Ο Ιορδάνης δεν είναι μεγάλος ποταμός, σε παγκόσμια σύγκριση. Με συνολικό μήκος 251 χιλιόμετρα, είναι μικρότερος π.χ. από τον Αλιάκμονα. Παρ’ όλα αυτά, είναι πιο γνωστός από πολλούς ποταμούς που θα συναντήσουμε σε κάποια λίστα των μεγαλύτερων του κόσμου. Αυτό το οφείλει σε έναν συνδυασμό ιδιαίτερης γεωγραφίας και μιας ακόμα πιο ιδιαίτερης σχέσης με τις μεγαλύτερες θρησκείες του κόσμου. Χάρη σε αυτά, πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο φέρουν το όνομά του – κι επίσης, ένα κράτος.
Αυτό είναι το Βασίλειο της Ιορδανίας. Δεν είναι η μοναδική περίπτωση κράτους που πήρε το όνομά του από ποταμό: υπάρχουν π.χ. και η Νιγηρία, το Κογκό, η Παραγουάη. Η συγκεκριμένη ονομασία έχει όμως επιπρόσθετα πολιτικά νοήματα. Η χώρα είχε ονομαστεί αρχικά Υπεριορδανία, όταν ακόμα ήταν απλά μια περιοχή «εντολής» της Μεγάλης Βρετανίας. Ήταν δηλαδή η γη πέρα από τον Ιορδάνη, στην ανατολική του όχθη, στον δρόμο προς την αφιλόξενη Αραβική Έρημο. Όταν στον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948 ο στρατός του ανεξάρτητου πλέον βασιλείου διασώθηκε κάπως από την αραβική πανωλεθρία και κατάφερε να ελέγξει και μεγάλο μέρος της δυτικής όχθης, θεωρήθηκε πρέπον, ως επιβράβευση, να αλλάξει το όνομά του σε Ιορδανία. Το «Υπέρ» δεν είχε εξάλλου νόημα πια, αφού η επικράτεια εκτεινόταν και στις δύο όχθες του ποταμού.

19 χρόνια αργότερα όμως, οι Ιορδανοί δεν μπόρεσαν να υπερασπιστούν τη νέα κτήση τους ενάντια στον ισραηλινό στρατό. Στις 7 Ιουνίου 1967, τρεις μόλις ημέρες από την έναρξη των εχθροπραξιών, ο τελευταίος έφτασε στον ποταμό και κατέλαβε ολόκληρη τη δυτική του όχθη. Η γη που άλλαξε χέρια για τρίτη φορά μέσα σε 50 χρόνια (από τους Οθωμανούς στους Βρετανούς, μετά στους Ιορδανούς και τέλος στους Ισραηλινούς) ονομάζεται έτσι μέχρι σήμερα: Δυτική Όχθη. Το λογικό θα ήταν και η Ιορδανία να επιστρέψει στο παλιό της όνομα, με το «Υπέρ» μπροστά – αν όχι άμεσα, τουλάχιστον το 1988, όταν και παραιτήθηκε επίσημα από κάθε διεκδίκηση στη Δυτική Όχθη, για χάρη ενός μελλοντικού ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.

Επειδή όμως μάλλον κρίθηκε ότι κάτι τέτοιο δε θα βοηθούσε το κύρος της δυναστείας που κυβερνά τη χώρα, αυτή ονομάζεται ακόμα και σήμερα Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας. Το επίθετο αναφέρεται στην καταγωγή της δυναστείας από τον Χασέμ, παππού του Προφήτη Μωάμεθ. Η Ιορδανία είναι θεωρητικά συνταγματική μοναρχία και υπάρχει εκλεγμένο κοινοβούλιο. Παρόλα αυτά, δεν χωράει αμφιβολία για το ποιος είναι ο ηγέτης της χώρας. Η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα Β’ είναι παντού, από τις εισόδους δημοσίων κτιρίων μέχρι τα γραφεία ιδιωτικών εταιρειών λεωφορείων.


Η Ιορδανία είναι μια από τις πιο φτωχές σε νερό χώρες στον κόσμο. Η υγρασία που έρχεται με τις δυτικές αέριες μάζες πέφτει ως βροχή στην Παλαιστίνη και όταν αυτές φτάνουν μέχρι τον ποταμό Ιορδάνη, πολύ λίγη τους έχει απομείνει για την ανατολική όχθη. Ακόμα πιο ανατολικά, ξεκινάει η εντελώς άνυδρη Αραβική Έρημος. Κι όμως, σε αυτήν την οριακή για τη ζωή περιοχή, υπάρχουν μεγάλες πόλεις, και μάλιστα εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Σήμερα μάλιστα η Ιορδανία είναι ένα από τα 50 πιο αστικοποιημένα κράτη του κόσμου: πάνω από 90% του πληθυσμού ζει σε πόλεις (για σύγκριση, το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι γύρω στο 80% και στην Αλβανία αρκετά κάτω από 70%). Η εικόνα μιας χώρας Βεδουΐνων που περιπλανώνται με τις καμήλες τους στην έρημο, ελάχιστη σχέση έχει με τη σημερινή Ιορδανία – αν είχε ποτέ.

Ας δούμε επομένως κάποιους από αυτούς τους αστικούς ιστούς, σε διαφορετικούς χώρους και χρόνους: μια νέα αναφισβήτητη μεγαλούπολη, το Αμμάν, μια ακόμα που είναι στο δρόμο για να γίνει κι αυτή μεγαλούπολη, την Ιρμπίντ, μια μικρότερη πόλη με λαμπρότερο όμως παρελθόν, τη Μαντάμπα – και μια ακόμα πιο λαμπρή πόλη της Αρχαιότητας, που όμως δεν υπάρχει πια: την Πέτρα.

Το Αμμάν είναι η πρωτεύουσα αυτού του τόσο ιδιαίτερου βασιλείου. Σίγουρα του λείπει πολλή από τη λάμψη γειτονικών πρωτευουσών. Ποτέ δεν ήταν έδρα κάποιας μεγάλης ισλαμικής δυναστείας, όπως η Δαμασκός, η Βαγδάτη ή το Κάιρο, ούτε το είπε κανείς «Παρίσι της Μέσης Ανατολής» όπως τη Βηρυτό, και βέβαια ποτέ δεν θα μπορούσε να προξενήσει τόσα εθνικο-θρησκευτικά πάθη όσα η γειτονική Ιερουσαλήμ. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος κάποιας γραφικής παλιάς πόλης. Εξάλλου, πριν οι Χασεμίτες την κάνουν πρωτεύουσα το 1921, δεν ήταν παρά μια κωμόπολη δυο-τριών χιλιάδων κατοίκων.
Κι όμως, χωρίς να το προσέξουν πολλοί, το Αμμάν ήδη έγινε με 4 εκατομμύρια κατοίκους η μεγαλύτερη πόλη της Συροπαλαιστίνης. Έχει αφήσει πίσω του πόλεις σαν τη Δαμασκό, το Χαλέπι, τη Βηρυτό, την Τρίπολη και την Ιερουσαλήμ – ποιος θα το φανταζόταν πριν εκατό χρόνια; Μια τέτοια πληθυσμιακή έκρηξη είναι εντυπωσιακή ακόμα και για τα δεδομένα της Μέσης Ανατολής. Οι συνήθεις ύποπτες, η υψηλή γεννητικότητα και η εσωτερική μετανάστευση από την επαρχία, δεν είναι οι μόνες αιτίες. Ο πληθυσμός του Αμμάν υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε μια μόλις χρονιά: το 1948. Για τους Άραβες, είναι η χρονιά της Νάκμπα, της Καταστροφής, δηλαδή της ήττας από τις σιωνιστικές δυνάμεις και της απώλειας των 4/5 της Παλαιστίνης. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες σκορπίστηκαν στις γύρω αραβικές χώρες – πάνω απ’ όλα στην Ιορδανία και το Αμμάν.
Αυτό ήταν το πρώτο από πολλά προσφυγικά κύματα. Το 1967, με τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, ακολούθησαν ακόμα κάποιες χιλιάδες Παλαιστίνιοι, από τη Δυτική Όχθη αυτή τη φορά. Από το 1975 ως το 1990, κατέφυγαν εδώ και κάποιοι Λιβανέζοι λόγω του εμφυλίου πολέμου, ενώ ιδιαίτερα μετά το 2003, η πόλη γέμισε με Ιρακινούς πρόσφυγες, που δραπέτευσαν από μια χώρα κατεστραμμένη και χωρίς προοπτικές. Το τελευταίο κύμα είναι αυτό των Σύριων, που ξεφεύγουν από τον δικό τους εμφύλιο. Το Αμμάν είναι μια πραγματική προσφυγούπολη: η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων είτε είναι οι ίδιοι πρόσφυγες είτε παιδιά ή εγγόνια προσφύγων.


Βέβαια, όταν μιλάμε για το Αμμάν σαν μια νέα πόλη, ας έχουμε υπόψη ότι σε μια τόσο βαρυφορτωμένη με Ιστορία περιοχή αυτό δεν μπορεί παρά να είναι σχετικό. Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, στο λοφώδες τοπίο όπου απλώνεται σήμερα το Αμμάν, βρισκόταν η πόλη της Φιλαδέλφειας. Στην κορυφή ενός κεντρικού λόφου, μπορούν σήμερα οι τουρίστες να επισκεφτούν την ακρόπολη. Είναι από τα σπάνια σημεία στην πόλη όπου μπορεί κάποιος να δει μια ιστορική συνέχεια: ξεκινώντας με τα ίχνη από ένα παλάτι της περιόδου των Αμμωνιτών, περνάμε στον Ναό του Ηρακλή από τα ρωμαϊκά χρόνια κι από εκεί σε μια βυζαντινή εκκλησία. Η αραβική-ισλαμική κατάκτηση σηματοδοτείται με το Παλάτι των Ομεϋάδων και τελικά μπαίνουμε και στη 2η χιλιετία μ.Χ. με τον Πύργο των Αγιουβιδών.

Η ακρόπολη είναι μόνο ένας από τους πολλούς λόφους, στους οποίους είναι απλωμένος ο σύγχρονος αστικός ιστός του Αμμάν. Αρχικά, ήταν επτά, ώστε να μπορεί η πόλη να έχει κάτι κοινό με πολύ πιο αυτοκρατορικές πόλεις, όπως η Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη. Σήμερα όμως, έχουν ξεπεράσει τους 19. Ανηφόρες, κατηφόρες, σκαλιά, σίγουρα δεν κάνουν την πόλη πολύ φιλική σε ανθρώπους χωρίς καλή φυσική κατάσταση. Το περπάτημα είναι εύκολο μόνο στις στενές κοιλάδες ανάμεσα στους λόφους. Εδώ εκτείνεται και το κέντρο της πόλης, το Μπαλάντ όπως το λένε οι ντόπιοι.
Στο Μπαλάντ θα βρούμε την κεντρική αγορά, πολλά μαγαζιά με.. κοστούμια, κάποια γνωστά εστιατόρια της πόλης, καθώς και λίγα αρχαία μνημεία, όπως το Νυμφαίο και το Ρωμαϊκό Θέατρο. Δίπλα στο τελευταίο βρίσκεται και η κεντρική πλατεία της πόλης, η Πλατεία Χασεμιτών. Η κυβερνώσα δυναστεία φροντίζει να τονίζει το όνομά της με κάθε ευκαιρία: ο δεσμός αίματος με τον Προφήτη είναι κάτι που στον αραβικό κόσμο μετράει. Κάποιος θα μπορούσε να προσθέσει βέβαια ότι μια δυναστεία με τόσο βαρύ όνομα είναι χρήσιμη ως συνδετικό στοιχείο σε μια χώρα με κατά τ’ άλλα μάλλον μικρή συνοχή.



Οι λόφοι (τζαμπάλ λέγονται στα αραβικά) που συναποτελούν τον αστικό ιστό του Αμμάν, έχουν ο καθένας τα δικά του κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά. Ο Τζαμπάλ Αμμάν, νοτιοδυτικά της ακρόπολης, είναι πιο αριστοκρατικός, πιο πράσινος, με ευρύχωρα σπίτια και ιδιωτικά σχολεία. Η κεντρική Οδός Ρέινμποου (το όνομα προέρχεται από έναν παλιό κινηματογράφο) διαθέτει άνετες καφετέριες και διάφορα φαγάδικα όπου μπορεί κάποιος να γευτεί, εκτός από ντόπιες φαλάφελ, και σούσι, πίτσες ή ινδικά. Απέναντι προς τα βόρεια, ο λόφος Τζαμπάλ-αλ-Γουέιμπντεχ είναι παρόμοιος από κοινωνικο-οικονομική άποψη, και ίσως κάπως πιο καλλιτεχνικός, με τις πολλές μικρές γκαλερί, τα μαγαζιά με μουσικά όργανα και βέβαια το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Δυτικά και βόρεια αυτών των δύο λόφων, βρίσκονται πολλές άλλες γειτονιές μεσαίας και ανώτερης τάξης, με νέες πολυκατοικίες, άνετα και καθαρά πεζοδρόμια. Μεταξύ αυτών και το Αμπντάλι, όπου η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νέο κέντρο, με σύγχρονα καταστήματα και ουρανοξύστες, θυμίζοντας κάτι από Ντουμπάι. Αντίθετα, το Ανατολικό Αμμάν αποτελείται από συνοικίες με πιο λαϊκά χαρακτηριστικά, κάποιες από τις οποίες ξεκίνησαν ως παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί. Τα κτίρια είναι εδώ πιο κουρασμένα, οι πλαγιές συχνά καλυμμένες με σκουπίδια, και τα δέντρα πιο σπάνια – ίσως καμιά συκιά πού και πού, σε κάποια εγκαταλελειμμένη γωνιά.





Η δεύτερη μεγαλύτερη αστική περιοχή της Ιορδανίας, μετά από αυτή του Αμμάν-Ζάρκα, βρίσκεται κι αυτή στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας – και μάλιστα τόσο βορειοδυτικά, που απέχει μόνο λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα με άλλες δύο χώρες, τη Συρία και το Ισραήλ. Η σημερινή Ιρμπίντ, με πάνω από μισό εκατομμύριο κατοίκους, είναι κι αυτή στον δρόμο για να γίνει μεγαλούπολη. Παρ’ όλα αυτά, το ενδιαφέρον των τουριστών γι’ αυτήν είναι σχεδόν μηδενικό – στην καλύτερη περίπτωση, είναι απλά ένας σταθμός στον δρόμο προς το Ουμ Καΐς. Θεωρείται τόσο αδιάφορη, που οι ντόπιοι θα εκπλαγούν αν δουν έναν ξένο να περιμένει λεωφορείο με αυτήν ως προορισμό: «Μα, δεν έχει τίποτα να δεις εκεί».
Η αλήθεια είναι ότι η Ιρμπίντ δεν το κάνει εύκολο στον επισκέπτη να την συμπαθήσει. Είναι μια σύγχρονη βρώμικη τσιμεντούπολη, με πολλές πολυκατοικίες και χωρίς ίχνος γραφικής παλιάς πόλης. Δεν έχει καν κάποια ρωμαϊκά μνημεία όπως το Αμμάν, ή έστω το λοφώδες ανάγλυφο της πρωτεύουσας να της χαρίζει μια γοητεία. Υπάρχει βέβαια μια ατμοσφαιρική αγορά στο κέντρο, όπως όμως περίπου σε όλες τις πόλεις της περιοχής. Ακόμα ομως και το Wikitravel δυσκολεύεται να εντοπίσει πάνω από 3-4 αξιοθέατα: ένας Πύργος Ρολογιού όπως σε πολλές άλλες μετα-οθωμανικές πόλεις, το Αρχαιολογικό Μουσείο Νταρ-ας-Σαράγια, κάποια μουσεία μέσα στην πανεπιστημιούπολη – αυτά.


Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι η Ιρμπίντ είναι μια εντελώς άχρωμη πόλη. Η νεανικότητα του πληθυσμού της δίνει χαρακτήρα – που ενισχύεται από το γεγονός πως είναι μια πραγματική φοιτητούπολη, με κάποια από τα γνωστότερα και μεγαλύτερα ΑΕΙ της χώρας, όπως το Πανεπιστήμιο Γιαρμούκ. Τα κτίρια του τελευταίου μαζί με τις φοιτητικές εστίες βρίσκονται κοντά στο κέντρο: η πανεπιστημιούπολη ορίζεται στα δυτικά της από την «Οδό Πανεπιστημίου», τον ίσως πιο γνωστό δρόμο της πόλης, γεμάτο καφετέριες και φαγάδικα όπου συχνάζει η νεολαία και όχι μόνο. Η χαρακτηριστική εικόνα των δρόμων της Ιρμπίντ, η πρώτη ίσως που εντυπώνεται στο μυαλό ενός ξένου επισκέπτη, είναι οι μαντιλοφορούσες και μακιγιαρισμένες νεαρές κοπέλες που κυκλοφορούν με τα βιβλία και τις σημειώσεις τους στο χέρι. Αυτή η νεανική, χαλαρή, ειρηνική ατμόσφαιρα της πόλης είναι εντυπωσιακή, αν σκεφτεί κάποιος ότι μόλις 20 χιλιόμετρα μακριά βρίσκονται τα σύνορα με τη Συρία, όπου ακόμα μαίνεται πόλεμος. Η Ιρμπίντ ήταν, μέχρι και το ξέσπασμα του εμφυλίου, ο κύριος συγκοινωνιακός κόμβος για όσους ταξίδευαν ανάμεσα στις δυο χώρες. Τώρα πλέον, είναι ένα από τα κύρια καταφύγια όσων προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο: πάνω από ένα τέταρτο του σημερινού πληθυσμού της επαρχίας Ιρμπίντ είναι Σύριοι πρόσφυγες.


Σε σχέση με το Αμμάν και την Ιρμπίντ, η Μαντάμπα έρχεται πολύ πίσω σε μέγεθος. Με πληθυσμό περίπου 100.000 κατοίκους, δεν είναι παρά μια επαρχιακή πόλη, σχεδόν στα περίχωρα του Αμμάν, όχι πάνω από μία ώρα ταξίδι με τα μικρά λεωφορεία που κάνουν τακτικά τη διαδρομή. Ό,τι της λείπει σε μέγεθος όμως, το αναπληρώνει σε ιστορική αξία, και καταφέρνει έτσι να είναι ένας κορυφαίος τουριστικός προορισμός – σε μια χώρα που σίγουρα δεν λείπει ο ανταγωνισμός. Οι ρίζες της πόλης πάνε πολύ βαθιά: αναφορές για την αρχαία Μαδηβά υπάρχουν ακόμα και στην Παλαιά Διαθήκη. Tα πολλά μωσαϊκά που επιδεικνύει με περηφάνια στους επισκέπτες μαρτυρούν τη σημασία που είχε στα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια και της χαρίζουν τον τίτλο «πόλη των ψηφιδωτών». Για να τιμήσει αυτή την παράδοση, υπάρχει και μια σχολή που διδάσκει και σήμερα στους νέους της περιοχής όχι μόνο τη συντήρηση των μωσαϊκών, αλλά και την ίδια αυτή την πανάρχαια τέχνη.


Ένας επιπλέον πόλος έλξης τουριστών είναι το κοντινό όρος Νέμπο, απ’ όπου με βάση την παράδοση ο Μωυσής αντίκρισε για πρώτη φορά τη γη της Επαγγελίας, μετά από το μακρύ ταξίδι μέσα από την έρημο. Σε ανάμνηση αυτής της ιστορίας, βρίσκεται στην κορυφή του βουνού μια Μονή Φραγκισκανών. Εκεί μπορεί να συναντήσουμε γκρουπ θρησκευτικών τουριστών απ’ όλες τις γωνιές του καθολικού κόσμου, από τη Λατινική Αμερική μέχρι τις Φιλιππίνες.
Παρά όμως το ένδοξο παρελθόν, η πόλη σχεδόν εγκαταλείφθηκε στη μεσοβυζαντινή περίοδο, και έμεινε ξεχασμένη για πολλούς αιώνες. Μέχρι που κάποιες χριστιανικές φυλές εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στα ερείπια, προς το τέλος του 19ου αιώνα – ανακαλύπτοντας έτσι και τον πλούτο σε μωσαϊκά. Για πολλές δεκαετίες στη συνέχεια, η Μαντάμπα ήταν γνωστή ως μια χριστιανική πόλη. Μπορεί στις τελευταίες δεκαετίες η ισορροπία να άλλαξε προς όφελος των Μουσουλμάνων, η Μαντάμπα παραμένει όμως ένα σημαντικό κέντρο των Χριστιανών της Ιορδανίας, και το ποσοστό τους στον πληθυσμό της πόλης είναι πολύ υψηλότερο του περίπου 5% σε όλη την χώρα. Η πόλη δικαιούται να περηφανεύεται για την αρμονική συμβίωση των διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων: Μουσουλμάνων, Ορθόδοξων και Καθολικών.



Πολύ πιο νότια από τη Μαντάμπα, ουσιαστικά μέσα στην έρημο πλέον, βρίσκεται μια πόλη που δεν κατοικείται πια, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι συνεχώς γεμάτη με κόσμο. Πρόκειται βέβαια για την Πέτρα, την πρωτεύουσα του αρχαίου βασιλείου των Ναβαταίων. Οι Ναβαταίοι ήταν μια προϊσλαμική αραβική φυλή, με αραμαϊκές και αργότερα και ελληνιστικές επιρροές, όπως μπορεί να δει κάποιος και στην Πέτρα. Το βασίλειο τους άνθισε ελέγχοντας τις διαδρομές του εμπορίου ανάμεσα σε Συροπαλαιστίνη και Ερυθρά Θάλασσα/Αραβική Χερσόνησο, περίπου στα ίδια χρόνια που λίγο πιο βόρεια έζησε και έδρασε κάποιος Ιησούς Ναζωραίος, και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφτανε στην ακμή της συνεχώς επεκτεινόμενη. Η υποταγή στην τελευταία ήταν μάλλον αργά ή γρήγορα αναπόφευκτη και τελικά ήρθε το 106 μ.Χ. Ακόμα και μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας της πάντως, η Πέτρα συνέχιζε να ακμάζει, φτάνοντας να έχει πληθυσμό 20 με 30 χιλιάδες κάτοικους. Το ότι μια τέτοια μεγάλη πόλη μπορούσε να υπάρξει πριν δυο χιλιάδες χρόνια μέσα στην έρημο, είναι από μόνο του εντυπωσιακό.
Όποιος βρεθεί ανάμεσα στα ερείπια της Πέτρας, τα οποία «ανακαλύφθηκαν» (από τον έξω κόσμο) μόλις πριν περίπου δύο αιώνες, εντυπωσιάζεται ακόμα περισσότερο: από την αρχιτεκτονική, τα παλάτια, τους τάφους, ακόμα κι ένα θέατρο, όλα λαξευμένα μέσα στους αμμολιθικούς βράχους. Δικαιολογημένα συρρέουν εδώ τουρίστες από όλες τις γωνιές του κόσμου. Οι Ιορδανοί γνωρίζουν βέβαια πως κανείς ξένος επισκέπτης δεν μπορεί να έρθει στη χώρα χωρίς να περάσει από την Πέτρα, και το εκμεταλλεύονται ανάλογα. Ακόμα κι αν ο τουρίστας καταφέρει να αποφύγει τους Βεδουΐνους που κυκλοφορούν ελεύθεροι με τα πόδια ή με υποζύγια μέσα στον αρχαιολογικό χώρο (ενίοτε ντυμένοι σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς), πουλώντας τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους, αναγκαστικά θα πρέπει να πληρώσει για την είσοδο. Και το πιο φτηνό εισιτήριο εισόδου, το ημερήσιο, δεν κοστίζει λιγότερα από 80 Ευρώ. Με περίπου 90 Ευρώ, μπορεί βέβαια κάποιος να πάρει εισιτήριο δύο ημερών – κάτι που με την έκταση και τον πλούτο σε μνημεία μπορεί και να αξίζει. Εξάλλου, μπορεί να διανυκτερεύσει άνετα στο Γουάντι Μούσα, έναν οικισμό που αναπτύχθηκε στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου και ζει σχεδόν αποκλειστικά απ’ αυτόν.



Από την Πέτρα της Αρχαιότητας, στη Μαντάμπα του πρώιμου Μεσαίωνα και μετά στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις του Αμμάν και και της Ιρμπίντ: είναι μια εικόνα που, αν μη τι άλλο, δείχνει ότι η περιοχή που ονομάζεται σήμερα Ιορδανία έπαιζε και συνεχίζει να παίζει ρόλο εδώ και χιλιετίες. Το χασεμιτικό Βασίλειο μπορεί να είναι από πολλές απόψεις αμφιλεγόμενο κράτος. Από τη στιγμή που έχει δημιουργηθεί, έχει κατηγορηθεί για πολλά: ως μη-φυσικό δημιούργημα των αποικιοκρατών, ως κατά βάθος φιλοσιωνιστικό, ως σύμμαχος των συντηρητικών μοναρχιών του Κόλπου, ως μόνο κατ’ όνομα συνταγματική μοναρχία και ουσιαστικά αυταρχικό κράτος.
Όπως όμως κι αν θέλει κάποιος να κρίνει την Ιορδανία, πρέπει να παραδεχτεί πως πρόκειται για μια εντυπωσιακή χώρα. Μια περιοχή οικολογικά οριακή, μεταβατική προς την έρημο, από τις πιο φτωχές σε νερό στον κόσμο, μπορεί να συντηρεί αστικούς ιστούς που κατοικούνται από εκατομμύρια ανθρώπους, προσφέροντας τους ένα σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης – και μάλιστα χωρίς να έχει το πετρέλαιο της Σαουδικής Αραβίας ή των Εμιράτων. Η χώρα με την παγκοσμίως δεύτερη μεγαλύτερη αναλογία προσφύγων προς τον συνολικό πληθυσμό, έναν πληθυσμό που στην ουσία αποτελείται πλειοψηφικά από πρόσφυγες ή τους απογόνους τους, με παρουσία διαφορετικών θρησκειών εδώ και χιλιάδες χρόνια, μπορεί να θεωρείται παράδειγμα σταθερότητας στην περιοχή – και μάλιστα, όταν συνορεύει με τη Συρία, το Ιράκ και το Ισραήλ/Παλαιστίνη. Και αυτό δεν το αποδεικνύουν μόνο οι βαθμολογίες που την κατατάσσουν ως έναν από τους δέκα πιο ασφαλείς προορισμούς στον κόσμο. Υπάρχει και πιο απτή απόδειξη: ακόμα και σήμερα, αποτελεί σημείο όπου προτιμούν να καταφεύγουν άνθρωποι για να γλυτώσουν από πολέμους και διώξεις, όπως πιο χαρακτηριστικά είδαμε τελευταία στον πόλεμο της Συρίας.
Το μέγεθος των προβλημάτων που έχει μπροστά της η Ιορδανία δεν επιτρέπει μεν υπερβολική αισιοδοξία. Ένας ολοένα αυξανόμενος πληθυσμός, τόσο λόγω γεννήσεων όσο και λόγω προσφυγικών ροών, με ταυτόχρονη εξάντληση των φυσικών πόρων που απαιτούνται για τη συντήρησή του, λόγω κλιματικής αλλαγής και όχι μόνο: η εξίσωση μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να λυθεί. Ταυτόχρονα, υπάρχει μια αστάθεια που απλώνεται γύρω γύρω από τη χώρα και τη σφίγγει σαν κλοιός: προς το παρόν αντέχει, αλλά για πόσο ακόμα; Είναι όμως μια περιοχή που ξέρει στα δύσκολα και καταφέρνει επί χιλιετίες όχι μόνο να επιβιώνει, αλλά και να συντηρεί και να παράγει πολιτισμό. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να της αναγνωρίσουμε.
.