπούντβα, το Κοτόρ και το Περάστ. Η βενετική επιρροή είναι φανερή εδώ στις απότομες ασβεστολιθικές ανατολικές ακτές της Αδριατικής, με τους χαρακτηριστικούς μακρόστενους και παράλληλους με τη γενική ακτογραμμή κόλπους. Εξάλλου, ο έλεγχος της Γαληνότατης Δημοκρατίας στη μαυροβουνιακή ακτή κράτησε περίπου τέσσερις αιώνες. Κατά μια εκδοχή, από τους Βενετούς προέρχεται και το όνομα της χώρας, όταν αυτοί αντίκρυζαν από τα καράβια τους το άγριο βουνό του Λόβτσεν, καλυμμένο με σκούρο πράσινο δάσος.

Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από το δρόμο που ενώνει την Ποντγκόριτσα με τη μαυροβουνιακή ακτή.
Το νησάκι Σβέτι Στεφάν (Άγιος Στέφανος) ήταν παλιότερα χωριό, σήμερα όμως λειτουργεί ολόκληρο ως πολυτελές ξενοδοχείο – παραδόξως, μετά από απόφαση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Τίτο, το οποίο ήταν πολύ πιο ανοικτό στον δυτικό καπιταλισμό σε σχέση με τα ιδεολογικά του αδέλφια.
Σοκάκι στην παλιά πόλη της Μπούντβα, την ίσως τουριστικά πιο (υπερ)αναπτυγμένη πόλη του Μαυροβουνίου.
Ο κόλπος του Κοτόρ με το όρος Λόβτσεν να δεσπόζει πάνω από την ομώνυμη πόλη. Κατά μία εκδοχή, από την εντύπωση που έκαναν αυτά το βουνά προέρχεται και το όνομα Μαυροβούνιο για τη χώρα.
Η τάφρος γύρω από τα τείχη της παλιάς πόλης του Κοτόρ.
Η Πλατεία των Όπλων στην εντός των τειχών πόλη του Κοτόρ.
Αριστερά, η στενή έξοδος του μακρόστενου κόλπου του Κοτόρ, όχι αμέσως προς την ανοικτή θάλασσα της Αδριατικής, αλλά προς μια ακόμα μακρόστενη λεκάνη που μεσολαβεί. Δεξιά, τα δύο μικρά νησάκια, ο Άγιος Γεώργιος και η Παναγία των Βράχων, όπως φαίνονται από το Περάστ.
Η μικρή γραφική πόλη του Περάστ, μια από τις πιο καλοδιατηρημένες της μαυροβουνιακής ακτής.

Οι πόλεις της Αδριατικής, κι ακόμα περισσότερο το «παλιό Μαυροβούνιο» γύρω από την παλιά πρωτεύουσα Τσετίνιε, είναι περιοχές που η ιδιαίτερη μαυροβουνιακή ταυτότητα είναι ιστορικά αρκετά ισχυρή, ώστε να επικρατεί επί της σχέσης με τον «μεγάλο αδελφό», την ομόθρησκη και ομόγλωσση Σερβία. Αν κάποιος ήθελε να ψάξει στα Βαλκάνια απόδειξη του ότι η εθνική ταυτότητα δεν ορίζεται αποκλειστικά από τη γλώσσα και τη θρησκεία, δύσκολα θα μπορούσε να βρει καλύτερο παράδειγμα από το Μαυροβούνιο – τουλάχιστον στις περιοχές που αναφέραμε, γιατί όσο προχωράμε προς τα ανατολικά, στην ορεινή ενδοχώρα, η σερβική εθνική συνείδηση κερδίζει έδαφος. Η αντίθεση ανάμεσα στους οπαδούς μιας ξεχωριστής μαυροβουνιακής οντότητας και αυτούς της ένωσης με τη Σερβία, έχει τουλάχιστον έναν αιώνα ιστορία και έχει οδηγήσει κατά καιρούς ακόμα και σε βίαιες συγκρούσεις – με τελευταίες αυτές πριν λίγους μήνες, με αφορμή.. εκκλησιαστικές διαφορές. Ακόμα και στο κέντρο της Ποντγκόριτσα φαίνονται αυτές οι αντιθέσεις: ονόματα δρόμων όπως «Βουκ Καράτζιτσα» ή «Καρατζόρτζεβα» είναι σερβικές εθνικές αναφορές, ενώ σε απόσταση ενός τετραγώνου από την Οδό Καρατζόρτζεβα ορθώνεται το άγαλμα του τελευταίου Βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικόλαου Πέτροβιτς, ο οποίος έχασε τον θρόνο του ακριβώς από τον σερβικό οίκο των Καρατζόρτζεβιτς.

Η κεντρική Πλατεία Ανεξαρτησίας στο Νόβα Βαρός (νέα πόλη) της Ποντγκόριτσα, όπως μετονομάστηκε μετά το 2006, για να υπογραμμίσει τη νέα πολιτική κατεύθυνση της χώρας, μακριά από τη Σερβία.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006 ανά επαρχία (ποσοστό ψήφων υπέρ ανεξαρτησίας). Οι «πράσινες» επαρχίες είναι αυτές που ψήφισαν υπέρ και οι «κόκκινες» κατά.
By Furfur – This file was derived from: Montenegro location map.svgb y NordNordWestdata source: REPUBLIC OF MONTENEGRO REFERENDUM ON STATE-STATUS 21 May 2006 ANNEX A: FINAL RESULTS OF THE 21 MAY 2006 REFERENDUM ON STATE-STATUS, Office for Democratic Institutions and Human Rights, OSCEinspired by Crna Gora – Rezultati referenduma po opstinama 2006.png, made by Tresnjevo, CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=48922699

Όπως και να έχει, το δημοψήφισμα του 2006 οδήγησε σε μια οριακή νίκη των οπαδών της ανεξαρτησίας. Έκτοτε, το Μαυροβούνιο πορεύεται στον δικό του ξεχωριστό δρόμο: ακολουθώντας το παράδειγμα Κροατών και Βοσνιακών, ανακάλυψε τα «μαυροβουνιακά» ως νέα επίσημη γλώσσα ξεχωριστή από τα (πάλαι ποτέ) σερβοκροατικά, υιοθέτησε το Ευρώ ως νόμισμα (η μοναδική χώρα εκτός ΕΕ που το έχει κάνει, μαζί με το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο), έχει γίνει μέχρι και μέλος του ΝΑΤΟ. Ακόμα όμως και στην απογραφή του 2011, ένα 29% δήλωσε ως εθνική ταυτότητα τη σερβική, έναντι 45% που δηλώνουν τη μαυροβουνιακή. Όσο βέβαια διεισδύουμε στην ορεινή ενδοχώρα προς τα σύνορα με τη Σερβία, η σερβική ταυτότητα γίνεται πιο ισχυρή.

Το φαράγγι του ποταμού Μοράτσα οδηγεί από την Ποντγκόριτσα στην ορεινή ενδοχώρα του Μαυροβουνίου – και στη Σερβία.
Τα καλυμμένα με φυλλοβόλα δάση βουνά κοντά στο Κολάσιν διασχίζονται από ενεργητικά ποτάμια (όπως φαίνεται από το μέγεθος των πετρών που αποθέτουν στις όχθες τους).
Στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μπεράνε, μιας μικρής ημιορεινής πόλης του ανατολικού Μαυροβουνίου, η σερβική σημαία ανεμίζει αυτονόητα δίπλα από τη μαυροβουνιακή. Η επαρχία ανήκει σε αυτές που το 2006 ψήφισαν κατά της ανεξαρτησίας και υπέρ της παραμονής στην ένωση με τη Σερβία.

Όπως όμως βλέπουμε και από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006, αυτός δεν είναι γενικός κανόνας. Στην κωμόπολη Ροζάγιε, σε υψόμετρο 1033 μέτρων και μόλις 20 χμ από τα σύνορα με τη Σερβία, το ποσοστό υπέρ της ανεξαρτησίας ήταν πάνω από 90%. Η πλειοψηφία του πληθυσμού εδώ δεν δηλώνει ως εθνική ταυτότητα ούτε τη μαυροβουνιακή ούτε τη σερβική, αλλά τη.. βοσνιακή. Κι αυτό όχι λόγω προέλευσης από τη Βοσνία (αν και ένα μέρος των κατοίκων είχαν όντως καταφύγει εκεί από τον πόλεμο της Βοσνίας), αλλά λόγω θρησκείας. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, οι περισσότεροι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας προτιμούν να ονομάζονται Βοσνιακοί, έστω και χωρίς να έχουν σχέση με τη Βοσνία. Εδώ είμαστε ήδη βαθιά στα ενδότερα του Σαντζακίου, αυτής της ορεινής περιοχής που στα τελευταία οθωμανικά χρόνια μεσολαβούσε ανάμεσα στις αυτόνομες ηγεμονίες του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, οι δύο ηγεμονίες που εν τω μεταξύ είχαν γίνει ανεξάρτητα βασίλεια, κατέκτησαν το Σαντζάκι και το μοιράστηκαν μεταξύ τους. Παρά την εκδίωξη των Οθωμανών όμως, πολλοί Μουσουλμάνοι κάτοικοι παρέμειναν – και δίνουν σε πόλεις όπως η Ροζάγιε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.

Χάρτης με τις επαρχίες του Σαντζακίου, στο πλακόστρωτο του πάρκου του Νόβι Παζάρ. Κάποιες απ’ αυτές ανήκουν σήμερα στο Μαυροβούνιο και άλλες στη Σερβία.
Το Τζαμί του Σουλτάνου Μουράτ Β’ στη Ροζάγιε, δίπλα στον ποταμό Ίμπαρ. Πίσω φαίνονται βουνοπλαγιές καλυμμένες με ελατοδάση.
Ο κεντρικός δρόμος της Ροζάγιε ονομάζεται ακόμα «Οδός Στρατηγού Τίτο» – δείχνοντας ίσως και κάποιο σεβασμό των σλαβόφωνων Μουσουλμάνων προς τον ηγέτη που τους αποδέχτηκε ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα, διαφορετική από τους Σέρβους και τους Κροάτες.

Η μεγάλη πόλη του Σαντζακίου βρίσκεται όμως στην άλλη μεριά των συνόρων. Είναι εξάλλου και η ιστορική πρωτεύουσα: στα οθωμανικά χρόνια, έδινε το όνομα σε όλο το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, πριν ακόμα συντομευτεί απλά σε «Σαντζάκι». Τέσσερα πέμπτα των περίπου 80.000 κατοίκων του Νόβι Παζάρ δηλώνουν ως θρησκεία το Ισλάμ, κάνοντας το την πιο μεγάλη μουσουλμανική πόλη της Σερβίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς προτιμούν σήμερα τον εθνοτικό προσδιορισμό «Βοσνιακοί» – αν και υπάρχουν κι αυτοί που επιμένουν στο «Μουσουλμάνοι» με κεφαλαίο «Μ», όπως στα παλιά καλά γιουγκοσλαβικά χρόνια (με μικρό «μ», σημαίνει τη θρησκεία).

Όπως και το Σαράγεβο, την άλλη, κατά πολύ μεγαλύτερη, νοτιοσλαβική μουσουλμανική πόλη, το Νόβι Παζάρ είναι το ίδιο δημιούργημα των οθωμανικών χρόνων, συγκεκριμένα του Ισά Μπέη Ισάκοβιτς, ενός από τους πιο γνωστούς Οθωμανούς αξιωματούχους σλαβικής καταγωγής. Το παλιό χαμάμ, ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό, διατηρεί το όνομα του ιδρυτή της πόλης. Και όχι μόνο αυτό: στη μνήμη του Ισά Μπέη ονομάστηκε και ο κεντρικός μεντρεσές (θρησκευτικό σχολείο) του Νόβι Παζάρ, ο οποίος λειτουργεί σήμερα πάλι κανονικά, σηματοδοτώντας έτσι και την ισλαμική αναγέννηση από τη δεκαετία του 1990. Το ίδιο κάνουν εξάλλου και η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά, τα καταστήματα ισλαμικής μόδας με τις μαντιλοφορούσες κούκλες, η «βακουφική κουζίνα» και πολλά άλλα. Ακόμα και τα πολλά φαγάδικα στα οποία βρίσκουμε «τουρκικό ντόνερ», μάλλον έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη σχέση με τη μεγάλη μουσουλμανική χώρα της περιοχής.

Μαγαζιά στην Οδό Πρωτομαγιάς στο κέντρο του Νόβι Παζάρ. Ο μιναρές στο βάθος ανήκει στο Τζαμί Αλτούν Αλέμ, ένα από τα πιο ιστορικά της πόλης.
Ο κεντρικός μεντρεσές φέρει το όνομα του ιδρυτή της πόλης, Ισά-Μπέη Ισάκοβιτς.
Η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών, με τη σημαία του Σαντζακίου στη μέση, απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά.
Στα δεξιά η «βακουφική κουζίνα», μια από τις φιλανθρωπικές δράσεις της Ισλαμικής Κοινότητας του Νόβι Παζάρ. Στη οθόνη αριστερά, φαίνεται συμπτωματικά (;) ο Μουαμέρ Ζουκόρλιτς, πρώην θρησκευτικός ηγέτης των Σαντζακλήδων, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ηγέτης πολιτικού κόμματος και έφτασε μέχρι και στο αξίωμα του αντιπρόεδρου της Σερβικής Βουλής. Η φωτογραφία είναι από το τέλος Οκτωβρίου ’21, όταν ήταν ακόμα ζωντανός (πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή στις 6.11.2021).
Εξώ από τα παλιά οθωμανικά τείχη του Νόβι Παζάρ (το εσωτερικό τους λειτουργεί ως πάρκο), συναντάμε και κάποια μνημεία με το γιουγκοσλαβικό αστέρι (κάτω δεξιά): πιθανότατα πεσόντων ανταρτών του Τίτο.

Αφήνοντας πίσω το Νόβι Παζάρ και το Σαντζάκι, συνεχίζουμε προς τα ανατολικά, σκαρφαλώνοντας στο όρος Κοπάονικ και περνώντας ξυστά από τα (μη αναγνωρισμένα από τη Σερβία) σύνορα με το Κόσοβο. Αφού περάσουμε μέσα από το πιο σημαντικό χιονοδρομικό κέντρο της Σερβίας, το οποίο βρίσκεται καταμεσής του Εθνικού Πάρκου Κοπάονικ, κατηφορίζουμε σιγά σιγά σε περιοχές με πιο ομαλό ανάγλυφο.

Εικόνα από τη φύση της Νότιας Σερβίας, κατεβαίνοντας από τα όρη Κοπάονικ προς την κωμόπολη Μπρους.

Η Νις είναι με τους περίπου 200.000 κατοίκους της η μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Σερβίας και η τρίτη μεγαλύτερη της χώρας. Η Νότια Σερβία ανήκει, όπως και το Νόβι Παζάρ, στα πιο φτωχά και υπανάπτυκτα τμήματα της χώρας, κάτι που κάποιοι χρεώνουν στη μεγάλη διάρκεια της οθωμανικής εξουσίας. Στη Νις συγκεκριμένα, πέρασαν πάνω από πέντε αιώνες από τη χρονιά πρώτης κατάληψης από τα οθωμανικά στρατεύματα, το 1375, μέχρι την οριστική αποχώρησή τους, το 1878. Σήμερα, είναι μια πόλη με σχεδόν καθαρά σερβικό πληθυσμό (για ένα διάστημα είχε διεκδικηθεί και από τους Βούλγαρους, αφού οι τοπικές διάλεκτοι ήταν μάλλον ενδιάμεσες ανάμεσα στις δύο ούτως ή άλλως συγγενικές γλώσσες). Όπως και αλλού στη Νότια Σερβία, τα οθωμανικά κατάλοιπα στη Νις αναμιγνύονται με αυτά της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, και όλα μπαίνουν στο πλαίσιο του σημερινού ανεξάρτητου, αλλά απ’ όλες τις απόψεις (εδαφική, οικονομική, πολιτική, δημογραφική) συρρικνωμένου σερβικού έθνους-κράτους. Στη Νις υπάρχουν βέβαια και κάποια στοιχεία πιο ένδοξου παρελθόντος: η αρχαία Ναϊσσός ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της υπό ρωμαϊκό/βυζαντινό έλεγχο Βαλκανικής. Ήταν εξάλλου και η πόλη όπου γεννήθηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος, κάτι που οι σύγχρονοι κάτοικοί της δεν παραλείπουν να υπενθυμίζουν.

Ο κεντρικός πεζόδρομος της Νις οδηγεί στην απέναντι όχθη του ποταμού Νισάβα, στην Πύλη Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου μπαίνουμε στο οθωμανικό φρούριο. Το εσωτερικό του φρουρίου λειτουργεί σήμερα ως πάρκο και χώρος αναψυχής, όπως το πολύ πιο γνωστό Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου.
Μόλις μπαίνουμε στο φρούριο, στα αριστερά βρίσκεται ένα παλιό οθωμανικό χαμάμ, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως.. Μουσείο Τζαζ.
Η οδός Κοπιτάρεβα, πιο γνωστή ως Σοκάκι των Καζαντζίδικων λόγω της παλιάς της χρήσης, είναι ακόμα άδεια στις 7 το πρωί, αλλά σύντομα θα γεμίσει με κόσμο.
Ο τζόγος μάλλον είναι διαδεδομένος στη σημερινή Γιουγκοσλαβία, αλλά το ότι το συγκεκριμένο καζίνο στο κέντρο της Νις έχει το όνομα «Στρατηγός» (αναφορά στον Τίτο) και το αστέρι των Παρτιζάνων, μοιάζει κάπως συμβολικό για τη μετα-σοσιαλιστική παρακμή.

Τα πιο γνωστά μνημεία της πόλης αναφέρονται πάντως σε τραγικά συμβάντα της σύγχρονης Ιστορίας. Στα ανατολικά προάστια ορθώνεται ο Τσέλε Κούλα, ο Πύργος των Κρανίων, τον οποίο οι Οθωμανοί έφτιαξαν κυριολεκτικά με τα κομμένα κεφάλια των νικημένων Σέρβων μαχητών κατά τη διάρκεια της πρώτης Σερβικής Επανάστασης. Το νόημα του ήταν βέβαια να τρομάξει κάθε νέο υποψήφιο επαναστάτη. Εντελώς αντίθετα με τις αρχικές προθέσεις των κατασκευαστών του όμως, σήμερα ο Πύργος χρησιμεύει για να τονώσει το εθνικό αίσθημα των Σέρβων, θυμίζοντας την αυτοθυσία των προγόνων τους ενάντια στον ξένο κατακτητή.

Με παρόμοιο τρόπο, το Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού στα βορειοδυτικά του κέντρου, θυμίζει τα δεινά που πέρασαν οι κάτοικοι της περιοχής από έναν άλλο ξένο κατακτητή. Πρόκειται για ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ευρώπη. Από τους περίπου 30.000 Σέρβους, Εβραίους και Τσιγγάνους που πέρασαν από το στρατόπεδο, σχεδόν οι μισοί είχαν τραγικό τέλος: είτε μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα όπως το Άουσβιτς, απ’ όπου ελάχιστοι γύρισαν, είτε εκτελέστηκαν στα γρήγορα στον κοντινό λόφο Μπουγιάνι, όπου υπάρχει κι ένα σχετικό μνημείο. Πιο κεντρικά, στην όχθη του ποταμού Νισάβα, υπάρχει κι ένα πολύ πιο πρόσφατο μνημείο για τα θύματα των νατοϊκών βομβαρδισμών του 1999, τα οποία στη Νις ήταν κυρίως άμαχοι. Όλα αυτά συνθέτουν μια βαριά ατμόσφαιρα θυματοποίησης, ίσως χαρακτηριστική για τον εθνικό μύθο των Σέρβων – όχι πολύ διαφορετικά από τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς πάντως, των Ελλήνων μη εξαιρουμένων.

Ο επισκέπτης στο Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού μπορεί ακόμα και να διαβάσει τις επιγραφές, με τις οποίες οι Γερμανοί σηματοδοτούσαν τις χρήσεις των κτιρίων: “Wache” (συνοδευόμενη από μια σβάστικα και το σήμα των SS), “Essraum”, “Kuche” κλπ: το ότι όλα είναι στα γερμανικά, παρά το ότι οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν ήξεραν βέβαια τη γλώσσα, μπορεί να είναι δείγμα για την περιφρόνηση των Ναζί προς τους «υπάνθρωπους» Σλάβους.

Συνεχίζοντας από τη Νις προς τα νότια, μπαίνουμε στον (πάλαι ποτέ) Αυτοκινητόδρομο «Αδελφοσύνη και Ενότητα», που κάποτε διέσχιζε την ενιαία Γιουγκοσλαβία από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια – σήμερα βέβαια, κάποιος περνάει τρεις φορές σύνορα στην ίδια διαδρομή. Πλησιάζοντας πάντως προς τα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία, οι μιναρέδες επιστρέφουν στην εικόνα, όπως τους βλέπαμε και στο Σαντζάκι. Εδώ όμως, στην κοιλάδα του Πρέσεβο, δεν πρόκειται για Βοσνιακούς, αλλά για Αλβανούς. Αυτή η εικόνα συνεχίζεται και αφού περάσουμε τα σύνορα και διασχίσουμε το βορειοδυτικό τμήμα της γειτονικής χώρας, μέσα από τον «Αυτοκινητόδρομο Μητέρας Τερέζας». Το ότι έχει το όνομα μιας εκ των διασημότερων Αλβανίδων στον κόσμο (γεννημένη στα Σκόπια), είναι ταιριαστό: η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αλβανική, κάτι που εξηγεί και τους φόβους στη δεκαετία του 1990 ότι ο πόλεμος θα φτάσει μέχρι εδώ.

Μουσουλμανικό (πιθανότατα αλβανικό) χωριό, από τα πολλά που συναντά κάποιος ανάμεσα στο Τέτοβο και την Οχρίδα.

Τελικά, η σύντομη σύγκρουση Σλαβομακεδόνων και Αλβανών της (τότε) πΓΔΜ το 2001, έληξε με τη συμφωνία της Οχρίδας. Η πόλη των 40.000 κατοίκων που βρίσκεται πάνω στην ομώνυμη λίμνη, η οποία μοιράζεται ανάμεσα στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ήταν μάλλον καλή επιλογή για μια τέτοια συμφωνία. Βρίσκεται στα δυτικά της χώρας, εκεί δηλαδή όπου συναντιούνται οι δύο εθνότητες – αν και η ίδια η πόλη έχει ένα ποσοστό Αλβανών μόλις 7% (συν ένα 5% Τούρκων, οι οποίοι έχουν απομείνει από τα οθωμανικά χρόνια). Χάρη σε αυτή τη συμφωνία κι ως μια από τις παραχωρήσεις που έγιναν προς τους Αλβανούς, σε όλη τη διαδρομή από τα Σκόπια μέχρι την Οχρίδα βλέπουμε στις πινακίδες τα τοπωνύμια και στα αλβανικά.

Η Πλατεία Δημοκρατίας του Κρουσόβου θυμίζει με το όνομά της την εξέγερση του Ίλιντεν, σύμβολο για τη σλαβομακεδονική εθνογένεση. Οι δύο μεγάλες θρησκείες της Οχρίδας αντιπροσωπεύονται από τον Ναό της Παναγίας του Καμένσκο (αριστερά) και το Τζαμί Ζεϊνέλ Αμπιντίν Πασά (δεξιά).

Η πόλη της Οχρίδας είναι από τις πιο τουριστικές της Βόρειας Μακεδονίας, με μια ανάλογα ανεπτυγμένη υποδομή σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, αλλά και καζίνο. Πολλοί έρχονται για παραθερισμό στις όχθες της βαθύτερης λίμνης των Βαλκανίων (πλησιάζει τα 300 μέτρα σε βάθος). Μετά τον παραλίμνιο πεζόδρομο, ακολουθεί η παλιά πόλη με τα σπίτια σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τις παλιές εκκλησίες. Η παραλίμνια διαδρομή συνεχίζεται μέσω μιας ξύλινης πλατφόρμας που μπαίνει μέσα στην λίμνη και καταλήγει στον μικρό οικισμό του Κάνεο. Η αξία της πόλης ως τουριστικού προορισμού ελκύει και τους Έλληνες, οι οποίοι δεν χρειάζεται να οδηγήσουν πάνω από δύο ώρες από τη Φλώρινα μέχρι να φτάσουν στην Οχρίδα. Περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δεν είναι σπάνιο να ακούσεις ελληνικά.

Ο παραλιακός πεζόδρομος της Οχρίδας οδηγεί στην παλιά πόλη, που απλώνεται στην πλαγιά του λόφου υπό την επίβλεψη του κάστρου.
Η οικία Ρομπέβι (δεξιά) στην παλιά πόλη της Οχρίδα θεωρείται δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Κάνεο, λίγο πιο βόρεια από την παλιά πόλη της Οχρίδας.
Στη σημερινή Οχρίδα, τα τζαμιά συνυπάρχουν με τα καζίνο.

Η διαδρομή που περιεγράφηκε καλύπτει περιοχές που μοιράζονται ανάμεσα σε τέσσερα διαφορετικά κράτη, με εξαιρετικά πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ τους, αλλά και ανάμεσα στις εθνο-θρησκευτικές κοινότητες στο εσωτερικό τους. Αυτό όμως είναι που τους χαρίζει και τη γοητεία τους – πέρα από τα φυσικά τοπία βέβαια. Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως πρόκειται για την «περισσότερη βαλκανική» περιοχή των Βαλκανίων: εδώ σώζεται ακόμα πολλή από τη διαφορετικότητα που χαρακτήριζε τη Βαλκανική επί αιώνες. Πέντε γλωσσικές ομάδες (αλβανικά, νοτιοσλαβικά, Ρομανί, ελληνικά, τουρκικά), τρία αλφάβητα (λατινικό, κυριλλικό, ελληνικό), τέσσερα θρησκευτικά δόγματα (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Σουνίτες, Μπεκτασήδες), σε όλους (σχεδόν) τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ τους, συνυπάρχουν συχνά σε άμεση γειτνίαση, και μάλιστα σχετικά ειρηνικά, παρά τις Κασσάνδρες.

Είναι κάτι που πολλές άλλες βαλκανικές περιοχές έχουν χάσει εδώ και καιρό, προσπαθώντας να μιμηθούν δυτικο-ευρωπαϊκά πρότυπα «καθαρών» εθνών-κρατών. Ίσως τελικά δεν πρόκειται για «το απότιστο δέντρο της Ευρώπης», μια περιοχή που πρέπει να βλέπει την υπόλοιπη Ευρώπη με κόμπλεξ κατωτερότητας. Μπορεί ποτέ να μην καταφέρουν να σχηματίσουν κράτη με ενιαία γλωσσική, θρησκευτική και εθνική ταυτότητα. Σε μια εποχή όμως που η ίδια η Δυτική Ευρώπη (αναγκάζεται να) ανακαλύπτει έννοιες όπως η ανοχή στη διαφορετικότητα, ίσως έχει κάτι να μάθει από μια περιοχή όπου αυτή είναι επί αιώνες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ζωντανή πραγματικότητα.

Στα νησια των πριγκηπων

Κλασσικό

Λίγο μετά την έξοδο του Βοσπόρου προς την Προποντίδα, υψώνεται προς τα νοτιοανατολικά μια σειρά από μικρά νησιά. Είναι τα πρώτα που αντικρίζουν τα πλοία που μόλις έχουν διασχίσει τον Βόσπορο, ερχόμενα από τη Μαύρη Θάλασσα. Με άλλα λόγια, τους έτυχε να είναι τα πιο κοντινά νησιά σε μια πρωτεύουσα δύο μεγάλων αυτοκρατοριών, την Κωνσταντινούπολη.

Με αυτήν τη μοίρα συνδέεται και το όνομά τους: Πριγκηπόνησα. Η εγγύτητά τους στην έδρα της Αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με τη φυσική τους απομόνωση, τα έκανε ιδανικούς τόπους όχι μόνο αναψυχής, αλλά και εξορίας για επικίνδυνους ευγενείς. Έκπτωτοι αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες, στρατηγοί και πατριάρχες που έπεσαν σε δυσμένεια και πολλοί άλλοι πέρασαν χρόνια απομονωμένοι σε αυτά τα νησιά. Εκεί, ο εκάστοτε Βυζαντινός Αυτοκράτορας μπορούσε σχετικά άνετα να ελέγχει τις κινήσεις τους. Για παρέα είχαν τους μοναχούς: χάρη στα πολλά μοναστήρια (μερικά από τα οποία λειτουργούν και σήμερα) τα νησιά ονομάζονταν παλιότερα Παπαδονήσια.

Τα νησιά κράτησαν κάτι από τον αριστοκρατικό τους χαρακτήρα μέχρι και τις μέρες μας. Ιδιαίτερα από τον 19ο αιώνα και μετά, αφού τα νησιά απέκτησαν τακτική συγκοινωνιακή σύνδεση με τη στεριά, έγιναν και αγαπημένος τόπος αναψυχής για εύπορους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, Ρωμιούς, Μουσουλμάνους, Αρμένηδες ή Εβραίους, οι οποίοι έκτισαν εκεί τα εξοχικά τους. Μέχρι τότε πάντως, τα νησιά παρέμεναν σχεδόν αποκλειστικά ελληνόφωνα, παρά την τουρκοποίηση της απέναντι μικρασιατικής στεριάς.

Η κοντινή τοποθεσία (περίπου μια ώρα με το καράβι) τα κάνει ιδανική επιλογή για όποιον θέλει να αποδράσει για λίγο από την πολύβουη μεγαλούπολη. Και είναι πραγματικά μια μεγάλη αλλαγή: σε αυτά τα καταπράσινα νησιά με τα ξύλινα σπίτια δεν ακούς ούτε καν θόρυβο μηχανής. Η κυκλοφορία Ι.Χ. αυτοκινήτων δεν επιτρέπεται σε κανένα απ’ αυτά. Στα πιο μεγάλα νησιά κυκλοφορούν άμαξες για τους επισκέπτες που δεν θέλουν να κουραστούν πολύ – κατά τ’ άλλα, τα μόνα μεταφορικά μέσα είναι τα ποδήλατα. Οι κάτοικοι της Πόλης έχουν χορτάσει κίνηση, θόρυβο και κυκλοφοριακό χάος και το τελευταίο που χρειάζονται είναι να το μεταφέρουν σ’ αυτούς τους λίγους χώρους διαφυγής που τους απομένουν.

Συνολικά τα Πριγκηπόνησα είναι εννιά (χωρίς να μετρήσει κάποιος  τις βραχονησίδες Βόρδωνες – στις οποίες όμως παλιότερα λειτουργούσε και μοναστήρι). Μόνο όμως τέσσερα είναι προσβάσιμα με δημόσια συγκοινωνία σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Κατά σειρά απόστασης από την Κωνσταντινούπολη είναι η Πρώτη, η Αντιγόνη, η Χάλκη και η Πρίγκηπος. Η Αντιρόβυθος (ή Τερέβινθος) κατοικείται και αυτή, λειτουργεί όμως πρακτικά σαν «φρουρούμενη κοινότητα», αφού ακόμα και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν υπάρχει συγκοινωνιακή σύνδεση, οι επισκέπτες έχουν πρόσβαση μόνο σε συγκεκριμένα τμήματα του νησιού. Τα υπόλοιπα τέσσερα πολύ μικρότερα νησιά (Πίτα, Νέανδρος, Οξειά, Πλάτη) είναι ακατοίκητα ή ιδιωτικά.

Το καράβι ξεκινάει για τα νησιά – Ανταλάρ στα τούρκικα – από το Εμίνονου ή το Καμπατάς στην ευρωπαϊκή πλευρά της Πόλης. Πριν όμως ξανοιχτεί στη Θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίδα), κάνει ακόμα μια στάση στην ασιατική πλευρά, στη Χαλκηδόνα (Καντίκιοϋ). Αφού γεμίσει με Κωνσταντινουπολίτες εκδρομείς και από τις δύο «ηπείρους», πλέει πλέον προς τα νησιά.  Οι ψηλές πολυκατοικίες κατά μήκος της ασιατικής ακτής δεν αφήνουν πάντως τους επιβάτες ποτέ να ξεχάσουν το πόσο κοντά βρίσκεται αυτή η μεγαλούπολη των 15 εκατομμυρίων κατοίκων.

Κωνσταντινουπολίτισσες καθ’ οδόν για τα Πριγκηπόνησα κοιτάζουν προς την ασιατική ακτή της Πόλης, ενώ το καράβι ετοιμάζεται να δέσει στην αποβάθρα της Πρώτης.

Μετά από περίπου μισή ώρα ταξιδιού από τη Χαλκηδόνα, το καράβι φτάνει στο πρώτο νησί, το οποίο ονομάζεται στα ελληνικά (χωρίς πολλή φαντασία, είναι η αλήθεια) Πρώτη. Σε σχέση με τα άλλα νησιά, είναι πιο άγονο και λιγότερο πράσινο. Οι Τούρκοι το λένε Κιναλίαντα, από το κοκκινωπό χρώμα των πετρωμάτων: παλαιότερα λειτουργούσαν εκεί μεταλλεία σιδήρου και χαλκού. Το νησί στα τελευταία οθωμανικά χρόνια φιλοξενούσε μια μεγάλη κοινότητα Αρμενίων, οι οποίοι πρώτοι επανεποίκισαν τη Χώρα μεταξύ 1828-30, μετά από πολλές δεκαετίες εγκατάλειψης. Εκεί βρίσκεται εξάλλου και η μοναδική αρμένικη εκκλησία των Πριγκηπονήσων. Ακόμα και σήμερα, παραμένει μια από τις πιο αρμένικες γωνιές της Τουρκίας.

Η παραλία στη Χώρα της Πρώτης.

Η επόμενη στάση είναι η Αντιγόνη. Το νησί ήταν καθαρά ελληνικό μέχρι και το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 3000 κατοίκους είχε, με βάση τις οθωμανικές στατιστικές: όλοι Ρωμιοί και κατά κύριο λόγο ψαράδες. Μέχρι και σήμερα, όταν το καράβι προσεγγίζει το νησί, δεν ξεχωρίζει κάποιο τζαμί, αλλά η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, παρά το ότι η ελληνική κοινότητα είναι φυσικά σήμερα πολύ πιο μικρή. Ακόμα και το τουρκικό όνομα, Μπουργκαζαντά, προέρχεται από το ελληνικό «Πύργος», ενώ το σημαντικότερο ύψωμα του νησιού ονομάζεται Hristos Tepesi, δηλαδή Λόφος του Χριστού. Στο νησί έζησε για πολλά χρόνια και ο Τούρκος ποιητής και συγγραφέας διηγημάτων Σαΐτ Φαΐκ Αμπασιγιανίκ, το σπίτι του οποίου λειτουργεί και σήμερα ως το ομώνυμο μουσείο.

Εικόνα από το καράβι που ετοιμάζεται να δέσει στην αποβάθρα της Αντιγόνης (ο Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος φαίνεται πίσω δεξιά από το μεγάλο ξύλινο κτίριο).

Η νησίδα Πίτα, με τα ελάχιστα κτίσματά της, βρίσκεται στριμωγμένη ανάμεσα στην Αντιγόνη και τη Χάλκη.

Λίγο μετά την Αντιγόνη και αφού το καράβι προσπεράσει την πολύ μικρότερη Πίτα, ακολουθεί η Χάλκη, ή Χεϊμπελίαντα. Το ελληνικό όνομα προέρχεται μάλλον από τα κοιτάσματα χαλκού, χάρη στα οποία λειτουργούσαν στην Αρχαιότητα και ορυχεία, ενώ το τουρκικό από το σχήμα του νησιού, που μοιάζει με δισάκι (heybeli). Τα παλιά ξύλινα σπίτια, αυτά που έχουν σήμερα σχεδόν εξαφανιστεί από την εικόνα της Πόλης, στη Χάλκη επιμένουν ακόμα να στέκουν, έστω με τα σημάδια του χρόνου πάνω τους.

Παλιά σπίτια στη Χώρα της Χάλκης.

Παλιό ξύλινο αρχοντικό.

Η ορθόδοξη εκκλησία στην κεντρική πλατεία του νησιού, η οποία σήμερα εξυπηρετεί τους λίγους εναπομείναντες Ρωμιούς, δεν μπορούσε παρά να φέρει το όνομα του Άγιου Νικόλαου του θαλασσινού, αφού αυτή ήταν παραδοσιακά η πιο συχνή ασχολία των κατοίκων.

Οι Ρωμιοί ψαράδες της Χάλκης και των άλλων Πριγκηπονήσων αντικαταστάθηκαν πλέον από Τούρκους. Σίγουρα όμως δεν έχει και η αλιεία την ίδια σημασία που είχε άλλοτε για την οικονομία του νησιού.

Όπως το καράβι προσεγγίζει την αποβάθρα της Χάλκης, βλέπει κάποιος στα δεξιά τη μονή της Αγίας Τριάδας, τριγυρισμένη από πευκοδάσος στην κορυφή του Λόφου της Ελπίδας. Εκεί φιλοξενούνταν και η γνωστή Θεολογική Σχολή της Χάλκης, μια από τις πιο σημαντικές σχολές της Ορθοδοξίας και ένα ακόμα από τα θέματα που επιβαρύνουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αφού από το 1971 το τουρκικό κράτος δεν επιτρέπει πλέον τη λειτουργία της. Γενικά η Χάλκη έχει μια παράδοση ως νησί της παιδείας. Εκτός από τη Θεολογική Σχολή, εκεί ήταν και η έδρα της Ελληνικής Εμπορικής Σχολής από το 1831 ως το 1916. Εκεί βρισκόταν και η οθωμανική Αυτοκρατορική Ναυτική Σχολή, η οποία μετεξελίχθηκε στη σημερινή Σχολή Πολεμικού Ναυτικού.

Η Μονή της Αγίας Τριάδας, όπου στεγαζόταν η Θεολογική Σχολή, βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού. Στους πρόποδες του λόφου απλώνεται ο παλιός Αντριομαχαλάς, τόπος εγκατάστασης μεταναστών από την Άνδρο, που έφτασαν στο νησί κατά τον 19ο αιώνα.

Οι απόφοιτοι της Σχολής Πολεμικού Ναυτικού στη Χάλκη ετοιμάζονται μάλλον για την ορκωμοσία τους – με την πάντα απαραίτητη εικόνα του Ατατούρκ να τους επιβλέπει.

Το τελευταίο νησί στη σειρά είναι και το πιο σημαντικό, κάτι που φαίνεται ήδη από το όνομά της: Πρίγκηπος. Οι Τούρκοι το λένε Μπουγιούκαντα, δηλαδή Μεγαλονήσι. Είναι όντως με διαφορά το μεγαλύτερο από τα Πριγκηπονήσια, με έκταση 5,5 τ. χλμ. και μόνιμο πληθυσμό περίπου 7000 άτομα, εκ των οποίων και περίπου 100 Ρωμιοί, οι οποίοι άλλοτε ήταν και εδώ πλειοψηφία (5000 στα τελευταία οθωμανικά χρόνια, μαζί με 800 Τούρκους και 1200 άλλων εθνοτήτων). Στο νησί εδρεύει σήμερα η Μητρόπολη Πριγκηπονήσων, καθώς και το μοναδικό ελληνικό δημοτικό σχολείο που λειτουργεί ακόμα στα νησιά, έστω και με 3 μόνο μαθητές (το 2017).

Η βόρεια ακτή της Πριγκήπου, με τα παλιά και νέα ξύλινα αρχοντικά της, σε ένα εκ των οποίων έζησε για λίγα χρόνια και ο Λέων Τρότσκι. Στο κέντρο περίπου της κορυφογραμμής και περιτριγυρισμένο από πευκοδάσος διακρίνεται το επίσης ξύλινο Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου.

Ήδη από παλιά το νησί είχε έναν ταιριαστό στο όνομά του αριστοκρατικό χαρακτήρα, τον οποίο διατηρεί σε μεγάλο βαθμό μέχρι τις μέρες μας. Οι ξύλινες επαύλεις συναγωνίζονται η μια την άλλη σε μεγαλοπρέπεια, ιδιαίτερα κατά μήκος της βόρειας ακτής. Σε άλλα μέρη του νησιού , π.χ. προς τις πλαγιές του Λόφου του Χριστού (Isa Tepesi) βλέπει κάποιος και πιο ταπεινά παλιά σπίτια – ξύλινα πάντως κι αυτά κατά κανόνα.

Όπως και στα άλλα νησιά, στους δρόμους της Πριγκήπου κινούνται μόνο άμαξες, ποδήλατα και πεζοί.

Έπαυλη στη βόρεια ακτή της Πριγκήπου.

Το παλιό μοναστήρι της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, ή απλώς του Χριστού όπως συνήθως το αποκαλούν, έδωσε το όνομα και στο λόφο που υψώνεται αμέσως νότια της Χώρας: Isa Tepesi (Λόφος του Ιησού).

Είσοδος παλιού ξύλινου σπιτιού στον λόφο, κατηφορίζοντας προς τη Χώρα.

Η βυζαντινή αριστοκρατία ανακάλυψε την αξία του νησιού ήδη από τον 6ο αιώνα μ.Χ. Ο γιος και διάδοχος του Ιουστινιανού Ιουστίνος Β’ έκτισε εκεί ένα παλάτι – χάρη σε αυτόν μάλλον έμεινε και το όνομα «Πρίγκηπος». Στους επόμενους αιώνες πάντως, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες θα εκτιμούσαν το νησί περισσότερο ως τόπο εξορίας των επικίνδυνων αντιπάλων τους: εκεί εξόρισε η Αυτοκράτειρα Ειρήνη τον γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ’, αφού τον εκθρόνισε και τον τύφλωσε, εκεί θα εξοριζόταν κι αυτή με τη σειρά της από τον επόμενο Αυτοκράτορα Νικηφόρο Α’. Στους επόμενους αιώνες θα περνούσαν κάποια χρόνια εκεί μεταξύ άλλων η Αυτοκράτειρα Ζωή, ο Επίσκοπος Αρμενίας Ναρσής και ο Ιωάννης Κομνηνός. Τελευταίος στη σειρά των διάσημων εξόριστων δεν ήταν άλλος από τον Λέων Τρότσκι, o οποίος πέρασε στο νησί το μεγαλύτερο διάστημα της τετραετούς παραμονής του στην Τουρκία. Το κεμαλικό καθεστώς ήταν ένα από τα λίγα που φάνηκαν πρόθυμα να δεχτούν στο έδαφος τους τον επικίνδυνο επαναστάτη, μετά την εκδίωξή του από τον Στάλιν το 1929.

Βαθιά μέσα στο πευκοδάσος στον Λόφο του Χριστού, βρίσκεται ακόμα ένα κτίριο που υποφέρει λόγω των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Πρόκειται για το εντυπωσιακό Εθνικό Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου, το μεγαλύτερο ξύλινο κτίριο της Ευρώπης (δεύτερο σε όλο τον κόσμο). Η λειτουργία του απαγορεύτηκε από το τουρκικό κράτος το 1964, με δικαιολογία την ασφάλεια σε περίπτωση πυρκαγιάς. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπλέχτηκε σε μια πολυετή διαμάχη με τις τουρκικές αρχές, μέχρι να πετύχει την αναγνώριση της ιδιοκτησίας του στο Ορφανοτροφείο πριν λίγα χρόνια. Έχοντας αφεθεί στη μοίρα του εδώ και πολλές δεκαετίες, σήμερα ρημάζει και έχει ήδη αρχίσει να καταρρέει σε ορισμένα σημεία. Μπορούμε ίσως να ελπίζουμε ότι οι προσπάθειες των τελευταίων χρόνων και η επίσημη αναγνώρισή του ως ένα από τα 7 πλέον κινδυνεύοντα μνημεία στην Ευρώπη θα του δώσει κάποιες πιθανότητες επιβίωσης – γιατί η Φύση δύσκολα συγχωρεί μια τόσο μακριά απραξία.

Η πρόσβαση στο πρώην Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου είναι σήμερα απαγορευμένη, αφού η ξύλινη οικοδομή κινδυνεύει πλέον από κατάρρευση.

Η Ιστορία αυτών των νησιών έχει πλούτο δυσανάλογο προς το μικρό τους μέγεθος. Ξεκινώντας σαν πηγή μεταλλευμάτων στην Αρχαιότητα, έγιναν τοποθεσία μοναχισμού αλλά και εξορίας ευγενών στα βυζαντινά χρόνια. Κατοικούμενα κυρίως από Ρωμιούς ψαράδες και μικροκαλλιεργητές στους επόμενους αιώνες, εξελίχθηκαν στην τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε κορυφαία επιλογή παραθερισμού για τα ανώτερα στρώματα πολλών εθνοτήτων. Παραμένουν και σήμερα τόπος αναψυχής και μονοήμερων εκδρομών για σύγχρονους Κωνσταντινουπολίτες, κουρασμένους από την πίεση της μεγαλούπολης.

Ως ένα από τα λίγα σημεία της Κωνσταντινούπολης όπου τα ίχνη του παρελθόντος διατηρούνται σε τέτοιο βαθμό, μπορεί κάποιος να τα δει και ως πολύτιμα αρχεία μιας ξεχασμένης πολυπολιτισμικής πραγματικότητας, απέναντι στη μονότονη σημερινή εθνο-κρατική ομοιομορφία. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι ως τέτοια θα καταφέρουν να διατηρηθούν και στα επόμενα χρόνια, παρά τις δυσκολίες που οφείλονται και στις προβληματικές ελληνο-τουρκικές σχέσεις.


Πηγές:

 

Ταξιδευοντας στις πολεις του Ποντου

Κλασσικό

Η σημασία της θάλασσας για τον ανθρώπινο πολιτισμό ήταν και είναι μεγάλη.  Τόσο μεγάλη που, όχι σπάνια, δίνει το όνομά της και σε περιοχές της στεριάς. Έτσι και η Μαύρη Θάλασσα, ή Εύξεινος Πόντος, χάρισε το όνομά της σ’ ένα τμήμα της στεριάς την οποία βρέχει, αυτό που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε Πόντο.

Ο Πόντος για την ελληνική μυθολογία ήταν η γη των Αργοναυτών και των Αμαζόνων. Η απόμακρη τοποθεσία μαζί με το ιδιαίτερο κλίμα και βλάστηση, τον έκαναν ίσως ιδανικό χώρο για να τοποθετήσεις μύθους. Στα ελληνιστικά χρόνια γεννήθηκε εκεί το Βασίλειο του Πόντου, ένα ελληνοπερσικό κράμα το οποίο υπό τον Μιθριδάτη ΣΤ’ έφτασε να απειλήσει ακόμα και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία – για να νικηθεί όμως στο τέλος. Μετά από αιώνες υποταγής πρώτα στη Ρώμη και μετά στην Κωνσταντινούπολη, ο Πόντος έγινε στον 13ο αιώνα πάλι από μόνος του ένα βασίλειο, ελληνορθόδοξο αυτήν τη φορά: η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Στην οθωμανική περίοδο, συναντήθηκαν εκεί το Ισλάμ και η Χριστιανοσύνη, τα τουρκικά με τα ελληνικά και τις διαλέκτους των Καυκάσιων: Αρμενίων, Λαζών και Μιγγρελών. Σήμερα, αντιστοιχεί στο ένα από τα μεγάλα γεωγραφικά διαμερίσματα της σύγχρονης Τουρκίας, αυτό της Μαύρης Θάλασσας ή Καραντενίζ στα τουρκικά.

Για να ταξιδέψει κάποιος από την Κωνσταντινούπολη προς τον Πόντο, οι επιλογές είναι οδικώς ή αεροπορικώς. Το σιδηροδρομικό δίκτυο σ’ αυτήν την περιοχή είναι από υποτυπώδες ως εντελώς ανύπαρκτο και η ακτοπλοϊκή σύνδεση φαίνεται ότι καταργήθηκε. Τα λεωφορεία όμως στην Τουρκία είναι αρκετά συχνά και άνετα, ώστε ένα τέτοιο ταξίδι να είναι σχετικά εύκολο.

Πριν φτάσει στον κυρίως ειπείν Πόντο, το λεωφορείο διασχίζει την  Παφλαγονία, όπως λεγόταν μέχρι τα βυζαντινά χρόνια αυτή η ορεινή περιοχή μετά την Κωνσταντινούπολη και τη Βιθυνία. Η εξοχή ακόμα έχει σχετικά μεσογειακή εικόνα, με ξηρικές καλλιέργειες και πευκοδάση. Η βροχή εδώ ακόμα δεν είναι τόσο άφθονη, όσο γίνεται πιο ανατολικά.

Εικόνα από την εξοχή της Παφλαγονίας, ανάμεσα στην Κασταμονή και τη Σινώπη.

Μετά από περίπου πέντε ώρες, το λεωφορείο φτάνει στο Καραμπούκ. Πριν έναν αιώνα ακόμα ένα μικρό ασήμαντο χωριό, το Καραμπούκ είναι σήμερα μια πόλη των 110000 κατοίκων περίπου, αρκετών για να την κάνουν πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Την ανάπτυξη αυτήν τη χρωστάει κυρίως στη βιομηχανία χάλυβα και σιδήρου που εγκαταστάθηκε εκεί στη δεκαετία του ’30. Είναι μια από τις πιο καθαρά βιομηχανικές πόλεις της τουρκικής επαρχίας.

Τα εργοστάσια της βιομηχανίας χάλυβα και σιδήρου Καρντεμίρ – η πόλη του Καραμπούκ που αναπτύχθηκε χάρη σ’ αυτήν φαίνεται στο βάθος δεξιά.

Η εντυπωσιακή ανάπτυξη του Καραμπούκ επισκίασε τη γειτονική και πιο ιστορική Σαφράμπολη (οι δυο πόλεις συναποτελούν έναν ενιαίο αστικό ιστό). Αυτό όμως ίσως την βοήθησε να γλυτώσει τις σύγχρονες ψηλές πολυκατοικίες, που θα της έδιναν μια βαρετή εικόνα παρόμοια με άλλες επαρχιακές πόλεις της Τουρκίας. Μεγάλο κομμάτι της πόλης αποτελείται ακόμα από παλιά οθωμανικά κτίρια, πολλά από τα οποία αναπαλαιώθηκαν και λειτουργούν ως ξενώνες. Από τον 13ο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα,  η Σαφράμπολη ήταν κεντρικός σταθμός των καραβανιών που έκαναν τη διαδρομή Ανατολής-Δύσης, κάτι που την έκανε να γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη και να γίνει και αρχιτεκτονικό πρότυπο για άλλες μικρασιατικές πόλεις.  Η πόλη αναγνωρίστηκε επίσημα ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ το 1994.

Παραδοσιακά οθωμανικά σπίτια στο Κιρανκιοϋ της Σαφράμπολης, κάποια από τα οποία χρησιμοποιούνται πλέον ως ξενώνες.

Η «πόλη του σαφράν» (η περιοχή ήταν από παλιά τόπος παραγωγής και εξαγωγής του κρόκου, ο οποίος είναι εξάλλου και το σύμβολο του Δήμου) αποτελείται από σχεδόν ξεχωριστές μεταξύ τους συνοικίες. Στο δυτικό υψίπεδο βρίσκεται το Κιράνκιοϋ, όπου ζούσαν παλιότερα οι μη-Μουσουλμάνοι και όπου εκτείνεται το σύγχρονο κέντρο και το (όχι και τόσο μεγάλο) νεόδμητο τμήμα της πόλης. Απέναντι και χαμηλά στην ανατολική πλευρά, βρίσκεται το Τσουκούρ, το ιστορικό κέντρο, ενώ πιο βόρεια εκτείνεται το Μπαγλάρ, μια συνοικία θερινών κατοικιών με μεγάλους κήπους.  Για τη συγκοινωνία ανάμεσα στο Κιράνκιοϋ και το Τσουκούρ λειτουργούν δημοτικά λεωφορεία – μπορεί όμως κάποιος να το κάνει και με τα πόδια, διασχίζοντας την κοιλάδα με τις απότομες πλαγιές που χωρίζει τις δύο συνοικίες. Θα πάρει έτσι και μια γεύση χωριού, από τα παλιά σπίτια της κοιλάδας με τα κοτέτσια και τους κήπους τους.

Το Κιράνκιοϋ, όπως φαίνεται από την απέναντι πλευρά της κοιλάδας.

Παλιά οθωμανικά κτίρια δίνουν τον τόνο σε όλες αυτές τις συνοικίες, η πιο σημαντική από τουριστική άποψη είναι όμως σαφώς το Τσουκούρ, και ιδιαίτερα το Τσαρσί (=Αγορά). Εκεί θα δει κάποιος πολλά μαγαζιά με σουβενίρ και τοπικά προϊόντα, καθώς και ταβέρνες και καφενεία, ενώ δεν αποκλείεται να συναντήσει και γκρουπ Κινέζων τουριστών.

Το Τσαρσί της Σαφράμπολης.

Από την Σαφράμπολη το λεωφορείο χρειάζεται μιάμιση με δυο ώρες μέχρι την επόμενη ιστορική πόλη της Παφλαγονίας, την ορεινή (σε υψόμετρο 900 μ) Κασταμονή. Η πόλη καταγωγής των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Κομνηνών (το όνομα της προέρχεται μάλλον από το «Κάστρα Κομνηνών») έγινε στον 14ο αιώνα  η πρωτεύουσα της τουρκικής δυναστείας των Τζαντάρογλου. Όταν οι Οθωμανοί με τη σειρά τους κατέκτησαν την περιοχή, σεβάστηκαν την ιστορία της πόλης και την έκαναν πρωτεύουσα του ομώνυμου βιλαετιού, που εκτεινόταν από τα ασιατικά προάστια της Πόλης μέχρι τη Σινώπη. Κάποιοι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί συνέχισαν να κατοικούν στην περιοχή μέχρι και την ανταλλαγή πληθυσμών. Στην Κασταμονή γεννήθηκε και ο Γιάννης Εϊριτζίδης, γνωστός ως Γιοβάν Τσαούς (το παρατσούκλι του το χάρισε η θητεία του ως λοχίας στον οθωμανικό στρατό), ο οποίος φαίνεται ότι μετέφερε και παραδοσιακές μελωδίες της πατρίδας του στο ελληνικό ρεμπέτικο.

Το κάστρο της Κασταμονής είχε ήδη κτιστεί από τους Βυζαντινούς, τροποποιήθηκε όμως στη συνέχεια από τους Τζαντάρογλου και τους Οθωμανούς.

Η σύγχρονη Κασταμονή είναι μια μάλλον συντηρητική επαρχιακή πόλη, η οποία εκτείνεται περίπου γραμμικά γύρω από το ποτάμι, περιτριγυρισμένη από βουνά. Το βόρειο τμήμα αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από σύγχρονες ψηλές πολυκατοικίες. Στο ιστορικό κέντρο όμως, που βρίσκεται πιο νότια, έχουν επιβιώσει αρκετά σκόρπια παλιά σπίτια, όπως και χάνια και παλιά τζαμιά, που θυμίζουν κάτι από το οθωμανικό παρελθόν.

Το κέντρο της Κασταμονής με το Νασρουλάχ Τζαμί, το Κουρσουνλού Χάνι στα δεξιά (το οποίο ακόμα λειτουργεί ως ξενοδοχείο) και το Χάνι του Ασίρ Εφέντη πιο πίσω.

Η γέφυρα Νασρουλάχ ή, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι, η γέφυρα της Καμπούρας (Kambur Köprü), είναι μια από τις πολλές που ενώνουν τις δύο όχθες του ποταμού, στις οποίες εκτείνεται ο κεντρικός οδικός άξονας της πόλης.

Δρόμος της Κασταμονής με παλιά μαγαζιά.

Από την Κασταμονή ξεκινάνε λεωφορεία για τις κοντινές ακτές του Δυτικού Πόντου. Μετά από περίπου τρεις ώρες, το λεωφορείο κατηφορίζει από τα δασώδη βουνά της Παφλαγονίας προς τη χερσόνησο της Σινώπης, με την ομώνυμη πόλη να απλώνεται στις πλαγιές της. Αυτό είναι το μόνο σημείο στη σχετικά ευθυγραμμισμένη μικρασιατική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, όπου σχηματίζεται ένας τέτοιος κόλπος που επιτρέπει σε ένα λιμάνι να κοιτάει νότια. Προστατεύεται δηλαδή από τον κύριο όγκο της Μαύρης Θάλασσας, αυτής της τεράστιας μάζας νερού χωρίς νησιά: η επόμενη ξηρά απέναντι από την βόρεια ακτή της Σινώπης είναι η Κριμαία.

Η χερσόνησος και πόλη της Σινώπης.

Η ιδιαίτερη φυσική γεωγραφία καθόρισε και την Ιστορία της Σινώπης, η οποία για πολλούς αιώνες παρέμεινε ένα από τα πιο σημαντικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Αυτήν την ιδιαιτερότητα αντιλήφθηκαν μάλλον και οι αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι επέλεξαν την τοποθεσία για να ιδρύσουν τον 7ο αιώνα π.Χ. μια από τις πρώτες αποικίες τους στη Μαύρη Θάλασσα. Από τη Σινώπη καταγόταν και ο φιλόσοφος Διογένης: οι σύγχρονοι Σινωπείς τιμούν το διάσημο αρχαίο συμπατριώτη τους με άγαλμα κοντά στην είσοδο της πόλης.

Το άγαλμα του Διογένη κοντά στα τείχη της πόλης, που κτίστηκαν επί Μιθριδάτη ΣΤ’, του οποίου η Σινώπη ήταν γενέτειρα και πρωτεύουσα του βασιλείου του – όλοι οι επόμενοι κατακτητές, Βυζαντινοί, Σελτζούκοι και Οθωμανοί, έκαναν προσθέσεις σ’ αυτά.

Παλιά λεγόταν ότι η Μαύρη Θάλασσα έχει τρία σίγουρα λιμάνια: τον Ιούλη, τον Αύγουστο και τη Σινώπη. Λίγες ώρες στην πόλη ήταν αρκετές για να αντιληφθώ γιατί. Όταν στην εκτεθειμένη βόρεια ακτή της χερσονήσου η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη και τα κύματα τρομακτικά, στην προστατευμένη νότια ακτή επικρατεί απόλυτη ηρεμία. Μπορείς να κάνεις περίπατο στο λιμανάκι με τις ταβέρνες και τις καφετέριες ή στον παραλιακό πεζόδρομο δίπλα στο παραθαλάσσιο πάρκο, χωρίς να έχεις ιδέα για το τι συμβαίνει στην ανοικτή θάλασσα, ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά.

Το λιμάνι της Σινώπης, με το κέντρο της πόλης να εκτείνεται προς τα πίσω.

Η βόρεια ακτή της χερσονήσου με τα τείχη που φτάνουν μέχρι την παραλία: εδώ στην τοποθεσία Κουμκαπί, όχι μακριά από το κέντρο της πόλης

Από τη Σινώπη πλέον και προς τα ανατολικά, το ταξίδι γίνεται παραθαλάσσιο. Ο δρόμος ακολουθεί την ακτογραμμή της Μαύρης Θάλασσας – σε κάποια σημεία μάλιστα, όπου λόγω απότομου γκρεμού η συνέχιση του δρόμου στην ακτή δεν ήταν δυνατή, οι Τούρκοι δεν δίστασαν να επεκτείνουν τον δρόμο με επιχωμάτωση μέσα στη θάλασσα.

Εικόνα από τα παράθυρο του λεωφορείου Σινώπης-Σαμψούντας, από τμήμα του δρόμου που εκτείνεται μέσα στη θάλασσα.

Σε τρεις ώρες το λεωφορείο φτάνει στην μεγαλύτερη πόλη της μικρασιατικής Μαύρης Θάλασσας (με πάνω από 500.000 κατοίκους), τη Σαμψούντα ή Αμισό, όπως λεγόταν παλιότερα. Είναι και αυτή μια καθαρά παραθαλάσσια πόλη, με έναν παραλιακό πεζόδρομο ο οποίος εκτείνεται για χιλιόμετρα, ενοποιημένος με πάρκα και άλλους χώρους αναψυχής. Παράλληλα με την παραλία κινείται και το τραμ, το μόνο ΜΜΜ σταθερής τροχιάς στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.

Περπατώντας στον παραλιακό πεζόδρομο και κοιτάζοντας προς το λιμάνι της Σαμψούντας.

Η σημερινή Σαμψούντα δεν έχει πάντως πολλά για να θυμίζουν την μακριά της ιστορία: είναι μια σχετικά άχρωμη σύγχρονη τσιμεντούπολη. Οι κάτοικοί της το Σάββατο πλημμυρίζουν τους εμπορικούς δρόμους με τα άφθονα καταστήματα – ο καταναλωτισμός δεν λείπει από τη σύγχρονη Τουρκία του Ερντογάν.

Η Λεωφόρος Γκαζή είναι από τους κεντρικούς δρόμους της αγοράς της Σαμψούντας.

Για την Τουρκία έχει πάντως μια ιδιαίτερη βαρύτητα η σύγχρονη Ιστορία της Σαμψούντας. Εδώ αποβιβάστηκε ο Μουσταφά Κεμάλ Πασάς στις 19 Μαΐου 1919, έχοντας αποστολή από τον Σουλτάνο να αντιμετωπίσει τις σκόρπιες αντάρτικες ομάδες, κατά τις απαιτήσεις των ξένων δυνάμεων που κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Αυτός όμως, παίρνοντας ένα μεγάλο πολιτικό ρίσκο, παράκουσε την εντολή και ήρθε σε συνεννόηση μεταξύ άλλων και με τέτοιες ομάδες, ώστε να οργανωθεί η αντίσταση ενάντια στα ξένα στρατεύματα, αλλά και να χτυπηθούν οι χριστιανικές αντάρτικες ομάδες. Έτσι καθορίστηκε το μέλλον της Μικράς Ασίας: ο Μουσταφά Κεμάλ θα γινόταν Ατατούρκ (πατέρας των Τούρκων) και το τίμημα θα το πλήρωναν οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί. Ούτε αυτοί του Δυτικού Πόντου, αν και σε μεγάλο ποσοστό τουρκόφωνοι, θα γλίτωναν τη μοίρα των σφαγών και της ανταλλαγής πληθυσμών.

Η απόβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα έχει τόση σημασία για τη σύγχρονη Τουρκία, ώστε στο σημείο αυτό να υπάρχει μια μόνιμη αναπαράστασή της με αντίγραφο του πλοίου και ομοιώματα των προσώπων που συμμετείχαν.

Ακόμα και η ημερομηνία της απόβασης μοιάζει να συμβολίζει τη διαφορά ανάμεσα στην τουρκική και ελληνική οπτική της Ιστορίας. Για τους Τούρκους είναι εθνική γιορτή, αφού χάρη σ’ αυτήν θεωρούν ότι κέρδισαν την επιβίωση τους ως έθνος. Στη Σαμψούντα αυτή την περηφάνια τη βλέπεις στα μνημεία, στα ονόματα των δρόμων, στα μουσεία. Αντίθετα, η Ελλάδα όρισε αυτή την μέρα ως μαύρη επέτειο της Γενοκτονίας των Ποντίων (αν και αυτή ξεκίνησε κάποια χρόνια πιο πριν).

Μια από τις πιο κεντρικές λεωφόρους της Σαμψούντας ονομάζεται «19ης Μαΐου»¨: ο Ατατούρκ καβάλα στο άλογο είναι το σύμβολο του Δήμου.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η Σαμψούντα έχει ξεχάσει εντελώς τις αρχαίες της ρίζες. Τα Σαββατοκύριακα οι Σαμψούντιοι ανεβαίνουν με το τελεφερίκ στον Λόφο της Αμισού (Amisos Tepesi) για να απολαύσουν τη θέα και να περπατήσουν ανάμεσα στα ελληνιστικά ερείπια. Κάτω στην παραλία ξεχωρίζει το άγαλμα της Μεγάλης Αμαζόνας, ενώ λίγο πιο νότια βρίσκεται και το τεχνητό «Χωριό των Αμαζόνων». Δεν ξέρουμε κατά πόσον αυτές οι τρομερές πολεμίστριες της μυθολογίας υπήρξαν στην πραγματικότητα – η θεωρία όμως ότι το βασίλειο τους βρισκόταν στην περιοχή της Σαμψούντας αρκεί στους κατοίκους για να τις κάνουν σύμβολο της πόλης.

Θέα από τον Λόφο της Αμισού προς την ακτή και το Άγαλμα της Μεγάλης Αμαζόνας, με τα δυο λιοντάρια που την περιστοιχίζουν. Στα αριστερά φαίνεται η αφετηρία του τελεφερίκ και δεξιά της ο καπνός από το ψήσιμο στο πάρκο: επίσης αγαπημένη συνήθεια των τουρκικών οικογενειών.

Συνεχίζοντας στον παραθαλάσσιο δρόμο προς την Τραπεζούντα, η πυκνή βλάστηση στις πλαγιές των βουνών εναλλάσσεται με καταπράσινα λιβάδια που τα διασχίζουν ποτάμια. Ο Ανατολικός Πόντος είναι μια από τις πιο υγρές περιοχές κοντινές σε μας: οι βροχές δεν σταματούν ούτε το καλοκαίρι.

Πυκνή βλάστηση του Ανατολικού Πόντου,  δυτικά της Ορντού.

Αυτή είναι η περιοχή όπου επιβίωσε μέχρι πολύ πρόσφατα η ιδιαίτερη ποντιακή ελληνική διάλεκτος που γνωρίζουμε, δίπλα σ’ αυτές των άλλων λαών της Μαύρης Θάλασσας, Τούρκων, Λαζών ή Αρμενίων. Στον ανατολικό Πόντο μάλιστα δεν ήταν μόνο οι Ελληνορθόδοξοι που μιλούσαν ποντιακά ελληνικά, αλλά και αρκετοί Μουσουλμάνοι, οι οποίοι παρέμειναν στην περιοχή και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Κάποιες μικρές εστίες ελληνοφωνίας επιβιώνουν (με δυσκολία) μέχρι και τις μέρες μας.

Πάνω στα βουνά του Ανατολικού Πόντου βρίσκονται μερικές σκόρπιες περιοχές όπου ακόμα μιλιούνται τα ποντιακά: μεταξύ αυτών και η Τόνια, στα βουνά που φαίνονται πίσω από τη κωμόπολη Μπεσίκντουζου, απ’ όπου πάρθηκε η φωτογραφία.

Μετά από πέντε ώρες ταξιδιού, το λεωφορείο φτάνει στην αναμφισβήτητη πρωτεύουσα του Ανατολικού Πόντου: την Τραπεζούντα. Ξεκινώντας ως ελληνική αποικία στην αρχαιότητα, έγινε πρωτεύουσα της δικής της ομώνυμης Αυτοκρατορίας μετά την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας έζησε από τον 13ο μέχρι τον 15ο αιώνα, για να υποταχθεί στους Οθωμανούς μόλις το 1461.

Η Τραπεζούντα έρχεται δεύτερη σε πληθυσμό στον Πόντο μετά τη Σαμψούντα, την κερδίζει όμως μάλλον σε προσωπικότητα. Η Άγκυρα και η Πόλη μοιάζουν εδώ πολύ μακρινές – και είναι (η πτήση Τραπεζούντα-Κωνσταντινούπολη διαρκεί δύο ώρες). Η Τραπεζούντα ζει στους δικούς της ρυθμούς.

Το λιμάνι της Τραπεζούντας, ένα από τα πιο σημαντικά του Πόντου, έχει απ’ ευθείας ακτοπλοϊκή σύνδεση με το Σότσι της Ρωσίας.

Το πάρκο της κοιλάδας του Ζανός: αριστερά (ανατολικά) είναι η εντός των τειχών πόλη, ενώ στην απέναντι μεριά ξεκινάει η συνοικία Ορταχισάρ (Μεσαίο Κάστρο).

Η περηφάνια της Τραπεζούντας απέναντι στην κυρίαρχη Κωνστανινούπολη εκφράζεται και ποδοσφαιρικά. Η Τραμπζόνσπορ είναι το καμάρι της περιοχής, αφού είναι η μόνη ομάδα που κατάφερε επανειλημμένα να κοντράρει στα ίσα τις ομάδες της Κωνσταντινούπολης, κερδίζοντας και έξι πρωταθλήματα. Στην πόλη βλέπεις παντού σημαίες της ομάδας και μέχρι και το έμβλημα του δήμου έχει τα μπορντό-μπλε της χρώματα. Ακόμα και ονόματα δρόμων της έχουν αφιερώσει: το στάδιο της ομάδας βρίσκεται στην Λεωφόρο Τραμπζόνσπορ.

Το Στάδιο της Τραμπζόνσπορ, βαμμένο στα χρώματα της ομάδας.

Σημαίες της Τραμπζόνσπορ σε σοκάκι του Ορταχισάρ.

Ο ρόλος της ως αυτοκρατορική πρωτεύουσα ήταν ίσως αυτό που άφησε στην Τραπεζούντα τόσα πολλά στοιχεία μιας ελληνοχριστιανικής παράδοσης, ώστε να σώζονται κάποια και σήμερα. Η Μονή Θεοσκεπάστου βρίσκεται μέσα στην πόλη, ενώ το πιο γνωστό μοναστήρι της Σουμελάς σε απόσταση περίπου 45 χλμ. (τον Οκτώβρη του 2017 ήταν και τα δύο υπό επισκευή). Η Αγιά Σοφιά λίγο έξω από το κέντρο έχει μια ιστορία  παρόμοια με τη διάσημη συνονόματή της στην Κωνσταντινούπολη: από βυζαντινή εκκλησία έγινε τζαμί στα οθωμανικά χρόνια και μετά μουσείο επί Κεμάλ. Από το 2013 λειτουργεί πάλι ως τζαμί: κάτι που κάποιοι βλέπουν με ανησυχία και σαν προετοιμασία για ανάλογη κίνηση και στην Αγιά Σοφιά της Πόλης.

Η Αγιά Σοφιά της Τραπεζούντας.

Πίσω από την Τραπεζούντα υψώνονται οι Ποντικές Άλπεις. Ο δρόμος που συνδέει την Τραπεζούντα με την Αργυρούπολη περνάει από την Ματσούκα, μια κωμόπολη χτισμένη σε μια κοιλάδα και περιτριγυρισμένη από βουνά, όπου ενώνονται δύο από τα πολλά ποτάμια που διασχίζουν την πολύ υγρή αυτή περιοχή. Πιο γνωστή είναι ως σταθμός στο δρόμο για το  μοναστήρι της Σουμελάς: μέχρι εκεί υπάρχει τακτική συγκοινωνία με λεωφορεία από την Τραπεζούντα, αλλά για τα 20 χλμ. που απομένουν χρειάζεται ταξί.

Στο κέντρο της Ματσούκας, κάτω από το ξενοδοχείο «Σουμελά», ενώνονται δύο ποτάμια που κουβαλούν υλικό από τη διάβρωση των Ποντικών Άλπεων μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.

Πίσω στην Τραπεζούντα και συνεχίζοντας παραθαλάσσια προς τα ανατολικά, το λεωφορείο σε μια ώρα και κάτι φτάνει στη Ριζούντα. Εδώ βρισκόμαστε σχεδόν στο βορειοανατολικό άκρο της Τουρκίας, τα σύνορα με τη Γεωργία απέχουν μόλις 110 χλμ. Το κλίμα γίνεται όλο και πιο υγρό: ιδιαίτερα εντυπωσιακή εικόνα στη διαδρομή είναι οι καταρράκτες που πέφτουν ο ένας δίπλα στον άλλο από τον γκρεμό, ενώ από την άλλη πλευρά του δρόμου ξεκινά σχεδόν άμεσα η Μαύρη Θάλασσα.

Ένα δώρο της άφθονης βροχής, που θυμίζει τροπικούς, είναι και οι φυτείες τσαγιού, οι οποίες καλύπτουν σχεδόν κάθε βουνοπλαγιά στην περιοχή της Ριζούντας. Εδώ παράγεται το μεγαλύτερο μέρος του πιο αγαπημένου πλέον ροφήματος των Τούρκων (η Τουρκία είναι έκτος μεγαλύτερος παραγωγός τσαγιού στον κόσμο, αλλά και οι Τούρκοι πρώτοι στην κατά κεφαλή κατανάλωση).

Φυτεία τσαγιού στα προάστια της Ριζούντας.

Η Ριζούντα είναι μια μεσαίου μεγέθους μαυροθαλασσίτικη πόλη, γνωστή στην Τουρκία μεταξύ άλλων και ως πόλη καταγωγής του προέδρου Ερντογάν. Οι περισσότεροι κάτοικοι της συντηρητικής Ριζούντας είναι μάλλον περήφανοι γι’ αυτό, όπως φαίνεται π.χ. και από το ότι ήδη μετονόμασαν το τοπικό πανεπιστήμιο σε «Πανεπιστήμιο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν».

«Η Ριζούντα μαζί σου» λέει η αφίσα με τον Ερντογάν στο κέντρο της πόλης, δίπλα από τα γραφεία του κυβερνώντος κόμματος.

Πέρα όμως από τον Ερντογάν, η Μαύρη Θάλασσα έχει γενικά τη φήμη μιας περιοχής όπου ο ακραίος εθνικισμός έχει πολλή δύναμη. Κάποιοι δεν θεωρούν τυχαίο ότι από την Τραπεζούντα ήταν και ο Ογκιούν Σαμάστ,  ο έφηβος που πριν 10 χρόνια δολοφόνησε τον Αρμένη δημοσιογράφο Χραντ Ντινκ, κατηγορώντας τον ότι προσέβαλε το τουρκικό έθνος. Ίσως δεν είναι κάτι που πρέπει να μας εκπλήσσει: δεν είναι εκείνα τα τμήματα ενός νέου έθνους που είναι λιγότερο «καθαρά», συχνά τα ίδια που προσπαθούν να καλύψουν αυτήν την έλλειψη με υπέρμετρο εθνικισμό; Για μια περιοχή όπως ο Πόντος, είναι μάλλον αδύνατο να μην κάνει κάποιος αυτήν τη σκέψη.

Τα γραφεία του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης στο Αρσίν (ανατολικά της Τραπεζούντας), μαζί με αυτά της οργάνωσης νεολαίας των «ιδεαλιστών».

Η δύναμη του τουρκικού εθνικισμού δεν σημαίνει ότι έχει χαθεί η συνείδηση της σχέσης με την ελληνική ποντιακή παράδοση. Η ανάμιξή της με τη σύγχρονη τουρκική πραγματικότητα φαίνεται π.χ. και στο πως ένα τραγούδι, που τραγουδά στα «ρωμέικα» ο Φουάτ Σακά (γνωστός τραγουδοποιός της περιοχής), μπορεί με στίχους στα τουρκικά να γίνει ύμνος της Τραμπζόνσπορ:

Στον Πόντο γρήγορα καταλαβαίνει κάποιος ότι βρίσκεται σε μια πολιτισμικά ιδιαίτερη περιοχή. Με τις ιδιαιτερότητες που έχει,παραμένει και ένα στοιχείο που συνδέει τα δύο έθνη, ελληνικό και τουρκικό. Ίσως τελικά όσο ζωντανές μένουν οι τοπικές ταυτότητες, τόσο  πιο διαπερατά να μοιάζουν τα εθνικά σύνορα.

Στα ιχνη του κυπριακου σιδηροδρομου

Κλασσικό

Πρόσφατα στην Κύπρο, μια ομάδα δευτεροετών φοιτητών του τμήματος Πολιτικής Μηχανικής και Γεωπληροφορικής  του ΤΕΠΑΚ ανέλαβε να κάνει τεχνοοικονομική μελέτη για την κατασκευή σιδηρόδρομου. Για τους λάτρεις του τρένου στην Κύπρο, μια τέτοια ιδέα ακούγεται ίσως πολύ ωραία για να γίνει αληθινή. Θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί;

Οι παλιότεροι όμως θυμούνται ότι πριν αρκετές δεκαετίες ήταν ήδη πραγματικότητα. Μέχρι τη δεκαετία του ’50, στην Κύπρο λειτουργούσε κρατικός σιδηρόδρομος, ο οποίος στην μεγαλύτερη του ανάπτυξη συνέδεε την Ευρύχου με την Αμμόχωστο. Μετέφερε επιβάτες, εμπορεύματα, μεταλλεύματα, αλλά και το ταχυδρομείο.

Η σιδηρηδρομική ιστορία της Κύπρου

Ο κυπριακός σιδηρόδρομος σε λειτουργία. Μέχρι και τη δεκαετία ’40, όταν οι μηχανές μετατράπηκαν σε ντηζελοκίνητες, ως καύσιμα χρησιμοποιούνταν ξύλα και κάρβουνα. Πηγή εικόνας

Ο Κυπριακός Κυβερνητικός Σιδηρόδρομος (ή Cyprus Government Railways) λειτούργησε από το 1905 ως το 1951. Το 1905 μόλις είχαν ολοκληρωθεί τα έργα της εμβάθυνσης του λιμανιού της Αμμοχώστου και της κατασκευής της νέας αποβάθρας, που θα το έκαναν πάλι κύριο λιμάνι του νησιού όπως στα πολύ παλιά χρόνια. Και για να μπορεί να λειτουργήσει αυτό το λιμάνι, χρειαζόταν προφανώς και ένα επαρκές σύστημα συγκοινωνιών – ένας τομέας τον οποίο η προηγούμενη οθωμανική διοίκηση είχε παραμελήσει.

Αρχικά, ο σιδηρόδρομος δυσκολεύτηκε να γίνει ελκυστικός για επιβάτες, αφού οι ντόπιοι το έβλεπαν περισσότερο ως αξιοθέατο παρά ως κάτι χρήσιμο – προτιμούσαν τα παραδοσιακά τους μέσα για τις μεταφορές. Εξάλλου, δεν ήταν και ιδιαίτερα γρήγορο μέσο: η ταχύτητα δεν ξεπερνούσε τα 25 μίλια την ώρα και συχνά το τρένο έπρεπε να σταματάει, μέχρι να απομακρυνθούν τα πρόβατα και τα κατσίκια από τις γραμμές. Η διαδρομή Λευκωσία-Αμμόχωστος διαρκούσε 2 με 3 ώρες (αναλόγως των στάσεων), η διαδρομή Λευκωσία-Μόρφου 2 ώρες και η διαδρομή Μόρφου-Καλό Χωριό 1 ώρα. 

Ο κυπριακός σιδηρόδρομος όμως έδειξε τελικά την χρησιμότητά του με διάφορους τρόπους. Σ’ αυτούς συγκαταλέγεται και η υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας των Συμμάχων κατά τον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσω της μεταφοράς εφοδίων, ξυλείας και στρατιωτών – γι’ αυτό εξάλλου έγινε και στόχος βομβαρδισμών από τις δυνάμεις του Άξονα. Σε καιρούς ειρήνης, ιδιαίτερα δημοφιλή έγιναν τα φτηνά ειδικά δρομολόγια, π.χ. για τη μεταφορά κόσμου στις παραλίες τις Κυριακές, στο ετήσιο Φεστιβάλ Πορτοκαλιού στην Αμμόχωστο ή στον Ιππόδρομο του Αγίου Δομετίου στις μέρες των ιπποδρομιών.

Η διαδρομή

Ξεκινώντας από την Ευρύχου, το τρένο περνούσε από τη Μόρφου και τη Λευκωσία για να καταλήξει στην πόλη και στο λιμάνι της Αμμοχώστου. Ενδιάμεσα έκανε στάση σε διάφορα χωριά. Ας δούμε όμως αυτήν τη διαδρομή, μέσα από τα ίχνη που έχουν απομείνει μέχρι και σήμερα.

Η διαδρομή και οι στάσεις του Κυπριακού Σιδηρόδρομου, στην πλήρη του ανάπτυξη, με ένα συνολικό μήκος 122 χλμ. (από το Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου). Ήταν επιλεγμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετούν και ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές περιοχές.
Πηγή εικόνας

Ο δυτικός τερματικός σταθμός ήταν αυτός της Ευρύχου. Αυτό ήταν και το μοναδικό τμήμα όπου το τρένο ανέβαινε προς τα βουνά: κοντά στο σταθμό υπήρχαν πανδοχεία, για όσους θα συνέχιζαν το ταξίδι τους με άλλα μέσα προς τις κορυφές του Τροόδους. Η κατασκευή του σταθμού ευνόησε την ανάπτυξη και την ανάδειξη της Ευρύχου σε περιφερειακό κέντρο και κεφαλοχώρι της Σολέας.

Η επέκταση προς την Ευρύχου έγινε το 1915, με σκοπό την εκμετάλλευση των προϊόντων της Σολέας (μεταξύ αυτών και της ξυλείας) και της Λεύκας, αλλά και με την προοπτική επέκτασης προς το Τρόοδος. Τελικά, έμεινε σε λειτουργία μόνο μέχρι το 1932, αφού οι απότομες κλίσεις καταπονούσαν τη μηχανή, ενώ η βελτίωση του οδικού δικτύου μείωσε την επιβατική κίνηση (κατά μια άλλη εκδοχή, ο πραγματικός λόγος που έκλεισε αυτό το τμήμα ήταν ως.. τιμωρία για την κακή υποδοχή που επιφύλαξαν οι Ευρυχιώτες στον Άγγλο κυβερνήτη του νησιού το 1931, μετά τα Οκτωβριανά). Από τότε, ο σταθμός χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς, έγινε αργότερα στόχος εμπρησμού από την ΕΟΚΑ (ως αγγλική ιδιοκτησία), και τελικά εγκαταλείφθηκε και παρέμεινε ως ένα ερείπιο λίγο έξω από το χωριό. Πρόσφατα όμως αναπαλαιώθηκε και λειτουργεί σήμερα ως το Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου, απ’ όπου προέρχονται και πολλές από τις πληροφορίες στις οποίες βασίστηκε αυτό το άρθρο.

Ο πρώην σταθμός της Ευρύχου, τερματικός σταθμός της γραμμής και νυν Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου, βρίσκεται ανάμεσα στον οικισμό της Ευρύχου και τον ποταμό Καρκώτη. Φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμος κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για την μεταφορά ξυλείας.

Ξεκινώντας το ταξίδι του, το τρένο κατηφόριζε στην κοιλάδα της Σολιάς παράλληλα περίπου με τον ποταμό Καρκώτη, όπου λίγο μετά γινόταν η συμβολή με την ιδιωτική σιδηροδρομική γραμμή της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας, που μετέφερε το υλικό από τα μεταλλεία της περιοχής. Στη συνέχεια, το τρένο διέσχιζε την πεδιάδα της Μόρφου, με σημαντικότερη στάση στην ομώνυμη κωμόπολη. Ακολουθώντας έπειτα μια διαδρομή που περνούσε σε μεγάλο τμήμα της μέσα από τη σημερινή νεκρή ζώνη (από τη δεκαετία του ’40 και μετά, σταματούσε και στο νεόκτιστο Αεροδρόμιο της Λευκωσίας), έφτανε στα προάστια της Λευκωσίας, κάνοντας στάση στον Ιππόδρομο του Αγίου Δομετίου. Η επόμενη στάση ήταν ο κεντρικός Σιδηροδρομικός Σταθμός Λευκωσίας, ανάμεσα στην Πύλη Κερύνειας και τη Νεάπολη.

Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Λευκωσίας βρισκόταν στο σημερινό κατεχόμενο τμήμα, στην τότε Οδό Σιδηροδρόμου (νυν οδός Αμπντί Ιπεκτσί). Με βάση κάποιες αναφορές, το κτίριο στα δεξιά (κτισμένο το 1907) ήταν το κτίριο του Σταθμού. Αυτό δεν ταιριάζει όμως ούτε με τις φωτογραφίες ούτε με τους χάρτες της εποχής, με βάση τους οποίου ο σταθμός βρισκόταν στην αριστερή (βόρεια) πλευρά του δρόμου, στην οποία σήμερα υπάρχουν νέα κτίρια. Είναι πιθανόν πάντως να πρόκειται για ένα βοηθητικό κτίριο.

Παλιά φωτογραφία του Σ.Σ. Λευκωσίας (πηγή: Μουσείο Κυπριακού Σιδηροδρόμου).

Το όνομα αυτής της καντίνας (βρίσκεται στον ίδιο δρόμο, λίγα μέτρα μακριά), είναι από τα ελάχιστα στοιχεία που έμειναν για να θυμίζουν ότι κάποτε ήταν εκεί ο κεντρικός σταθμός της πόλης.

Μετά τον σταθμό, η σιδηροδρομική γραμμή συνέχιζε βορειο-ανατολικά προς την Ομορφίτα. Αυτό το μικρό αδιέξοδο δρομάκι διατηρεί το όνομα Tren Yolu Sokak, δείχνοντας και τη διαδρομή που ακολουθούσε το τρένο (κάποια από τα παλιά κτίρια που βρίσκονται σ’ αυτόν τον δρόμο ήταν προφανώς βοηθητικά του Κεντρικού Σταθμού).

Το τρένο συνέχιζε τη διαδρομή του κοντά στην Ομορφίτα, πριν κάνει ακόμα μια στάση στα προάστια της Λευκωσίας, στο Καϊμακλί. Στη συνέχεια, ακολουθούσε μια διαδρομή μέσα από την πεδιάδα της Μεσαορίας, σταματώντας σε διάφορα χωριά πριν καταλήξει στην Αμμόχωστο.

Μετά την Ομορφίτα, το τρένο περνούσε από τη σημερινή Οδό Συνεργασίας στο Καϊμακλί (απ’ όπου και η φωτογραφία).

Το σημερινό γραμμικό πάρκο Καϊμακλίου είναι το τελευταίο ίχνος της σιδηροδρομικής γραμμής, στην περιοχή που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η συνέχεια της γραμμής προς την Αμμόχωστο ακολουθούσε μια διαδρομή, η οποία βρίσκεται σήμερα εξ’ ολοκλήρου στα κατεχόμενα.

Ο σύγχρονος δρόμος που συνδέει τη Λευκωσία με την Αμμόχωστο διασχίζοντας την Μεσαορία (η φωτογραφία είναι από το λεωφορείο που κάνει τη συγκεκριμένη διαδρομή), ακολουθεί σε μεγάλο του τμήμα την παλιά σιδηροδρομική γραμμή.

Ο σταθμός της Αμμοχώστου ήταν ο ανατολικός τερματικός της διαδρομής. Η τοποθεσία του είχε επιλεχθεί ώστε να βρίσκεται ανάμεσα στην παλιά πόλη και τα Βαρώσια (εξυπηρετώντας έτσι και τον μουσουλμανικό και τον χριστιανικό πληθυσμό). Ένα ακόμα μικρό τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής ένωνε εξάλλου και το σταθμό με το πολύ κοντινό λιμάνι, απ’ όπου τα εμπορεύματα μπορούσαν να μεταφερθούν και εκτός Κύπρου.

Η παλιά ατμομηχανή του τρένου εκτίθεται μπροστά στον πρώην Σιδηροδρομικό Σταθμό Αμμοχώστου, στον οποίο στεγάζεται σήμερα το Κτηματολόγιο της Αμμοχώστου. Στο ισόγειο βρισκόταν η αίθουσα υποδοχής επιβατών και στον πρώτο όροφο τα γραφεία του κέντρου διοίκησης.

Πίσω από τον παλιό Σταθμό, βρίσκονται εγκαταλελειμμένα διάφορα βοηθητικά κτίρια (εργαστήρια, αμαξοστάσια, αποθήκες εμπορευμάτων), ακόμα και μια παλιά μηχανή – σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων από την κλειστή πόλη του Βαρωσίου.

Από τον κεντρικό σταθμό της Αμμοχώστου, μια άλλη σιδηροδρομική γραμμή ξεκινούσε με προορισμό το λιμάνι, όπου τα εμπορεύματα φορτώνονταν ή ξεφορτώνονταν από τα καράβια.

Το τέλος

Ο Κυπριακός Κυβερνητικός Σιδηρόδρομος έκανε το τελευταίο του δρομολόγιο στις 31 Δεκεμβρίου 1951. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες που τον είχαν σχεδιάσει και θέσει σε λειτουργία, ήταν οι ίδιοι που έμελλε να τον διαλύσουν, χωρίς να αφήσουν κάποια δυνατότητα για την επαναλειτουργία του στο μέλλον. Το δίκτυο αποσυναρμολογήθηκε και το υλικό της γραμμής μεταφέρθηκε στην Ιταλία. Οι ατμομηχανές και τα μεταλλικά πλαίσια των βαγονιών κομματιάστηκαν και πουλήθηκαν ως σίδερα. Τα βαγόνια πουλήθηκαν σε ιδιώτες στην Κύπρο, για να καταλήξουν ως τροχόσπιτα, αποθήκες και κοτέτσια.

Η εξήγηση που δίνεται για την εγκατάλειψη του σιδηρόδρομου είναι η κακή οικονομική του κατάσταση. Λόγω ίσως και κάποιων κακών επιλογών (όπως π.χ. την μη επαρκή προσαρμογή του στη μεταφορά μεταλλευμάτων και την ακύρωση της επέκτασης προς το Καραβοστάσι, που θα πρόσφερε σημαντικά έσοδα λόγω των κοιτασμάτων που ανακαλύφθηκαν), ο Κυπριακός Κυβερνητικός Σιδρηρόδρομος μάλλον ποτέ δεν μπόρεσε να γίνει μια πραγματικά κερδοφόρα επιχείρηση. Η ανάπτυξη των οδικών συγκοινωνιών αναπόφευκτα έφερε και άλλη μείωση των εσόδων. Μπορούμε ίσως να δούμε το κλείσιμο του σιδηροδρόμου και σαν μέρος της παγκόσμιας τάσης της εποχής (στον καπιταλιστικό κόσμο τουλάχιστον) προς τις οδικές συγκοινωνίες σε βάρος των σιδηροδρομικών. Αυτό είχε σαν συνέπεια, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σε άλλες χώρες της σχετικά υπανάπτυκτης μας περιοχής, ότι ποτέ δεν θα αποκτούσαμε ένα σιδηροδρομικό δίκτυο ικανοποιητικό σε πυκνότητα και ποιότητα.

Δεν ξέρουμε αν κάποια στιγμή δούμε ξανά τρένα να διασχίζουν την κυπριακή εξοχή. Ακόμα πάντως κι αν γίνει αυτό, είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα ακολουθούν την παλιά τους διαδρομή: μια διαδρομή που μοιάζει σήμερα ως μια ειρωνεία της Ιστορίας, με τις συνεχείς αλλαγές από τα κατεχόμενα στη νεκρή ζώνη, στην σημερινή ελληνοκυπριακή περιοχή και μετά πίσω στα κατεχόμενα.

Η σημερινή Κύπρος μπορεί να διαφέρει πολύ από τότε, ακόμα και στο θέμα των συγκοινωνιών. Ένα πυκνό ασφαλτοστρωμένο οδικό δίκτυο έχει κάνει και τις πιο απομακρυσμένες γωνιές του νησιού εύκολα προσβάσιμες, ενώ ως κράτος η Κύπρος έχει τα περισσότερα χλμ. αυτοκινητόδρομου ανά κάτοικο στην Ε.Ε.. Ας θυμόμαστε πάντως ότι στην Κύπρο της δεκαετίας του ’20, μια υπανάπτυκτη τριτοκοσμική αποικία, κάποιος μπορούσε να πάρει το τρένο από την Ευρύχου, να περάσει από Μόρφου, Κοκκινοτριμιθιά, Άγιο Δομέτιο, Βόρεια Λευκωσία, Καϊμακλί και να καταλήξει στην Αμμόχωστο, διασχίζοντας μόνο μια χώρα, χωρίς σύνορα.


Πηγές:

Απο τη Βλαχια στην Τρανσυλβανια

Κλασσικό

Το άρθρο αυτό γράφτηκε με αφορμή ένα πρόσφατο ταξίδι στη Ρουμανία, μια πολύ ιδιαίτερη χώρα από πολλές απόψεις: ιστορικές, γλωσσικές, πολιτισμικές. Συνδυάζει, κόντρα στα κλασικά διχοτομικά σχήματα, τη λατινοφωνία με την Ορθoδοξία, και κουβαλά τα ίχνη ενός παρελθόντος ως η περιοχή συνάντησης τριών αυτοκρατοριών: της Ρωσικής, της Οθωμανικής και αυτής των Αψβούργων.

Οι ιστορικές περιοχές της «Μεγάλης Ρουμανίας» (τα σημερινά σύνορα απεικονίζονται με τη μπλε γραμμή). Η κοκκινωπή περιοχή αντιστοιχεί περίπου στην ιστορική Μολδαβία (μαζί με τη Μπουκοβίνα και τη Βεσσαραβία). Με κίτρινα-πράσινα χρώματα φαίνεται η Βλαχία, μαζί με την ιδιαίτερη περίπτωση της Δοβρουτσάς. Με γαλάζια χρώματα απεικονίζονται οι περιοχές που ανήκαν στην Αυστροουγγαρία, δηλαδή κυρίως η Τρανσυλβανία, μαζί με το Μπανάτο.
Πηγή εικόνας

Οι δύο «παραδουνάβιες ηγεμονίες», η Μολδαβία και η Βλαχία, ανήκαν μεν στους Οθωμανούς, αλλά ήταν ημιαυτόνομες και άρα μια ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν είχαν Μουσουλμάνους κυβερνήτες, αλλά Χριστιανούς Ορθόδοξους, αρχικά ντόπιους. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα, οι Οθωμανοί προτίμησαν να αναθέτουν αυτήν τη δουλειά σε Έλληνες Φαναριώτες, όπως τους Υψηλάντηδες και τους Μαυροκορδάτους. Εκείνη περίπου την εποχή ήταν που άρχισαν να αναπτύσσονται το ελληνικό εμπόριο και οι ελληνικές παροικίες στη Μολδοβλαχία.

Ο Δούναβης χώριζε την κυρίως ειπείν οθωμανική επικράτεια (δεξιά) από τις ημιαυτόνομες παραδουνάβιες ηγεμονίες (αριστερά). Σήμερα σχηματίζει το σύνορο Βουλγαρίας-Ρουμανίας.

Το 1859 έγινε το πρώτο μεγάλο βήμα για τη δημιουργία ενός σύγχρονου έθνους-κράτους: η Μολδαβία και η Βλαχία ενώθηκαν, και η νέα αυτόνομη περιοχή βαφτίστηκε Ρομανία (το όνομα μεταφέρθηκε μετά σε άλλες γλώσσες ως «Ρουμανία»). Το όνομα που επιλέχθηκε ήταν μια καθαρή αναφορά στη λατινικότητα της γλώσσας, την οποία μιλούσαν οι κάτοικοι και των δύο περιοχών: σ’ αυτήν τη βάση θα κτιζόταν το νέο έθνος-κράτος (θα γινόταν επίσημα ανεξάρτητο 18 χρόνια μετά).

Από τον Κάρολο στον Τσαουσέσκου

Παρά τη λατινοφωνία της Ρουμανίας όμως, η γερμανική διείσδυση δεν σταματούσε στην αυστροουγγρική Τρανσυλβανία. Τα νεοσύστατα βαλκανικά κρατίδια πρόσφεραν εκείνη την εποχή αρκετές ευκαιρίες απασχόλησης για άνεργους Γερμανούς πρίγκιπες. Αν η Ελλάδα εισήγε τη δική της δυναστεία από τον οίκο των Γλύξμπουργκ, οι Ρουμάνοι προτίμησαν να προμηθευτούν γνήσιους Χοεντζόλερν, δηλαδή από τον οίκο από τον οποίο προέρχονταν και οι ίδιοι οι Πρώσοι μονάρχες, οι αργότερα Γερμανοί αυτοκράτορες.

Ο πρώτος Γερμανός μονάρχης της Ρουμανίας (μετά από ένα σύντομο πείραμα μ’ έναν ντόπιο ηγέτη, τον Αλέξανδρο Κούζα) ήταν ο Κάρολος Α’, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα 48 ολόκληρα χρόνια. Αν και η διακυβέρνησή του συνδέθηκε με τον εκσυγχρονισμό, δεν τόλμησε να θίξει τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων και άρα να λύσει το πιο καυτό πρόβλημα της χώρας, το αγροτικό.

Το άγαλμα του Καρόλου Α’ στο Βουκουρέστι, μπροστά από τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου, η οποία κτίστηκε επί βασιλείας του και ακόμα φέρει το όνομά του.

Παρά τη γερμανική προέλευση της δυναστείας πάντως, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ρουμανία έμεινε πιστή στη λατινικότητα και τη γαλλοφιλία της, πολεμώντας με τη μεριά της Αντάντ (κάτι που παρεμπιπτόντως είχε ως συνέπεια τη «διαγραφή» του τότε βασιλιά Φερδινάνδου από τον οίκο των Χοεντζόλερν, ως τιμωρία) . Βρέθηκε έτσι στο τέλος του πολέμου στην πλευρά των νικητών και κατάφερε να αυξήσει την έκτασή της εντυπωσιακά. Προσάρτησε την τεράστια αυστροουγγρική Τρανσυλβανία, τη Βεσσαραβία από τη Ρωσία, καθώς και ολόκληρη τη Δοβρουτσά, εις βάρος της ηττημένης Βουλγαρίας. Η Μεγάλη Ρουμανία είχε γίνει πραγματικότητα.

Στον Β’ Παγκόσμιο η ρουμανική ηγεσία (βασιλική δικτατορία πλέον) δεν επανέλαβε τη σοφή της επιλογή. Αντίθετα, συντάχθηκε με τις δυνάμεις του Άξονα. Το αποτέλεσμα: με το τέλος του πολέμου δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να παρακολουθεί τα σοβιετικά στρατεύματα να προελαύνουν στη χώρα. Επίσης, έχασε πάλι τη Βεσσαραβία (προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ένωση, η οποία τη μοίρασε ανάμεσα στην Ουκρανία και τη νέα Σοβιετική Δημοκρατία της Μολδαβίας) και ένα τμήμα της Δοβρουτσάς, το οποίο επιστράφηκε στη Βουλγαρία.

Η Ρουμανία έγινε μεν έτσι μέρος του «ανατολικού μπλοκ», δεν άργησε όμως να δείξει πάλι την ιδιαιτερότητά της. Ο Νικολάε Τσαουσέσκου, ηγέτης της χώρας από το 1965, προσπάθησε να ακολουθήσει μια πολιτική πιο ανεξάρτητη από τη Σοβιετική Ένωση, με μια γερή δόση ρουμανικού εθνικισμού. Το 1968 καταδίκασε, ως μόνος ηγέτης από το ανατολικό μπλοκ, καθαρά τη σοβιετική επέμβαση στη Τσεχοσλοβακία. Αυτό τον βοήθησε να κερδίσει πολλές συμπάθειες από τις δυτικές ελίτ, αλλά και από διάφορους ευρωκομμουνιστές.

Το καθεστώς του ήταν όμως αναμφίβολα αυταρχικό, με μια έντονη προσωπολατρία και ιδιαίτερα ανεπτυγμένο δίκτυο παρακολούθησης του πληθυσμού. Μεταξύ άλλων, ο Τσαουσέσκου είχε απαγορεύσει την έκτρωση και την.. αντισύλληψη (με σκοπό την αύξηση του πληθυσμού): ακόμα μια πρωτοτυπία του ρουμάνικου σοσιαλισμού.

Για να κτίσει το επιβλητικό Παλάτι του Λαού (δεξιά, δεύτερο πιο μεγάλο κτίριο στον κόσμο) και το «Τσεντρούλ Τσιβίκ» (αριστερά, μια περιοχή με κτίρια με μαρμάρινες προσόψεις, προορισμένα κυρίως για τα υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος), ο Τσαουσέσκου γκρέμισε ένα μεγάλο μέρος της παλιάς πόλης, ξεσπιτώνοντας περίπου 40.000 κάτοικους (η έκταση με τα γκρεμισμένα κτίρια είχε ονομαστεί τότε ειρωνικά «Τσαουσίμα»). Θεωρείται τυπικό δείγμα της καταστροφικής μεγαλομανίας του δικτάτορα.

Τίποτα απ’ αυτά δεν μπόρεσε πάντως να τον σώσει από την οικονομική κατάρρευση. Τη δεκαετία του ’80, η επιβολή σκληρής λιτότητας, με σκοπό να αποπληρώσει το τεράστιο δημόσιο χρέος και να αποφύγει τη χρεωκοπία (αν αυτό μας θυμίζει κάτι), είχε σαν αποτέλεσμα τη ραγδαία φτωχοποίηση πολλών Ρουμάνων. Στο τέλος, η οργή του κόσμου ξέσπασε: ο Τσαουσέσκου ήταν ο μόνος από τους κομμουνιστές ηγέτες στο ανατολικό μπλοκ, που δεν κατάφερε να σώσει ούτε καν τη ζωή του. Εκτελέστηκε μαζί με τη γυναίκα του, λίγες μέρες μόνο αφού ξέσπασε η εξέγερση εναντίον του, το Δεκέμβρη του ’89.

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά: μετάβαση στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, ένταξη στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Η χώρα ανήκει σήμερα σταθερά στη γερμανική-αμερικάνικη σφαίρα επιρροής, όπως και οι περισσότερες βαλκανικές. Το μέλλον της μοιάζει να είναι η επιβίωση ως μια ακόμα ασήμαντη εξαρτημένη χώρα της περιφέρειας – ποτέ δεν ξέρει κανείς όμως, γιατί τα Βαλκάνια είναι πάντα ικανά για εκπλήξεις.

Ένα λατινόφωνο έθνος-κράτος στην Ανατολή

Η (υποτιθέμενη) ενδιάμεση θέση ανάμεσα σε μια «Δύση» και μια «Ανατολή» είναι ένα χαρακτηριστικό που έχει διαμορφώσει την εθνική ψυχή πολλών λαών της περιοχής μας – γι’ αυτό εξάλλου και ο Δημήτρης Κιτσίκης χρησιμοποιεί τον όρο «ενδιάμεση περιοχή». Όπως όμως αλλάζουν  μέσα στο χρόνο οι ορισμοί του τι είναι Δύση και Ανατολή, έτσι αλλάζει και το τι σημαίνει να είσαι σε μια ενδιάμεση κατάσταση.

Στη Ρουμανία, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτή η ενδιάμεση κατάσταση εκφράζεται και με τη χρήση ενός συμβόλου της Δύσης και ενός της Ανατολής, ως τα δύο βασικά του εθνικού χαρακτήρα. Η Ρουμανία είναι από τη μια το προκεχωρημένο φυλάκιο της λατινοφωνίας, της γλώσσας της Δύσης, στην Ανατολική Ευρώπη, περιτριγυρισμένο από Σλάβους και Μαγυάρους. Από την άλλη, η ανατολική Ορθοδοξία είναι κεντρικό στοιχείο της ρουμανικής εθνικής ταυτότητας, και μάλιστα ξεχωρίζει τους Ρουμάνους από τους (καθολικούς) «αιώνιους εχθρούς» Ούγγρους.

Το Pasajul Macca-Vilacrosse στο ιστορικό κέντρο του Βουκουρεστίου είναι ένα από τα πολλά σημεία στην πόλη, όπου είναι εμφανείς οι γαλλικές επιρροές. Μάλλον λόγω λατινοφωνίας, οι Ρουμάνοι είχαν γενικά μια κλίση προς τη γαλλική κουλτούρα.

Η γυναικεία Μονή Σταυροπόλεως στο κέντρο του Βουκουρεστίου, κτισμένη επί ηγεμονίας Νικόλαου Μαυροκορδάτου, συμβολίζει την ανατολική-βυζαντινή-ελληνική επιρροή. Οι εκκλησίες έχουν και σήμερα αρκετή επισκεψιμότητα: οι Ρουμάνοι θεωρούνται μάλλον πιο θρήσκος λαός από τους γειτονικούς τους.

Η Αρμένικη Εκκλησία στην παλιά αρμένικη συνοικία του Βουκουρεστίου: η ύπαρξη τέτοιας συνοικίας είναι δείγμα του οθωμανικού παρελθόντος μιας πόλης.

Οι δύο Ρουμανίες: Μολδοβλαχία και Τρανσυλβανία

Υπάρχει όμως και μια άλλη ρουμάνικη αντίθεση «Ανατολής-Δύσης»: αυτή ανάμεσα στην «οθωμανική» Μολδοβλαχία και την «αυστροουγγρική» Τρανσυλβανία. Οι δύο διαφορετικές κρατικές παραδόσεις έχουν αφήσει τα ίχνη τους στις δύο περιοχές, με την πρώτη να είναι υποτίθεται πιο «ανατολική» και βαλκανική, και τη δεύτερη πιο «δυτική» και κεντροευρωπαϊκή. Ταξιδεύοντας άρα με το τρένο μέσα από τα Καρπάθια (το όριο των δύο περιοχών), διασχίζει κάποιος ακόμα ένα από τα πολλά υποτιθέμενα σύνορα Ανατολής-Δύσης.

Σε σχέση με τα υπόλοιπα Βαλκάνια, τα οποία χαρακτηρίζονται από το έντονο ανάγλυφο και τα ψηλά βουνά, η Βλαχία, η γη ανάμεσα στο Δούναβη και τα Καρπάθια, έχει την ιδιαιτερότητα να είναι επίπεδη και εύφορη. Αυτή η μεγάλη της γεωργική αξία όμως, της κληροδότησε και το αγροτικό πρόβλημα που αναφέραμε πριν, αφού σε τέτοιες περιοχές ευνοείται η μεγάλη ιδιοκτησία και άρα και οι φεουδαρχικές δομές. Η δουλοπαροικία καταργήθηκε μεν το 1864, αλλά  το μεγαλύτερο μέρος της γης παρέμεινε στους πλούσιους μεγαλογαιοκτήμονες. Αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη αγροτική εξέγερση του 1907, που ξεκίνησε στη Μολδαβία, εξαπλώθηκε στη Βλαχία, και τελικά πνίγηκε στο αίμα – τρία χρόνια πριν ζήσει η Ελλάδα τη δική της, στο Κιλελέρ. Μετά το Β’ Παγκόσμιο, η μοίρα της αγροτικής γης ήταν φυσικά η κολλεκτιβοποίηση, όπως στις άλλες ανατολικές χώρες.

Τυπική εικόνα από την εξοχή της επίπεδης Βλαχίας: κυριαρχούν καλλιεργούμενες εκτάσεις (κυρίως δημητριακά), βοσκοτόπια και μικρές λίμνες.

Ξεκινώντας λοιπόν με το τρένο από Βουκουρέστι προς τα βόρεια, κυριαρχεί αυτή η εικόνα των επίπεδων αγροτικών εκτάσεων. Μετά από περίπου μια ώρα, το τοπίο αλλάζει εντελώς: η πεδιάδα δίνει τη θέση της σε πυκνά δάση, ορμητικά ποτάμια και βραχώδεις απότομες πλαγιές. Η οροσειρά των Καρπαθίων υψώνεται σε κάποια σημεία πάνω από τα 2500 μ.

Η δύσβατη οροσειρά των Καρπαθίων, με τα παρθένα δάση και τους μεγάλους πληθυσμούς σε αρκούδες και λύκους, ήταν πηγή έμπνευσης και για τον μύθο του Κόμη Δράκουλα.

Το τρένο διασχίζει τα Καρπάθια, περνώντας από τη μικρή τουριστική πόλη Σινάια. Η τουριστική αξία της τελευταίας είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της πρόσβασης στα βουνά, αλλά και λόγω αξιοθέατων όπως το Κάστρο Πέλες ή το Μοναστήρι του Σινά.

Το Κάστρο Πέλες στη Σινάια ήταν η εξοχική κατοικία του Καρόλου Α’.

Μετά από σχεδόν τρεις ώρες, το τρένο κατηφορίζει προς την επόμενη μεγάλη πεδιάδα, αυτήν της Τρανσυλβανίας, εκεί που οι τουρκικές και σλαβικές επιρροές δίνουν σταδιακά τη θέση τους στις γερμανικές (αυστριακές) και ουγγρικές. Η Τρανσυλβανία ήταν για πολλά χρόνια το μήλο της έριδος ανάμεσα στους Ρουμάνους και τους Ούγγρους. Άλλαξε πολλές φορές χέρια, μέχρι να περάσει οριστικά (;) στη Ρουμανία με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου. Οι ακόμα μεγάλες ουγγρικές κοινότητες πάντως φροντίζουν ώστε να διατηρεί η περιοχή τον πολυεθνικό της χαρακτήρα.

Το Μπρασόβ είναι η πρώτη μεγάλη πόλη που συναντάς με το που μπαίνεις στην Τρανσυλβανία. Eδώ η γερμανική επιρροή είναι καθαρή – αν μη τι άλλο, από τα συχνά γερμανικά ονόματα δρόμων. Από τη γερμανική κοινότητα της πόλης πάντως, άλλοτε περίπου ισάριθμη της ρουμάνικης και με τεράστια σημασία για την ιστορική ανάπτυξη της πόλης, δεν έχουν μείνει πολλοί. Η ουγγρική κοινότητα όμως παραμένει και δίνει και αυτή το χρώμα της στην πόλη (π.χ. με τα μικρά ουγγρικά φαγάδικα).

Η γωνία Strada Poarta Schei – Strada Hans Berkner στην παλιά πόλη του Μπρασόβ είναι μια από τις πολλές που συναντούνται ρουμάνικα με γερμανικά ονόματα – θα μπορούσε κάποιος να πει ότι συμβολίζει και τη συνάντηση του ρουμανικού με το γερμανικό στοιχείο στην πόλη.

Η λουθηρανική Μαύρη Εκκλησία, το ίσως πιο γνωστό αξιοθέατο της πόλης, είναι ένα ακόμα κατάλοιπο γερμανικής Ιστορίας.


Οι βαλκανικές χώρες γενικά δεν φημίζονται για την ευκολία να τις κατανοήσεις – και η Ρουμανία δεν είναι εξαίρεση. Είναι οι Ρουμάνοι τελικά τεχνητό ή φυσικό έθνος, και πού ανήκουν πραγματικά; Όπως και άλλοι βαλκανικοί λαοί (των Ελλήνων μη εξαιρουμένων), οι Ρουμάνοι είναι συνηθισμένοι μέσα στην Ιστορία τους να πατούν σε πολλές βάρκες ταυτόχρονα. Το κατά πόσον θα καταφέρουν να σώσουν την ιδιαιτερότητά τους μέσα στις νέες παγκόσμιες συνθήκες, είναι κάτι που θα φανεί στο μέλλον.

Αθηνα-Κυπρος μεσω ξηρας

Κλασσικό

Σήμερα είναι περίπου αυτονόητο, ότι το ταξίδι από Αθήνα για Κύπρο γίνεται αεροπορικά (μέσω Λάρνακας ή Πάφου). Παλιότερα υπήρχε και ακτοπλοϊκή σύνδεση Πειραιάς-Λεμεσός, η οποία όμως έχει καταργηθεί εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό που μάλλον σπάνια σκεφτόμαστε είναι ότι μπορεί να υπάρξει και δρόμος μέσω ξηράς: τουλάχιστον μέχρι το κοντινό στην Κύπρο τουρκικό λιμάνι Τασουτζού, απ’ όπου μετά πρέπει να πάρει κάποιος το πλοίο για να περάσει απέναντι στην Κερύνεια.

Μια πιθανή διαδρομή είναι αυτή με τρένο μέχρι Ξάνθη/Κομοτηνή (12-13 ώρες), μετά με λεωφορείο μέχρι Κωνσταντινούπολη (6-7 ώρες) – πιο γρήγορο (αν και λίγο πιο ακριβό: 70 Ευρώ αντί 50) είναι φυσικά να κάνεις όλη τη διαδρομή Αθήνα-Κωνσταντινούπολη με λεωφορείο, αλλά κατά την άποψή μου λιγότερο ενδιαφέρον. Από Κωνσταντινούπολη η πιο γρήγορη διαδρομή είναι με λεωφορείο ή τρένο μέχρι Άγκυρα (4-5 ώρες), από εκεί με τρένο (ταχεία) στο Ικόνιο (σχεδόν 2 ώρες) και στη συνέχεια με λεωφορείο για Σελεύκεια (3 ώρες). Από εκεί μπορεί κάποιος να πάει εύκολα (με αστική συγκοινωνία ή ταξί) στο κοντινό λιμάνι Τασουτζού, απ’ όπου αναχωρεί το πλοίο για Κερύνεια.

Πηγή χάρτη/δορυφορικής εικόνας: here.com

Πρώτοι σταθμοί αυτού του ταξιδιού, που έγινε την άνοιξη του ’13, ήταν δύο πόλεις της Θράκης, η Ξάνθη και η Κομοτηνή. Η παρουσία της μουσουλμανικής μειονότητας τις κάνει κατά κάποιον τρόπο μεταβατικές σ’ ένα ταξίδι προς την Τουρκία. Όσο ιδιαίτερο και να είναι το να βλέπεις ένα υπόλειμμα συνύπαρξης Χριστιανών και Μουσουλμάνων στον ελληνοτουρκικό χώρο, είναι κάπως λυπηρό το ότι έχει έναν τέτοιο μουσειακό χαρακτήρα. Ειδικά αν σκεφτείς ότι αυτή η συνύπαρξη ήταν επί αιώνες ο κανόνας και σε όλες τις υπόλοιπες πόλεις του ταξιδιού.

Η παλιά πόλη της Ξάνθης.

Παλιά καπναποθήκη στο κέντρο της Ξάνθης, σύμβολο για ένα από τα πιο σημαντικά προϊόντα της περιοχής.

Εικόνα από τουρκομαχαλά της Κομοτηνής.

Το κέντρο της Κομοτηνής, απ’ όπου αναχωρεί το λεωφορείο για Κωνσταντινούπολη.

Από την Κομοτηνή το λεωφορείο για Τουρκία φεύγει κατά τις 2, με άφιξη στην Κωνσταντινούπολη κατά τις 9 το βράδυ. Ο μεγάλος σταθμός των υπεραστικών και διεθνών λεωφορείων (Μπουγιούκ Οτογκάρ) βρίσκεται στο προάστιο Μπαϊράμπασα και συνδέεται με ηλεκτρικό με το κέντρο της πόλης. Αν κάποιος όμως σκοπεύει να συνεχίσει το ταξίδι του προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, μπορεί να διασχίσει το Βόσπορο και να διανυκτερεύσει στην ασιατική πλευρά, π.χ. στη Χαλκηδόνα. Η τελευταία είναι προάστιο μάλλον της μεσαίας τάξης, πολύ ζωντανό και με ιδιαίτερο χαρακτήρα. Παλιότερα κατοικούσαν εκεί και πολλοί από τους Ρωμιούς της Πόλης, όπως φαίνεται και από τις διάφορες ελληνορθόδοξες εκκλησίες – ενώ το ελληνικό δημοτικό που ακόμα λειτουργεί δείχνει ότι μέχρι και σήμερα έχουν απομείνει κάποιοι.

Το ελληνικό δημοτικό στη Χαλκηδόνα.

Θέα προς την Προποντίδα (στο βάθος η ευρωπαϊκή πλευρά της Πόλης), από την ταράτσα χόστελ στη Χαλκηδόνα. Αμέσως πάνω στη θάλασσα φαίνεται ο σιδηροδρομικός σταθμός Χαϊνταρπασά, η πύλη για την Ασία: από εδώ αναχωρούν κανονικά (προς το παρόν ο σταθμός είναι κλειστός) τα τρένα που διασχίζουν τη Μικρά Ασία και φτάνουν μέχρι τη Δαμασκό και την Τεχεράνη.

Από την Κωνσταντινούπολη μπορεί κάποιος να πάρει μετά το λεωφορείο προς Άγκυρα (5 ώρες – το ταξίδι γίνεται πλέον και σε 4 ώρες με την νέα γραμμή ταχείας που συνδέει τις δύο πόλεις, το 2013 ήταν ακόμα υπό κατασκευή). Η νέα πρωτεύουσα της Τουρκίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας μπορεί να μην έχει τη γοητεία της Κωνσταντινούπολης – κάτι τέτοιο θα ήταν άλλωστε πολύ δύσκολο. Είναι γενικά μια σύγχρονη πόλη με καινούριες πολυκατοικίες, πλατιούς δρόμους και μεγάλα πάρκα. Έχει την εικόνα πόλης που κτίστηκε ακριβώς για να γίνει πρωτεύουσα, χωρίς να έχει ιδιαίτερη ιστορία πίσω της: πριν τον Ατατούρκ, η Άγκυρα ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη.

Η σύγχρονη πόλη της ‘Αγκυρας απλώνεται κάτω από το κάστρο.

Όταν αρχίζεις να ανηφορίζεις προς το κάστρο, αλλάζουν κάπως τα πράγματα. Η συνοικία Χαμάμονου στους πρόποδες του λόφου έχει αναπαλαιωθεί και έχει τοπικό χρώμα. Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι όμως η (μάλλον φτωχική) συνοικία που βρίσκεται μέσα στο ίδιο το κάστρο: είναι κάπως σαν να γυρίζεις μερικές δεκαετίες πίσω σε σχέση με τη σύγχρονη Άγκυρα, ακόμα και στην ενδυμασία των κατοίκων.

Η αναπαλαιωμένη συνοικία Χαμάμονου, στους πρόποδες του λόφου.

Η παλιά συνοικία μέσα στο κάστρο της Άγκυρας, σε έντονη αντίθεση με τη σύγχρονη πόλη.

Επόμενος σταθμός μετά την οθωμανική Κωνσταντινούπολη και την κεμαλική Άγκυρα είναι το σελτζουκικό Ικόνιο – καλύπτοντας έτσι μ’ ένα ταξίδι όλες τις πρωτεύουσες των σημαντικότερων τούρκικων κρατών στην ιστορία της Μικράς Ασίας. Από Άγκυρα το πιο άνετο μέσο είναι πλέον το τρένο: η ταχεία που συνδέει τις δύο πόλεις καλύπτει την απόσταση 260 χλμ σε λιγότερο από 2 ώρες, διασχίζοντας τo ημίξηρο υψίπεδο της Κεντρικής Ανατολίας.

Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Άγκυρας. Έγινε δυστυχώς παγκόσμια γνωστός με την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση σε διαδήλωση αριστερών και κουρδικών οργανώσεων, με πάνω από 100 νεκρούς.

Αν και τα υψίπεδα της κεντρικής Ανατολίας έχουν ημίξηρο κλίμα και η φυσική βλάστηση σε κάποια τμήματα τους είναι μόνο αλατούχα στέπα, σε μεγάλο τους μέρος σήμερα καλύπτονται από καλλιέργειες, όπως φαίνεται από το τρένο Άγκυρα-Ικόνιο.

Εκτός από πρωτεύουσα των Σελτζούκων, το Ικόνιο ήταν και η ιστορική έδρα του θρησκευτικού τάγματος των Μεβλεβήδων – γνωστότερου στον κόσμο μέσω των περιστρεφόμενων ντερβίσηδων. Το σύγχρονο Ικόνιο όμως είναι ένας τυπικός «τίγρης της Ανατολίας», όπως αποκαλούνται οι πόλεις της Κεντρικής Μικράς Ασίας που με τις επιχειρήσεις και βιομηχανίες τους έδωσαν ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας τις τελευταίες δεκαετίες. Θεωρείται επίσης, όχι τυχαία, και πρωτεύουσα του μουσουλμανικού συντηρητισμού και προπύργιο του κόμματος του Ερντογάν. Για τη σημασία όμως του «ισλαμικού κεφαλαίου» και τη σύνδεσή του με το πολιτικό φαινόμενο Ερντογάν υπάρχει άλλο άρθρο.

Εκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ, τη Σερβία, την Αλβανία, ο δικέφαλος αετός χρησιμοποιείται ως σύμβολο και από το Δήμο Ικονίου.

Εικόνα από τον τεκέ των Μεβλεβήδων – στο οίκημα δεξιά βρίσκεται ο τάφος του Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί, ιδρυτή του τάγματος. Ο χώρος λειτουργεί σήμερα επίσημα ως μουσείο, στην πράξη όμως είναι και τόπος προσκυνήματος.

Το Ικόνιο δείχνει και μέσω τέτοιων αγαλμάτων περιστρεφόμενων ντερβίσηδων στους τουρίστες την ιστορική του σύνδεση με το τάγμα των Μεβλεβήδων.

Να και μια εικόνα ίσως όχι τυπική στο μυαλό πολλών για το συντηρητικό Ικόνιο: η διαδήλωση της Πρωτομαγιάς, με τη συμμετοχή αριστερών και κεμαλικών οργανώσεων.

Για να φτάσει κάποιος από την κεντρική Μικρά Ασία στην ακτή της Μεσογείου πρέπει να διασχίσει την οροσειρά του Ταύρου, στην περιοχή της Καραμανιάς. Το όνομα αυτό (απ’ όπου βγαίνει και το «Καραμανλής») προέρχεται από την τουρκική δυναστεία των Καραμανιδών, που διοικούσε την περιοχή και αντιστάθηκε με επιτυχία για πολλά χρόνια στους Οθωμανούς πριν υποταχθεί σ’ αυτούς.

Η μικρή πόλη Καραμάν σώζει μέχρι τις μέρες μας το όνομα της δυναστείας των Καραμανιδών.

Κατηφορίζοντας από την οροσειρά του Ταύρου (πάνω αριστερά), οι ελιές και τα ανοιχτόχρωμα κτίρια σηματοδοτούν την επιστροφή στο οικείο μεσογειακό τοπίο.

Το ταξίδι με το λεωφορείο διαρκεί 3 ώρες από το Ικόνιο μέχρι τη Σελεύκεια. Η Σελεύκεια (Σιλιφκέ στα τούρκικα) είναι μια μικρή μεσογειακή πόλη της Τουρκίας, που πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας των Σελευκιδών. Σε απόσταση μόλις λίγων χιλιομέτρων βρίσκεται και το λιμάνι Τασουτζού.

Στη Σελεύκεια ήδη νιώθεις πιο κοντά στην Κύπρο – η πόλη έχει μεσογειακή αίσθηση. Στα αριστερά το ξενοδοχείο «Αγία Θέκλα».

Από το Τασουτζού αναχωρεί θεωρητικά τα μεσάνυχτα το πλοίο για την Κερύνεια. Πρακτικά φαίνεται να καθυστερεί αρκετά, λόγω μάλλον του ότι πρέπει να μπούνε τα φορτηγά για τον εφοδιασμό των κατεχομένων. Αυτός είναι προφανώς και ο κύριος σκοπός του συγκεκριμένου πλοίου και λιγότερο η μεταφορά επιβατών (για την οποία εξάλλου υπάρχει και άλλο, πιο γρήγορο καράβι, με πιο ασταθή δρομολόγια όμως). Ήδη λίγο πριν την ανατολή του ήλιου φαίνονται στον ορίζοντα οι βουνοκορφές του Πενταδάκτυλου και της Καρπασίας. Το πλοίο όμως φτάνει στο νέο λιμάνι της Κερύνειας μόλις κατά τις 8-9 π.μ.

Εικόνα από το πλοίο λίγο πριν φτάσει στην Κερύνεια: ο ήλιος ανατέλλει πίσω από τις κορυφές της Καρπασίας.

Ταξιδι στη Δυτικη Μικρα Ασια

Κλασσικό

Τα δυτικά μικρασιατικά παράλια έχουν μια ιδιαίτερη γεωγραφία και Ιστορία. Μια από φυσικο-γεωγραφική άποψη προικισμένη περιοχή, με εύφορα εδάφη, πλατιές κοιλάδες και ευνοϊκό κλίμα με άφθονη βροχή (πάντα συγκρίνοντας με τα μικρασιατικά δεδομένα), κίνησε φυσιολογικά το ενδιαφέρον πολλών λαών της περιοχής. Από την αρχαιότητα ήταν ο χώρος που ο ελληνικός πολιτισμός ερχόταν σε επαφή με τους γηγενείς μικρασιατικούς, αλλά και άλλους πιο ανατολικούς, όπως τον περσικό. Ίσως δεν είναι τυχαίο, που σ’ αυτόν το χώρο γεννήθηκε και η αρχαία ελληνική φιλοσοφία.

Αυτό το χαρακτηριστικό της πολιτισμικής συνάντησης το διατήρησε η περιοχή μέχρι πολύ πρόσφατα. Την τελευταία χιλιετία ήταν ίσως ο κατ’ εξοχήν χώρος που συνυπήρχαν όχι μόνο η ορθόδοξη Χριστιανοσύνη με το Ισλάμ, αλλά συναντούσε και η ελληνοφωνία την τουρκοφωνία (αντίθετα, πιο βαθιά στη Κεντρική Μικρά Ασία, οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί ήταν συνήθως τουρκόφωνοι, ενώ στο νησιωτικό χώρο οι Μουσουλμάνοι έτειναν προς την ελληνοφωνία). Ίσως γι’ αυτόν το λόγο ήταν και ο χώρος που παίχτηκε το 1919-22 η τελευταία πράξη ενός αιώνα ελληνοτουρκικών συγκρούσεων, με τραγική για τον Ελληνισμό κατάληξη, τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η περιοχή σήμερα ανήκει εξ’ ολοκλήρου στην Τουρκία (εκτός φυσικά αν θεωρήσουμε τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ως προέκτασή της). Αν και είναι πλέον πολύ πιο «καθαρή» από εθνοθρησκευτική άποψη (τουλάχιστον επιφανειακά), το πολυπολιτισμικό παρελθόν της είναι ακόμα αισθητό όταν ταξιδεύει κάποιος εκεί. Αν μη τι άλλο, τα αρχαιοελληνικά ή ρωμαϊκά ερείπια δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις τη σημασία που έδιναν στην περιοχή οι διάφοροι πολιτισμοί όλων των εποχών.

Η διαδρομή του ταξιδιού: Κωνσταντινούπολη-Μουδανιά-Προύσα-Σμύρνη-Αϊδίνιο-Αττάλεια.

Αφετηρία του ταξιδιού ήταν η Κωνσταντινούπολη, συγκεκριμένα το Καμπατάς, απ’ όπου υπάρχει ακτοπλοϊκή σύνδεση με την Προύσα. Το ταχύπλοο, ξεκινώντας απ’ το Βόσπορο, διασχίζει την Προποντίδα (ή Θάλασσα του Μαρμαρά) και σε λιγότερο από δυο ώρες φτάνει στην απέναντι ακτή, εκεί όπου κάποτε εκτεινόταν το βασίλειο της Βιθυνίας.

Από την προβλήτα του Καμπατάς κοιτάζοντας προς τα βόρεια φαίνονται τα ανάκτορα του Ντολμαμπαχτσέ στο Μπεσίκτας, στην ευρωπαϊκή πλευρά (αριστερά), καθώς και η γέφυρα του Βοσπόρου πιο πίσω, που ενώνει Ευρώπη και Ασία.

Κοιτάζοντας από το ίδιο σημείο, αλλά προς τα νότια, βλέπουμε το Βόσπορο να καταλήγει στη θάλασσα της Προποντίδας, την οποία διασχίζει το ταχύπλοο με προορισμό τα Μουδανιά. Από τα δεξιά έρχονται τα νερά του Κεράτιου, με τα ανάκτορα του Τοπκαπί και την Αγιά Σοφιά να διακρίνονται από πίσω.

Η ίδια η Προύσα δεν είναι παραθαλάσσια πόλη: το καράβι φτάνει στο λιμάνι των Μουδανιών. Στα οθωμανικά χρόνια ήταν μια κατά πλειοψηφία ελληνική πόλη, με κάτοικους που ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο, τη βιοτεχνία, την μεταξουργία και την υφαντουργία. Στην Ιστορία έμεινε όμως τελικά ως ο τόπος υπογραφής της ανακωχής που τερμάτισε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, το 1922. Για τους Τούρκους αυτό φαίνεται να έχει μεγάλη ιστορική σημασία: το κτήριο που υπογράφηκε η ανακωχή λειτουργεί σήμερα ως μουσείο.

Η μικρή παραλιακή πόλη των Μουδανιών, πίσω από το λιμάνι.

Από τα Μουδανιά υπάρχει μετά λεωφορείο (συγκεκριμένα, η γραμμή 1/Μ) που σε μεταφέρει στο Εμέκ, τερματικό σταθμό του ηλεκτρικού της Προύσας, του Μπούρσα-ράι. Όπως και στις άλλες μεγάλες πόλεις της Τουρκίας, το κεντρικό ΜΜΜ σταθερής τροχιάς παίρνει το όνομά του από την πόλη προσθέτοντας την κατάληξη -ράι. Για να πάει κάποιος στο κέντρο της πόλης, μπορεί να κατεβεί στους σταθμούς Σεχρεκιουστιού ή Ντεμιρτάσπασα.

Η Προύσα απλώνεται από τους πρόποδες του Ολύμπου (Ουλουντάγ) προς την πεδιάδα. Αριστερά διακρίνεται το Ουλού Τζαμί με τους 20 του τρούλους, που χτίστηκε το 14ο αιώνα ακολουθώντας ακόμα τη σελτζουκική τεχνοτροπία.

Η Προύσα είναι ιδιαίτερη πόλη από πολλές απόψεις: ήταν κατ’ αρχήν η πρώτη πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους, όταν αυτό ήταν ακόμα μια μικρή αλλά ανερχόμενη τουρκική ηγεμονία στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Για όποιον ενδιαφέρεται για αρχιτεκτονική είναι λοιπόν ο ιδανικός τόπος για να παρατηρήσει την εξέλιξη της οθωμανικής αρχιτεκτονικής, από την αρχή μέχρι το τέλος. Φημίζεται εδώ και αιώνες για τα μεταξωτά της – αν και στην Ελλάδα έγινε μέσω των ρεμπέτικων γνωστή και για.. άλλου είδους προϊόντα. Στη σύγχρονη Τουρκία είναι ο κατ’ εξοχήν προορισμός για χειμερινά σπορ (στον Όλυμπο), αλλά και για ιαματικά λουτρά (στο προάστιο Τσεκιργκέ). Είναι επίσης η πατρίδα του ισκεντέρ κεμπάπ, που εκεί φυσικά ονομάζεται μπούρσα κεμπάπ, καθώς και του θεάτρου σκιών με τον Καραγκιόζη και το Χατζηαβάτη – τουλάχιστον σύμφωνα με την τούρκικη εκδοχή.

Οι τάφοι του Οσμάν (δεξιά) και του Ορχάν Γκαζή (αριστερά). Ο Οσμάν ήταν ο ιδρυτής της οθωμανικής δυναστείας και ο Ορχάν ο γιος και διάδοχός του.

Το Ιπέκ Χάνι, δηλαδή Χάνι του Μεταξιού, είναι ένα από τα πολλά οθωμανικά χάνια που συναντά κανείς στο κέντρο της πόλης.

Το Μουσείο του Καραγκιόζη στο προάστιο Τσεκιργκέ. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης ήταν εργάτες στην κατασκευή τζαμιού στην Προύσα. Επειδή έκαναν συνέχεια αστεία διασκεδάζοντας τους άλλους εργάτες και καθυστερώντας έτσι την παραγωγή, ο Σουλτάνος διέταξε την εκτέλεσή τους. Ήταν όμως τόσο αγαπητοί, που η μνήμη τους επέζησε με τη μορφή του θεάτρου σκιών.

Ως πρώην πρωτεύουσα των Οθωμανών, η πόλη δεν μπορούσε παρά να είναι σε όλη τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας μια κατά μεγάλη πλειοψηφία τουρκική και μουσουλμανική πόλη. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι έλειπαν οι σημαντικού μεγέθους κοινότητες Εβραίων και Αρμενίων, αλλά και μια ρωμέικη κοινότητα, διασπασμένη σε ελληνόφωνες και τουρκόφωνες συνοικίες. Πολλοί απ’ αυτούς τους Ρωμιούς εργάζονταν ως έμποροι στο μεγάλο μπεζεστένι της πόλης. Άλλοι ασχολούνταν φυσικά με τη μεταξουργία και την υφαντουργία, δραστηριότητες για τις οποίες πάντα φημιζόταν η Προύσα.

Η Προύσα είναι και σήμερα μια σημαντική πόλη της Τουρκίας, με περίπου ένα εκατομμύριο κάτοικους. Διαθέτει ακόμα μεγάλες κλειστές αγορές, όπου μπορείς να βρεις κάθε είδους προϊόντα. Φαίνεται να έχει επίγνωση της τουριστικής της αξίας: δίπλα σε κάθε αξιοθέατο υπάρχουν πινακίδες στα τουρκικά και αγγλικά, ενώ σε πολλά σημεία του κέντρου υπάρχουν χάρτες με σημειωμένα τα σημαντικότερα αξιοθέατα. Επίσης, φαίνεται ότι γίνεται μια προσπάθεια να κρατήσει τουλάχιστον το κέντρο της πόλης το χαρακτήρα του με την τοπική αρχιτεκτονική.

Εικόνα από το κέντρο της πόλης, απ’ όπου περνά και το «νοσταλγικό» τραμ.

Ο σταθμός υπεραστικών λεωφορείων βρίσκεται αρκετά μακριά από το κέντρο της πόλης (όπως συνηθίζεται πλέον στην Τουρκία), και είναι προσβάσιμος με το αστικό λεωφορείο 38. Συνεχίζοντας με προορισμό τη Σμύρνη, μπορεί κάποιος να επιλέξει μια από τις πολλές εταιρείες που κάνουν αυτήν τη διαδρομή. Οι τουρκικές εταιρείες υπεραστικών λεωφορείων είναι το παράδειγμα, που μάλλον κάνει κάθε οπαδό του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού να νιώθει επιβεβαιωμένος. Ο ανταγωνισμός φαίνεται ότι έχει οδηγήσει σ’ ένα σύστημα που λειτουργεί (τουλάχιστον επιφανειακά) πολύ καλά: τα λεωφορεία φεύγουν και φτάνουν στην ώρα τους, τα καθίσματα είναι άνετα, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι.. λεωφορειοσυνοδοί προσφέρουν στους επιβάτες δωρεάν καφέ, χυμό, νερό κ.λπ., ενώ συχνά στους σταθμούς άφιξης υπάρχει δωρεάν υπηρεσία με μίνι-βαν, που μεταφέρει τους επιβάτες από το σταθμό λεωφορείων στους διάφορους προορισμούς τους εντός της πόλης.

Κατευθυνόμενο προς τα δυτικά και μετά προς τα νότια, το λεωφορείο διασχίζει ένα αρκετά οικείο μεσογειακό τοπίο, εκεί όπου κάποτε κυριαρχούσαν αρχαίοι μικρασιατικοί λαοί όπως οι Μυσοί και οι Λυδοί. Βουνά με πευκοδάση, μακία (ψηλούς θαμνώνες) και λίγα δάση φυλλοβόλων εναλλάσονται με ελαιώνες και αμπελώνες. Μετά από περίπου πέντε ώρες, οι ταξιδιώτες φτάνουν στην Ιωνία και στην πιο γνωστή της πόλη, τη Σμύρνη φυσικά.

Εικόνα από το τοπίο στη διαδρομή Προύσα-Σμύρνη.

Η Σμύρνη είναι μια σύγχρονη μεγαλούπολη, του μεγέθους περίπου της Αθήνας. Παραμένει και σήμερα η άτυπη πρωτεύουσα της ανατολικής ακτής του Αιγαίου. Αν κάποιος πάντως έρχεται από την Κωνσταντινούπολη και περιμένει να δει ανάλογα σημάδια του πολυπολιτισμικού  (ή ελληνικού) παρελθόντος, μάλλον θα απογοητευτεί. Με την πυρκαγιά της Σμύρνης το ’22 καταστράφηκε και το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανικών συνοικιών της πόλης, του λεγόμενου Κάτω Μαχαλά. Τη θέση τους καταλαμβάνουν σήμερα σύγχρονες πολυκατοικίες και μεγάλα πάρκα. Μόνο νότια του σιδηροδρομικού σταθμού Κασαμπά (νυν Μπασμανέ), ανηφορίζοντας προς το βουνό, θυμίζουν οι γειτονιές το παρελθόν, αν και σήμερα είναι μάλλον υποβαθμισμένες. Πριν την Καταστροφή αυτές ήταν κυρίως οι συνοικίες των Τούρκων και των Εβραίων, αλλά κάποιες ήταν και ελληνικές.

Το μεγάλο Πολιτιστικό Πάρκο καταλαμβάνει σήμερα το χώρο όπου πριν βρίσκονταν αρκετές από τις λαϊκές ελληνικές συνοικίες, στον Κάτω Μαχαλά.

Το κτίριο στα δεξιά λειτουργεί εδώ κι ένα χρόνο σαν χόστελ, νότια του Μπασμανέ στον Άνω Μαχαλά. Με βάση τα λεγόμενα των διαχειριστών, ήταν παλιότερα ελληνικό σπίτι και η γειτονιά γενικά ελληνική.

Το εσωτερικό της παλιάς ελληνικής εκκλησίας του Άγιου Βουκόλου (πολιούχου της Σμύρνης). Είναι σχεδόν η μόνη που σώζεται ως και σήμερα, λειτουργώντας κυρίως ως πολιτιστικό κέντρο. Για πολλές δεκαετίες το κτίριο ήταν εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο, μέχρι που ο τελευταίος δήμαρχος της Σμύρνης αποφάσισε την αποκατάστασή του. Το 2014 επιτράπηκε μάλιστα στον Πατριάρχη να τελέσει λειτουργία στο χώρο.

Να όμως που η Ιστορία παίζει περίεργα παιχνίδια. Μετά την Καταστροφή, στη Σμύρνη εγκαταστάθηκαν, στη θέση των Ελλήνων και Αρμενίων, Μουσουλμάνοι από την Κρήτη και τη Μακεδονία, από τους οποίους πολλοί ήταν ελληνόφωνοι και συχνά υπό την επιρροή του αιρετικού Ισλάμ των Μπεκτασήδων. Η Σμύρνη θεωρείται και σήμερα από τις πιο θρησκευτικά φιλελεύθερες πόλεις της Τουρκίας, με πολύ ισχυρή παράδοση κοσμικότητας. Παραμένει προπύργιο των κεμαλικών, που αντιστέκεται στην άνοδο του πολιτικού Ισλάμ. Κάπως έτσι έφτασε ο Ερντογάν πριν μερικά χρόνια να την αποκαλέσει ξανά, όπως στην προ του 1922 εποχή, «γκιαούρισσα Σμύρνη» (δηλαδή άπιστη) – προκαλώντας την οργή των Σμυρνιών.

Η κεντρική Πλατεία Διοικητηρίου ή αλλιώς Κονάκι, είναι σημαντική τόσο για την τουρκική όσο και την ελληνική νεώτερη Ιστορία: για τους μεν συμβολίζει την απελευθέρωση από τους Έλληνες, στους δε θυμίζει το λιντσάρισμα του Μητροπολίτη Χρυσόστομου από τον τουρκικό όχλο, που σημάδεψε και το τέλος της χριστιανικής παρουσίας στη Σμύρνη. Στα δεξιά ο Πύργος του Ρολογιού, στο βάθος πίσω το Όρος Πάγος με το κάστρο, ενώ αριστερά το Δημαρχείο Σμύρνης με την απεικόνιση του προσώπου και της υπογραφής του Ατατούρκ δίνει και την πολιτική ταυτότητα της πόλης.

Η ψαροταβέρνα «Καλημέρα» στο κέντρο της Σμύρνης – δίπλα απ’ τον Ζορμπά η εικόνα του Ατατούρκ, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις.

Η σημερινή Σμύρνη παραμένει πάντως μια ωραία πόλη, με το Κονάκι στο κέντρο της, και νοτιοανατολικά του το εμπορικό κέντρο με τις σκεπαστές αγορές και τα μικρά μαγαζάκια να εκτείνεται προς το Όρος Πάγος. Από το Κονάκι προς τα βόρεια μέχρι την Πούντα (Αλσαντζάκ) μπορεί κάποιος να περπατήσει στη γνωστή προκυμαία της Σμύρνης, που φαίνεται να παραμένει και σήμερα όπως και παλιότερα κεντρική για τη ζωή της πόλης.

Η προκυμαία της Σμύρνης. Στο άκρο δεξιά οι ψηλές πολυκατοικίες δείχνουν τη θέση της Πούντας (Αλσαντζάκ), ενώ πίσω τους στο βάθος απλώνονται προάστια όπως το Μπαϊρακλί και ο Μπουρνόβας. Στην απέναντι ακτή φαίνεται στα αριστερά το Κορδελιό (Καρσίγιακα), με το οποίο υπάρχει τακτική σύνδεση με βαπόρια.

Από το σταθμό Μπασμανέ μπορεί κάποιος να πάρει το τρένο με κατεύθυνση το Ντενιζλί. Αυτό διασχίζει την εύφορη κοιλάδα του Μαιάνδρου, του ποταμού που λόγω των πολλών στροφών του έδωσε και το όνομα στο γεωγραφικό φαινόμενο του μαιανδρισμού. Ενέπνευσε επίσης την αρχαιοελληνική διακόσμηση, χάρισε το όνομά του σ’ έναν πρωθυπουργό της Τουρκίας που καταγόταν απ’ την περιοχή (Μεντερές – αφού ο Ατατούρκ είχε υποχρεώσει όλους τους Τούρκους να πάρουν επίθετα), και τέλος.. έγινε και σύμβολο ελληνικής νεοναζιστικής οργάνωσης.

Εικόνα απ’ το παράθυρο του τρένου που διασχίζει την κοιλάδα του Μαιάνδρου. Η περιοχή παράγει ελιές, σιτηρά, βαμβάκι κ.ά., αλλά το προϊόν για το οποίο κυρίως φημίζεται είναι τα σύκα.

Το  τρένο φτάνει μετά από δύο ώρες στην κεντρική πόλη της κοιλάδας, το Αϊδίνιο. Είναι μια επαρχιακή πόλη, με περίπου 200.000 κατοίκους, λίγες κεντρικές λεωφόρους με φοινικόδεντρα και καταστήματα, και αρκετά αγάλματα πολεμιστών. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-22 το Αϊδίνιο, πόλη με μικτό πληθυσμό τότε, έγινε θέατρο σκληρών συγκρούσεων, ανάμεσα στον ελληνικό στρατό από τη μια και Τούρκων ατάκτων από την άλλη, των γνωστών ζεϊμπέκηδων (στη συνέχεια αυτοί εντάχθηκαν στον κανονικό κεμαλικό στρατό), για την παρουσία των οποίων έτσι κι αλλιώς πάντα φημιζόταν η περιοχή. Οι συγκρούσεις οδήγησαν στη σφαγή μεγάλου μέρους του άμαχου πληθυσμού και από τις δυο πλευρές, αλλά και στην καταστροφή του μεγαλύτερου τμήματος της πόλης, τόσο των ελληνικών όσο και των τουρκικών γειτονιών. Αυτός είναι μάλλον κι ένας λόγος που δεν βλέπεις σήμερα στην πόλη παλιά κτήρια ή κάτι που να θυμίζει ιστορικό κέντρο, παρά τη μακραίωνη Ιστορία της πόλης.

Στους δρόμους του Αϊδίνιου βλέπεις τέτοια αγάλματα πολεμιστών του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτοί ανήκαν κατά κανόνα σε άτακτα σώματα ανταρτών-κλεφτών, τους ζεϊμπέκηδες (έδωσαν το όνομά τους και στο γνωστό χορό), που δρούσαν στην περιοχή του Αιγαίου ήδη από το 17ο αιώνα. Με το ξέσπασμα του πολέμου ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν στον προελαύνοντα ελληνικό στρατό. Ο αρχηγός μιας ομάδας ζεϊμπέκηδων ονομαζόταν εφέ, και ο πιο γνωστός που έδρασε κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν ο Γιορούκ Αλί Εφέ, τοπικός ήρωας της περιοχής.

Η διαδρομή από το Αϊδίνιο μέσα από τους ορεινούς όγκους της Καρίας μέχρι την ήμερη παράκτια πεδιάδα της Παμφυλίας, εκεί όπου κυριαρχεί εδώ και αιώνες η πόλη της Αττάλειας, διαρκεί περίπου 6 ώρες. Από τον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων της Αττάλειας μπορεί κάποιος να πάρει το τραμ (ακολουθώντας το ίδιο σύστημα που αναφέρθηκε στην περίπτωση της Προύσας, ονομάζεται Αντ-ράι) για το κέντρο της πόλης, κατεβαίνοντας στη στάση Μουράτπασα ή Ισμέτπασα.

Αν η Σμύρνη είναι η άτυπη πρωτεύουσα της περιοχής του Αιγαίου, η Αττάλεια παίζει αυτόν το ρόλο για τη νότια μεσογειακή ακτή της Τουρκίας. Με τα 2 εκατομμύρια πληθυσμό είναι και αυτή στο μεγαλύτερό της τμήμα μια σύγχρονη πόλη με πλατιές λεωφόρους και ψηλές πολυκατοικίες, και ταυτόχρονα με τις μεγάλες σε μήκος παραλίες ένας πολύ σημαντικός τόπος θερινού τουρισμού από το εξωτερικό. Μια σημαντική σε μέγεθος ρώσικη κοινότητα έχει μάλιστα εγκατασταθεί εκεί μόνιμα.

Εκτός από το Αντ-ράι, τη σύγχρονη γραμμή τραμ που συνδέει το κέντρο της πόλης με τα προάστια, στην Αττάλεια λειτουργεί όπως σε άλλες τουρκικές πόλεις και το «νοσταλγικό τραμ» που φαίνεται στην εικόνα, με μικρή διαδρομή μέσα και γύρω απ’ το κέντρο.

Από το παραθαλάσσιο πάρκο Καρααλίογλου, κοντά στην παλιά πόλη, φαίνεται στο βάθος, κάτω από τα χιονισμένα βουνά του Λυκιακού Ταύρου, η μακριά παραλία Κονυααλτί, ένας από τους κύριους λόγους που η Αττάλεια έχει γίνει τουριστικός προορισμός.

Παλιά ελληνορθόδοξη εκκλησία της Αττάλειας, η οποία χρησιμοποιείται πλέον προφανώς από τους πολλούς Ρώσους κατοίκους της πόλης.

Το παλιό ιστορικό κέντρο, το Καλεϊτσί, διατηρεί παρ’ όλα αυτά την παλιά του αρχιτεκτονική και εικόνα, έστω και με ένα φανερό τουριστικό προσανατολισμό. Ακριβώς κάτω από το Καλεϊτσί βρίσκεται το παλιό λιμάνι, αυτό στο οποίο η πόλη χρωστάει τη σημασία της ήδη από τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η ίδια η πόλη όμως είναι ακόμα αρχαιότερη, αφού ιδρύθηκε από το βασιλιά της Περγάμου Άτταλο Β’ κατά την ελληνιστική περίοδο.

Τυπικό σοκάκι στο Καλεϊτσί, με αναπαλαιωμένα κτήρια.

Το παλιό λιμάνι της Αττάλειας, με το Καλεϊτσί από πάνω.

Ο Κεσίκ (σπασμένος) μιναρές στο Καλεϊτσί. Στο χώρο αυτό υπήρχε αρχικά ρωμαϊκός ναός, ο οποίος γκρεμίστηκε και στα θεμέλιά του χτίστηκε χριστιανική εκκλησία. Μετά από πολλές αλλαγές από εκκλησία σε τζαμί και αντίστροφα, ανάλογα με τον εκάστοτε κατακτητή, είναι σήμερα απλά ένα αρχαιολογικό μνημείο.


Η Δυτική Ανατολία είναι σήμερα ένα από τα πιο ανεπτυγμένα, εύπορα και σταθεροποιημένα τμήματα της Τουρκίας. Είναι επίσης μάλλον η πιο τουριστικά αξιοποιημένη περιοχή της χώρας, και λόγω παραλιών, αλλά και λόγω της αρχαίας της Ιστορίας και των φυσικών ομορφιών. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι πρόσφατα αυτή ήταν η περιοχή της πιο άγριας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, που καθόρισε τη σύγχρονη εθνική ταυτότητα και των δύο λαών.

Τα ίχνη της συνύπαρξης πολλών πολιτισμών, από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, είναι τόσο έντονα, που η σημερινή εθνική «καθαρότητα» μοιάζει κάπως αταίριαστη. Όπως και να’ χει, η Δυτική Μικρά Ασία παραμένει και σήμερα ένα σημείο αναφοράς, που όχι μόνο χωρίζει αλλά και συνδέει τους δύο λαούς του Αιγαίου.


 

Πολλά από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο, ιδιαίτερα όσον αφορά την πληθυσμιακή σύνθεση των πόλεων κατά τα οθωμανικά χρόνια αλλά και τη φυσική γεωγραφία, προέρχονται από το βιβλίο της Σίας Αναγνωστοπούλου (2013): Μικρά Ασία, 19ος αιώνας – 1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος.