Στα τελευταία οθωμανικά χρόνια, όταν το όνομα «Μακεδονία» άρχισε να αποκτά πολιτικό νόημα, αντιστοιχούσε γεωγραφικά περίπου σε τρία οθωμανικά βιλαέτια. Αυτά ήταν τα εξής: Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και.. Κοσόβου – το τελευταίο με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Αυτό δείχνει ίσως το πόσο συνδεδεμένοι και δυσδιάκριτοι μεταξύ τους είναι αυτοί οι δύο γεωγραφικοί χώροι, Μακεδονία και Κοσσυφοπέδιο.
Οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές σχεδίασαν βέβαια ένα καθαρό σύνορο στον χάρτη. Από τη μια μεριά ήταν η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τα Σκόπια και από την άλλη το Κόσοβο, αυτόνομη περιοχή εντός της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σερβίας. Σήμερα, τόσο το Κόσοβο όσο και η Βόρεια (πλέον) Μακεδονία είναι ανεξάρτητα κράτη. Παρόλα αυτά, η σχέση τους παραμένει στενή, ειδικά αφού η αντίστοιχη σχέση Κοσσυφοπεδίου-Σερβίας είναι τώρα πολύ επιβαρυμένη και πολύπλοκη. Η σύνδεση με το Μαυροβούνιο και την Αλβανία μπορεί να είναι πολιτικά πιο εύκολη, όχι όμως και γεωγραφικά: η διαδρομή από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα (Τίρανα-Πρίστινα, Ποντγκόριτσα-Πρίστινα) είναι πολύωρη και περνάει μέσα από δύσβατα βουνά. Αντίθετα, από τα Σκόπια μπορεί κάποιος να φτάσει στην Πρίστινα σε λιγότερο από δύο ώρες. Η οδική σύνδεση με τα Σκόπια είναι επομένως για το Κοσσυφοπέδιο η πιο σημαντική επικοινωνία με τον έξω κόσμο.
Το ταξίδι που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα κι από τα τρία πρώην βιλαέτια και τις πρωτεύουσές τους. Ξεκίνησε από την επιθυμία να κλείσω μια τρύπα στον ταξιδιωτικό μου χάρτη στα Βαλκάνια: το Κόσοβο. Είτε όμως το θέλει κάποιος είτε όχι, ο δρόμος τον οδηγεί και μέσα από τη μακεδονική γη, βόρεια και νότια.
Υπόβαθρο: OpenStreetMap
Αφετηρία ήταν η – τότε όπως και τώρα – μεγαλύτερη πόλη και «φυσική» πρωτεύουσα της Μακεδονίας: η Θεσσαλονίκη. Μέχρι νεοτέρας, η σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης-Σκοπίων είναι (για ακόμα μια φορά) ανενεργή. Η μοναδική δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα στις δύο μεγάλες μακεδονικές πόλεις αυτή τη στιγμή, είναι το πρωινό λεωφορείο των 8.30 – και παρόλα αυτά, μπορεί να είναι σχεδόν άδειο. Το ταξίδι μπορεί να είναι έτσι πολύ άνετο, είναι όμως και κάπως στενάχωρο, αφού δείχνει ίσως πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο των επαφών.
Η Συναγωγή των Μοναστηριωτών, η μοναδική προπολεμική συναγωγή στη Θεσσαλονίκη πουεπιβίωσε, από τις πολλές που λειτουργούσαν κάποτε στην «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων». Το όνομά της δείχνει και την προέλευση αυτών που την ίδρυσαν και έτσι συνδέει τις (κάποτε ακμαίες) εβραϊκές κοινότητες των δύο μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, οι οποίες τον 20ό αιώνα βρέθηκαν ξαφνικά σε διαφορετικά κράτη. Έχοντας υπόψη το τραγικό τέλος των Εβραίων της Μακεδονίας, θεώρησα ότι άξιζαν μια αναφορά, ως ο μεγάλος απών των πόλεων που αναφέρονται στο άρθρο. Συμπτωματικά (;), η Συναγωγή ήταν κοντά στο μέρος όπου διανυκτέρευσα στη Θεσσαλονίκη, πριν ξεκινήσω για το ταξίδι.
Από άποψη ιστορικού βάρους, τα Σκόπια σίγουρα έρχονται πίσω από τη Θεσσαλονίκη. Παρ’ όλα αυτά, οι σύγχρονοι Σκοπιανοί (εδώ εννοούνται οι κάτοικοι της πόλης κι όχι της χώρας) μπορούν να έχουν την αίσθηση ότι ζουν σε ένα κέντρο.. αρχαίου μακεδονικού πολιτισμού. Υπεύθυνο γι’ αυτό είναι το έργο «Σκόπια 2014», έμπνευση της προηγούμενης εθνικιστικής κυβέρνησης του Νίκολα Γκρουέφσκι. Τα αρχαιοπρεπή κτίρια στις όχθες του Αξιού, ανάμεσα στην οθωμανική παλιά πόλη και τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι ένας τουλάχιστον περίεργος συνδυασμός. Τα Σκόπια έχουν επίσης καταφέρει να γίνουν γνωστά ως η πόλη με περισσότερα αγάλματα παρά ανθρώπους. Κι αυτά είναι αγάλματα προσώπων που μπορεί να φτάνουν από την ελληνική Αρχαιότητα και τα σλαβικά βασίλεια του Μεσαίωνα, μέχρι τους ήρωες της ΕΜΕΟ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Η Γέφυρα Πολιτισμών της Μακεδονίας, που οδηγεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο (αριστερά) είναι μια από τις νέες διακοσμημένες με αγάλματα γέφυρες, οι οποίες ενώνουν τις όχθες του Αξιούστο κέντρο των Σκοπίων.
Αν η ελληνική Μακεδονία είναι η «Μακεδονία του Αιγαίου», το σημερινό ανεξάρτητο κράτος της Βόρειας Μακεδονίας αντιστοιχεί σε αυτό που οι ίδιοι οι Σλαβομακεδόνες αποκαλούσαν «Μακεδονία του Βαρδάρη». Πράγματι, όσο σημαντικό είναι το Αιγαίο για τη Θεσσαλονίκη, τόσο κεντρικός είναι και ο ποταμός Αξιός (Βαρντάρ στις σλαβικές γλώσσες) για τα Σκόπια. Στις όχθες του βρίσκονται τα σημαντικά κτίρια, ο μεγάλος πεζόδρομος και η κεντρική πλατεία της πόλης, που δεν θα μπορούσε παρά να ονομάζεται «Πλατεία Μακεδονίας» και να κοσμείται με το γιγάντιο άγαλμα του Μεγαλέξανδρου, ή επίσημα του.. Πολεμιστή Πάνω στο Άλογο.
Ο παραποτάμιος πεζόδρομος στο κέντρο των Σκοπίων, από τα πιο ευχάριστα μέρη της πόλης. Στα δεξιά ξεκινάει η «Γέφυρα των Καλλιτεχνών».Η Πλατεία Μακεδονίας, κεντρική των Σκοπίων, όπου ξεχωρίζει βέβαια το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λίγο πιο ταπεινό, κάτω στα αριστερά του, κάθεται στον θρόνο του και το άγαλμα του (Βούλγαρου) Τσάρου Σαμουήλ.Κοιτάζοντας από την Πλατεία Μακεδονίας προς τη βόρεια όχθη του Αξιού, βλέπουμε το επίσης επιβλητικό άγαλμα του Φιλίππου Β’, ο οποίος στέκεται όρθιος και μοιάζει να χαιρετάει τον γιο του στην αντίπερα όχθη. Οι κολώνες στα δεξιά ανήκουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ στα αριστερά της εικόνας ορθώνεται το Κάστρο των Σκοπίων. Το έφιππο άγαλμα στις όχθες του Αξιού είναι αυτό του Καρπός, ηγέτη τοπικής αντι-οθωμανικής εξέγερσης του 17ου αιώνα.
Περνώντας από την παλιά γέφυρα στην απέναντι βόρεια όχθη του Αξιού, κι αφού προσπεράσουμε το άγαλμα του Φιλίππου, μπαίνουμε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Εδώ, κάτω από το κάστρο, ξεκινά η παλιά οθωμανική πόλη των Σκοπίων, με τα μικρά μαγαζιά, τα παλιά σπίτια, τους μιναρέδες, τα χαμάμ, το μπεζεστένι, το Μπιτ Παζάρ. Σε αντίθεση με άλλες βαλκανικές πρωτεύουσες, όπως τη Σόφια, την Αθήνα ή το Βελιγράδι, στα Σκόπια τα οθωμανικά ίχνη είναι ολοφάνερα και ζωντανά. Εξάλλου, στην παλιά πόλη των Σκοπίων και γύρω απ’ αυτήν ακόμα κατοικούν κυρίως μουσουλμανικοί πληθυσμοί: προ πάντων Αλβανοί, αλλά και αρκετοί Τούρκοι. Μαζί αποτελούν περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης.
Η παλιά πόλη των Σκοπίων διατηρεί ακόμα αρκετό από τον μετα-οθωμανικό της χαρακτήρα.Η είσοδος του Μπιτ Παζαριού στην παλιά πόλη των Σκοπίων. Σε αυτές τις περιοχές, θα δει κάποιος περισσότερες αλβανικές ή τουρκικές σημαίες παρά της Βόρειας Μακεδονίας.Στάση λεωφορείου κοντά στο Μπιτ Παζάρ, με τα διώροφα λεωφορεία που θυμίζουν Λονδίνο.
Ο πολυεθνικός χαρακτήρας των Σκοπίων δεν φαίνεται όμως μόνο εκεί. Αν προχωρήσουμε ακόμα πιο βόρεια, προς τα προάστια, θα βρεθούμε στο Σούτο Οριζάρι, ή Σούτκα, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Πριν από μερικές δεκαετίες ήταν ακόμα χωράφια, όπως δείχνει και το όνομα («ορυζώνες»), αλλά εν τω μεταξύ εξελίχθηκε σε κάτι σαν παγκόσμια πρωτεύουσα των Τσιγγάνων. Εξάλλου, εκεί έχουν γίνει και γυρίσματα για τον «Καιρό των Τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα. Περίπου τέσσερα πέμπτα του πληθυσμού δηλώνουν ως εθνικότητα «Ρομά» και πρόκειται μάλλον για τον μοναδικό δήμο του κόσμου, όπου τα Ρομανί έχουν καθεστώς επίσημης γλώσσας.
Στους δρόμους του Σούτο Οριζάρι, μπορεί να συναντήσει κάποιος και παρκαρισμένα άλογα.Στο Δημαρχείο του Σούτο Οριζάρι, δίπλα στη σημαία της Βόρειας Μακεδονίας, κυματίζει και η πράσινη-μπλε σημαία με τον κόκκινο τροχό: η σημαία των Ρομά. Στις πινακίδες, οι επιγραφές είναι πρώτα στα σλαβομακεδόνικα, έπειτα στα Ρομανί και μετά στα αγγλικά.
Από τα Σκόπια, τα σύνορα με το Κόσοβο απέχουν μόλις 20 και η Πρίστινα 90 χιλιόμετρα. Λεωφορεία πηγαινοέρχονται τακτικά ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες. Χαρακτηριστικά ίσως για τη διαφορετική σημασία που δίνουν οι δύο χώρες σε αυτή τη σύνδεση, ο δρόμος από τα Σκόπια μέχρι τα σύνορα μοιάζει περισσότερο με κακοσυντηρημένη επαρχιακή οδό, ενώ μόλις διασχίσουμε τα σύνορα, ένας νέος αυτοκινητόδρομος μας οδηγεί ταχύτατα στην πρωτεύουσα του δεύτερου αλβανικού κράτους.
Τα σύνορα Κοσόβου-Βόρειας Μακεδονίας. Τα χωριά με τους μιναρέδες στις πλαγιές του βουνού ανήκουν στο Κοσσυφοπέδιο.Με το που περνάμε τα σύνορα, μπαίνουμε σε έναν σύγχρονο αυτοκινητόδρομο που οδηγεί μέχρι την Πρίστινα. Ήταν τέτοια η ανάγκη να συνδεθεί το Κόσοβο με τον έξω κόσμο, που ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε να κατασκευαστεί ακόμα κι αν όπως εδώ πρέπει να περάσει από μια στενή κοιλάδα κι αναγκαστικά να γίνει εναέριος. Από κάτω του ρέει ο ποταμός Λεπενίτσα.
Η Πρίστινα είναι η πιο νέα πρωτεύουσα της Ευρώπης. Αυτός ο τίτλος έχει διπλό νόημα: αφορά τόσο τα χρόνια της ως πρωτεύουσα ανεξάρτητου κράτους (η ανεξαρτησία ανακηρύχθηκε και αναγνωρίστηκε το 2008) όσο και τον μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων της. Η νεανικότητα της πόλης είναι από τα πρώτα που αναφέρουν ταξιδιωτικοί οδηγοί όπως το Lonely Planet. Κι όταν βρεθεί ένας ταξιδιώτης στην Πρίστινα, θα καταλάβει ότι δεν το γράφουν τυχαία. Είναι κάτι που θα νιώσει κάποιος σύντομα, περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δίπλα από τις γεμάτες με νέους καφετέριες – ειδικά όταν έρχεται από γειτονικές γερασμένες βαλκανικές χώρες.
Στις πλατείες και στους πεζοδρόμους της Πρίστινα περπατούν πολλοί νέοι, όπως εδώ στην Πλατεία Ζαχίρ Παγιαζίτι. Το άγαλμα στα δεξιά είναι αυτό του οπλαρχηγού του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου που σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τον γιουγκοσλαβικό στρατό το 1997 κι έδωσε το όνομά του στην πλατεία. Στο πανό στο κέντρο απεικονίζεται ο Ιμπραήμ Ρουγκόβα, ο «Γκάντι των Βαλκανίων» για όποιον τον θυμάται, ο οποίος έλπιζε (εσφαλμένα) ότι θα πετύχαινε την ανεξαρτησία του Κοσόβου με ειρηνικά μέσα.
Το άλλο που θα προσέξει κάποιος γρήγορα στην Πρίστινα, είναι η έντονη παρουσία σημαιών άλλων κρατών, σε σημείο που να ανταγωνίζονται την ίδια την κρατική σημαία. Κι αν για την αλβανική σημαία είναι αναμενόμενο, σε μια χώρα που τα εννέα δέκατα του πληθυσμού είναι Αλβανοί, για την αμερικάνικη πρέπει κάποιος να θυμηθεί το πώς κέρδισε η χώρα την ανεξαρτησία της. Οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί εναντίον την Σερβίας ήταν αυτοί που έκριναν την κατάσταση, και οι Κοσοβάροι δεν το ξεχνούν. Η Λεωφόρος Μπιλ Κλίντον, όπου ορθώνεται το άγαλμα του πρώην πλανητάρχη, διασταυρώνεται με την Οδό Τζωρτζ Μπους. Αν προχωρήσουμε προς το κέντρο της πόλης, θα συναντήσουμε και την προτομή της Μαντλίν Ωλμπράιτ, δίπλα στο μνημείο «NEWBORN», το οποίο συμβολίζει μάλλον την αναγέννηση της χώρας. Στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, κρέμονται πανό που εκφράζουν ευχαριστίες σε ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Γερμανία και Σαρκοζύ.
Το άγαλμα του Μπιλ Κλίντον στην ομώνυμη λεωφόρο μπορεί να μην είναι επιβλητικό σε μέγεθος, το πανό που το συνοδεύει όμως αναπληρώνει το κενό και δίνει βέβαια ένα καθαρό μήνυμα.Πανό όπως αυτά στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, με τις ανορθόγραφες ευχαριστίες προς το ΝΑΤΟ και φράσεις όπως «η Μαντλίν Ωλμπράιτ είναι η μητέρα μας», μπορεί να μοιάζουν γραφικά. Είτε μας αρέσει πάντως είτε όχι, στα μάτια πολλών Κοσοβάρων Αλβανών η νατοϊκή επέμβαση είναι αυτή που τους έσωσε από πολύ πιθανή εθνοκάθαρση.
Αυτή η ιστορία έχει βέβαια και την τραγική της πλευρά. Από τις 200.000 κατοίκους της σημερινής Πρίστινας, μόνο λίγες εκατοντάδες είναι Σέρβοι. Οι περίπου 40.000 Σέρβοι που ζούσαν στην πόλη πριν τον πόλεμο την έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό. Γεγονότα όπως αυτά του 2004, όταν μεταξύ άλλων κάηκε και η ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, τους έδειξαν πως είναι ανεπιθύμητοι – ακόμα κι αν υποθέσουμε πως οι ίδιοι θα ήταν πρόθυμοι να ζήσουν υπό αλβανική διοίκηση. Ένα πανό στην Πλατεία Σκεντέρμπεη θυμίζει τις σφαγές Αλβανών διαδηλωτών από τη σερβική αστυνομία του Μιλόσεβιτς το 1989. Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, κατάλοιπο της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, μοιάζει επομένως κάπως εκτός τόπου και χρόνου: ειδικά όταν βρίσκεται στην οδό UÇK, απέναντι από τα γραφεία των βετεράνων της σίγουρα όχι ιδιαίτερα αγαπητής στους Σέρβους οργάνωσης.
Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, με τα τρία μέρη του να συμβολίζουν τις τρεις κύριες εθνότητες της περιοχής (Αλβανούς, Σέρβους και Μαυροβούνιους) κτίστηκε επί σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, όταν ακόμα μια τέτοια ιδέα έμοιαζε να έχει νόημα.Για να βάλουν τα πράγματα αμέσως στη θέση τους, απέναντι από το Μνημείο βρίσκονται τα γραφεία οργανώσεων που συνδέονται με τον UÇK.Το άγαλμα του Σκεντέρμπεη στην ομώνυμη πλατεία συνοδεύεται από το πανό που μνημονεύει τα θύματα της σερβικής καταπίεσης.Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, παρά την καταστροφή που έζησε το 2004, έχει σήμερα επισκευαστεί σε μεγάλο βαθμό. Το σημερινό μέγεθος του ποιμνίου βέβαια δεν έχει καμία σχέση με το προπολεμικό, παρόλα αυτά ένας ορθόδοξης καταγωγής επισκέπτης μπορεί να είναι αρκετά τυχερός και να του επιτραπεί η είσοδος στον ναό, χάρη στη φιλική διάθεση των υπεύθυνων φύλαξης.
Στο δρόμο της επιστροφής, πρώτα προς τα Σκόπια και μετά συνεχίζοντας νότια προς το Μοναστήρι και τα ελληνικά σύνορα, βρίσκεται το Πρίλεπ. Η μικρή σλαβομακεδόνικη πόλη των 60.000 κατοίκων (παρόλα αυτά, τέταρτη μεγαλύτερη της χώρας) έγινε κι αυτή μάρτυρας παρόμοιων επεισοδίων στα πρόσφατα χρόνια – δείχνοντας ίσως και τις τραγικές ομοιότητες, με τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς να εναλλάσσονται μεταξύ τους στο ρόλο του θύτη και του θύματος. Αφορμή σε αυτή την περίπτωση ήταν οι συγκρούσεις Αλβανών ενόπλων και σλαβομακεδονικών σωμάτων ασφαλείας το 2001, που άφησαν πίσω τους περίπου 500 νεκρούς. Στόχος του αυτή τη φορά σλαβομακεδονικού όχλου ήταν και πάλι ένα θρησκευτικό κτίριο: το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα. Σε αντίθεση με την Πρίστινα, εδώ δεν έγιναν προσπάθειες επανόρθωσης και τα ερείπια του τζαμιού στέκονται ακόμα και σήμερα ελεύθερα προσβάσιμα στον καθένα, στη μέση του Παλιού Παζαριού του Πρίλεπ.
Από το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα, έχουν απομείνει σήμερα μόνο τα ερείπια που βλέπει κάποιος στη φωτογραφία – και μάλιστα είναι εντελώς αφύλακτα. Ορατά είναι ακόμα και τα σημάδια του εμπρησμού του 2001.Aυτή η πλακέτα εις μνήμην του «τίγρη» Νέναντ Σεραφιμόφσκι (ειδικές αντιτρομοκρατικές δυνάμεις) θυμίζει επίσης πόσο εύθραυστη είναι πάντα η ειρήνη στη μικρή βαλκανική χώρα. Σκοτώθηκε μαζί με άλλους 7 Σλαβομακεδόνες και 10 Αλβανούς, σε ανταλλαγή πυρών με αλβανικές ένοπλες ομάδες το 2015, η οποία ευτυχώς δεν εξελίχθηκε σε έναν νέο γύρο ένοπλων συγκρούσεων.
Κατά τ’ άλλα, το Πρίλεπ είναι μια ήσυχη, καθαρή (ή έτσι φαίνεται τουλάχιστον, όταν κάποιος έρχεται εκεί μετά από τα Σκόπια) και ευχάριστη πόλη. Ο Πύργος του Ρολογιού, τα στενά του Παλιού Παζαριού και το έστω κατεστραμμένο τζαμί δίνουν έναν μετα-οθωμανικό χαρακτήρα στο κέντρο της πόλης. Κατά τ’ άλλα όμως, η πόλη ξεχωρίζει και για το ιδιαίτερο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, με το έντονο βραχώδες ανάγλυφο. Το Πρίλεπ είναι εξάλλου γνωστή και ως η «πόλη κάτω από τους πύργους του Μάρκο». Στα άγρια βράχια, στους πρόποδες των οποίων είναι χτισμένη η πόλη, βρισκόταν το κάστρο του μεσαιωνικού Σέρβου πρίγκηπα και τα ερείπια του επιβλέπουν και σήμερα τον οικισμό.
Οι βραχώδεις λόφοι πάνω στους οποίους βρίσκονται οι πύργοι του Πρίγκηπα Μάρκο δεσπόζουν πάνω από το Πρίλεπ, δίνοντας έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην πόλη.Πίσω από την κεντρική πλατεία του Πρίλεπ ξεκινάει το Παλιό Παζάρι, όπου ξεχωρίζει ως οθωμανικό κατάλοιπο ο Πύργος του Ρολογιού. Το άγαλμα στην πλατεία δεν είναι του Αλέξανδρου ή του Φίλιππου, όπως θα περίμενε κάποιος που έχει βρεθεί σε άλλες βορειομακεδόνικες πόλεις, αλλά του Πρίγκηπα Μάρκο.Με σεβασμό στην Ενδιάμεση Συμφωνία ανάμεσα σε Ελλάδα και (νυν) Βόρεια Μακεδονία, ο Ήλιος της Βεργίνας δεν είναι πλέον τόσο συνηθισμένο θέαμα στους δρόμους της γειτονικής χώρας, μπορεί όμως ακόμα να τον πετύχουμε σε κάποιο sex shop στο Παλιό Παζάρι του Πρίλεπ.
Συνεχίζοντας με το τρένο τον δρόμο προς τα νότια, μέσα από τη γη της Πελαγονίας, σε περίπου μια ώρα φτάνουμε στον τερματικό σταθμό, το Μοναστήρι (ή Μπίτολα στα σλαβομακεδόνικα). Τα σύνορα με την Ελλάδα απέχουν από εδώ μόλις 15 χιλιόμετρα. Το Μοναστήρι είναι μια ακόμα από τις σπουδαίες οθωμανικές πόλεις που υποβαθμίστηκαν με την χάραξη των νέων συνόρων. Άλλοτε πρωτεύουσα του ομώνυμου βιλαετίου και ίσως δεύτερη σημαντικότερη σε όλα τα Νότια Βαλκάνια μετά τη Θεσσαλονίκη, γνωστή και ως «πόλη των προξένων», σήμερα έχει λιγότερο από το ένα έκτο του πληθυσμού των Σκοπίων. Τα σημάδια της παλιάς δόξας είναι πάντως φανερά, όταν περπατά κάποιος στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, το Σιρόκ Σοκάκ.
Τοπίο της Πελαγονίας, από τη διαδρομή του τρένου Πρίλεπ-Μοναστήρι.Το Σιρόκ Σοκάκ, κεντρικός πεζόδρομος του Μοναστηρίου, είναι γεμάτο με καφετέριες, μαγαζιά και λίγα προξενεία (όπως εδώ της Γαλλίας, του Βελγίου και της Αλβανίας), για να τιμηθεί ο παλιός τίτλος της «πόλης των προξένων».Ο παλιός κινηματογράφος των (βλαχικής καταγωγής) αδελφών Μανάκη, οι οποίοι πρώτοι έφεραν αυτή την τέχνη στα Βαλκάνια, αναστηλώθηκε και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο εις μνήμην τους.Στο σημερινό Μουσείο του Μοναστηρίου σώζεται ακόμα η επιγραφή με αραβικούς χαρακτήρες, για να θυμίζει ότι αυτό το κτίριο στέγαζε την οθωμανική Σχολή Αξιωματικών, απ’ όπου αποφοίτησε και κάποιος Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός ως Ατατούρκ.
Μαζί με την απώλεια του σημαντικού του ρόλου, το Μοναστήρι έχασε σε μεγάλο βαθμό και αυτό που συνήθως πάει μαζί του σε οθωμανικές πόλεις: την πολυπολιτισμικότητα. Από το κράμα Ελλήνων, Σλάβων, Βλάχων, Τούρκων, Αλβανών και Εβραίων που αποτελούσε τον πληθυσμό της πόλης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, σήμερα τα εννέα δέκατα των κατοίκων της πόλης είναι Σλαβομακεδόνες. Τουλάχιστον, η θέση της πόλης έχει ως αποτέλεσμα να τραβάει επισκέπτες από την άλλη πλευρά των συνόρων: πολλοί κάτοικοι της περιοχής της Φλώρινας πηγαινοέρχονται στο Μοναστήρι σε αναζήτηση χαμηλότερων τιμών σε καύσιμα και άλλες υπηρεσίες.
Το Σιρόκ Σοκάκ τελειώνει στην Πλατεία Μανόλιας, όπου ξεχωρίζουν τα παλιά τζαμιά, ο οθωμανικός Πύργος Ρολογιού (με σταυρό στην κορυφή του πλέον) και βέβαια το άγαλμα του Φιλίππου Β’, σε έναν μάλλον τυπικά σλαβομακεδόνικο συνδυασμό.«Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» λέει το γκράφιτι στον τοίχο του παλιού οθωμανικού Μπεζεστενίου, ενώ πιο πίσω ξεκινάει το Παλιό Παζάρι. Το σύνθημα ήταν πολύ δημοφιλές στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, χωρίς όμως να έχει απαραίτητα το ίδιο πολιτικό νόημα με σήμερα.Η «Οδός Ελπίδας Καραμανδή» θυμίζει πόσο συνδεδεμένες είναι οι πορείες των δύο γειτονικών λαών, παρά τις διαμάχες περί ονομάτων και αρχαίας Ιστορίας. Η βλαχικής καταγωγής αντάρτισσα γεννήθηκε στη Φλώρινα και μετακόμισε μικρή στο Μοναστήρι. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας και σκοτώθηκε από τον βουλγαρικό κατοχικό στρατό το 1942.
Παρά την εγγύτητα στα σύνορα και την πόλη της Φλώρινας, είναι (πάλι) θλιβερό πως δεν υπάρχει καμιά απολύτως δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα σε Μοναστήρι και Φλώρινα. Αυτό που μπορεί να κάνει κάποιος σήμερα, είναι να πάρει ταξί από Μοναστήρι μέχρι τη βορειο-μακεδονική πλευρά των συνόρων (κόστος: περίπου 8 Ευρώ), να τα διασχίσει έπειτα με τα πόδια, και μετά στην ελληνική πλευρά να ελπίζει πως κάποια στιγμή θα περάσει κάποιο ελληνικό ταξί που μόλις έχει γεμίσει βενζίνη από το Μοναστήρι. Ή αλλιώς, πως θα τον πάρει μαζί του κάποιος ντόπιος, στον δρόμο της επιστροφής του προς τη Φλώρινα (πολύ πιθανόν, θα έχει περάσει τα σύνορα κι αυτός για τον ίδιο λόγο: τα φτηνά καύσιμα).
Στη βορειομακεδονική πλευρά των συνόρων της Νίκης, κυκλοφορούν ελεύθερα και λίγα παγόνια.Στην ελληνική πλευρά των συνόρων, σαν να θέλει να μας υπενθυμίσει ότι στα Βαλκάνια κάθε σύμβολο έχει τουλάχιστον δύο νοήματα, μας υποδέχεται ο Ήλιος της Βεργίνας με την επιγραφή «Μακεδονία γεννημένη Ελληνίδα».
Μια διαδρομή μόλις 30 χιλιομέτρων μπορεί έτσι να κρατήσει αρκετές ώρες, τελικά όμως κάποια στιγμή ο ταξιδιώτης θα φτάσει στη Φλώρινα, έγκαιρα για να πάρει το τρένο της επιστροφής. Η μικρή μεθοριακή πόλη είναι ούτως ή άλλως κάτι μεταβατικό ανάμεσα στις δύο χώρες, αν μη τι άλλο και λόγω του ότι βρίσκεται στην περιοχή της Ελλάδας όπου ακόμα επιβιώνει κάποια σλαβοφωνία. Το πιο ευχάριστο μέρος της είναι μάλλον η συνοικία με το τυπικά οθωμανικό (αν και ουγγρικής προέλευσης) όνομα Βαρόσι, με τα παλιά κτίρια στις όχθες του ποταμού Σακουλέβα.
Το άγαλμα της Ελευθερίας στην Πλατεία Γεωργίου Μόδη, στο κέντρο της Φλώρινας.Ο ποταμός Σακουλέβας πηγάζει από τα βουνά του Βαρνούντα και διασχίζει τη Φλώρινα.Οι ιτιές και τα πλατάνια στις όχθες του Σακουλέβα προσφέρουν σκιά σε όσους θέλουν να χαλαρώσουν πίνοντας τον καφέ τους, με τα παλιά κτίρια να προσθέτουν ατμόσφαιρα.
Από τη Φλώρινα μπορεί κάποιος να πάρει το τρένο πίσω στη Θεσσαλονίκη κι έτσι να κλείσει τον κύκλο, αυτής της διαδρομής, μέσα από τρία βιλαέτια παλιότερα, τρία ανεξάρτητα κράτη τώρα – με εντελώς διαφορετικά σύνορα. Έχουν αλλάξει πάρα πολλά στη Μακεδονία και το Κοσσυφοπέδιο μέσα στα τελευταία 150 χρόνια, περισσότερο ίσως και από άλλες μετα-οθωμανικές περιοχές. Παρόλα αυτά, είναι εντυπωσιακό ότι η αίσθηση του ιστορικού βάθους επιβιώνει, με ξεχωριστούς τρόπους έστω, σε όλες αυτές τις πόλεις.
«Οι Βαλκάνιοι λαοί, της Ευρώπης τ’ απότιστο δέντρο» έλεγαν οι στίχοι του Παρασκευά Καρασούλου, όταν τραγουδήθηκαν πρώτη φορά το 1994 από τον Διονύση Τσακνή και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Δεν είχε κλείσει ακόμα ούτε μια πενταετία από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η Βαλκανική βρισκόταν ακόμα σε μια δραματική μετάβαση. Ο πόλεμος της Βοσνίας συνεχιζόταν με όλη του τη σκληρότητα, ο διπλανός πόλεμος στην Κροατία ακόμα δεν είχε κριθεί, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ζούσαν μια ραγδαία φτωχοποίηση και η Αλβανία μια πρωτόγνωρη αστάθεια, συνοδευόμενη από μια μαζική έξοδο πληθυσμού. Μετά από ένα διάλειμμα πολλών δεκαετιών που τα Βαλκάνια ήταν ψιλοξεχασμένα, επέστρεφαν πλέον θριαμβευτικά ως η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» ή, όπως λέει και η Μαρία Τοντόροβα, ο «ελλιπής Εαυτός» των Ευρωπαίων.
Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, πολλά έχουν αλλάξει – κι άλλα όχι. Μετά τη σκληρή προσαρμογή στο καπιταλιστικό σύστημα, ακολούθησε κάποια οικονομική ανάπτυξη, με μεγάλες ανισότητες και αστάθειες βέβαια. Οι ένοπλες συγκρούσεις σταμάτησαν και τα Βαλκάνια μπορούν σήμερα να θεωρηθούν ως μια σχετικά ειρηνική γωνιά του πλανήτη. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία κι η Κροατία κάνουν πλέον παρέα στην Ελλάδα ως μέλη του «κλαμπ των προνομιούχων», της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ο ρόλος τους όμως μοιάζει να είναι αυτός μιας μισοξεχασμένης περιφέρειας. Από την άλλη, τα κεντρο-δυτικά Βαλκάνια, Σερβία, Βοσνία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο, Αλβανία, περιμένουν ακόμα στην είσοδο μιας ενωμένης Ευρώπης, η οποία κάθε άλλο παρά πείθει ότι είναι έτοιμη να τους δεχθεί ως ισότιμους.
Η διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα από τέτοιες περιοχές των κεντρο-δυτικών Βαλκανίων, που μένουν ακόμα εκτός «ενωμένης Ευρώπης»: Αλβανία, Μαυροβούνιο, Σαντζάκι (τόσο το μαυροβουνιακό όσο και το σερβικό τμήμα), Νότια Σερβία, Βόρεια Μακεδονία.
Υπόβαθρο: OpenStreetMap
Ξεκινώντας από την Ελλάδα, περνάμε τα σύνορα από τη διάβαση της Κακαβιάς. Περνώντας μέσα από τη Βόρεια Ήπειρο, βλέπουμε πινακίδες με τοπωνύμια και στα ελληνικά και στα αλβανικά. Είναι οι «μειονοτικές επαρχίες» της Αλβανίας, όπου η ελληνική κοινότητα έχει (σε αντίθεση με αλλού) κατοχυρωμένα δικαιώματα. Η πρώτη μεγάλη πόλη είναι το Αργυρόκαστρο, πόλη καταγωγής του κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα με σιδερένια πυγμή επί τέσσερις δεκαετίες, κρατώντας την σε πλήρη απομόνωση ακόμα και από τα ιδεολογικά συγγενή καθεστώτα. Το τεράστιο πυρηνικό καταφύγιο που έκτισε κάτω από το ιστορικό κάστρο, παρέμεινε για χρόνια κρυφό ακόμα και από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης. Διατηρείται μέχρι σήμερα, ως δείγμα της παρανοϊκής προσωπικότητας του δικτάτορα, ο οποίος είχε εμμονή με την απειλή πυρηνικής επίθεσης.
Ηγραφική παλιά πόλη του Αργυροκάστρου, με το κάστρο που της χάρισε το όνομα και τα σπίτια με τις χαρακτηριστικές πέτρινες σκεπές, έχει ανακηρυχθεί μνημείο της Ουνέσκο.
Το προξενείο της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο υπογραμμίζει το ελληνικό ενδιαφέρον για τη Βόρεια Ήπειρο, μια περιοχή που έζησε για αιώνες την ελληνοαλβανική ανάμιξη – όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος. Πριν δύο αιώνες εξάλλου, και στη μία και στην άλλη μεριά των συνόρων εκτεινόταν μια ενιαία οντότητα με πρωτεύουσα τα Ιωάννινα, το «σχεδόν κράτος» του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Ακολουθώντας την κοιλάδα του Δρίνου με κατεύθυνση τα Τίρανα, περνάμε από την πόλη καταγωγής του θρυλικού Αλβανού πολέμαρχου. Στην είσοδο του Τεπελενίου ορθώνεται, ή μάλλον.. ξαπλώνει και το αντίστοιχο άγαλμα. Για τους Αλβανούς, ο Αλή Πασάς είναι κάτι σαν εθνικός ήρωας, ο άνθρωπος που έκανε τη γη τους πιο ανεξάρτητη από τους Οθωμανούς. Στην πραγματικότητα, ο αδίστακτος πασάς μάλλον λίγο ενδιαφερόταν για εθνικές ιδέες και περισσότερο για την προσωπική του ισχύ, για χάρη της οποίας ήταν έτοιμος να συνεργαστεί ή να συγκρουστεί εναλλάξ με Αλβανούς, Έλληνες και Τούρκους.
Το άγαλμα του Αλή Πασά Τεπελενλή στην πόλη καταγωγής του.Η κοιλάδα του Δρίνου, όπως φαίνεται από το Τεπελένι.
Αν υπάρχει πάντως μια κοινότητα στην οποία ο Αλή Πασάς είχε κάποιου είδους αφοσίωση, αυτή είναι μάλλον το θρησκευτικό τάγμα των Μπεκτασήδων. Στα χρόνια του, φρόντισε να ευνοήσει την εξάπλωσή τους, κυρίως στον σημερινό αλβανικό Νότο. Όπως και να έχει, οι Μπεκτασήδες έχουν μια ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη αλβανική Ιστορία, ακόμα κι αν το ποσοστό τους στον πληθυσμό είναι μικρό. Κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν έναν ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στις τρεις μεγάλες θρησκείες των Αλβανών: Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμό. Εξάλλου, στα Τίρανα βρίσκονται και τα κεντρικά του τάγματος, με το εντυπωσιακό όνομα «Παγκόσμια Ιερή Έδρα Μπεκτασήδων». Μεταφέρθηκαν εκεί από τη Μικρά Ασία, όταν ο Ατατούρκ απαγόρευσε τα θρησκευτικά τάγματα. Τα Τίρανα μπορούν έτσι να ισχυρίζονται ότι έχουν κι αυτά έναν ρόλο παρόμοιο με το Βατικανό ή την Κωνσταντινούπολη, έστω και για πολύ λιγότερους πιστούς.
Το άγαλμα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, από τον οποίο παίρνει το όνομά του το τάγμα των Μπεκτασήδων, στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Πίσω από το άγαλμα, φαίνονται οι τουρμπέδες (μαυσωλεία) των παλιότερων ντεντεμπαμπάδων (ηγετών) του τάγματος, οι οποίοι λειτουργούν ως χώρος προσκυνήματος. Ο κεντρικός τεκές στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Αριστερά, η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι και δεξιά του επί τρεις δεκαετίες (1991-2011) ντεντεμπαμπά του τάγματος, Ρεσάτ Μπαρντί, του πρώτου μετά από 24 χρόνια απαγόρευσης (η Αλβανία ήταν επί Χότζα επίσημα αθεϊστικό κράτος και όλες οι θρησκείες ήταν υπό διωγμό).
Στον κεντρικό τεκέ, η πράσινη σημαία του τάγματος κρέμεται δίπλα στην αλβανική σημαία. Αριστερά τους, όχι τυχαία, φαίνεται η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι, του μπεκτασίδικης καταγωγής εθνικού ποιητή της Αλβανίας, ο οποίος προσπάθησε μέσα από το έργο του να παντρέψει τον Μπεκτασισμό με την αλβανική εθνική ιδέα. Ήταν ο μεσαίος από τρία αδέλφια: ο μεγάλος ήταν ο Αμπντούλ και ο μικρός ο Σάμι. Και οι τρεις συμμετείχαν με διαφορετικούς τρόπους στην Αλβανική Εθνική Αναγέννηση στα τέλη του 19ου αιώνα, το κίνημα που έθεσε τις βάσεις για τη συγκρότηση αλβανικού έθνους-κράτους. Πάντως, και οι τρεις πέθαναν όχι στην Αλβανία, αλλά στην Κωνσταντινούπολη. Τα οστά τους μεταφέρθηκαν πολλές δεκαετίες αργότερα στα Τίρανα, όπου αναπαύονται σήμερα στο Μεγάλο Πάρκο της πόλης.
Οι τάφοι των τριών αδελφών Φράσερι στο Μεγάλο Πάρκο των Τιράνων.
Τα Τίρανα είναι πρωτεύουσα αλλά και με μεγάλη διαφορά η μεγαλύτερη πόλη της Αλβανίας. Εκεί ζουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στην πόλη κατά την, απ’ όλες τις απόψεις δραματική για τη χώρα, δεκαετία του 1990. Στην αρχή της, τα Τίρανα είχαν ακόμα περίπου 200.000 κάτοικους – στο τέλος της, ήδη περίπου τους τριπλάσιους. Παρά τα προβλήματα που φέρνει μια τέτοια αύξηση πληθυσμού, όπως η αυθαίρετη δόμηση, η περιβαλλοντική επιβάρυνση, το κυκλοφοριακό χάος, τα Τίρανα παραμένουν τουλάχιστον στο κέντρο μια αρκετά ευχάριστη πόλη. Στα τελευταία χρόνια εξάλλου, γερασμένες σοσιαλιστικές πολυκατοικίες βάφτηκαν σε ζωντανά χρώματα, κάποια αυθαίρετα κτίσματα γκρεμίστηκαν, η κεντρική Πλατεία Σκεντέρμπεη πεζοδρομήθηκε και φυτεύτηκαν δέντρα. Και βέβαια, τα άλλοτε απομονωμένα από τον κόσμο Τίρανα είναι σήμερα απόλυτα ανοικτά σε ξένες, ιδιαίτερα αμερικάνικες επιρροές. Οι μονοκατοικίες της κεντρικής συνοικίας Μπλόκου, όπου παλιότερα κατοικούσαν τα υψηλά στελέχη του Κόμματος και η είσοδος ήταν απαγορευμένη στους κοινούς θνητούς, χρησιμοποιούνται σήμερα ως καφετέριες, κλαμπ ή ακριβά εστιατόρια.
Η Πλατεία Μητέρας Τερέζας, στο νότιο τέρμα της πλατιάς κεντρικής λεωφόρου που είχε κατασκευαστεί υπό την επιρροή της φασιστικής Ιταλίας: στη δεκαετία του 1930, όταν τα Τίρανα έκαναν ακόμα τα πρώτα βήματά τους ως πρωτεύουσα, η Αλβανία ήταν σχεδόν ιταλικό προτεκτοράτο. Τα κτίρια που στεγάζουν σήμερα τμήματα του Πανεπιστημίου θεωρούνται κι αυτά δείγματα φασιστικής αρχιτεκτονικής. Πιο πίσω βέβαια, βλέπουμε τους γερανούς να χτίζουν σύγχρονα ψηλά κτίρια, περισσότερο χαρακτηριστικά για την εικόνα των νέων Τιράνων.Τέτοια επιβλητικά αγάλματα των Λένιν, Στάλιν, Χότζα κ.λπ., μπορεί κάποιος σήμερα να τα βρει μόνο παρατημένα σε κάποια πίσω αυλή, όπως εδώ σε αυτήν του Εθνικού Μουσείου Καλών Τεχνών, μακριά από ανθρώπινα βλέμματα.Το σπίτι του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, στο κέντρο της άλλοτε «απαγορευμένης συνοικίας» Μπλόκου. Σήμερα πάντως, είναι από τα λίγα κτίρια της συνοικίας που (ακόμα) δεν έχουν μετατραπεί σε χώρους ψυχαγωγίας.Οι αμερικάνικες σημαίες δεν είναι σήμερα σπάνιο θέαμα στους δρόμους των Τιράνων.
Συνεχίζοντας από τα Τίρανα προς τα βόρεια, φτάνουμε στις όχθες της Σκόδρας, της μεγαλύτερης λίμνης των Βαλκανίων. Στην όχθη ενός μακρόστενου κόλπου που σχηματίζεται στα βόρεια της λίμνης, βρίσκεται η συνοριακή διάβαση Αλβανίας-Μαυροβουνίου. Αν δεν υπήρχε η διάβαση, δύσκολα θα καταλαβαίναμε ότι έχουμε αλλάξει χώρα: η πρώτη κωμόπολη που συναντούμε αφού περάσουμε τα σύνορα, το Τούζι, είναι κυρίως αλβανική, όπως και άλλοι κοντινοί οικισμοί.
Εικόνα του κόλπου της Λίμνης Σκόδρας, στον οποίο βρίσκονται τα αλβανο-μαυροβουνιακά σύνορα. Η άποψη είναι από τη συνοριακή διάβαση κοιτάζοντας προς τον Νότο: τα βουνά που φαίνονται ανήκουν στην Αλβανία.
Η πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, η Ποντγκόριτσα, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από τα σύνορα, στη μεγαλύτερη πεδιάδα της κατά τ’ άλλα, όπως φαίνεται κι από το όνομά της, κυρίως ορεινής χώρας. Το όνομα της πρωτεύουσας επίσης εμπνέεται από τη φυσική της γεωγραφία: σημαίνει «κάτω από τον λόφο». Υπάρχει όντως ένας λόφος που επιβλέπει την, κατά κύριο λόγο, νέα πόλη. Η καταστροφή από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η Ποντγκόριτσα κτίστηκε ουσιαστικά από την αρχή. Τετραγωνισμένο οδικό δίκτυο, πλατιά πεζοδρόμια, πάρκα, ποδηλατόδρομοι και βέβαια σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη σημερινή της εικόνα. Μόνο το Στάρα Βαρός (κυριολεκτικά: Παλιό Προάστιο), θυμίζει κάτι από το οθωμανικό παρελθόν, με στενά σοκάκια, κάποια πετρόκτιστα σπίτια, ακόμα και λίγα με χαγιάτια, δύο παλιά τζαμιά, και βέβαια τον Πύργο Ρολογιού.
Ο οθωμανικός Πύργος του Ρολογιού, στην ταιριαστά ονομασμένη Πλατεία Βοϊβόδα Μπετσίρ-Μπέη Οσμάναγιτς (τελευταίος Οθωμανός κυβερνήτης, ο οποίος με την προσάρτηση της πόλης στο Μαυροβούνιο προσχώρησε στο μαυροβουνιακό καθεστώς), σηματοδοτεί το όριο του Στάρα Βαρός. Πίσω του βλέπουμε να ξεκινούν οι πολυκατοικίες της νέας πόλης.Σοκάκι στο Στάρα Βαρός της Ποντγκόριτσα.Η εκβολή του χειμάρρου Ρίμπνιτσα στον ποταμό Μοράτσα, σηματοδοτεί κι αυτή το όριο ανάμεσα στο Στάρα και το Νόβα Βαρός.
Η Ποντγκόριτσα μπορεί να μην έχει η ίδια ιδιαίτερη τουριστική αξία, είναι όμως μια καλή βάση για να εξερευνήσει κάποιος τη χώρα. Βρίσκεται κοντά στην ορεινή ενδοχώρα, αλλά και στη λίμνη Σκόδρα και τις παραλιακές πόλεις του Μαυροβουνίου, όπως το Σβέτι Στεφάν, την Μπούντβα, το Κοτόρ και το Περάστ. Η βενετική επιρροή είναι φανερή εδώ στις απότομες ασβεστολιθικές ανατολικές ακτές της Αδριατικής, με τους χαρακτηριστικούς μακρόστενους και παράλληλους με τη γενική ακτογραμμή κόλπους. Εξάλλου, ο έλεγχος της Γαληνότατης Δημοκρατίας στη μαυροβουνιακή ακτή κράτησε περίπου τέσσερις αιώνες. Κατά μια εκδοχή, από τους Βενετούς προέρχεται και το όνομα της χώρας, όταν αυτοί αντίκρυζαν από τα καράβια τους το άγριο βουνό του Λόβτσεν, καλυμμένο με σκούρο πράσινο δάσος.
Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από το δρόμο που ενώνει την Ποντγκόριτσα με τη μαυροβουνιακή ακτή.Το νησάκι Σβέτι Στεφάν (Άγιος Στέφανος) ήταν παλιότερα χωριό, σήμερα όμως λειτουργεί ολόκληρο ως πολυτελές ξενοδοχείο – παραδόξως, μετά από απόφαση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Τίτο, το οποίο ήταν πολύ πιο ανοικτό στον δυτικό καπιταλισμό σε σχέση με τα ιδεολογικά του αδέλφια.Σοκάκι στην παλιά πόλη της Μπούντβα, την ίσως τουριστικά πιο (υπερ)αναπτυγμένη πόλη του Μαυροβουνίου.Ο κόλπος του Κοτόρ με το όρος Λόβτσεν να δεσπόζει πάνω από την ομώνυμη πόλη. Κατά μία εκδοχή, από την εντύπωση που έκαναν αυτά το βουνά προέρχεται και το όνομα Μαυροβούνιο για τη χώρα.Η τάφρος γύρω από τα τείχη της παλιάς πόλης του Κοτόρ.Η Πλατεία των Όπλων στην εντός των τειχών πόλη του Κοτόρ.Αριστερά, η στενή έξοδος του μακρόστενου κόλπου του Κοτόρ, όχι αμέσως προς την ανοικτή θάλασσα της Αδριατικής, αλλά προς μια ακόμα μακρόστενη λεκάνη που μεσολαβεί. Δεξιά, τα δύο μικρά νησάκια, ο Άγιος Γεώργιος και η Παναγία των Βράχων, όπως φαίνονται από το Περάστ.Η μικρή γραφική πόλη του Περάστ, μια από τις πιο καλοδιατηρημένες της μαυροβουνιακής ακτής.
Οι πόλεις της Αδριατικής, κι ακόμα περισσότερο το «παλιό Μαυροβούνιο» γύρω από την παλιά πρωτεύουσα Τσετίνιε, είναι περιοχές που η ιδιαίτερη μαυροβουνιακή ταυτότητα είναι ιστορικά αρκετά ισχυρή, ώστε να επικρατεί επί της σχέσης με τον «μεγάλο αδελφό», την ομόθρησκη και ομόγλωσση Σερβία. Αν κάποιος ήθελε να ψάξει στα Βαλκάνια απόδειξη του ότι η εθνική ταυτότητα δεν ορίζεται αποκλειστικά από τη γλώσσα και τη θρησκεία, δύσκολα θα μπορούσε να βρει καλύτερο παράδειγμα από το Μαυροβούνιο – τουλάχιστον στις περιοχές που αναφέραμε, γιατί όσο προχωράμε προς τα ανατολικά, στην ορεινή ενδοχώρα, η σερβική εθνική συνείδηση κερδίζει έδαφος. Η αντίθεση ανάμεσα στους οπαδούς μιας ξεχωριστής μαυροβουνιακής οντότητας και αυτούς της ένωσης με τη Σερβία, έχει τουλάχιστον έναν αιώνα ιστορία και έχει οδηγήσει κατά καιρούς ακόμα και σε βίαιες συγκρούσεις – με τελευταίες αυτές πριν λίγους μήνες, με αφορμή.. εκκλησιαστικές διαφορές. Ακόμα και στο κέντρο της Ποντγκόριτσα φαίνονται αυτές οι αντιθέσεις: ονόματα δρόμων όπως «Βουκ Καράτζιτσα» ή «Καρατζόρτζεβα» είναι σερβικές εθνικές αναφορές, ενώ σε απόσταση ενός τετραγώνου από την Οδό Καρατζόρτζεβα ορθώνεται το άγαλμα του τελευταίου Βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικόλαου Πέτροβιτς, ο οποίος έχασε τον θρόνο του ακριβώς από τον σερβικό οίκο των Καρατζόρτζεβιτς.
Η κεντρική Πλατεία Ανεξαρτησίας στο Νόβα Βαρός (νέα πόλη) της Ποντγκόριτσα, όπως μετονομάστηκε μετά το 2006, για να υπογραμμίσει τη νέα πολιτική κατεύθυνση της χώρας, μακριά από τη Σερβία.Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006 ανά επαρχία (ποσοστό ψήφων υπέρ ανεξαρτησίας). Οι «πράσινες» επαρχίες είναι αυτές που ψήφισαν υπέρ και οι «κόκκινες» κατά. By Furfur – This file was derived from: Montenegro location map.svgb y NordNordWestdata source: REPUBLIC OF MONTENEGRO REFERENDUM ON STATE-STATUS 21 May 2006 ANNEX A: FINAL RESULTS OF THE 21 MAY 2006 REFERENDUM ON STATE-STATUS, Office for Democratic Institutions and Human Rights, OSCEinspired by Crna Gora – Rezultati referenduma po opstinama 2006.png, made by Tresnjevo, CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=48922699
Όπως και να έχει, το δημοψήφισμα του 2006 οδήγησε σε μια οριακή νίκη των οπαδών της ανεξαρτησίας. Έκτοτε, το Μαυροβούνιο πορεύεται στον δικό του ξεχωριστό δρόμο: ακολουθώντας το παράδειγμα Κροατών και Βοσνιακών, ανακάλυψε τα «μαυροβουνιακά» ως νέα επίσημη γλώσσα ξεχωριστή από τα (πάλαι ποτέ) σερβοκροατικά, υιοθέτησε το Ευρώ ως νόμισμα (η μοναδική χώρα εκτός ΕΕ που το έχει κάνει, μαζί με το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο), έχει γίνει μέχρι και μέλος του ΝΑΤΟ. Ακόμα όμως και στην απογραφή του 2011, ένα 29% δήλωσε ως εθνική ταυτότητα τη σερβική, έναντι 45% που δηλώνουν τη μαυροβουνιακή. Όσο βέβαια διεισδύουμε στην ορεινή ενδοχώρα προς τα σύνορα με τη Σερβία, η σερβική ταυτότητα γίνεται πιο ισχυρή.
Το φαράγγι του ποταμού Μοράτσα οδηγεί από την Ποντγκόριτσα στην ορεινή ενδοχώρα του Μαυροβουνίου – και στη Σερβία.Τα καλυμμένα με φυλλοβόλα δάση βουνά κοντά στο Κολάσιν διασχίζονται από ενεργητικά ποτάμια (όπως φαίνεται από το μέγεθος των πετρών που αποθέτουν στις όχθες τους).Στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μπεράνε, μιας μικρής ημιορεινής πόλης του ανατολικού Μαυροβουνίου, η σερβική σημαία ανεμίζει αυτονόητα δίπλα από τη μαυροβουνιακή. Η επαρχία ανήκει σε αυτές που το 2006 ψήφισαν κατά της ανεξαρτησίας και υπέρ της παραμονής στην ένωση με τη Σερβία.
Όπως όμως βλέπουμε και από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006, αυτός δεν είναι γενικός κανόνας. Στην κωμόπολη Ροζάγιε, σε υψόμετρο 1033 μέτρων και μόλις 20 χμ από τα σύνορα με τη Σερβία, το ποσοστό υπέρ της ανεξαρτησίας ήταν πάνω από 90%. Η πλειοψηφία του πληθυσμού εδώ δεν δηλώνει ως εθνική ταυτότητα ούτε τη μαυροβουνιακή ούτε τη σερβική, αλλά τη.. βοσνιακή. Κι αυτό όχι λόγω προέλευσης από τη Βοσνία (αν και ένα μέρος των κατοίκων είχαν όντως καταφύγει εκεί από τον πόλεμο της Βοσνίας), αλλά λόγω θρησκείας. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, οι περισσότεροι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας προτιμούν να ονομάζονται Βοσνιακοί, έστω και χωρίς να έχουν σχέση με τη Βοσνία. Εδώ είμαστε ήδη βαθιά στα ενδότερα του Σαντζακίου, αυτής της ορεινής περιοχής που στα τελευταία οθωμανικά χρόνια μεσολαβούσε ανάμεσα στις αυτόνομες ηγεμονίες του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, οι δύο ηγεμονίες που εν τω μεταξύ είχαν γίνει ανεξάρτητα βασίλεια, κατέκτησαν το Σαντζάκι και το μοιράστηκαν μεταξύ τους. Παρά την εκδίωξη των Οθωμανών όμως, πολλοί Μουσουλμάνοι κάτοικοι παρέμειναν – και δίνουν σε πόλεις όπως η Ροζάγιε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.
Χάρτης με τις επαρχίες του Σαντζακίου, στο πλακόστρωτο του πάρκου του Νόβι Παζάρ. Κάποιες απ’ αυτές ανήκουν σήμερα στο Μαυροβούνιο και άλλες στη Σερβία.Το Τζαμί του Σουλτάνου Μουράτ Β’ στη Ροζάγιε, δίπλα στον ποταμό Ίμπαρ. Πίσω φαίνονται βουνοπλαγιές καλυμμένες με ελατοδάση.Ο κεντρικός δρόμος της Ροζάγιε ονομάζεται ακόμα «Οδός Στρατηγού Τίτο» – δείχνοντας ίσως και κάποιο σεβασμό των σλαβόφωνων Μουσουλμάνων προς τον ηγέτη που τους αποδέχτηκε ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα, διαφορετική από τους Σέρβους και τους Κροάτες.
Η μεγάλη πόλη του Σαντζακίου βρίσκεται όμως στην άλλη μεριά των συνόρων. Είναι εξάλλου και η ιστορική πρωτεύουσα: στα οθωμανικά χρόνια, έδινε το όνομα σε όλο το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, πριν ακόμα συντομευτεί απλά σε «Σαντζάκι». Τέσσερα πέμπτα των περίπου 80.000 κατοίκων του Νόβι Παζάρ δηλώνουν ως θρησκεία το Ισλάμ, κάνοντας το την πιο μεγάλη μουσουλμανική πόλη της Σερβίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς προτιμούν σήμερα τον εθνοτικό προσδιορισμό «Βοσνιακοί» – αν και υπάρχουν κι αυτοί που επιμένουν στο «Μουσουλμάνοι» με κεφαλαίο «Μ», όπως στα παλιά καλά γιουγκοσλαβικά χρόνια (με μικρό «μ», σημαίνει τη θρησκεία).
Όπως και το Σαράγεβο, την άλλη, κατά πολύ μεγαλύτερη, νοτιοσλαβική μουσουλμανική πόλη, το Νόβι Παζάρ είναι το ίδιο δημιούργημα των οθωμανικών χρόνων, συγκεκριμένα του Ισά Μπέη Ισάκοβιτς, ενός από τους πιο γνωστούς Οθωμανούς αξιωματούχους σλαβικής καταγωγής. Το παλιό χαμάμ, ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό, διατηρεί το όνομα του ιδρυτή της πόλης. Και όχι μόνο αυτό: στη μνήμη του Ισά Μπέη ονομάστηκε και ο κεντρικός μεντρεσές (θρησκευτικό σχολείο) του Νόβι Παζάρ, ο οποίος λειτουργεί σήμερα πάλι κανονικά, σηματοδοτώντας έτσι και την ισλαμική αναγέννηση από τη δεκαετία του 1990. Το ίδιο κάνουν εξάλλου και η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά, τα καταστήματα ισλαμικής μόδας με τις μαντιλοφορούσες κούκλες, η «βακουφική κουζίνα» και πολλά άλλα. Ακόμα και τα πολλά φαγάδικα στα οποία βρίσκουμε «τουρκικό ντόνερ», μάλλον έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη σχέση με τη μεγάλη μουσουλμανική χώρα της περιοχής.
Μαγαζιά στην Οδό Πρωτομαγιάς στο κέντρο του Νόβι Παζάρ. Ο μιναρές στο βάθος ανήκει στο Τζαμί Αλτούν Αλέμ, ένα από τα πιο ιστορικά της πόλης.Ο κεντρικός μεντρεσές φέρει το όνομα του ιδρυτή της πόλης, Ισά-Μπέη Ισάκοβιτς.Η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών, με τη σημαία του Σαντζακίου στη μέση, απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά.Στα δεξιά η «βακουφική κουζίνα», μια από τις φιλανθρωπικές δράσεις της Ισλαμικής Κοινότητας του Νόβι Παζάρ. Στη οθόνη αριστερά, φαίνεται συμπτωματικά (;) ο Μουαμέρ Ζουκόρλιτς, πρώην θρησκευτικός ηγέτης των Σαντζακλήδων, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ηγέτης πολιτικού κόμματος και έφτασε μέχρι και στο αξίωμα του αντιπρόεδρου της Σερβικής Βουλής. Η φωτογραφία είναι από το τέλος Οκτωβρίου ’21, όταν ήταν ακόμα ζωντανός (πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή στις 6.11.2021).Εξώ από τα παλιά οθωμανικά τείχη του Νόβι Παζάρ (το εσωτερικό τους λειτουργεί ως πάρκο), συναντάμε και κάποια μνημεία με το γιουγκοσλαβικό αστέρι (κάτω δεξιά): πιθανότατα πεσόντων ανταρτών του Τίτο.
Αφήνοντας πίσω το Νόβι Παζάρ και το Σαντζάκι, συνεχίζουμε προς τα ανατολικά, σκαρφαλώνοντας στο όρος Κοπάονικ και περνώντας ξυστά από τα (μη αναγνωρισμένα από τη Σερβία) σύνορα με το Κόσοβο. Αφού περάσουμε μέσα από το πιο σημαντικό χιονοδρομικό κέντρο της Σερβίας, το οποίο βρίσκεται καταμεσής του Εθνικού Πάρκου Κοπάονικ, κατηφορίζουμε σιγά σιγά σε περιοχές με πιο ομαλό ανάγλυφο.
Εικόνα από τη φύση της Νότιας Σερβίας, κατεβαίνοντας από τα όρη Κοπάονικ προς την κωμόπολη Μπρους.
Η Νις είναι με τους περίπου 200.000 κατοίκους της η μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Σερβίας και η τρίτη μεγαλύτερη της χώρας. Η Νότια Σερβία ανήκει, όπως και το Νόβι Παζάρ, στα πιο φτωχά και υπανάπτυκτα τμήματα της χώρας, κάτι που κάποιοι χρεώνουν στη μεγάλη διάρκεια της οθωμανικής εξουσίας. Στη Νις συγκεκριμένα, πέρασαν πάνω από πέντε αιώνες από τη χρονιά πρώτης κατάληψης από τα οθωμανικά στρατεύματα, το 1375, μέχρι την οριστική αποχώρησή τους, το 1878. Σήμερα, είναι μια πόλη με σχεδόν καθαρά σερβικό πληθυσμό (για ένα διάστημα είχε διεκδικηθεί και από τους Βούλγαρους, αφού οι τοπικές διάλεκτοι ήταν μάλλον ενδιάμεσες ανάμεσα στις δύο ούτως ή άλλως συγγενικές γλώσσες). Όπως και αλλού στη Νότια Σερβία, τα οθωμανικά κατάλοιπα στη Νις αναμιγνύονται με αυτά της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, και όλα μπαίνουν στο πλαίσιο του σημερινού ανεξάρτητου, αλλά απ’ όλες τις απόψεις (εδαφική, οικονομική, πολιτική, δημογραφική) συρρικνωμένου σερβικού έθνους-κράτους. Στη Νις υπάρχουν βέβαια και κάποια στοιχεία πιο ένδοξου παρελθόντος: η αρχαία Ναϊσσός ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της υπό ρωμαϊκό/βυζαντινό έλεγχο Βαλκανικής. Ήταν εξάλλου και η πόλη όπου γεννήθηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος, κάτι που οι σύγχρονοι κάτοικοί της δεν παραλείπουν να υπενθυμίζουν.
Ο κεντρικός πεζόδρομος της Νις οδηγεί στην απέναντι όχθη του ποταμού Νισάβα, στην Πύλη Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου μπαίνουμε στο οθωμανικό φρούριο. Το εσωτερικό του φρουρίου λειτουργεί σήμερα ως πάρκο και χώρος αναψυχής, όπως το πολύ πιο γνωστό Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου.Μόλις μπαίνουμε στο φρούριο, στα αριστερά βρίσκεται ένα παλιό οθωμανικό χαμάμ, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως.. Μουσείο Τζαζ.Η οδός Κοπιτάρεβα, πιο γνωστή ως Σοκάκι των Καζαντζίδικων λόγω της παλιάς της χρήσης, είναι ακόμα άδεια στις 7 το πρωί, αλλά σύντομα θα γεμίσει με κόσμο.Ο τζόγος μάλλον είναι διαδεδομένος στη σημερινή Γιουγκοσλαβία, αλλά το ότι το συγκεκριμένο καζίνο στο κέντρο της Νις έχει το όνομα «Στρατηγός» (αναφορά στον Τίτο) και το αστέρι των Παρτιζάνων, μοιάζει κάπως συμβολικό για τη μετα-σοσιαλιστική παρακμή.
Τα πιο γνωστά μνημεία της πόλης αναφέρονται πάντως σε τραγικά συμβάντα της σύγχρονης Ιστορίας. Στα ανατολικά προάστια ορθώνεται ο Τσέλε Κούλα, ο Πύργος των Κρανίων, τον οποίο οι Οθωμανοί έφτιαξαν κυριολεκτικά με τα κομμένα κεφάλια των νικημένων Σέρβων μαχητών κατά τη διάρκεια της πρώτης Σερβικής Επανάστασης. Το νόημα του ήταν βέβαια να τρομάξει κάθε νέο υποψήφιο επαναστάτη. Εντελώς αντίθετα με τις αρχικές προθέσεις των κατασκευαστών του όμως, σήμερα ο Πύργος χρησιμεύει για να τονώσει το εθνικό αίσθημα των Σέρβων, θυμίζοντας την αυτοθυσία των προγόνων τους ενάντια στον ξένο κατακτητή.
Με παρόμοιο τρόπο, το Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού στα βορειοδυτικά του κέντρου, θυμίζει τα δεινά που πέρασαν οι κάτοικοι της περιοχής από έναν άλλο ξένο κατακτητή. Πρόκειται για ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ευρώπη. Από τους περίπου 30.000 Σέρβους, Εβραίους και Τσιγγάνους που πέρασαν από το στρατόπεδο, σχεδόν οι μισοί είχαν τραγικό τέλος: είτε μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα όπως το Άουσβιτς, απ’ όπου ελάχιστοι γύρισαν, είτε εκτελέστηκαν στα γρήγορα στον κοντινό λόφο Μπουγιάνι, όπου υπάρχει κι ένα σχετικό μνημείο. Πιο κεντρικά, στην όχθη του ποταμού Νισάβα, υπάρχει κι ένα πολύ πιο πρόσφατο μνημείο για τα θύματα των νατοϊκών βομβαρδισμών του 1999, τα οποία στη Νις ήταν κυρίως άμαχοι. Όλα αυτά συνθέτουν μια βαριά ατμόσφαιρα θυματοποίησης, ίσως χαρακτηριστική για τον εθνικό μύθο των Σέρβων – όχι πολύ διαφορετικά από τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς πάντως, των Ελλήνων μη εξαιρουμένων.
Ο επισκέπτης στο Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού μπορεί ακόμα και να διαβάσει τις επιγραφές, με τις οποίες οι Γερμανοί σηματοδοτούσαν τις χρήσεις των κτιρίων: “Wache” (συνοδευόμενη από μια σβάστικα και το σήμα των SS), “Essraum”, “Kuche” κλπ: το ότι όλα είναι στα γερμανικά, παρά το ότι οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν ήξεραν βέβαια τη γλώσσα, μπορεί να είναι δείγμα για την περιφρόνηση των Ναζί προς τους «υπάνθρωπους» Σλάβους.
Συνεχίζοντας από τη Νις προς τα νότια, μπαίνουμε στον (πάλαι ποτέ) Αυτοκινητόδρομο «Αδελφοσύνη και Ενότητα», που κάποτε διέσχιζε την ενιαία Γιουγκοσλαβία από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια – σήμερα βέβαια, κάποιος περνάει τρεις φορές σύνορα στην ίδια διαδρομή. Πλησιάζοντας πάντως προς τα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία, οι μιναρέδες επιστρέφουν στην εικόνα, όπως τους βλέπαμε και στο Σαντζάκι. Εδώ όμως, στην κοιλάδα του Πρέσεβο, δεν πρόκειται για Βοσνιακούς, αλλά για Αλβανούς. Αυτή η εικόνα συνεχίζεται και αφού περάσουμε τα σύνορα και διασχίσουμε το βορειοδυτικό τμήμα της γειτονικής χώρας, μέσα από τον «Αυτοκινητόδρομο Μητέρας Τερέζας». Το ότι έχει το όνομα μιας εκ των διασημότερων Αλβανίδων στον κόσμο (γεννημένη στα Σκόπια), είναι ταιριαστό: η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αλβανική, κάτι που εξηγεί και τους φόβους στη δεκαετία του 1990 ότι ο πόλεμος θα φτάσει μέχρι εδώ.
Μουσουλμανικό (πιθανότατα αλβανικό) χωριό, από τα πολλά που συναντά κάποιος ανάμεσα στο Τέτοβο και την Οχρίδα.
Τελικά, η σύντομη σύγκρουση Σλαβομακεδόνων και Αλβανών της (τότε) πΓΔΜ το 2001, έληξε με τη συμφωνία της Οχρίδας. Η πόλη των 40.000 κατοίκων που βρίσκεται πάνω στην ομώνυμη λίμνη, η οποία μοιράζεται ανάμεσα στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ήταν μάλλον καλή επιλογή για μια τέτοια συμφωνία. Βρίσκεται στα δυτικά της χώρας, εκεί δηλαδή όπου συναντιούνται οι δύο εθνότητες – αν και η ίδια η πόλη έχει ένα ποσοστό Αλβανών μόλις 7% (συν ένα 5% Τούρκων, οι οποίοι έχουν απομείνει από τα οθωμανικά χρόνια). Χάρη σε αυτή τη συμφωνία κι ως μια από τις παραχωρήσεις που έγιναν προς τους Αλβανούς, σε όλη τη διαδρομή από τα Σκόπια μέχρι την Οχρίδα βλέπουμε στις πινακίδες τα τοπωνύμια και στα αλβανικά.
Η Πλατεία Δημοκρατίας του Κρουσόβου θυμίζει με το όνομά της την εξέγερση του Ίλιντεν, σύμβολο για τη σλαβομακεδονική εθνογένεση. Οι δύο μεγάλες θρησκείες της Οχρίδας αντιπροσωπεύονται από τον Ναό της Παναγίας του Καμένσκο (αριστερά) και το Τζαμί Ζεϊνέλ Αμπιντίν Πασά (δεξιά).
Η πόλη της Οχρίδας είναι από τις πιο τουριστικές της Βόρειας Μακεδονίας, με μια ανάλογα ανεπτυγμένη υποδομή σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, αλλά και καζίνο. Πολλοί έρχονται για παραθερισμό στις όχθες της βαθύτερης λίμνης των Βαλκανίων (πλησιάζει τα 300 μέτρα σε βάθος). Μετά τον παραλίμνιο πεζόδρομο, ακολουθεί η παλιά πόλη με τα σπίτια σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τις παλιές εκκλησίες. Η παραλίμνια διαδρομή συνεχίζεται μέσω μιας ξύλινης πλατφόρμας που μπαίνει μέσα στην λίμνη και καταλήγει στον μικρό οικισμό του Κάνεο. Η αξία της πόλης ως τουριστικού προορισμού ελκύει και τους Έλληνες, οι οποίοι δεν χρειάζεται να οδηγήσουν πάνω από δύο ώρες από τη Φλώρινα μέχρι να φτάσουν στην Οχρίδα. Περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δεν είναι σπάνιο να ακούσεις ελληνικά.
Ο παραλιακός πεζόδρομος της Οχρίδας οδηγεί στην παλιά πόλη, που απλώνεται στην πλαγιά του λόφου υπό την επίβλεψη του κάστρου.Η οικία Ρομπέβι (δεξιά) στην παλιά πόλη της Οχρίδα θεωρείται δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Κάνεο, λίγο πιο βόρεια από την παλιά πόλη της Οχρίδας.Στη σημερινή Οχρίδα, τα τζαμιά συνυπάρχουν με τα καζίνο.
Η διαδρομή που περιεγράφηκε καλύπτει περιοχές που μοιράζονται ανάμεσα σε τέσσερα διαφορετικά κράτη, με εξαιρετικά πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ τους, αλλά και ανάμεσα στις εθνο-θρησκευτικές κοινότητες στο εσωτερικό τους. Αυτό όμως είναι που τους χαρίζει και τη γοητεία τους – πέρα από τα φυσικά τοπία βέβαια. Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως πρόκειται για την «περισσότερη βαλκανική» περιοχή των Βαλκανίων: εδώ σώζεται ακόμα πολλή από τη διαφορετικότητα που χαρακτήριζε τη Βαλκανική επί αιώνες. Πέντε γλωσσικές ομάδες (αλβανικά, νοτιοσλαβικά, Ρομανί, ελληνικά, τουρκικά), τρία αλφάβητα (λατινικό, κυριλλικό, ελληνικό), τέσσερα θρησκευτικά δόγματα (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Σουνίτες, Μπεκτασήδες), σε όλους (σχεδόν) τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ τους, συνυπάρχουν συχνά σε άμεση γειτνίαση, και μάλιστα σχετικά ειρηνικά, παρά τις Κασσάνδρες.
Είναι κάτι που πολλές άλλες βαλκανικές περιοχές έχουν χάσει εδώ και καιρό, προσπαθώντας να μιμηθούν δυτικο-ευρωπαϊκά πρότυπα «καθαρών» εθνών-κρατών. Ίσως τελικά δεν πρόκειται για «το απότιστο δέντρο της Ευρώπης», μια περιοχή που πρέπει να βλέπει την υπόλοιπη Ευρώπη με κόμπλεξ κατωτερότητας. Μπορεί ποτέ να μην καταφέρουν να σχηματίσουν κράτη με ενιαία γλωσσική, θρησκευτική και εθνική ταυτότητα. Σε μια εποχή όμως που η ίδια η Δυτική Ευρώπη (αναγκάζεται να) ανακαλύπτει έννοιες όπως η ανοχή στη διαφορετικότητα, ίσως έχει κάτι να μάθει από μια περιοχή όπου αυτή είναι επί αιώνες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ζωντανή πραγματικότητα.