Στης Ευρωπης τ’ αποτιστο δεντρο

Κλασσικό

«Οι Βαλκάνιοι λαοί, της Ευρώπης τ’ απότιστο δέντρο» έλεγαν οι στίχοι του Παρασκευά Καρασούλου, όταν τραγουδήθηκαν πρώτη φορά το 1994 από τον Διονύση Τσακνή και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Δεν είχε κλείσει ακόμα ούτε μια πενταετία από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η Βαλκανική βρισκόταν ακόμα σε μια δραματική μετάβαση. Ο πόλεμος της Βοσνίας συνεχιζόταν με όλη του τη σκληρότητα, ο διπλανός πόλεμος στην Κροατία ακόμα δεν είχε κριθεί, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ζούσαν μια ραγδαία φτωχοποίηση και η Αλβανία μια πρωτόγνωρη αστάθεια, συνοδευόμενη από μια μαζική έξοδο πληθυσμού. Μετά από ένα διάλειμμα πολλών δεκαετιών που τα Βαλκάνια ήταν ψιλοξεχασμένα, επέστρεφαν πλέον θριαμβευτικά ως η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» ή, όπως λέει και η Μαρία Τοντόροβα, ο «ελλιπής Εαυτός» των Ευρωπαίων.

Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, πολλά έχουν αλλάξει – κι άλλα όχι. Μετά τη σκληρή προσαρμογή στο καπιταλιστικό σύστημα, ακολούθησε κάποια οικονομική ανάπτυξη, με μεγάλες ανισότητες και αστάθειες βέβαια. Οι ένοπλες συγκρούσεις σταμάτησαν και τα Βαλκάνια μπορούν σήμερα να θεωρηθούν ως μια σχετικά ειρηνική γωνιά του πλανήτη. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία κι η Κροατία κάνουν πλέον παρέα στην Ελλάδα ως μέλη του «κλαμπ των προνομιούχων», της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ο ρόλος τους όμως μοιάζει να είναι αυτός μιας μισοξεχασμένης περιφέρειας. Από την άλλη, τα κεντρο-δυτικά Βαλκάνια, Σερβία, Βοσνία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο, Αλβανία, περιμένουν ακόμα στην είσοδο μιας ενωμένης Ευρώπης, η οποία κάθε άλλο παρά πείθει ότι είναι έτοιμη να τους δεχθεί ως ισότιμους.

Η διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα από τέτοιες περιοχές των κεντρο-δυτικών Βαλκανίων, που μένουν ακόμα εκτός «ενωμένης Ευρώπης»: Αλβανία, Μαυροβούνιο, Σαντζάκι (τόσο το μαυροβουνιακό όσο και το σερβικό τμήμα), Νότια Σερβία, Βόρεια Μακεδονία.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Ξεκινώντας από την Ελλάδα, περνάμε τα σύνορα από τη διάβαση της Κακαβιάς. Περνώντας μέσα από τη Βόρεια Ήπειρο, βλέπουμε πινακίδες με τοπωνύμια και στα ελληνικά και στα αλβανικά. Είναι οι «μειονοτικές επαρχίες» της Αλβανίας, όπου η ελληνική κοινότητα έχει (σε αντίθεση με αλλού) κατοχυρωμένα δικαιώματα. Η πρώτη μεγάλη πόλη είναι το Αργυρόκαστρο, πόλη καταγωγής του κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα με σιδερένια πυγμή επί τέσσερις δεκαετίες, κρατώντας την σε πλήρη απομόνωση ακόμα και από τα ιδεολογικά συγγενή καθεστώτα. Το τεράστιο πυρηνικό καταφύγιο που έκτισε κάτω από το ιστορικό κάστρο, παρέμεινε για χρόνια κρυφό ακόμα και από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης. Διατηρείται μέχρι σήμερα, ως δείγμα της παρανοϊκής προσωπικότητας του δικτάτορα, ο οποίος είχε εμμονή με την απειλή πυρηνικής επίθεσης.

Η γραφική παλιά πόλη του Αργυροκάστρου, με το κάστρο που της χάρισε το όνομα και τα σπίτια με τις χαρακτηριστικές πέτρινες σκεπές, έχει ανακηρυχθεί μνημείο της Ουνέσκο.

Το προξενείο της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο υπογραμμίζει το ελληνικό ενδιαφέρον για τη Βόρεια Ήπειρο, μια περιοχή που έζησε για αιώνες την ελληνοαλβανική ανάμιξη – όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος. Πριν δύο αιώνες εξάλλου, και στη μία και στην άλλη μεριά των συνόρων εκτεινόταν μια ενιαία οντότητα με πρωτεύουσα τα Ιωάννινα, το «σχεδόν κράτος» του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Ακολουθώντας την κοιλάδα του Δρίνου με κατεύθυνση τα Τίρανα, περνάμε από την πόλη καταγωγής του θρυλικού Αλβανού πολέμαρχου. Στην είσοδο του Τεπελενίου ορθώνεται, ή μάλλον.. ξαπλώνει και το αντίστοιχο άγαλμα. Για τους Αλβανούς, ο Αλή Πασάς είναι κάτι σαν εθνικός ήρωας, ο άνθρωπος που έκανε τη γη τους πιο ανεξάρτητη από τους Οθωμανούς. Στην πραγματικότητα, ο αδίστακτος πασάς μάλλον λίγο ενδιαφερόταν για εθνικές ιδέες και περισσότερο για την προσωπική του ισχύ, για χάρη της οποίας ήταν έτοιμος να συνεργαστεί ή να συγκρουστεί εναλλάξ με Αλβανούς, Έλληνες και Τούρκους.

Το άγαλμα του Αλή Πασά Τεπελενλή στην πόλη καταγωγής του.
Η κοιλάδα του Δρίνου, όπως φαίνεται από το Τεπελένι.

Αν υπάρχει πάντως μια κοινότητα στην οποία ο Αλή Πασάς είχε κάποιου είδους αφοσίωση, αυτή είναι μάλλον το θρησκευτικό τάγμα των Μπεκτασήδων. Στα χρόνια του, φρόντισε να ευνοήσει την εξάπλωσή τους, κυρίως στον σημερινό αλβανικό Νότο. Όπως και να έχει, οι Μπεκτασήδες έχουν μια ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη αλβανική Ιστορία, ακόμα κι αν το ποσοστό τους στον πληθυσμό είναι μικρό. Κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν έναν ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στις τρεις μεγάλες θρησκείες των Αλβανών: Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμό. Εξάλλου, στα Τίρανα βρίσκονται και τα κεντρικά του τάγματος, με το εντυπωσιακό όνομα «Παγκόσμια Ιερή Έδρα Μπεκτασήδων». Μεταφέρθηκαν εκεί από τη Μικρά Ασία, όταν ο Ατατούρκ απαγόρευσε τα θρησκευτικά τάγματα. Τα Τίρανα μπορούν έτσι να ισχυρίζονται ότι έχουν κι αυτά έναν ρόλο παρόμοιο με το Βατικανό ή την Κωνσταντινούπολη, έστω και για πολύ λιγότερους πιστούς.

Το άγαλμα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, από τον οποίο παίρνει το όνομά του το τάγμα των Μπεκτασήδων, στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Πίσω από το άγαλμα, φαίνονται οι τουρμπέδες (μαυσωλεία) των παλιότερων ντεντεμπαμπάδων (ηγετών) του τάγματος, οι οποίοι λειτουργούν ως χώρος προσκυνήματος.
Ο κεντρικός τεκές στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Αριστερά, η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι και δεξιά του επί τρεις δεκαετίες (1991-2011) ντεντεμπαμπά του τάγματος, Ρεσάτ Μπαρντί, του πρώτου μετά από 24 χρόνια απαγόρευσης (η Αλβανία ήταν επί Χότζα επίσημα αθεϊστικό κράτος και όλες οι θρησκείες ήταν υπό διωγμό).

Στον κεντρικό τεκέ, η πράσινη σημαία του τάγματος κρέμεται δίπλα στην αλβανική σημαία. Αριστερά τους, όχι τυχαία, φαίνεται η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι, του μπεκτασίδικης καταγωγής εθνικού ποιητή της Αλβανίας, ο οποίος προσπάθησε μέσα από το έργο του να παντρέψει τον Μπεκτασισμό με την αλβανική εθνική ιδέα. Ήταν ο μεσαίος από τρία αδέλφια: ο μεγάλος ήταν ο Αμπντούλ και ο μικρός ο Σάμι. Και οι τρεις συμμετείχαν με διαφορετικούς τρόπους στην Αλβανική Εθνική Αναγέννηση στα τέλη του 19ου αιώνα, το κίνημα που έθεσε τις βάσεις για τη συγκρότηση αλβανικού έθνους-κράτους. Πάντως, και οι τρεις πέθαναν όχι στην Αλβανία, αλλά στην Κωνσταντινούπολη. Τα οστά τους μεταφέρθηκαν πολλές δεκαετίες αργότερα στα Τίρανα, όπου αναπαύονται σήμερα στο Μεγάλο Πάρκο της πόλης.

Οι τάφοι των τριών αδελφών Φράσερι στο Μεγάλο Πάρκο των Τιράνων.

Τα Τίρανα είναι πρωτεύουσα αλλά και με μεγάλη διαφορά η μεγαλύτερη πόλη της Αλβανίας. Εκεί ζουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στην πόλη κατά την, απ’ όλες τις απόψεις δραματική για τη χώρα, δεκαετία του 1990. Στην αρχή της, τα Τίρανα είχαν ακόμα περίπου 200.000 κάτοικους – στο τέλος της, ήδη περίπου τους τριπλάσιους. Παρά τα προβλήματα που φέρνει μια τέτοια αύξηση πληθυσμού, όπως η αυθαίρετη δόμηση, η περιβαλλοντική επιβάρυνση, το κυκλοφοριακό χάος, τα Τίρανα παραμένουν τουλάχιστον στο κέντρο μια αρκετά ευχάριστη πόλη. Στα τελευταία χρόνια εξάλλου, γερασμένες σοσιαλιστικές πολυκατοικίες βάφτηκαν σε ζωντανά χρώματα, κάποια αυθαίρετα κτίσματα γκρεμίστηκαν, η κεντρική Πλατεία Σκεντέρμπεη πεζοδρομήθηκε και φυτεύτηκαν δέντρα. Και βέβαια, τα άλλοτε απομονωμένα από τον κόσμο Τίρανα είναι σήμερα απόλυτα ανοικτά σε ξένες, ιδιαίτερα αμερικάνικες επιρροές. Οι μονοκατοικίες της κεντρικής συνοικίας Μπλόκου, όπου παλιότερα κατοικούσαν τα υψηλά στελέχη του Κόμματος και η είσοδος ήταν απαγορευμένη στους κοινούς θνητούς, χρησιμοποιούνται σήμερα ως καφετέριες, κλαμπ ή ακριβά εστιατόρια.

Η Πλατεία Μητέρας Τερέζας, στο νότιο τέρμα της πλατιάς κεντρικής λεωφόρου που είχε κατασκευαστεί υπό την επιρροή της φασιστικής Ιταλίας: στη δεκαετία του 1930, όταν τα Τίρανα έκαναν ακόμα τα πρώτα βήματά τους ως πρωτεύουσα, η Αλβανία ήταν σχεδόν ιταλικό προτεκτοράτο. Τα κτίρια που στεγάζουν σήμερα τμήματα του Πανεπιστημίου θεωρούνται κι αυτά δείγματα φασιστικής αρχιτεκτονικής. Πιο πίσω βέβαια, βλέπουμε τους γερανούς να χτίζουν σύγχρονα ψηλά κτίρια, περισσότερο χαρακτηριστικά για την εικόνα των νέων Τιράνων.
Τέτοια επιβλητικά αγάλματα των Λένιν, Στάλιν, Χότζα κ.λπ., μπορεί κάποιος σήμερα να τα βρει μόνο παρατημένα σε κάποια πίσω αυλή, όπως εδώ σε αυτήν του Εθνικού Μουσείου Καλών Τεχνών, μακριά από ανθρώπινα βλέμματα.
Το σπίτι του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, στο κέντρο της άλλοτε «απαγορευμένης συνοικίας» Μπλόκου. Σήμερα πάντως, είναι από τα λίγα κτίρια της συνοικίας που (ακόμα) δεν έχουν μετατραπεί σε χώρους ψυχαγωγίας.
Οι αμερικάνικες σημαίες δεν είναι σήμερα σπάνιο θέαμα στους δρόμους των Τιράνων.

Συνεχίζοντας από τα Τίρανα προς τα βόρεια, φτάνουμε στις όχθες της Σκόδρας, της μεγαλύτερης λίμνης των Βαλκανίων. Στην όχθη ενός μακρόστενου κόλπου που σχηματίζεται στα βόρεια της λίμνης, βρίσκεται η συνοριακή διάβαση Αλβανίας-Μαυροβουνίου. Αν δεν υπήρχε η διάβαση, δύσκολα θα καταλαβαίναμε ότι έχουμε αλλάξει χώρα: η πρώτη κωμόπολη που συναντούμε αφού περάσουμε τα σύνορα, το Τούζι, είναι κυρίως αλβανική, όπως και άλλοι κοντινοί οικισμοί.

Εικόνα του κόλπου της Λίμνης Σκόδρας, στον οποίο βρίσκονται τα αλβανο-μαυροβουνιακά σύνορα. Η άποψη είναι από τη συνοριακή διάβαση κοιτάζοντας προς τον Νότο: τα βουνά που φαίνονται ανήκουν στην Αλβανία.

Η πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, η Ποντγκόριτσα, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από τα σύνορα, στη μεγαλύτερη πεδιάδα της κατά τ’ άλλα, όπως φαίνεται κι από το όνομά της, κυρίως ορεινής χώρας. Το όνομα της πρωτεύουσας επίσης εμπνέεται από τη φυσική της γεωγραφία: σημαίνει «κάτω από τον λόφο». Υπάρχει όντως ένας λόφος που επιβλέπει την, κατά κύριο λόγο, νέα πόλη. Η καταστροφή από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η Ποντγκόριτσα κτίστηκε ουσιαστικά από την αρχή. Τετραγωνισμένο οδικό δίκτυο, πλατιά πεζοδρόμια, πάρκα, ποδηλατόδρομοι και βέβαια σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη σημερινή της εικόνα. Μόνο το Στάρα Βαρός (κυριολεκτικά: Παλιό Προάστιο), θυμίζει κάτι από το οθωμανικό παρελθόν, με στενά σοκάκια, κάποια πετρόκτιστα σπίτια, ακόμα και λίγα με χαγιάτια, δύο παλιά τζαμιά, και βέβαια τον Πύργο Ρολογιού.

Ο οθωμανικός Πύργος του Ρολογιού, στην ταιριαστά ονομασμένη Πλατεία Βοϊβόδα Μπετσίρ-Μπέη Οσμάναγιτς (τελευταίος Οθωμανός κυβερνήτης, ο οποίος με την προσάρτηση της πόλης στο Μαυροβούνιο προσχώρησε στο μαυροβουνιακό καθεστώς), σηματοδοτεί το όριο του Στάρα Βαρός. Πίσω του βλέπουμε να ξεκινούν οι πολυκατοικίες της νέας πόλης.
Σοκάκι στο Στάρα Βαρός της Ποντγκόριτσα.

Η εκβολή του χειμάρρου Ρίμπνιτσα στον ποταμό Μοράτσα, σηματοδοτεί κι αυτή το όριο ανάμεσα στο Στάρα και το Νόβα Βαρός.

Η Ποντγκόριτσα μπορεί να μην έχει η ίδια ιδιαίτερη τουριστική αξία, είναι όμως μια καλή βάση για να εξερευνήσει κάποιος τη χώρα. Βρίσκεται κοντά στην ορεινή ενδοχώρα, αλλά και στη λίμνη Σκόδρα και τις παραλιακές πόλεις του Μαυροβουνίου, όπως το Σβέτι Στεφάν, την Μπούντβα, το Κοτόρ και το Περάστ. Η βενετική επιρροή είναι φανερή εδώ στις απότομες ασβεστολιθικές ανατολικές ακτές της Αδριατικής, με τους χαρακτηριστικούς μακρόστενους και παράλληλους με τη γενική ακτογραμμή κόλπους. Εξάλλου, ο έλεγχος της Γαληνότατης Δημοκρατίας στη μαυροβουνιακή ακτή κράτησε περίπου τέσσερις αιώνες. Κατά μια εκδοχή, από τους Βενετούς προέρχεται και το όνομα της χώρας, όταν αυτοί αντίκρυζαν από τα καράβια τους το άγριο βουνό του Λόβτσεν, καλυμμένο με σκούρο πράσινο δάσος.

Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από το δρόμο που ενώνει την Ποντγκόριτσα με τη μαυροβουνιακή ακτή.
Το νησάκι Σβέτι Στεφάν (Άγιος Στέφανος) ήταν παλιότερα χωριό, σήμερα όμως λειτουργεί ολόκληρο ως πολυτελές ξενοδοχείο – παραδόξως, μετά από απόφαση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Τίτο, το οποίο ήταν πολύ πιο ανοικτό στον δυτικό καπιταλισμό σε σχέση με τα ιδεολογικά του αδέλφια.
Σοκάκι στην παλιά πόλη της Μπούντβα, την ίσως τουριστικά πιο (υπερ)αναπτυγμένη πόλη του Μαυροβουνίου.
Ο κόλπος του Κοτόρ με το όρος Λόβτσεν να δεσπόζει πάνω από την ομώνυμη πόλη. Κατά μία εκδοχή, από την εντύπωση που έκαναν αυτά το βουνά προέρχεται και το όνομα Μαυροβούνιο για τη χώρα.
Η τάφρος γύρω από τα τείχη της παλιάς πόλης του Κοτόρ.
Η Πλατεία των Όπλων στην εντός των τειχών πόλη του Κοτόρ.
Αριστερά, η στενή έξοδος του μακρόστενου κόλπου του Κοτόρ, όχι αμέσως προς την ανοικτή θάλασσα της Αδριατικής, αλλά προς μια ακόμα μακρόστενη λεκάνη που μεσολαβεί. Δεξιά, τα δύο μικρά νησάκια, ο Άγιος Γεώργιος και η Παναγία των Βράχων, όπως φαίνονται από το Περάστ.
Η μικρή γραφική πόλη του Περάστ, μια από τις πιο καλοδιατηρημένες της μαυροβουνιακής ακτής.

Οι πόλεις της Αδριατικής, κι ακόμα περισσότερο το «παλιό Μαυροβούνιο» γύρω από την παλιά πρωτεύουσα Τσετίνιε, είναι περιοχές που η ιδιαίτερη μαυροβουνιακή ταυτότητα είναι ιστορικά αρκετά ισχυρή, ώστε να επικρατεί επί της σχέσης με τον «μεγάλο αδελφό», την ομόθρησκη και ομόγλωσση Σερβία. Αν κάποιος ήθελε να ψάξει στα Βαλκάνια απόδειξη του ότι η εθνική ταυτότητα δεν ορίζεται αποκλειστικά από τη γλώσσα και τη θρησκεία, δύσκολα θα μπορούσε να βρει καλύτερο παράδειγμα από το Μαυροβούνιο – τουλάχιστον στις περιοχές που αναφέραμε, γιατί όσο προχωράμε προς τα ανατολικά, στην ορεινή ενδοχώρα, η σερβική εθνική συνείδηση κερδίζει έδαφος. Η αντίθεση ανάμεσα στους οπαδούς μιας ξεχωριστής μαυροβουνιακής οντότητας και αυτούς της ένωσης με τη Σερβία, έχει τουλάχιστον έναν αιώνα ιστορία και έχει οδηγήσει κατά καιρούς ακόμα και σε βίαιες συγκρούσεις – με τελευταίες αυτές πριν λίγους μήνες, με αφορμή.. εκκλησιαστικές διαφορές. Ακόμα και στο κέντρο της Ποντγκόριτσα φαίνονται αυτές οι αντιθέσεις: ονόματα δρόμων όπως «Βουκ Καράτζιτσα» ή «Καρατζόρτζεβα» είναι σερβικές εθνικές αναφορές, ενώ σε απόσταση ενός τετραγώνου από την Οδό Καρατζόρτζεβα ορθώνεται το άγαλμα του τελευταίου Βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικόλαου Πέτροβιτς, ο οποίος έχασε τον θρόνο του ακριβώς από τον σερβικό οίκο των Καρατζόρτζεβιτς.

Η κεντρική Πλατεία Ανεξαρτησίας στο Νόβα Βαρός (νέα πόλη) της Ποντγκόριτσα, όπως μετονομάστηκε μετά το 2006, για να υπογραμμίσει τη νέα πολιτική κατεύθυνση της χώρας, μακριά από τη Σερβία.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006 ανά επαρχία (ποσοστό ψήφων υπέρ ανεξαρτησίας). Οι «πράσινες» επαρχίες είναι αυτές που ψήφισαν υπέρ και οι «κόκκινες» κατά.
By Furfur – This file was derived from: Montenegro location map.svgb y NordNordWestdata source: REPUBLIC OF MONTENEGRO REFERENDUM ON STATE-STATUS 21 May 2006 ANNEX A: FINAL RESULTS OF THE 21 MAY 2006 REFERENDUM ON STATE-STATUS, Office for Democratic Institutions and Human Rights, OSCEinspired by Crna Gora – Rezultati referenduma po opstinama 2006.png, made by Tresnjevo, CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=48922699

Όπως και να έχει, το δημοψήφισμα του 2006 οδήγησε σε μια οριακή νίκη των οπαδών της ανεξαρτησίας. Έκτοτε, το Μαυροβούνιο πορεύεται στον δικό του ξεχωριστό δρόμο: ακολουθώντας το παράδειγμα Κροατών και Βοσνιακών, ανακάλυψε τα «μαυροβουνιακά» ως νέα επίσημη γλώσσα ξεχωριστή από τα (πάλαι ποτέ) σερβοκροατικά, υιοθέτησε το Ευρώ ως νόμισμα (η μοναδική χώρα εκτός ΕΕ που το έχει κάνει, μαζί με το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο), έχει γίνει μέχρι και μέλος του ΝΑΤΟ. Ακόμα όμως και στην απογραφή του 2011, ένα 29% δήλωσε ως εθνική ταυτότητα τη σερβική, έναντι 45% που δηλώνουν τη μαυροβουνιακή. Όσο βέβαια διεισδύουμε στην ορεινή ενδοχώρα προς τα σύνορα με τη Σερβία, η σερβική ταυτότητα γίνεται πιο ισχυρή.

Το φαράγγι του ποταμού Μοράτσα οδηγεί από την Ποντγκόριτσα στην ορεινή ενδοχώρα του Μαυροβουνίου – και στη Σερβία.
Τα καλυμμένα με φυλλοβόλα δάση βουνά κοντά στο Κολάσιν διασχίζονται από ενεργητικά ποτάμια (όπως φαίνεται από το μέγεθος των πετρών που αποθέτουν στις όχθες τους).
Στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μπεράνε, μιας μικρής ημιορεινής πόλης του ανατολικού Μαυροβουνίου, η σερβική σημαία ανεμίζει αυτονόητα δίπλα από τη μαυροβουνιακή. Η επαρχία ανήκει σε αυτές που το 2006 ψήφισαν κατά της ανεξαρτησίας και υπέρ της παραμονής στην ένωση με τη Σερβία.

Όπως όμως βλέπουμε και από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006, αυτός δεν είναι γενικός κανόνας. Στην κωμόπολη Ροζάγιε, σε υψόμετρο 1033 μέτρων και μόλις 20 χμ από τα σύνορα με τη Σερβία, το ποσοστό υπέρ της ανεξαρτησίας ήταν πάνω από 90%. Η πλειοψηφία του πληθυσμού εδώ δεν δηλώνει ως εθνική ταυτότητα ούτε τη μαυροβουνιακή ούτε τη σερβική, αλλά τη.. βοσνιακή. Κι αυτό όχι λόγω προέλευσης από τη Βοσνία (αν και ένα μέρος των κατοίκων είχαν όντως καταφύγει εκεί από τον πόλεμο της Βοσνίας), αλλά λόγω θρησκείας. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, οι περισσότεροι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας προτιμούν να ονομάζονται Βοσνιακοί, έστω και χωρίς να έχουν σχέση με τη Βοσνία. Εδώ είμαστε ήδη βαθιά στα ενδότερα του Σαντζακίου, αυτής της ορεινής περιοχής που στα τελευταία οθωμανικά χρόνια μεσολαβούσε ανάμεσα στις αυτόνομες ηγεμονίες του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, οι δύο ηγεμονίες που εν τω μεταξύ είχαν γίνει ανεξάρτητα βασίλεια, κατέκτησαν το Σαντζάκι και το μοιράστηκαν μεταξύ τους. Παρά την εκδίωξη των Οθωμανών όμως, πολλοί Μουσουλμάνοι κάτοικοι παρέμειναν – και δίνουν σε πόλεις όπως η Ροζάγιε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.

Χάρτης με τις επαρχίες του Σαντζακίου, στο πλακόστρωτο του πάρκου του Νόβι Παζάρ. Κάποιες απ’ αυτές ανήκουν σήμερα στο Μαυροβούνιο και άλλες στη Σερβία.
Το Τζαμί του Σουλτάνου Μουράτ Β’ στη Ροζάγιε, δίπλα στον ποταμό Ίμπαρ. Πίσω φαίνονται βουνοπλαγιές καλυμμένες με ελατοδάση.
Ο κεντρικός δρόμος της Ροζάγιε ονομάζεται ακόμα «Οδός Στρατηγού Τίτο» – δείχνοντας ίσως και κάποιο σεβασμό των σλαβόφωνων Μουσουλμάνων προς τον ηγέτη που τους αποδέχτηκε ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα, διαφορετική από τους Σέρβους και τους Κροάτες.

Η μεγάλη πόλη του Σαντζακίου βρίσκεται όμως στην άλλη μεριά των συνόρων. Είναι εξάλλου και η ιστορική πρωτεύουσα: στα οθωμανικά χρόνια, έδινε το όνομα σε όλο το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, πριν ακόμα συντομευτεί απλά σε «Σαντζάκι». Τέσσερα πέμπτα των περίπου 80.000 κατοίκων του Νόβι Παζάρ δηλώνουν ως θρησκεία το Ισλάμ, κάνοντας το την πιο μεγάλη μουσουλμανική πόλη της Σερβίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς προτιμούν σήμερα τον εθνοτικό προσδιορισμό «Βοσνιακοί» – αν και υπάρχουν κι αυτοί που επιμένουν στο «Μουσουλμάνοι» με κεφαλαίο «Μ», όπως στα παλιά καλά γιουγκοσλαβικά χρόνια (με μικρό «μ», σημαίνει τη θρησκεία).

Όπως και το Σαράγεβο, την άλλη, κατά πολύ μεγαλύτερη, νοτιοσλαβική μουσουλμανική πόλη, το Νόβι Παζάρ είναι το ίδιο δημιούργημα των οθωμανικών χρόνων, συγκεκριμένα του Ισά Μπέη Ισάκοβιτς, ενός από τους πιο γνωστούς Οθωμανούς αξιωματούχους σλαβικής καταγωγής. Το παλιό χαμάμ, ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό, διατηρεί το όνομα του ιδρυτή της πόλης. Και όχι μόνο αυτό: στη μνήμη του Ισά Μπέη ονομάστηκε και ο κεντρικός μεντρεσές (θρησκευτικό σχολείο) του Νόβι Παζάρ, ο οποίος λειτουργεί σήμερα πάλι κανονικά, σηματοδοτώντας έτσι και την ισλαμική αναγέννηση από τη δεκαετία του 1990. Το ίδιο κάνουν εξάλλου και η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά, τα καταστήματα ισλαμικής μόδας με τις μαντιλοφορούσες κούκλες, η «βακουφική κουζίνα» και πολλά άλλα. Ακόμα και τα πολλά φαγάδικα στα οποία βρίσκουμε «τουρκικό ντόνερ», μάλλον έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη σχέση με τη μεγάλη μουσουλμανική χώρα της περιοχής.

Μαγαζιά στην Οδό Πρωτομαγιάς στο κέντρο του Νόβι Παζάρ. Ο μιναρές στο βάθος ανήκει στο Τζαμί Αλτούν Αλέμ, ένα από τα πιο ιστορικά της πόλης.
Ο κεντρικός μεντρεσές φέρει το όνομα του ιδρυτή της πόλης, Ισά-Μπέη Ισάκοβιτς.
Η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών, με τη σημαία του Σαντζακίου στη μέση, απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά.
Στα δεξιά η «βακουφική κουζίνα», μια από τις φιλανθρωπικές δράσεις της Ισλαμικής Κοινότητας του Νόβι Παζάρ. Στη οθόνη αριστερά, φαίνεται συμπτωματικά (;) ο Μουαμέρ Ζουκόρλιτς, πρώην θρησκευτικός ηγέτης των Σαντζακλήδων, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ηγέτης πολιτικού κόμματος και έφτασε μέχρι και στο αξίωμα του αντιπρόεδρου της Σερβικής Βουλής. Η φωτογραφία είναι από το τέλος Οκτωβρίου ’21, όταν ήταν ακόμα ζωντανός (πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή στις 6.11.2021).
Εξώ από τα παλιά οθωμανικά τείχη του Νόβι Παζάρ (το εσωτερικό τους λειτουργεί ως πάρκο), συναντάμε και κάποια μνημεία με το γιουγκοσλαβικό αστέρι (κάτω δεξιά): πιθανότατα πεσόντων ανταρτών του Τίτο.

Αφήνοντας πίσω το Νόβι Παζάρ και το Σαντζάκι, συνεχίζουμε προς τα ανατολικά, σκαρφαλώνοντας στο όρος Κοπάονικ και περνώντας ξυστά από τα (μη αναγνωρισμένα από τη Σερβία) σύνορα με το Κόσοβο. Αφού περάσουμε μέσα από το πιο σημαντικό χιονοδρομικό κέντρο της Σερβίας, το οποίο βρίσκεται καταμεσής του Εθνικού Πάρκου Κοπάονικ, κατηφορίζουμε σιγά σιγά σε περιοχές με πιο ομαλό ανάγλυφο.

Εικόνα από τη φύση της Νότιας Σερβίας, κατεβαίνοντας από τα όρη Κοπάονικ προς την κωμόπολη Μπρους.

Η Νις είναι με τους περίπου 200.000 κατοίκους της η μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Σερβίας και η τρίτη μεγαλύτερη της χώρας. Η Νότια Σερβία ανήκει, όπως και το Νόβι Παζάρ, στα πιο φτωχά και υπανάπτυκτα τμήματα της χώρας, κάτι που κάποιοι χρεώνουν στη μεγάλη διάρκεια της οθωμανικής εξουσίας. Στη Νις συγκεκριμένα, πέρασαν πάνω από πέντε αιώνες από τη χρονιά πρώτης κατάληψης από τα οθωμανικά στρατεύματα, το 1375, μέχρι την οριστική αποχώρησή τους, το 1878. Σήμερα, είναι μια πόλη με σχεδόν καθαρά σερβικό πληθυσμό (για ένα διάστημα είχε διεκδικηθεί και από τους Βούλγαρους, αφού οι τοπικές διάλεκτοι ήταν μάλλον ενδιάμεσες ανάμεσα στις δύο ούτως ή άλλως συγγενικές γλώσσες). Όπως και αλλού στη Νότια Σερβία, τα οθωμανικά κατάλοιπα στη Νις αναμιγνύονται με αυτά της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, και όλα μπαίνουν στο πλαίσιο του σημερινού ανεξάρτητου, αλλά απ’ όλες τις απόψεις (εδαφική, οικονομική, πολιτική, δημογραφική) συρρικνωμένου σερβικού έθνους-κράτους. Στη Νις υπάρχουν βέβαια και κάποια στοιχεία πιο ένδοξου παρελθόντος: η αρχαία Ναϊσσός ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της υπό ρωμαϊκό/βυζαντινό έλεγχο Βαλκανικής. Ήταν εξάλλου και η πόλη όπου γεννήθηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος, κάτι που οι σύγχρονοι κάτοικοί της δεν παραλείπουν να υπενθυμίζουν.

Ο κεντρικός πεζόδρομος της Νις οδηγεί στην απέναντι όχθη του ποταμού Νισάβα, στην Πύλη Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου μπαίνουμε στο οθωμανικό φρούριο. Το εσωτερικό του φρουρίου λειτουργεί σήμερα ως πάρκο και χώρος αναψυχής, όπως το πολύ πιο γνωστό Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου.
Μόλις μπαίνουμε στο φρούριο, στα αριστερά βρίσκεται ένα παλιό οθωμανικό χαμάμ, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως.. Μουσείο Τζαζ.
Η οδός Κοπιτάρεβα, πιο γνωστή ως Σοκάκι των Καζαντζίδικων λόγω της παλιάς της χρήσης, είναι ακόμα άδεια στις 7 το πρωί, αλλά σύντομα θα γεμίσει με κόσμο.
Ο τζόγος μάλλον είναι διαδεδομένος στη σημερινή Γιουγκοσλαβία, αλλά το ότι το συγκεκριμένο καζίνο στο κέντρο της Νις έχει το όνομα «Στρατηγός» (αναφορά στον Τίτο) και το αστέρι των Παρτιζάνων, μοιάζει κάπως συμβολικό για τη μετα-σοσιαλιστική παρακμή.

Τα πιο γνωστά μνημεία της πόλης αναφέρονται πάντως σε τραγικά συμβάντα της σύγχρονης Ιστορίας. Στα ανατολικά προάστια ορθώνεται ο Τσέλε Κούλα, ο Πύργος των Κρανίων, τον οποίο οι Οθωμανοί έφτιαξαν κυριολεκτικά με τα κομμένα κεφάλια των νικημένων Σέρβων μαχητών κατά τη διάρκεια της πρώτης Σερβικής Επανάστασης. Το νόημα του ήταν βέβαια να τρομάξει κάθε νέο υποψήφιο επαναστάτη. Εντελώς αντίθετα με τις αρχικές προθέσεις των κατασκευαστών του όμως, σήμερα ο Πύργος χρησιμεύει για να τονώσει το εθνικό αίσθημα των Σέρβων, θυμίζοντας την αυτοθυσία των προγόνων τους ενάντια στον ξένο κατακτητή.

Με παρόμοιο τρόπο, το Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού στα βορειοδυτικά του κέντρου, θυμίζει τα δεινά που πέρασαν οι κάτοικοι της περιοχής από έναν άλλο ξένο κατακτητή. Πρόκειται για ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ευρώπη. Από τους περίπου 30.000 Σέρβους, Εβραίους και Τσιγγάνους που πέρασαν από το στρατόπεδο, σχεδόν οι μισοί είχαν τραγικό τέλος: είτε μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα όπως το Άουσβιτς, απ’ όπου ελάχιστοι γύρισαν, είτε εκτελέστηκαν στα γρήγορα στον κοντινό λόφο Μπουγιάνι, όπου υπάρχει κι ένα σχετικό μνημείο. Πιο κεντρικά, στην όχθη του ποταμού Νισάβα, υπάρχει κι ένα πολύ πιο πρόσφατο μνημείο για τα θύματα των νατοϊκών βομβαρδισμών του 1999, τα οποία στη Νις ήταν κυρίως άμαχοι. Όλα αυτά συνθέτουν μια βαριά ατμόσφαιρα θυματοποίησης, ίσως χαρακτηριστική για τον εθνικό μύθο των Σέρβων – όχι πολύ διαφορετικά από τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς πάντως, των Ελλήνων μη εξαιρουμένων.

Ο επισκέπτης στο Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού μπορεί ακόμα και να διαβάσει τις επιγραφές, με τις οποίες οι Γερμανοί σηματοδοτούσαν τις χρήσεις των κτιρίων: “Wache” (συνοδευόμενη από μια σβάστικα και το σήμα των SS), “Essraum”, “Kuche” κλπ: το ότι όλα είναι στα γερμανικά, παρά το ότι οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν ήξεραν βέβαια τη γλώσσα, μπορεί να είναι δείγμα για την περιφρόνηση των Ναζί προς τους «υπάνθρωπους» Σλάβους.

Συνεχίζοντας από τη Νις προς τα νότια, μπαίνουμε στον (πάλαι ποτέ) Αυτοκινητόδρομο «Αδελφοσύνη και Ενότητα», που κάποτε διέσχιζε την ενιαία Γιουγκοσλαβία από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια – σήμερα βέβαια, κάποιος περνάει τρεις φορές σύνορα στην ίδια διαδρομή. Πλησιάζοντας πάντως προς τα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία, οι μιναρέδες επιστρέφουν στην εικόνα, όπως τους βλέπαμε και στο Σαντζάκι. Εδώ όμως, στην κοιλάδα του Πρέσεβο, δεν πρόκειται για Βοσνιακούς, αλλά για Αλβανούς. Αυτή η εικόνα συνεχίζεται και αφού περάσουμε τα σύνορα και διασχίσουμε το βορειοδυτικό τμήμα της γειτονικής χώρας, μέσα από τον «Αυτοκινητόδρομο Μητέρας Τερέζας». Το ότι έχει το όνομα μιας εκ των διασημότερων Αλβανίδων στον κόσμο (γεννημένη στα Σκόπια), είναι ταιριαστό: η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αλβανική, κάτι που εξηγεί και τους φόβους στη δεκαετία του 1990 ότι ο πόλεμος θα φτάσει μέχρι εδώ.

Μουσουλμανικό (πιθανότατα αλβανικό) χωριό, από τα πολλά που συναντά κάποιος ανάμεσα στο Τέτοβο και την Οχρίδα.

Τελικά, η σύντομη σύγκρουση Σλαβομακεδόνων και Αλβανών της (τότε) πΓΔΜ το 2001, έληξε με τη συμφωνία της Οχρίδας. Η πόλη των 40.000 κατοίκων που βρίσκεται πάνω στην ομώνυμη λίμνη, η οποία μοιράζεται ανάμεσα στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ήταν μάλλον καλή επιλογή για μια τέτοια συμφωνία. Βρίσκεται στα δυτικά της χώρας, εκεί δηλαδή όπου συναντιούνται οι δύο εθνότητες – αν και η ίδια η πόλη έχει ένα ποσοστό Αλβανών μόλις 7% (συν ένα 5% Τούρκων, οι οποίοι έχουν απομείνει από τα οθωμανικά χρόνια). Χάρη σε αυτή τη συμφωνία κι ως μια από τις παραχωρήσεις που έγιναν προς τους Αλβανούς, σε όλη τη διαδρομή από τα Σκόπια μέχρι την Οχρίδα βλέπουμε στις πινακίδες τα τοπωνύμια και στα αλβανικά.

Η Πλατεία Δημοκρατίας του Κρουσόβου θυμίζει με το όνομά της την εξέγερση του Ίλιντεν, σύμβολο για τη σλαβομακεδονική εθνογένεση. Οι δύο μεγάλες θρησκείες της Οχρίδας αντιπροσωπεύονται από τον Ναό της Παναγίας του Καμένσκο (αριστερά) και το Τζαμί Ζεϊνέλ Αμπιντίν Πασά (δεξιά).

Η πόλη της Οχρίδας είναι από τις πιο τουριστικές της Βόρειας Μακεδονίας, με μια ανάλογα ανεπτυγμένη υποδομή σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, αλλά και καζίνο. Πολλοί έρχονται για παραθερισμό στις όχθες της βαθύτερης λίμνης των Βαλκανίων (πλησιάζει τα 300 μέτρα σε βάθος). Μετά τον παραλίμνιο πεζόδρομο, ακολουθεί η παλιά πόλη με τα σπίτια σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τις παλιές εκκλησίες. Η παραλίμνια διαδρομή συνεχίζεται μέσω μιας ξύλινης πλατφόρμας που μπαίνει μέσα στην λίμνη και καταλήγει στον μικρό οικισμό του Κάνεο. Η αξία της πόλης ως τουριστικού προορισμού ελκύει και τους Έλληνες, οι οποίοι δεν χρειάζεται να οδηγήσουν πάνω από δύο ώρες από τη Φλώρινα μέχρι να φτάσουν στην Οχρίδα. Περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δεν είναι σπάνιο να ακούσεις ελληνικά.

Ο παραλιακός πεζόδρομος της Οχρίδας οδηγεί στην παλιά πόλη, που απλώνεται στην πλαγιά του λόφου υπό την επίβλεψη του κάστρου.
Η οικία Ρομπέβι (δεξιά) στην παλιά πόλη της Οχρίδα θεωρείται δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Κάνεο, λίγο πιο βόρεια από την παλιά πόλη της Οχρίδας.
Στη σημερινή Οχρίδα, τα τζαμιά συνυπάρχουν με τα καζίνο.

Η διαδρομή που περιεγράφηκε καλύπτει περιοχές που μοιράζονται ανάμεσα σε τέσσερα διαφορετικά κράτη, με εξαιρετικά πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ τους, αλλά και ανάμεσα στις εθνο-θρησκευτικές κοινότητες στο εσωτερικό τους. Αυτό όμως είναι που τους χαρίζει και τη γοητεία τους – πέρα από τα φυσικά τοπία βέβαια. Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως πρόκειται για την «περισσότερη βαλκανική» περιοχή των Βαλκανίων: εδώ σώζεται ακόμα πολλή από τη διαφορετικότητα που χαρακτήριζε τη Βαλκανική επί αιώνες. Πέντε γλωσσικές ομάδες (αλβανικά, νοτιοσλαβικά, Ρομανί, ελληνικά, τουρκικά), τρία αλφάβητα (λατινικό, κυριλλικό, ελληνικό), τέσσερα θρησκευτικά δόγματα (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Σουνίτες, Μπεκτασήδες), σε όλους (σχεδόν) τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ τους, συνυπάρχουν συχνά σε άμεση γειτνίαση, και μάλιστα σχετικά ειρηνικά, παρά τις Κασσάνδρες.

Είναι κάτι που πολλές άλλες βαλκανικές περιοχές έχουν χάσει εδώ και καιρό, προσπαθώντας να μιμηθούν δυτικο-ευρωπαϊκά πρότυπα «καθαρών» εθνών-κρατών. Ίσως τελικά δεν πρόκειται για «το απότιστο δέντρο της Ευρώπης», μια περιοχή που πρέπει να βλέπει την υπόλοιπη Ευρώπη με κόμπλεξ κατωτερότητας. Μπορεί ποτέ να μην καταφέρουν να σχηματίσουν κράτη με ενιαία γλωσσική, θρησκευτική και εθνική ταυτότητα. Σε μια εποχή όμως που η ίδια η Δυτική Ευρώπη (αναγκάζεται να) ανακαλύπτει έννοιες όπως η ανοχή στη διαφορετικότητα, ίσως έχει κάτι να μάθει από μια περιοχή όπου αυτή είναι επί αιώνες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ζωντανή πραγματικότητα.

Βαλκανικες πρωτευουσες, μετα τον σοσιαλισμο

Κλασσικό

Τη χρονιά που μας πέρασε, κλείσαμε τρεις δεκαετίες από το 1989 και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το γεγονός που θεωρείται ορόσημο για την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ήταν σίγουρα μια σημαδιακή χρονολογία για όλο τον κόσμο – ιδιαίτερα όμως για τη Βαλκανική. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για το σύστημα που κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο τμήμα της χερσονήσου.

Τριάντα χρόνια μετά, ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ και τα ίχνη του «υπαρκτού» χάνονται αργά ή γρήγορα, κάτω από την κυριαρχία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Στην εικόνα των πόλεων όμως, η κληρονομιά αυτής της περιόδου δεν μπορεί να σβηστεί τόσο εύκολα. Οι σχεδόν πέντε δεκαετίες κομμουνιστικής διακυβέρνησης ήταν μια περίοδος κρίσιμη για την αστική ανάπτυξη στα Βαλκάνια. Δεν ήταν μόνο η εποχή της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης· ήταν ουσιαστικά και η εποχή που οι βαλκανικές κοινωνίες μετατράπηκαν από αγροτικές σε αστικές. Οι κάτοικοι των πόλεων έγιναν για πρώτη φορά πλειοψηφία (ή σχεδόν) του πληθυσμού. Κύριοι αποδέκτες αυτών των ανθρώπινων ροών από την επαρχία στις πόλεις ήταν βέβαια οι τέσσερις πρωτεύουσες: το Βελιγράδι, τα Τίρανα, η Σόφια και το Βουκουρέστι.

Μετα-οθωμανικές πρωτεύουσες: μια κοινή (;) κληρονομιά

Παρά τις διαφορές τους, αυτές οι τέσσερις πόλεις έχουν παράλληλη σύγχρονη Ιστορία. Για τέσσερις ή πέντε αιώνες, ήταν οθωμανικές πόλεις των λίγων χιλιάδων κατοίκων (με ιδιαίτερη περίπτωση ίσως το Βουκουρέστι, το οποίο ήταν πρωτεύουσα της ηγεμονίας της Βλαχίας, υπό χριστιανική διοίκηση). Στον 19ο και 20ο αιώνα, βρέθηκαν ξαφνικά να είναι η κάθε μία πρωτεύουσα ενός νέου έθνους-κράτους. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έπρεπε να αλλάξουν ριζικά, έτσι ώστε να ανταποκριθούν στον νέο τους ρόλο. 

Παρά τους πολλούς αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας, στις σύγχρονες βαλκανικές πρωτεύουσες δεν έχουν απομείνει πολλά ίχνη της. Ανάμεσα στα λίγα αρχιτεκτονικά μνημεία της εποχής είναι το Τζαμί Μπάνια Μπασί στη Σόφια…

… ή το φρούριο Κάλε Μεγκντάν στο Βελιγράδι, σημάδι του συνόρου των Οθωμανών με την Αυτοκρατορία των Αψβούργων.

Η Αρμένικη Εκκλησία του Βουκουρεστίου είναι σχετικά σύγχρονο κτίσμα, αλλά η ύπαρξη της Αρμένικης Συνοικίας, όπου και βρίσκεται, είναι κάτι που τουλάχιστον θυμίζει οθωμανική πόλη.

Οι νέες κυρίαρχες ιδέες επέβαλλαν το σβήσιμο των οθωμανικών στοιχείων και τον εκσυγχρονισμό με βάση δυτικά πρότυπα. Η ακριβής προέλευση αυτών των προτύπων μπορεί να διέφερε ανάλογα με την πολιτική-πολιτισμική κατεύθυνση του κάθε ενός από τα νέα κράτη: κυρίως γαλλικά στο Βουκουρέστι, γερμανικά-αυστριακά σε Σόφια και Βελιγράδι, ιταλικά στα Τίρανα. Η επιθυμία να γίνουν μέρος της «πολιτισμένης Ευρώπης», από την οποία (πίστευαν ότι) τους είχαν αποκόψει οι Οθωμανοί, ήταν πάντως κοινή. Την ίδια στιγμή, ως πρωτεύουσες εθνών-κρατών, αυτές οι πόλεις είχαν βέβαια και το καθήκον να εκφράσουν τις νέες εθνικές ιδεολογίες.

Το Pasajul Macca-Vilacrosse στο ιστορικό κέντρο του Βουκουρεστίου είναι ένα από τα πολλά σημεία στην πόλη όπου φαίνονται οι γαλλικές επιρροές, που του είχαν χαρίσει παλιότερα τον τίτλο του «Μικρού Παρισιού».

Το άγαλμα του Σκεντέρμπεη, του μεγαλύτερου εθνικού ήρωα των Αλβανών, κοσμεί την ομώνυμη κεντρική πλατεία των Τιράνων, ενώ πάνω από την είσοδο του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στο βάθος, απεικονίζονται μορφές της αλβανικής Ιστορίας από την Αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, με την αλβανική σημαία στο χέρι: ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως το κέντρο της πρωτεύουσας αναλαμβάνει την εκπροσώπηση της εθνικής ιδεολογίας.

Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι πόλεις είχαν ήδη αναπτυχθεί σημαντικά (με εξαίρεση τα Τίρανα, που ως ακόμα πολύ νέα εθνική πρωτεύουσα δεν είχαν περισσότερους από 20-30 χιλιάδες κατοίκους), αλλά γνώρισαν ακόμα μεγαλύτερη εξάπλωση μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Την ίδια περίοδο βρέθηκαν ξαφνικά υπό την κυριαρχία μαρξιστικών κομμάτων, τα οποία καθοδήγησαν την ανάπτυξή τους σε αυτό το κρίσιμο διάστημα. Το ίδιο ξαφνικά όμως έμελλε να εγκαταλείψουν και τον μαρξισμό μετά από μισό αιώνα, για να υποταχθούν στις νέες κυρίαρχες ιδεολογίες: την οικονομία της αγοράς, τον νεοφιλελευθερισμό και τον ευρωατλαντισμό.

Η «σοσιαλιστική πόλη» στα Βαλκάνια

Πριν ασχοληθούμε με την τελευταία μεγάλη Αλλαγή, ας δούμε πως έμοιαζαν οι πόλεις πριν από αυτήν. Κάθε πόλη είναι βέβαια μια ξεχωριστή περίπτωση· ειδικά στα «σοσιαλιστικά Βαλκάνια», υπήρχαν και σημαντικές γεωπολιτικές διαφορές, που δεν μπορούσαν παρά να αντικατοπτρίζονται και στην αστική ανάπτυξη. Όταν για παράδειγμα η Βουλγαρία και η Ρουμανία πάσχιζαν να μιμηθούν τα σταλινικά σοβιετικά πρότυπα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», η Γιουγκοσλαβία του Τίτο δεν είχε πολλούς λόγους να ακολουθήσει την ίδια κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να αναφερόμαστε σε αυτές ως μετα-σοσιαλιστικές πόλεις.

Μνημείο προς τιμήν των κομμουνιστών ανταρτών, στον Κήπο του Μπόρις στη Σόφια.

Οι γνωστές τεράστιες εκτάσεις με βαρετά ομοιόμορφες πολυκατοικίες-κουτιά, είναι μια από τις πρώτες εικόνες που έρχονται στο μυαλό κάποιου όταν ακούει τη φράση «σοσιαλιστική πόλη». Τέτοιες εκτάσεις μπορεί να ξεκινούν από τις παρυφές του ιστορικού κέντρου και να φτάνουν μέχρι τα όρια των πόλεων, συχνά δίνοντας απότομα τη θέση τους σε αγροτικές εκτάσεις. Είναι μια εικόνα πραγματικά εντυπωσιακή και γενικά μάλλον αρνητικά φορτισμένη. Πάντως θα πρέπει μάλλον να παραδεχτούμε, ότι έτσι λύθηκε το πρόβλημα της στέγασης εκατοντάδων χιλιάδων εσωτερικών μεταναστών, με λιγότερο άναρχο τρόπο απ’ ό,τι έγινε σε άλλες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου.

Σοσιαλιστικές πολυκατοικίες στο Βελιγράδι..

..και στη Σόφια.

Η διάθεση για μια ριζοσπαστική ανοικοδόμηση, η οποία θα έσβηνε τα ίχνη του παλιού καπιταλιστικού πολιτισμού, μπορεί να υπήρχε σε όλα αυτά τα καθεστώτα. Τελικά όμως, δεν εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση, ίσως και λόγω περιορισμένων πόρων. Εξαίρεση αποτελεί το Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου, κάτι που έχει μάλλον περισσότερη σχέση με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη μεγαλομανία του Ρουμάνου δικτάτορα. Για την ανάπλαση του κέντρου, χρειάστηκε να γκρεμιστούν αμέτρητα κτίρια, να ισοπεδωθούν ολόκληρες γειτονιές όπως η παλιά Εβραϊκή Συνοικία και να ξεσπιτωθούν περίπου 40.000 άτομα. Πάνω στα ερείπια σχεδιάστηκε μεταξύ άλλων η «Λεωφόρος Νικηφόρου Σοσιαλισμού» (νυν Λεωφόρος Ενότητας). Συνοδευόμενη από πολυκατοικίες με μαρμάρινες προσόψεις που προορίζονταν ως διαμερίσματα για την κομματική ελίτ, καταλήγει σε μια μεγάλη πλατεία, έξω από το επιβλητικό (πρώην) «Παλάτι του Λαού». Στις άλλες πρωτεύουσες, μπορεί να μην εφαρμόστηκαν τελικά καταστροφικά έργα τέτοιας έκτασης, αλλά δεν λείπουν ανάλογα επιβλητικά ή.. περίεργα κατασκευάσματα.

Η «Λεωφόρος Νικηφόρου Σοσιαλισμού» (νυν Λεωφόρος Ενότητας) σχεδιάστηκε ώστε να καταλήγει και να ανοίγει τη θέα προς το νέο καμάρι του Τσαουσέσκου, το «Παλάτι του Λαού» (νυν Παλάτι της Βουλής): είναι, ακόμα και σήμερα, το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο στον κόσμο.

Το σύμπλεγμα του Λάργκο στο κέντρο της Σόφιας, κτισμένο τη δεκαετία του 1950, θεωρείται ως παράδειγμα «σταλινικής αρχιτεκτονικής». Το κεντρικό κτίριο ήταν η έδρα του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Η «Πυραμίδα» του Ενβέρ Χότζα κατασκευάστηκε με προορισμό να λειτουργήσει ως Μουσείο εις μνήμην του κομμουνιστή ηγέτη, λίγο πριν την κατάρρευση του συστήματος. Στη νέα καπιταλιστική και παγκοσμιοποιημένη Αλβανία (η οποίας εκπροσωπείται, μεταξύ άλλων, και με το κτίριο της Raiffeisenbank στο βάθος), βρήκε τελικά άλλες χρήσεις.

Μια ακόμα χαρακτηριστική διαφορά με καπιταλιστικές πόλεις, ήταν ότι τα κτίρια του κέντρου χρησιμοποιούνταν ακόμα σε μεγάλο βαθμό ως κατοικίες. Το γνωστό από δυτικές πρωτεύουσες εμπορικό και οικονομικό κέντρο, όπου σχεδόν κανείς δεν κατοικεί μόνιμα, δεν υπήρχε, ή τουλάχιστον όχι σε τέτοια έκταση.  Επίσης, μεγάλα κομμάτια της πόλης καλύπτονταν ακόμα από βιομηχανίες· η μετάβαση στην οικονομία των υπηρεσιών δεν είχε φτάσει στο σημείο που είχαν φτάσει οι καπιταλιστικές χώρες.

Η νεοφιλεύθερη μεταμόρφωση

Λίγες χώρες στον κόσμο έζησαν μια τόσο ριζική αλλαγή της κυρίαρχης ιδεολογίας σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, όσο αυτές στην Ανατολική Ευρώπη. Θα ήταν απίθανο, αυτή να είχε αφήσει την αστική ανάπτυξη και την εικόνα των πόλεων ανεπηρέαστη. Και ότι ισχύει για την Ανατολική Ευρώπη γενικά, ισχύει (ίσως ακόμα περισσότερο) και για τις βαλκανικές πρωτεύουσες, όπου η αλλαγή ήταν περισσότερο δραματική.

Η Οδός Τζωρτζ Μπους στα Τίρανα, σε μια πόλη που πριν λίγες δεκαετίες διοικούνταν από ένα φιλομαοϊκό καθεστώς, είναι ένα δείγμα για το πόσο έχουν αλλάξει οι καιροί.

Το σήμα των McDonald’s δίπλα σε αυτό της Allianz σε κεντρικό δρόμο της Σόφιας: το άνοιγμα των οικονομιών αυτών των χωρών έδωσε ευκαιρίες τόσο στο γερμανικό όσο και στο αμερικανικό κεφάλαιο.

Μια πρώτη και αναπόφευκτη αλλαγή είναι βέβαια αυτή στο καθεστώς ιδιοκτησίας των κατοικιών. Η ιδιωτικοποίηση σε αυτό τον τομέα ήταν στα Βαλκάνια περισσότερο ραγδαία, σε σύγκριση με άλλες χώρες που έζησαν τη μετάβαση στον καπιταλισμό: στα Τίρανα και το Βελιγράδι η ιδιωτική κτήση στις κατοικίες ανερχόταν ήδη στη δεκαετία του ’90 γύρω στο 98%, ενώ η Πράγα και η Ρίγα χρειάστηκαν ακόμα μια δεκαπενταετία για να φτάσουν το επίπεδο του 85%.

Η γενική στροφή προς το ιδιωτικό δεν ήταν όμως η μόνη μεγάλη οικονομική αλλαγή: η άλλη ήταν η στροφή προς τις υπηρεσίες, σε βάρος της βιομηχανίας. Η εποχή που το κράτος υμνούσε τον βιομηχανικό εργάτη και έδινε όλη την ενέργειά του για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η αλλαγή αυτή ήταν καθυστερημένη σε σχέση με τη Δύση, αλλά απότομη. Οι παλιές βιομηχανικές εκτάσεις μέσα στον αστικό ιστό βρήκαν άλλες χρήσεις ή – πολύ συχνά – παραμένουν εγκατελειμμένες, ως μάρτυρες μιας άλλης εποχής.

Οι σοσιαλιστικές «πολυκατοικίες-κουτιά» δεν θα μπορούσαν βέβαια να εξαφανιστούν από τη μια μέρα στην άλλη· συνεχίζουν ακόμα να καθορίζουν την εικόνα των βαλκανικών πρωτευουσών, όπως και των περισσότερων πόλεων «ανάμεσα στον ποταμό Έλβα και το Βλαδιβοστόκ» (Stanilov, 2007, σ. 230). Λίγο μετά την αλλαγή του αιώνα, το 60% των κατοίκων της Σόφιας ζούσαν ακόμα σε τέτοιες πολυκατοικίες, ενώ στο Βουκουρέστι το ανάλογο ποσοστό έφτανε το 80%. Στα Τίρανα, αυτές οι πολυκατοικίες αποτελούσαν περίπου το 50% των οικιστικών κτιρίων στην πόλη και στο Βελιγράδι το 30% αντίστοιχα. 

Η έξοδος προς τα προάστια και τα περίχωρα της πόλης όμως, είναι δυστυχώς μια ακόμα αλλαγή που δύσκολα θα μπορούσαν να αποφύγουν οι μετα-σοσιαλιστικές πρωτεύουσες. Η ανάγκη φυγής από τις πολυκατοικίες-κουτιά (για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα – αλλά βέβαια όχι πολύ μακριά από τις θέσεις εργασίας που προσφέρει η πρωτεύουσα), σε συνδυασμό με μια νέα κυρίαρχη ιδεολογία που λατρεύει τις ευκαιρίες κέρδους  και μισεί την όποια ιδέα σχεδιασμού που βάζει όρια σε αυτές, οδήγησαν σε αυτήν την καθυστερημένη αλλά ταχεία και σε μεγάλο βαθμό άναρχη προαστιοποίηση. Τα «καλά» νότια προάστια της Σόφιας, στους πρόποδες του βουνού Βίτοσα, είναι αυτά με τη μεγαλύτερη αύξηση πληθυσμού. Πολλά από τα πρώην εξοχικά έχουν μετατραπεί σε μόνιμες κατοικίες, ενώ έχουν κατασκευαστεί και πολλά νέα κτίρια. Στο Βουκουρέστι η αύξηση του πληθυσμού και των κατοικιών στα περίχωρα, σε βάρος συνήθως της γεωργίας, ήταν εκρηκτική ιδιαίτερα μετά την αλλαγή του αιώνα.

Αύξηση του πληθυσμού από το 1990 ως το 2013 (a) και των κατοικιών από το 2005 ως το 2013 (b) στο Ιλφόβ, την επαρχία που περιτριγυρίζει το Βουκουρέστι. Πηγή: Liliana Dumitrache et al., 2016, σ. 53.

Όσο για το κέντρο των πόλεων, οι δυνάμεις της αγοράς και η αδιαφορία των κυβερνήσεων δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε σταδιακή εγκατάλειψη του από τους κατοίκους. Στη θέση τους έρχονται διαφόρων ειδών επιχειρήσεις: οι βαλκανικές πρωτεύουσες αποκτούν επομένως κι αυτές τα δικά τους «CBD», κατά τα δυτικά πρότυπα. Αυτό βέβαια, σε συνδυασμό με την προαστιοποίηση, σημαίνει ότι για μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού αυξάνονται οι αποστάσεις που πρέπει να καλύψουν για να φτάσουν στη δουλειά τους· και εφόσον οι δημόσιες συγκοινωνίες δεν αναπτύσσονται με ανάλογο ρυθμό, αυτό φέρνει και αύξηση των αυτοκινήτων στους δρόμους, με τα αναμενόμενα κυκλοφοριακά προβλήματα.

Τέτοιες εικόνες δεν είναι πλέον σπάνιες στους δρόμους των Τιράνων – μια πόλη όπου στη δεκαετία του ’80 ο συνολικός αριθμός οχημάτων ήταν ακόμα τετραψήφιος και η ιδιωτική κατοχή αυτοκινήτου απαγορευμένη. Πηγή εικόνας

Η αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων είναι ούτως ή άλλως απαραίτητο συνοδευτικό της μετάβασης στον καπιταλισμό. Ειδικά όμως στα Βαλκάνια, πήρε τρομακτικές διαστάσεις: σε αντίθεση με χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (π.χ. Σλοβενία, Σλοβακία, Μολδαβία, Ουκρανία, Τσεχία, Λευκορωσία), οι οποίες ακόμα και σήμερα έχουν τους χαμηλότερους δείκτες ανισότητας στον κόσμο, χώρες όπως η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία έχουν ήδη ξεπεράσει σε ανισότητα τη γειτονική Ελλάδα, ενώ η Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία βρίσκονται πολύ κοντά της (στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας). Αυτή η αλλαγή δεν μπορεί παρά να έχει το αποτύπωμά της και στις πρωτεύουσες. Οι διαφορές ανάμεσα σε υποβαθμισμένες και αναβαθμισμένες γειτονιές γίνονται πιο έντονες, ενώ δεν λείπουν και οι πρώτες «gated communities» (στη Σόφια και στα περίχωρα ήδη υπάρχουν γύρω στις 50 τέτοιες περιπτώσεις).

Το «Mountain View Village» είναι μια από τις πρώτες gated communities που εμφανίστηκαν στα νότια προάστια της Σόφιας, στους πρόποδες της Βίτοσα. Είναι περικυκλωμένο με τοίχο ύψους 1,5 μέτρου και φυλάσσεται επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Πηγή: Smigiel, 2013.

Η οικονομική-κοινωνική-πολιτισμική κρίση που έφερε μια τέτοια ριζική αλλαγή συστήματος, ευνόησε βέβαια και την άνθηση του οργανωμένου εγκλήματος. Η δράση της μαφίας στις βαλκανικές πρωτεύουσες του 21ου αιώνα είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να κρυφτεί. Στη Σόφια νιώθει αρκετά άνετα να δολοφονεί γνωστές προσωπικότητες, ενώ στο Βελιγράδι έφτασε στο σημείο της δολοφονίας εν ενεργεία πρωθυπουργού (του Ζόραν Τζίντζιτς, το 2003).

Ο Γκεόργκι Στόεβ ήταν αναμεμιγμένος στα δίκτυα της βουλγαρικής μαφίας που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του ’90. Αποχώρησε και ξεκίνησε καριέρα ως συγγραφέας, αποκαλύπτοντας πολλές πληροφορίες σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα στη Βουλγαρία. Δολοφονήθηκε στη Σόφια το 2008. Πηγή εικόνας

Υπάρχει όμως ακόμα μια μεγάλη πληγή, που άνοιξε (ή μεγεθύνθηκε) χάρη στη μετάβαση στο νέο σύστημα: η αυθαίρετη δόμηση. Στα Τίρανα, όπου ήταν μάλλον η εξαίρεση στα χρόνια του σοσιαλιστικού σχεδιασμού, έγινε σχεδόν ο νέος κανόνας. Ο πληθυσμός της πόλης τριπλασιάστηκε μέσα στην πρώτη δεκαετία από το τέλος του κομμουνισμού. Οι εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες που συνέρευσαν από την αλβανική επαρχία, χωρίς κράτος να φροντίσει για τη στέγασή τους, έπρεπε να πάρουν μόνοι την κατάσταση στα χέρια και να κτίσουν τα σπίτια τους όπου έβρισκαν ελεύθερο χώρο. Αυτό βέβαια γινόταν κατά κανόνα χωρίς νόμιμες διαδικασίες και όχι πάντα με σύνδεση στις αστικές υποδομές όπως ρεύμα ή αποχέτευση. Στο Βελιγράδι, το οποίο είχε μεταξύ άλλων να αντιμετωπίσει και την εισδοχή των προσφύγων από τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, το 1997 ο αριθμός των αυθαίρετα κτισμένων σπιτιών ήταν ήδη ίσος αυτών με οικοδομική άδεια. Το αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ένα πέμπτο του πληθυσμού του Βελιγραδίου και σχεδόν ένα τρίτο των Τιράνων να ζουν σήμερα σε «ανεπίσημα» κτίσματα.

Η συνοικία Καλουτζέριτσα στα νότια προάστια του Βελιγραδίου είναι ο μεγαλύτερος «ανεπίσημος οικισμός» της πόλης. Πηγή εικόνας: Gligorijević & Kuzović, 2016. σ. 6


Τρεις δεκαετίες μετά την «Αλλαγή», οι βαλκανικές πρωτεύουσες ακόμα παλεύουν να βρουν τον δρόμο τους στη νέα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Η εγκατάλειψη του «σταλινικού παραδείγματος» μπορεί να χάρισε στους κατοίκους μεγαλύτερη ελευθερία και περισσότερες επιλογές, όπως και να έδωσε ευκαιρίες για βελτίωση της εικόνας και των συνθηκών ζωής σε πολλά τμήματα των πόλεων. Η ίδια καπιταλιστική μετάβαση όμως, αντί να λύσει τα προβλήματα αυτών των πόλεων, συχνά δημιούργησε νέα· σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, σε πιο οξυμένη μορφή απ’ αυτήν που έχουν στις δυτικές μεγαλουπόλεις.

Δύο από αυτές τις πόλεις είναι ήδη πρωτεύουσες κρατών-μελών της Ε.Ε. (Βουκουρέστι, Σόφια), ενώ οι άλλες δύο (Τίρανα, Βελιγράδι) στην αναμονή. Όσοι όμως την περιμένουν ως από μηχανής Θεό, μάλλον θα πρέπει να το ξανασκεφτούν. Τα τελευταία χρόνια η Ένωση μοιάζει όλο και πιο ανίκανη να αλλάξει ουσιαστικά τα πράγματα. Επίσης, εντείνει η ίδια ένα βασικό πρόβλημα: τη μετανάστευση των εκπαιδευμένων νέων στο εξωτερικό, μια πραγματική αιμορραγία για χώρες που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν δημογραφικό πρόβλημα λόγω υπογεννητικότητας.

Τελικά, ίσως οι βαλκανικές πρωτεύουσες να πρέπει να ψάξουν στο παρελθόν τους για ελπίδα. Έχουν επιβιώσει από αιώνες υποτέλειας σε μια παρηκμασμένη Αυτοκρατορία, από αιματηρές και καταστροφικές συγκρούσεις μεταξύ τους, από εισβολές και κατοχές από ξένους στρατούς από αεροπορικούς βομβαρδισμούς (στο Βελιγράδι δεν έχουν ακόμα κλείσει τα 22 χρόνια από τους τελευταίους), από προσφυγικές ροές από τις «χαμένες πατρίδες» αλλά και επίσης ανεξέλεγκτα κύματα εσωτερικής μετανάστευσης, από την παγκόσμια απομόνωση (στην περίπτωση των Τιράνων), από ραγδαία φτωχοποίηση στη δεκαετία του 1990. Μπορεί κάποιος να ελπίζει ότι θα αντέξουν και στον δύσκολο 21ο αιώνα.


Βιβλιογραφία:

  • Grigor Doytchinov, Aleksandra Đukić, Cătălina Ioniță (Eds.) (2015): Planning Capital Cities. Belgrade, Bucharest, Sofia.
  • Stanilov, Kiril (Ed.) (2007): The Post-Socialist City.
  • Gligorijevic, Zaklina & Kuzović, Duško (2016): Balkan Cities’ Development Patterns and Planning Challenges – The Case Of Belgrade.
  • Dorina Pojani (2015): Urban design, ideology, and power: use of the central square in Tirana during one century of political transformations, Planning Perspectives, 30:1, 67-94, DOI: 10.1080/02665433.2014.896747.
  • Christian Smigiel (2013): The production of segregated urban landscapes: A critical analysis of gated communities in Sofia. Cities 36 (2014) 182–192.
  • Dino, Blerta/Griffiths, Sam/Karimi, Kayvan (2015): Informality of sprawl? Morphogenetic evolution in postsocialist Tirana. In: City as Organism. New Visions for Urban Life-ISUF Rome 2015-Conference Proceedings, p. 643-655.
  • Tsenkova, Sasha (2013): Winds of change and the spatial Transformation of post-socialist cities. Baltic Worlds 1:2013, 20-25 pp.
  • Dumitrache, Liliana & Zamfir, Daniela & Nae, Mirela & Simion, Gabriel & Stoica, Ilinca (2016): The Urban Nexus: Contradictions and Dilemmas of (Post)Communist (Sub)Urbanization in Romania. Human Geographies 10(1):38-50. 10.5719/hgeo.2016.101.3

 

Ελλαδα-Αλβανια με το λεωφορειο

Κλασσικό

Για να ταξιδέψει κάποιος στην Αλβανία από την Αθήνα, φτάνει απλά να πάει στην Πλατεία Καραϊσκάκη (σταθμός μετρό Μεταξουργείο). Εκεί θα βρει άφθονα γραφεία  που προσφέρουν αυτήν τη διαδρομή. Αν και οι εταιρείες είναι πολλές, τα χαρακτηριστικά των δρομολογίων  είναι περίπου τα ίδια. Υπάρχουν δύο βασικές διαδρομές με τελικό προορισμό τα Τίρανα. Η μία μέσω Ρίου – Αντιρρίου – Ιωαννίνων – Αργυροκάστρου – Τεπελενίου – Δυρραχίου, που περνάει απ’ τη συνοριακή διάβαση της Κακαβιάς: η τιμή εισιτηρίου είναι 50 Ευρώ με ανοικτή επιστροφή, 30 Ευρώ σε μία κατεύθυνση (τον Απρίλη του ’13) και με διάρκεια περίπου 13-15 ώρες. Η άλλη μέσω της Ε.Ο. Αθήνας-Θεσσαλονίκης και της συνοριακής διάβασης της Κρυσταλλοπηγής, περνάει από την Κορυτσά και είναι λίγο πιο ακριβή. Τα περισσότερα δρομολόγια ξεκινούν από την Αθήνα είτε πολύ νωρίς το πρωί είτε αργά το απόγευμα: στην πρώτη περίπτωση φτάνεις στην Αλβανία το ίδιο βράδυ, στη δεύτερη ταξιδεύεις νύχτα και φτάνεις το  άλλο πρωί.

Γεωφυσικός χάρτης της Αλβανίας
Πηγή: http://www.worldatlas.com

Πρώτος σταθμός του δικού μας ταξιδιού ήταν το Δυρράχιο (Durrës), όπου το λεωφορείο μας άφησε λίγο έξω από την πόλη, σε σημείο που μπορεί κάποιος να πάρει αστικό λεωφορείο για το κέντρο. Είναι το ίσως πιο σημαντικό λιμάνι της Αλβανίας και πρώην προσωρινή πρωτεύουσα, πριν αναλάβουν τα Τίρανα αυτό τον ρόλο. Όπως σ’ όλη τις αλβανικές πόλεις, η σοσιαλιστική αρχιτεκτονική με τις πολυκατοικίες-κουτιά είναι η εικόνα που επικρατεί, ιδίως γύρω από το ιστορικό κέντρο. Tο κέντρο της όμως είναι ευχάριστο για περπάτημα, όπως συχνά σε ιστορικές πόλεις-λιμάνια.

Για το ταξίδι Δυρράχιο-Τίρανα υπάρχει επιλογή ανάμεσα στα λεωφορεία και τα φουργκόν (όπως λέγονται στην Αλβανία τα μικρά λεωφορεία) που σταθμεύουν έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό στο κέντρο της πόλης. Κατά την άποψή μου, όμως, το πιο ενδιαφέρον είναι το ταξίδι με το τρένο. Αν και τα τρένα της Αλβανίας γενικά δεν έχουν καλή φήμη και ο κόσμος τείνει να προτιμά τα λεωφορεία, που συμφέρουν σαφώς κι από άποψη χρόνου, η διαδρομή Δυρράχιο-Τίρανα είναι πολύ σύντομη (κάτι παραπάνω από μια ώρα) και άνετη.

Τα Τίρανα είναι μια σύγχρονη πόλη, με μεγάλη διαφορά η πιο μεγάλη της Αλβανίας (περίπου 800.000 κατοίκων). Το κέντρο διασχίζει μια πλατιά κεντρική λεωφόρος, κατασκευασμένη ακόμα από τα χρόνια που η Αλβανία ήταν υπό την επιρροή της φασιστικής Ιταλίας. Ξεκινά βόρεια, από το σιδηροδρομικό σταθμό και καταλήγει νότια, στην Πλατεία Μητέρας Τερέζας, όπου βρίσκεται το Πανεπιστήμιο και ξεκινάει το μεγάλο πάρκο της πόλης. Στη διαδρομή περνάει και πολλά αξιοθέατα των Τιράνων, όπως το Μουσείο Εθνικής Ιστορίας, την Πυραμίδα του Ενβέρ Χότζα ή το Τζαμί του Ετχέμ Μπέη. Το τελευταίο είναι από τα λίγα που επιβίωσαν από την εκστρατεία ενάντια στη θρησκεία του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, η οποία ήταν πολύ πιο σκληρή απ’ ό,τι σε άλλα κομμουνιστικά καθεστώτα.

Αν και στα Τίρανα επικρατεί η σοσιαλιστική αρχιτεκτονική, ο πρώην δήμαρχος (και νυν πρωθυπουργός) Έντι Ράμα, ο οποίος ήταν παλιότερα και ζωγράφος, φρόντισε να ξαναβαφτούν τα κτήρια με διάφορα χρώματα. Ενδιαφέρον έχει και η γειτονιά Μπλόκου, στην οποία την εποχή του κομμουνισμού κατοικούσαν τα υψηλά στελέχη του Κόμματος και δεν ήταν προσβάσιμη στους κοινούς πολίτες. Σήμερα πλέον λειτουργεί κυρίως σαν περιοχή νυχτερινής διασκέδασης.

Η Αλβανία είναι ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο που ο υιός Μπους τιμάται δίνοντας το όνομά του σε κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας. Οι Αλβανοί δεν ξεχνούν το ρόλο που έπαιξαν οι ΗΠΑ στην ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου.

Στα μέσα περίπου της κεντρικής λεωφόρου βρίσκεται η πλατεία Σκεντέρμπεη (Skanderbeg) με το ανάλογο άγαλμα. Όποιος σχεδιάζει να ταξιδέψει στην Αλβανία είναι καλά να ξέρει μερικά πράγματα για τον εθνικό ήρωα της χώρας. Ο Γεώργιος Καστριώτης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1405 στη σημερινή βόρεια Αλβανία, ως γιος χριστιανού πρίγκηπα. Σε μικρή ηλικία παραδόθηκε ως όμηρος στον Οθωμανό Σουλτάνο στην Αδριανούπολη, όπου ασπάστηκε το Ισλάμ και υπηρέτησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πήρε το όνομα Ισκεντέρ (Αλέξανδρος) και έφτασε ως τον τίτλο του Μπέη – εξού και το «Σκεντέρμπεης». Το 1443 όμως εγκατέλειψε το Σουλτάνο και επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου αλλαξοπίστησε ακόμα μια φορά και έγινε πάλι Χριστιανός. Οργάνωσε μια συμμαχία από τοπικούς Αλβανούς πρίγκηπες και αντιστάθηκε με επιτυχία στην οθωμανική επέκταση, αποκρούοντας όχι λιγότερες από 13(!) εισβολές. Μόνο μετά το θάνατό του (1468) θα κατάφερναν οι Οθωμανοί να κατακτήσουν την Αλβανία. Το ότι οι (κατά πλειοψηφία Μουσουλμάνοι, τυπικά τουλάχιστον) Αλβανοί έκαναν εθνικό τους ήρωα κάποιον που άλλαξε θρησκεία δυο φορές, είναι ίσως χαρακτηριστικό για την αλβανική ανεξιθρησκεία.

Η κεντρική πλατεία των Τιράνων με το άγαλμα του εθνικού ήρωα Σκεντέρμπεη (στα δεξιά). Πίσω φαίνεται το Μουσείο Εθνικής Ιστορίας.

Ένας ταξιδιώτης μπορεί να χρησιμοποιήσει τα Τίρανα και σαν βάση για να εξερευνήσει την υπόλοιπη Αλβανία, μια και βρίσκονται κεντρικά και πολλές άλλες πόλεις είναι σε απόσταση που επιτρέπει ημερήσιες εκδρομές. Τα λεωφορεία ή φουργκόν ξεκινάνε από διαφορετικά σημεία, ανάλογα με τον προορισμό τους. Αυτά με νότιους προορισμούς συνήθως ξεκινούν  από το σταθμό Κομπινάτι, ο οποίος είναι προσβάσιμος με τα αστικά λεωφορεία. Από εκεί μπορεί π.χ. να πάει κάποιος στο Βεράτι (Berati, 3 ώρες διαδρομή). Το Βεράτι έχει ανακυρηχθεί μνημείο της Ουνέσκο λόγω των καλοδιατηρημένων οθωμανικών κτηρίων που αποτελούν το κέντρο της πόλης.

Η παλιά πόλη του Βερατίου

Για να πάει κάποιος προς το Βορρά μπορεί να χρησιμοποιήσει και το λεωφορείο που ξεκινά από το σιδηροδρομικό σταθμό των Τιράνων και καταλήγει στο κέντρο της Σκόδρας (2-2,5 ώρες). Η Σκόδρα (Shkodra) είναι η μεγαλύτερη πόλη του Βορρά, με κυρίως καθολικό και μουσουλμανικό πληθυσμό. Είναι κτισμένη δίπλα στην ομώνυμη λίμνη, τη μεγαλύτερη των Βαλκανίων, αν και ο παραλίμνιος πεζόδρομος είναι σε κάποια απόσταση από το κέντρο της πόλης. Το κέντρο φαίνεται να το έχουν φροντίσει αρκετά, αφού είναι γεμάτο με ανακαινισμένα παλιά κτήρια και πεζόδρομους.

Σοκάκι στο κέντρο της Σκόδρας

Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από τον παραλίμνιο πεζόδρομο.

Για να πάει κάποιος προς τα νοτιο-ανατολικά (π.χ. Πόγραδετς, Κορυτσά) είναι καλύτερα να πάρει ένα φουργκόν κοντά στο Στάδιο των Τιράνων. Η Κορυτσά (Korça) είναι σε απόσταση περίπου 4 ωρών, ενώ στη διαδρομή διασχίζεις τα βουνά και συνεχίζεις κατά μήκος της ακτής της λίμνης Οχρίδας μέχρι το Πόγραδετς, απ’ όπου είναι ακόμα μια ώρα δρόμος. Η Κορυτσά είναι μια ήσυχη πόλη, με κυρίως ορθόδοξο πληθυσμό, όπου τα ελληνικά είναι πολύ πιο χρήσιμα για έναν τουρίστα από τα αγγλικά. Στο κέντρο της πόλης υπάρχουν πολλά πετρόκτιστα παλιά σπίτια.

Ο κεντρικός πεζόδρομος της Κορυτσάς, με τον καθεδρικό ναό της Αναστάσεως του Κυρίου.

Στενό στο κέντρο της Κορυτσάς, με πετρόκτιστα σπίτια.

Μια πολύ χρονοβόρα αλλά και ωραία διαδρομή είναι αυτή από Κορυτσά μέχρι Αργυρόκαστρο (το λεωφορείο συνεχίζει και τερματίζει στους Αγίους Σαράντα). Αν κι η απόσταση είναι περίπου 200 χιλιόμετρα, το ταξίδι μέσα από τη Βόρεια Ήπειρο διαρκεί περίπου 7 ώρες! Αξίζει όμως το κόπο, μια και διασχίζεις μια περιοχή γεμάτη δάση, βουνά και ποτάμια.

Τοπίο από την εξοχή της Βορείας Ηπείρου, από τη διαδρομή Κορυτσά-Αργυρόκαστρο.

Η παλιά πόλη του Αργυροκάστρου (Gjirokastra – το λεωφορείο σε αφήνει στη νέα πόλη που χτίστηκε στην κοιλάδα, απ’ όπου μπορείς να πάρεις λεωφορείο ή ταξί για την παλιά πόλη στη βουνοπλαγιά) είναι επίσης μνημείο της Ουνέσκο. Αποτελείται από πλακόστρωτους δρόμους και παλιά καλοδιατηρημένα άσπρα κτήρια με γκρίζες σκεπές. Απ’ αυτήν την πόλη καταγόταν ο πρώην δικτάτορας Ενβέρ Χότζα, αλλά και ο διάσημος Αλβανός συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ. Από θρησκευτική άποψη είναι μικτή ορθόδοξη και μουσουλμανική, ενώ ανάμεσα στους Μουσουλμάνους πρέπει να ήταν αρκετά ισχυρή η επιρροή του Μπεκτασισμού: δείγμα της είναι και οι τάφοι των Μπεκτασήδων μπαμπάδων στο κάστρο. Ακόμα, σημαντικό μέρος του πληθυσμού είναι ελληνικό, όπως φαίνεται και από την παρουσία του ελληνικού προξενείου.

Το Αργυρόκαστρο όπως φαίνεται από το κάστρο. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας η παλιά πόλη, στη μέση η καινούρια με τις πολυκατοικίες και πιο πίσω η κοιλάδα του Δρίνου.

Το κάστρο, από το οποίο παίρνει το όνομα της κι η πόλη κι είναι εύκολα προσβάσιμο με τα πόδια από την παλιά πόλη, αξίζει σίγουρα μια επίσκεψη. Όχι μόνο για το ίδιο το κάστρο, αλλά και για τη θέα προς την πόλη, την κοιλάδα και τα γύρω βουνά. Εκεί βρίσκεται και ένα παλιό αμερικάνικο αεροπλάνο, το οποίο ο Χότζα παρουσίαζε σαν να είχε καταρρίψει. Τελικά όπως αποδείχτηκε μετά από χρόνια, απλά είχε κάνει αναγκαστική προσγείωση.

Πάνω το κάστρο από το οποίο παίρνει και το όνομα της η πόλη. Κάτω μερικά σπίτια της παλιάς πόλης, με τις τυπικές σκεπές από γκρίζο πέτρωμα (μάλλον σχιστόλιθος).

Τάφοι μπεκτασήδων μπαμπάδων στο κάστρο, με τα αφιερώματα των πιστών.

Για έναν κάτοικο της Ελλάδας, υπάρχουν πιστεύω αρκετά κίνητρα για ένα ταξίδι στην Αλβανία:

Πρώτο, σε εποχές κρίσης είναι μια πολύ οικονομική και εύκολη δυνατότητα να ταξιδέψει κάποιος εκτός Ελλάδας.

Δεύτερο, υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις σχεδόν ανέγγικτης φύσης, κυρίως προς τα ορεινά, καθώς και πόλεις που έχουν κέντρα καλοδιατηρημένα με παλιά αρχιτεκτονική, όπως το Αργυρόκαστρο, το Βεράτι, η Κορυτσά ή η Σκόδρα.

Τρίτο, είναι κάτι ιδιαίτερο να βλέπεις μια χώρα της περιοχής που όλες οι κύριες θρησκείες των Βαλκανίων (Ορθοδοξία, Καθολικισμός, Σουνιτικό Ισλάμ, Ισλάμ των Μπεκτασήδων) συνυπάρχουν ειρηνικά. Οι Αλβανοί είναι περήφανοι γι’ αυτό τους το επίτευγμα, που πράγματι μοιάζει να είναι μοναδική περίπτωση στα Βαλκάνια. Η αλβανική εθνική ταυτότητα είναι μάλλον η μοναδική από τις βαλκανικές που δεν συνδέεται άμεσα με καμία θρησκεία, παρά μόνο με τη γλώσσα. Όλοι θεωρούν τους εαυτούς τους Αλβανούς, χωρίς η μία θρησκεία να κάνει τον έναν λιγότερο ή περισσότερο Αλβανό από τον άλλο.

Επίσκεψη του Πάπα στην Αλβανία, με την παρουσία των προκαθήμενων των άλλων τριών θρησκευτικών κοινοτήτων (από αριστερά προς δεξιά: Σουνίτης, Ορθόδοξος, Μπεκτασής). Πηγή: fbcdn-sphotos-h-a.akamaihd.net

Τέταρτο, η Αλβανία είναι χώρα με πολύ φιλόξενους και βοηθητικούς κατοίκους. Είναι επίσης και η χώρα όπου ένας Έλληνας ταξιδιώτης έχει τις περισσότερες πιθανότητες να συναντήσει ανθρώπους που να μιλούν τη γλώσσα του – ειδικά στο Νότο μπορεί να είναι και η πρώτη ξένη γλώσσα (στα Τίρανα και στο Βορρά είναι μάλλον τα ιταλικά). Η φιλικότητα των Αλβανών ήταν μια μικρή έκπληξη για μένα, αν σκεφτείς τα πολιτικά θέματα που επιβαρύνουν κάπως τις σχέσεις των δυο λαών (ελληνική μειονότητα στη Βόρεια Ήπειρο, στάση της Ελλάδας στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου, αλλά φυσικά και το θέμα των Τσάμηδων, που φαίνεται ότι δεν έχει ξεχαστεί στην Αλβανία). Φαίνεται όμως ότι όλα αυτά παίζουν μικρότερο ρόλο για το μέσο Αλβανό απ’ ό,τι ίσως φανταζόμουν, ή τουλάχιστον ο κόσμος εκεί ξέρει να διαχωρίζει την πολιτική από την παραδοσιακή φιλοξενία.

Πέμπτο και ίσως πιο σημαντικό, οι Έλληνες κι οι Αλβανοί είναι δυο λαοί με βαθιά γεωγραφική, ιστορική και πολιτιστική συγγένεια (υπόψη ότι τα αλβανικά είναι μαζί με τα ελληνικά οι δυο γλώσσες που έχουν επιβιώσει στα Βαλκάνια από την πρώιμη Αρχαιότητα μέχρι σήμερα). Για πολλούς αιώνες έχουν ζήσει δίπλα δίπλα, ιδιαίτερα στην Ήπειρο (βόρεια και νότια), αλλά όχι μόνο, επηρεάζοντας φυσικά και ο ένας τον άλλο: μοιράζονται π.χ. και την ίδια εθνική ενδυμασία, τη φουστανέλα. Μετά από πολλές δεκαετίες σχεδόν απόλυτου χωρισμού και αποξένωσης, οι περισσότεροι Αλβανοί έχουν αποκτήσει τα τελευταία χρόνια, θέλοντας και μη, μια αρκετά πλήρη εικόνα για την Ελλάδα, λόγω κυρίως της μετανάστευσης. Μάλλον δεν ισχύει όμως το αντίστοιχο και για τους Έλληνες, που σχηματίζουν εικόνα με βάση κυρίως τους οικονομικούς μετανάστες, χωρίς συχνά να έχουν την παραμικρή ιδέα για την Αλβανία ως χώρα. Τέτοια ταξίδια είναι ένας καλός τρόπος να διορθωθεί αυτή η παραφωνία, που είναι υπόλειμμα του Ψυχρού Πολέμου.