Τη χρονιά που μόλις πέρασε γιορτάσαμε τους δύο αιώνες από την Ελληνική Επανάσταση. Ήταν βέβαια μια περίεργη συγκυρία για μια τέτοια δισεκατονταετηρίδα: μέσα στην καραντίνα, αλλά και λίγα μόνο χρόνια μετά την επιβολή των μνημονίων και το δημοψήφισμα του 2015. Σε τέτοιες συνθήκες, το να γιορτάζουμε την «ελευθερία» ή την «εθνική ανεξαρτησία» μοιάζει κάπως παράταιρο. Δεν είναι παράλογο να αναρωτιέται κάποιος αν είχε τελικά νόημα η Επανάσταση, για να βρεθούμε διακόσια χρόνια μετά σε αυτή την κατάσταση.
Για να ενισχύσει αυτόν τον προβληματισμό, η χρονιά που μόλις μπήκε είναι επίσης εκατονταετηρίδα, λιγότερο πανηγυρική, αλλά ίσως εξίσου σημαντική: αυτή της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αν το 1821 ήταν η στιγμή που ο Ελληνισμός μπαίνει στην πορεία συγκρότησης έθνους-κράτους (μέχρι τότε ήταν κάθε άλλο παρά αυτονόητο ότι βαδίζουμε προς τα εκεί: ακόμα και ριζοσπάστες όπως ο Ρήγας Βελεστινλής είχαν πολύ διαφορετικό όραμα), το 1922 είναι η στιγμή που αυτή η πορεία σφραγίζεται και είναι πλέον χωρίς επιστροφή. Τότε καταλαβαίνουμε τι σημαίνει ακριβώς η εθνο-κρατική επιλογή: και ότι δεν έρχεται χωρίς τίμημα.
Μπορεί το ελληνικό έθνος-κράτος να μετρούσε ήδη έναν αιώνα ζωής, όσο όμως δεν υπήρχε το καθρέφτισμά του, το τουρκικό, και επιβίωνε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όλα ακόμα παίζονταν. Όσο πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Τραπεζούντα (και η Αλεξάνδρεια) παρέμεναν κέντρα ελληνικού πολιτισμού, η ταύτιση Ελληνισμού και ελληνικού κράτους δεν ήταν αυτονόητη. Η επιβίωση της Ρωμιοσύνης στο πλαίσιο μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, με όποιο τίτλο κι αν είχε αυτή, έμοιαζε σαν ρεαλιστική πιθανότητα. Στα τέλη του 19ου αιώνα μπορούμε έτσι να μιλάμε για ελληνο-οθωμανισμό και μέχρι και τις αρχές του 20ού ο Ίων Δραγούμης μπορούσε να συζητά με τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη για το «ανατολικό ιδανικό«.
Μετά το 1922 όμως, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν. Η Αθήνα γίνεται αναμφισβήτητη πρωτεύουσα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και του Ελληνισμού. Οι δύο έννοιες, Ελλάδα και Ελληνισμός, είναι στο εξής περίπου ταυτόσημες. Η Διασπορά δεν σταματά να υπάρχει, αντίθετα θα επεκταθεί και σε νέους γεωγραφικούς χώρους, όπως η Γερμανία, η Σκανδιναβία ή η Αυστραλία. Χάνει όμως τον χώρο που ήταν ο προνομιακός της επί κάποιες χιλιετίες: την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό γίνεται πιο καθαρό μετά τη δεκαετία του ’50, όταν σβήνουν σταδιακά και οι κοινότητες της Κωνσταντινούπολης και της Αιγύπτου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, έμμεσα, ακόμα και η μοίρα της Κύπρου κρίνεται με το ’22: στην εικοσαετία 1955-1974 θα γνωρίσει κι αυτή τις ίδιες χωριστικές διαδικασίες, για τις οποίες οι «μητέρες-πατρίδες» χρειάστηκαν 101 χρόνια.
Τί σημαίνουν όμως οι κληρονομιές του ’21 και του ’22 για το μέλλον; Σήμερα παρατηρούμε μάλλον μια αντιστροφή της κατάστασης που επικρατούσε μέχρι το ’22. Αντί να διασπείρονται οι Έλληνες στην Ανατολική Μεσόγειο, έρχονται οι λαοί της Ανατολικής Μεσογείου στο ελληνικό έθνος-κράτος (καθώς και στο υπό ελληνοκυπριακό έλεγχο τμήμα της Κύπρου): Βαλκάνιοι σε αναζήτηση εργασίας με το τέλος του κομμουνισμού, Σύριοι ή Ιρακινοί πρόσφυγες, αντι-καθεστωτικοί Τούρκοι. Η μετανάστευση των Ελλήνων βέβαια συνεχίστηκε και συνεχίζεται, αλλά κατευθύνεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά σε πιο μακρινές περιοχές. Έτσι, για απλούς μαθηματικούς λόγους το βάρος του Ελληνισμού μειώνεται συνεχώς, στην περιοχή όπου παραδοσιακά ανήκε.
Μέχρι πρόσφατα, το επιχείρημα ότι άξιζαν οι θυσίες που έγιναν για να δημιουργηθεί το ελληνικό έθνος-κράτος, έμοιαζε σχετικά πειστικό. Μπορεί να εξαφανίστηκαν ο μικρασιατικός ή ο αιγυπτιώτικος Ελληνισμός, όπως και οι παροικίες στις πόλεις της Κεντρικής και Βόρειας Βαλκανικής, αλλά είναι αλήθεια ότι η σύγχρονη Ελλάδα έμοιαζε, παρ’ όλες τις περιπέτειες, εντυπωσιακά σταθερό κράτος. Φαινόταν επίσης ικανό να παρέχει στους (σχεδόν αποκλειστικά «Έλληνες το γένος») υπηκόους του αρκετή ελευθερία, και ταυτόχρονα να λειτουργεί ως ασφαλές καταφύγιο για τους απανταχού Έλληνες.
Στη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα όμως, είναι ακόμα ρεαλιστικό να μιλάμε για κυρίαρχα έθνη-κράτη; Η μνημονιακή εμπειρία, και πάνω απ’ όλα το δημοψήφισμα του 2015, έδειξαν πως το ελληνικό κράτος είναι ανίκανο να υπερασπίσει μια «εθνική κυριαρχία», που υπάρχει μόνο στο όνομα. Η αυξημένη μετανάστευση γειτονικών λαών προς την Ελλάδα είναι κάτι μάλλον δεδομένο. Ακόμα κι αν η αναχαίτιση της είναι βραχυπρόθεσμα δυνατή (όπως πολλοί μοιάζουν να ελπίζουν), το κόστος μιας τέτοιας αναχαίτισης θα γίνεται όλο και μεγαλύτερο – όχι μόνο το οικονομικό, αλλά και το κοινωνικό και ηθικό.
Μήπως τελικά η εθνο-κρατική εμπειρία δεν ήταν παρά ένα διάλειμμα σε μια πολυεθνική κανονικότητα, η οποία επιστρέφει πάλι – αλλά με όρους λιγότερο ευνοϊκούς για τον Ελληνισμό; Αν κάτι τέτοιο ισχύει, θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο να κοιτάξουμε να βελτιωθούν αυτοί οι όροι, παρά να μείνουμε προσκολλημένοι σε κάτι που ήταν απλά ένα διάλειμμα. Οι δεσμοί με τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, τη Συροπαλαιστίνη και την Αίγυπτο έχουν σίγουρα αλλάξει ποιοτικά σε σύγκριση με το 1922, ακόμα κι έναν αιώνα μετά όμως δεν εξαφανίστηκαν. Κι αυτό είναι μια βάση στην οποία μπορούμε να κτίσουμε.
Τα δυτικά μικρασιατικά παράλια έχουν μια ιδιαίτερη γεωγραφία και Ιστορία. Μια από φυσικο-γεωγραφική άποψη προικισμένη περιοχή, με εύφορα εδάφη, πλατιές κοιλάδες και ευνοϊκό κλίμα με άφθονη βροχή (πάντα συγκρίνοντας με τα μικρασιατικά δεδομένα), κίνησε φυσιολογικά το ενδιαφέρον πολλών λαών της περιοχής. Από την αρχαιότητα ήταν ο χώρος που ο ελληνικός πολιτισμός ερχόταν σε επαφή με τους γηγενείς μικρασιατικούς, αλλά και άλλους πιο ανατολικούς, όπως τον περσικό. Ίσως δεν είναι τυχαίο, που σ’ αυτόν το χώρο γεννήθηκε και η αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
Αυτό το χαρακτηριστικό της πολιτισμικής συνάντησης το διατήρησε η περιοχή μέχρι πολύ πρόσφατα. Την τελευταία χιλιετία ήταν ίσως ο κατ’ εξοχήν χώρος που συνυπήρχαν όχι μόνο η ορθόδοξη Χριστιανοσύνη με το Ισλάμ, αλλά συναντούσε και η ελληνοφωνία την τουρκοφωνία (αντίθετα, πιο βαθιά στη Κεντρική Μικρά Ασία, οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί ήταν συνήθως τουρκόφωνοι, ενώ στο νησιωτικό χώρο οι Μουσουλμάνοι έτειναν προς την ελληνοφωνία). Ίσως γι’ αυτόν το λόγο ήταν και ο χώρος που παίχτηκε το 1919-22 η τελευταία πράξη ενός αιώνα ελληνοτουρκικών συγκρούσεων, με τραγική για τον Ελληνισμό κατάληξη, τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η περιοχή σήμερα ανήκει εξ’ ολοκλήρου στην Τουρκία (εκτός φυσικά αν θεωρήσουμε τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ως προέκτασή της). Αν και είναι πλέον πολύ πιο «καθαρή» από εθνοθρησκευτική άποψη (τουλάχιστον επιφανειακά), το πολυπολιτισμικό παρελθόν της είναι ακόμα αισθητό όταν ταξιδεύει κάποιος εκεί. Αν μη τι άλλο, τα αρχαιοελληνικά ή ρωμαϊκά ερείπια δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις τη σημασία που έδιναν στην περιοχή οι διάφοροι πολιτισμοί όλων των εποχών.
Η διαδρομή του ταξιδιού: Κωνσταντινούπολη-Μουδανιά-Προύσα-Σμύρνη-Αϊδίνιο-Αττάλεια.
Αφετηρία του ταξιδιού ήταν η Κωνσταντινούπολη, συγκεκριμένα το Καμπατάς, απ’ όπου υπάρχει ακτοπλοϊκή σύνδεση με την Προύσα. Το ταχύπλοο, ξεκινώντας απ’ το Βόσπορο, διασχίζει την Προποντίδα (ή Θάλασσα του Μαρμαρά) και σε λιγότερο από δυο ώρες φτάνει στην απέναντι ακτή, εκεί όπου κάποτε εκτεινόταν το βασίλειο της Βιθυνίας.
Από την προβλήτα του Καμπατάς κοιτάζοντας προς τα βόρεια φαίνονται τα ανάκτορα του Ντολμαμπαχτσέ στο Μπεσίκτας, στην ευρωπαϊκή πλευρά (αριστερά), καθώς και η γέφυρα του Βοσπόρου πιο πίσω, που ενώνει Ευρώπη και Ασία.
Κοιτάζοντας από το ίδιο σημείο, αλλά προς τα νότια, βλέπουμε το Βόσπορο να καταλήγει στη θάλασσα της Προποντίδας, την οποία διασχίζει το ταχύπλοο με προορισμό τα Μουδανιά. Από τα δεξιά έρχονται τα νερά του Κεράτιου, με τα ανάκτορα του Τοπκαπί και την Αγιά Σοφιά να διακρίνονται από πίσω.
Η ίδια η Προύσα δεν είναι παραθαλάσσια πόλη: το καράβι φτάνει στο λιμάνι των Μουδανιών. Στα οθωμανικά χρόνια ήταν μια κατά πλειοψηφία ελληνικήπόλη, με κάτοικους που ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο, τη βιοτεχνία, την μεταξουργία και την υφαντουργία. Στην Ιστορία έμεινε όμως τελικά ως ο τόπος υπογραφής της ανακωχής που τερμάτισε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, το 1922. Για τους Τούρκους αυτό φαίνεται να έχει μεγάλη ιστορική σημασία: το κτήριο που υπογράφηκε η ανακωχή λειτουργεί σήμερα ως μουσείο.
Η μικρή παραλιακή πόλη των Μουδανιών, πίσω από το λιμάνι.
Από τα Μουδανιά υπάρχει μετά λεωφορείο (συγκεκριμένα, η γραμμή 1/Μ) που σε μεταφέρει στο Εμέκ, τερματικό σταθμό του ηλεκτρικού της Προύσας, του Μπούρσα-ράι. Όπως και στις άλλες μεγάλες πόλεις της Τουρκίας, το κεντρικό ΜΜΜ σταθερής τροχιάς παίρνει το όνομά του από την πόλη προσθέτοντας την κατάληξη -ράι. Για να πάει κάποιος στο κέντρο της πόλης, μπορεί να κατεβεί στους σταθμούς Σεχρεκιουστιού ή Ντεμιρτάσπασα.
Η Προύσα απλώνεται από τους πρόποδες του Ολύμπου (Ουλουντάγ) προς την πεδιάδα. Αριστερά διακρίνεται το Ουλού Τζαμί με τους 20 του τρούλους, που χτίστηκε το 14ο αιώνα ακολουθώντας ακόμα τη σελτζουκική τεχνοτροπία.
Η Προύσα είναι ιδιαίτερη πόλη από πολλές απόψεις: ήταν κατ’ αρχήν η πρώτη πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους, όταν αυτό ήταν ακόμα μια μικρή αλλά ανερχόμενη τουρκική ηγεμονία στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Για όποιον ενδιαφέρεται για αρχιτεκτονική είναι λοιπόν ο ιδανικός τόπος για να παρατηρήσει την εξέλιξη της οθωμανικής αρχιτεκτονικής, από την αρχή μέχρι το τέλος. Φημίζεται εδώ και αιώνες για τα μεταξωτά της – αν και στην Ελλάδα έγινε μέσω των ρεμπέτικων γνωστή και για.. άλλου είδους προϊόντα. Στη σύγχρονη Τουρκία είναι ο κατ’ εξοχήν προορισμός για χειμερινά σπορ (στον Όλυμπο), αλλά και για ιαματικά λουτρά (στο προάστιο Τσεκιργκέ). Είναι επίσης η πατρίδα του ισκεντέρ κεμπάπ, που εκεί φυσικά ονομάζεται μπούρσα κεμπάπ, καθώς και του θεάτρου σκιών με τον Καραγκιόζη και το Χατζηαβάτη – τουλάχιστον σύμφωνα με την τούρκικη εκδοχή.
Οι τάφοι του Οσμάν (δεξιά) και του Ορχάν Γκαζή (αριστερά). Ο Οσμάν ήταν ο ιδρυτής της οθωμανικής δυναστείας και ο Ορχάν ο γιος και διάδοχός του.
Το Ιπέκ Χάνι, δηλαδή Χάνι του Μεταξιού, είναι ένα από τα πολλά οθωμανικά χάνια που συναντά κανείς στο κέντρο της πόλης.
Το Μουσείο του Καραγκιόζη στο προάστιο Τσεκιργκέ. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης ήταν εργάτες στην κατασκευή τζαμιού στην Προύσα. Επειδή έκαναν συνέχεια αστεία διασκεδάζοντας τους άλλους εργάτες και καθυστερώντας έτσι την παραγωγή, ο Σουλτάνος διέταξε την εκτέλεσή τους. Ήταν όμως τόσο αγαπητοί, που η μνήμη τους επέζησε με τη μορφή του θεάτρου σκιών.
Ως πρώην πρωτεύουσα των Οθωμανών, η πόλη δεν μπορούσε παρά να είναι σε όλη τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας μια κατά μεγάλη πλειοψηφία τουρκική και μουσουλμανική πόλη. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι έλειπαν οι σημαντικού μεγέθους κοινότητες Εβραίων και Αρμενίων, αλλά και μια ρωμέικη κοινότητα, διασπασμένη σε ελληνόφωνες και τουρκόφωνες συνοικίες. Πολλοί απ’ αυτούς τους Ρωμιούς εργάζονταν ως έμποροι στο μεγάλο μπεζεστένι της πόλης. Άλλοι ασχολούνταν φυσικά με τη μεταξουργία και την υφαντουργία, δραστηριότητες για τις οποίες πάντα φημιζόταν η Προύσα.
Η Προύσα είναι και σήμερα μια σημαντική πόλη της Τουρκίας, με περίπου ένα εκατομμύριο κάτοικους. Διαθέτει ακόμα μεγάλες κλειστές αγορές, όπου μπορείς να βρεις κάθε είδους προϊόντα. Φαίνεται να έχει επίγνωση της τουριστικής της αξίας: δίπλα σε κάθε αξιοθέατο υπάρχουν πινακίδες στα τουρκικά και αγγλικά, ενώ σε πολλά σημεία του κέντρου υπάρχουν χάρτες με σημειωμένα τα σημαντικότερα αξιοθέατα. Επίσης, φαίνεται ότι γίνεται μια προσπάθεια να κρατήσει τουλάχιστον το κέντρο της πόλης το χαρακτήρα του με την τοπική αρχιτεκτονική.
Εικόνα από το κέντρο της πόλης, απ’ όπου περνά και το «νοσταλγικό» τραμ.
Ο σταθμός υπεραστικών λεωφορείων βρίσκεται αρκετά μακριά από το κέντρο της πόλης (όπως συνηθίζεται πλέον στην Τουρκία), και είναι προσβάσιμος με το αστικό λεωφορείο 38. Συνεχίζοντας με προορισμό τη Σμύρνη, μπορεί κάποιος να επιλέξει μια από τις πολλές εταιρείες που κάνουν αυτήν τη διαδρομή. Οι τουρκικές εταιρείες υπεραστικών λεωφορείων είναι το παράδειγμα, που μάλλον κάνει κάθε οπαδό του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού να νιώθει επιβεβαιωμένος. Ο ανταγωνισμός φαίνεται ότι έχει οδηγήσει σ’ ένα σύστημα που λειτουργεί (τουλάχιστον επιφανειακά) πολύ καλά: τα λεωφορεία φεύγουν και φτάνουν στην ώρα τους, τα καθίσματα είναι άνετα, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι.. λεωφορειοσυνοδοί προσφέρουν στους επιβάτες δωρεάν καφέ, χυμό, νερό κ.λπ., ενώ συχνά στους σταθμούς άφιξης υπάρχει δωρεάν υπηρεσία με μίνι-βαν, που μεταφέρει τους επιβάτες από το σταθμό λεωφορείων στους διάφορους προορισμούς τους εντός της πόλης.
Κατευθυνόμενο προς τα δυτικά και μετά προς τα νότια, το λεωφορείο διασχίζει ένα αρκετά οικείο μεσογειακό τοπίο, εκεί όπου κάποτε κυριαρχούσαν αρχαίοι μικρασιατικοί λαοί όπως οι Μυσοί και οι Λυδοί. Βουνά με πευκοδάση, μακία (ψηλούς θαμνώνες) και λίγα δάση φυλλοβόλων εναλλάσονται με ελαιώνες και αμπελώνες. Μετά από περίπου πέντε ώρες, οι ταξιδιώτες φτάνουν στην Ιωνία και στην πιο γνωστή της πόλη, τη Σμύρνη φυσικά.
Εικόνα από το τοπίο στη διαδρομή Προύσα-Σμύρνη.
Η Σμύρνη είναι μια σύγχρονη μεγαλούπολη, του μεγέθους περίπου της Αθήνας. Παραμένει και σήμερα η άτυπη πρωτεύουσα της ανατολικής ακτής του Αιγαίου. Αν κάποιος πάντως έρχεται από την Κωνσταντινούπολη και περιμένει να δει ανάλογα σημάδια του πολυπολιτισμικού (ή ελληνικού) παρελθόντος, μάλλον θα απογοητευτεί. Με την πυρκαγιά της Σμύρνης το ’22 καταστράφηκε και το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανικών συνοικιών της πόλης, του λεγόμενου Κάτω Μαχαλά. Τη θέση τους καταλαμβάνουν σήμερα σύγχρονες πολυκατοικίες και μεγάλα πάρκα. Μόνο νότια του σιδηροδρομικού σταθμού Κασαμπά (νυν Μπασμανέ), ανηφορίζοντας προς το βουνό, θυμίζουν οι γειτονιές το παρελθόν, αν και σήμερα είναι μάλλον υποβαθμισμένες. Πριν την Καταστροφή αυτές ήταν κυρίως οι συνοικίες των Τούρκων και των Εβραίων, αλλά κάποιες ήταν και ελληνικές.
Το μεγάλο Πολιτιστικό Πάρκο καταλαμβάνει σήμερα το χώρο όπου πριν βρίσκονταν αρκετές από τις λαϊκές ελληνικές συνοικίες, στον Κάτω Μαχαλά.
Το κτίριο στα δεξιά λειτουργεί εδώ κι ένα χρόνο σαν χόστελ, νότια του Μπασμανέ στον Άνω Μαχαλά. Με βάση τα λεγόμενα των διαχειριστών, ήταν παλιότερα ελληνικό σπίτι και η γειτονιά γενικά ελληνική.
Το εσωτερικό της παλιάς ελληνικής εκκλησίας του Άγιου Βουκόλου (πολιούχου της Σμύρνης). Είναι σχεδόν η μόνη που σώζεται ως και σήμερα, λειτουργώντας κυρίως ως πολιτιστικό κέντρο. Για πολλές δεκαετίες το κτίριο ήταν εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο, μέχρι που ο τελευταίος δήμαρχος της Σμύρνης αποφάσισε την αποκατάστασή του. Το 2014 επιτράπηκε μάλιστα στον Πατριάρχη να τελέσει λειτουργία στο χώρο.
Να όμως που η Ιστορία παίζει περίεργα παιχνίδια. Μετά την Καταστροφή, στη Σμύρνη εγκαταστάθηκαν, στη θέση των Ελλήνων και Αρμενίων, Μουσουλμάνοι από την Κρήτη και τη Μακεδονία, από τους οποίους πολλοί ήταν ελληνόφωνοι και συχνά υπό την επιρροή του αιρετικού Ισλάμ των Μπεκτασήδων. Η Σμύρνη θεωρείται και σήμερα από τις πιο θρησκευτικά φιλελεύθερες πόλεις της Τουρκίας, με πολύ ισχυρή παράδοση κοσμικότητας. Παραμένει προπύργιο των κεμαλικών, που αντιστέκεται στην άνοδο του πολιτικού Ισλάμ. Κάπως έτσι έφτασε ο Ερντογάν πριν μερικά χρόνια να την αποκαλέσει ξανά, όπως στην προ του 1922 εποχή, «γκιαούρισσα Σμύρνη» (δηλαδή άπιστη) – προκαλώντας την οργή των Σμυρνιών.
Η κεντρική Πλατεία Διοικητηρίου ή αλλιώς Κονάκι, είναι σημαντική τόσο για την τουρκική όσο και την ελληνική νεώτερη Ιστορία: για τους μεν συμβολίζει την απελευθέρωση από τους Έλληνες, στους δε θυμίζει το λιντσάρισμα του Μητροπολίτη Χρυσόστομου από τον τουρκικό όχλο, που σημάδεψε και το τέλος της χριστιανικής παρουσίας στη Σμύρνη. Στα δεξιά ο Πύργος του Ρολογιού, στο βάθος πίσω το Όρος Πάγος με το κάστρο, ενώ αριστερά το Δημαρχείο Σμύρνης με την απεικόνιση του προσώπου και της υπογραφής του Ατατούρκ δίνει και την πολιτική ταυτότητα της πόλης.
Η ψαροταβέρνα «Καλημέρα» στο κέντρο της Σμύρνης – δίπλα απ’ τον Ζορμπά η εικόνα του Ατατούρκ, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις.
Η σημερινή Σμύρνη παραμένει πάντως μια ωραία πόλη, με το Κονάκι στο κέντρο της, και νοτιοανατολικά του το εμπορικό κέντρο με τις σκεπαστές αγορές και τα μικρά μαγαζάκια να εκτείνεται προς το Όρος Πάγος. Από το Κονάκι προς τα βόρεια μέχρι την Πούντα (Αλσαντζάκ) μπορεί κάποιος να περπατήσει στη γνωστή προκυμαία της Σμύρνης, που φαίνεται να παραμένει και σήμερα όπως και παλιότερα κεντρική για τη ζωή της πόλης.
Η προκυμαία της Σμύρνης. Στο άκρο δεξιά οι ψηλές πολυκατοικίες δείχνουν τη θέση της Πούντας (Αλσαντζάκ), ενώ πίσω τους στο βάθος απλώνονται προάστια όπως το Μπαϊρακλί και ο Μπουρνόβας. Στην απέναντι ακτή φαίνεται στα αριστερά το Κορδελιό (Καρσίγιακα), με το οποίο υπάρχει τακτική σύνδεση με βαπόρια.
Από το σταθμό Μπασμανέ μπορεί κάποιος να πάρει το τρένο με κατεύθυνση το Ντενιζλί. Αυτό διασχίζει την εύφορη κοιλάδα του Μαιάνδρου, του ποταμού που λόγω των πολλών στροφών του έδωσε και το όνομα στο γεωγραφικό φαινόμενο του μαιανδρισμού. Ενέπνευσε επίσης την αρχαιοελληνική διακόσμηση, χάρισε το όνομά του σ’ έναν πρωθυπουργό της Τουρκίας που καταγόταν απ’ την περιοχή (Μεντερές – αφού ο Ατατούρκ είχε υποχρεώσει όλους τους Τούρκους να πάρουν επίθετα), και τέλος.. έγινε και σύμβολο ελληνικής νεοναζιστικής οργάνωσης.
Εικόνα απ’ το παράθυρο του τρένου που διασχίζει την κοιλάδα του Μαιάνδρου. Η περιοχή παράγει ελιές, σιτηρά, βαμβάκι κ.ά., αλλά το προϊόν για το οποίο κυρίως φημίζεται είναι τα σύκα.
Το τρένο φτάνει μετά από δύο ώρες στην κεντρική πόλη της κοιλάδας, το Αϊδίνιο. Είναι μια επαρχιακή πόλη, με περίπου 200.000 κατοίκους, λίγες κεντρικές λεωφόρους με φοινικόδεντρα και καταστήματα, και αρκετά αγάλματα πολεμιστών. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-22 το Αϊδίνιο, πόλη με μικτό πληθυσμό τότε, έγινε θέατρο σκληρών συγκρούσεων, ανάμεσα στον ελληνικό στρατό από τη μια και Τούρκων ατάκτων από την άλλη, των γνωστών ζεϊμπέκηδων (στη συνέχεια αυτοί εντάχθηκαν στον κανονικό κεμαλικό στρατό), για την παρουσία των οποίων έτσι κι αλλιώς πάντα φημιζόταν η περιοχή. Οι συγκρούσεις οδήγησαν στη σφαγή μεγάλου μέρους του άμαχου πληθυσμού και από τις δυο πλευρές, αλλά και στην καταστροφή του μεγαλύτερου τμήματος της πόλης, τόσο των ελληνικών όσο και των τουρκικών γειτονιών. Αυτός είναι μάλλον κι ένας λόγος που δεν βλέπεις σήμερα στην πόλη παλιά κτήρια ή κάτι που να θυμίζει ιστορικό κέντρο, παρά τη μακραίωνη Ιστορία της πόλης.
Στους δρόμους του Αϊδίνιου βλέπεις τέτοια αγάλματα πολεμιστών του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτοί ανήκαν κατά κανόνα σε άτακτα σώματα ανταρτών-κλεφτών, τους ζεϊμπέκηδες (έδωσαν το όνομά τους και στο γνωστό χορό), που δρούσαν στην περιοχή του Αιγαίου ήδη από το 17ο αιώνα. Με το ξέσπασμα του πολέμου ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν στον προελαύνοντα ελληνικό στρατό. Ο αρχηγός μιας ομάδας ζεϊμπέκηδων ονομαζόταν εφέ, και ο πιο γνωστός που έδρασε κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν ο Γιορούκ Αλί Εφέ, τοπικός ήρωας της περιοχής.
Η διαδρομή από το Αϊδίνιο μέσα από τους ορεινούς όγκους της Καρίας μέχρι την ήμερη παράκτια πεδιάδα της Παμφυλίας, εκεί όπου κυριαρχεί εδώ και αιώνες η πόλη της Αττάλειας, διαρκεί περίπου 6 ώρες. Από τον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων της Αττάλειας μπορεί κάποιος να πάρει το τραμ (ακολουθώντας το ίδιο σύστημα που αναφέρθηκε στην περίπτωση της Προύσας, ονομάζεται Αντ-ράι) για το κέντρο της πόλης, κατεβαίνοντας στη στάση Μουράτπασα ή Ισμέτπασα.
Αν η Σμύρνη είναι η άτυπη πρωτεύουσα της περιοχής του Αιγαίου, η Αττάλεια παίζει αυτόν το ρόλο για τη νότια μεσογειακή ακτή της Τουρκίας. Με τα 2 εκατομμύρια πληθυσμό είναι και αυτή στο μεγαλύτερό της τμήμα μια σύγχρονη πόλη με πλατιές λεωφόρους και ψηλές πολυκατοικίες, και ταυτόχρονα με τις μεγάλες σε μήκος παραλίες ένας πολύ σημαντικός τόπος θερινού τουρισμού από το εξωτερικό. Μια σημαντική σε μέγεθος ρώσικη κοινότητα έχει μάλιστα εγκατασταθεί εκεί μόνιμα.
Εκτός από το Αντ-ράι, τη σύγχρονη γραμμή τραμ που συνδέει το κέντρο της πόλης με τα προάστια, στην Αττάλεια λειτουργεί όπως σε άλλες τουρκικές πόλεις και το «νοσταλγικό τραμ» που φαίνεται στην εικόνα, με μικρή διαδρομή μέσα και γύρω απ’ το κέντρο.
Από το παραθαλάσσιο πάρκο Καρααλίογλου, κοντά στην παλιά πόλη, φαίνεται στο βάθος, κάτω από τα χιονισμένα βουνά του Λυκιακού Ταύρου, η μακριά παραλία Κονυααλτί, ένας από τους κύριους λόγους που η Αττάλεια έχει γίνει τουριστικός προορισμός.
Παλιά ελληνορθόδοξη εκκλησία της Αττάλειας, η οποία χρησιμοποιείται πλέον προφανώς από τους πολλούς Ρώσους κατοίκους της πόλης.
Το παλιό ιστορικό κέντρο, το Καλεϊτσί, διατηρεί παρ’ όλα αυτά την παλιά του αρχιτεκτονική και εικόνα, έστω και με ένα φανερό τουριστικό προσανατολισμό. Ακριβώς κάτω από το Καλεϊτσί βρίσκεται το παλιό λιμάνι, αυτό στο οποίο η πόλη χρωστάει τη σημασία της ήδη από τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η ίδια η πόλη όμως είναι ακόμα αρχαιότερη, αφού ιδρύθηκε από το βασιλιά της Περγάμου Άτταλο Β’ κατά την ελληνιστική περίοδο.
Τυπικό σοκάκι στο Καλεϊτσί, με αναπαλαιωμένα κτήρια.
Το παλιό λιμάνι της Αττάλειας, με το Καλεϊτσί από πάνω.
Ο Κεσίκ (σπασμένος) μιναρές στο Καλεϊτσί. Στο χώρο αυτό υπήρχε αρχικά ρωμαϊκός ναός, ο οποίος γκρεμίστηκε και στα θεμέλιά του χτίστηκε χριστιανική εκκλησία. Μετά από πολλές αλλαγές από εκκλησία σε τζαμί και αντίστροφα, ανάλογα με τον εκάστοτε κατακτητή, είναι σήμερα απλά ένα αρχαιολογικό μνημείο.
Η Δυτική Ανατολία είναι σήμερα ένα από τα πιο ανεπτυγμένα, εύπορα και σταθεροποιημένα τμήματα της Τουρκίας. Είναι επίσης μάλλον η πιο τουριστικά αξιοποιημένη περιοχή της χώρας, και λόγω παραλιών, αλλά και λόγω της αρχαίας της Ιστορίας και των φυσικών ομορφιών. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι πρόσφατα αυτή ήταν η περιοχή της πιο άγριας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, που καθόρισε τη σύγχρονη εθνική ταυτότητα και των δύο λαών.
Τα ίχνη της συνύπαρξης πολλών πολιτισμών, από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, είναι τόσο έντονα, που η σημερινή εθνική «καθαρότητα» μοιάζει κάπως αταίριαστη. Όπως και να’ χει, η Δυτική Μικρά Ασία παραμένει και σήμερα ένα σημείο αναφοράς, που όχι μόνο χωρίζει αλλά και συνδέει τους δύο λαούς του Αιγαίου.
Πολλά από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο, ιδιαίτερα όσον αφορά την πληθυσμιακή σύνθεση των πόλεων κατά τα οθωμανικά χρόνια αλλά και τη φυσική γεωγραφία, προέρχονται από το βιβλίο της Σίας Αναγνωστοπούλου (2013): Μικρά Ασία, 19ος αιώνας – 1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος.