Η συντηρητικη στροφη στην περιοχη μας

Κλασσικό

Η «συντηρητική στροφή» είναι μια φράση που την ακούμε εδώ και πολλά χρόνια, ίσως και δεκαετίες. Δεν την ακούμε τυχαία βέβαια, σε όλο τον κόσμο συμβαίνουν πράγματα που φαίνεται να την επιβεβαιώνουν. Ο Τραμπ, η άνοδος της «λαϊκιστικής» Δεξιάς στην Ευρώπη, η σταθεροποίηση αυταρχικών καθεστώτων τύπου Ορμπάν ή Πούτιν, οι εκλογικές επιτυχίες του Μόντι και του BJP στην Ινδία, η εξασθένιση ως παντελής απουσία ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων: όλα μοιάζουν να δείχνουν ότι η παγκόσμια πολιτική κινείται γύρω από έναν πολύ πιο συντηρητικό μέσο όρο, σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Μόνη εξαίρεση μοιάζει να είναι η Λατινική Αμερική, κι ακόμα κι αυτή με πολλούς αστερίσκους.

Μέρος αυτού του γενικού κλίματος μοιάζει να είναι και η δική μας περιοχή, αυτή που εδώ στο μπλογκ ονομάζουμε Ανατολική Μεσόγειο. Εξάλλου, η αφορμή για να γραφτεί αυτό το άρθρο ήταν οι πρόσφατες εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία: με μια πρώτη ματιά, τα αποτελέσματά τους μοιάζουν να είναι τρανή επιβεβαίωση μιας «συντηρητικής στροφής». Είναι όμως όντως έτσι; Αξίζει ίσως να το ψάξουμε και λίγο πιο βαθιά.

Από το 2013 στο 2023

Ας ξεκινήσουμε κατ’ αρχήν με μια αποκαρδιωτική σύγκριση: πού είμαστε τώρα και πού ήμασταν πριν 10 χρόνια, τον Ιούνιο του 2013. Η Τουρκία ζούσε την εξέγερση του Πάρκου Γκεζί, την πρώτη μεγάλη κρίση του καθεστώτος Ερντογάν, το οποίο μέχρι τότε ακόμη δεν είχε δείξει το πιο αυταρχικό και εθνικιστικό του πρόσωπο. Στην Ελλάδα ήταν ακόμα φρέσκο το κίνημα των πλατειών, η Αριστερά είχε πιάσει στις εκλογές του προηγούμενου χρόνου τα υψηλότερα ποσοστά της Ιστορίας της και ήμασταν σε αναμονή μιας πολιτικής ανατροπής που θα έφερνε στην εξουσία κάτι (σχετικά) ριζοσπαστικό. Στην Αίγυπτο παρέμενε ζωντανό το πνεύμα της Αραβικής Άνοιξης και η κατάληψη της Πλατείας Ταχρίρ ήταν ακόμα ενεργή. Η Τυνησία βρισκόταν σε πορεία (έστω προβληματικού) εκδημοκρατισμού, δυόμιση χρόνια μετά την ανατροπή της δικτατορίας του Μπεν Αλί. Στα Βαλκάνια είχαν ξεκινήσει οι πιο ελπιδοφόρες εξεγέρσεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πρώτα στη Βουλγαρία και λίγο αργότερα θα ακολουθούσε και η Βοσνία. Μπορεί οι πρακτικές αλλαγές να μην ήταν ακόμα μεγάλες. Η γενική εικόνα ήταν όμως αυτή κοινωνιών που ξυπνούν από τον λήθαργό τους, αμφισβητούν το υπάρχον καθεστώς και τις αξίες του και είναι έτοιμες να συζητήσουν ακόμα και ριζοσπαστικές λύσεις, έστω πολύ αόριστες. Ήταν μια παγκόσμια τάση, στην οποία η περιοχή μας έμοιαζε να πρωτοστατεί.

Εικόνα από την πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο (Φεβρουάριος 2013, λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα που θα έδινε οριστικό τέλος σε τέτοιου είδους κινητοποιήσεις).

Δέκα χρόνια μετά, Ιούνιος του 2023: στην Τουρκία ο Ερντογάν μόλις έχει κερδίσει μια ακόμα εκλογική μάχη, παρά την οικονομική κρίση και τον αυξανόμενο αυταρχισμό του. Έχοντας μπει ήδη στην τρίτη δεκαετία όπου κυβερνά τη χώρα, έχει αφήσει πίσω του κάθε ίχνος της εικόνας του μεταρρυθμιστή που είχε κάποτε, και κινείται πια σε έναν καθαρά συντηρητικό-εθνικιστικό έως ακροδεξιό χώρο. Στην Ελλάδα, η Νέα Δημοκρατία έχει επιστρέψει στα ποσοστά που είχε και προ κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί πλέον κι αυτός αναπόσπαστο κομμάτι του «μνημονιακού τόξου», ενώ ξαναξυπνάει ακόμα και το ΠΑΣΟΚ. Οι συζητήσεις για εναλλακτικές πολιτικές πέρα από το ευρωατλαντικό πλαίσιο έχουν σταματήσει προ πολλού και οι πλατείες μοιάζουν σαν ένα μισοξεχασμένο όνειρο, σαν να μην τις ζήσαμε πραγματικά. Στην Αίγυπτο, ο Σίσι και η στρατοκρατία μοιάζουν πανίσχυροι, το καθεστώς είναι πιο ανελεύθερο και σκληρό ακόμα και από αυτό του Μουμπάρακ. Στην Τυνησία έχει επιστρέψει πάλι μια μορφή αυταρχισμού, δίνοντας τέλος και στην τελευταία περίπτωση όπου ακόμα επιβίωνε η Αραβική Άνοιξη. Στα Βαλκάνια επικρατούν πολιτικές δυνάμεις με λίγο πολύ ίδια χαρακτηριστικά όπως και τότε και οι όποιες λαϊκές κινητοποιήσεις φαίνεται να έχουν σταματήσει, εκτός αν πρόκειται για τις παλιές γνωστές εθνικιστικές εντάσεις (βλέπε Κόσοβο).

Παράλληλα, το Ισραήλ έχει την πιο (ακρο)δεξιά κυβέρνηση που είχε ποτέ, ο 87χρονος Μαχμούντ Αμπάς κλείνει πλέον 18 χρόνια στην προεδρία της Παλαιστινιακής Αρχής χωρίς να τολμά να τεθεί στην κρίση του λαού του (η οποία είναι κατά πάσα πιθανότητα αρνητική εδώ και πολύ καιρό), και το Σουδάν, που πριν τρία-τέσσερα χρόνια ήταν η μεγάλη ελπίδα της «δεύτερης Αραβικής Άνοιξης«, σήμερα βυθίζεται σε έναν εμφύλιο ανάμεσα σε διαφορετικές φατρίες της αντίδρασης, λίγο μετά αφού αυτή πέτυχε να επικρατήσει ενάντια στο δημοκρατικό κίνημα με το πραξικόπημα του 2021.

Με λίγα λόγια: μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια, αυτό που βλέπουμε στη γειτονιά μας είναι είτε να μην έχει αλλάξει τίποτα, είτε να έχουμε πάει ακόμα πιο πίσω, σε καταστάσεις ακόμα πιο «πρωτόγονες». Τα λαϊκά κινήματα, που έμοιαζαν να ξεπηδούν σε όλες τις γωνιές του μετα-οθωμανικού χώρου, από τα Βαλκάνια ως τη Μέση Ανατολή, και έδιναν την ελπίδα ότι κάτι νέο πάει να γεννηθεί, σήμερα έχουν ατονήσει ή σβήσει εντελώς. Τουλάχιστον δηλαδή για τη δική μας περιοχή, η υπόθεση της συντηρητικής στροφής μοιάζει να επιβεβαιώνεται απόλυτα.

Πρόοδος και συντήρηση;

Μπορεί να μην είναι λάθος αυτή η άποψη, ίσως όμως, για να έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα, να είναι καλά να ξανασκεφτούμε λίγο το τι εννοούμε ως «πρόοδο» και «συντήρηση». Ας επιστρέψουμε λίγο στα πιο φρέσκα παραδείγματα, τα οποία μας αφορούν και πιο άμεσα: τις εκλογές στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ενώ μπορεί κάποιος να κάνει κάποια πολύ απλά μαθηματικά για να αποδείξει τη συντηρητική στροφή, προσθέτοντας τις ψήφους που πήραν δεξιά και ακροδεξιά κόμματα (και στις δύο χώρες πολύ αυξημένες), αυτό δε σημαίνει ότι μας βοηθά να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Εξάλλου, αύξηση των ποσοστών της Δεξιάς ή της Άκρας Δεξιάς είχαμε πολλές φορές και στο παρελθόν, χωρίς κατ’ ανάγκη αυτό να λέει πολλά για την εξέλιξη της κοινωνίας. Η Δεξιά πέτυχε το υψηλότερο της ποσοστό στην Ελλάδα το 1974, έναν χρόνο μετά το Πολυτεχνείο και λίγα χρόνια πριν την «Αλλαγή», δηλαδή σε μια εποχή που φαινόταν πολύ πιο ριζοσπαστική από τη σημερινή.

Την ίσως πιο βαθιά ένδειξη για τη «συντηρητική στροφή» δεν πρέπει να την αναζητήσουμε στις δυνάμεις της εξουσίας, αλλά σε αυτές που παρουσιάζονται ως κύρια αντιπολίτευση. Και κυρίως στην αδυναμία τους όχι μόνο να προσφέρουν ριζοσπαστικές λύσεις στα σημερινά προβλήματα (αυτές μοιάζουν να έχουν πάψει να τις αναζητούν εδώ και καιρό), αλλά να καταλήξουν σε οποιαδήποτε πειστική προοδευτική εναλλακτική πρόταση. Το πιο σημαντικό είναι πως αυτή η αδυναμία δεν μοιάζει να είναι θέμα προσώπων ή προθέσεων, αλλά συνθηκών.

Ας πάμε πιο συγκεκριμένα πρώτα στην Ελλάδα. Τα μόνα κόμματα που παρουσιάζονται ως εναλλακτική πρόταση εξουσίας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Και τα δύο λειτουργούν λίγο-πολύ στο ίδιο πολιτικό πλαίσιο με τη ΝΔ: Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρώ, ΝΑΤΟ, συνεργασία με το Ισραήλ, οικονομία της αγοράς, μεταμνημονιακές δεσμεύσεις. Ειδικά μετά την εμπειρία του 2015-2019, κανείς δεν πιστεύει ότι είναι σε θέση να αναζητήσουν μια έξοδο από αυτό το πλαίσιο – και ούτε οι ίδιες το ισχυρίζονται. Στην ουσία, πρόκειται περισσότερο για ένα άλλο είδος συντήρησης, παρά κάτι που μπορούν οι πολίτες να δουν ως αλλαγή ή ρήξη με το υπάρχον σύστημα.

Στην Τουρκία, ο Κιλιτσντάρογλου δεν τα πήγε και τόσο άσχημα με το 48% απέναντι στον Ερντογάν, αν σκεφτούμε ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος, αλλά και σε ποιες συνθήκες δόθηκε ο αγώνας. Με ποιο τίμημα όμως πήρε αυτό το 48%; Συμμαχώντας με μια σειρά από δεξιές ως ακροδεξιές δυνάμεις και υιοθετώντας μια ακραία ξενοφοβική ρητορική, προσπαθώντας κατά κάποιον τρόπο να προσπεράσει τον Ερντογάν από τα (ακρο)δεξιά του. Είναι σχεδόν τραγικό, αν σκεφτούμε τη μέχρι τώρα πορεία του συγκεκριμένου πολιτικού: υποτίθεται ότι πρέσβευε μια αριστερή δημοκρατική στροφή ενάντια στον στενόμυαλο και ελιτίστικο κεμαλισμό παλαιού τύπου (και όντως, δεν είχε πετύχει λίγα απ’ αυτή την άποψη στα προηγούμενα χρόνια). Γενικότερα, η συμμαχία της αντιπολίτευσης δε φάνηκε να πείθει ως δύναμη ρήξης. Σχεδόν η μόνη πραγματική αλλαγή στην οποία κατάφεραν να συμφωνήσουν οι εταίροι της, ήταν η επαναφορά του κοινοβουλευτικού συστήματος: όχι δηλαδή κάτι πραγματικά νέο, αλλά επιστροφή σε μια κανονικότητα.

Ο Ουμίτ Οζντάγ (δεξιά), ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος της Νίκης, το οποίο εμπνέεται από μια ακραία αντιμεταναστευτική ιδεολογία, αποφάσισε να στηρίξει τον Κιλιτσντάρογλου (αριστερά) στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο τελευταίος φρόντισε να ευχαριστήσει τον νέο του σύμμαχο με δηλώσεις τόσο ακραία ξενοφοβικές, που θα έκαναν και την Μαρίν Λεπέν να μοιάζει υπέρμαχος των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Κι εδώ είναι χρήσιμο να κοιτάξουμε πάλι στη γειτονιά μας, και ειδικά τα κοινωνικά κινήματα. Αν μια χώρα υπέργηρη που μαστίζεται από υπογεννητικότητα, όπως η Ελλάδα, είναι φυσιολογικό και ίσως και αναπόφευκτο να γίνεται όλο και πιο συντηρητική, δεν ισχύει το ίδιο για κοινωνίες τόσο νεανικές και ζωντανές όσο π.χ. η αιγυπτιακή. Θα περίμενε κανείς από τις τελευταίες να είναι πηγή έμπνευσης και για εμάς, και πράγματι σε κάποια σημεία της προηγούμενης δεκαετίας έμοιαζε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τελικά, αυτά τα κινήματα μάλλον απέτυχαν στο να γεννήσουν νέες ιδέες και εναλλακτικές πολιτικές, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο που θα μπορούσαν να μεταφερθούν και παρακάτω. Αν μπορούμε να υποθέσουμε πως χωρίς την Ταχρίρ δε θα είχαμε στην Ελλάδα τις πολιτικές ανατροπές του 2012-15, τότε ίσως να σκεφτούμε κιόλας, ότι αν άντεχε η Ταχρίρ, δε θα συζητούσαμε σήμερα στην Ελλάδα για Τσιπρομητσοτάκηδες.

Συντηρητική στροφή, εδώ και καιρό

Σαν συμπέρασμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όντως υπάρχει κάτι σαν συντηρητική στροφή (και) στη γειτονιά μας, χωρίς όμως κατ’ ανάγκη να φαίνεται από τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα. Ακόμα κι αν μείνουμε σε αυτά, ίσως η καλύτερη ένδειξη συντηρητικής στροφής δεν είναι τόσο το ποσοστό της ΝΔ, αλλά το πόσο άργησε να πέσει το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ από το 36% του Γενάρη 2015 στο 20% του Μαΐου 2023. Χρειάστηκε 8 χρόνια και κάτι, ενώ στην ουσία αυτό το κόμμα είχε χάσει το νόημά του ήδη από τον Ιούλιο του 2015: όλο το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ είχε στηθεί πάνω στο αντι-μνημόνιο και αυτό κατέρρευσε. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου όμως, το εκλογικό σώμα δεν είχε όρεξη να κάνει ακόμα μια ριζική αλλαγή, είτε προς το παρελθόν (ξαναψηφίζοντας ΠΑΣΟΚ) είτε προς κάποια νέα δύναμη που να εκφράζει τώρα αυτή το αντι-μνημόνιο (όπως τη ΛΑ.Ε.). Μια αλλαγή το είχε ήδη κουράσει αρκετά, δεν ήθελε άλλη. Το ξεφούσκωμα του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε σταδιακά, με καθυστέρηση χρόνου, χωρίς να ωφεληθούν απ’ αυτό οι «γνήσιες» ριζοσπαστικές δυνάμεις: όπως ταιριάζει δηλαδή σε μια κοινωνία συντηρητική, φοβική προς την αλλαγή.

Δεν χρειάζεται επομένως να σταθούμε υπερβολικά στα αποτελέσματα μιας εκλογικής αναμέτρησης, τα οποία είναι σε μεγάλο βαθμό και θέμα συγκυριών. Αν αύριο κατεβεί ο Ιμάμογλου ως υποψήφιος πρόεδρος απέναντι σε κάποιον άχρωμο διάδοχο του Ερντογάν, μπορεί να τον κερδίσει και σχετικά εύκολα. Επίσης, αν καταρρεύσει (ξανά) η ελληνική οικονομία, είναι πολύ πιθανόν ένας συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ να επικρατήσει απέναντι στη ΝΔ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αλλάζει κάτι στη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Πάντως, κάτι που θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, είναι πως αν κάθε αμφισβήτηση του πλαισίου της πολιτικής παρουσιάζεται ως μη ρεαλιστική, πως αν σταθερά δίνεται στον λαό μόνο η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε διαφορετικά είδη συντήρησης, τότε μακροπρόθεσμα αυτό θα ευνοεί τις δυνάμεις που είναι πιο καθαρές και αξιόπιστες στον συντηρητισμό τους.

Δύση εναντίον Ανατολής

Κλασσικό

Με την «ευκαιρία» του πολέμου της Ουκρανίας, ξαναρχίσαμε πάλι να συζητάμε για σύγκρουση Δύσης-Ανατολής. Η ικανότητα επιβίωσης αυτής της ιδέας είναι εντυπωσιακή: εκεί που νομίζουμε ότι έχει ξεχαστεί, ξαναεμφανίζεται, είτε με νέο είτε με παλιό νόημα – είτε με έναν συνδυασμό των δύο. Κι αυτό, ακόμα και πολλούς αιώνες αφού έχει επιβεβαιωθεί ότι η Γη είναι στρογγυλή, επομένως δεν υπάρχει πραγματική Ανατολή ή Δύση. Σε αντίθεση με τον διαχωρισμό Βορρά-Νότου, ο οποίος έχει να κάνει με τους πόλους, η σχέση Ανατολή-Δύση πάντα αλλάζει ανάλογα με την τοποθεσία: αν κάποιος βρίσκεται στη Χαβάη, η Άπω Ανατολή είναι Δύση, ενώ το αμερικάνικο Φαρ Γουέστ είναι Ανατολή.

Κανείς βέβαια από όσους μιλάνε για Ανατολή και Δύση δεν ακολουθεί την άποψη της.. Χαβάης. Αν ζητηθεί από τους Αμερικάνους να κατατάξουν τη Ρωσία, την Κίνα και τη Βρετανία σε αυτό το δίπολο, το πιο πιθανό είναι να τοποθετήσουν τις δύο πρώτες στην Ανατολή και την τελευταία στη Δύση – παρόλο που σε σχέση με την Αμερική, βρίσκονται στις ακριβώς αντίθετες κατευθύνσεις. Και βέβαια, τη δική τους χώρα θα την κατατάξουν στη Δύση. Στην ουσία, αυτό που κάνει την Αμερική δυτική, δεν είναι η γεωγραφική της θέση, αλλά μια παραδοσιακή ευρωκεντρική αντίληψη: είναι Δύση, επειδή εποικίστηκε από Δυτικοευρωπαίους.

Ποιο είναι όμως το όριο ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή; Θα μπορούσαμε πρόχειρα να μετρήσουμε τους εξής «παραδοσιακούς» διαχωρισμούς, που θεωρήθηκαν ή θεωρούνται περίπου ταυτόσημοι με αυτόν Δύσης-Ανατολής:

  1. Ευρώπη-Ασία. Είναι δημοφιλής ιδιαίτερα σε όσους αρέσει να βλέπουν την Ελλάδα ως την κοιτίδα και σύνορο της Δύσης ταυτόχρονα. Οι οπαδοί αυτής της άποψης βλέπουν συχνά κάτι διαχρονικό σ’ αυτό: από την απώθηση των Ασιατών Ανατολιτών Περσών από τους αρχαίους Έλληνες, μέχρι τον σημερινό ρόλο της Ελλάδας ως χώρας-φύλακα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  2. Χριστιανοσύνη-Ισλάμ. Είναι κάπως αντιφατικό, από τη στιγμή που ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία με προέλευση από τη «Μέση Ανατολή» όπως και το Ισλάμ, και έχει μεταφέρει πολιτισμικά στοιχεία αυτής της περιοχής στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά, και αυτή η άποψη είναι αρκετά δημοφιλής, ιδιαίτερα με την αυξανόμενη ισλαμοφοβία από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 κι έπειτα.
  3. Δυτική-Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μπορεί να μην είναι το πρώτο που θα σκεφτεί κάποιος σήμερα, είναι όμως ένας διαχωρισμός με πολύ βαθιές ρίζες που επιβιώνει με έμμεσους τρόπους. Ο πιο προφανής είναι ότι αντιστοιχεί περίπου στο σύνορο Καθολικισμού-Ορθοδοξίας. Έτσι, η Δύση τελειώνει στην Κροατία και στην Πολωνία, ενώ Σερβία, Ελλάδα και Ρουμανία ανήκουν στην Ανατολή. Στην ουσία, μια παρόμοια αντίληψη βρίσκουμε και στον Σάμιουελ Χάντιγκτον (για το όριο του «δυτικού πολιτισμικού κύκλου»), αλλά και στα δικά μας στον Δημήτρη Κιτσίκη (όριο Δύσης-«Ενδιάμεσης Περιοχής»)
  4. ΝΑΤΟ-Σύμφωνο Βαρσοβίας. Είναι ο πιο πρόσφατος διαχωρισμός και μέχρι πρόσφατα ο πιο ισχυρός. Με αυτή τη λογική, η Δρέσδη ανήκε στην Ανατολή, ενώ το Ντιγιάρμπακιρ στη Δύση. Μπορεί το Σύμφωνο της Βαρσοβίας να μην υπάρχει πια, η διαχωριστική γραμμή Δύσης και «ανατολικού μπλοκ» ήταν όμως τόσο σκληρή, ώστε να παραμένει εντυπωσιακά ανθεκτική στο μυαλό των ανθρώπων ακόμα και πάνω από τρεις δεκαετίες μετά.

Στις συζητήσεις περί «Νέου Ψυχρού Πολέμου», που ζωντάνεψαν πάλι με τον πόλεμο της Ουκρανίας, γίνεται ένας συνδυασμός όλων αυτών των παραδοσιακών αντιλήψεων – λιγότερο της δεύτερης, που δεν ταιριάζει τόσο πολύ στην κατάσταση πλέον, αφού η Ρωσία ως προσωποποίηση της «κακής» Ανατολής είναι χώρα πολύ περισσότερο χριστιανική παρά μουσουλμανική. Οι άλλες τρεις όμως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να την τοποθετήσουν στο ανατολικό στρατόπεδο, λιγότερο ή περισσότερο εύστοχα. Ταυτόχρονα βέβαια, καμία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί απόλυτα: μεγάλο μέρος της Ρωσίας είναι ευρωπαϊκό, ενώ η Δύση (θα ήθελε να) μετράει στο δικό της στρατόπεδο ως συμμάχους ενάντια στη Ρωσία και τις ορθόδοξες «ανατολικο-ρωμαϊκές» Ελλάδα και Βουλγαρία, το ασιατικό Ισραήλ, ή την πρώην ανατολική Πολωνία.

Οι παραδοσιακές αντιλήψεις επομένως χρησιμεύουν περισσότερο για να δίνουν «υποσυνείδητα» την εικόνα του που ανήκει μια χώρα, παρά για να δικαιολογηθεί ανοιχτά ο διαχωρισμός. Αν υπάρχει μια πιο επίσημη δικαιολόγηση, αυτή κινείται περισσότερο στην κατεύθυνση του πολιτικού συστήματος. Έτσι, τα αυταρχικά κράτη της Ρωσίας, της Κίνας ή του Ιράν ανήκουν στην Ανατολή, ενώ η Ουκρανία παρουσιάζεται ως η χώρα που τουλάχιστον προσπαθεί να εφαρμόσει ένα δυτικό σύστημα κοινοβουλευτικής εναλλαγής στην εξουσία – και να το υπερασπιστεί απέναντι στον ρωσικό αυταρχισμό. Σε αυτή τη λογική ταιριάζει και η πιο ουδέτερη στάση της Τουρκίας και της Ουγγαρίας, που μπορεί κάποιος να τη συνδέσει και με την αυταρχική τους στροφή.

Εδώ βέβαια θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι δεν είναι και τόσο έξυπνο από τη μεριά της Δύσης να ταυτίζει τον εαυτό της με ένα πολιτικό σύστημα που τις τελευταίες δεκαετίες σταθερά χάνει σε αξιοπιστία – και πείθει όλο και λιγότερο ακόμα και τους ίδιους τους πολίτες της ότι είναι πραγματικά δημοκρατικό, αν κρίνουμε από τα ποσοστά αποχής στις εκλογές. Επίσης, η στροφή στον αυταρχισμό είναι κάτι που παρατηρείται και στις δυτικές χώρες: και όχι με μόνους υπεύθυνους τους εκπρόσωπους του δεξιόστροφου «λαϊκισμού», αλλά ακόμα κι αυτούς που (υποτίθεται ότι) έχουν σκοπό να τον πολεμήσουν (βλέπε π.χ. Μακρόν). Εξάλλου, στις πιο εχθρικές απέναντι στη Ρωσία χώρες, ανήκει και η Πολωνία, η οποία συγκαταλέγεται ταυτόχρονα και στις χώρες της «αυταρχικής στροφής».

Ίσως αντί να ψάχνουμε (πάλι) για τέτοιου είδους αντιθέσεις Δύσης-Ανατολής, να ήταν καλύτερο να αναγνωρίσουμε ότι, σε εποχές ιδεολογικής παρακμής, οι αντιθέσεις έχουν όλο και λιγότερο ιδεολογικό χαρακτήρα. Μπορεί να το δούμε απλά ως σύγκρουση ανάμεσα σε γεωπολιτικές συμμαχίες, οι οποίες δεν είναι μάλιστα καθόλου συμπαγείς. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο, πολλοί είναι υπερπρόθυμοι να μας εντάξουν στη μια συμμαχία (πάντα ήταν, αλλά ποτέ δεν ήταν ο αντίλογος τόσο αδύναμος όσο σήμερα). Αυτό είναι βέβαια κάτι που πρέπει να συζητηθεί. Αλλά σε αυτήν τη συζήτηση, μάλλον δεν είναι χρήσιμο να μπλέκουμε εικόνες απαράλλακτης και διαχρονικής «Δύσης» ή «Ανατολής».

Αν όντως βαίνουμε προς έναν Νέο Ψυχρό Πόλεμο, το πράγμα είναι πολύ σοβαρό. Στην ουσία, η μόνη επιλογή που δίνεται σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Κύπρος, είναι ανάμεσα στην άνευ όρων ένταξη στη γεωπολιτική συμμαχία της «Δύσης» και στην ουδετερότητα (κανείς δεν υποστηρίζει σοβαρά την ένταξη σε κάποια «Ανατολή»). Βλέπουμε εξάλλου και τα παραδείγματα γειτονικών χωρών που προσπαθούν να πειραματιστούν με την ουδετερότητα, όπως η Τουρκία, ενδεχομένως και η Σερβία. Είναι βέβαια μια εποχή που αυτή η ιδέα δεν ζει και τις καλύτερές της στιγμές: ποιος θα το φανταζόταν πριν κάποια χρόνια ότι θα φτάναμε στο σημείο η Σουηδία να σκέφτεται σοβαρά να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ; Παρ’ όλα αυτά, η συζήτηση πρέπει να γίνει και μάλιστα δημόσια, γιατί όλοι θα υποστούμε τις συνέπειες της μιας ή της άλλης επιλογής. Δεν μπορούμε να αφεθούμε πάλι στην τύχη ή τη συνήθεια.

Απο το Εικοσιενα στο Εικοσιδυο

Κλασσικό

Τη χρονιά που μόλις πέρασε γιορτάσαμε τους δύο αιώνες από την Ελληνική Επανάσταση. Ήταν βέβαια μια περίεργη συγκυρία για μια τέτοια δισεκατονταετηρίδα: μέσα στην καραντίνα, αλλά και λίγα μόνο χρόνια μετά την επιβολή των μνημονίων και το δημοψήφισμα του 2015. Σε τέτοιες συνθήκες, το να γιορτάζουμε την «ελευθερία» ή την «εθνική ανεξαρτησία» μοιάζει κάπως παράταιρο. Δεν είναι παράλογο να αναρωτιέται κάποιος αν είχε τελικά νόημα η Επανάσταση, για να βρεθούμε διακόσια χρόνια μετά σε αυτή την κατάσταση.

Για να ενισχύσει αυτόν τον προβληματισμό, η χρονιά που μόλις μπήκε είναι επίσης εκατονταετηρίδα, λιγότερο πανηγυρική, αλλά ίσως εξίσου σημαντική: αυτή της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αν το 1821 ήταν η στιγμή που ο Ελληνισμός μπαίνει στην πορεία συγκρότησης έθνους-κράτους (μέχρι τότε ήταν κάθε άλλο παρά αυτονόητο ότι βαδίζουμε προς τα εκεί: ακόμα και ριζοσπάστες όπως ο Ρήγας Βελεστινλής είχαν πολύ διαφορετικό όραμα), το 1922 είναι η στιγμή που αυτή η πορεία σφραγίζεται και είναι πλέον χωρίς επιστροφή. Τότε καταλαβαίνουμε τι σημαίνει ακριβώς η εθνο-κρατική επιλογή: και ότι δεν έρχεται χωρίς τίμημα.

Μπορεί το ελληνικό έθνος-κράτος να μετρούσε ήδη έναν αιώνα ζωής, όσο όμως δεν υπήρχε το καθρέφτισμά του, το τουρκικό, και επιβίωνε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όλα ακόμα παίζονταν. Όσο πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Τραπεζούντα (και η Αλεξάνδρεια) παρέμεναν κέντρα ελληνικού πολιτισμού, η ταύτιση Ελληνισμού και ελληνικού κράτους δεν ήταν αυτονόητη. Η επιβίωση της Ρωμιοσύνης στο πλαίσιο μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, με όποιο τίτλο κι αν είχε αυτή, έμοιαζε σαν ρεαλιστική πιθανότητα. Στα τέλη του 19ου αιώνα μπορούμε έτσι να μιλάμε για ελληνο-οθωμανισμό και μέχρι και τις αρχές του 20ού ο Ίων Δραγούμης μπορούσε να συζητά με τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη για το «ανατολικό ιδανικό«.

Μετά το 1922 όμως, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν. Η Αθήνα γίνεται αναμφισβήτητη πρωτεύουσα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και του Ελληνισμού. Οι δύο έννοιες, Ελλάδα και Ελληνισμός, είναι στο εξής περίπου ταυτόσημες. Η Διασπορά δεν σταματά να υπάρχει, αντίθετα θα επεκταθεί και σε νέους γεωγραφικούς χώρους, όπως η Γερμανία, η Σκανδιναβία ή η Αυστραλία. Χάνει όμως τον χώρο που ήταν ο προνομιακός της επί κάποιες χιλιετίες: την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό γίνεται πιο καθαρό μετά τη δεκαετία του ’50, όταν σβήνουν σταδιακά και οι κοινότητες της Κωνσταντινούπολης και της Αιγύπτου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, έμμεσα, ακόμα και η μοίρα της Κύπρου κρίνεται με το ’22: στην εικοσαετία 1955-1974 θα γνωρίσει κι αυτή τις ίδιες χωριστικές διαδικασίες, για τις οποίες οι «μητέρες-πατρίδες» χρειάστηκαν 101 χρόνια.

Τί σημαίνουν όμως οι κληρονομιές του ’21 και του ’22 για το μέλλον; Σήμερα παρατηρούμε μάλλον μια αντιστροφή της κατάστασης που επικρατούσε μέχρι το ’22. Αντί να διασπείρονται οι Έλληνες στην Ανατολική Μεσόγειο, έρχονται οι λαοί της Ανατολικής Μεσογείου στο ελληνικό έθνος-κράτος (καθώς και στο υπό ελληνοκυπριακό έλεγχο τμήμα της Κύπρου): Βαλκάνιοι σε αναζήτηση εργασίας με το τέλος του κομμουνισμού, Σύριοι ή Ιρακινοί πρόσφυγες, αντι-καθεστωτικοί Τούρκοι. Η μετανάστευση των Ελλήνων βέβαια συνεχίστηκε και συνεχίζεται, αλλά κατευθύνεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά σε πιο μακρινές περιοχές. Έτσι, για απλούς μαθηματικούς λόγους το βάρος του Ελληνισμού μειώνεται συνεχώς, στην περιοχή όπου παραδοσιακά ανήκε.

Μέχρι πρόσφατα, το επιχείρημα ότι άξιζαν οι θυσίες που έγιναν για να δημιουργηθεί το ελληνικό έθνος-κράτος, έμοιαζε σχετικά πειστικό. Μπορεί να εξαφανίστηκαν ο μικρασιατικός ή ο αιγυπτιώτικος Ελληνισμός, όπως και οι παροικίες στις πόλεις της Κεντρικής και Βόρειας Βαλκανικής, αλλά είναι αλήθεια ότι η σύγχρονη Ελλάδα έμοιαζε, παρ’ όλες τις περιπέτειες, εντυπωσιακά σταθερό κράτος. Φαινόταν επίσης ικανό να παρέχει στους (σχεδόν αποκλειστικά «Έλληνες το γένος») υπηκόους του αρκετή ελευθερία, και ταυτόχρονα να λειτουργεί ως ασφαλές καταφύγιο για τους απανταχού Έλληνες.

Στη τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα όμως, είναι ακόμα ρεαλιστικό να μιλάμε για κυρίαρχα έθνη-κράτη; Η μνημονιακή εμπειρία, και πάνω απ’ όλα το δημοψήφισμα του 2015, έδειξαν πως το ελληνικό κράτος είναι ανίκανο να υπερασπίσει μια «εθνική κυριαρχία», που υπάρχει μόνο στο όνομα. Η αυξημένη μετανάστευση γειτονικών λαών προς την Ελλάδα είναι κάτι μάλλον δεδομένο. Ακόμα κι αν η αναχαίτιση της είναι βραχυπρόθεσμα δυνατή (όπως πολλοί μοιάζουν να ελπίζουν), το κόστος μιας τέτοιας αναχαίτισης θα γίνεται όλο και μεγαλύτερο – όχι μόνο το οικονομικό, αλλά και το κοινωνικό και ηθικό.

Μήπως τελικά η εθνο-κρατική εμπειρία δεν ήταν παρά ένα διάλειμμα σε μια πολυεθνική κανονικότητα, η οποία επιστρέφει πάλι – αλλά με όρους λιγότερο ευνοϊκούς για τον Ελληνισμό; Αν κάτι τέτοιο ισχύει, θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο να κοιτάξουμε να βελτιωθούν αυτοί οι όροι, παρά να μείνουμε προσκολλημένοι σε κάτι που ήταν απλά ένα διάλειμμα. Οι δεσμοί με τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, τη Συροπαλαιστίνη και την Αίγυπτο έχουν σίγουρα αλλάξει ποιοτικά σε σύγκριση με το 1922, ακόμα κι έναν αιώνα μετά όμως δεν εξαφανίστηκαν. Κι αυτό είναι μια βάση στην οποία μπορούμε να κτίσουμε.

Εκσυγχρονισμος και η σχεση του με τη Δυση

Κλασσικό

Το πρόβλημα του εκσυγχρονισμού-εκδυτικισμού είναι κάτι που απασχολεί όχι μόνο χώρες της περιοχής μας, όπως η Ελλάδα, η Τουρκία, η Αλβανία ή η Σερβία. Απασχολεί περίπου όλες τις υπανάπτυκτες χώρες του κόσμου, εδώ και έναν-δύο αιώνες. Αυτό που μας ξεχωρίζει είναι ότι είμαστε πολύ κοντά στη «Δύση» (και από φυσική και από ανθρωπογεωγραφική άποψη), τόσο κοντά, που είναι εύκολο για κάποιον να θεωρήσει ότι ανήκουμε εκεί. Αυτή η ιδιαιτερότητα έκανε πολλούς, εντός (και εκτός) των χωρών μας, να πιστέψουν ότι αυτές μπορούν να γίνουν κανονικό μέρος της Δύσης, με όλα τα σχετικά προνόμια.

Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να καλύψουν την απόσταση στο επίπεδο ανάπτυξης που τις χωρίζει από τον «πυρήνα» της Δύσης, δηλαδή χώρες όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ. Πολύ συχνά, θεωρήθηκε ότι αυτό μπορεί να γίνει με τη βοήθεια και συμπαράσταση ακριβώς αυτών των χωρών. Είναι αλήθεια πως κι αυτές έτρεφαν και συνεχίζουν να τρέφουν τέτοιες ελπίδες. Η «ένταξη στις ευρωατλαντικές δομές» (με λίγα λόγια, Ε.Ε. και ΝΑΤΟ) είναι στην ουσία η πιο πρόσφατη έκφρασή τους. Και αν στην Τουρκία η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση φρόντισε να δείξει τους περιορισμούς του συγκεκριμένου οράματος, αναγκάζοντας τους Τούρκους να κάνουν εναλλακτικές σκέψεις (και, δυστυχώς, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αυταρχική και εθνικιστική τάση του ερντογανισμού), στα Βαλκάνια αυτό το όραμα παραμένει, παρ’ όλη τη φθορά, αρκετά ισχυρό.

Ας μείνουμε όμως στην πιο οικεία περίπτωση της Ελλάδας. Συμπληρώνουμε φέτος δύο αιώνες από την Ελληνική Επανάσταση κι αυτή είναι ίσως μια καλή αφορμή για να ανατρέξουμε στην πορεία του κράτους. Η ελπίδα εκσυγχρονισμού και η ταύτισή του με τον εκδυτικισμό ήταν κάτι που υπήρχε μάλλον σε όλη τη διάρκεια αυτών των δύο αιώνων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν κάτι ακόμα ισχυρότερο απ’ ό,τι στις γειτονικές χώρες, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης της Δύσης με την ελληνική Αρχαιότητα. Πάντα υπήρχαν προσωπικότητες που υπηρετούσαν με αρκετή συνέπεια αυτό τον σκοπό, με αποτυχίες και αδυναμίες σίγουρα, αλλά και με όχι ευκαταφρόνητες επιτυχίες: από τον Μαυροκορδάτο, τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο, μέχρι και πιο πρόσφατα τον Σημίτη. Από την άλλη όμως, η κατάσταση φαίνεται πιο προβληματική στο «αντίπαλο στρατόπεδο», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι.

Πολύ συχνά, αυτοί που αντιδρούσαν σε προσπάθειες εκσυγχρονισμού/ένταξης στην «πολιτισμένη Δύση», το έκαναν υπερασπιζόμενοι ισχυρά τοπικά ή και προσωπικά συμφέροντα ή/και από προσκόλληση σε παραδοσιακές αξίες. Τουλάχιστον απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι εγώ, δεν υπήρξε κάποιο αντίστοιχα ισχυρό και συνεπές εκσυγχρονιστικό όραμα, το οποίο να αναγνωρίζει μεν την ανάγκη ρήξεων με το παρελθόν, αλλά να αρνείται την άκριτη υιοθέτηση δυτικών προτύπων και την ελπίδα εισχώρησης στη Δύση. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπήρξαν μεμονωμένες προσωπικότητες με μεγάλη ακτινοβολία (κάποιοι θα ανέφεραν π.χ. τον Ίωνα Δραγούμη). Και υπήρξαν και πολιτικές δυνάμεις που έμοιαζαν να υπηρετούν έναν τέτοιο σκοπό, όπως π.χ. το πρώτο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Η εξέλιξή τους όμως, η έλλειψη συνέπειας (ή έλλειψη ισχύος, αν μετρήσουμε σε αυτές τις δυνάμεις π.χ. και την κομμουνιστική Αριστερά), τους εμπόδισαν τελικά από το να εκπροσωπήσουν ένα πειστικό εναλλακτικό όραμα.

Η κατάσταση αυτή οδηγεί στο να επικρατεί μακροπρόθεσμα το «φιλοδυτικό στρατόπεδο», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, παρά τις μάχες που χάνει κατά καιρούς. Ειδικά στην εποχή μας, μετά το πολύ τραυματικό 2015, αυτή η επικράτηση μοιάζει πλέον σχεδόν τελειωτική. Είναι δύσκολο ακόμα και να φανταστούμε κάτι άλλο. Παρά τις δυσκολίες όμως, μπορεί ειδικά αυτή η εποχή να απαιτεί τη διαμόρφωση κάποιου άλλου οράματος, περισσότερο «αντιδυτικού». Θα έλεγα πως ήταν λίγες οι περίοδοι των τελευταίων δύο αιώνων, όπου οι χώρες του πυρήνα της Δύσης έμοιαζαν στο σύνολό τους τόσο αδύναμες, τόσο παρηκμασμένες και τόσο προβληματικές όσο σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουμε να εναποθέτουμε σε αυτές όλες τις ελπίδες για πρόοδο, είτε στις ελίτ τους είτε στα εναλλακτικά κινήματα που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους.

Τελικά, αυτή η έλλειψη άλλων οραμάτων δεν συμφέρει ούτε τον ίδιο τον φιλοδυτικό εκσυγχρονισμό. Όχι μόνο γιατί, σε βάθος χρόνου, δεν βοηθά κανέναν το να παίζει χωρίς αντίπαλο. Αλλά και επειδή χωρίς μια γόνιμη αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών προοδευτικών ιδεών, οι λαϊκές μάζες θα στραφούν στον μηδενισμό ή στην αντιδραστικότητα, για να αντιμετωπίσουν προβλήματα που συχνά προκύπτουν από την υπανάπτυξη. Και αυτές είναι τάσεις που τις βλέπουμε στις μέρες μας να διαμορφώνονται όλο και πιο καθαρά.

Σχετικά αναγνώσματα (μεταξύ πολλών άλλων):

Λένα Διβάνη (2014): Η «ύπουλος θωπεία», Ελλάδα και ξένοι, 1821 – 1940.

Δημήτρης Κιτσίκης (1998): Συγκριτική ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ο αιώνα.

Χάρης Εξερτζόγλου (2015): Εκ Δυσμών το Φως – Εξελληνισμός και Οριενταλισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (μέσα 19ου – αρχές 20ού αιώνα).

8 χρονια μετα το Γκεζι – και την Ταχριρ

Κλασσικό

Έχουν περάσει 8 χρόνια από τότε που μια μικρή διαμαρτυρία ενάντια σε ένα σχέδιο ανάπλασης στην Κωνσταντινούπολη, εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη μέχρι τότε κρίση της διακυβέρνησης του Ερντογάν. Μιλάμε βέβαια για την εξέγερση του Πάρκου Γκεζί. Ήταν μια περίοδος που γενικά στην περιοχή μας υπήρχε μια εξεγερσιακή ατμόσφαιρα: η Αραβική Άνοιξη, το κίνημα των πλατειών στην Ελλάδα, άλλα κινήματα στην Κροατία και τη Ρουμανία, ήταν ήδη πίσω μας ή σε εξέλιξη, ενώ σύντομα θα ακολουθούσαν και οι εξεγέρσεις σε Βουλγαρία και Βοσνία.

Παρά αυτό το γενικότερο εξεγερσιακό περιβάλλον, για πολλούς εξωτερικούς παρατηρητές τα γεγονότα του Γκεζί ήρθαν εντελώς απρόσμενα. Σε αντίθεση με άλλες γειτονικές βαλκανικές και αραβικές χώρες που βίωναν κρίσεις διάφορων ειδών (οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές), η Τουρκία είχε πίσω της μια δεκαετία σχεδόν συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης, ένα σταθερό καθεστώς με δημοκρατική νομιμοποίηση που θα ζήλευαν πολλά ευρωπαϊκά κράτη (49,8% στις εκλογές του 2011) και με μια εσωτερική κατάσταση που έμοιαζε περισσότερο ανεκτική και λιγότερο βίαιη από το πρόσφατο παρελθόν. Σήμερα βέβαια, η εικόνα και της Τουρκίας και του ερντογανικού καθεστώτος είναι πολύ διαφορετική: στην ουσία, η εξέγερση του Γκεζί ήταν το σημείο καμπής, που σηματοδότησε αυτή την αλλαγή.

Το Πάρκο Γκεζί είναι από τους λίγους εναπομείναντες πράσινους χώρους στο κέντρο της Πόλης – τα σχέδια ανάπλασης του υπήρξαν η αφορμή για την πρόσφατη εξέγερση, που το έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο.

Η ίδια χρονιά όμως ήταν σημαδιακή και για την άλλη μεγάλη χώρα της περιοχής: την Αίγυπτο (οι δυο τους μαζί συγκεντρώνουν σχεδόν τα δύο τρίτα του πληθυσμού της περιοχής μας, ας μην το ξεχνάμε). Εκεί, η εξέγερση μετρούσε ήδη δύο χρόνια ζωής και δεν έλεγε να τελειώσει. Όταν είχα βρεθεί τον Φεβρουάριο του ’13 στο Κάιρο, η πλατεία Ταχρίρ ήταν ακόμα γεμάτη με σκηνές, ενώ μέσα σε δέκα μόνο μέρες παραμονής στη χώρα, συνάντησα εντελώς τυχαία και δύο διαδηλώσεις, μία στο Κάιρο και μία στο Ασουάν. Ο κόσμος ήταν βέβαια ήδη κουρασμένος από αυτό το κλίμα έκτακτης ανάγκης, το οποίο μεταξύ άλλων είχε και βαριές συνέπειες για τον τουρισμό. Ένας μαγαζάτορας έτυχε μάλιστα να μου εκφράσει την (προφητική) επιθυμία του να ησυχάσουν τα πράγματα, μέσω της κατάληψης της εξουσίας από τον στρατό. Πάντως, η ελπίδα ήταν ακόμα ζωντανή – και η σύγκριση με την Αθήνα, όπου η κατάληψη της Πλατείας Συντάγματος είχε διαλυθεί το 2011 με ευκολία, μετά από μόλις δύο μήνες, ήταν αποκαρδιωτική.

Εικόνες από την πλατεία Ταχρίρ (Φεβρουάριος 2013)

Τελικά, όπως ξέρουμε, η ευχή του μαγαζάτορα πραγματοποιήθηκε. Λίγους μόλις μήνες μετά, τον Ιούλιο του 2013, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα έφερε στην εξουσία τον μέχρι τότε Υπουργό Άμυνας Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι. Τα όποια δημοκρατικά βήματα είχαν γίνει στα δυόμιση προηγούμενα χρόνια, ακυρώθηκαν μέσα σε λίγες μέρες. Οκτώ χρόνια μετά, ο Σίσι βρίσκεται ακόμα στην εξουσία, επικεφαλής ενός στρατιωτικού καθεστώτος πιο αυταρχικού ακόμα κι από αυτό του Μουμπάρακ. Η πλατεία Ταχρίρ με τις σκηνές των διαδηλωτών μοιάζει σαν εικόνα από άλλη μακρινή εποχή.

Πολλοί βέβαια θα έλεγαν ότι το να βάζουμε στην ίδια κατηγορία τον Σίσι και τον Ερντογάν είναι εξωφρενικό. Εξάλλου πρόκειται και για δύο καθεστώτα σχεδόν ανοικτά εχθρικά μεταξύ τους. Οι οπαδοί του Ερντογάν θα τόνιζαν ότι αυτός είναι ένας δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης που έχει επιβιώσει από σκληρές συγκρούσεις με τον στρατό χάρη στην ευρεία λαϊκή στήριξη που απολαμβάνει, ενώ ο Σίσι ήρθε στην εξουσία ακριβώς με ένα αιματηρό στρατιωτικό πραξικόπημα ενάντια στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση στην Τουρκία είναι όχι μόνο νόμιμη, αλλά μπορεί ακόμα και να κερδίζει τη δημαρχία στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. Αντίθετα, στην Αίγυπτο μια πραγματική αντιπολίτευση ουσιαστικά δεν υπάρχει.

Από την άλλη, οι υπερασπιστές του Σίσι θα ισχυρίζονταν ότι ήταν αυτός που εμπόδισε την εγκαθίδρυση ενός ισλαμιστικού θεοκρατικού καθεστώτος, παρόμοιου με αυτό στο Ιράν (και με αυτό που θα ήθελε να επιβάλει ο Ερντογάν στην Τουρκία, θα έλεγαν κάποιοι). Αν δεν επενέβαινε ο στρατός, η από τον Ερντογάν υποστηριζόμενη Μουσουλμανική Αδελφότητα θα κατέλυε έτσι κι αλλιώς τη δημοκρατία και θα έπαιρνε τη χώρα πολλά χρόνια πίσω. Εξάλλου, οι ογκώδεις διαδηλώσεις έδειξαν ότι ο Σίσι είχε και την έγκριση του αιγυπτιακού λαού, στο όνομα του οποίου πάντα ενεργούσε.

Πέρα όμως από την αντιπαλότητα Ερντογάν-Σίσι και τις όποιες ιδεολογικές ή γεωπολιτικές διαφορές, μπορεί κάποιος να πει ότι εκπροσωπούν σήμερα κάτι παρόμοιο, όπως ισχυρίζεται η Reem Abou-El-Fadl σε άρθρο της στη Jadaliyya; Και οι δύο έχουν πλέον ταυτιστεί με την αυταρχική στροφή στη χώρα τους. Και οι δύο υπερασπίζονται αυτόν τον αυταρχισμό, κατηγορώντας τους αντιπάλους τους ως τρομοκράτες ή/και πράκτορες ξένων συμφέροντων. Ταυτόχρονα όμως, και οι δύο εμφανίζονται (παρά τους κατά καιρούς υψηλούς τόνους της αντι-δυτικής ρητορικής του Ερντογάν), πρόθυμοι να υπηρετήσουν δυτικά ή ευρωπαϊκά συμφέροντα, σε κρίσιμους τομείς όπως π.χ. η αντι-μεταναστευτική πολιτική.

Όταν αναλύουμε την πολιτική κατάσταση στην περιοχή μας, μπορεί ίσως να δίνουμε υπερβολική σημασία σε συχνά πρόσκαιρες γεωπολιτικές συμμαχίες και αντιπαλότητες. Η επίδραση στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται το πολιτικό παιχνίδι πιθανόν να μετράει περισσότερο μακροπρόθεσμα. Και από αυτή την άποψη, ο Ερντογάν και ο Σίσι ενδεχομένως να έχουν πιο πολλά που τους ενώνουν παρά που τους χωρίζουν. Εξάλλου, στους τελευταίους μήνες παρακολουθούμε και τις πρώτες προσπάθειες προσέγγισης Τουρκίας-Αιγύπτου – προς απογοήτευση πολλών δικών μας, που τόσα έχουν επενδύσει στη συμμαχία με τον σαουδο-ισραηλινο-αιγυπτιακό άξονα εναντίον της Τουρκίας.

Παρά τις σημαντικές διαφορές, το καλοκαίρι του 2013 ίσως ήταν και για τις δύο χώρες ένα παρόμοιο σημείο καμπής. Αρχικά γέννησε πολλές ελπίδες. Τελικά, σημάδεψε το τέλος μιας πορείας εκδημοκρατισμού και την επιστροφή στον αυταρχισμό, σε μορφές ίσως χειρότερες και από τις παλιότερες. Προσέφερε όμως ταυτόχρονα και χρήσιμα μαθήματα, π.χ. ποιες είναι οι δυνατότητες και ποια τα όρια των συμμαχιών ανάμεσα σε πολύ διαφορετικές αντιπολιτευόμενες δυνάμεις, όταν αυτές έχουν να αντιμετωπίσουν ένα φαινομενικά πανίσχυρο καθεστώς.

Και στις δύο χώρες, το 2013 σίγουρα δεν ήταν το τέλος του δρόμου. Μπορεί το τουρκικό καθεστώς να μοιάζει λιγότερο σταθερό και αισιόδοξο για την διατήρησή του σήμερα, ενώ αντίθετα το αιγυπτιακό καθεστώς, παρά τα ραγίσματά του, να μην δείχνει πολύ τρωτό αυτή την στιγμή. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι και ο Μουμπάρακ, λίγο πριν την πτώση του, ένιωθε τόση αυτοπεποίθηση ώστε να ετοιμάζει τον γιο του ως διάδοχο. Αν τελικά μέσα στα επόμενα χρόνια έχουμε κάποια πολιτική αλλαγή στην Τουρκία σε κατεύθυνση εκδημοκρατισμού (κάτι που βέβαια δεν θα έρθει απλώς και μόνο με μια αλλαγή κυβέρνησης), αυτό μπορεί τελικά να επηρεάσει και άλλα καθεστώτα της περιοχής, με τρόπους που ίσως αυτά δεν περιμένουν.

Εθνος και αναπτυξη στην περιοχη μας

Κλασσικό

Το εθνικό πρόβλημα είναι κάτι που απασχολεί την περιοχή μας εδώ και τουλάχιστον δύο αιώνες – και είναι βέβαια κι ένα από τα αγαπημένα αυτού του μπλογκ. Όταν μιλούσαν για «Ανατολικό Ζήτημα», δεν εννοούσαν στην ουσία αυτό: πώς θα προσαρμοστεί μια πολυεθνοτική-πολυθρησκευτική Αυτοκρατορία, όπως η Οθωμανική, στον σύγχρονο κόσμο των εθνών-κρατών (ο οποίος τότε μόλις άρχιζε να διαμορφώνεται); Το εντυπωσιακό είναι ότι και στον 21ο αιώνα ακόμα δεν έχει βρεθεί μια ικανοποιητική απάντηση: βλέπε τα προβλήματα στα μετα-γιουγκοσλαβικά κράτη (Κοσσυφοπέδιο, Βοσνία, Μακεδονικό), το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά, το Κουρδικό, το Παλαιστινιακό, την κατάσταση στον Λίβανο αλλά και πολύ πιο έντονα, τον Πόλεμο της Συρίας και του Ιράκ.

Η υπανάπτυξη και το όνειρο του έθνους-κράτους

Νομίζω ένα καλό σημείο εκκίνησης για σκέψεις, είναι ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν υπανάπτυκτη σε σχέση με μια άλλη γειτονική της περιοχή. Αυτή είναι βέβαια η Βορειοδυτική Ευρώπη. Ακόμα και σήμερα, σχεδόν όλες οι περιοχές του κόσμου βρίσκουν ότι είναι υπανάπτυκτες, όταν συγκρίνονται με αυτόν τον πυρήνα και τους «κλώνους» της, όπως τη Βόρεια Αμερική ή την Αυστραλία (με μοναδική εξαίρεση κάποιες χώρες της Άπω Ανατολής όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν). Όσον αφορά τα δικά μας, ακόμα κι οι πιο εύπορες μετα-οθωμανικές χώρες (όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ρουμανία) ή οι πιο δυναμικές (όπως η Τουρκία), νιώθουν ελλειμματικές, όταν συγκρίνονται με τις χώρες του πυρήνα. Μοναδική ίσως εξαίρεση είναι το Ισραήλ, το οποίο όμως είναι κι αυτό κατά κάποιον τρόπο κλώνος της Δύσης.

Σε αυτήν τη σύγκριση, πάντα ψάχνουμε να βρούμε τι μας λείπει σε σχέση με τη Βορειοδυτική Ευρώπη και τι μπορούμε να κάνουμε για να καλύψουμε αυτές τις ελλείψεις. Κάποτε ρίχνουμε το φταίξιμο σε εμάς τους ίδιους, που είμαστε ανίκανοι να ακολουθήσουμε, κάποτε στους Δυτικούς, που μας διατηρούν με διάφορους τρόπους σε κατάσταση εξάρτησης. Πάντως, σχεδόν πάντα καταλήγουμε να φανταζόμαστε την κατάσταση στη Βορειοδυτική Ευρώπη ως αυτή στην οποία πρέπει να φτάσουμε.

Αυτό ισχύει και για το θέμα της σχέσης εθνικής ταυτότητας και κράτους. Επί αιώνες οι πρόγονοί μας ζούσαν σε ένα κράτος, το οποίο ήταν πολυεθνοτικό και πολυθρησκευτικό. Το Ανατολικό Ζήτημα δημιουργείται στην ουσία, όταν βλέπουμε τα ανεπτυγμένα έθνη-κράτη της Βορειοδυτικής Ευρώπης και νιώθουμε ότι πρέπει να γίνουμε κι εμείς κάπως έτσι, για να φτάσουμε στο επίπεδο ανάπτυξης που έφτασαν κι αυτά. Επομένως, η βασική ερώτηση ήταν μάλλον αυτή: πώς θα δημιουργηθούν έθνη-κράτη κατά το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο, ξεκινώντας από μια πολυεθνοτική/πολυθρησκευτική πραγματικότητα;

Το δίλημμα: εθνική καθαρότητα ή πολυπολιτισμικότητα;

Η μία απάντηση που δόθηκε, η πιο κλασική, είναι αυτή που παίρνει ως πρότυπο το γαλλικό μοντέλο: να γίνουν συγκεντρωτικά ενιαία κράτη, με μία πρωτεύουσα, μία γλώσσα, μία θρησκεία, και, κατ’ επέκταση, ένα έθνος. Αυτό τον δρόμο ακολούθησαν π.χ. η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και, τελικά, και η κεμαλική Τουρκία (με πιο ιδιαίτερη περίπτωση την Αλβανία, όπου η γλώσσα είναι μία, αλλά οι θρησκείες πολλές). Αυτή η μετάβαση, από την πολυπολιτισμική Αυτοκρατορία στα «καθαρά» έθνη-κράτη, δεν ήταν βέβαια απλή, αλλά συνοδεύτηκε από πολύ αίμα, πολύ πόνο και πληθυσμιακές μετακινήσεις πρωτοφανών διαστάσεων. Τα έθνη που δημιουργήθηκαν με αυτό τον τρόπο κουβαλούν μέσα τους τραύματα, που φαίνεται πως δεν θεραπεύονται εντελώς ακόμα και αν περάσουν αρκετές γενιές. Πάντως, τα κράτη τους είναι φαινομενικά σταθερά. Παρά τις οικονομικές ή άλλες κρίσεις που πέρασαν, διατήρησαν τη συνοχή τους – σε αντίθεση με άλλα όπως η Γιουγκοσλαβία, η Συρία, το Ιράκ. Κι αυτό για πολλούς, κάνει όλες τις θυσίες να αξίζουν.

Η δεύτερη απάντηση, που επιχειρήθηκε να δοθεί από κάποιους, ήταν η δημιουργία μεν νέας ενιαίας εθνο-κρατικής ταυτότητας στα δυτικά πρότυπα, αλλά που να εντάσσει μέσα της διαφορετικές γλώσσες ή/και θρησκείες, αναγνωρίζοντας την (μετα-)οθωμανική πραγματικότητα. Αν θέλαμε να βρούμε ένα σημερινό παράδειγμα στη Δύση, αυτό που θα σκεφτόμασταν μπορεί να ήταν οι ΗΠΑ ή ίσως η Ελβετία. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα μπορούσαμε να πούμε πως πήγαιναν οι προτάσεις του Ρήγα Βελεστινλή ή (με διαφορετικό πρόσημο βέβαια) το ρεύμα των Νεοοθωμανών. Λιγότερο φιλόδοξη ως προς την εδαφική της έκταση ιδέα, αλλά παρόμοιας ίσως λογικής, ήταν και ο μεγαλοσυριακός εθνικισμός.

Ο παναραβισμός, αλλά και ο αλβανικός εθνικισμός, είναι ίσως πιο ενδιάμεσες λύσεις, αφού βασίζονται μεν στην ενιαία γλώσσα, δέχονται όμως κατά κανόνα τη θρησκευτική ποικιλία. Τέλος, μια προσπάθεια που είχε τέτοια στοιχεία ήταν και η μοναρχική Γιουγκοσλαβία του Μεσοπολέμου, όπου επιχειρήθηκε στη βάση ενός συγκεντρωτικού κράτους να δημιουργηθεί μια νέα ταυτότητα που να καλύπτει όλους τους Νότιους Σλάβους διαφορετικών θρησκειών και εθνικών παραδόσεων. Απέτυχε βέβαια, ίσως και γιατί αναπόφευκτα είχε μέσα της ένα στοιχείο επιβολής της πιο σημαντικής συνιστώσας, δηλαδή των Σέρβων, πάνω στους άλλους – όπως αντίστοιχα θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι συνέβαινε και με τους Νεο-Οθωμανούς στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Ο τρίτος δρόμος

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίστηκε και μια τρίτη απάντηση, η οποία εφαρμόστηκε ουσιαστικά σε μία χώρα, στη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία – αν και είχε βέβαια τον πρόδρομό της σε φεντεραλιστικές ιδέες, οι οποίες εμφανίστηκαν στον βαλκανικό χώρα στις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτή ήταν η ομοσπονδία διαφορετικών «δημοκρατιών», η κάθε μία με ξεχωριστή εθνοτική, ίσως και θρησκευτική ταυτότητα, αλλά υπό μια κεντρική κυβέρνηση που κρατάει στα χέρια της κάποιους τομείς-κλειδιά, όπως η εξωτερική πολιτική ή η ασφάλεια, και διευθετεί τις όποιες διαφορές μεταξύ των δημοκρατιών, κατ’ επέκταση και των εθνών. Αυτή η προσέγγιση δέχεται μεν τις διαφορετικές εθνο-κρατικές ιδέες στη βάση γλωσσικών ή θρησκευτικών χαρακτηριστικών ως κάτι αναπόφευκτο, αλλά τις υποτάσσει σε μια ανώτερη αρχή που τις ελέγχει. Έτσι αποφεύγονται οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, διατηρείται η συγκατοίκηση γλωσσών και θρησκειών όπου αυτή υπάρχει, αλλά ικανοποιούνται (;) και οι επιθυμίες εθνο-κρατικής υπόστασης.

Για πολλές δεκαετίες, αυτό το σύστημα έμοιαζε να δουλεύει καλά. Όπως ξέρουμε βέβαια σήμερα, η πραγματικότητα αποδείχτηκε πιο δύσκολη. Η ομοσπονδία στην Γιουγκοσλαβία κατέρρευσε μαζί με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, το σύστημα που τη δημιούργησε. Αυτό που βγήκε από τα συντρίμμια της, είναι έθνη-κράτη στα σύνορα περίπου των σοσιαλιστικών δημοκρατιών, αλλά πιο «καθαρά» από θρησκευτική-γλωσσική άποψη. Η μόνη εξαίρεση, όπου υπάρχει ακόμα ένα είδος πολυεθνοτικής ομοσπονδίας, είναι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη: η οποία είναι όμως ένα παράδειγμα δυσλειτουργικότητας, που επιβιώνει κουτσά στραβά μόνο χάρη στην εξωτερική στήριξη και πίεση.

Ο τρόπος που κατέρρευσε η πρώην Γιουγκοσλαβία έδειξε ίσως ότι τέτοιες ομοσπονδίες δεν είναι φτιαγμένες για να καταργούνται έτσι απλά. Τυπικά, οι συνιστώσες δημοκρατίες βρίσκονταν σε μια εθελοντική ένωση, με δικαίωμα απόσχισης. Στην πράξη, οι ισορροπίες ήταν τέτοιες και τα μεταξύ τους σύνορα ήταν χαραγμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε αυτή η απόσχιση να είναι σχεδόν αδύνατη χωρίς εντάσεις και πιθανόν και αιματοχυσία – και τελικά, όπως ξέρουμε, είχαμε και τις εντάσεις και την αιματοχυσία.

Ένα παράδειγμα: όπως βλέπουμε και στον χάρτη, η έκταση όπου οι Σέρβοι ήταν πλειοψηφία ήταν πολύ διαφορετική από την έκταση της Δημοκρατίας της Σερβίας. Πολλές περιοχές της Κροατίας και της Βοσνίας είχαν σερβική πλειοψηφία – και μάλιστα χωρίς να έχουν καν καθεστώς αυτονομίας, όπως είχαν αντίστοιχα το Κοσσυφοπέδιο και η Βοϊβοντίνα μέσα στη Σερβία. Αν αυτή η «αδικία» είναι κάτι που μπορεί να γινόταν αποδεκτό στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας όπου έτσι κι αλλιώς οι Σέρβοι είχαν το πάνω χέρι, δεν ήταν το ίδιο εύκολα ανεκτό, όταν φαινόταν ότι η ομοσπονδία θα καταρρεύσει και οι Σέρβοι αυτών των περιοχών θα βρεθούν υπό την κυριαρχία κρατών που δεν είναι «δικά τους».

Συμπεράσματα για το σήμερα;

Μπορούμε τελικά να βγάλουμε κάποια άκρη από όλα αυτά, που να μας είναι χρήσιμη για να αντιμετωπίσουμε τα σημερινά προβλήματα; Δεν είναι εύκολο έργο. Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι, παρά το τεράστιο της κόστος, η λύση της εθνο-θρησκευτικής καθαρότητας είναι αυτή που εγγυάται τη σταθερότητα, φέρνοντας ως παραδείγματα τις περιπτώσεις που αναφέραμε πιο πάνω (Ελλάδα, Βουλγαρία, εν μέρει και Τουρκία). Σε αυτή την περίπτωση όμως, θα χρειαστεί ακόμα πολλή δουλειά – και, πιθανότατα, πολύ αίμα: αν π.χ. το πρόβλημα του Κοσόβου είναι θεωρητικά σχετικά εύκολο να λυθεί με τέτοιον τρόπο, δεν ισχύει βέβαια το ίδιο για τη Βοσνία. Και βέβαια, μια τέτοια προοπτική σε Λίβανο-Συρία-Ιράκ ακούγεται σχεδόν εφιαλτική – κι όταν την είδαμε προς στιγμήν να πραγματώνεται, στη μορφή ενός (ουσιαστικά καθαρά αραβικού-σουνιτικού) Ισλαμικού Κράτους, τρομάξαμε δικαιολογημένα. Ακόμα και το κουρδικό έθνος-κράτος αποδείχτηκε τα τελευταία χρόνια πως είναι απίθανο να δημιουργηθεί χωρίς μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές.

Ακόμα όμως κι αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι ένα τίμημα που αξίζει να πληρώσουμε, ποιος εγγυάται τελικά τη σταθερότητα; Το ότι τέτοια κράτη έδειξαν να είναι σταθερά τον τελευταίο αιώνα, δεν σημαίνει ότι θα συνεχίζουν να το κάνουν αυτό για πάντα. Ειδικά σε μια εποχή, όπου η μαζική μετανάστευση μοιάζει αναπόφευκτη, το να διατηρηθεί αυτή η «καθαρότητα» θα είναι τουλάχιστον δύσκολο και θα έχει μεγάλο οικονομικό και ηθικό κόστος – όπως βλέπουμε ήδη από τις πρακτικές που εφαρμόζονται σήμερα π.χ. στα ελληνοτουρκικά σύνορα.

Η δεύτερη λύση, αυτή ενός μεγάλου πολυπολιτισμικού, αλλά παρ’ όλα αυτά κατά κάποιον τρόπο εθνικού και ενιαίου κράτους, σήμερα είναι μάλλον εκτός πραγματικότητας. Τον 18ο και τον 19ο αιώνα, ακόμα και το πρώτο του 20ού, μπορεί όλα να έμοιαζαν πιθανά, αφού οι εθνικές ταυτότητες ακόμα τότε διαμορφώνονταν. Τώρα όμως, είναι ήδη πολύ ισχυρές για να τις αντικαταστήσεις με μια άλλη, χωρίς ξεκάθαρα γλωσσικά ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά.

Μένει η τρίτη λύση, η ομοσπονδιακή, με τις δυσκολίες και το κακό ιστορικό που είδαμε ήδη πιο πάνω. Σημαίνουν όμως αυτά ότι είναι τελειωμένη; Ας μην βιαστούμε να βγάλουμε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το Κυπριακό πάει προς άλλου είδους λύσεις – πώς όμως μπορεί να ξεπεραστεί το σημερινό αδιέξοδο στο Ιράκ και στη Συρία, χωρίς κάποιου είδους ομοσπονδία; Και μήπως ένα ομοσπονδιακό σύστημα να είναι τελικά η μόνη ρεαλιστική λύση σε προβλήματα όπως το Κουρδικό ή το Παλαιστινιακό; Σίγουρα δεν είναι μια συνταγή που εγγυάται σταθερότητα και ειρήνη, αλλά τουλάχιστον δεν κάνει την αιματοχυσία αναπόφευκτη. Κι αυτό ίσως είναι τελικά το καλύτερο στο οποίο μπορούμε να στοχεύουμε.

Η ισλαμοφοβια ως καθηκον;

Κλασσικό

Πριν κάποιες εβδομάδες, έτυχε να διαβάσω ένα άρθρο της Σώτης Τριανταφύλλου στα Νέα, με τίτλο «Λίγες μέρες πριν από μια δίκη». Η δίκη στην οποία αναφέρεται είναι αυτή των συνενόχων στα ισλαμιστικά τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 2015. Το ομολογουμένως πρωτότυπο (τουλάχιστον σε σχέση με ό,τι γνωρίζω εγώ για την ελληνική πραγματικότητα) στοιχείο του άρθρου, είναι πως η συγγραφέας όχι μόνο αποδέχεται την «κατηγορία» της ισλαμοφοβίας, αλλά την θεωρεί περίπου και ως καθήκον:

«Ωστόσο, η ισλαμοφοβία δεν είναι μόνο φυσική· είναι απαραίτητη. Αν και τον όρο επινόησαν οι χειρότεροι εχθροί της δημοκρατίας (οι ισλαμιστές και οι ισλαμόφιλοι), μπορούμε να τον υιοθετήσουμε: σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αγωνιστές και διανοούμενοι που γεννήθηκαν σε μουσουλμανικές οικογένειες αλλά απαρνήθηκαν τη θρησκεία (όλες τις θρησκείες) αυτοπροσδιορίζονται πλέον ως ισλαμοφοβικοί.«

Η ισλαμοφοβία που υπερασπίζεται η Σώτη Τριανταφύλλου, δεν είναι η ισλαμοφοβία των πιστών Χριστιανών, των Εβραίων, των Ινδουϊστών ή των Βουδιστών. Αυτή είναι αναμενόμενη και θα έλεγα (μέχρι ενός σημείου) και θεμιτή: είναι απόλυτα λογικό ότι μια θρησκεία θα φοβάται τις ανταγωνιστικές της. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πιο ιδιότυπη, αλλά ιδιαίτερα σημαντική στη σημερινή Ευρώπη μορφή ισλαμοφοβίας, η οποία βασίζεται σε μια κοσμική ή ακόμα και αθεϊστική κοσμοθεωρία. Οι εκπρόσωποί της φαίνεται να θεωρούν όλες τις θρησκείες ως «κακές»απλά το Ισλάμ είναι η χειρότερη. Ο αγώνας για την εκκοσμίκευση απαιτεί πάλη γενικά ενάντια στις θρησκείες, αλλά το Ισλάμ είναι η θρησκεία που έχει τις πιο έντονες αξιώσεις για πολιτικό ρόλο, άρα πρέπει να είναι ο κύριος στόχος αυτής της πάλης.

Ανάλογα με τις παραλλαγές αυτής της θεωρίας, η ιδιαίτερη επικινδυνότητα του Ισλάμ είτε ξεκινάει ήδη από τα θεμέλιά του (λόγω π.χ. των ιδιαιτεροτήτων του Κορανίου) είτε προκύπτει από τη διαφορετική του εξέλιξη. Μια χαρακτηριστική φράση που έτυχε να ακούσω και συμπυκνώνει αυτή τη δεύτερη άποψη είναι «ο Χριστιανισμός έχει χάσει τα δόντια του». Ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ ήταν δηλαδή εξίσου επικίνδυνες και σκοταδιστικές θρησκείες, αλλά ο πρώτος έχει νικηθεί από τον Διαφωτισμό· τώρα πρέπει να γίνει το ίδιο και με το Ισλάμ.

Μια πρώτη κριτική σε αυτήν την άποψη θα μπορούσε να είναι στον ευρωκεντρισμό της. Ο Χριστιανισμός μπορεί όντως να μοιάζει να «έχει χάσει τα δόντια του» σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου ο πληθυσμός είναι πλέον έτσι κι αλλιώς ελάχιστα θρήσκος. Δεν σημαίνει όμως ότι το ίδιο συμβαίνει στην Αμερική (Βόρεια και Νότια), στην Αφρική ή την Ασία. Η άλλη ιδέα που ακούγεται συχνά, ότι το Ισλάμ «χρειάζεται τη Μεταρρύθμισή του» που θα στρώσει τον δρόμο στον Διαφωτισμό, είναι επίσης προβληματική. Ας μην ξεχνάμε ότι Μεταρρύθμιση προκάλεσε και αυτή πολύ σκληρές και αιματηρές συγκρούσεις στο όνομα της σωστής πίστης. Εξάλλου, το Ισλάμ μεταρρυθμίζεται συνεχώς από τον καιρό που γεννήθηκε, γι’ αυτό υπάρχουν και όλες οι διασπάσεις που πολλοί βλέπουν ως αιτία των σημερινών συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή.

Το κύριο πρόβλημα όμως είναι στο που οδηγούν αυτές οι ιδέες. Πολλοί οπαδοί τους μοιάζουν να πιστεύουν σε μια σύγκρουση «Δύσης-Ισλάμ», η οποία αντιστοιχεί λίγο-πολύ σε μια σύγκρουση Διαφωτισμού και θρησκόληπτου σκοταδισμού. Δεν πρόκειται δηλαδή για την παραδοσιακή σύγκρουση των δύο θρησκειών, Χριστιανισμού και Ισλάμ, αλλά της κοσμικής και ελεύθερης Δύσης από τη μια και των θρησκευόμενων φανατικών Μουσουλμάνων από την άλλη. 

Αυτή η υποτιθέμενη σύγκρουση είναι όμως ανάμεσα σε παρατάξεις, οι οποίες είναι αμφίβολο αν υπάρχουν καν. Η καλύτερα, αν η «Δύση» μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει κάποια υπόσταση (π.χ. μέσω του ΝΑΤΟ, και ίσως άλλων οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ ή η ΕΕ), δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια πολιτική ενότητα που μπορούμε να ονομάσουμε «Ισλάμ». Εκτός βέβαια αν θεωρούσαμε ότι ο Οργανισμός Ισλαμικής Διάσκεψης έχει πραγματική βαρύτητα στην παγκόσμια πολιτική. Δεν νομίζω όμως πως το ισχυρίζεται κάποιος αυτό.

Δεν μιλάμε εδώ για κάτι νέο, αλλά για την πραγματικότητα ήδη από τον πρώτο αιώνα της ύπαρξης του Ισλάμ. Η διάσπαση της «Ούμμα» και οι ενδοϊσλαμικές συγκρούσεις ξεκίνησαν από πολύ νωρίς: οι διάφορες ισλαμικές παρατάξεις ή θρησκευτικές τάσεις δεν δίστασαν ακόμα και να συμμαχήσουν με «άπιστους» εναντίον των (θεωρητικά) ομόθρησκών τους. Ούτε τότε, ούτε σήμερα μπορεί κανείς να μιλάει πειστικά για ισλαμική ενότητα. Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε διάφορες παρατάξεις Μουσουλμάνων (ισλαμιστικές ή κοσμικές) επισκιάζουν τις όποιες δράσεις Ισλαμιστών εναντίον «απίστων»· κάποιος πρέπει να είναι αθεράπευτα ευρωκεντρικός για να μην το βλέπει αυτό. Ως καλύτερο παράδειγμα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το «Ισλαμικό Κράτος»: οι επιθέσεις που έγιναν σε δυτικές χώρες στο όνομά του μπορεί να ήταν εντυπωσιακές, αλλά ο αριθμός των θυμάτων του σε μουσουλμανικές χώρες είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος. Και βέβαια δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι αυτό το μόρφωμα τελικά ηττήθηκε όχι χάρη στις θυσίες Δυτικών ή Ισραηλινών, αλλά σε αυτές των πλειοψηφικά Μουσουλμάνων Κούρδων (έστω υπό κοσμική ηγεσία) και, ακόμα πιο άβολα για τους απανταχού ισλαμοφοβικούς, των Σιιτών συμμάχων του ισλαμιστικού ιρανικού καθεστώτος. Ποιο είναι επομένως αυτό το «Ισλάμ», το οποίο παλεύει ενάντια στη Δύση;

Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς πως το να μιλάμε για «τους Μουσουλμάνους» ως κάτι ενιαίο, είναι τουλάχιστον τόσο εξωπραγματικό όσο το να κάνουμε το ίδιο για τους Χριστιανούς. Η κοινή δράση των Μουσουλμάνων εναντίον της Δύσης είναι μάλλον σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο για τους υπερασπιστές του «δυτικού πολιτισμού» ενάντια στην «ισλαμική απειλή», να αναρωτηθούν γιατί νιώθουν ότι ο πολιτισμός τους απειλείται από κάτι (που οι ίδιοι θεωρούν) τόσο υποδεέστερο και, τελικά, μάλλον είναι πολιτικά ανύπαρκτο. 

Όσο για εμάς, τους κάτοικους της Ανατολικής Μεσογείου, μιας περιοχής δηλαδή που πάντα στην Ιστορία της ήταν σταυροδρόμι διαφορετικών πολιτισμών, θρησκειών και ταυτοτήτων, θα έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί απέναντι σε τέτοιες ιδέες. Το τελευταίο που χρειαζόμαστε όταν αντιμετωπίζουμε τα σημερινά προβλήματα συνύπαρξης, είναι να υιοθετούμε τέτοιες κοσμοθεωρίες, προερχόμενες από περιοχές με πολύ μικρότερη παράδοση πολυπολιτισμικότητας/πολυθρησκευτικότητας. Αν γι’ αυτές τις περιοχές η συνύπαρξη είναι κάτι νέο, στο οποίο φυσιολογικά δυσκολεύονται να προσαρμοστούν, εμείς δεν έχουμε τέτοιες δικαιολογίες.

Μια δευτερη Αραβικη Ανοιξη

Κλασσικό

Πριν λίγα χρόνια, ο κόσμος παρακολουθούσε εντυπωσιασμένος την «Αραβική Άνοιξη». Τα αυταρχικά καθεστώτα των αραβικών χωρών, πολλά από τα οποία ήταν αγκιστρωμένα στην εξουσία για δεκαετίες, έμοιαζαν να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο. Τα γεγονότα είχαν προκαλέσει ενθουσιασμό εντός και εκτός του αραβικού κόσμου, για τον οποίο πολλοί πλέον προέβλεπαν ένα καλύτερο μέλλον.

Αυτή η εικόνα έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τη σημερινή. Η εντύπωση που μένει είναι η γενική αποτυχία της «Αραβικής Άνοιξης», είτε λόγω βίαιης αντεπανάστασης (Αίγυπτος, Μπαχρέιν), είτε λόγω ατελείωτων εμφυλίων πολέμων (Συρία, Λιβύη, Υεμένη). Αυτή η εμπειρία εξηγεί ίσως γιατί δόθηκε τόσο λίγη προσοχή σε ένα νέο κύμα εξεγέρσεων. Οι πιο σημαντικές απ’ αυτές είναι σε δύο (μέχρι στιγμής) χώρες: την Αλγερία και το Σουδάν. Καμία από τις δύο (οι οποίες, ας σημειωθεί, είναι η δεύτερη και η τρίτη μεγαλύτερη πληθυσμιακά αραβική χώρα αντίστοιχα) δεν βρίσκεται στην Ανατολική Μεσόγειο. Και οι δύο συνδέονται όμως με αυτήν κι είναι μάλλον απίθανο τα πρόσφατα γεγονότα να την αφήσουν ανεπηρέαστη.

Το Χιράκ της Αλγερίας

Λίγοι είναι μάλλον αυτοί που θυμούνται πως η Αλγερία ήταν μια από τις πρώτες χώρες που γνώρισαν σημαντικές κινητοποιήσεις κατά την διάρκεια της «πρώτης» Αραβικής Άνοιξης, το 2010-11. Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι διαμαρτυρίες δεν εξελίχθηκαν σε πραγματική εξέγερση όπως στη γειτονική Τυνησία. Κάποιοι θεώρησαν τότε ότι η πρόσφατη πικρή εμπειρία του εμφυλίου πολέμου έκανε τους Αλγερινούς πιο επιφυλακτικούς απέναντι σε ό,τι μπορούσε να φέρει πολιτική αποσταθεροποίηση.

Από τότε πάντως, πολλά έχουν αλλάξει. Το 2013, ο πρόεδρος Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα υπέστη εγκεφαλικό. Λίγοι ξέρουν την πραγματική κατάσταση της υγείας του, το σίγουρο είναι όμως πως από τότε δεν κάνει δημόσιες ομιλίες. Παρ’ όλα αυτά, το 2014 κατέβηκε ξανά ως υποψήφιος και φυσικά, σε συνθήκες απολύτως ελεγχόμενες από το καθεστώς, δεν δυσκολεύτηκε να κερδίσει μια ακόμα πενταετή θητεία – και να συμπληρώσει έτσι δυο δεκαετίες στο ανώτατο αξίωμα της χώρας.

Ο Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα.
Πηγή εικόνας

Ο Μπουτεφλίκα είναι ο ηγέτης που είχε οδηγήσει τη χώρα στην έξοδο από τον εμφύλιο πόλεμο. Επίσης, οι παροχές προς τον πληθυσμό κατά την περίοδο της ραγδαίας ανόδου των τιμών του πετρελαίου (η Αλγερία διαθέτει πλούσια κοιτάσματα και είναι μέλος του ΟΠΕΚ) του είχαν χαρίσει ίσως κάποια δημοφιλία. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι στους Αλγερινούς αρέσει η ιδέα να κυβερνιούνται από κάποιον που είναι, κατά πάσα πιθανότητα, σχεδόν φυτό. Και όταν τον περασμένο Φεβρουάριο φάνηκε καθαρά ότι ο (83χρονος πλέον) Μπουτεφλίκα θα κατέβαινε πάλι υποψήφιος στις εκλογές του 2019, η υπομονή του λαού εξαντλήθηκε.

Η νέα υποψηφιότητα του Μπουτεφλίκα ήταν ένα σημάδι ότι αυτοί που πραγματικά ελέγχουν την κατάσταση στη χώρα, δεν μπορούσαν καν να συμφωνήσουν μεταξύ τους για τη διαδοχή ενός φανερά ανίκανου προέδρου. Αυτή η κοροϊδία, σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα λόγω της πτώσης της τιμής του πετρελαίου και τη βαθιά διαφθορά, ήταν οι αιτίες που έκαναν το κίνημα («Χιράκ» στα αραβικά) να φουντώσει. Ακόμα και οργανώσεις όπως αυτές των βετεράνων του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, ένωσαν τις φωνές τους μαζί του.

Το αρχικό αίτημα των διαδηλώσεων ήταν να ακυρωθεί η υποψηφιότητα του Μπουτεφλίκα. Αυτό ήταν όμως απλά η αφορμή για να εκφραστεί η δυσαρέσκεια προς το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Εξάλλου, οι διαδηλωτές δεν είχαν αυταπάτες: δεν έβλεπαν τον Μπουτεφλίκα παρά σαν έναν αχυράνθρωπο, πίσω από τον οποίο κρύβονταν οι ελίτ που πραγματικά κυβερνούν την χώρα.

Διαδήλωση στο Αλγέρι, 16.04.2019 Πηγή εικόνας

Οι διαδηλώσεις έγιναν τόσο ογκώδεις και δυναμικές, ώστε τελικά ο Μπουτεφλίκα αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 2 Απριλίου. Η Αλγερία έγινε έτσι, μετά την Τυνησία, την Αίγυπτο, την Υεμένη και τη Λιβύη, η επόμενη αραβική χώρα όπου έπεσε η κεφαλή ενός αυταρχικού καθεστώτος, ή τουλάχιστον το προσωπείο του. Επίσης, συνελήφθησαν και κάποιοι υψηλοί αξιωματούχοι και ολιγάρχες συνδεόμενοι με τον Μπουτεφλίκα.

Αυτό βέβαια απέχει πολύ από μια κατάρρευση του καθεστώτος. Η μεταβατική κυβέρνηση σχηματίστηκε από στελέχη του συστήματος που στήριζε τον Μπουτεφλίκα. Αυτοί θα ελέγχουν τα πράγματα κατά την περίοδο μέχρι τη διοργάνωση εκλογών. Πολλοί Αλγερινοί δεν είναι ευχαριστημένοι με αυτό και συνεχίζουν να κατεβαίνουν στους δρόμους. Η έλλειψη οργανωμένης ηγεσίας και κεντρικού συντονισμού, είναι όμως μια σημαντική αδυναμία του αλγερινού κινήματος – σε αντίθεση με την περίπτωση του Σουδάν.

Σουδάν: το τέλος της στρατοκρατίας;

Αν ζητούσαν από κάποιον να ονομάσει τις πιο σημαντικές αραβικές χώρες, το Σουδάν μάλλον δεν είναι μια από τις πρώτες που θα σκεφτόταν. Μπορεί μετά την απόσπαση του Νοτίου Σουδάν να είναι πλέον περισσότερο αραβόφωνη χώρα (και κατά συντριπτική πλειοψηφία μουσουλμανική), παραμένει όμως στα μυαλά πολλών περιφερειακή, μεταβατική ανάμεσα στον αραβικό κόσμο και τη Μαύρη Αφρική.

Κι όμως, το Σουδάν δεν είναι μόνο η τρίτη μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα όπου τα αραβικά είναι η επίσημη γλώσσα (με 40 εκατομμύρια ακολουθεί πίσω από Αίγυπτο και Αλγερία), αλλά διαθέτει και σημαντική κινηματική παράδοση. Η χώρα έχει γνωρίσει στο παρελθόν ήδη δύο εξεγέρσεις που οδήγησαν στην πτώση δικτατορικών κυβερνήσεων (1964, 1985). Το Σουδάν έχει επίσης γνωρίσει στην Ιστορία του τουλάχιστον κάποιες μικρές περιόδους κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αξίζει ακόμα να θυμηθούμε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα του Σουδάν ήταν παραδοσιακά ένα από τα πιο δυνατά του αραβικού κόσμου.

Ούτε η «πρώτη Αραβική Άνοιξη» άφησε το Σουδάν ανεπηρέαστο: από το 2011 και μετά, διάφορα κύματα διαδηλώσεων, ιδιαίτερα αυτό του 2013, απείλησαν το αυταρχικό καθεστώς του Ομάρ αλ-Μπασίρ. Στις αιτίες των διαμαρτυριών ανήκουν και οι οικονομικές δυσκολίες που προκάλεσε η διάσπαση της χώρας το 2011, όταν το Νότιο Σουδάν έγινε ανεξάρτητο. 

Ο στρατηγός Ομάρ αλ-Μπασίρ κυβερνά το Σουδάν από το 1989, όταν ανέτρεψε πραξικοπηματικά την κοινοβουλευτική κυβέρνηση του Σαντίκ αλ-Μάντι. Μεταξύ άλλων, είναι καταζητούμενος από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης ως υπεύθυνος για εγκλήματα πολέμου στο Νταρφούρ. Πηγή εικόνας

Έχοντας όλα αυτά υπόψη, μπορεί κάποιος να κατανοήσει πως κάποιες διαμαρτυρίες  τον Δεκέμβρη του ’18, σε μια επαρχιακή πόλη για την τιμή του ψωμιού, εξελίχθηκαν μέσα σε λίγες μέρες σε μαζικό κίνημα για την ανατροπή του καθεστώτος. Ο πυρήνας των κινητοποιήσεων ήταν ο Σουδανικός Σύνδεσμος Επαγγελματιών, μια ένωση συνδικαλιστικών οργανώσεων, που αφορούν όμως κυρίως επαγγέλματα υψηλής κοινωνικής θέσης, όπως γιατρούς, δημοσιογράφους, δικηγόρους, καθηγητές. Μετά από λίγες μέρες, ο Σύνδεσμος ενώθηκε με άλλες αντιπολιτευόμενες δυνάμεις: πολιτικά κόμματα (από παλιά μάλλον συντηρητικά, όπως το Κόμμα της Ούμμα ή το Λαϊκό Κόμμα Κογκρέσου, μέχρι το Κομμουνιστικό και μικρότερα μπααθικά και νασερικά), τοπικά ένοπλα κινήματα όπως αυτά του Νταρφούρ, οργανώσεις γυναικών, Νουβίων κ.ά. Μαζί σχημάτισαν τη «Συμμαχία για την Ελευθερία και την Αλλαγή», με κεντρικό αίτημα όχι μόνο την απομάκρυνση του Μπασίρ, αλλά και τον σχηματισμό μεταβατικής κυβέρνησης που θα αντιπροσωπεύει ολόκληρη τη σουδανική κοινωνία και θα προετοιμάσει το έδαφος για ελεύθερες εκλογές. Παρά τις δύσκολες συνθήκες, το κίνημα στους επόμενους μήνες όχι μόνο δεν διαλύθηκε, αλλά δεν σταμάτησε να φουντώνει.

Στις 6 του Απρίλη (τέσσερις μέρες μετά την παραίτηση του Μπουτεφλίκα στην Αλγερία), οργανώθηκε μια μεγάλη καθιστική διαμαρτυρία έξω από τα κεντρικά των ενόπλων δυνάμεων. Μπροστά στον κίνδυνο οι αξιωματικοί να χάσουν τον έλεγχο των στρατιωτών τους, στις 11 του μήνα ο στρατός ουσιαστικά αναγκάστηκε να κάνει πραξικόπημα, καθαιρώντας τον Ομάρ αλ-Μπασίρ και θέτοντας τον σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ακόμα ένας Άραβας δικτάτορας ήταν παρελθόν.

Η φωτογραφία αυτής της νεαρής Σουδανής που φωνάζει «Επανάσταση!» μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος, κυκλοφόρησε στις αρχές του Απρίλη και έγινε σύμβολο του σουδανικού κινήματος – και του σημαντικού ρόλου που έπαιξαν οι γυναίκες σε αυτό. Ο Μπασίρ καθαιρέθηκε λίγες μέρες μετά. Πηγή εικόνας

Βέβαια, ένα καθεστώς σαν το σουδανικό δεν εξαφανίζεται απλά όταν φύγει ο επικεφαλής του. Οι διαδηλωτές δεν γύρισαν στα σπίτια τους, αλλά παρέμειναν στους δρόμους, απαιτώντας την παράδοση της εξουσίας από τους στρατιωτικούς στα χέρια των πολιτών. Με αυτόν το στόχο, η Συμμαχία για την Ελευθερία και την Αλλαγή ξεκίνησε συνομιλίες με το «Μεταβατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο», το οποίο είχε αναλάβει την προσωρινή (;) διακυβέρνηση της χώρας.

Σε αντίθεση όμως με την Αλγερία, το σουδανικό καθεστώς έδειξε από την αρχή πως δεν ήταν διατεθειμένο να αφήσει την εξέγερση να εξελιχθεί αναίμακτα. Με βάση πηγές της αντιπολίτευσης, ήδη μέχρι τον Απρίλη υπήρχαν 70 νεκροί. Η αιματηρή καταστολή όχι μόνο δεν σταμάτησε, αλλά κορυφώθηκε μετά την πτώση του Μπασίρ: στις 3 Ιουνίου, ένοπλοι επιτέθηκαν σε συγκέντρωση απέναντι από τη Γενική Διοίκηση του Στρατού στο Χαρτούμ, με απολογισμό πάνω από 100 νεκρούς (πολλά πτώματα πετάχτηκαν στον Νείλο) και τουλάχιστον 70 βιασμούς. Η παραστρατιωτική οργάνωση που θεωρήθηκε υπεύθυνη για αυτήν την επίθεση, είναι οι «Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης» και έχουν ένα ιδιαίτερα σκοτεινό παρελθόν, αφού συνδέονται και με την εθνοκάθαρση στο Νταρφούρ.

Ο Στρατηγός Μοχάμεντ Νταμγκάν Νταγκάλο, γνωστός και ως «Χεμέντι», είναι ο διοικητής των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης. Αν και το Διεθνές Δικαστήριο δεν έχει κατηγορήσει τον ίδιο για εγκλήματα πολέμου στο Νταρφούρ, οι (παρα)στρατιωτικές ομάδες που ελέγχει είναι η μετεξέλιξη αυτών που είχαν δράσει με ιδιαίτερη σκληρότητα στη συγκεκριμένη περιοχή. Πηγή εικόνας

Παρ’ όλα αυτά, το κίνημα πάλι δεν διαλύθηκε. Τελικά, στις 5 Ιουλίου οι δύο πλευρές κατέληξαν σε μια πρώτη συμφωνία: οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν σε 3 χρόνια και 3 μήνες, ενώ μέχρι τότε η χώρα θα κυβερνάται από ένα εντεκαμελές συμβούλιο που θα αποτελείται από 6 πολίτες και 5 στρατιωτικούς. Τους πρώτους 21 μήνες θα προεδρεύει του συμβουλίου ένας στρατιωτικός και στη συνέχεια ένας πολίτης. Ένα μέρος των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων, όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα και κάποια από τα τοπικά ένοπλα κινήματα, θεώρησαν τη συμφωνία ως ήττα και συνθηκολόγηση με τη σουδανική χούντα και τάχθηκαν εναντίον της. Πολλοί Σουδανοί όμως πανηγύρισαν γι’ αυτήν ως νίκη του κινήματος, που πετυχαίνει τη μετάβαση στη δημοκρατία αποφεύγοντας τον εμφύλιο πόλεμο. Το μέλλον θα δείξει αν έχουν δίκαιο, αλλά τουλάχιστον αυτήν τη στιγμή δικαιούνται να χαρούν.

Πανηγυρισμοί στους δρόμους μετά την επίτευξη συμφωνίας για την πολιτική μετάβαση στο Σουδάν. Πηγή εικόνας

Η αραβική εξέγερση συνεχίζεται;

Τελικά, βλέπουμε όντως στην Αλγερία και το Σουδάν τη συνέχεια της Αραβικής Άνοιξης; Τι είναι αυτό που συνδέει τα δυο αυτά κινήματα με τις εξεγέρσεις του 2011 και τι αυτό που τα ξεχωρίζει;

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι οι Αλγερινοί και οι Σουδανοί έχουν πάρει κάποια μαθήματα από τις αποτυχίες των προηγούμενων εξεγέρσεων. Το ότι τονίζουν όσο μπορούν τον ειρηνικό χαρακτήρα των κινημάτων τους, φωνάζοντας «ειρηνικά, ειρηνικά», είναι κατανοητό ακριβώς λόγω αυτής της ιστορίας: γνωρίζουν πολύ καλά σε ποια κατάσταση βρίσκονται η Συρία, η Λιβύη και η Υεμένη (αν και θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει ότι η φιλειρηνική διάθεση δεν έλειπε από τους πρώτες διαδηλωτές και σε αυτές τις χώρες, χωρίς τελικά να εμποδίσει την τραγική κατάληξη).

Το πιο σημαντικό μάθημα όμως βρίσκεται ίσως στη σύγκριση με την Αίγυπτο, με την οποία το Σουδάν και η Αλγερία μοιάζουν ως προς τον στρατοκρατικό χαρακτήρα του καθεστώτος (σε αντίθεση π.χ. με τη Συρία, στις τρεις αυτές χώρες ο στρατός είναι πρακτικά πιο σημαντικός και από τον ίδιο τον πρόεδρο και τον κύκλο του). Ενώ οι Αιγύπτιοι διαδηλωτές το 2011 θεώρησαν ότι νίκησαν μόλις ο στρατός εξώθησε τον Μουμπάρακ σε παραίτηση και ανέλαβε ο ίδιος άμεσα την εξουσία, στην Αλγερία και το Σουδάν παρέμειναν στους δρόμους απαιτώντας τη μετάβαση σε πολιτική κυβέρνηση. Επίσης, απαιτούν το μεταβατικό διάστημα προς τις εκλογές να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερο (4 χρόνια είχε ζητήσει η Συμμαχία για την Ελευθερία και την Αλλαγή στο Σουδάν), έτσι ώστε να δοθεί αρκετός χρόνος σε νέες πολιτικές δυνάμεις να οργανωθούν – και να μην επωφεληθούν οι εκπρόσωποι του παλιού καθεστώτος ή οι ισλαμιστές, όπως π.χ. στην Αίγυπτο ή την Τυνησία. 

Το κοινό όμως με τις εξεγέρσεις του 2011, είναι ο φόβος των συντηρητικών αραβικών καθεστώτων απέναντί τους. Η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το καθεστώς του Σίσι στην Αίγυπτο μοιάζουν να έχουν δημιουργήσει έναν άξονα που θυμίζει ίσως την Ιερά Συμμαχία στην Ευρώπη πριν δύο αιώνες.  Στο Σουδάν, από τη στιγμή που η παραμονή του Μπασίρ στην εξουσία ήταν αδύνατη, έχουν κάνει ό,τι μπορούν για να ενισχύσουν το Μεταβατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο, το οποίο βλέπουν ως εγγύηση για τη διατήρηση του στάτους κβο. 

Τι θα πετύχουν τελικά τα κινήματα του Σουδάν και της Αλγερίας και τι θα σημαίνει αυτό για τον αραβικό και τον ευρύτερο μεσογειακό κόσμο; Οι προβλέψεις είναι δύσκολες ακόμα και γι’ αυτούς που έχουν καλή γνώση της περιοχής. Αυτό όμως που επιβεβαιώνεται, είναι ότι η Αραβική Άνοιξη δεν ήταν απλά ένα περαστικό ξέσπασμα. Ήταν η αρχή μιας γενικής κρίσης εμπιστοσύνης προς τα αραβικά καθεστώτα από τους λαούς τους. Αυτή η κρίση μπορεί να καταλήξει σε προοδευτικές επαναστάσεις, σε χαοτικούς εμφυλίους πολέμους ή σε νέες μορφές αυταρχισμού  – μέχρι στιγμής, έχουμε ήδη δει και τα τρία. 

Αν υπάρχει κάτι που μοιάζει σχετικά σίγουρο, είναι πως η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να διατηρηθεί μακροχρόνια. Τα αραβικά κράτη δεν χαρακτηρίζονται μόνο από προβληματικές οικονομίες, υψηλή ανεργία, τεράστια δημοκρατικά ελλείμματα, βαθιά διαφθορά, οικολογική κρίση. Έχουν και έναν πολύ νεανικό πληθυσμό, ο οποίος από τη φύση του δεν μπορεί να τα ανεχθεί όλα αυτά επ’ άπειρο.

Οι εξεγέρσεις στο Σουδάν και την Αλγερία, ασχέτως της τελικής κατάληξής τους, ήρθαν για να υπενθυμίσουν αυτήν την πραγματικότητα. Όχι μόνο στα αραβικά (και άλλα) καθεστώτα, τα οποία είχαν ανακουφιστεί από την αποτυχία των εξεγέρσεων, αλλά και σε όσους πρώην θαυμαστές της Αραβικής Άνοιξης (εντός και εκτός αραβικού κόσμου) είχαν για τους ίδιους λόγους απογοητευτεί πρόωρα. Η Ιστορία μας έχει διδάξει ότι η περίοδος μετάβασης από ένα παλιό σύστημα στο νέο, είναι συνήθως μακρά κι έχει μέσα της και πολλά πισωγυρίσματα και τραγικές αποτυχίες. Γιατί οι αραβικές χώρες να αποτελέσουν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα; Ειδικά εμείς στη βόρεια ακτή της Μεσογείου, που έχουμε δει στα τελευταία χρόνια τα κινήματα στις χώρες μας είτε να ηττώνται καθαρά είτε να ατονούν με τον καιρό, δεν αποκλείεται να κοιτάξουμε σύντομα πάλι στην απέναντι νότια ακτή για πηγές έμπνευσης – όπως έγινε και το 2011.


Πηγές:

Συγκρουσεις θρησκευτικων ταυτοτητων;

Κλασσικό

Όποιος παρακολουθεί στις μέρες μας τις ειδήσεις ή τις συζητήσεις για τη Μέση Ανατολή σε αγγλόφωνα μέσα, θα ακούσει συχνά όρους όπως «sectarianism», «sectarian divide», «sectarian violence» κ.λ.π. O αντίστοιχος όρος στα αραβικά είναι ταϊφίγια. Στα ελληνικά, μπορεί να μεταφραστεί ίσως ως «σεκταρισμός», αν και δεν πρέπει φυσικά να τον μπερδεύουμε με τον ιδεολογικό σεχταρισμό: το θέμα είναι οι (εθνο-)θρησκευτικοί διαχωρισμοί. 

Ο διαχωρισμός του πληθυσμού με βάση θρησκευτικές ταυτότητες δεν είναι φυσικά κάτι νέο στη Μέση Ανατολή. Τον ξέρουμε εξάλλου και από τις υπόλοιπες (μετα-)οθωμανικές κοινωνίες – και όχι μόνο. Πολλοί όμως περίμεναν ότι η κοινωνική πρόοδος θα έκανε τέτοιους διαχωρισμούς να μοιάζουν ξεπερασμένοι. Αντί για αυτό, βρεθήκαμε στον 21ο αιώνα στο σημείο αυτοί να θεωρούνται από πολλούς ως ο πιο κρίσιμος παράγοντας για το μέλλον της περιοχής: από το Ιράκ, τη Συρία και το Λίβανο μέχρι την Υεμένη, τη Σαουδική Αραβία ή το Μπαχρέιν. Ο φόβος για τον «σεκταρισμό» είναι τόσο μεγάλος, ώστε να επισκιάζει άλλα προβλήματα της περιοχής, που υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να είναι πρώτης προτεραιότητας: π.χ. η λειψυδρία, η ερημοποίηση, το δημογραφικό ή η μεγάλη ανισοκατανομή του πλούτου.

Δεν λείπει βέβαια και ο αντίλογος, από πρόσωπα όπως π.χ. ο Ουσάμα Μακντίσι, ο Ναντέρ Χασέμι ή ο Ντάνυ Πόστελ. Η επιμονή στον «σεκταρισμό» για να εξηγήσει κάποιος όλα τα ζητήματα της Μέσης Ανατολής κατηγορείται ως μια μορφή οριενταλισμού, αφού αντίστοιχες μορφές διαχωρισμού, είτε αυτές βασίζονται στη θρησκεία είτε όχι, υπάρχουν και σε άλλες περιοχές του κόσμου (μεταξύ άλλων και στις ΗΠΑ π.χ. ανάμεσα σε Λευκούς, Αφροαμερικανούς ή Λατίνους). Εξάλλου, δεν μπορεί να αγνοήσει κάποιος και τον ρόλο της Δύσης στη διαμόρφωση ή και μεγέθυνση του συγκεκριμένου διαχωρισμού στη Μέση Ανατολή. 

Κανείς φυσικά δεν αρνείται ότι οι θρησκευτικές-κοινοτικές ταυτότητες παίζουν ρόλο στις σημερινές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή – αλλά ούτε κανείς μπορεί να ισχυριστεί ότι καθορίζουν τα πάντα. Αυτό γίνεται φανερό παίρνοντας για παράδειγμα το ίσως πιο καυτό ζήτημα σήμερα στην περιοχή: τον πόλεμο στη Συρία. Μπορεί όντως η πλειοψηφία των Αλαουιτών, αλλά και των άλλων μειονοτικών κοινοτήτων (Χριστιανοί, Δρούζοι, Ισμαηλίτες, Δωδεκατιστές Σιίτες), να στηρίζει ή να ανέχεται το καθεστώς Άσαντ, ενώ αντίθετα η ένοπλη αντιπολίτευση είναι πλέον σχεδόν αποκλειστικά σουνιτική. Παράλληλα όμως, ο Άσαντ διατηρεί (τουλάχιστον) και την ανοχή μεγάλης μερίδας της σουνιτικής οικονομικής ελίτ στις πόλεις, ενώ δεν λείπουν οι Σουνίτες από σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Εξάλλου, ένα μεγάλο μέρος των εσωτερικών προσφύγων που μετακινήθηκαν από τις περιοχές των ανταρτών σε αυτές που ακόμα ελέγχει ο Άσαντ είναι Σουνίτες και η πλειοψηφία του πληθυσμού εκεί παραμένει σουνιτική. Και αν όντως το βαθύτερο πρόβλημα στη Μέση Ανατολή είναι οι θρησκευτικές διαιρέσεις, πως εξηγείται ότι η Λιβύη, ένα από τα πιο θρησκευτικά ομοιογενή κράτη στην περιοχή (97% του πληθυσμού είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι), βυθίστηκε και αυτή στον εμφύλιο πόλεμο;

Η γεωγραφική κατανομή των θρησκευτικών κοινοτήτων στην περιοχή του Λεβάντε (δεν φαίνεται η σιιτική πλειοψηφία στο νότιο-κεντρικό Ιράκ).

Αναζητώντας τις ρίζες του «σεκταρισμού»

Η πιο εύκολη ερμηνεία της σημερινής κατάστασης είναι ότι πρόκειται για τη συνέχεια προαιώνιων εχθροτήτων: Μουσουλμάνων-Χριστιανών, Σουνιτών-Σιιτών κ.λ.π. Αν όμως τα πράγματα είναι τόσο απλά, γιατί τέτοιες συγκρούσεις δεν κυριαρχούσαν στην περιοχή πριν μερικές δεκαετίες; Ο διαχωρισμός σε θρησκευτικές κοινότητες υπήρχε φυσικά από τότε. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 όμως, ως η πιο σημαντική διχοτόμηση του αραβικού κόσμου θεωρούνταν αυτή ανάμεσα στα «προοδευτικά» (αδέσμευτα έως φιλοσοβιετικά) ρεπουμπλικανικά καθεστώτα και στις συντηρητικές (και φιλοδυτικές) μοναρχίες. Στην πρώτη ομάδα ξεχώριζε η Αίγυπτος του Νάσερ και στη δεύτερη η σαουδαραβική δυναστεία: δηλαδή Σουνίτες και από τις δύο πλευρές. Η διαφορά εκφραζόταν περισσότερο με ιδεολογικούς παρά με «σεκταριστικούς» όρους.

Ο διαχωρισμός Σουνιτών-Σιιτών μάλλον σπάνια θεωρούνταν πολιτικά σημαντικός και πολλοί στον κόσμο ίσως δεν τον γνώριζαν καν. Για να φτάσουμε από εκεί στη σημερινή κατάσταση, έπρεπε να μεσολαβήσουν κάποια συνταρακτικά γεγονότα. Το πρώτο, κατά τη γνώμη πολλών αναλυτών, ήταν η Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν το 1979. Το ίδιο το καθεστώς του Χομεϊνί μπορεί να μην έβλεπε απαραίτητα τον εαυτό του ως εκπρόσωπο ενός σιιτικού σεκταρισμού. Αντίθετα, προωθούσε έναν αντιιμπεριαλιστικό λόγο που απευθυνόταν σε όλους τους Μουσουλμάνους. Ακριβώς όμως αυτή η ρητορική «εξαγωγής» της Επανάστασης δεν μπορούσε παρά να ανησυχήσει τα γειτονικά εύπορα και φιλοδυτικά καθεστώτα των χωρών του Κόλπου. Ο συνδυασμός Ισλάμ, επαναστατικότητας και αντιιμπεριαλισμού τους φαινόταν ως ένας μεγάλος κίνδυνος – και μάλλον δεν είχαν άδικο. Αφού μια ισλαμική επανάσταση μπορεί να ανατρέψει μια φιλοδυτική μοναρχία όπως αυτή του Σάχη στο Ιράν, γιατί να μην ανατραπεί με παρόμοιο τρόπο π.χ. και η σαουδική μοναρχία; Η κατάληψη του Μεγάλου Τζαμιού της Μέκκας από εξτρεμιστές ισλαμιστές στα τέλη του 1979 έμοιαζε να επιβεβαιώνει αυτούς τους φόβους.

Το ότι αυτή η επικίνδυνη ρητορική προερχόταν από μια σιιτική χώρα (και επιπλέον μη αραβική), ήταν επόμενο να χρησιμοποιηθεί από σουνιτικά καθεστώτα ως γραμμή άμυνας απέναντί της. Η Σαουδική Αραβία αποφάσισε να αγωνιστεί ενάντια στη «σιιτική» (βλέπε ιρανική) επιρροή, προωθώντας την ιδέα ότι οι Σιίτες είναι επικίνδυνοι αιρετικοί – ή ακόμα και μη πραγματικοί Μουσουλμάνοι. Από την άλλη, το νέο ιρανικό καθεστώς, αντιμετωπίζοντας έναν εχθρικό περίγυρο, ήθελε να ενισχύσει φιλικές ομάδες στις γειτονικές χώρες. Οι περισσότερες ομάδες που ήταν πρόθυμες να συνεργαστούν μαζί του ήταν, αναμενόμενα, σιιτικές (αν και με εξαιρέσεις: η πιο γνωστή είναι η σουνιτική παλαιστινιακή Χαμάς). Η ένταση ανάμεσα σε Ιράν και Σαουδική Αραβία, εξελίχθηκε έτσι περίπου μοιραία σε σύγκρουση Σιιτών-Σουνιτών – ακόμα και αν ουσιαστικά ήταν περισσότερο γεωπολιτική παρά θρησκευτική. 

Πανό της Χεζμπολάχ σε σιιτική συνοικία της Βηρυτού το 2011 (πάνω δεξιά ο ηγέτης Χασάν Νασράλαχ). Η σιιτική οργάνωση δημιουργήθηκε με τη βοήθεια του Ιράν στη δεκαετία του ’80, κατά τη διάρκεια του λιβανέζικου εμφυλίου πολέμου.

Κατά τη δεκαετία του ’90, η ένταση στις σαουδο-ιρανικές σχέσεις υποχώρησε κάπως. Με τον νέο αιώνα όμως, ήρθε το δεύτερο μεγάλο γεγονός: η αμερικάνικη εισβολή στο Ιράκ το 2003. Το καθεστώς του Σαντάμ Χουσέιν, παρά την αναμφισβήτητη σκληρότητά του, ήταν σημαντικό μέρος μιας ισορροπίας στην περιοχή. Αφού διαταράχτηκε αυτή η ισορροπία, οι γειτονικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να μείνουν αμέτοχες. Για την Τεχεράνη, η κατάρρευση του καθεστώτος ήταν μια ευκαιρία για να σπάσει την περικύκλωσή της, φροντίζοντας να εξασφαλίσει την επιρροή της στο νέο Ιράκ – και ο πιο εύκολος τρόπος να το κάνει αυτό ήταν η στήριξη ντόπιων σιιτικών ομάδων.  Από την άλλη, η Σαουδική Αραβία και άλλες σουνιτικές δυνάμεις είδαν αυτές τις κινήσεις ως προσπάθεια δημιουργίας ενός «σιιτικού μισοφέγγαρου».

Η πατρότητα του όρου «Σιιτική Ημισέληνος» ανήκει στον βασιλιά Αμπντάλα Β’ της Ιορδανίας, ο οποίος περιέγραψε έτσι το 2004 τη σχηματιζόμενη ζώνη επιρροής του Ιράν, η οποία θα συμπεριελάμβανε πλέον όχι μόνο τη Συρία του Άσαντ και τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο, αλλά και το μετά-Σαντάμ Ιράκ. Σήμερα, οι χώρες του Κόλπου φοβούνται και την επέκταση της στην Υεμένη ή το Μπαχρέιν. Στην εικόνα πάνω, φαίνεται το ποσοστό των Σιιτών στον μουσουλμανικό πληθυσμό του κάθε κράτους.
Πηγή εικόνας

Το άνοιγμα του Ιράκ τόσο στην ιρανική επιρροή όσο και στην εισροή σουνιτικών τζιχαντιστικών ομάδων (μεταξύ αυτών και η Αλ Κάιντα, από την οποία μετεξελίχθηκε το γνωστό πλέον σήμερα Ισλαμικό Κράτος) επιτάχυνε τη «σεκταροποίηση» της πολιτικής ζωής. Τρία χρόνια μετά την αμερικανική εισβολή, το 2006, η χώρα βρισκόταν ήδη σε περίπου εμφυλιοπολεμική κατάσταση. Η αιματηρή σύγκρουση Σιιτών-Σουνιτών στο Ιράκ δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει τον τρόπο οι δυο κοινότητες έβλεπαν η μια την άλλη, σε όλο τον αραβικό κόσμο – και όχι μόνο.

Το μαυσωλείο Αλ-Ασκάρι στη Σαμάρα, ένας από τους ιερότερους τόπους του σιιτικού Ισλάμ, έγινε στόχος βομβιστικής επίθεσης το 2006 και μιας δεύτερης το 2007. Αν και δεν υπήρξαν νεκροί, η πρώτη επίθεση εξόργισε τη σιιτική κοινότητα και θεωρείται από πολλούς ως σημείο έναρξης της εμφύλιας σύρραξης που συντάραξε το Ιράκ μέχρι το 2008.
Πηγή εικόνας

Ο Ιορδανός Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουι (1966-2006) ήταν ο ηγέτης του ιρακινού παραρτήματος της Αλ Κάιντα και γνωστός για ακραίες αντι-σιιτικές απόψεις. Θεωρείται ότι είχε σημαντική ευθύνη στο να κατευθυνθεί η σουνιτική τζιχαντιστική βία εναντίον των Σιιτών, σε σημείο που να τον επικρίνει ακόμα και η ανώτερη ηγεσία της Αλ Κάιντα. 
Πηγή εικόνας

Το τρίτο σημαντικό γεγονός ήταν το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης το 2011. Στα αρχικά της στάδια, πολλοί την έβλεπαν σαν το ξεπέρασμα των «σεκταριστικών» διαφορών. Η πρώτη εντύπωση που δόθηκε ήταν ότι οι νέοι στις αραβικές χώρες ενώθηκαν για να παλέψουν ενάντια στα καθεστώτα τους, ανεξαρτήτως θρησκείας, εθνικότητας ή ακόμα και ιδεολογίας. Χαρακτηριστικές είναι οι εικόνες των Αιγυπτίων Χριστιανών που σχημάτιζαν κύκλο για να προστατεύσουν τους Μουσουλμάνους συμπατριώτες τους που προσεύχονταν, κατά τη διάρκεια των κοινών τους διαδηλώσεων.

Αυτή η ελπιδοφόρα εικόνα άλλαξε γρήγορα. Οι επιθέσεις εναντίον Χριστιανών στην Αίγυπτο, η κατάπνιξη της (κατηγορούμενης ως σιιτικής) εξέγερσης στο Μπαχρέιν με τη βοήθεια των γειτονικών σουνιτικών κρατών, η βίαιη σύγκρουση ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και τους σιίτες αντάρτες Χούθι στην Υεμένη, μα πάνω από όλα η τροπή που πήρε η εξέγερση στη Συρία, με την στρατιωτικοποίηση και τη «σουνιτοποίησή» της και κυρίως την εξάπλωση του ακραίου αντι-σιιτικού Ισλαμικού Κράτους: όλα αυτά δημιούργησαν την εντύπωση γενικευμένου πολέμου Σιιτών-Σουνιτών. Τόσο το Ιράν όσο και η Σαουδική Αραβία χρησιμοποίησαν διχαστική γλώσσα για να δικαιολογήσουν τη στήριξη σε φιλικά καθεστώτα που κινδύνευαν: το Ιράν παρουσίασε την αντιπολίτευση στον Άσαντ συνολικά ως φανατισμένους σουνίτες τρομοκράτες, ενώ η Σαουδική Αραβία είδε την εξέγερση στο Μπαχρέιν, όπως και αυτή των Χούθι, ως υποκινούμενες από το Ιράν και μέρος μιας γενικότερης σιιτικής συνωμοσίας.

Η εκτέλεση του δημοφιλή σιίτη κληρικού Νιμρ αλ Νιμρ (2016) στη Σαουδική Αραβία, γνωστού για τη δράση του για τα δικαιώματα της σιιτικής μειονότητας στη χώρα, προκάλεσε κύμα διαμαρτυριών σε όλη την περιοχή (όπως στο Ιράκ, βλέπε φωτογραφία) και ήταν ακόμα ένα από τα στοιχεία που ενίσχυσαν την εικόνα «σεκταριστικής σύγκρουσης».
Πηγή εικόνας

Σε μια εποχή που όλα είναι πάλι ρευστά και από τη στιγμή που οι εξεγέρσεις εξελίχθηκαν σε αιματηρή σύγκρουση, μάλλον δεν προκαλεί έκπληξη ότι πολλοί άνθρωποι προτίμησαν να περιχαρακωθούν στην ασφάλεια των κοινοτικών τους ταυτοτήτων. Εξάλλου, η υποβάθμιση των κρατικών υπηρεσιών και του κοινωνικού κράτους (μέρος της παγκόσμιας στροφής προς τον νεοφιλελευθερισμό) τους είχε οδηγήσει ήδη από τα προηγούμενα χρόνια στο να αναζητήσουν καταφύγιο στα ενδοκοινοτικά τους δίκτυα. Τελικά, φάνηκε ότι έλειπαν και εναλλακτικές ενωτικές ιδεολογίες, ικανές να κινητοποιήσουν τις μάζες να παλέψουν στο όνομά τους, ξεπερνώντας τα «σεκταριστικά» όρια: ο παναραβισμός ή ο κομμουνισμός, που έπαιξαν αυτό τον ρόλο στο παρελθόν, είχαν χάσει για διάφορους λόγους την αξιοπιστία τους.

Εδώ είναι που μπορούμε ίσως να δούμε την κατάσταση της περιοχής σε ένα ευρύτερο παγκόσμιο πλαίσιο. Μπορεί να είναι σημάδι μιας εποχής όπου η ταύτιση με «παραδοσιακές κοινότητες» (πραγματικές ή φανταστικές) κερδίζει έδαφος παγκοσμίως, από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη μέχρι την Ινδία και τη Ρωσία. Απλά, η φύση αυτών των παραδοσιακών ταυτοτήτων διαφέρει ανάλογα με τις τοπικές ιδιαιτερότητες: αλλού μπορεί να είναι γλωσσικές-εθνικές, αλλού θρησκευτικές, αλλού φυλετικές και αλλού τοπικιστικές.

Το μεγάλο ξεκαθάρισμα;

Ο όρος «μεγάλο ξεκαθάρισμα» (Great Sorting-Out)  προέρχεται από τον Αμερικανό ειδικό για τη Συρία Τζόσουα Λάντις. Με βάση αυτήν τη λογική, υπάρχουν αναλογίες των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή με ό,τι έγινε παλαιότερα στην Ευρώπη, όταν μέσα από πολυεθνικές αυτοκρατορίες γεννήθηκαν μικρά αλλά εθνο-θρησκευτικά ομοιογενή κράτη. Εδώ μπορούμε φυσικά να κάνουμε τη σύγκριση και με τα «δικά μας», δηλαδή τη βόρεια πλευρά της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Βαλκάνια, Μικρά Ασία, Κρήτη, Κύπρος. Σε αυτές τις περιοχές, η παλιά εθνο-θρησκευτική ποικιλία δεν κατάφερε να επιβιώσει από τις δραματικές αλλαγές του προηγούμενου αιώνα. Η πολυθρησκευτική Αλβανία ή κάποιοι θύλακες εντός των εθνών-κρατών (π.χ. Θράκη στην Ελλάδα, Δοβρουτσά στη Ρουμανία, Σαντζάκι σε Σερβία και Μαυροβούνιο) μοιάζουν να είναι απλά οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Είναι αλήθεια ότι και στις αραβικές χώρες υπήρξαν κάποιες (βίαιες ή μη) μετακινήσεις πληθυσμών τα τελευταία χρόνια, οι οποίες μοιάζουν να ενισχύουν την υπόθεση ότι κι εκεί τα πράγματα κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά, οι διάφορες συγκρούσεις στην περιοχή δεν οδήγησαν σε μόνιμες αλλαγές συνόρων, που να φέρνουν περισσότερη εθνο-θρησκευτική «καθαρότητα» – με μοναδική ίσως εξαίρεση τη διάσπαση του Σουδάν.

Η στιγμή αυτή φαινόταν ίσως να φτάνει πριν από μερικά χρόνια. Το «Ισλαμικό Κράτος» είχε επεκταθεί στη Συρία και στο Ιράκ, καταργώντας πρακτικά το σύνορο ανάμεσα στις δύο χώρες, και ενώνοντας τους Σουνίτες Άραβες που κατοικούσαν και στις δύο πλευρές του. Η περιοχή που ακόμα έλεγχε το καθεστώς Άσαντ κατοικούνταν σε υψηλό ποσοστό από Αλαουίτες και άλλες θρησκευτικές μειονότητες. Τα κουρδόφωνα τμήματα τόσο του βόρειου Ιράκ όσο και της βόρειας Συρίας ελέγχονταν από κουρδικές ένοπλες ομάδες. Όσο για την (κυριαρχούμενη από Σιίτες) κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ, ο έλεγχος της περιοριζόταν κυρίως στις νοτιο-κεντρικές περιοχές της χώρας, όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι σιιτική.

Ο εδαφικός έλεγχος της Συρίας και του Ιράκ από τις διάφορες δυνάμεις τον Ιανουάριο 2015.
Πηγή εικόνας (τροποιημένη)

Σήμερα, αυτή η κατάσταση έχει αλλάξει για ακόμα μια φορά. Το συριο-ιρακινό σύνορο αποκαταστάθηκε στην αρχική μορφή του. Ο Άσαντ ελέγχει το μεγαλύτερο τμήμα της Συρίας, συμπεριλαμβανομένων πολλών σχεδόν καθαρά σουνιτικών περιοχών. Η προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης του ιρακινού Κουρδιστάν φαίνεται προς το παρόν να έχει ναυαγήσει και αν υπήρχαν ελπίδες για ένα εντελώς ανεξάρτητο συριακό Κουρδιστάν, μάλλον δεν είναι ούτε αυτές πολλές τελευταία. Όσο για τους Άραβες Ιρακινούς, έχουν εξαντληθεί από τα πολλά χρόνια αιματηρών συγκρούσεων και μια (ίσως νέας μορφής) ιρακινή εθνική ιδέα και ταυτότητα μοιάζει να ανακάμπτει (βλέπε σχετική συνέντευξη). Επίσης, ο Λίβανος κατάφερε μετά από μεγάλη καθυστέρηση να πραγματοποιήσει τελικά βουλευτικές εκλογές και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας φαίνεται να μην απειλείται άμεσα. Με λίγα λόγια: οι εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί και οι μετακινήσεις πληθυσμών δεν έχουν μεταφραστεί και σε σταθερά νέα σύνορα (με κάποιες εξαιρέσεις ίσως).

Εδαφικός έλεγχος της Συρίας και του Ιράκ τον Απρίλιο 2019.
Κόκκινο: Συριακή/Ιρακινή Κυβέρνηση
Κίτρινο: Κουρδικές Δυνάμεις
Πράσινο: Συριακή Αντιπολίτευση/Τουρκία
Μαύρο: Ισλαμικό Κράτος
https://isis.liveuamap.com/


Είναι τελικά αυτό που παρατηρούμε σήμερα μια εθνική ολοκλήρωση του «οθωμανικού Νότου», κατά τα πρότυπα του δικού μας «οθωμανικού Βορρά», με τη δημιουργία θρησκευτικά ομοιογενών κρατών; Αν ισχύει αυτό, τότε ακόμα βρισκόμαστε στην αρχή του δρόμου. Η περιοχή απέχει πολύ από αυτήν την ομοιογένεια και για να φτάσει μέχρι εκεί θα έπρεπε να χυθεί πολύ αίμα ακόμα και να μετακινηθούν πολύ μεγαλύτεροι πληθυσμοί. Για το συμφέρον των λαών της περιοχής, όχι μόνο των αραβικών αλλά και το δικό μας ως γειτόνων, πρέπει να ελπίζουμε ότι υπάρχουν και άλλοι δρόμοι. 

Οι προβλέψεις είναι γενικά δύσκολες για αυτή την περιοχή και λίγοι θα διακινδύνευαν να τις κάνουν. Μπορούμε όμως να συγκρατήσουμε ότι, ακόμα και με τη σημερινή κατάσταση, πολλά στοιχεία φαίνεται να δείχνουν ότι ένας απόλυτος διαχωρισμός είναι δύσκολος έως αδύνατος. Η συμβίωση ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες της Μέσης Ανατολής μπορεί να περνά μια από τις σκληρότερες δοκιμασίες στην Ιστορία της, αλλά δεν έχουμε φτάσει σε σημείο που μπορεί κάποιος εύκολα να την ξεγράψει.

 

Άρθρα-Βιβλία:

  • Nader Hashemi & Danny Postel (2017): Sectarianization: Mapping the
    New Politics of the Middle East, The Review of Faith & International Affairs, 15:3, 1-13, DOI: 10.1080/15570274.2017.1354462
  • Daniel Byman (2014): Sectarianism Afflicts the New Middle East, Survival, 56:1, 79-100, DOI: 10.1080/00396338.2014.882157
  • Michael Gasper (2016): Sectarianism, Minorities, and the Secular State in the Middle East- Review Article. Int. J. Middle East Stud. 48 (2016), 767–778 doi:10.1017/S002074381600091X
  • Hassan Mneimneh (2016): From Communitarianism to Sectarianism: The Trajectory of Factionalism in the Arab Middle East. The Muslim World 106(1):62-82, DOI: 10.1111/muwo.12134
  • Heather M. Robinson, Ben Connable, David E. Thaler, Ali G. Scotten (2018): Sectarianism in the Middle East – Implications for the United States. RAND Corporation.
  • Ingrid Løland (2019): Between Utopia and Dystopia: Sectarianization through Revolution and War in Syrian Refugee Narratives. Religions 2019, 10, 188; doi:10.3390/rel10030188.
  • Mark Farha (2016): Searching for Sectarianism in the Arab Spring: Colonial Conspiracy or Indigenous Instinct? The Muslim World 106(1):8-61. DOI: 10.1111/muwo.12137
  • Heiko Wimmen (2016): Syria’s Path from Civic Uprising to Civil War.
  • Fanar Haddad (2017): Anti Sunnism and anti-Shi’ism: minorities, majorities and the question of equivalence. Memo prepared for workshop organized by SWAR: Sectarianism in the Wake of the Arab Revolts, “Shi’a and Sunni Islamism(s) in a Sectarianized New Middle East.” Aarhus University, March 16th 2018.
  • Ussama Makdisi (2017): The Mythology of the Sectarian Middle East.
  • Ussama Makdisi (2017): Understanding Sectarianism in the Middle East. The Cairo Review of Global Affairs. 
  • Fabrice Balanche (2018): Sectarianism in Syria’s Civil War – A Geopolitical Study.
  •  Patrick Cockburn (2014): Η επιστροφή των τζιχαντιστών – Το ισλαμικό κράτος και η νέα εξέγερση των σουνιτών. Μεταίχμιο.
     

Συνεντεύξεις:

 

 

 

 

Θεματα εθνικα και μη

Κλασσικό

Εδώ και λίγο καιρό βρεθήκαμε, μάλλον αναπάντεχα, να συζητάμε πάλι για το Μακεδονικό. Ένα θέμα που έμοιαζε να έχει ξεχαστεί, ξαναζωντάνεψε ξαφνικά, αποδεικνύοντας ότι δεν έχασε την ικανότητά του να συγκινεί τα πλήθη. Αν το δούμε σε συνδυασμό με τις εξελίξεις του προηγούμενου χρόνου στο Κυπριακό και την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η μνημονιακή Ελλάδα μοιάζει μετά από πολλά χρόνια σχεδόν αποκλειστικής ενασχόλησης με την οικονομική κρίση να επιστρέφει έστω και λίγο στα παλιά και γνωστά «εθνικά θέματα».

Το θέμα του άρθρου δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο από αυτά, αλλά γενικά η ιδέα του όρου «εθνικά θέματα». Μακεδονικό, Κυπριακό, ελληνοτουρκικά: για κάποιο λόγο, αυτά τα θέματα θεωρείται ότι έχουν κάτι εθνικό μέσα τους, περισσότερο απ’ ό,τι π.χ. η οικονομική κρίση ή η εγκληματικότητα. Είτε μας ενδιαφέρουν είτε όχι, τον ορισμό τον αποδεχόμαστε περίπου άκριτα. Οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών είναι ίσως μια αφορμή για να το ξανασκεφτούμε λίγο.

Εθνικά θέματα και εθνικά εδάφη

Κάποιοι έχουν παρατηρήσει ότι στην Ελλάδα αποκαλούνται εθνικά τα θέματα που σε άλλες χώρες θεωρούνται απλά εξωτερικής πολιτικής. Ίσως όμως ούτε αυτό να είναι πολύ ακριβές. Η συμμετοχή της Ελλάδας ή της Κύπρου σε διεθνείς οργανισμούς όπως η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ ή οι σχέσεις με μακρινές χώρες όπως η Κίνα ή η Βραζιλία δεν θεωρούνται ακριβώς εθνικά θέματα, αν και είναι αναμφισβήτητα θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Μια καλύτερη προσέγγιση του τρόπου που χρησιμοποιούμε τον όρο «εθνικά», είναι ίσως ότι αυτά αφορούν τον ανταγωνισμό του «δικού μας» έθνους με άλλα γειτονικά έθνη. Ο ανταγωνισμός αφορά κυρίως τον έλεγχο εδαφών – ή, στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών, τον έλεγχο και του νερού και του αέρα. Ακόμα και αν δεν τίθεται άμεσα θέμα αμφισβήτησης των συνόρων, για να χαρακτηριστεί ένα ζήτημα ως εθνικό πρέπει τουλάχιστον να υπάρχει μια τέτοια υπόνοια. Το Μακεδονικό π.χ. μπορεί επιφανειακά να είναι ζήτημα ονόματος και Ιστορίας, αλλά δύσκολα θα ξεσήκωνε τέτοια πάθη, αν αυτά δεν αφορούσαν την εθνική ταυτότητα ενός συγκεκριμένου εδάφους. Δεν είναι δηλαδή ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος ή το αστέρι της Βεργίνας το πρόβλημα, αλλά ότι μέσω αυτών οι Σλαβομακεδόνες αμφισβητούν την ελληνικότητα της Μακεδονίας ως γεωγραφικού χώρου.

Ενδιαφέρον έχει και το ότι η πώληση δημόσιων οργανισμών και υποδομών σε ξένες εταιρείες δεν θεωρείται εθνικό θέμα. Κι αυτό παρόλο που έτσι ξένες δυνάμεις αποκτούν έλεγχο σε ένα μέρος της εθνικής οικονομίας. Δεν διεκδικούν όμως την κυριαρχία επί εδάφους της Ελλάδας ή της Κύπρου, ούτε φαντάζεται κάποιος ότι θα μπορούσαν να την διεκδικήσουν: επομένως δεν υπάρχει (με βάση τη γενική αντίληψη) κάτι το εθνικό σ’ αυτό το γεγονός.

Από μια άποψη, αυτή η εμμονή στην κυριαρχία επί εδάφους είναι κατανοητή. Προφανώς στην εποχή που τα νεοσύστατα έθνη-κράτη ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο εδαφών, είχε πραγματική σημασία για τους κατοίκους σε ποιο από αυτά θα κατέληγαν. Θα έκρινε όχι μόνο τη διαφύλαξη της τιμής και της περιουσίας τους, αλλά ίσως και της ίδιας τους της ζωής. Αυτό το βλέπουμε από τη μοίρα όσων τους έλαχε να βρεθούν στη «λάθος» μεριά των συνόρων, σε εκείνη που δεν έλεγχε το δικό τους έθνος. Ανεξάρτητα από το αν κάποιου του αρέσει ή όχι η ιδέα των εθνών-κρατών, από τη στιγμή που υπάρχουν είναι λογικό να ελπίζει ότι το δικό του ελέγχει όσο περισσότερο έδαφος γίνεται, ώστε να εξασφαλίσει την επιβίωση περισσότερων ομοεθνών του.

Εθνικά θέματα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

H ευαισθησία για τα εθνικά εδάφη έχει επομένως μια λογική, το ερώτημα είναι όμως κατά πόσον αυτή έχει το ίδιο βάρος και σήμερα. Αν δούμε τα τελευταία 70 χρόνια, εκτός της κατάρρευσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της εισβολής στην Κύπρο, δεν υπήρχε καμία αλλαγή συνόρων στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία. Συγκρίνοντας τα με τα προηγούμενα 70 χρόνια, η διαφορά στη σταθερότητα είναι εντυπωσιακή.

Συνεχώς ακούμε να μιλούν για επικείμενες αλλαγές συνόρων, αυτές όμως τελικά δεν πραγματοποιούνται – προς το παρόν τουλάχιστον. Δεν πρέπει φυσικά να υποτιμούμε την πάντα υπαρκτή πιθανότητα αποσταθεροποίησης των συνόρων, αλλά ούτε και να την υπερτιμούμε. Και τουλάχιστον όσον αφορά το Μακεδονικό: η εισβολή στρατού της πΓΔΜ ή η δημιουργία σλαβομακεδονικού αντάρτικου στην ελληνική Μακεδονία δεν μπορούν να αποκλειστούν εντελώς, αλλά δύσκολα θα διαφωνούσε κάποιος ότι είναι από τις λιγότερο πιθανές εξελίξεις. Εξάλλου, στις περισσότερες περιπτώσεις σήμερα, τα κράτη επεμβαίνουν σε άλλα με διαφορετικές μεθόδους παρά με την άμεση προσάρτηση εδαφών.

Αντίθετα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, υπάρχουν άλλες πιο άμεσες απειλές για την επιβίωση των εθνών, μάλλον άσχετες με τα γειτονικά έθνη. Η διαφύλαξη των εθνικών γλωσσών είναι για παράδειγμα ιδιαίτερα κρίσιμη για τις εθνικές ταυτότητες και καθόλου αυτονόητη στην εποχή μας. Κάτι παρόμοιο ισχύει γενικά για όλα τα στοιχεία ενός εθνικού πολιτισμού.

Επίσης, ο οικονομικός ρόλος ενός έθνους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας είναι ένα ζήτημα με το οποίο αναγκαστικά κάποιος πρέπει να ασχοληθεί – αν μη τι άλλο, γιατί έχει συνέπειες και στον τρόπο με τον οποίο θα οργανωθεί η εθνική παιδεία. Για παράδειγμα: η αυξανόμενη σύνδεση του Ελληνισμού (συμπεριλαμβανομένων των Ελληνοκυπρίων) με δραστηριότητες στον τομέα του τουρισμού είναι κάτι επιθυμητό και τι σημαίνει αυτό για τον εθνικό πολιτισμό;

Ένα ακόμα ζήτημα με εθνικές διαστάσεις είναι αυτό της θέσης της θρησκείας: ποια θα είναι η μελλοντική σχέση της με ένα έθνος όπως το νεοελληνικό, το οποίο πορεύθηκε τους προηγούμενους δυο-τρεις αιώνες μέσα από την ταύτισή του με ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα; Ποια θα είναι η αντίδραση ή/και προσαρμογή στις τάσεις της κοινωνίας να γίνεται πιο κοσμική, ή ακόμα και να στρέφεται προς άλλα θρησκευτικά δόγματα; Ποιοι θα είναι οι όροι της συμβίωσης με (κυρίως μεταναστευτικές) κοινότητες διαφορετικού θρησκευτικού προσανατολισμού, μπορούν αυτές να ενσωματωθούν στο έθνος και είναι αυτό αναγκαίο ή επιθυμητό;

Αξίζει τελικά να αναρωτηθεί κάποιος: τι σημαίνει «εθνική κυριαρχία επί εδάφους» όταν οι κανόνες με τους οποίους ζούμε καθορίζονται από δυνάμεις πολύ πιο δυνατές από τα έθνη-κράτη; Πόση σημασία έχει αν το τάδε νησί ή περιοχή βρίσκεται υπό ελληνική ή άλλη διοίκηση, όταν οι αποφάσεις για το πως θα οργανωθεί η κοινωνία και η οικονομία του/της παίρνονται από κέντρα εκτός Ελλάδας;


Συνοπτικά, ένας μάλλον πιο λογικός ορισμός για τα εθνικά θέματα θα ήταν ότι αυτά είναι τα σχετικά με τον εθνικό χαρακτήρα, την επιβίωση της εθνικής ταυτότητας και τη σύνδεση με άλλους παράγοντες όπως το κράτος ή η θρησκεία. Ο έλεγχος συγκεκριμένων εδαφών (και ότι συνδέεται μαζί τους, όπως ιστορικά στοιχεία) μπορεί από εθνική άποψη να είναι σήμερα δευτερεύον θέμα – ακόμα και αν υποθέσουμε ότι σε άλλες εποχές ήταν το σημαντικότερο.

Ακούμε κατά καιρούς προφητείες για το τέλος των εθνών και των εθνικών ταυτοτήτων. Μέχρι στιγμής, αυτές φαίνονται ότι συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο, παρά την εντεινόμενη παγκοσμιοποίηση (ίσως και εξ’ αιτίας αυτής). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν κινδυνεύουν και δεν χρειάζεται να αλλάξει ο προσανατολισμός τους. Αν αποφασίσουμε ότι θέλουμε να διατηρηθεί μια ελληνική εθνική ταυτότητα, πρέπει να διακρίνουμε σωστά τι αποτελεί εθνικό θέμα και τι προτεραιότητα έχει το καθένα.