Απο τη Μακεδονια στο Κοσσυφοπεδιο

Κλασσικό

Στα τελευταία οθωμανικά χρόνια, όταν το όνομα «Μακεδονία» άρχισε να αποκτά πολιτικό νόημα, αντιστοιχούσε γεωγραφικά περίπου σε τρία οθωμανικά βιλαέτια. Αυτά ήταν τα εξής: Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και.. Κοσόβου – το τελευταίο με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Αυτό δείχνει ίσως το πόσο συνδεδεμένοι και δυσδιάκριτοι μεταξύ τους είναι αυτοί οι δύο γεωγραφικοί χώροι, Μακεδονία και Κοσσυφοπέδιο.

Τα βιλαέτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς το τέλος του 19ου αιώνα. https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Map-of-Ottoman-Empire-in-1900-German.svg

Οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές σχεδίασαν βέβαια ένα καθαρό σύνορο στον χάρτη. Από τη μια μεριά ήταν η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τα Σκόπια και από την άλλη το Κόσοβο, αυτόνομη περιοχή εντός της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σερβίας. Σήμερα, τόσο το Κόσοβο όσο και η Βόρεια (πλέον) Μακεδονία είναι ανεξάρτητα κράτη. Παρόλα αυτά, η σχέση τους παραμένει στενή, ειδικά αφού η αντίστοιχη σχέση Κοσσυφοπεδίου-Σερβίας είναι τώρα πολύ επιβαρυμένη και πολύπλοκη. Η σύνδεση με το Μαυροβούνιο και την Αλβανία μπορεί να είναι πολιτικά πιο εύκολη, όχι όμως και γεωγραφικά: η διαδρομή από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα (Τίρανα-Πρίστινα, Ποντγκόριτσα-Πρίστινα) είναι πολύωρη και περνάει μέσα από δύσβατα βουνά. Αντίθετα, από τα Σκόπια μπορεί κάποιος να φτάσει στην Πρίστινα σε λιγότερο από δύο ώρες. Η οδική σύνδεση με τα Σκόπια είναι επομένως για το Κοσσυφοπέδιο η πιο σημαντική επικοινωνία με τον έξω κόσμο.

Το ταξίδι που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα κι από τα τρία πρώην βιλαέτια και τις πρωτεύουσές τους. Ξεκίνησε από την επιθυμία να κλείσω μια τρύπα στον ταξιδιωτικό μου χάρτη στα Βαλκάνια: το Κόσοβο. Είτε όμως το θέλει κάποιος είτε όχι, ο δρόμος τον οδηγεί και μέσα από τη μακεδονική γη, βόρεια και νότια.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Αφετηρία ήταν η – τότε όπως και τώρα – μεγαλύτερη πόλη και «φυσική» πρωτεύουσα της Μακεδονίας: η Θεσσαλονίκη. Μέχρι νεοτέρας, η σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης-Σκοπίων είναι (για ακόμα μια φορά) ανενεργή. Η μοναδική δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα στις δύο μεγάλες μακεδονικές πόλεις αυτή τη στιγμή, είναι το πρωινό λεωφορείο των 8.30 – και παρόλα αυτά, μπορεί να είναι σχεδόν άδειο. Το ταξίδι μπορεί να είναι έτσι πολύ άνετο, είναι όμως και κάπως στενάχωρο, αφού δείχνει ίσως πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο των επαφών.

Η Συναγωγή των Μοναστηριωτών, η μοναδική προπολεμική συναγωγή στη Θεσσαλονίκη που επιβίωσε, από τις πολλές που λειτουργούσαν κάποτε στην «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων». Το όνομά της δείχνει και την προέλευση αυτών που την ίδρυσαν και έτσι συνδέει τις (κάποτε ακμαίες) εβραϊκές κοινότητες των δύο μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, οι οποίες τον 20ό αιώνα βρέθηκαν ξαφνικά σε διαφορετικά κράτη. Έχοντας υπόψη το τραγικό τέλος των Εβραίων της Μακεδονίας, θεώρησα ότι άξιζαν μια αναφορά, ως ο μεγάλος απών των πόλεων που αναφέρονται στο άρθρο. Συμπτωματικά (;), η Συναγωγή ήταν κοντά στο μέρος όπου διανυκτέρευσα στη Θεσσαλονίκη, πριν ξεκινήσω για το ταξίδι.

Από άποψη ιστορικού βάρους, τα Σκόπια σίγουρα έρχονται πίσω από τη Θεσσαλονίκη. Παρ’ όλα αυτά, οι σύγχρονοι Σκοπιανοί (εδώ εννοούνται οι κάτοικοι της πόλης κι όχι της χώρας) μπορούν να έχουν την αίσθηση ότι ζουν σε ένα κέντρο.. αρχαίου μακεδονικού πολιτισμού. Υπεύθυνο γι’ αυτό είναι το έργο «Σκόπια 2014», έμπνευση της προηγούμενης εθνικιστικής κυβέρνησης του Νίκολα Γκρουέφσκι. Τα αρχαιοπρεπή κτίρια στις όχθες του Αξιού, ανάμεσα στην οθωμανική παλιά πόλη και τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι ένας τουλάχιστον περίεργος συνδυασμός. Τα Σκόπια έχουν επίσης καταφέρει να γίνουν γνωστά ως η πόλη με περισσότερα αγάλματα παρά ανθρώπους. Κι αυτά είναι αγάλματα προσώπων που μπορεί να φτάνουν από την ελληνική Αρχαιότητα και τα σλαβικά βασίλεια του Μεσαίωνα, μέχρι τους ήρωες της ΕΜΕΟ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Η Γέφυρα Πολιτισμών της Μακεδονίας, που οδηγεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο (αριστερά) είναι μια από τις νέες διακοσμημένες με αγάλματα γέφυρες, οι οποίες ενώνουν τις όχθες του Αξιού στο κέντρο των Σκοπίων.

Αν η ελληνική Μακεδονία είναι η «Μακεδονία του Αιγαίου», το σημερινό ανεξάρτητο κράτος της Βόρειας Μακεδονίας αντιστοιχεί σε αυτό που οι ίδιοι οι Σλαβομακεδόνες αποκαλούσαν «Μακεδονία του Βαρδάρη». Πράγματι, όσο σημαντικό είναι το Αιγαίο για τη Θεσσαλονίκη, τόσο κεντρικός είναι και ο ποταμός Αξιός (Βαρντάρ στις σλαβικές γλώσσες) για τα Σκόπια. Στις όχθες του βρίσκονται τα σημαντικά κτίρια, ο μεγάλος πεζόδρομος και η κεντρική πλατεία της πόλης, που δεν θα μπορούσε παρά να ονομάζεται «Πλατεία Μακεδονίας» και να κοσμείται με το γιγάντιο άγαλμα του Μεγαλέξανδρου, ή επίσημα του.. Πολεμιστή Πάνω στο Άλογο.

Ο παραποτάμιος πεζόδρομος στο κέντρο των Σκοπίων, από τα πιο ευχάριστα μέρη της πόλης. Στα δεξιά ξεκινάει η «Γέφυρα των Καλλιτεχνών».
Η Πλατεία Μακεδονίας, κεντρική των Σκοπίων, όπου ξεχωρίζει βέβαια το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λίγο πιο ταπεινό, κάτω στα αριστερά του, κάθεται στον θρόνο του και το άγαλμα του (Βούλγαρου) Τσάρου Σαμουήλ.
Κοιτάζοντας από την Πλατεία Μακεδονίας προς τη βόρεια όχθη του Αξιού, βλέπουμε το επίσης επιβλητικό άγαλμα του Φιλίππου Β’, ο οποίος στέκεται όρθιος και μοιάζει να χαιρετάει τον γιο του στην αντίπερα όχθη. Οι κολώνες στα δεξιά ανήκουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ στα αριστερά της εικόνας ορθώνεται το Κάστρο των Σκοπίων. Το έφιππο άγαλμα στις όχθες του Αξιού είναι αυτό του Καρπός, ηγέτη τοπικής αντι-οθωμανικής εξέγερσης του 17ου αιώνα.

Περνώντας από την παλιά γέφυρα στην απέναντι βόρεια όχθη του Αξιού, κι αφού προσπεράσουμε το άγαλμα του Φιλίππου, μπαίνουμε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Εδώ, κάτω από το κάστρο, ξεκινά η παλιά οθωμανική πόλη των Σκοπίων, με τα μικρά μαγαζιά, τα παλιά σπίτια, τους μιναρέδες, τα χαμάμ, το μπεζεστένι, το Μπιτ Παζάρ. Σε αντίθεση με άλλες βαλκανικές πρωτεύουσες, όπως τη Σόφια, την Αθήνα ή το Βελιγράδι, στα Σκόπια τα οθωμανικά ίχνη είναι ολοφάνερα και ζωντανά. Εξάλλου, στην παλιά πόλη των Σκοπίων και γύρω απ’ αυτήν ακόμα κατοικούν κυρίως μουσουλμανικοί πληθυσμοί: προ πάντων Αλβανοί, αλλά και αρκετοί Τούρκοι. Μαζί αποτελούν περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης.

Η παλιά πόλη των Σκοπίων διατηρεί ακόμα αρκετό από τον μετα-οθωμανικό της χαρακτήρα.
Η είσοδος του Μπιτ Παζαριού στην παλιά πόλη των Σκοπίων. Σε αυτές τις περιοχές, θα δει κάποιος περισσότερες αλβανικές ή τουρκικές σημαίες παρά της Βόρειας Μακεδονίας.
Στάση λεωφορείου κοντά στο Μπιτ Παζάρ, με τα διώροφα λεωφορεία που θυμίζουν Λονδίνο.

Ο πολυεθνικός χαρακτήρας των Σκοπίων δεν φαίνεται όμως μόνο εκεί. Αν προχωρήσουμε ακόμα πιο βόρεια, προς τα προάστια, θα βρεθούμε στο Σούτο Οριζάρι, ή Σούτκα, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Πριν από μερικές δεκαετίες ήταν ακόμα χωράφια, όπως δείχνει και το όνομα («ορυζώνες»), αλλά εν τω μεταξύ εξελίχθηκε σε κάτι σαν παγκόσμια πρωτεύουσα των Τσιγγάνων. Εξάλλου, εκεί έχουν γίνει και γυρίσματα για τον «Καιρό των Τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα. Περίπου τέσσερα πέμπτα του πληθυσμού δηλώνουν ως εθνικότητα «Ρομά» και πρόκειται μάλλον για τον μοναδικό δήμο του κόσμου, όπου τα Ρομανί έχουν καθεστώς επίσημης γλώσσας.

Στους δρόμους του Σούτο Οριζάρι, μπορεί να συναντήσει κάποιος και παρκαρισμένα άλογα.
Στο Δημαρχείο του Σούτο Οριζάρι, δίπλα στη σημαία της Βόρειας Μακεδονίας, κυματίζει και η πράσινη-μπλε σημαία με τον κόκκινο τροχό: η σημαία των Ρομά. Στις πινακίδες, οι επιγραφές είναι πρώτα στα σλαβομακεδόνικα, έπειτα στα Ρομανί και μετά στα αγγλικά.

Από τα Σκόπια, τα σύνορα με το Κόσοβο απέχουν μόλις 20 και η Πρίστινα 90 χιλιόμετρα. Λεωφορεία πηγαινοέρχονται τακτικά ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες. Χαρακτηριστικά ίσως για τη διαφορετική σημασία που δίνουν οι δύο χώρες σε αυτή τη σύνδεση, ο δρόμος από τα Σκόπια μέχρι τα σύνορα μοιάζει περισσότερο με κακοσυντηρημένη επαρχιακή οδό, ενώ μόλις διασχίσουμε τα σύνορα, ένας νέος αυτοκινητόδρομος μας οδηγεί ταχύτατα στην πρωτεύουσα του δεύτερου αλβανικού κράτους.

Τα σύνορα Κοσόβου-Βόρειας Μακεδονίας. Τα χωριά με τους μιναρέδες στις πλαγιές του βουνού ανήκουν στο Κοσσυφοπέδιο.
Με το που περνάμε τα σύνορα, μπαίνουμε σε έναν σύγχρονο αυτοκινητόδρομο που οδηγεί μέχρι την Πρίστινα. Ήταν τέτοια η ανάγκη να συνδεθεί το Κόσοβο με τον έξω κόσμο, που ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε να κατασκευαστεί ακόμα κι αν όπως εδώ πρέπει να περάσει από μια στενή κοιλάδα κι αναγκαστικά να γίνει εναέριος. Από κάτω του ρέει ο ποταμός Λεπενίτσα.

Η Πρίστινα είναι η πιο νέα πρωτεύουσα της Ευρώπης. Αυτός ο τίτλος έχει διπλό νόημα: αφορά τόσο τα χρόνια της ως πρωτεύουσα ανεξάρτητου κράτους (η ανεξαρτησία ανακηρύχθηκε και αναγνωρίστηκε το 2008) όσο και τον μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων της. Η νεανικότητα της πόλης είναι από τα πρώτα που αναφέρουν ταξιδιωτικοί οδηγοί όπως το Lonely Planet. Κι όταν βρεθεί ένας ταξιδιώτης στην Πρίστινα, θα καταλάβει ότι δεν το γράφουν τυχαία. Είναι κάτι που θα νιώσει κάποιος σύντομα, περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δίπλα από τις γεμάτες με νέους καφετέριες – ειδικά όταν έρχεται από γειτονικές γερασμένες βαλκανικές χώρες.

Στις πλατείες και στους πεζοδρόμους της Πρίστινα περπατούν πολλοί νέοι, όπως εδώ στην Πλατεία Ζαχίρ Παγιαζίτι. Το άγαλμα στα δεξιά είναι αυτό του οπλαρχηγού του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου που σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τον γιουγκοσλαβικό στρατό το 1997 κι έδωσε το όνομά του στην πλατεία. Στο πανό στο κέντρο απεικονίζεται ο Ιμπραήμ Ρουγκόβα, ο «Γκάντι των Βαλκανίων» για όποιον τον θυμάται, ο οποίος έλπιζε (εσφαλμένα) ότι θα πετύχαινε την ανεξαρτησία του Κοσόβου με ειρηνικά μέσα.

Το άλλο που θα προσέξει κάποιος γρήγορα στην Πρίστινα, είναι η έντονη παρουσία σημαιών άλλων κρατών, σε σημείο που να ανταγωνίζονται την ίδια την κρατική σημαία. Κι αν για την αλβανική σημαία είναι αναμενόμενο, σε μια χώρα που τα εννέα δέκατα του πληθυσμού είναι Αλβανοί, για την αμερικάνικη πρέπει κάποιος να θυμηθεί το πώς κέρδισε η χώρα την ανεξαρτησία της. Οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί εναντίον την Σερβίας ήταν αυτοί που έκριναν την κατάσταση, και οι Κοσοβάροι δεν το ξεχνούν. Η Λεωφόρος Μπιλ Κλίντον, όπου ορθώνεται το άγαλμα του πρώην πλανητάρχη, διασταυρώνεται με την Οδό Τζωρτζ Μπους. Αν προχωρήσουμε προς το κέντρο της πόλης, θα συναντήσουμε και την προτομή της Μαντλίν Ωλμπράιτ, δίπλα στο μνημείο «NEWBORN», το οποίο συμβολίζει μάλλον την αναγέννηση της χώρας. Στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, κρέμονται πανό που εκφράζουν ευχαριστίες σε ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Γερμανία και Σαρκοζύ.

Το άγαλμα του Μπιλ Κλίντον στην ομώνυμη λεωφόρο μπορεί να μην είναι επιβλητικό σε μέγεθος, το πανό που το συνοδεύει όμως αναπληρώνει το κενό και δίνει βέβαια ένα καθαρό μήνυμα.
Πανό όπως αυτά στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, με τις ανορθόγραφες ευχαριστίες προς το ΝΑΤΟ και φράσεις όπως «η Μαντλίν Ωλμπράιτ είναι η μητέρα μας», μπορεί να μοιάζουν γραφικά. Είτε μας αρέσει πάντως είτε όχι, στα μάτια πολλών Κοσοβάρων Αλβανών η νατοϊκή επέμβαση είναι αυτή που τους έσωσε από πολύ πιθανή εθνοκάθαρση.

Αυτή η ιστορία έχει βέβαια και την τραγική της πλευρά. Από τις 200.000 κατοίκους της σημερινής Πρίστινας, μόνο λίγες εκατοντάδες είναι Σέρβοι. Οι περίπου 40.000 Σέρβοι που ζούσαν στην πόλη πριν τον πόλεμο την έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό. Γεγονότα όπως αυτά του 2004, όταν μεταξύ άλλων κάηκε και η ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, τους έδειξαν πως είναι ανεπιθύμητοι – ακόμα κι αν υποθέσουμε πως οι ίδιοι θα ήταν πρόθυμοι να ζήσουν υπό αλβανική διοίκηση. Ένα πανό στην Πλατεία Σκεντέρμπεη θυμίζει τις σφαγές Αλβανών διαδηλωτών από τη σερβική αστυνομία του Μιλόσεβιτς το 1989. Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, κατάλοιπο της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, μοιάζει επομένως κάπως εκτός τόπου και χρόνου: ειδικά όταν βρίσκεται στην οδό UÇK, απέναντι από τα γραφεία των βετεράνων της σίγουρα όχι ιδιαίτερα αγαπητής στους Σέρβους οργάνωσης.

Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, με τα τρία μέρη του να συμβολίζουν τις τρεις κύριες εθνότητες της περιοχής (Αλβανούς, Σέρβους και Μαυροβούνιους) κτίστηκε επί σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, όταν ακόμα μια τέτοια ιδέα έμοιαζε να έχει νόημα.
Για να βάλουν τα πράγματα αμέσως στη θέση τους, απέναντι από το Μνημείο βρίσκονται τα γραφεία οργανώσεων που συνδέονται με τον UÇK.
Το άγαλμα του Σκεντέρμπεη στην ομώνυμη πλατεία συνοδεύεται από το πανό που μνημονεύει τα θύματα της σερβικής καταπίεσης.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, παρά την καταστροφή που έζησε το 2004, έχει σήμερα επισκευαστεί σε μεγάλο βαθμό. Το σημερινό μέγεθος του ποιμνίου βέβαια δεν έχει καμία σχέση με το προπολεμικό, παρόλα αυτά ένας ορθόδοξης καταγωγής επισκέπτης μπορεί να είναι αρκετά τυχερός και να του επιτραπεί η είσοδος στον ναό, χάρη στη φιλική διάθεση των υπεύθυνων φύλαξης.

Στο δρόμο της επιστροφής, πρώτα προς τα Σκόπια και μετά συνεχίζοντας νότια προς το Μοναστήρι και τα ελληνικά σύνορα, βρίσκεται το Πρίλεπ. Η μικρή σλαβομακεδόνικη πόλη των 60.000 κατοίκων (παρόλα αυτά, τέταρτη μεγαλύτερη της χώρας) έγινε κι αυτή μάρτυρας παρόμοιων επεισοδίων στα πρόσφατα χρόνια – δείχνοντας ίσως και τις τραγικές ομοιότητες, με τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς να εναλλάσσονται μεταξύ τους στο ρόλο του θύτη και του θύματος. Αφορμή σε αυτή την περίπτωση ήταν οι συγκρούσεις Αλβανών ενόπλων και σλαβομακεδονικών σωμάτων ασφαλείας το 2001, που άφησαν πίσω τους περίπου 500 νεκρούς. Στόχος του αυτή τη φορά σλαβομακεδονικού όχλου ήταν και πάλι ένα θρησκευτικό κτίριο: το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα. Σε αντίθεση με την Πρίστινα, εδώ δεν έγιναν προσπάθειες επανόρθωσης και τα ερείπια του τζαμιού στέκονται ακόμα και σήμερα ελεύθερα προσβάσιμα στον καθένα, στη μέση του Παλιού Παζαριού του Πρίλεπ.

Από το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα, έχουν απομείνει σήμερα μόνο τα ερείπια που βλέπει κάποιος στη φωτογραφία – και μάλιστα είναι εντελώς αφύλακτα. Ορατά είναι ακόμα και τα σημάδια του εμπρησμού του 2001.
Aυτή η πλακέτα εις μνήμην του «τίγρη» Νέναντ Σεραφιμόφσκι (ειδικές αντιτρομοκρατικές δυνάμεις) θυμίζει επίσης πόσο εύθραυστη είναι πάντα η ειρήνη στη μικρή βαλκανική χώρα. Σκοτώθηκε μαζί με άλλους 7 Σλαβομακεδόνες και 10 Αλβανούς, σε ανταλλαγή πυρών με αλβανικές ένοπλες ομάδες το 2015, η οποία ευτυχώς δεν εξελίχθηκε σε έναν νέο γύρο ένοπλων συγκρούσεων.

Κατά τ’ άλλα, το Πρίλεπ είναι μια ήσυχη, καθαρή (ή έτσι φαίνεται τουλάχιστον, όταν κάποιος έρχεται εκεί μετά από τα Σκόπια) και ευχάριστη πόλη. Ο Πύργος του Ρολογιού, τα στενά του Παλιού Παζαριού και το έστω κατεστραμμένο τζαμί δίνουν έναν μετα-οθωμανικό χαρακτήρα στο κέντρο της πόλης. Κατά τ’ άλλα όμως, η πόλη ξεχωρίζει και για το ιδιαίτερο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, με το έντονο βραχώδες ανάγλυφο. Το Πρίλεπ είναι εξάλλου γνωστή και ως η «πόλη κάτω από τους πύργους του Μάρκο». Στα άγρια βράχια, στους πρόποδες των οποίων είναι χτισμένη η πόλη, βρισκόταν το κάστρο του μεσαιωνικού Σέρβου πρίγκηπα και τα ερείπια του επιβλέπουν και σήμερα τον οικισμό.

Οι βραχώδεις λόφοι πάνω στους οποίους βρίσκονται οι πύργοι του Πρίγκηπα Μάρκο δεσπόζουν πάνω από το Πρίλεπ, δίνοντας έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην πόλη.
Πίσω από την κεντρική πλατεία του Πρίλεπ ξεκινάει το Παλιό Παζάρι, όπου ξεχωρίζει ως οθωμανικό κατάλοιπο ο Πύργος του Ρολογιού. Το άγαλμα στην πλατεία δεν είναι του Αλέξανδρου ή του Φίλιππου, όπως θα περίμενε κάποιος που έχει βρεθεί σε άλλες βορειομακεδόνικες πόλεις, αλλά του Πρίγκηπα Μάρκο.
Με σεβασμό στην Ενδιάμεση Συμφωνία ανάμεσα σε Ελλάδα και (νυν) Βόρεια Μακεδονία, ο Ήλιος της Βεργίνας δεν είναι πλέον τόσο συνηθισμένο θέαμα στους δρόμους της γειτονικής χώρας, μπορεί όμως ακόμα να τον πετύχουμε σε κάποιο sex shop στο Παλιό Παζάρι του Πρίλεπ.

Συνεχίζοντας με το τρένο τον δρόμο προς τα νότια, μέσα από τη γη της Πελαγονίας, σε περίπου μια ώρα φτάνουμε στον τερματικό σταθμό, το Μοναστήρι (ή Μπίτολα στα σλαβομακεδόνικα). Τα σύνορα με την Ελλάδα απέχουν από εδώ μόλις 15 χιλιόμετρα. Το Μοναστήρι είναι μια ακόμα από τις σπουδαίες οθωμανικές πόλεις που υποβαθμίστηκαν με την χάραξη των νέων συνόρων. Άλλοτε πρωτεύουσα του ομώνυμου βιλαετίου και ίσως δεύτερη σημαντικότερη σε όλα τα Νότια Βαλκάνια μετά τη Θεσσαλονίκη, γνωστή και ως «πόλη των προξένων», σήμερα έχει λιγότερο από το ένα έκτο του πληθυσμού των Σκοπίων. Τα σημάδια της παλιάς δόξας είναι πάντως φανερά, όταν περπατά κάποιος στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, το Σιρόκ Σοκάκ.

Τοπίο της Πελαγονίας, από τη διαδρομή του τρένου Πρίλεπ-Μοναστήρι.
Το Σιρόκ Σοκάκ, κεντρικός πεζόδρομος του Μοναστηρίου, είναι γεμάτο με καφετέριες, μαγαζιά και λίγα προξενεία (όπως εδώ της Γαλλίας, του Βελγίου και της Αλβανίας), για να τιμηθεί ο παλιός τίτλος της «πόλης των προξένων».
Ο παλιός κινηματογράφος των (βλαχικής καταγωγής) αδελφών Μανάκη, οι οποίοι πρώτοι έφεραν αυτή την τέχνη στα Βαλκάνια, αναστηλώθηκε και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο εις μνήμην τους.
Στο σημερινό Μουσείο του Μοναστηρίου σώζεται ακόμα η επιγραφή με αραβικούς χαρακτήρες, για να θυμίζει ότι αυτό το κτίριο στέγαζε την οθωμανική Σχολή Αξιωματικών, απ’ όπου αποφοίτησε και κάποιος Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός ως Ατατούρκ.

Μαζί με την απώλεια του σημαντικού του ρόλου, το Μοναστήρι έχασε σε μεγάλο βαθμό και αυτό που συνήθως πάει μαζί του σε οθωμανικές πόλεις: την πολυπολιτισμικότητα. Από το κράμα Ελλήνων, Σλάβων, Βλάχων, Τούρκων, Αλβανών και Εβραίων που αποτελούσε τον πληθυσμό της πόλης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, σήμερα τα εννέα δέκατα των κατοίκων της πόλης είναι Σλαβομακεδόνες. Τουλάχιστον, η θέση της πόλης έχει ως αποτέλεσμα να τραβάει επισκέπτες από την άλλη πλευρά των συνόρων: πολλοί κάτοικοι της περιοχής της Φλώρινας πηγαινοέρχονται στο Μοναστήρι σε αναζήτηση χαμηλότερων τιμών σε καύσιμα και άλλες υπηρεσίες.

Το Σιρόκ Σοκάκ τελειώνει στην Πλατεία Μανόλιας, όπου ξεχωρίζουν τα παλιά τζαμιά, ο οθωμανικός Πύργος Ρολογιού (με σταυρό στην κορυφή του πλέον) και βέβαια το άγαλμα του Φιλίππου Β’, σε έναν μάλλον τυπικά σλαβομακεδόνικο συνδυασμό.
«Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» λέει το γκράφιτι στον τοίχο του παλιού οθωμανικού Μπεζεστενίου, ενώ πιο πίσω ξεκινάει το Παλιό Παζάρι. Το σύνθημα ήταν πολύ δημοφιλές στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, χωρίς όμως να έχει απαραίτητα το ίδιο πολιτικό νόημα με σήμερα.
Η «Οδός Ελπίδας Καραμανδή» θυμίζει πόσο συνδεδεμένες είναι οι πορείες των δύο γειτονικών λαών, παρά τις διαμάχες περί ονομάτων και αρχαίας Ιστορίας. Η βλαχικής καταγωγής αντάρτισσα γεννήθηκε στη Φλώρινα και μετακόμισε μικρή στο Μοναστήρι. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας και σκοτώθηκε από τον βουλγαρικό κατοχικό στρατό το 1942.

Παρά την εγγύτητα στα σύνορα και την πόλη της Φλώρινας, είναι (πάλι) θλιβερό πως δεν υπάρχει καμιά απολύτως δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα σε Μοναστήρι και Φλώρινα. Αυτό που μπορεί να κάνει κάποιος σήμερα, είναι να πάρει ταξί από Μοναστήρι μέχρι τη βορειο-μακεδονική πλευρά των συνόρων (κόστος: περίπου 8 Ευρώ), να τα διασχίσει έπειτα με τα πόδια, και μετά στην ελληνική πλευρά να ελπίζει πως κάποια στιγμή θα περάσει κάποιο ελληνικό ταξί που μόλις έχει γεμίσει βενζίνη από το Μοναστήρι. Ή αλλιώς, πως θα τον πάρει μαζί του κάποιος ντόπιος, στον δρόμο της επιστροφής του προς τη Φλώρινα (πολύ πιθανόν, θα έχει περάσει τα σύνορα κι αυτός για τον ίδιο λόγο: τα φτηνά καύσιμα).

Στη βορειομακεδονική πλευρά των συνόρων της Νίκης, κυκλοφορούν ελεύθερα και λίγα παγόνια.
Στην ελληνική πλευρά των συνόρων, σαν να θέλει να μας υπενθυμίσει ότι στα Βαλκάνια κάθε σύμβολο έχει τουλάχιστον δύο νοήματα, μας υποδέχεται ο Ήλιος της Βεργίνας με την επιγραφή «Μακεδονία γεννημένη Ελληνίδα».

Μια διαδρομή μόλις 30 χιλιομέτρων μπορεί έτσι να κρατήσει αρκετές ώρες, τελικά όμως κάποια στιγμή ο ταξιδιώτης θα φτάσει στη Φλώρινα, έγκαιρα για να πάρει το τρένο της επιστροφής. Η μικρή μεθοριακή πόλη είναι ούτως ή άλλως κάτι μεταβατικό ανάμεσα στις δύο χώρες, αν μη τι άλλο και λόγω του ότι βρίσκεται στην περιοχή της Ελλάδας όπου ακόμα επιβιώνει κάποια σλαβοφωνία. Το πιο ευχάριστο μέρος της είναι μάλλον η συνοικία με το τυπικά οθωμανικό (αν και ουγγρικής προέλευσης) όνομα Βαρόσι, με τα παλιά κτίρια στις όχθες του ποταμού Σακουλέβα.

Το άγαλμα της Ελευθερίας στην Πλατεία Γεωργίου Μόδη, στο κέντρο της Φλώρινας.
Ο ποταμός Σακουλέβας πηγάζει από τα βουνά του Βαρνούντα και διασχίζει τη Φλώρινα.
Οι ιτιές και τα πλατάνια στις όχθες του Σακουλέβα προσφέρουν σκιά σε όσους θέλουν να χαλαρώσουν πίνοντας τον καφέ τους, με τα παλιά κτίρια να προσθέτουν ατμόσφαιρα.

Από τη Φλώρινα μπορεί κάποιος να πάρει το τρένο πίσω στη Θεσσαλονίκη κι έτσι να κλείσει τον κύκλο, αυτής της διαδρομής, μέσα από τρία βιλαέτια παλιότερα, τρία ανεξάρτητα κράτη τώρα – με εντελώς διαφορετικά σύνορα. Έχουν αλλάξει πάρα πολλά στη Μακεδονία και το Κοσσυφοπέδιο μέσα στα τελευταία 150 χρόνια, περισσότερο ίσως και από άλλες μετα-οθωμανικές περιοχές. Παρόλα αυτά, είναι εντυπωσιακό ότι η αίσθηση του ιστορικού βάθους επιβιώνει, με ξεχωριστούς τρόπους έστω, σε όλες αυτές τις πόλεις.

Στης Ευρωπης τ’ αποτιστο δεντρο

Κλασσικό

«Οι Βαλκάνιοι λαοί, της Ευρώπης τ’ απότιστο δέντρο» έλεγαν οι στίχοι του Παρασκευά Καρασούλου, όταν τραγουδήθηκαν πρώτη φορά το 1994 από τον Διονύση Τσακνή και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Δεν είχε κλείσει ακόμα ούτε μια πενταετία από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η Βαλκανική βρισκόταν ακόμα σε μια δραματική μετάβαση. Ο πόλεμος της Βοσνίας συνεχιζόταν με όλη του τη σκληρότητα, ο διπλανός πόλεμος στην Κροατία ακόμα δεν είχε κριθεί, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ζούσαν μια ραγδαία φτωχοποίηση και η Αλβανία μια πρωτόγνωρη αστάθεια, συνοδευόμενη από μια μαζική έξοδο πληθυσμού. Μετά από ένα διάλειμμα πολλών δεκαετιών που τα Βαλκάνια ήταν ψιλοξεχασμένα, επέστρεφαν πλέον θριαμβευτικά ως η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» ή, όπως λέει και η Μαρία Τοντόροβα, ο «ελλιπής Εαυτός» των Ευρωπαίων.

Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, πολλά έχουν αλλάξει – κι άλλα όχι. Μετά τη σκληρή προσαρμογή στο καπιταλιστικό σύστημα, ακολούθησε κάποια οικονομική ανάπτυξη, με μεγάλες ανισότητες και αστάθειες βέβαια. Οι ένοπλες συγκρούσεις σταμάτησαν και τα Βαλκάνια μπορούν σήμερα να θεωρηθούν ως μια σχετικά ειρηνική γωνιά του πλανήτη. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία κι η Κροατία κάνουν πλέον παρέα στην Ελλάδα ως μέλη του «κλαμπ των προνομιούχων», της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ο ρόλος τους όμως μοιάζει να είναι αυτός μιας μισοξεχασμένης περιφέρειας. Από την άλλη, τα κεντρο-δυτικά Βαλκάνια, Σερβία, Βοσνία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο, Αλβανία, περιμένουν ακόμα στην είσοδο μιας ενωμένης Ευρώπης, η οποία κάθε άλλο παρά πείθει ότι είναι έτοιμη να τους δεχθεί ως ισότιμους.

Η διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα από τέτοιες περιοχές των κεντρο-δυτικών Βαλκανίων, που μένουν ακόμα εκτός «ενωμένης Ευρώπης»: Αλβανία, Μαυροβούνιο, Σαντζάκι (τόσο το μαυροβουνιακό όσο και το σερβικό τμήμα), Νότια Σερβία, Βόρεια Μακεδονία.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Ξεκινώντας από την Ελλάδα, περνάμε τα σύνορα από τη διάβαση της Κακαβιάς. Περνώντας μέσα από τη Βόρεια Ήπειρο, βλέπουμε πινακίδες με τοπωνύμια και στα ελληνικά και στα αλβανικά. Είναι οι «μειονοτικές επαρχίες» της Αλβανίας, όπου η ελληνική κοινότητα έχει (σε αντίθεση με αλλού) κατοχυρωμένα δικαιώματα. Η πρώτη μεγάλη πόλη είναι το Αργυρόκαστρο, πόλη καταγωγής του κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα με σιδερένια πυγμή επί τέσσερις δεκαετίες, κρατώντας την σε πλήρη απομόνωση ακόμα και από τα ιδεολογικά συγγενή καθεστώτα. Το τεράστιο πυρηνικό καταφύγιο που έκτισε κάτω από το ιστορικό κάστρο, παρέμεινε για χρόνια κρυφό ακόμα και από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης. Διατηρείται μέχρι σήμερα, ως δείγμα της παρανοϊκής προσωπικότητας του δικτάτορα, ο οποίος είχε εμμονή με την απειλή πυρηνικής επίθεσης.

Η γραφική παλιά πόλη του Αργυροκάστρου, με το κάστρο που της χάρισε το όνομα και τα σπίτια με τις χαρακτηριστικές πέτρινες σκεπές, έχει ανακηρυχθεί μνημείο της Ουνέσκο.

Το προξενείο της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο υπογραμμίζει το ελληνικό ενδιαφέρον για τη Βόρεια Ήπειρο, μια περιοχή που έζησε για αιώνες την ελληνοαλβανική ανάμιξη – όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος. Πριν δύο αιώνες εξάλλου, και στη μία και στην άλλη μεριά των συνόρων εκτεινόταν μια ενιαία οντότητα με πρωτεύουσα τα Ιωάννινα, το «σχεδόν κράτος» του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Ακολουθώντας την κοιλάδα του Δρίνου με κατεύθυνση τα Τίρανα, περνάμε από την πόλη καταγωγής του θρυλικού Αλβανού πολέμαρχου. Στην είσοδο του Τεπελενίου ορθώνεται, ή μάλλον.. ξαπλώνει και το αντίστοιχο άγαλμα. Για τους Αλβανούς, ο Αλή Πασάς είναι κάτι σαν εθνικός ήρωας, ο άνθρωπος που έκανε τη γη τους πιο ανεξάρτητη από τους Οθωμανούς. Στην πραγματικότητα, ο αδίστακτος πασάς μάλλον λίγο ενδιαφερόταν για εθνικές ιδέες και περισσότερο για την προσωπική του ισχύ, για χάρη της οποίας ήταν έτοιμος να συνεργαστεί ή να συγκρουστεί εναλλάξ με Αλβανούς, Έλληνες και Τούρκους.

Το άγαλμα του Αλή Πασά Τεπελενλή στην πόλη καταγωγής του.
Η κοιλάδα του Δρίνου, όπως φαίνεται από το Τεπελένι.

Αν υπάρχει πάντως μια κοινότητα στην οποία ο Αλή Πασάς είχε κάποιου είδους αφοσίωση, αυτή είναι μάλλον το θρησκευτικό τάγμα των Μπεκτασήδων. Στα χρόνια του, φρόντισε να ευνοήσει την εξάπλωσή τους, κυρίως στον σημερινό αλβανικό Νότο. Όπως και να έχει, οι Μπεκτασήδες έχουν μια ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη αλβανική Ιστορία, ακόμα κι αν το ποσοστό τους στον πληθυσμό είναι μικρό. Κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν έναν ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στις τρεις μεγάλες θρησκείες των Αλβανών: Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμό. Εξάλλου, στα Τίρανα βρίσκονται και τα κεντρικά του τάγματος, με το εντυπωσιακό όνομα «Παγκόσμια Ιερή Έδρα Μπεκτασήδων». Μεταφέρθηκαν εκεί από τη Μικρά Ασία, όταν ο Ατατούρκ απαγόρευσε τα θρησκευτικά τάγματα. Τα Τίρανα μπορούν έτσι να ισχυρίζονται ότι έχουν κι αυτά έναν ρόλο παρόμοιο με το Βατικανό ή την Κωνσταντινούπολη, έστω και για πολύ λιγότερους πιστούς.

Το άγαλμα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, από τον οποίο παίρνει το όνομά του το τάγμα των Μπεκτασήδων, στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Πίσω από το άγαλμα, φαίνονται οι τουρμπέδες (μαυσωλεία) των παλιότερων ντεντεμπαμπάδων (ηγετών) του τάγματος, οι οποίοι λειτουργούν ως χώρος προσκυνήματος.
Ο κεντρικός τεκές στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Αριστερά, η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι και δεξιά του επί τρεις δεκαετίες (1991-2011) ντεντεμπαμπά του τάγματος, Ρεσάτ Μπαρντί, του πρώτου μετά από 24 χρόνια απαγόρευσης (η Αλβανία ήταν επί Χότζα επίσημα αθεϊστικό κράτος και όλες οι θρησκείες ήταν υπό διωγμό).

Στον κεντρικό τεκέ, η πράσινη σημαία του τάγματος κρέμεται δίπλα στην αλβανική σημαία. Αριστερά τους, όχι τυχαία, φαίνεται η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι, του μπεκτασίδικης καταγωγής εθνικού ποιητή της Αλβανίας, ο οποίος προσπάθησε μέσα από το έργο του να παντρέψει τον Μπεκτασισμό με την αλβανική εθνική ιδέα. Ήταν ο μεσαίος από τρία αδέλφια: ο μεγάλος ήταν ο Αμπντούλ και ο μικρός ο Σάμι. Και οι τρεις συμμετείχαν με διαφορετικούς τρόπους στην Αλβανική Εθνική Αναγέννηση στα τέλη του 19ου αιώνα, το κίνημα που έθεσε τις βάσεις για τη συγκρότηση αλβανικού έθνους-κράτους. Πάντως, και οι τρεις πέθαναν όχι στην Αλβανία, αλλά στην Κωνσταντινούπολη. Τα οστά τους μεταφέρθηκαν πολλές δεκαετίες αργότερα στα Τίρανα, όπου αναπαύονται σήμερα στο Μεγάλο Πάρκο της πόλης.

Οι τάφοι των τριών αδελφών Φράσερι στο Μεγάλο Πάρκο των Τιράνων.

Τα Τίρανα είναι πρωτεύουσα αλλά και με μεγάλη διαφορά η μεγαλύτερη πόλη της Αλβανίας. Εκεί ζουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στην πόλη κατά την, απ’ όλες τις απόψεις δραματική για τη χώρα, δεκαετία του 1990. Στην αρχή της, τα Τίρανα είχαν ακόμα περίπου 200.000 κάτοικους – στο τέλος της, ήδη περίπου τους τριπλάσιους. Παρά τα προβλήματα που φέρνει μια τέτοια αύξηση πληθυσμού, όπως η αυθαίρετη δόμηση, η περιβαλλοντική επιβάρυνση, το κυκλοφοριακό χάος, τα Τίρανα παραμένουν τουλάχιστον στο κέντρο μια αρκετά ευχάριστη πόλη. Στα τελευταία χρόνια εξάλλου, γερασμένες σοσιαλιστικές πολυκατοικίες βάφτηκαν σε ζωντανά χρώματα, κάποια αυθαίρετα κτίσματα γκρεμίστηκαν, η κεντρική Πλατεία Σκεντέρμπεη πεζοδρομήθηκε και φυτεύτηκαν δέντρα. Και βέβαια, τα άλλοτε απομονωμένα από τον κόσμο Τίρανα είναι σήμερα απόλυτα ανοικτά σε ξένες, ιδιαίτερα αμερικάνικες επιρροές. Οι μονοκατοικίες της κεντρικής συνοικίας Μπλόκου, όπου παλιότερα κατοικούσαν τα υψηλά στελέχη του Κόμματος και η είσοδος ήταν απαγορευμένη στους κοινούς θνητούς, χρησιμοποιούνται σήμερα ως καφετέριες, κλαμπ ή ακριβά εστιατόρια.

Η Πλατεία Μητέρας Τερέζας, στο νότιο τέρμα της πλατιάς κεντρικής λεωφόρου που είχε κατασκευαστεί υπό την επιρροή της φασιστικής Ιταλίας: στη δεκαετία του 1930, όταν τα Τίρανα έκαναν ακόμα τα πρώτα βήματά τους ως πρωτεύουσα, η Αλβανία ήταν σχεδόν ιταλικό προτεκτοράτο. Τα κτίρια που στεγάζουν σήμερα τμήματα του Πανεπιστημίου θεωρούνται κι αυτά δείγματα φασιστικής αρχιτεκτονικής. Πιο πίσω βέβαια, βλέπουμε τους γερανούς να χτίζουν σύγχρονα ψηλά κτίρια, περισσότερο χαρακτηριστικά για την εικόνα των νέων Τιράνων.
Τέτοια επιβλητικά αγάλματα των Λένιν, Στάλιν, Χότζα κ.λπ., μπορεί κάποιος σήμερα να τα βρει μόνο παρατημένα σε κάποια πίσω αυλή, όπως εδώ σε αυτήν του Εθνικού Μουσείου Καλών Τεχνών, μακριά από ανθρώπινα βλέμματα.
Το σπίτι του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, στο κέντρο της άλλοτε «απαγορευμένης συνοικίας» Μπλόκου. Σήμερα πάντως, είναι από τα λίγα κτίρια της συνοικίας που (ακόμα) δεν έχουν μετατραπεί σε χώρους ψυχαγωγίας.
Οι αμερικάνικες σημαίες δεν είναι σήμερα σπάνιο θέαμα στους δρόμους των Τιράνων.

Συνεχίζοντας από τα Τίρανα προς τα βόρεια, φτάνουμε στις όχθες της Σκόδρας, της μεγαλύτερης λίμνης των Βαλκανίων. Στην όχθη ενός μακρόστενου κόλπου που σχηματίζεται στα βόρεια της λίμνης, βρίσκεται η συνοριακή διάβαση Αλβανίας-Μαυροβουνίου. Αν δεν υπήρχε η διάβαση, δύσκολα θα καταλαβαίναμε ότι έχουμε αλλάξει χώρα: η πρώτη κωμόπολη που συναντούμε αφού περάσουμε τα σύνορα, το Τούζι, είναι κυρίως αλβανική, όπως και άλλοι κοντινοί οικισμοί.

Εικόνα του κόλπου της Λίμνης Σκόδρας, στον οποίο βρίσκονται τα αλβανο-μαυροβουνιακά σύνορα. Η άποψη είναι από τη συνοριακή διάβαση κοιτάζοντας προς τον Νότο: τα βουνά που φαίνονται ανήκουν στην Αλβανία.

Η πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, η Ποντγκόριτσα, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από τα σύνορα, στη μεγαλύτερη πεδιάδα της κατά τ’ άλλα, όπως φαίνεται κι από το όνομά της, κυρίως ορεινής χώρας. Το όνομα της πρωτεύουσας επίσης εμπνέεται από τη φυσική της γεωγραφία: σημαίνει «κάτω από τον λόφο». Υπάρχει όντως ένας λόφος που επιβλέπει την, κατά κύριο λόγο, νέα πόλη. Η καταστροφή από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η Ποντγκόριτσα κτίστηκε ουσιαστικά από την αρχή. Τετραγωνισμένο οδικό δίκτυο, πλατιά πεζοδρόμια, πάρκα, ποδηλατόδρομοι και βέβαια σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη σημερινή της εικόνα. Μόνο το Στάρα Βαρός (κυριολεκτικά: Παλιό Προάστιο), θυμίζει κάτι από το οθωμανικό παρελθόν, με στενά σοκάκια, κάποια πετρόκτιστα σπίτια, ακόμα και λίγα με χαγιάτια, δύο παλιά τζαμιά, και βέβαια τον Πύργο Ρολογιού.

Ο οθωμανικός Πύργος του Ρολογιού, στην ταιριαστά ονομασμένη Πλατεία Βοϊβόδα Μπετσίρ-Μπέη Οσμάναγιτς (τελευταίος Οθωμανός κυβερνήτης, ο οποίος με την προσάρτηση της πόλης στο Μαυροβούνιο προσχώρησε στο μαυροβουνιακό καθεστώς), σηματοδοτεί το όριο του Στάρα Βαρός. Πίσω του βλέπουμε να ξεκινούν οι πολυκατοικίες της νέας πόλης.
Σοκάκι στο Στάρα Βαρός της Ποντγκόριτσα.

Η εκβολή του χειμάρρου Ρίμπνιτσα στον ποταμό Μοράτσα, σηματοδοτεί κι αυτή το όριο ανάμεσα στο Στάρα και το Νόβα Βαρός.

Η Ποντγκόριτσα μπορεί να μην έχει η ίδια ιδιαίτερη τουριστική αξία, είναι όμως μια καλή βάση για να εξερευνήσει κάποιος τη χώρα. Βρίσκεται κοντά στην ορεινή ενδοχώρα, αλλά και στη λίμνη Σκόδρα και τις παραλιακές πόλεις του Μαυροβουνίου, όπως το Σβέτι Στεφάν, την Μπούντβα, το Κοτόρ και το Περάστ. Η βενετική επιρροή είναι φανερή εδώ στις απότομες ασβεστολιθικές ανατολικές ακτές της Αδριατικής, με τους χαρακτηριστικούς μακρόστενους και παράλληλους με τη γενική ακτογραμμή κόλπους. Εξάλλου, ο έλεγχος της Γαληνότατης Δημοκρατίας στη μαυροβουνιακή ακτή κράτησε περίπου τέσσερις αιώνες. Κατά μια εκδοχή, από τους Βενετούς προέρχεται και το όνομα της χώρας, όταν αυτοί αντίκρυζαν από τα καράβια τους το άγριο βουνό του Λόβτσεν, καλυμμένο με σκούρο πράσινο δάσος.

Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από το δρόμο που ενώνει την Ποντγκόριτσα με τη μαυροβουνιακή ακτή.
Το νησάκι Σβέτι Στεφάν (Άγιος Στέφανος) ήταν παλιότερα χωριό, σήμερα όμως λειτουργεί ολόκληρο ως πολυτελές ξενοδοχείο – παραδόξως, μετά από απόφαση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Τίτο, το οποίο ήταν πολύ πιο ανοικτό στον δυτικό καπιταλισμό σε σχέση με τα ιδεολογικά του αδέλφια.
Σοκάκι στην παλιά πόλη της Μπούντβα, την ίσως τουριστικά πιο (υπερ)αναπτυγμένη πόλη του Μαυροβουνίου.
Ο κόλπος του Κοτόρ με το όρος Λόβτσεν να δεσπόζει πάνω από την ομώνυμη πόλη. Κατά μία εκδοχή, από την εντύπωση που έκαναν αυτά το βουνά προέρχεται και το όνομα Μαυροβούνιο για τη χώρα.
Η τάφρος γύρω από τα τείχη της παλιάς πόλης του Κοτόρ.
Η Πλατεία των Όπλων στην εντός των τειχών πόλη του Κοτόρ.
Αριστερά, η στενή έξοδος του μακρόστενου κόλπου του Κοτόρ, όχι αμέσως προς την ανοικτή θάλασσα της Αδριατικής, αλλά προς μια ακόμα μακρόστενη λεκάνη που μεσολαβεί. Δεξιά, τα δύο μικρά νησάκια, ο Άγιος Γεώργιος και η Παναγία των Βράχων, όπως φαίνονται από το Περάστ.
Η μικρή γραφική πόλη του Περάστ, μια από τις πιο καλοδιατηρημένες της μαυροβουνιακής ακτής.

Οι πόλεις της Αδριατικής, κι ακόμα περισσότερο το «παλιό Μαυροβούνιο» γύρω από την παλιά πρωτεύουσα Τσετίνιε, είναι περιοχές που η ιδιαίτερη μαυροβουνιακή ταυτότητα είναι ιστορικά αρκετά ισχυρή, ώστε να επικρατεί επί της σχέσης με τον «μεγάλο αδελφό», την ομόθρησκη και ομόγλωσση Σερβία. Αν κάποιος ήθελε να ψάξει στα Βαλκάνια απόδειξη του ότι η εθνική ταυτότητα δεν ορίζεται αποκλειστικά από τη γλώσσα και τη θρησκεία, δύσκολα θα μπορούσε να βρει καλύτερο παράδειγμα από το Μαυροβούνιο – τουλάχιστον στις περιοχές που αναφέραμε, γιατί όσο προχωράμε προς τα ανατολικά, στην ορεινή ενδοχώρα, η σερβική εθνική συνείδηση κερδίζει έδαφος. Η αντίθεση ανάμεσα στους οπαδούς μιας ξεχωριστής μαυροβουνιακής οντότητας και αυτούς της ένωσης με τη Σερβία, έχει τουλάχιστον έναν αιώνα ιστορία και έχει οδηγήσει κατά καιρούς ακόμα και σε βίαιες συγκρούσεις – με τελευταίες αυτές πριν λίγους μήνες, με αφορμή.. εκκλησιαστικές διαφορές. Ακόμα και στο κέντρο της Ποντγκόριτσα φαίνονται αυτές οι αντιθέσεις: ονόματα δρόμων όπως «Βουκ Καράτζιτσα» ή «Καρατζόρτζεβα» είναι σερβικές εθνικές αναφορές, ενώ σε απόσταση ενός τετραγώνου από την Οδό Καρατζόρτζεβα ορθώνεται το άγαλμα του τελευταίου Βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικόλαου Πέτροβιτς, ο οποίος έχασε τον θρόνο του ακριβώς από τον σερβικό οίκο των Καρατζόρτζεβιτς.

Η κεντρική Πλατεία Ανεξαρτησίας στο Νόβα Βαρός (νέα πόλη) της Ποντγκόριτσα, όπως μετονομάστηκε μετά το 2006, για να υπογραμμίσει τη νέα πολιτική κατεύθυνση της χώρας, μακριά από τη Σερβία.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006 ανά επαρχία (ποσοστό ψήφων υπέρ ανεξαρτησίας). Οι «πράσινες» επαρχίες είναι αυτές που ψήφισαν υπέρ και οι «κόκκινες» κατά.
By Furfur – This file was derived from: Montenegro location map.svgb y NordNordWestdata source: REPUBLIC OF MONTENEGRO REFERENDUM ON STATE-STATUS 21 May 2006 ANNEX A: FINAL RESULTS OF THE 21 MAY 2006 REFERENDUM ON STATE-STATUS, Office for Democratic Institutions and Human Rights, OSCEinspired by Crna Gora – Rezultati referenduma po opstinama 2006.png, made by Tresnjevo, CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=48922699

Όπως και να έχει, το δημοψήφισμα του 2006 οδήγησε σε μια οριακή νίκη των οπαδών της ανεξαρτησίας. Έκτοτε, το Μαυροβούνιο πορεύεται στον δικό του ξεχωριστό δρόμο: ακολουθώντας το παράδειγμα Κροατών και Βοσνιακών, ανακάλυψε τα «μαυροβουνιακά» ως νέα επίσημη γλώσσα ξεχωριστή από τα (πάλαι ποτέ) σερβοκροατικά, υιοθέτησε το Ευρώ ως νόμισμα (η μοναδική χώρα εκτός ΕΕ που το έχει κάνει, μαζί με το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο), έχει γίνει μέχρι και μέλος του ΝΑΤΟ. Ακόμα όμως και στην απογραφή του 2011, ένα 29% δήλωσε ως εθνική ταυτότητα τη σερβική, έναντι 45% που δηλώνουν τη μαυροβουνιακή. Όσο βέβαια διεισδύουμε στην ορεινή ενδοχώρα προς τα σύνορα με τη Σερβία, η σερβική ταυτότητα γίνεται πιο ισχυρή.

Το φαράγγι του ποταμού Μοράτσα οδηγεί από την Ποντγκόριτσα στην ορεινή ενδοχώρα του Μαυροβουνίου – και στη Σερβία.
Τα καλυμμένα με φυλλοβόλα δάση βουνά κοντά στο Κολάσιν διασχίζονται από ενεργητικά ποτάμια (όπως φαίνεται από το μέγεθος των πετρών που αποθέτουν στις όχθες τους).
Στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μπεράνε, μιας μικρής ημιορεινής πόλης του ανατολικού Μαυροβουνίου, η σερβική σημαία ανεμίζει αυτονόητα δίπλα από τη μαυροβουνιακή. Η επαρχία ανήκει σε αυτές που το 2006 ψήφισαν κατά της ανεξαρτησίας και υπέρ της παραμονής στην ένωση με τη Σερβία.

Όπως όμως βλέπουμε και από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006, αυτός δεν είναι γενικός κανόνας. Στην κωμόπολη Ροζάγιε, σε υψόμετρο 1033 μέτρων και μόλις 20 χμ από τα σύνορα με τη Σερβία, το ποσοστό υπέρ της ανεξαρτησίας ήταν πάνω από 90%. Η πλειοψηφία του πληθυσμού εδώ δεν δηλώνει ως εθνική ταυτότητα ούτε τη μαυροβουνιακή ούτε τη σερβική, αλλά τη.. βοσνιακή. Κι αυτό όχι λόγω προέλευσης από τη Βοσνία (αν και ένα μέρος των κατοίκων είχαν όντως καταφύγει εκεί από τον πόλεμο της Βοσνίας), αλλά λόγω θρησκείας. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, οι περισσότεροι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας προτιμούν να ονομάζονται Βοσνιακοί, έστω και χωρίς να έχουν σχέση με τη Βοσνία. Εδώ είμαστε ήδη βαθιά στα ενδότερα του Σαντζακίου, αυτής της ορεινής περιοχής που στα τελευταία οθωμανικά χρόνια μεσολαβούσε ανάμεσα στις αυτόνομες ηγεμονίες του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, οι δύο ηγεμονίες που εν τω μεταξύ είχαν γίνει ανεξάρτητα βασίλεια, κατέκτησαν το Σαντζάκι και το μοιράστηκαν μεταξύ τους. Παρά την εκδίωξη των Οθωμανών όμως, πολλοί Μουσουλμάνοι κάτοικοι παρέμειναν – και δίνουν σε πόλεις όπως η Ροζάγιε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.

Χάρτης με τις επαρχίες του Σαντζακίου, στο πλακόστρωτο του πάρκου του Νόβι Παζάρ. Κάποιες απ’ αυτές ανήκουν σήμερα στο Μαυροβούνιο και άλλες στη Σερβία.
Το Τζαμί του Σουλτάνου Μουράτ Β’ στη Ροζάγιε, δίπλα στον ποταμό Ίμπαρ. Πίσω φαίνονται βουνοπλαγιές καλυμμένες με ελατοδάση.
Ο κεντρικός δρόμος της Ροζάγιε ονομάζεται ακόμα «Οδός Στρατηγού Τίτο» – δείχνοντας ίσως και κάποιο σεβασμό των σλαβόφωνων Μουσουλμάνων προς τον ηγέτη που τους αποδέχτηκε ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα, διαφορετική από τους Σέρβους και τους Κροάτες.

Η μεγάλη πόλη του Σαντζακίου βρίσκεται όμως στην άλλη μεριά των συνόρων. Είναι εξάλλου και η ιστορική πρωτεύουσα: στα οθωμανικά χρόνια, έδινε το όνομα σε όλο το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, πριν ακόμα συντομευτεί απλά σε «Σαντζάκι». Τέσσερα πέμπτα των περίπου 80.000 κατοίκων του Νόβι Παζάρ δηλώνουν ως θρησκεία το Ισλάμ, κάνοντας το την πιο μεγάλη μουσουλμανική πόλη της Σερβίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς προτιμούν σήμερα τον εθνοτικό προσδιορισμό «Βοσνιακοί» – αν και υπάρχουν κι αυτοί που επιμένουν στο «Μουσουλμάνοι» με κεφαλαίο «Μ», όπως στα παλιά καλά γιουγκοσλαβικά χρόνια (με μικρό «μ», σημαίνει τη θρησκεία).

Όπως και το Σαράγεβο, την άλλη, κατά πολύ μεγαλύτερη, νοτιοσλαβική μουσουλμανική πόλη, το Νόβι Παζάρ είναι το ίδιο δημιούργημα των οθωμανικών χρόνων, συγκεκριμένα του Ισά Μπέη Ισάκοβιτς, ενός από τους πιο γνωστούς Οθωμανούς αξιωματούχους σλαβικής καταγωγής. Το παλιό χαμάμ, ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό, διατηρεί το όνομα του ιδρυτή της πόλης. Και όχι μόνο αυτό: στη μνήμη του Ισά Μπέη ονομάστηκε και ο κεντρικός μεντρεσές (θρησκευτικό σχολείο) του Νόβι Παζάρ, ο οποίος λειτουργεί σήμερα πάλι κανονικά, σηματοδοτώντας έτσι και την ισλαμική αναγέννηση από τη δεκαετία του 1990. Το ίδιο κάνουν εξάλλου και η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά, τα καταστήματα ισλαμικής μόδας με τις μαντιλοφορούσες κούκλες, η «βακουφική κουζίνα» και πολλά άλλα. Ακόμα και τα πολλά φαγάδικα στα οποία βρίσκουμε «τουρκικό ντόνερ», μάλλον έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη σχέση με τη μεγάλη μουσουλμανική χώρα της περιοχής.

Μαγαζιά στην Οδό Πρωτομαγιάς στο κέντρο του Νόβι Παζάρ. Ο μιναρές στο βάθος ανήκει στο Τζαμί Αλτούν Αλέμ, ένα από τα πιο ιστορικά της πόλης.
Ο κεντρικός μεντρεσές φέρει το όνομα του ιδρυτή της πόλης, Ισά-Μπέη Ισάκοβιτς.
Η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών, με τη σημαία του Σαντζακίου στη μέση, απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά.
Στα δεξιά η «βακουφική κουζίνα», μια από τις φιλανθρωπικές δράσεις της Ισλαμικής Κοινότητας του Νόβι Παζάρ. Στη οθόνη αριστερά, φαίνεται συμπτωματικά (;) ο Μουαμέρ Ζουκόρλιτς, πρώην θρησκευτικός ηγέτης των Σαντζακλήδων, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ηγέτης πολιτικού κόμματος και έφτασε μέχρι και στο αξίωμα του αντιπρόεδρου της Σερβικής Βουλής. Η φωτογραφία είναι από το τέλος Οκτωβρίου ’21, όταν ήταν ακόμα ζωντανός (πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή στις 6.11.2021).
Εξώ από τα παλιά οθωμανικά τείχη του Νόβι Παζάρ (το εσωτερικό τους λειτουργεί ως πάρκο), συναντάμε και κάποια μνημεία με το γιουγκοσλαβικό αστέρι (κάτω δεξιά): πιθανότατα πεσόντων ανταρτών του Τίτο.

Αφήνοντας πίσω το Νόβι Παζάρ και το Σαντζάκι, συνεχίζουμε προς τα ανατολικά, σκαρφαλώνοντας στο όρος Κοπάονικ και περνώντας ξυστά από τα (μη αναγνωρισμένα από τη Σερβία) σύνορα με το Κόσοβο. Αφού περάσουμε μέσα από το πιο σημαντικό χιονοδρομικό κέντρο της Σερβίας, το οποίο βρίσκεται καταμεσής του Εθνικού Πάρκου Κοπάονικ, κατηφορίζουμε σιγά σιγά σε περιοχές με πιο ομαλό ανάγλυφο.

Εικόνα από τη φύση της Νότιας Σερβίας, κατεβαίνοντας από τα όρη Κοπάονικ προς την κωμόπολη Μπρους.

Η Νις είναι με τους περίπου 200.000 κατοίκους της η μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Σερβίας και η τρίτη μεγαλύτερη της χώρας. Η Νότια Σερβία ανήκει, όπως και το Νόβι Παζάρ, στα πιο φτωχά και υπανάπτυκτα τμήματα της χώρας, κάτι που κάποιοι χρεώνουν στη μεγάλη διάρκεια της οθωμανικής εξουσίας. Στη Νις συγκεκριμένα, πέρασαν πάνω από πέντε αιώνες από τη χρονιά πρώτης κατάληψης από τα οθωμανικά στρατεύματα, το 1375, μέχρι την οριστική αποχώρησή τους, το 1878. Σήμερα, είναι μια πόλη με σχεδόν καθαρά σερβικό πληθυσμό (για ένα διάστημα είχε διεκδικηθεί και από τους Βούλγαρους, αφού οι τοπικές διάλεκτοι ήταν μάλλον ενδιάμεσες ανάμεσα στις δύο ούτως ή άλλως συγγενικές γλώσσες). Όπως και αλλού στη Νότια Σερβία, τα οθωμανικά κατάλοιπα στη Νις αναμιγνύονται με αυτά της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, και όλα μπαίνουν στο πλαίσιο του σημερινού ανεξάρτητου, αλλά απ’ όλες τις απόψεις (εδαφική, οικονομική, πολιτική, δημογραφική) συρρικνωμένου σερβικού έθνους-κράτους. Στη Νις υπάρχουν βέβαια και κάποια στοιχεία πιο ένδοξου παρελθόντος: η αρχαία Ναϊσσός ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της υπό ρωμαϊκό/βυζαντινό έλεγχο Βαλκανικής. Ήταν εξάλλου και η πόλη όπου γεννήθηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος, κάτι που οι σύγχρονοι κάτοικοί της δεν παραλείπουν να υπενθυμίζουν.

Ο κεντρικός πεζόδρομος της Νις οδηγεί στην απέναντι όχθη του ποταμού Νισάβα, στην Πύλη Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου μπαίνουμε στο οθωμανικό φρούριο. Το εσωτερικό του φρουρίου λειτουργεί σήμερα ως πάρκο και χώρος αναψυχής, όπως το πολύ πιο γνωστό Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου.
Μόλις μπαίνουμε στο φρούριο, στα αριστερά βρίσκεται ένα παλιό οθωμανικό χαμάμ, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως.. Μουσείο Τζαζ.
Η οδός Κοπιτάρεβα, πιο γνωστή ως Σοκάκι των Καζαντζίδικων λόγω της παλιάς της χρήσης, είναι ακόμα άδεια στις 7 το πρωί, αλλά σύντομα θα γεμίσει με κόσμο.
Ο τζόγος μάλλον είναι διαδεδομένος στη σημερινή Γιουγκοσλαβία, αλλά το ότι το συγκεκριμένο καζίνο στο κέντρο της Νις έχει το όνομα «Στρατηγός» (αναφορά στον Τίτο) και το αστέρι των Παρτιζάνων, μοιάζει κάπως συμβολικό για τη μετα-σοσιαλιστική παρακμή.

Τα πιο γνωστά μνημεία της πόλης αναφέρονται πάντως σε τραγικά συμβάντα της σύγχρονης Ιστορίας. Στα ανατολικά προάστια ορθώνεται ο Τσέλε Κούλα, ο Πύργος των Κρανίων, τον οποίο οι Οθωμανοί έφτιαξαν κυριολεκτικά με τα κομμένα κεφάλια των νικημένων Σέρβων μαχητών κατά τη διάρκεια της πρώτης Σερβικής Επανάστασης. Το νόημα του ήταν βέβαια να τρομάξει κάθε νέο υποψήφιο επαναστάτη. Εντελώς αντίθετα με τις αρχικές προθέσεις των κατασκευαστών του όμως, σήμερα ο Πύργος χρησιμεύει για να τονώσει το εθνικό αίσθημα των Σέρβων, θυμίζοντας την αυτοθυσία των προγόνων τους ενάντια στον ξένο κατακτητή.

Με παρόμοιο τρόπο, το Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού στα βορειοδυτικά του κέντρου, θυμίζει τα δεινά που πέρασαν οι κάτοικοι της περιοχής από έναν άλλο ξένο κατακτητή. Πρόκειται για ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ευρώπη. Από τους περίπου 30.000 Σέρβους, Εβραίους και Τσιγγάνους που πέρασαν από το στρατόπεδο, σχεδόν οι μισοί είχαν τραγικό τέλος: είτε μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα όπως το Άουσβιτς, απ’ όπου ελάχιστοι γύρισαν, είτε εκτελέστηκαν στα γρήγορα στον κοντινό λόφο Μπουγιάνι, όπου υπάρχει κι ένα σχετικό μνημείο. Πιο κεντρικά, στην όχθη του ποταμού Νισάβα, υπάρχει κι ένα πολύ πιο πρόσφατο μνημείο για τα θύματα των νατοϊκών βομβαρδισμών του 1999, τα οποία στη Νις ήταν κυρίως άμαχοι. Όλα αυτά συνθέτουν μια βαριά ατμόσφαιρα θυματοποίησης, ίσως χαρακτηριστική για τον εθνικό μύθο των Σέρβων – όχι πολύ διαφορετικά από τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς πάντως, των Ελλήνων μη εξαιρουμένων.

Ο επισκέπτης στο Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού μπορεί ακόμα και να διαβάσει τις επιγραφές, με τις οποίες οι Γερμανοί σηματοδοτούσαν τις χρήσεις των κτιρίων: “Wache” (συνοδευόμενη από μια σβάστικα και το σήμα των SS), “Essraum”, “Kuche” κλπ: το ότι όλα είναι στα γερμανικά, παρά το ότι οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν ήξεραν βέβαια τη γλώσσα, μπορεί να είναι δείγμα για την περιφρόνηση των Ναζί προς τους «υπάνθρωπους» Σλάβους.

Συνεχίζοντας από τη Νις προς τα νότια, μπαίνουμε στον (πάλαι ποτέ) Αυτοκινητόδρομο «Αδελφοσύνη και Ενότητα», που κάποτε διέσχιζε την ενιαία Γιουγκοσλαβία από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια – σήμερα βέβαια, κάποιος περνάει τρεις φορές σύνορα στην ίδια διαδρομή. Πλησιάζοντας πάντως προς τα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία, οι μιναρέδες επιστρέφουν στην εικόνα, όπως τους βλέπαμε και στο Σαντζάκι. Εδώ όμως, στην κοιλάδα του Πρέσεβο, δεν πρόκειται για Βοσνιακούς, αλλά για Αλβανούς. Αυτή η εικόνα συνεχίζεται και αφού περάσουμε τα σύνορα και διασχίσουμε το βορειοδυτικό τμήμα της γειτονικής χώρας, μέσα από τον «Αυτοκινητόδρομο Μητέρας Τερέζας». Το ότι έχει το όνομα μιας εκ των διασημότερων Αλβανίδων στον κόσμο (γεννημένη στα Σκόπια), είναι ταιριαστό: η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αλβανική, κάτι που εξηγεί και τους φόβους στη δεκαετία του 1990 ότι ο πόλεμος θα φτάσει μέχρι εδώ.

Μουσουλμανικό (πιθανότατα αλβανικό) χωριό, από τα πολλά που συναντά κάποιος ανάμεσα στο Τέτοβο και την Οχρίδα.

Τελικά, η σύντομη σύγκρουση Σλαβομακεδόνων και Αλβανών της (τότε) πΓΔΜ το 2001, έληξε με τη συμφωνία της Οχρίδας. Η πόλη των 40.000 κατοίκων που βρίσκεται πάνω στην ομώνυμη λίμνη, η οποία μοιράζεται ανάμεσα στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ήταν μάλλον καλή επιλογή για μια τέτοια συμφωνία. Βρίσκεται στα δυτικά της χώρας, εκεί δηλαδή όπου συναντιούνται οι δύο εθνότητες – αν και η ίδια η πόλη έχει ένα ποσοστό Αλβανών μόλις 7% (συν ένα 5% Τούρκων, οι οποίοι έχουν απομείνει από τα οθωμανικά χρόνια). Χάρη σε αυτή τη συμφωνία κι ως μια από τις παραχωρήσεις που έγιναν προς τους Αλβανούς, σε όλη τη διαδρομή από τα Σκόπια μέχρι την Οχρίδα βλέπουμε στις πινακίδες τα τοπωνύμια και στα αλβανικά.

Η Πλατεία Δημοκρατίας του Κρουσόβου θυμίζει με το όνομά της την εξέγερση του Ίλιντεν, σύμβολο για τη σλαβομακεδονική εθνογένεση. Οι δύο μεγάλες θρησκείες της Οχρίδας αντιπροσωπεύονται από τον Ναό της Παναγίας του Καμένσκο (αριστερά) και το Τζαμί Ζεϊνέλ Αμπιντίν Πασά (δεξιά).

Η πόλη της Οχρίδας είναι από τις πιο τουριστικές της Βόρειας Μακεδονίας, με μια ανάλογα ανεπτυγμένη υποδομή σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, αλλά και καζίνο. Πολλοί έρχονται για παραθερισμό στις όχθες της βαθύτερης λίμνης των Βαλκανίων (πλησιάζει τα 300 μέτρα σε βάθος). Μετά τον παραλίμνιο πεζόδρομο, ακολουθεί η παλιά πόλη με τα σπίτια σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τις παλιές εκκλησίες. Η παραλίμνια διαδρομή συνεχίζεται μέσω μιας ξύλινης πλατφόρμας που μπαίνει μέσα στην λίμνη και καταλήγει στον μικρό οικισμό του Κάνεο. Η αξία της πόλης ως τουριστικού προορισμού ελκύει και τους Έλληνες, οι οποίοι δεν χρειάζεται να οδηγήσουν πάνω από δύο ώρες από τη Φλώρινα μέχρι να φτάσουν στην Οχρίδα. Περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δεν είναι σπάνιο να ακούσεις ελληνικά.

Ο παραλιακός πεζόδρομος της Οχρίδας οδηγεί στην παλιά πόλη, που απλώνεται στην πλαγιά του λόφου υπό την επίβλεψη του κάστρου.
Η οικία Ρομπέβι (δεξιά) στην παλιά πόλη της Οχρίδα θεωρείται δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Κάνεο, λίγο πιο βόρεια από την παλιά πόλη της Οχρίδας.
Στη σημερινή Οχρίδα, τα τζαμιά συνυπάρχουν με τα καζίνο.

Η διαδρομή που περιεγράφηκε καλύπτει περιοχές που μοιράζονται ανάμεσα σε τέσσερα διαφορετικά κράτη, με εξαιρετικά πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ τους, αλλά και ανάμεσα στις εθνο-θρησκευτικές κοινότητες στο εσωτερικό τους. Αυτό όμως είναι που τους χαρίζει και τη γοητεία τους – πέρα από τα φυσικά τοπία βέβαια. Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως πρόκειται για την «περισσότερη βαλκανική» περιοχή των Βαλκανίων: εδώ σώζεται ακόμα πολλή από τη διαφορετικότητα που χαρακτήριζε τη Βαλκανική επί αιώνες. Πέντε γλωσσικές ομάδες (αλβανικά, νοτιοσλαβικά, Ρομανί, ελληνικά, τουρκικά), τρία αλφάβητα (λατινικό, κυριλλικό, ελληνικό), τέσσερα θρησκευτικά δόγματα (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Σουνίτες, Μπεκτασήδες), σε όλους (σχεδόν) τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ τους, συνυπάρχουν συχνά σε άμεση γειτνίαση, και μάλιστα σχετικά ειρηνικά, παρά τις Κασσάνδρες.

Είναι κάτι που πολλές άλλες βαλκανικές περιοχές έχουν χάσει εδώ και καιρό, προσπαθώντας να μιμηθούν δυτικο-ευρωπαϊκά πρότυπα «καθαρών» εθνών-κρατών. Ίσως τελικά δεν πρόκειται για «το απότιστο δέντρο της Ευρώπης», μια περιοχή που πρέπει να βλέπει την υπόλοιπη Ευρώπη με κόμπλεξ κατωτερότητας. Μπορεί ποτέ να μην καταφέρουν να σχηματίσουν κράτη με ενιαία γλωσσική, θρησκευτική και εθνική ταυτότητα. Σε μια εποχή όμως που η ίδια η Δυτική Ευρώπη (αναγκάζεται να) ανακαλύπτει έννοιες όπως η ανοχή στη διαφορετικότητα, ίσως έχει κάτι να μάθει από μια περιοχή όπου αυτή είναι επί αιώνες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ζωντανή πραγματικότητα.

Οι Φεντεραλιστες της Μακεδονιας

Κλασσικό

Ενώ το ημερολόγιο μας γράφει 2018, βλέπουμε το Μακεδονικό να παραμένει ένα καυτό ζήτημα, ικανό να καθορίζει τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Αναδεικνύεται έτσι σε ένα από τα μακροβιότερα «εθνικά» ζητήματα: το Μακεδονικό συνεχίζει να συγκινεί τα πλήθη εδώ και πάνω από έναν αιώνα, έστω και αν στα διαστήματα που μεσολαβούν ανάμεσα στις «θερμές» του φάσεις μισοξεχνιέται και κάθε φορά ξαναγεννιέται με λίγο διαφορετικό τρόπο.

Συλλαλητήριο για το Μακεδονικό στην Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2018.

Πίσω από τις διαμάχες για το όνομα της χώρας, της εθνότητας και της γλώσσας (οι οποίες αφορούν περισσότερο την εσωτερική (μικρο)πολιτική των δύο χώρων), παίζονται φυσικά και σοβαρότερα γεωπολιτικά παιχνίδια, όπως οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε Αμερικάνους, Γερμανούς, Ρώσους και Τούρκους για επιρροή στα Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της πΓΔΜ. Η εικόνα είναι θλιβερή, τουλάχιστον για όσους θα ονειρεύονταν μια προσέγγιση των βαλκανικών λαών μακριά από ξένες κηδεμονίες. Σε αυτό το κλίμα, είναι ίσως καλό να θυμηθούμε, ότι το Μακεδονικό δεν ήταν πάντα μόνο μια σύγκρουση βαλκανικών εθνικισμών και παιχνίδι των ξένων Μεγάλων Δυνάμεων. Ήταν ταυτόχρονα και μια ελπίδα για την πραγμάτωση του παλιού οράματος μιας δημοκρατικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας.

Ποιοι ήταν αυτοί οι Μακεδόνες*¹, οι οποίοι εργάζονταν για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου; Ήταν από τη μια κάποιοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι αναφέρθηκαν ήδη σε άλλα άρθρα. Ήταν όμως και αρκετοί Σλαβόφωνοι – των οποίων ο εθνοτικός προσδιορισμός είναι ακόμα και σήμερα αμφιλεγόμενος. Οι περισσότεροι Έλληνες συνδέουν τα αρχικά Ε.Μ.Ε.Ο. (V.M.R.O.) μάλλον με έναν εχθρικό σλαβικό επεκτατισμό. Εξάλλου, το ίδιο όνομα φέρει και το πρώην κυβερνών κόμμα στη γειτονική πΓΔΜ, γνωστό για την ιδιαίτερα σκληρή γραμμή του στο ζήτημα της ονομασίας. Αν όμως ρίξει κάποιος μια πιο προσεκτική ματιά, θα δει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Από τον Άγιο Στέφανο στο Ίλιντεν

Το 1878 ήταν αναμφισβήτητα μια χρονιά-σταθμός στην ιστορία των Βαλκανίων. Ο ρωσο-οθωμανικός πόλεμος έφερε τα πάνω κάτω στην περιοχή: όχι μόνο έγιναν ανεξάρτητα κράτη η Σερβία και η Ρουμανία, αλλά εμφανίστηκε και μια εντελώς νέα αυτόνομη οντότητα: η Ηγεμονία της Βουλγαρίας. Μπορεί τελικά με την Συνθήκη του Βερολίνου η έκταση της να ήταν πολύ μικρότερη απ’ ό,τι πολλοί έλπιζαν ή φοβόντουσαν. Κανείς δεν ξέχασε όμως την προηγούμενη, ακυρωμένη τελικά, Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου της ίδιας χρονιάς, με την οποία η ηγεμονία θα είχε μια τεράστια έκταση, συμπεριλαμβάνοντας σχεδόν ολόκληρη τη Μακεδονία και φτάνοντας μέχρι τα προάστια της Θεσσαλονίκης. Ο χάρτης του Αγίου Στέφανου θα στοίχειωνε επίμονα τα βουλγαρικά εθνικά όνειρα για τις επόμενες δεκαετίες – και θα παρέμενε φόβητρο για τα γειτονικά έθνη.

Στον χάρτη φαίνεται με κόκκινη διαγράμμιση η έκταση που δόθηκε στη Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και με ενιαίο κόκκινο χρώμα αυτή που τελικά πήρε με τη Συνθήκη του Βερολίνου (η  Ανατολική Ρωμυλία προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία μερικά χρόνια αργότερα).
Πηγή εικόνας

Η ιδέα για μια αυτόνομη Μακεδονία μπορεί αρχικά να προήλθε από την Αυστροουγγαρία, ενώ φαίνεται ότι για κάποιο διάστημα υποστηρίχτηκε και από την ελληνική κυβέρνηση. Σύντομα όμως, η ιδέα υιοθετήθηκε από το νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος και συνδέθηκε με τον βουλγαρικό αλυτρωτισμό στην περιοχή. Η λογική ήταν προφανώς, ότι από τη στιγμή που (όπως τουλάχιστον οι ίδιοι οι Βούλγαροι θεωρούσαν) ο πληθυσμός της περιοχής ήταν κυρίως βουλγαρόφωνος, η αυτονόμηση της Μακεδονίας δεν θα μπορούσε παρά να είναι το πρώτο βήμα για την ένωση με τη μητέρα-πατρίδα Βουλγαρία.

Σε αυτό το κλίμα, ιδρύθηκε το 1893 στη Θεσσαλονίκη μια μυστική ομάδα από νεαρούς σλαβόφωνους Μακεδόνες, σπουδασμένους είτε στη Βουλγαρία είτε σε βουλγαρικά σχολεία της Μακεδονίας, με στόχο μια αυτόνομη Μακεδονία. Η οργάνωση άλλαξε πολλά ονόματα στα πρώτα της χρόνια, αλλά τελικά στην Ιστορία θα έμενε ως Ε.Μ.Ε.Ο.: Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση. Σε ακριβώς 10 χρόνια, αυτή θα οργάνωνε τη μεγαλύτερη μακεδονική εξέγερση εναντίον των Οθωμανών, η οποία ξέσπασε στις 2 Αυγούστου (20 Ιουλίου με το παλιό ημερολόγιο), ανήμερα της γιορτής του Προφήτη Ηλία: Ίλιντεν στα σλαβομακεδόνικα/βουλγάρικα.

Επαναστάτες από την Οχρίδα κατά την εξέγερση του Ίλιντεν.
Πηγή εικόνας

Το πιο εύκολο, με βάση αυτά που γράφτηκαν μέχρι τώρα, θα ήταν να δούμε την ΕΜΕΟ και την εξέγερση του Ίλιντεν ως μια άλλη έκφραση του βουλγαρικού επεκτατισμού. Εξάλλου, είναι σχετικά καθαρό ότι τα περισσότερα από τα κορυφαία στελέχη της ΕΜΕΟ είχαν κάποιου είδους βουλγαρική εθνική συνείδηση. Τα πράγματα όμως στην εθνοθρησκευτικά μπερδεμένη περιοχή μας δύσκολα θα μπορούσαν να είναι τόσο απλά, πόσο μάλλον σε ένα από τα πιο μπερδεμένα τμήματά της, τη Μακεδονία.

Από την ΕΜΕΟ στην ομάδα των Σερρών

Η ΕΜΕΟ δεν ήταν ποτέ απλά ένα πιόνι του βουλγαρικού κράτους. Από την αρχή, οι εκπρόσωποι του βουλγαρικού κράτους έβλεπαν με δυσπιστία αυτήν την ιδεολογικά μπερδεμένη οργάνωση με τις ριζοσπαστικές τάσεις, που είχε δημιουργηθεί από τα κάτω. Προτιμούσαν βέβαια την οργάνωση που είχαν ιδρύσει και έλεγχαν οι ίδιοι, το «Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο» (Βερχόβεν Κομιτέτ). Η ΕΜΕΟ όμως ήταν αυτή που ήταν πραγματικά γειωμένη μέσα στον ντόπιο μακεδονικό πληθυσμό, επομένως δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συνεργαστούν μαζί της, σε κάποιον βαθμό. Αντίστοιχη δυσπιστία άρχισε πάντως να εμφανίζεται και αντίστροφα, από την πλευρά της ΕΜΕΟ προς τη Βουλγαρία και το Ανώτατο Κομιτάτο και οι σχέσεις τους σύντομα έγιναν προβληματικές.

Η ΕΜΕΟ είχε από την αρχή μέσα της διαφορετικές ιδεολογικές τάσεις. Σύντομα φάνηκε ότι η συμβίωση τους δεν θα ήταν εύκολη. Από το Ίλιντεν και μετά, ήταν φανερό ότι υπήρχαν δύο κύριες ομάδες. Από τη μια, η σχετικά συντηρητική, η οποία υποστήριζε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο, με ισχυρή Κεντρική Επιτροπή, και ήταν πιο στενά προσκολλημένη στη Σόφια. Από την άλλη, μια πιο ριζοσπαστική πλευρά, η οποία επεδίωκε την αποκέντρωση και τη μεταφορά εξουσίας στις τοπικές επιτροπές, προβάλλοντας παράλληλα την ιδέα μιας πραγματικής μακεδονικής αυτονομίας, αντί μιας βουλγαρικής κηδεμονίας. Σε αυτήν την τάση δεν ήταν καθόλου αμελητέες και οι σοσιαλιστικές επιρροές.

Ο Δήμο Χατζηδήμωφ γεννήθηκε το 1875 στον σημερινό νομό Σερρών, στο χωριό Άνω Βροντού (Γκόρνο Μπρόντι). Σπούδασε και δούλεψε σαν δάσκαλος στη Βουλγαρία, όπου και έγινε μαρξιστής. Έγινε μέλος της ΕΜΕΟ, και εξελίχθηκε στον κύριο ιδεολόγο της αποκεντρωτικής φεντεραλιστικής της τάσης. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε σημαντικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας (Κ.Κ.Β.). Δολοφονήθηκε το 1924 από τους πρώην συντρόφους της (δεξιάς πλέον) ΕΜΕΟ.
Πηγή εικόνας

Το 1908, η εσωτερική σύγκρουση των δύο ομάδων είχε ήδη εξελιχθεί σε ανοιχτή και βίαιη ρήξη. Από τότε, ως «ΕΜΕΟ» θα αναφερόταν η συντηρητική τάση. Η αντίπαλη πλευρά έγινε γνωστή ως «ομάδα των Σερρών«, λόγω της προέλευσης πολλών μελών της – ή αλλιώς «φεντεραλιστική«. Το τελευταίο όνομα είναι αναφορά στον στόχο μιας «Ανατολικής Ομοσπονδίας» που θα συμπεριελάμβανε όλες τις βαλκανικές χώρες. Αυτή ήταν κατά τους φεντεραλιστές η μόνη δυνατή λύση για την περιοχή, ώστε να γλυτώσει από τους καταστροφικούς εθνικούς ανταγωνισμούς. Η ιδέα αυτή κάνει φανερές τις αριστερές επιρροές και θυμίζει τις προηγούμενες παρόμοιες ιδέες και στον ελληνικό χώρο.

Το 1908 οι φεντεραλιστές ίδρυσαν το Λαϊκό Ομοσπονδιακό Κόμμα, επιμένοντας στην ανάγκη συνεργασίας με τις άλλες εθνότητες της Μακεδονίας. Φάνηκαν πρόθυμοι ακόμα και να συνεργαστούν με τους Νεότουρκους, οι οποίοι εκείνη την εποχή ακόμα δεν είχαν κάνει σαφή την τουρκική εθνικιστική τους κατεύθυνση: και αυτή η ασάφεια στην ιδεολογική τους ταυτότητα έδινε ελπίδες σε όσους έλπιζαν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορούσε να μετατραπεί σε μια δημοκρατική αποκεντρωμένη ομοσπονδία. Αυτές οι ελπίδες δεν κράτησαν πολύ: στα τέλη του 1910, οι Νεότουρκοι απαγόρευσαν το κόμμα.

Ο Γιάνε Σαντάνσκι γεννήθηκε στην τότε οθωμανική «Μακεδονία του Πιρίν», δηλαδή στη σημερινή Βουλγαρία, το 1872. Λόγω της συμμετοχής του πατέρα του σε αντι-οθωμανική εξέγερση, η οικογένεια προσφυγοποιήθηκε στη Βουλγαρία. Το 1901 έγινε μέλος της ΕΜΕΟ και συμμετείχε στην εξέγερση του Ίλιντεν. Εξελίχθηκε σε ηγετική προσωπικότητα της αριστερής φεντεραλιστικής πτέρυγας και έγινε ένας από τους ιδρυτές του Λαϊκού Ομοσπονδιακού Κόμματος. Αν και το 1909 βοήθησε τους Νεότουρκους να καταπνίξουν το αντεπαναστατικό κίνημα του Σουλτάνου, στους Βαλκανικούς Πολέμους αυτός και οι οπαδοί του πολέμησαν στο πλευρό του βουλγαρικού στρατού. Το 1915 δολοφονήθηκε κατόπιν εντολών της ηγεσίας της ΕΜΕΟ. Στα επόμενα χρόνια, έγινε θρύλος για το αριστερό τμήμα του μακεδονικού κινήματος και τόσο οι Βούλγαροι όσο και οι Σλαβομακεδόνες διεκδικούν την παράδοσή του.
Πηγή εικόνας

Φεντεραλισμός εναντίον αυτονομισμού

Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου, η Μακεδονία βρέθηκε σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση: ήταν πλέον τριχοτομημένη σε ελληνικό, σερβικό και βουλγαρικό τμήμα. Για να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους, οι φεντεραλιστές είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο ένα, αλλά τρία κράτη. Το μόνο από αυτά που υποστήριζε θεωρητικά την ιδέα μιας μακεδονικής αυτονομίας, ήταν το βουλγαρικό – μια αυτονομία όμως υπό τον έλεγχο της Σόφιας, η οποία έλπιζε έτσι να καλύψει τις απώλειες που είχε ως μεγάλη ηττημένη των πολέμων.

Η Βουλγαρία ήταν και η χώρα στην οποία κατέφυγαν ως πρόσφυγες οι περισσότεροι από τους παλιούς ακτιβιστές της ΕΜΕΟ – εξάλλου, στη διάρκεια των πολέμων είχαν προτιμήσει να πολεμήσουν στο πλευρό της. Σε αυτούς ανήκαν πολλοί παλιοί φεντεραλιστές, οι οποίοι μαζί με άλλους προερχόμενους από την παλιά ΕΜΕΟ δημιούργησαν οργανώσεις όπως η Μακεδονική Φεντεραλιστική Προσφυγική Οργάνωση. Σε αυτές συμμετείχαν μεταξύ άλλων μαρξιστές, αναρχικοί και αριστεροί εθνικιστές.

Τι ζητούσαν όμως οι επανεμφανιζόμενοι φεντεραλιστές, σε μια εντελώς νέα κατάσταση; Από τη μια, στόχοι τους ήταν η επιστροφή των προσφύγων στις δύο «άλλες Μακεδονίες»*², δηλαδή την ελληνική και τη σερβική, καθώς και η αυτονόμηση και επανένωση της Μακεδονίας, με πλήρη διοικητική/θρησκευτική/πολιτική ισότητα των εθνοτήτων. Ως επίσημη γλώσσα της μέλλουσας «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» προτάθηκε μάλιστα η.. εσπεράντο, ενώ ως διοικητικό πρότυπο προτιμήθηκε η Ελβετία, με την καντονιακή της δομή. Από την άλλη, δεν ξέχασαν και το παλιό όνειρο μιας ευρύτερης Βαλκανικής Ομοσπονδίας, που θα οδηγούσε στην εξάλειψη των ανταγωνισμών ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη – και στην οποία θα εντασσόταν φυσικά η ενωμένη Μακεδονία.

Το κίνημα λειτουργούσε ως «ενδομακεδονική αντιπολίτευση» στην «παλιά» ΕΜΕΟ, η οποία εν τω μεταξύ είχε εξελιχθεί σε πραγματικό κράτος εν κράτει στη βουλγαρική Μακεδονία, ενώ ταυτόχρονα συντηρούσε αντάρτικη δράση στη σέρβικη Μακεδονία (λιγότερο στην ελληνική). Οι οπαδοί αυτής της ΕΜΕΟ, υπό την ηγεσία του Τοντόρ Αλεξαντρόφ, έμειναν γνωστοί ως «αυτονομιστές«.  Οι φεντεραλιστές όμως αμφισβητούσαν την ειλικρίνεια των αυτονομιστικών τους προθέσεων, θεωρώντας ότι η προσάρτηση σε μια Μεγάλη Βουλγαρία παρέμενε ο τελικός τους στόχος.

Σε αυτήν την ενδομακεδονική διαμάχη, βρέθηκε ένας μάλλον παράδοξος σύμμαχος για τους φεντεραλιστές: η βουλγαρική κυβέρνηση. Στην ηγεσία της Βουλγαρίας βρίσκονταν τώρα οι αγροτιστές του Σταμπολίσκι, ο οποίος ακολουθούσε μια φιλειρηνική πολιτική προσέγγισης με τους γείτονες και αντιμετώπιζε την ΕΜΕΟ, με τις τρομοκρατικές της ενέργειες, ως έναν επικίνδυνο εσωτερικό αντίπαλο. Οι φεντεραλιστές έμοιαζαν να είναι οι μόνοι που μπορούσαν να ανταγωνιστούν την ΕΜΕΟ εντός του μακεδονικού κινήματος – εξάλλου, ο στόχος μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας δεν ήταν μακριά από το πολιτικό όραμα του ίδιου του Σταμπολίσκι. Λίγο πριν δολοφονηθεί το 1921 ο ίδιος από την ΕΜΕΟ, ο Δημητρώφ, υπουργός του Σταμπολίσκι (ο οποίος θα είχε σε δύο χρόνια, το 1923, την ίδια μοίρα), προχώρησε στην ενίσχυση ενός μακεδονικού αντι-ΕΜΕΟ αντάρτικου, υπό την ηγεσία του Τόντορ Πάνιτσα και άλλων φεντεραλιστών.

Ο Τόντορ Πάνιτσα γεννήθηκε στο Οριάχοβο της βόρειας Βουλγαρίας. Το 1902 μπήκε στην ΕΜΕΟ και έγινε στενός συνεργάτης του Σαντάνσκι, αναλαμβάνοντας και τις δολοφονίες των εχθρών του εντός της οργάνωσης. Πολέμησε στο πλευρό του βουλγαρικού στρατού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο, εξελίχθηκε σε μια από τις κύριες μορφές του φεντεραλιστικού κινήματος και ανέλαβε τη δημιουργία παραστρατιωτικής ομάδας που ενεργούσε ως αντίβαρο στην «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ. Αυτή όμως τελικά κατάφερε να τον δολοφονήσει το 1925 στη Βιέννη, όπου είχε εν τω μεταξύ καταφύγει.
Πηγή εικόνας

Μια πρόσκαιρη προσέγγιση των φεντεραλιστών με την «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ του Αλεξαντρόφ το 1924, όχι μόνο απέτυχε, αλλά κατέληξε και σε εκκαθαρίσεις των φεντεραλιστών και των οπαδών της συμπόρευσης εντός της ΕΜΕΟ. Ότι απέμεινε από αυτούς, επανιδρύθηκε με το όνομα ΕΜΕΟ-Ενωμένη, ενώ η «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ κινήθηκε όλο και πιο δεξιά – έως και ακροδεξιά, θα μπορούσε να πει κάποιος (π.χ. συνεργασία με τον Μουσολίνι και τη φιλοφασιστική κροατική Ουστάσα). Αντίθετα, η ΕΜΕΟ-Ενωμένη βρέθηκε σύντομα υπό σοβιετική επιρροή, και συνεργάστηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας.

Η Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν) επηρεάστηκε με τη σειρά της από τις ιδέες των φεντεραλιστών και υιοθέτησε και αυτή το παλιό όραμα μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Η ιδέα όμως μιας πολυεθνικής Μακεδονίας, μιας «Ελβετίας των Βαλκανίων», με τους Σλάβους της περιοχής να είναι ως Βούλγαροι μια από αυτές τις εθνότητες, άρχισε να δίνει τη θέση της σε μια άλλη ιδέα: αυτή ενός εντελώς ξεχωριστού από Βούλγαρους και Σέρβους σλαβικού «μακεδονικού έθνους». Αυτή η θέση θα γινόταν πλέον και επίσημη της Κομιντέρν το 1934.

Στα επόμενα χρόνια, ο μεν στόχος της Βαλκανικής Ομοσπονδίας θα ξεθώριαζε και θα ξεχνιόταν με τον καιρό όλο και περισσότερο, η δε ιδέα της σλαβομακεδονικής εθνικής ιδιαιτερότητας το ακριβώς αντίθετο. Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, ένα νέο κρατίδιο θα ιδρυόταν στην έκταση της πρώην σερβικής Μακεδονίας, με όνομα σκέτο «Μακεδονία»: αυτό προοριζόταν ως έθνος-κράτος για τη «μακεδονική» εθνότητα. Αφού ήταν μέρος μιας σοσιαλιστικής γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, θα μπορούσε ίσως να πει κάποιος ότι υλοποιήθηκαν έτσι κατά ένα μέρος και τα παλιά οράματα των φεντεραλιστών. Από αυτήν την άποψη, δεν είναι περίεργο ότι στα πολιτικά του νέου κρατιδίου αναμίχθηκαν αρχικά πρόσωπα όπως ο Ντίμιταρ Βλαχώφ και ο Πάβελ Σάτεφ.

Ο Πάβελ Σάτεφ γεννήθηκε το 1882 στο Κράτοβο της σημερινής πΓΔΜ. Φοίτησε στη Βουλγαρική Σχολή της Θεσσαλονίκης, όπου ήρθε σε επαφή με αναρχικούς κύκλους και συμμετείχε στις γνωστές βομβιστικές επιθέσεις του 1903. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο, εξελίχθηκε σε σημαντική προσωπικότητα του φεντεραλιστικού κινήματος και της ΕΜΕΟ-ενωμένης. Στα επόμενα χρόνια όμως αποστασιοποιήθηκε από αυτήν, δημιουργώντας ξεχωριστή, πιο ξεκάθαρα φεντεραλιστική, οργάνωση στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από χρόνια φυλάκισης στη Βουλγαρία, το 1944 επέστρεψε στη σημερινή πΓΔΜ, αναλαμβάνοντας το πόστο του Κομισάριου Δικαιοσύνης στην νέα κομμουνιστική κυβέρνηση. Απομακρύνθηκε όμως μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν ως φιλοσοβιετικός και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Μοναστήρι, όπου πέθανε το 1951.
Πηγή εικόνας

Ο Ντίμιταρ Βλαχώφ γεννήθηκε το 1878 στο Κιλκίς. Το 1908 εκλέχθηκε στην οθωμανική Βουλή με το φεντεραλιστικό Λαϊκό Ομοσπονδιακό Κόμμα. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, εντάχθηκε στη διπλωματική υπηρεσία της Βουλγαρίας, ενώ το 1920 έγινε μέλος της «αυτονομιστικής» ΕΜΕΟ του Αλεξαντρόφ, εκπροσωπώντας την αριστερή της πτέρυγα και αναλαμβάνοντας τις διαπραγματεύσεις με την Κομιντέρν. Έμεινε πιστός στην τελευταία μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων και εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ-ενωμένη και το Κ.Κ.Β.: η «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ εξέδωσε τότε θανατική καταδίκη εναντίον του, χωρίς όμως να πετύχει τη δολοφονία του. Έγινε εμβληματική μορφή της σλαβομακεδονικής Αριστεράς και, με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, στέλεχος της κομμουνιστικής κυβέρνησης της γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όπου και πέθανε το 1952.
Πηγή εικόνας


Η ιστορία του κινήματος για μακεδονική αυτονομία/ανεξαρτησία μας δυσκολεύει κάπως να το κατανοήσουμε με σημερινούς όρους. Ήταν έκφραση ενός βουλγάρικου αλυτρωτισμού ή ενός ακόμα ανώριμου σλαβομακεδονικού εθνικισμού; Ή μήπως ενός ντόπιου πατριωτισμού που ήθελε να υπερβεί τις εθνοτικές διαχωριστικές γραμμές; Ή όντως μιας αριστερής σύνδεσης της ιδέας της ταξικής πάλης με πανβαλκανικούς στόχους; Μπορεί να ήταν όλα αυτά μαζί ή και κανένα ακριβώς.

Η φεντεραλιστική τάση είναι κατά τη γνώμη μου η πιο ενδιαφέρουσα όψη αυτού του κινήματος. Είναι λογικό να είναι κάποιος λίγο «δύσπιστος» απέναντι σε αυτήν: παρά τις προσπάθειες να τραβήξει άλλες εθνοτικές ομάδες, παρέμεινε κάτι σχεδόν αποκλειστικά σλαβικό – και τελικά, κατέληξε να στηρίζει μια εθνική ιδέα, όχι τόσο διαφορετική από τις υπόλοιπες βαλκανικές. Το να την δούμε όμως μόνο σαν μια πιο αριστερή παραλλαγή σλαβικού εθνικισμού, θα ήταν μάλλον άδικο. Όπως και να έχει, μάλλον δεν είναι τυχαίο, που οι ιδέες μιας πανβαλκανικής ομοσπονδίας (είτε από σλαβόφωνους φεντεραλιστές είτε από Εβραίους της Φεντερασιόν) βρήκαν την πιο δυναμική τους έκφραση στη Μακεδονία. Οι εθνικά ανάμικτες περιοχές δεν έχουν μόνο τη δύναμη να χωρίζουν, αλλά και να ενώνουν.


*¹ Προς αποφυγή (των πάντα εύκολων, όταν πρόκειται για το Μακεδονικό) παρεξηγήσεων: ο όρος «Μακεδόνες» δεν χρησιμοποιείται εδώ με την εθνοτική έννοια που του δίνουν σήμερα οι Σλαβομακεδόνες, αλλά με την καθαρά γεωγραφική έννοια όλων των κατοίκων της ευρύτερης Μακεδονίας, ανεξαρτήτως εθνότητας.

*² Οι Σλαβομακεδόνες αναφέρονται στα τρία τμήματα, στα οποία τριχοτομήθηκε η Μακεδονία, ως εξής: η (πρώην σέρβικη και νυν ανεξάρτητη) «Μακεδονία του Βαρδάρη», η (βουλγάρικη) «Μακεδονία του Πιρίν» και η (ελληνική) «Μακεδονία του Αιγαίου».


Πηγές

  • Βλασίδης, Βλάσης (1997): Η αυτονόμηση της Μακεδονίας – από τη θεωρία στην πράξη. Σε: Γούναρης Βασίλης, Μιχαηλίδης Ιάκωβος, Αγγελόπουλος Γιώργος: Ταυτότητες στην Μακεδονία, σ. 63-88.
  • Banac, Ivo (1984): The National Question in Yugoslavia: Origins, History, Politics.
  • Bechev, Dimitar (2009): Historical Dictionary of the Republic of Macedonia (Historical Dictionaries of Europe).
  • Mishkova, Diana M. (2009): We, the People: Politics of National Peculiarity in Southeastern Europe.
  • Rossos, Andrew (2008): Macedonia and the Macedonians: A History.
  • Roudometof, Victor (2002): Collective Memory, National Identity, and Ethnic Conflict: Greece, Bulgaria, and the Macedonian Question.

Αγροτες στην εξουσια 2: Ρουμανια, Κροατια, Ελλαδα

Κλασσικό

Θέμα του προηγούμενου άρθρου ήταν ο βουλγαρικός αγροτισμός, ο οποίος μοιάζει να ξεχωρίζει τόσο για την γρήγορη άνοδο του στην εξουσία όσο και για τον ριζοσπαστισμό του. Δεν ήταν όμως η μόνη εκδοχή αγροτικής ιδεολογίας που κατάφερε να παίξει σημαντικό ρόλο στα Βαλκάνια. Ας δούμε λίγο και κάποιες άλλες περιπτώσεις, την κάθε μια με τις ιδιαιτερότητές της.

Κροατία: ένα αγροτικό κόμμα για ένα αγροτικό έθνος

Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου και την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, γεννήθηκε πάνω στα συντρίμμια της μεταξύ άλλων και το Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων: η μετέπειτα Γιουγκοσλαβία. Οι Κροάτες ήταν απλά η δεύτερη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα του νέου κράτους. Ήταν όμως μια δική τους οργάνωση, που θα ξεχώριζε νωρίς στην πολιτική ζωή του βασιλείου: το Κροατικό Αγροτικό Κόμμα (HSS) των αδελφών Στιέπαν και Αντούν Ράντιτς.

Το κόμμα είχε ήδη ιδρυθεί στα χρόνια της Αυστροουγγαρίας. Κύριος σκοπός του ήταν να εξασφαλίσει τα «οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα» της κροατικής αγροτιάς, δηλαδή της συντριπτικής πλειοψηφίας του κροατικού λαού, με τελικό σκοπό τη δημιουργία ενός «αγροτικού κράτους». Αυτόν τον σκοπό συνέχιζε θεωρητικά να υπηρετεί και με τη νέα πολιτική κατάσταση. Ο εχθρός όμως ήταν τώρα η συγκεντρωτική κυβέρνηση στο Βελιγράδι. Το κόμμα συνδέθηκε επομένως στενά με το κροατικό αίτημα για αυτοδιάθεση (είτε στα πλαίσια μιας γιουγκοσλαβικής (συν-)ομοσπονδίας είτε εκτός αυτής) και βρέθηκε έτσι στην κορυφή ενός ολόκληρου εθνικού κινήματος.

Ο Στιέπαν Ράντιτς γεννήθηκε το 1871 στη Σλαβονία. Ήταν το ένατο από ένδεκα παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε και τα σοβαρά προβλήματα όρασης που αντιμετώπιζε, κατάφερε χάρη στον δυναμικό του χαρακτήρα να μορφωθεί και να γίνει ο ηγέτης ενός πραγματικού λαϊκού κινήματος. Το 1928 δολοφονήθηκε μέσα στη γιουγκοσλαβική Βουλή και έγινε έτσι μάρτυρας της κροατικής εθνικής ιδέας.
Πηγή εικόνας

Η προτεραιότητα του εθνικού αγώνα απαιτούσε φυσικά μια συνεννόηση και με τα κροατικά αστικά στρώματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ταξική ανάλυση ξεχάστηκε. Η ίδια η ιδέα ενός αγροτικού κόμματος βασιζόταν στην αντίθεση με τη «διεφθαρμένη» κροατική αστική ελίτ και διανόηση, η οποία περιφρονούσε την αγροτιά, δηλαδή (στα μάτια του Ράντιτς) τον λαό. Ο θεωρητικός του κόμματος Ρούντολφ Χέρτζεγκ έβλεπε την κυριαρχία της αγροτικής τάξης ως αυτήν που θα πετύχαινε να ενώσει το έθνος: χάρη στις «αξίες του αγρότη» και την ηθική τους ανωτερότητα, ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να πραγματοποιήσουν έναν τέτοιο στόχο χωρίς να καταπιέζουν άλλες τάξεις. Το κόμμα έδωσε εξάλλου μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση και στην προώθηση ενός «αγροτικού πολιτισμού».

Το Κ.Α.Κ. κατάφερε με εντυπωσιακή ταχύτητα και επιτυχία να γίνει ο κύριος εκπρόσωπος της κροατικής αγροτιάς και των Κροατών γενικά – και παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Από το 1939 μάλιστα, όταν παραχωρήθηκε αυτονομία στην Κροατία, ανέλαβε και την τοπική διακυβέρνηση. Ο διπολισμός της κροατικής κοινωνίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο, ανάμεσα στην φιλοφασιστική Ουστάσα και τους κομμουνιστές Παρτιζάνους, δεν του άφησε μεν πολλές δυνατότητες να επιβιώσει. Η παράδοσή του όμως παραμένει ένα κεντρικό συστατικό στη δημιουργία της σύγχρονης Κροατίας.

Ρουμανία: ποπορανισμός και Εθνικό Αγροτικό Κόμμα

Η Ρουμανία ήταν κι αυτή μια πλειοψηφικά αγροτική χώρα, όπου μάλιστα το αγροτικό ζήτημα ήταν ιδιαίτερα έντονο: αποτέλεσμα του ήταν και η μεγάλη αγροτική εξέγερση του 1907. Ήταν επόμενο ότι οι πολιτικές-ιδεολογικές συζητήσεις στις αρχές του 20ού αιώνα περιστρεφόντουσαν γύρω από την κατάσταση της αγροτιάς.

Ένα από τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, επηρεασμένο από τον ρωσικό λαϊκισμό, ήταν ο ποπορανισμός (ποπόρ: λαός στα ρουμάνικα). Οι ποπορανιστές αναζητούσαν τον εκσυγχρονισμό μέσα από την οικονομική και κοινωνική πρόοδο της αγροτιάς, διατηρώντας τον αγροτικό χαρακτήρα της χώρας. Βάση για αυτό θα ήταν η ενίσχυση της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας και η οργάνωση της στη βάση συνεταιρισμών. Από τέτοιες αναλύσεις δεν έλειπε και μια σημαντική δόση εθνικισμού: μιλάμε  εξάλλου για μια εποχή, όπου πολλοί Ρουμάνοι ζούσαν ακόμα κάτω από την αυστροουγγρική ή ρωσική κυριαρχία.

Από αυτήν την κατάσταση ξεπήδησαν μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου οργανώσεις που οραματίζονταν ένα «κράτος των αγροτών», έναν τρίτο δρόμο ανάμεσα στον αστικό καπιταλισμό και τον μπολσεβικισμό. Η πιο σημαντική απ’ αυτές, το Αγροτικό Κόμμα (PŢ), ενώθηκε το 1926 με το κυρίως τρανσυλβανικό Εθνικό Ρουμανικό Κόμμα (PNR). Κοινός εχθρός ήταν το πολιτικό κατεστημένο στο Βουκουρέστι. Έτσι γεννήθηκε το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα (PNŢ): το 1928 βγήκε πρώτο με μεγάλη διαφορά στις εκλογές.

Το έμβλημα του Εθνικού Αγροτικού Κόμματος. Πηγή εικόνας

Το κόμμα συμμετείχε σε διάφορες κυβερνήσεις του Μεσοπολέμου, η προέλευση του όμως ως συμμαχικό σχήμα έκανε αναγκαστικά και την ιδεολογία του λιγότερο ξεκάθαρη. Αν μια ιδεολογική τάση έμοιαζε να κυριαρχεί, αυτή ήταν τελικά μάλλον η εθνική – προς απογοήτευση των πιο ριζοσπαστών αριστερών αγροτιστών, κάποιοι από τους οποίους αποχώρησαν. Ως κυβερνητικό κόμμα δεν φαίνεται να πραγματοποίησε τελικά αρκετές μεταρρυθμίσεις προς όφελος των αγροτών. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι, σε αντίθεση με τους Βούλγαρους και τους Κροάτες «ομοϊδεάτες», η ηγεσία του ενιαίου κόμματος είχε περισσότερο αστική παρά αγροτική προέλευση.

Το κόμμα αποδυναμώθηκε τόσο από την άνοδο της ακροδεξιάς Σιδηράς Φρουράς, η οποία είχε απήχηση στους φτωχούς και νέους αγρότες, όσο και χάρη στην πίεση του παλατιού και των παλαιοκομματικών. Τελικά, το ΕΑΚ  μάλλον δεν κατάφερε να προσφέρει κάτι ουσιαστικά νέο στην πολιτική ζωή της Ρουμανίας: αντί για μια πραγματική πολιτική έκφραση των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, έγινε κι αυτό ένα κόμμα «από τα πάνω προς τα κάτω», μέρος του ίδιου αναποτελεσματικού συστήματος, το οποίο σκόπευε θεωρητικά να ανατρέψει.

Ελλάδα: από το Κιλελέρ στο ΕΑΜ

Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ αγροτικό κόμμα ανάλογο με αυτό της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας ή της Κροατίας, παρά το ότι κι εδώ οι αγρότες αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού και είχαν παρόμοια προβλήματα. Είναι αλήθεια πως δεν θα χρειαζόταν καν να αναφερθεί ως περίπτωση βαλκανικού αγροτισμού, αν δεν είχαμε ειδικό ενδιαφέρον για τη χώρα και δεν θέλαμε να κάνουμε τη σύγκριση.

Αγροτικό κίνημα υπήρχε φυσικά από την εποχή του Μαρίνου Αντύπα και της εξέγερσης του Κιλελέρ, δεν κατάφερε όμως ποτέ να βρει μια πετυχημένη αυτόνομη πολιτική έκφραση. Οι πιθανές εξηγήσεις που έχουν προταθεί γι’ αυτό (βλ. Σάρρας, Mouzelis) είναι πολλές. Ο Εθνικός Διχασμός παρέσυρε μεγάλο μέρος της αγροτιάς στον ανταγωνισμό μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών. Επίσης, η εικόνα της ελληνικής υπαίθρου ήταν πιο σύνθετη. Οι μεγάλες διαφορές στην κατάσταση της ιδιοκτησίας (βλέπε π.χ. τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας σε αντίθεση με την μικροϊδιοκτησία της Πελοποννήσου), στον προσανατολισμό της γεωργίας (στην Πελοπόννησο επικεντρώθηκε π.χ. από νωρίς στην παραγωγή σταφίδας για τη διεθνή αγορά, αντί στην αυτοσυντήρηση), αλλά και η διαφορετική προέλευση των αγροτών μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την εγκατάσταση προσφύγων στα χωριά: όλα αυτά μάλλον δεν διευκόλυναν το έργο των επίδοξων αγροτιστών πολιτικών.

Αγροτικά κόμματα πάντως άρχισαν να ιδρύονται στη δεκαετία του ’20, κυρίως με προέλευση από τον βενιζελικό χώρο. Πιο σημαντικό ήταν το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος.  Η μεγαλύτερη εκλογική επιτυχία του ήταν το 1932, όταν πήρε 6% των ψήφων και εξέλεξε 15 βουλευτές. Συνεργάστηκε σε διάφορες φάσεις με το ΚΚΕ και το 1941 ήταν ένα από τα τέσσερα κόμματα που ίδρυσαν μαζί το ΕΑΜ.

Ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος (1887-1951) ήταν ανάμεσα στα ιδρυτικά και πιο γνωστά στελέχη του ΑΚΕ. Αποχώρησε το 1942 διαφωνώντας με την ένταξη στο ΕΑΜ, αλλά το 1950 συνεργάστηκε με τη Δημοκρατική Παράταξη, τον εκλογικό συνασπισμό της Αριστεράς.
Πηγή εικόνας

Στη συνεργασία δεν έλειπε η εσωτερική κριτική και οδήγησε και σε διασπάσεις. Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία υπό τον Κώστα Γαβριηλίδη παρέμεινε πιστή σ’ αυτήν και το κόμμα ακολούθησε στα μεταπολεμικά χρόνια τη γενική πορεία της Ελληνικής Αριστεράς: απαγορεύτηκε, στελέχη του συμμετείχαν στον αγώνα του ΔΣΕ και εκτελέστηκαν, εξορίστηκαν ή διέφυγαν σε χώρες του ανατολικού μπλοκ, ενώ μετά τον εμφύλιο έπαιξαν ρόλο και στην ΕΔΑ. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός αγροτισμός τοποθετήθηκε καθαρά στον ευρύτερο αριστερό χώρο.

Αγροτισμός: μια βαλκανική ιδεολογία;

Ο αγροτισμός δεν είναι μια ενιαία ιδεολογία, εύκολη να ερμηνευθεί με τα σημερινά μας μέτρα. Δύσκολα μπορεί κάποιος να την κατατάξει στα κλασικά σχήματα Δεξιάς-Αριστεράς. Αναφερόταν μεν σε μια καταπιεσμένη τάξη, αρνήθηκε όμως τον δρόμο της βίαιης επανάστασης και στόχευε (τουλάχιστον ανά περίπτωση) στην εθνική ενότητα. Μπορούσε να συνδέεται με εθνικά κινήματα (ακόμα και να ταυτίζεται μαζί τους, όπως στην Κροατία), όπως και να θέλει να υπερβεί τα εθνο-κρατικά σύνορα (βλ. Βουλγαρία). Δεν έλειπαν οι αντισημιτικές τάσεις, ιδιαίτερα στη κροατική και ρουμανική περίπτωση – κάτι μάλλον αναμενόμενο, από τη στιγμή που οι Εβραίοι ήταν μια κοινότητα που κατοικούσε κυρίως στις πόλεις. Παρ’ όλα αυτά, τα αγροτικά κόμματα δεν έδειξαν πολλές αντιδημοκρατικές ή φιλοφασιστικές διαθέσεις, κάτι που για την εποχή στην οποία δρούσαν (την εποχή δηλαδή του Μουσολίνι και του Χίτλερ, όταν η μια μετά την άλλη βαλκανική χώρα μετατρεπόταν σε βασιλική δικτατορία, ενίοτε φιλική προς τον Άξονα) έχει τη σημασία του.

Όταν ο αγροτισμός εμφανίστηκε στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, προσπάθησε να παρουσιαστεί ως ο τρίτος δρόμος ανάμεσα στον αστικό καπιταλισμό και τον μαρξιστικό κομμουνισμό. Παρά τις διαφορές τους, κοινό ανάμεσα σ’ αυτά τα κόμματα ήταν ο στόχος να εκπροσωπήσουν τα αγροτικά στρώματα στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα, το οποίο μέχρι τότε ήταν ιδιοκτησία των αστικών ελίτ και απέκλειε την αγροτιά. Δεν αποδέχονταν την εκβιομηχάνιση κατά το δυτικό μοντέλο ως αναπόφευκτη εξέλιξη, αλλά πίστευαν ότι ο αγροτικός χαρακτήρας της οικονομίας των χωρών τους μπορούσε και έπρεπε να διατηρηθεί. Κοινή ήταν φυσικά (μάλλον αναπόφευκτα, όταν κάποιος προσπαθεί να εκπροσωπήσει μικροϊδιοκτήτες αγρότες) και η σημασία που δινόταν στην ατομική ιδιοκτησία, κάτι που δημιουργούσε αυτόματα μια απόσταση από τους κομμουνιστές. Από την άλλη, αυτά τα κόμματα προσπάθησαν να προωθήσουν και τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, αντιλαμβανόμενα πως μόνο έτσι ήταν δυνατόν να επιβιώσουν οι αγρότες στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Κοιτάζοντας σήμερα πίσω προς αυτήν την εποχή, δηλαδή το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, και συγκρίνοντας την με το παρόν, δεν μπορεί κάποιος παρά να κάνει μια απλή παρατήρηση. Τότε η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού των Βαλκανίων ήταν αγρότες. Σήμερα, είναι παντού μια μειοψηφία που συρρικνώνεται συνεχώς. Η ραγδαία αστικοποίηση είναι αναμφισβήτητα από τις πιο εντυπωσιακές αλλαγές που γνώρισαν οι βαλκανικές κοινωνίες στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Η παρακμή των αγροτικών κομμάτων μοιάζει επομένως φυσιολογική εξέλιξη – ακόμα κι αν δεν λάβει υπόψη κάποιος τις διώξεις εναντίον τους ή και τα δικά τους λάθη.

Την περίοδο της ανόδου τους μπορούμε όμως να τη δούμε και από μια άλλη άποψη. Δεν ήταν απλά μια εποχή όπου οι αγρότες ήταν πλειοψηφία – αυτό εξάλλου ίσχυε και στα προηγούμενα χρόνια. Ήταν η περίοδος όπου οι αγρότες βρέθηκαν αντιμέτωποι με την καπιταλιστική ανάπτυξη: κάπως έπρεπε να ανταποκριθούν σ’ αυτήν.

Πολλοί απ’ αυτούς τους αγρότες είχαν μόλις γίνει ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες, αφήνοντας οριστικά πίσω τους τα απομεινάρια της δουλοπαροικίας. Αυτό όμως καθόλου δεν σήμαινε ότι βελτιώθηκε ριζικά η ζωή τους και ότι λύθηκαν τα προβλήματα τους. Οι περισσότεροι ζούσαν ακόμα στη φτώχεια, χωρίς πρόσβαση στα αγαθά του σύγχρονου πολιτισμού όπως η μόρφωση ή η ιατρική περίθαλψη, ενώ έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης από τους τοκογλύφους και μεσάζοντες. Η εξασφάλιση ευνοϊκών δανείων, η εισαγωγή νέων γεωργικών τεχνικών, ο εκσυγχρονισμός των υποδομών και η πρόσβαση σε υπηρεσίες όπως η παιδεία και η υγεία, ήταν όλα ακόμα ζητούμενα στη βαλκανική ύπαιθρο – και αυτά καλούνταν να υλοποιήσουν τα αγροτικά κόμματα.

Κάποιοι θα δουν ίσως τέτοια κινήματα ως μια τελευταία προσπάθεια να σωθεί ένας αγροτικός κόσμος που πέθαινε, μια προσπάθεια χωρίς καμιά ρεαλιστική πιθανότητα επιτυχίας, η οποία είχε αναπόφευκτα την κατάληξη που είχε. Παρ’ όλα αυτά, ήταν σίγουρα από τις πρώτες προσπάθειες να οργανωθούν μαζικά λαϊκά κινήματα σε ταξική βάση. Οι αγρότες, δηλαδή η πλειοψηφία του λαού σε όλες τις βαλκανικές χώρες, έπαψαν να είναι μια παθητική μάζα και διεκδίκησαν τον ρόλο τους στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα – με ιδεολογίες προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα των Βαλκανίων. Όσο κι αν πολλές φορές το αγνοούμε, ο αγροτισμός έπαιξε κι αυτός έναν κρίσιμο ρόλο για να περάσουν τα Βαλκάνια στη Νεωτερικότητα.


Πηγές:

 

Κλεφτες, Χαιντουκοι και Ζειμπεκοι

Κλασσικό

Όλοι στο σχολείο έχουμε μάθει για τους κλέφτες και τους αρματωλούς, ως ήρωες της Επανάστασης. Από τότε μας έκανε εντύπωση η λέξη «κλέφτες» για να περιγράψει ήρωες, ενώ στη κανονική ζωή η λέξη αυτή περιγράφει κάτι αρνητικό. Υπάρχουν τελικά δύο είδη κλεφτών;

Οι κλέφτες στον ελλαδικό χώρο, οι χαϊντούκοι στο βορειότερο βαλκανικό, οι χαΐνηδες στην Κρήτη, ή ακόμα ίσως και οι ζεϊμπέκοι στη Δυτική Μικρά Ασία, είναι διάφορες τοπικές εκφράσεις ενός παρόμοιου πράγματος. Ο λαός γοητευόταν και γοητεύεται από τους παράνομους, ακόμα κι αν κάποτε έπεφτε θύμα της δράσης τους. Και όσο περισσότερο η κρατική εξουσία μοιάζει ξένη και εχθρική, τόσο πιο εύκολα αυτοί που την αψηφούν γίνονται ήρωες στα μάτια του κόσμου.

Κλέφτες, αρματολοί και κάποι

Η ληστεία ήταν κάτι διαδεδομένο στην οθωμανική επικράτεια. Λόγοι που ωθούσαν άντρες να βγαίνουν στην παρανομία υπήρχαν αρκετοί: αποφυγή της σκληρής φορολογίας, φυγοδικία, οικογενειακή/τοπική παράδοση ή βεντέτες. Και τα ψηλά βουνά με τις απότομες πλαγιές και χαράδρες και τα πυκνά δάση, κεντρικό στοιχείο της ελληνικής φυσικής γεωγραφίας, έμοιαζαν σαν να τους προσκαλούν.

Οι κλέφτες οργανώνονταν σε ομάδες, υπό την ηγεσία ενός καπετάνιου, και ζούσαν από τη ληστεία. Διοικώντας μια τέτοια αχανή επικράτεια, οι Οθωμανοί ήταν συχνά ανίκανοι να τους αντιμετωπίσουν. Γι’ αυτό προτιμούσαν να αναθέτουν αυτήν την αποστολή σε ντόπιες ένοπλες ομάδες, συχνά Χριστιανών, με τα έξοδα της συντήρησής τους να βαραίνουν τις τοπικές κοινότητες. Αυτοί ήταν οι αρματολοί, που έπαιζαν δηλαδή περίπου το ρόλο της αστυνομίας – αλλά με σημαντικό βαθμό αυτονομίας, ειδικά όσο η Αυτοκρατορία βυθιζόταν στην παρακμή. Μια τρίτη κατηγορία ενόπλων ήταν οι κάποι, που είχαν επίσης τοπικές αστυνομικές αρμοδιότητες αλλά και καθήκοντα σωματοφυλάκων π.χ. των προεστών. Κάπος ήταν για ένα διάστημα και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (στην οικογένεια Δεληγιάννη).

Τα όρια ανάμεσα στις τρεις κατηγορίες, κλέφτες, αρματολούς και κάπους, ήταν δυσδιάκριτα. Οι Οθωμανοί συχνά ανέθεταν τα αρματολίκια σε πρώην κλέφτες, που είχαν αποδείξει τις πολεμικές τους ικανότητες – εξουδετέρωναν έτσι και μια σημαντική απειλή, φέρνοντάς τους με το μέρος τους. Αν όμως οι αρματολοί δεν πετύχαιναν στη δουλειά τους, το αρματολίκι μπορούσε να τους αφαιρεθεί – πράγμα που συνήθως σήμαινε ότι έβγαιναν πάλι στην παρανομία και γίνονταν ξανά κλέφτες. Οι επιθέσεις των κλεφτών είχαν άρα εξελιχθεί και σε ένα μέσο πίεσης, το οποίο χρησιμοποιούσαν με τη φιλοδοξία να αναλάβουν αρματολίκια. Αυτό δείχνει και το γνωστό τετράστιχο:

Τούρκοι, για κάμετε καλά,

γιατί σας καίμε τα χωριά.

Γλίγωρα τ’ αρματωλίκι,

γιατ’ ερχόμασθε σαν λύκοι.

Η σχέση των Χριστιανών χωρικών με τους κλέφτες είναι ένα πολύπλοκο θέμα. Αν και κάποτε έπεφταν και αυτοί θύματα της δράσης τους, η εικόνα του κλέφτη ως αυτού που αψηφούσε την εξουσία της καταπιεστικής οθωμανικής (και όχι μόνο) άρχουσας τάξης, δεν έπαυε να ασκεί γοητεία. Αυτό εξηγεί και την ηρωοποίησή τους στα μάτια πολλών χωρικών, που συχνά οδηγούσε και στην έμπρακτη υποστήριξή τους. Αντίθετα, μέλη των ανώτερων χριστιανικών τάξεων (προεστοί, πλούσιοι γαιοκτήμονες) συχνά αναφέρονταν με σκληρές κατηγορίες ενάντια στους κλέφτες.

Το να φανταζόμαστε τους κλέφτες εξ’ ορισμού ως ήρωες εμπνευσμένους από ένα εθνικό όραμα είναι άρα μάλλον υπερβολικό. Παρ’ όλα αυτά, μιλάμε για μια κοινωνία που χαρακτηριζόταν από το διαχωρισμό σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, με το διαχωρισμό αυτό να έχει και ταξικά χαρακτηριστικά: οι Μουσουλμάνοι στη Νότια Ελλάδα ήταν συχνά εύποροι κάτοικοι των πόλεων, ενώ οι περισσότεροι Χριστιανοί ήταν φτωχοί αγρότες. Φυσιολογικά αυτές οι διαφορές έπαιζαν το ρόλο τους και στη σχέση με τους κλέφτες.

Ως το μέρος του χριστιανικού πληθυσμού που είχε όπλα, πολεμική πείρα και γενικά μια επαναστατική διάθεση απέναντι στην εξουσία, ήταν επόμενο ότι οι κλεφταρματολοί θα έπαιζαν κρίσιμο ρόλο σε μια αντι-οθωμανική εξέγερση. Εξάλλου εκείνη την εποχή, τα αρματολίκια είχαν αρχίσει να αφαιρούνται από Χριστιανούς και να παραδίδονται σε Μουσουλμάνους (κυρίως «Τουρκαλβανούς»). Ανεξάρτητα από τα κίνητρά τους (για τα οποία μάλλον δύσκολα μπορούμε να κάνουμε γενικεύσεις), πάρα πολλοί ήρωες της Επανάστασης προέρχονται από τις τάξεις των κλεφταρματολών-κάπων και είναι αμφίβολο αν αυτή θα μπορούσε να πετύχει χωρίς αυτούς: δικαίως άρα έγιναν και εθνικό σύμβολο.

Στις επόμενες δεκαετίες πάντως, όσοι από τους κλέφτες δεν εντάχθηκαν στους μηχανισμούς του νεοελληνικού κράτους, ξαναβγήκαν στα βουνά και γύρισαν στην παλιά τους τέχνη – έστω και με νέους εχθρούς, αφού οι Οθωμανοί δεν υπήρχαν πλέον. Ο Νταβέλης, ο Γιαγκούλας, ο Γκαντάρας είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που έγιναν (πάλι) λαϊκός θρύλος. Φαίνεται ότι και αυτοί είχαν σημαντική στήριξη και συμπάθειες στον αγροτικό πληθυσμό: σε κάποιες περιπτώσεις στη δεκαετία του ’20 ολόκληρα χωριά εξορίστηκαν, λόγω υποστήριξης προς τους ληστές. Αν και αυτές οι ομάδες είχαν ουσιαστικά εξοντωθεί μέχρι τη δεκαετία του 1930, με τη γερμανο-ιταλική κατοχή επανεμφανίστηκαν στα ελληνικά βουνά: πολλές απ’ αυτές εντάχθηκαν αργότερα στον ΕΛΑΣ και έγιναν πλέον κανονικοί αντάρτες.

Ο Θωμάς Γκαντάρας (δεύτερος από δεξιά) ήταν, μαζί με το Φώτη Γιαγκούλα (τον αυτοαποκαλούμενο και «βασιλιά των ορέων), ένας από τους τελευταίους μεγάλους λήσταρχους. Σκοτώθηκε το 1923 και το κεφάλι του κόπηκε και εκτέθηκε σε κοινή θέα (μια πρακτική που όπως ξέρουμε συνέχιζε να εφαρμόζεται για εχθρούς του κράτους μέχρι και δύο δεκαετίες αργότερα).
Πηγή εικόνας

Χαϊντούκοι

Ό,τι στην Ελλάδα ήταν οι κλεφταρματολοί, στις βορειότερες βαλκανικές περιοχές ήταν οι χαϊντούκοι. Αν και η λέξη έχει μάλλον τουρκική ή ουγγρική ρίζα, επικράτησε κυρίως στις σλαβόφωνες περιοχές, ιδιαίτερα στη Σερβία και τη Βουλγαρία – όπου οι χαϊντούκοι έχουν και τον ανάλογο ρόλο στην εθνική μυθολογία. Ο επικεφαλής μιας ομάδας χαϊντούκων (αποτελούμενης συνήθως από 10-15 άντρες) λεγόταν χαράμπασας. Οι παντούροι, που είχαν καθήκοντα τοπικής αστυνομίας, ήταν συχνά μετανοημένοι πρώην χαϊντούκοι – μια ένδειξη ίσως ότι κι εδώ τα όρια ήταν δυσδιάκριτα.

Οι λόγοι που ωθούσαν κάποιον να βγει στα βουνά και να γίνει χαϊντούκος ήταν παρόμοιοι με των κλεφτών: φυγοδικία, εκδίκηση (π.χ. εναντίον ενός συγκεκριμένου Μουσουλμάνου), αλλά και η αναζήτηση της ελευθερίας και της περιπέτειας. Σε όλα αυτά έπαιζε φυσικά ρόλο και η έλλειψη εμπιστοσύνης προς ένα κράτος, το οποίο αντιμετώπιζε τους μη Μουσουλμάνους ως υποδεέστερους.

Οι χαϊντούκοι στόχευαν φυσιολογικά κυρίως έμπορους και μεγαλογαιοκτήμονες. Βλέπουμε άρα όπως και στους κλέφτες ένα ταξικό χαρακτηριστικό, που συνέβαλε στην ηρωοποίησή τους από τον απλό λαό. Εξάλλου, από τη στιγμή που (επίσης όπως και οι κλέφτες) τον χειμώνα έβγαιναν εκτός δράσης και τον περνούσαν σε χωριά, έπρεπε να διατηρούν κάποιες καλές σχέσεις με τους χωρικούς. Αυτό φυσικά δεν σήμαινε ότι δεν υπέφεραν κατά καιρούς και απλοί χωρικοί από τη δράση των χαϊντούκων – συχνά όμως τους έβλεπαν σαν το μικρότερο κακό σε σχέση με τους Οθωμανούς, ή ως αυτούς που κάπως αποκαθιστούσαν την τιμή τους.

Θεωρούσαν επίσης τους εαυτούς τους καλούς Χριστιανούς και τηρούσαν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις – δεν θεωρούσαν τη ληστρική τους δραστηριότητα ως κάτι αντιφατικό μ’ αυτό. Αν και υπήρχαν και ομάδες Μουσουλμάνων ληστών (οι λεγόμενοι κρντζάλιε), ο όρος «χαϊντούκοι» ήταν συνδεδεμένος με τους Χριστιανούς – εξάλλου συνήθως και οι σημαίες τους είχαν πάνω το σταυρό.

Μια ιδιαιτερότητα στη Σερβία ήταν η θέση της στα όρια με την Αυτοκρατορία των Αψβούργων (την μετέπειτα Αυστροουγγαρία). Χαϊντούκοι χρησιμοποιούνταν ανάλογα με τις περιστάσεις κι από τις δύο γειτονικές αυτοκρατορίες, κάτι που τους έδωσε την ευκαιρία να εκπαιδευτούν με βάση τα πρότυπα ενός τακτικού στρατού. Απέκτησαν έτσι γνώσεις και εμπειρίες που πήγαιναν πέρα από τον κλεφτοπόλεμο. Σ’ αυτούς ανήκε και ο μετέπειτα μεγάλος εθνικός ήρωας των Σέρβων, ο Καρατζόρτζε Πέτροβιτς.

Άγαλμα του Καρα-Τζόρτζε Πέτροβιτς (γνωστού σε μας και ως Καραγιώργης Σερβίας) σε πλατεία του Βελιγραδίου. Αρχικά ήταν χαϊντούκος, εντάχθηκε έπειτα στην υπηρεσία των Αψβούργων εναντίον των Οθωμανών και στη συνέχεια ηγήθηκε της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης.

Ήταν αυτοί οι χαϊντούκοι που θα έπαιζαν κρίσιμο ρόλο στο ξέσπασμα της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης (1804-1813), το πρώτο σε μια σειρά από βήματα που θα έφερναν αρχικά την αυτονομία και μετά την ανεξαρτησία της Σερβίας. Όσοι όμως απ’ αυτούς δεν εντάχθηκαν στις δομές του νεοσύστατου κράτους και συνέχισαν τη ληστρική τους δραστηριότητα, γρήγορα έγιναν από εθνικοί ήρωες ο νούμερο ένα εχθρός.

Ιδιαίτερα στη νοτιοδυτική Σερβία, σε ορεινές περιοχές με πυκνά δάση, χαϊντούκοι συνέχισαν να είναι δραστήριοι σε όλο τον 19ο αιώνα. Οι λόγοι που τους ωθούσαν να βγαίνουν στην παρανομία δεν ήταν πολύ διαφορετικοί από πριν: φυγοδικία, βεντέτες, αντίδραση στην κρατική καταπίεση. Το σέρβικο κράτος, που δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη σε χαϊντούκους, θα τους πολεμούσε τώρα με σκληρότητα που δεν είχε να ζηλέψει πολλά απ’ αυτήν των Οθωμανών. Για να καταφέρει να τους εξαφανίσει, θα έπρεπε να περιμένει μέχρι τον επόμενο αιώνα.

Ζεϊμπέκοι και εφέδες

Βλέποντας το οθωμανικό παρελθόν από μια «εθνική» σκοπιά, περιμένουμε ίσως τέτοιες ομάδες όπως οι κλέφτες και οι χαϊντούκοι να είναι χριστιανικής καταγωγής. Η αλήθεια είναι μάλλον πως, αν και δεν έλειπαν και οι Μουσουλμάνοι ληστές ούτε στην Ελλάδα ούτε στη Σερβία, το συγκεκριμένο φαινόμενο συνδέεται κυρίως με Χριστιανούς. Ήταν αναμενόμενο, αφού αυτές οι περιοχές χαρακτηρίζονταν από έναν διαχωρισμό ανάμεσα σ’ ένα αστικό μουσουλμανικό πληθυσμό και έναν κυρίως αγροτικό χριστιανικό πληθυσμό – ένα σημαντικό μέρος του τελευταίου ήταν ορεινός, και είχε μια σχεδόν φυσική ροπή προς την αμφισβήτηση της κρατικής εξουσίας.

Τι γινόταν όμως σε περιοχές που η πλειοψηφία του ορεινού αγροτικού πληθυσμού ήταν μουσουλμανική; Ένα παράδειγμα ήταν οι (επίσης θρυλικοί) ζεϊμπέκοι στη Δυτική Μικρά Ασία – που έδωσαν το όνομά τους και στο γνωστό χορό. Ήταν ένοπλες ομάδες ατάκτων, κυρίως τουρκόφωνων Μουσουλμάνων, η κάθε μια υπό την ηγεσία ενός εφέ.

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για μια υποτιθέμενη φυλετική προέλευση των ζεϊμπέκων. Φαίνεται πάντως πως στους τελευταίους οθωμανικούς αιώνες ο όρος «ζεϊμπέκ» ήταν συνδεδεμένος μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που βασιζόταν στη ληστεία των πλουσίων και την απόρριψη της οθωμανικής εξουσίας. Φορούσαν ειδικά ρούχα, για να ξεχωρίζουν. Συχνά μας μεταφέρεται σήμερα η εικόνα «Ρομπέν των δασών», με τους ζεϊμπέκους να βοηθούν τους απλούς χωρικούς και να τους προστατεύουν από την κρατική αυθαιρεσία. Πρέπει φυσικά να είμαστε προσεκτικοί με τέτοιες αναφορές, αφού (όπως είδαμε και στις προηγούμενες περιπτώσεις) ο λαός έχει έτσι κι αλλιώς μια τάση να εξιδανικεύει αυτούς που αντιστέκονται σε μια άδικη κρατική εξουσία.

Ο Τσακιρτζαλί Μεχμέτ Εφέ (1872-1911), άλλως Τσακιτζής, βγήκε στην παρανομία για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του από Οθωμανό αξιωματικό, κατά μια εκδοχή, ή κυνηγημένος για λαθρεμπόριο καπνού κατά μια άλλη. Έγινε θρύλος για τη δράση του (με τραγούδια, βιβλία και ταινίες γι’ αυτόν), τόσο στους Τούρκους όσο και στους Έλληνες, έχοντας τη φήμη ότι απέδιδε δικαιοσύνη για τους απλούς χωρικούς. 
Πηγή εικόνας

Ενδιαφέρον είναι ότι τα υπολείμματά τους έπαιξαν ρόλο και στον «Πολέμο της Ανεξαρτησίας», συντασσόμενοι με τον κεμαλικό κίνημα και πολεμώντας τα ελληνικά στρατεύματα. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συνεισφορά τους στην περιοχή του Αϊδινίου, όπου φαίνεται ότι ανέλαβαν το κύριο βάρος του πολέμου, με ηγέτη τον μετέπειτα εθνικό ήρωα Γιορούκ Αλί Εφέ.

Στους δρόμους του Αϊδίνιου βλέπεις διάφορα τέτοια αγάλματα πολεμιστών του ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτοί ήταν συχνά ζεϊμπέκοι, που δρούσαν στην περιοχή  ήδη από τον 17ο αιώνα.

Στα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας, και αφού τέτοιες ομάδες είχαν πλέον εξαλειφθεί ή ενταχθεί στον κανονικό στρατό, η ζεϊμπέκικη κουλτούρα έγινε μάλλον ένα φολκλορικό στοιχείο. Πάντως ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα (χωρίς να μπορώ να κρίνω αν έχει πραγματική βάση) είναι μια αναφορά, που βρήκα σ’ ένα κείμενο για τη σημερινή στάση του τουρκικού πληθυσμού απέναντι στο στρατό: ο συγγραφέας θεωρεί πως αυτή είναι πιο αρνητική  στην περιοχή του Αιγαίου (σε σύγκριση π.χ. με τη Θράκη, την Προποντίδα, την Κεντρική Ανατολία) – ακριβώς λόγω της ζεϊμπέκικης παράδοσης δυσπιστίας απέναντι στην κρατική εξουσία.

Γενικές σκέψεις

Οι ομοιότητες αυτών των ομάδων στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία είναι φανερές. Δείχνουν ότι είναι ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να εξηγηθεί απλά με όρους εθνικής/θρησκευτικής αντιπαράθεσης (αν και αυτή έπαιξε το ρόλο της τοπικά ή χρονικά).

Είναι ένας τρόπος ζωής που συνδέεται άμεσα και με τη φυσική γεωγραφία της περιοχής μας, με τα ψηλά δύσβατα βουνά, που ευνοούν όποιον θέλει να ζήσει ελεύθερα χωρίς τους περιορισμούς μιας καταπιεστικής κρατικής εξουσίας. Δεν είναι απλά παρανομία, έχει και μια κάποιου είδους επαναστατική πολιτική διάσταση. Αυτή η διάσταση εξηγεί και τη συμπάθεια πολλών απλών ανθρώπων για τους ληστές, όποιο όνομα και να είχαν, και όποια να ήταν και η εκάστοτε εξουσία.

Όπως είδαμε, πολλά από τα σύγχρονα κράτη της περιοχής βασίστηκαν στις πολεμικές ικανότητες αυτών των ανθρώπων για να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, και τους αναγνωρίζουν μέχρι σήμερα ως εθνικούς ήρωες. Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι αυτά ακριβώς τα κράτη τελικά κατάφεραν να εξοντώσουν αυτόν τον τρόπο ζωής – σ’ αυτόν τον τομέα ήταν πιο αποφασισμένα και αποτελεσματικά από τους Οθωμανούς. Οι κλεφταρματολοί, οι χαϊντούκοι και οι ζεϊμπέκοι, βοηθώντας τα να δημιουργηθούν, συντέλεσαν οι ίδιοι στην εξαφάνισή τους ως κοινωνική ομάδα.


Πηγές

Γιουγκοσλαβικο Ισλαμ: θρησκεια και εθνος

Κλασσικό

Ονόματα όπως Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς ή Εμίρ Κουστουρίτσα μας είναι οικεία. Η ιδιαιτερότητά τους είναι ότι συνδυάζουν δύο διαφορετικές πολιτιστικές παραδόσεις: τη σλαβική, συνδεδεμένη με την Ανατολική Ευρώπη, και την ισλαμική, που κυριάρχησε στο χώρο της Νότιας Μεσογείου. Τα Βαλκάνια ήταν η περιοχή που αυτές οι δύο παραδόσεις συναντήθηκαν και αναμίχθηκαν, αφήνοντας μας κληρονομιά μεταξύ άλλων και τέτοια ονόματα. Και η Γιουγκοσλαβία ήταν η χώρα που με τα 2 εκατομμύρια Σλάβων Μουσουλμάνων συνδέθηκε περισσότερο με αυτήν την ιδιαίτερη ταυτότητα.

Τί σημαίνει όμως «Μουσουλμάνος», είναι μια ταυτότητα εθνοτική/εθνική ή απλά θρησκευτική; Μοιράζονται όλοι οι Σλάβοι Μουσουλμάνοι στις πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες την ίδια εθνοτική ταυτότητα; Δύσκολα μπορεί κάποιος να βρει ξεκάθαρες απαντήσεις.

Από τους Οθωμανούς στη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία

Για αιώνες ολόκληρη σχεδόν η βαλκανική χερσόνησος ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία η εθνοτική-γλωσσική ταυτότητα δεν μετρούσε και πολύ. Η μόνη ταυτότητα που είχε επίσημο στάτους ήταν η θρησκευτική, και μόνο με βάση αυτή διαχώριζαν τους υπηκόους τους οι Οθωμανοί. Έτσι είχε ουσιαστικά και εθνοτικό χαρακτήρα, και δεν είναι τυχαίο που μια τουρκική λέξη για το έθνος σήμερα είναι και «μιλλιέτ»: τα μιλλέτια ήταν οι επίσημα αναγνωρισμένες θρησκευτικές ομάδες, στις οποίες διαχωριζόταν ο πληθυσμός της Αυτοκρατορίας.

Αυτή η οθωμανική παράδοση επηρέασε βαθιά και τον τρόπο που οι βαλκανικοί λαοί αντιλαμβάνονταν την εθνική ταυτότητα, ακόμα και μετά την ανεξαρτησία τους. Το «Τούρκος» ήταν για τους Χριστιανούς περίπου συνώνυμο του Μουσουλμάνου: εξ’ ου και στα δικά μας οι όροι «Τουρκαλβανοί» ή «Τουρκοκρητικοί», για λαούς χωρίς γλωσσική σχέση με τους Τούρκους.

Στην ελληνική περίπτωση, η μοίρα των ελληνόφωνων Μουσουλμάνων ήταν ξεκάθαρη: θεωρήθηκαν Τούρκοι και είτε σκοτώθηκαν είτε διέφυγαν στην Τουρκία, ενώ και οι τελευταίοι εναπομείναντες εκδιώχθηκαν με την ανταλλαγή πληθυσμών. Στη σλαβική περίπτωση δεν έγινε όμως ακριβώς έτσι. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι έκαναν μεν, όπως και οι Έλληνες, τη χριστιανική θρησκεία κεντρική στην εθνική ταυτότητά τους. Οι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι αρχικά αντιμετωπίστηκαν και αυτοί ως Τούρκοι και γνώρισαν τις ανάλογες πιέσεις, με συνέπεια ένα μεγάλο ποσοστό τους να βρεθεί στην Τουρκία, όπου ζουν σήμερα οι απόγονοί τους. Δεν έγινε όμως επίσημη ανταλλαγή όπως στην Ελλάδα, και ένας μεγάλος αριθμός παρέμεινε ακόμα και μετά τον Α’ Παγκόσμιο.

Στον 20ό αιώνα εν τω μεταξύ άρχισαν να εκσυγχρονίζονται και οι αντιλήψεις περί έθνους με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα, όπου η γλώσσα ήταν το κεντρικό στοιχείο. Τόσο ο σέρβικος όσο και ο κροατικός εθνικισμός προσπάθησαν άρα να διεκδικήσουν τους ομόγλωσσους Μουσουλμάνους ως «δικούς τους». Κάποιοι έφτασαν μάλιστα στο σημείο να τους θεωρούν ως τους «καθαρότερους» Σέρβους ή Κροάτες αντίστοιχα.

Αυτό που δεν σκέφτηκαν, ήταν να τους θεωρήσουν ως ένα ξεχωριστό σλαβικό έθνος: ούτε Τούρκους, ούτε Κροάτες, ούτε Σέρβους. Το νέο κράτος που ιδρύθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο ονομάστηκε «Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων» (στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Γιουγκοσλαβία): άλλες εθνότητες υποτίθεται ότι δεν υπήρχαν.

Μετά το Β’ Παγκόσμιο, το κράτος μετατράπηκε στη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, υπό την ηγεσία του Τίτο. Η νέα σοσιαλιστική ιδεολογία άφησε και περισσότερο χώρο στην ιδέα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Για πρώτη μάλλον φορά, οι απόψεις των ίδιων των Γιουγκοσλάβων Μουσουλμάνων σχετικά με την εθνική τους ταυτότητα λήφθηκαν σοβαρά υπόψη. Αποτέλεσμα ήταν να αναγνωριστούν στη δεκαετία του ’60 οι «Μουσουλμάνοι» ως ξεχωριστή σλαβική εθνότητα (όχι απλά θρησκευτική ομάδα) – μια απ’ αυτές που συνιστούσαν το γιουγκοσλαβικό κράτος, που βασιζόταν στην αρχή «αδελφοσύνη και ενότητα».

Επί διακυβέρνησης του Γιόζιπ Μπροζ Τίτο αναγνωρίστηκαν οι Μουσουλμάνοι ως ξεχωριστή εθνότητα. Οι Βοσνιακοί του έχουν μάλλον και σήμερα μεγαλύτερη εκτίμηση παρά οι Σέρβοι και οι Κροάτες: ένας κεντρικός δρόμος στο Σαράγεβο ακόμα ονομάζεται «Στρατάρχη Τίτο».
Πηγή εικόνας

Σε αντίθεση με τους Σέρβους, τους Κροάτες, τους Σλοβένους και τους Σλαβομακεδόνες, οι Μουσουλμάνοι δεν αποτελούσαν καθαρή πλειοψηφία σε μια μεγάλη ενιαία έκταση, ικανή να αποτελέσει ξεχωριστό έθνος-κράτος. Καθυστέρησαν να αναπτύξουν έναν επιθετικό εθνικισμό και έμειναν σχετικά πιο πιστοί στην ιδέα της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας απ΄ ότι οι άλλοι. Οι δραματικές εξελίξεις όμως στο τέλος του αιώνα, η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, οι πόλεμοι και οι εθνοκαθάρσεις, τους έβαλαν και αυτούς μπροστά από δύσκολες επιλογές. Με τα λόγια ενός κάτοικου του Σαράγεβο:

«Πρώτα, ήμουν Γιουγκοσλάβος. Μετά ήμουν Βόσνιος. Τώρα, γίνομαι Μουσουλμάνος. Ούτε καν πιστεύω στο Θεό. Αλλά μετά από διακόσιες χιλιάδες νεκρούς, τί περιμένεις να κάνω; Ο καθένας πρέπει να έχει μια χώρα στην οποία μπορεί να ανήκει.»

Βοσνιακότητα εναντίον μουσουλμανικότητας

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ήταν το μόνο από τα ομοσπονδιακά κρατίδια της Γιουγκοσλαβίας, στο οποίο οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν τη σχετική έστω πλειοψηφία (44% το 1991). Στο κρίσιμο διάστημα 1878-1918 είχε βρεθεί υπό τη διοίκηση της Αυστροουγγαρίας των Αψβούργων, οι οποίοι προσπάθησαν να καλλιεργήσουν μια ιδιαίτερη βοσνιακή εθνική ταυτότητα, για να αμυνθούν ενάντια στις σερβικές διεκδικήσεις στη Βοσνία. Η ιδέα της «βοσνιακότητας» βρήκε απήχηση μάλλον κυρίως σε Βόσνιους μουσουλμανικής καταγωγής, που υποστήριζαν την εκκοσμίκευση και τον προσανατολισμό προς το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό – όπως ο Μεχμέτ Μπέης Καπετάνοβιτς Λιούμπουσακ, που εξέδιδε και την εφημερίδα «Βοσνιακός».

Ο χάρτης των Βαλκανίων όπως σχηματίστηκε μετά τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη τέθηκε υπό αυστροουγγρική διοίκηση, ενώ μια περιοχή ανάμεσα στη Σερβία και το Μαυροβούνιο παρέμεινε οθωμανική: το σημερινό Σαντζάκι.
Πηγή: Robert J. Donia, John Van Antwerp Fine, John V. A. Fine Jr.(1994): Bosnia and Hercegovina: A Tradition Betrayed.

Ήταν άρα επόμενο που η μουσουλμανική-σλαβική ταυτότητα συνδέθηκε με τη βοσνιακή. Όταν στη Γιουγκοσλαβία του ’60 αναγνωρίστηκε η «μουσουλμανική» εθνότητα, πολλοί Βόσνιοι Μουσουλμάνοι δεν ήταν απόλυτα ευχαριστημένοι. Πράγματι, ο όρος «Μουσουλμάνοι» είναι κάπως παράδοξος, όταν πολλοί απ’ αυτούς δεν ήταν θρήσκοι, μπορεί μάλιστα να ήταν και άθεοι κομμουνιστές. Όταν οι υπόλοιπες γιουγκοσλαβικές εθνότητες είχαν μια καθαρά εθνική ταυτότητα και γεωγραφική αναφορά, οι «Μουσουλμάνοι» έπρεπε να αρκεστούν σ’ ένα τίτλο που παρέπεμπε περισσότερο σε θρησκευτική ομάδα. Για να ξεχωρίσουν ανάμεσα στα δύο, έγραφαν Μουσουλμάνοι με κεφαλαίο Μ, όταν αναφέρονταν στην εθνότητα, και με μικρό μ, όταν επρόκειτο για τη θρησκεία – μια μάλλον όχι ιδιαίτερα ικανοποιητική λύση.

Από τότε τα χρόνια πέρασαν και πολλά πράγματα άλλαξαν. Η Γιουγκοσλαβία κατέρρευσε και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη έγινε ανεξάρτητο ομοσπονδιακό κράτος. Η ιδέα της ενιαίας γιουγκοσλαβικής ταυτότητας υποχώρησε και οι Βόσνιοι μουσουλμανικής καταγωγής βρέθηκαν πλέον αναγκασμένοι να ξεκαθαρίσουν το θέμα της εθνικής τους ταυτότητας.

Χάρτης της σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Από το 1993, επικράτησε τελικά το όνομα Βοσνιακοί αντί Μουσουλμάνοι ως επίσημο εθνικό. Σημασία έχει η χρήση του όρου «Βοσνιακός» (Bosnjak) και σε αντίθεση με το «Βόσνιος» (Bosanac): ενώ ο πρώτος περιγράφει συγκεκριμένα την εθνοτική ομάδα με μουσουλμανικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά (χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι όλα τα μέλη της θρήσκοι Μουσουλμάνοι), ο δεύτερος είναι καθαρά γεωγραφικός. Αναφέρεται σε όλους τους κάτοικους της Βοσνίας, δηλαδή και τους Κροάτες και τους Σερβοβόσνιους.

Παρά τον ιδιαίτερο ρόλο που παίζει το Ισλάμ στο βοσνιακό εθνικισμό ως στοιχείο που τους διαφοροποιεί από Σέρβους και Κροάτες, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι ο αυτός είναι μία κατά βάση κοσμική ιδεολογία. Και η βοσνιακή κοινωνία παραμένει γενικά κοσμική και όχι ιδιαίτερα θρήσκα, παρά την όποια θρησκευτική αναγέννηση των τελευταίων δεκαετιών.

Ονομάζοντας τους εαυτούς τους «Βοσνιακούς», οι Μουσουλμάνοι ελπίζουν ότι πέτυχαν αυτό που ήδη είχαν καταφέρει οι Σέρβοι και οι Κροάτες: να θεωρηθούν πραγματικό ξεχωριστό έθνος, ακόμα και ανεξάρτητα από την θρησκεία. Και όπως οι Κροάτες, οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι, ανακήρυξαν και αυτοί τη διάλεκτο τους ως ξεχωριστή γλώσσα (βοσνιακά) – αν και πρακτικά μάλλον λίγες διαφορές έχει από τα πρώην ενιαία σερβοκροατικά.

Ως συνήθως όμως στην περιοχή μας, τέτοια προβλήματα ταυτότητας δεν λύνονται έτσι εύκολα. Σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι υπάρχουν και εκτός Βοσνίας: ανήκουν και αυτοί στη βοσνιακή εθνότητα;

Χάρτης των εθνοτήτων με βάση την απογραφή του 1981. Οι περιοχές με σλαβική-μουσουλμανική πλειοψηφία απεικονίζονται με πράσινο (Πηγή: http://www.historyplace.com)

Ένα σαντζάκι στον 21ο αιώνα

«Σαντζάκι» ήταν ο τίτλος οθωμανικής διοικητικής υποδιαίρεσης. Με το τέλος της Αυτοκρατορίας, εξαφανίστηκαν και τα πολλά σαντζάκια που τη συναποτελούσαν. Εκτός από ένα: το σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, η σημερινή συνοριακή περιοχή Σερβίας- Μαυροβουνίου. Εκεί το όνομα διατηρήθηκε – σε συντομία αποκαλείται σήμερα απλά Σαντζάκι και οι κάτοικοι του Σαντζακλήδες (Sandžaklije).

Αυτή δεν είναι η μόνη ιδιαιτερότητα της περιοχής. Είναι επίσης το μοναδικό τμήμα της Σερβίας που ο πληθυσμός είναι κατά πλειοψηφία μουσουλμανικός (το μαυροβουνιακό τμήμα του Σαντζακίου έχει μικρή χριστιανική πλειοψηφία). Πολλοί Βοσνιακοί θεωρούν τους Σαντζακλήδες ως μέρος του έθνους τους, και οι υπερεθνικιστές ελπίζουν μάλιστα σε μια ένωση των δύο περιοχών, Βοσνίας και Σαντζακίου. Όπως και να έχει, για το βοσνιακό εθνικισμό το Σαντζάκι έχει μάλλον σημασία και ως αντίβαρο για τις πιο επικίνδυνες σερβικές διεκδικήσεις στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.

Ο Σαντζακλής μουφτής Μουαμέρ Ζουκόρλιτς εκλέχθηκε το 2010 ως ηγέτης του Εθνικού Συμβουλίου των Βοσνιακών στη Σερβία, κάτι που το Βελιγράδι μάλλον δεν είδε θετικά, λόγω των αυτονομιστικών του τάσεων. Αμφιλεγόμενος είναι όμως και ανάμεσα στους Σαντζακλήδες, μεταξύ άλλων γιατί κάποιοι πιστεύουν ότι ο συνδυασμός θρησκευτικής και πολιτικής ιδιότητας δεν συνάδει με την κοσμικότητα της κοινότητάς τους.
Πηγή εικόνας

Το πώς η μπερδεμένη αυτή κατάσταση μπορεί να αγγίξει τα όρια του παραλογισμού, φαίνεται στο θέμα της γλώσσας. Οι κάτοικοι του Σαντζακίου μιλούσαν πάντα την ίδια τοπική σερβοκροατική διάλεκτο, ανεξαρτήτως θρησκείας. Με τη διάσπαση των γλωσσών όμως, μουσουλμανικές οργανώσεις του Σαντζακίου προσπάθησαν και εν  μέρει πέτυχαν να καθιερώσουν τα βοσνιακά ως «επίσημη» γλώσσα των Μουσουλμάνων – δηλαδή μια «γλώσσα» που βασίζεται στη διάλεκτο του Σαράγεβο και που στο Σαντζάκι στην πράξη δεν μιλάει κανείς, ούτε οι Χριστιανοί ούτε οι Μουσουλμάνοι. Αυτό ήδη προκαλεί προβλήματα και αντιδράσεις από τους Σέρβους του Σαντζακίου π.χ. στο θέμα της σχολικής διδασκαλίας, που (ακόμα) είναι κοινή.

Ποιά είναι η άποψη όμως του ίδιου του λαού για όλα αυτά; Στην τελευταία απογραφή του 2011 στη Σερβία, 145.278 δήλωσαν ως εθνότητα τη βοσνιακή. Υπάρχουν όμως και 22.301 που επιμένουν να δηλώνουν ως εθνότητα «Μουσουλμάνος», όπως στην εποχή της Γιουγκοσλαβίας. Στο γειτονικό Μαυροβούνιο, οι Σαντζακλήδες Μουσουλμάνοι τείνουν μεν και αυτοί προς τη βοσνιακή ταυτότητα, όχι όμως και οι Μουσουλμάνοι στο δυτικό τμήμα της χώρας. Υπάρχουν κιόλας δύο οργανώσεις που εκφράζουν αυτήν την αντιπαράθεση: η Μάτιτσα Μουσλιμάνσκα και η Μάτιτσα Μποσνιάκα. Συμπερασματικά, ενώ η βοσνιακή εθνική ιδέα φαίνεται να έχει όντως μεγάλη πέραση, δεν λείπει και η αντίδραση και τα πράγματα είναι ακόμα ρευστά.

Πομάκοι, Τορμπές και Γκοράνοι

Τόσο οι Βόσνιοι όσο και οι Σαντζακλήδες μιλούν παραλλαγές της πρώην ενιαίας σερβοκροατικής γλώσσας. Δεν είναι όμως οι μόνοι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι των Βαλκανίων: υπάρχουν και αυτοί που μιλούν διαλέκτους πιο συγγενικές στα βουλγάρικα. Μεγαλύτερη ομάδα είναι οι γνωστοί μας Πομάκοι, που κατοικούν στα βουνά της Ροδόπης, στην ελληνική και τη βουλγαρική μεριά.

Εκτός της Βουλγαρίας και της Ελλάδας όμως, υπάρχουν και στην πρώην Γιουγκοσλαβία τέτοιες γλωσσικές ομάδες. Αν και πολλοί τους θεωρούν Πομάκους, είναι αμφίβολο αν βλέπουν κι οι ίδιοι τους εαυτούς τους έτσι. Οι Τορμπές στην πΓΔΜ μιλούν, όπως και οι Ορθόδοξοι συμπατριώτες τους, σλαβομακεδόνικα. Η γλώσσα θεωρείται πολύ συγγενική στα βουλγάρικα, πολλοί Βούλγαροι μάλιστα τη θεωρούν δική τους διάλεκτο, κάτι που οι ίδιοι οι Σλαβομακεδόνες όμως απορρίπτουν κατηγορηματικά.

Οι Τορμπές υπολογίζονται στις 60-70.000 – μόλις όμως περίπου 15.000 δηλώνουν σήμερα επίσημα ότι είναι Μακεδόνες-Μουσουλμάνοι (επί σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, έφτασαν τις 40.000). Άλλοι προτιμούν να θεωρούνται Τούρκοι ή Αλβανοί. Μπορεί ακόμα και τρία αδέλφια να δηλώνουν ο ένας Τούρκος, ο άλλος Μακεδόνας Μουσουλμάνος και ο τρίτος Αλβανός! Οι Τορμπές διεκδικούνται επίσης όχι μόνο από το σλαβομακεδονικό και τον τουρκικό ή αλβανικό εθνικισμό ως «δικοί τους», αλλά και το βουλγάρικο (ως Πομάκοι) – ακόμα και τον ελληνικό (!), βάσει της θεωρίας περί θρακικής καταγωγής των Πομάκων.

Παρά την επιμονή των Σλαβομακεδόνων ότι οι Τορμπές είναι μέρος του έθνους τους, αυτό υπονομεύεται από τους ίδιους, όταν συνδέουν την εθνική τους ταυτότητα με την Ορθοδοξία και αντιμετωπίζουν τους Τορμπές με δυσπιστία, ως πιθανούς σύμμαχους των Αλβανών ή των Τούρκων. Την ανάλογη αντιφατική στάση τη γνωρίζουμε φυσικά κι από τους Έλληνες, τους Βούλγαρους και τους Σέρβους στη σχέση με τις μουσουλμανικές τους μειονότητες.

Οι Γκοράνοι είναι μια ακόμα ξεχωριστή ομάδα που κατοικεί στο συνοριακό τρίγωνο Κοσσυφοπεδίου-Αλβανίας-πΓΔΜ. Είναι Μουσουλμάνοι και μιλούν μια νοτιοσλαβική διάλεκτο, σε αντίθεση με τον αλβανόφωνο περίγυρό τους. Από κάποιους αυτή η διάλεκτος θεωρείται μεταβατική ανάμεσα στα σλαβομακεδόνικα/βουλγάρικα και τα σερβοκροατικά. Το όνομα τους προέρχεται από τη σλαβική λέξη «Γκόρα», δηλαδή βουνό – όπως ονομάζεται και η περιοχή τους.

Τα έξι αστέρια στη σημαία του Κοσσυφοπεδίου συμβολίζουν τις εθνότητες που συναποτελούν τη χώρα: μια απ’ αυτές και οι Γκοράνοι.
By Cradel (current version), earlier version by Ningyou – Originally from Image:Flag of Kosovo.png., CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=3520312

Η περίπτωση των Γκοράνων του Κοσσυφοπεδίου είναι ιδιαίτερη, λόγω της ταραγμένης πρόσφατης Ιστορίας της χώρας. Αν και Μουσουλμάνοι, δεν φαίνονται να ταυτίζονται με τους ομόθρησκους τους Αλβανούς, ούτε καν με τους επίσης σλαβόφωνους Βοσνιακούς, ενώ φαίνεται να δείχνουν περισσότερη εμπιστοσύνη στους σέρβικους θεσμούς, στους οποίους τείνουν να καταφεύγουν για ιατρική περίθαλψη, παιδεία κ.λπ. Από κάποιους Αλβανούς εκλαμβάνονται ως συνεργάτες των Σέρβων, γι’ αυτό έχουν γίνει και στόχος επιθέσεων. Όπως και να’ χει, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μετά πολλοί έφυγαν από το Κόσοβο: σήμερα απομένουν μόνο περίπου 11000 στη χώρα. Η περίπτωση τους δείχνει ότι ούτε η κοινή θρησκεία (με τους Αλβανούς) είναι αρκετή για να αποφευχθούν εθνικές τριβές.

Η επιμονή των Τορμπές και των Γκοράνων στη διαφορετικότητά τους, δείχνει ότι τα πράγματα είναι ακόμα πιο πολύπλοκα απ’ ότι θα περιμέναμε. Επί ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, τουλάχιστον οι Γκοράνοι κατηγοριοποιούνταν εθνοτικά ως «Μουσουλμάνοι», μαζί με τους Βόσνιους και τους Σαντζακλήδες. Τέτοιες μικρές πληθυσμιακές ομάδες όμως μπορεί να έχουν μια εντελώς ξεχωριστή ταυτότητα. Και να προσπαθούν να τη διατηρήσουν, παρά τις δυσκολίες της κατάστασης που βρίσκονται, ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά διαφορετικών εθνικισμών.


Όπως και με τους Αλβανούς και τους Τούρκους, ο εθνικισμός έφτασε στους Σλάβους Μουσουλμάνους καθυστερημένα, σε σχέση με τους χριστιανικούς λαούς των Βαλκανίων. Αυτό ήταν αναμενόμενο, αφού ήταν εκ των πραγμάτων πιο συνδεδεμένοι με το οθωμανικό καθεστώς, και η ρήξη μαζί του ήταν πιο δύσκολη. Στη γιουγκοσλαβική περίπτωση όμως, το ιδιαίτερο κοσμικό περιβάλλον της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, που ήταν για τη μουσουλμανική κοινότητα αρκετά ικανοποιητικό, καθυστέρησε μια πραγματική εθνογένεση ακόμα περισσότερο.

Στην ουσία, μόλις τώρα με την (ιδιαίτερα βίαιη) μετάβαση στη νέα τάξη αναγκάστηκαν και οι Γιουγκοσλάβοι Μουσουλμάνοι να ολοκληρώσουν την εθνογένεσή τους – αλλού αυτό προχώρησε ήδη αρκετά (Βοσνία) κι αλλού λιγότερο (Γκοράνοι, Τορμπές). Βλέπουμε έτσι ζωντανά πώς εξελίσσεται μια τέτοια διαδικασία, που έγινε παλιότερα και στα άλλα βαλκανικά έθνη, μεταξύ αυτών και στους Έλληνες.

Αυτή είναι μια ακόμα ένδειξη ότι τα σύγχρονα έθνη δεν είναι ιστορικές σταθερές, αλλά ένα νέο φαινόμενο, με τα όρια μεταξύ τους να έχουν αποφασιστεί – και να μεταβάλλονται ακόμα – ανάλογα με τις συγκυρίες. Ούτε η κοινή γλώσσα ούτε η θρησκεία ή γεωγραφία φτάνουν για να οριστεί αντικειμενικά ένα έθνος. Οι διαφορετικές εθνικές επιλογές των Σλάβων Μουσουλμάνων, αλλά και οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους γίνεται αντιληπτή η εθνική τους ταυτότητα απ’ έξω, το αποδεικνύουν αυτό. Εδώ ταιριάζει και η ακόλουθη ιστορία από το Σαντζακλή ιστορικό και συγγραφέα Ζούβντια Χότζιτς από το Γκουσίνιε (πόλη στο Μαυροβούνιο, με ανάμικτο αλβανικό και σλαβικό-μουσουλμανικό πληθυσμό):

«Ήρθα στην Κωνσταντινούπολη και ο κόσμος με ρωτούσε: «Ποιός είσαι;». Είπα «Τούρκος», αλλά κούνησαν το κεφάλι τους: «Ε, δεν είσαι. Είσαι Αρναούτης (=Αλβανός)». Άρα ήρθα στο Σκαντάρ ως Αλβανός, παρ’ όλα αυτά, μου είπαν ότι είμαι Βοσνιακός. Επομένως πήγα στο Σαράγεβο ως Βοσνιακός και ο κόσμος γύρω μου ρωτούσε από πού ήμουνα. Απάντησα: «Βοσνιακός». Με πήραν για τρελό και μου είπαν ότι είμαι Μαυροβούνιος με μουσουλμανική θρησκεία. Τότε στην Ποντγκόριτσα ένας τύπος μου είπε ότι δεν είμαι τίποτα άλλο από Τούρκος. Ε λοιπόν, δεν μπορεί κάποιος να το καταλάβει αυτό. Ποιός είμαι και τί είμαι; Κανένας.«


Πηγές:

Οι βαλκανικες εξεγερσεις που αγνοησαμε

Κλασσικό

Η αραβική άνοιξη του 2011 έφερε ένα κύμα εξεγέρσεων που, ξεκινώντας απ’ την Τυνησία και την Αίγυπτο, εξαπλώθηκε σιγά-σιγά σε όλον τον κόσμο. Πρώτα έφτασε στην Ισπανία, για να περάσει μετά (μεταξύ άλλων) και στη Ρωσία, τις ΗΠΑ και τη Βραζιλία. Στην περιοχή των Βαλκανίων, ξέρουμε φυσικά την ελληνική εκδοχή αυτού του φαινομένου (τους λεγόμενους «Αγανακτισμένους»), αλλά πολύ γνωστό έγινε και το κίνημα του πάρκου Γκεζί στη γειτονική Τουρκία.

Παραδόξως, κάποια κινήματα σε άλλες γειτονικές χώρες πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα. Κι όμως, αυτές οι εξεγέρσεις είχαν σαν αφετηρία αρκετά κοινά με μας προβλήματα – και πιθανόν να αποδειχτεί ότι είχαν και μια ιδιαίτερη ιστορική σημασία.

Η βουλγάρικη εξέγερση (2013)

Tον περσινό Φλεβάρη πολλά βουλγαρικά νοικοκυριά διαπίστωσαν ότι το ποσό στους λογαριασμούς ρεύματος είχε διπλασιαστεί σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα. Στην πιο φτωχή χώρα της Ε.Ε., όπου ο κατώτατος μισθός είναι περίπου 175 Ευρώ, αυτό ήταν μάλλον η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ας σημειωθεί ότι ο τομέας του ηλεκτρισμού είχε ιδιωτικοποιηθεί πριν από περίπου μια δεκαετία και κυριαρχείται σήμερα από ξένες πολυεθνικές.

Eξοργισμένοι πολίτες κατέβηκαν σε διαδηλώσεις κι έκαψαν δημόσια τους λογαριασμούς ρεύματος. Σύντομα το κίνημα εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα. Οι διαδηλωτές απαιτούσαν όχι μόνο τη μείωση της τιμής του ρεύματος, αλλά και την παραίτηση της (τότε κεντροδεξιάς) κυβέρνησης. Με αφορμή δηλαδή την αύξηση των λογαριασμών γεννήθηκε ένα ευρύ αντικυβερνητικό κίνημα, στα πλαίσια του οποίου είδαμε και περιστατικά αυτοπυρπόλησης, δυστυχώς και με νεκρούς. Ήταν ίσως δείγμα της απόγνωσης μιας κοινωνίας που είχε γνωρίσει μια βίαιη φτωχοποίηση τρόπο μέσα στα προηγούμενα χρόνια.

Εικόνα από τη μεγάλη διαδήλωση στη Σόφια στις 17.2.2013.
Πηγή: http://www.worldpolicy.org

Η εξέγερση κράτησε για αρκετές μέρες. Εκτός από την παραίτηση της κυβέρνησης, ένα αίτημα ήταν κι η επανεθνικοποίηση του τομέα του ηλεκτρισμού και το σταμάτημα άλλων ιδιωτικοποιήσεων. Επίσης, εμφανίστηκαν και ιδέες αλλαγής του πολιτικού συστήματος, όπως μια συνταγματική αναθεώρηση που θα επέτρεπε μεγαλύτερη συμμετοχή κι έλεγχο των πολιτών στις πολιτικές αποφάσεις. Αν και σ’ αυτούς τους τομείς το κίνημα μπορεί να μην κατάφερε πολλά, πέτυχε τελικά την παραίτηση της κυβέρνησης και την προκύρηξη πρόωρων εκλογών, μετά από μόλις δύο εβδομάδες διαδηλώσεων.

Τις εκλογές κέρδισε το σοσιαλιστικό κόμμα, που σχημάτισε κυβέρνηση μαζί με το κόμμα της τουρκικής μειονότητας. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι τελείωσε και η κοινωνική αναταραχή. Με αφορμή τον ύποπτο διορισμό ενός μεγιστάνα των ΜΜΕ σε σημαντική θέση, γεννήθηκε ένα νέο κίνημα, αν και με κάπως διαφορετικό χαρακτήρα από το προηγούμενο. Κεντρικό σημείο ήταν αυτήν τη φορά η διαφθορά κι η αντίθεση στη νέα κυβέρνηση (κάτι που φαίνεται να πήρε και κάποια φιλοευρωπαϊκά χαρακτηριστικά – ιδιαίτερα μετά τις δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων υπέρ του κινήματος). Η αναταραχή κράτησε για αρκετούς μήνες και το φθινόπωρο πήρε και μορφή φοιτητικών καταλήψεων.

Το κοινό πάντως με το προηγούμενο κίνημα ήταν η σκληρή κριτική στο πολιτικό σύστημα και τις ελίτ της χώρας. Και τα δύο κινήματα βοήθησαν στο να (ξανά)γεννηθεί μια κοινωνία των πολιτών, σε μια χώρα που ο πληθυσμός είχε κατηγορηθεί πολλές φορές για παθητικότητα. Κι αυτή η τάση έμελλε να επεκταθεί και σε μια άλλη γειτονική χώρα, με τον ερχομό του νέου έτους.

Η βοσνιακή εξέγερση (2014)

Η Τούζλα είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Η πλειοψηφία του πληθυσμού της είναι Μουσουλμάνοι (ή μάλλον Βοσνιακοί, όπως είναι ο σύγχρονος όρος) – στην πόλη πάντως συνεχίζουν να κατοικούν και πολλοί Σέρβοι και Κροάτες. Στα «χρυσά χρόνια» της οικονομικής ανάπτυξης της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, η πόλη ήταν συνδεδεμένη με την εκβιομηχάνιση της χώρας και ήταν γεμάτη εργοστάσια.

Τα χρόνια αυτά έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Η ενωμένη Γιουγκοσλαβία επιβιώνει μόνο στις νοσταλγικές διηγήσεις των παλιών. Η βιομηχανία της Βοσνίας έχει εξαφανιστεί κι έχει δώσει της θέση της στη μαζική ανεργία. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τα «χρυσά γιουγκοσλαβικά χρόνια», η χώρα γνώρισε έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Ο πόλεμος αυτός άφησε πίσω του όχι μόνο χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά και μια κληρονομιά εθνικιστικών ιδεολογιών, που υποτίθεται ότι προσπαθούν να συνυπάρξουν μέσα σε ένα κοινό κράτος. Δεν είναι τυχαίο που αυτό το κράτος εξελίχθηκε στο πιο δυσλειτουργικό της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ίσως και ολόκληρης της Ευρώπης.

Συνηθισμένο φαινόμενο στα μεταπολεμικά χρόνια ήταν η ιδιωτικοποίηση των κρατικών βιομηχανιών, που ήταν άλλοτε το σύμβολο της βοσνιακής οικονομίας. Απ’ αυτές τις ιδιωτικοποιήσεις ευνοούνταν συχνά επιχειρηματίες με πολιτικές διασυνδέσεις. Αγόραζαν τις εταιρείες φτηνά, για να κηρύξουν πτώχευση μετά από λίγα χρόνια, έχοντας φυσικά ωφεληθεί οι ίδιοι κι αφήνοντας τους εργάτες απλήρωτους και συχνά καταχρεωμένους.

Η βιομηχανία απορρυπαντικών dita στην Τούζλα, από τις πιο σημαντικές πριν τον πόλεμο. Ιδιωτικοποιήθηκε το 2007. Σύντομα η εταιρεία έδειχνε να κινείται προς τη χρεωκοπία κι ο νέος της ιδιοκτήτης σταμάτησε να πληρώνει μισθούς και ασφαλιστικές εισφορές. Οι εργάτες της dita αγωνίζονται εδώ και δύο χρόνια κι ήταν ο πυρήνας, γύρω από τον οποίο σχηματίστηκε το κίνημα της Τούζλα.   Πηγή: tuzlalive.ba

Στις 4 και 5 Φεβρουαρίου, εργάτες από τέτοιες ιδιωτικοποιημένες και μετέπειτα χρεωκοπημένες εταιρείες κατέβηκαν σε διαδηλώσεις, ζητώντας τους μισθούς για τους οποίους είχαν δουλέψει ή τις συντάξεις που δικαιούνταν. Μαζί τους ενώθηκαν πολιτικοί ακτιβιστές, φοιτητές, άνεργοι νέοι. Η πορεία δεν άργησε να εξελιχθεί σε βίαιη σύγκρουση με την αστυνομία.

Κυβερνητικό κτίριο στη Τούζλα που έγινε στόχος των επιθέσεων των διαδηλωτών στις 7.2.2014. Η αστυνομία, προφανώς ανέτοιμη για ένα λαϊκό κίνημα τέτοιας έκτασης, αναγκάστηκε να φύγει, εγκαταλείποντας ουσιαστικά το κτίριο στα χέρια των διαδηλωτών, οι οποίοι του έβαλαν φωτιά. Ανάλογα επεισόδια έγιναν τις επόμενες μέρες και σε άλλες βοσνιακές πόλεις. Πηγή: en.wikipedia.org

Μέσα σε δύο μέρες, οι διαδηλώσεις κι οι συγκρούσεις είχαν εξαπλωθεί στο Σαράγεβο κι άλλες σημαντικές πόλεις. Η χώρα γνώριζε ουσιαστικά την πρώτη μαζική εξέγερση μετά την ανεξαρτησία της. Τέσσερις τοπικές κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να παραιτηθούν. Στις μεγάλες πόλεις δημιουργήθηκαν «πλένουμ» πολιτών, που λάμβαναν συλλογικές αποφάσεις κι έθεταν πολιτικά αιτήματα: μεταξύ άλλων μείωση στους μισθούς των πολιτικών, δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, φόρους στα εισαγόμενα προϊόντα, μέτρα εναντίον της διαφθοράς, καλύτερη περιβαλλοντική πολιτική, στήριξη των τοπικών βιομηχανιών, επανεξέταση των ιδιωτικοποιήσεων. Ήταν μια γεύση άμεσης δημοκρατίας, παρόμοια με άλλες εξεγέρσεις ανά τον κόσμο τα τελευταία χρόνια.

Εικόνα από το πλένουμ του Σάραγεβου.
Πηγή: http://www.noveinicijative.org

Ενδιαφέρον έχει η απόσταση που κράτησε το κίνημα από τον εθνικισμό: την ιδεολογία των κυβερνώντων, που θεωρήθηκε από πολλούς υπεύθυνη για τα δεινά που περνάει η χώρα. Αν κι είναι μάλλον αλήθεια ότι η εξέγερση περιορίστηκε στις περιοχές της χώρας με μουσουλμανική πλειοψηφία, οι συμμετέχοντες προσπάθησαν ν’ αποφύγουν την εικόνα ότι πρόκειται για μια εξέγερση μόνο των Βοσνιακών. Προσπάθησαν αντίθετα να δώσουν έναν υπερ-εθνοτικό χαρακτήρα στο κίνημά τους.

Εικόνα από επίθεση σε κυβερνητικό κτίριο της Τούζλα. Το γκράφιτι στους τοίχους του κτιρίου λέει «Θάνατος στον εθνικισμό» (αν το έχω καταλάβει σωστά).
Πηγή: revolution-news.com

Μπορεί η εξέγερση να μην κατάφερε τελικά να περάσει και στο σέρβικο τμήμα της χώρας, εκτός από κάποιες σποραδικές συγκεντρώσεις. Οδήγησε πάντως σε κάποιες εκδηλώσεις συμπαράστασης στο Βελιγράδι και το Ζάγκρεμπ. Ήταν ίσως η πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, που φάνηκαν κάποια σημάδια ενός παν-γιουγκοσλαβικού κινήματος.


Αυτές οι δύο εξεγέρσεις έγιναν σε χώρες, όπου πολλές φορές τα τελευταία χρόνια ο πληθυσμός είχε κατηγορηθεί για παθητικότητα. Οι λαοί απέδειξαν ότι αυτή η κατηγορία δεν ήταν εντελώς σωστή, ή τουλάχιστον δεν είναι πλέον. Σε συνδυασμό με την εικόνα στις άλλες γειτονικές χώρες, σίγουρα δίνουν μια ελπίδα για το μέλλον. Στην Κροατία, τη Σλοβενία, τη Ρουμανία και την Ελλάδα τα κοινωνικά κινήματα έδειξαν σημαντική δύναμη τα τελευταία χρόνια, έστω και χωρίς σταθερότητα. Στην Αλβανία η κοινωνία των πολιτών πέτυχε να εμποδίσει την καταστροφή των συριακών χημικών στο έδαφος της. Στην Τουρκία ξέσπασε μια μεγάλη εξέγερση εκεί που δεν την περίμενε κανείς, ενώ η κυβέρνηση περηφανευόταν για τους ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και την άνοδο της χώρας.

Ενδιαφέρον είναι ο χαρακτήρας που πήραν αυτά τα δύο συγκεκριμένα κινήματα τουλάχιστον στην αρχική τους φάση, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι πρόκειται για πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες. Άσκησαν μάλλον περίπου αυθόρμητα και κριτική σε μερικές από τις βασικές αρχές του νέου πολιτικο-οικονομικού συστήματος: την οικονομία της αγοράς, τον κοινοβουλευτισμό, τον εθνικισμό. Το πώς θα εξελιχθούν αυτά τα κινήματα στο μέλλον, δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Σίγουρα πάντως οι ελίτ των βαλκανικών χωρών, αλλά κι οι παγκόσμιες ελίτ που ενδιαφέρονται για την περιοχή, δεν θα κοιμούνται πλέον τόσο ήσυχες.


Άρθρα σχετικά με τις βουλγαρικές εξεγέρσεις:

Άρθρα σχετικά με τη βοσνιακή εξέγερση:

Ντοκυμαντέρ σχετικά με τη βοσνιακή εξέγερση:

Το τελος της γιουγκοσλαβικης ουτοπιας;

Κλασσικό

Συχνά ακούμε να μιλούν για την πρώην Γιουγκοσλαβία λες και το τέλος της ήταν προδιαγεγραμμένο και αναπόφευκτο. Σ’ έναν κόσμο που έχουμε μάθει ότι τα κράτη αντιστοιχούν σε έθνη με ενιαία ταυτότητα, η Γιουγκοσλαβία φαινόταν να μην ταιριάζει τόσο. Δεν ήταν ούτε ενιαίο έθνος-κράτος, όπως όλα τα υπόλοιπα στα Βαλκάνια, αλλα ούτε ακριβώς ξεκάθαρα πολυεθνικό, όπως π.χ. το Βέλγιο, όπου δυο διακριτές εθνότητες με ξεχωριστές περιοχές συμπράττουν στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας. Η Γιουγκοσλαβία ήταν κάτι μεταξύ των δύο, αφού ακόμα και σήμερα δεν μπορείς να πεις με απόλυτη σιγουριά αν η κροατική/σέρβικη/βοσνιακή κ.λπ. ταυτότητα είναι ισχυρότερη από την ενιαία νοτιοσλαβική (αυτή είναι κι η ελληνική μετάφραση της λέξης «γιουγκοσλαβική»).

Η Γιουγκοσλαβία ως κράτος υποδιαιρείτο σε 6 ομόσπονδες δημοκρατίες και σε διάφορες επίσημες εθνότητες. Τα κριτήρια διαχωρισμού των εθνοτήτων δεν ήταν ενιαία. Οι Σλοβένοι όπως και οι Σλαβομακεδόνες οριοθετούνταν στη βάση της γλώσσας: οι πρώτοι μιλούν μια γλώσσα συγγενική μεν με τα σερβοκροατικά, αλλά και αρκετά διακριτή, ενώ τα σλαβομακεδόνικα είναι μάλλον πιο κοντά στα βουλγάρικα. Από την άλλη οι Σέρβοι, οι Κροάτες κι οι Μουσουλμάνοι* μιλούσαν ουσιαστικά την ίδια γλώσσα (τότε ονομαζόταν σερβοκροατική), διαφοροποιούνταν όμως στη βάση της θρησκείας (ορθόδοξοι οι Σέρβοι και καθολικοί οι Κροάτες). Σήμερα φυσικά μπορεί να ισχυρίζονται ότι οι γλώσσες που μιλούν είναι ξεχωριστές (κροατικά, σέρβικα, βοσνιακά), στην πράξη όμως μάλλον πρόκειται για κρατικά τονισμένες παραλλαγές της ίδιας γλώσσας. Η περίπτωση των Μαυροβουνίων κάνει την κατάσταση ακόμα πιο περίπλοκη: με τους Σέρβους μοιράζονται την ίδια θρησκεία και περίπου την ίδια γλώσσα. Διαχωριστικό στοιχείο είναι εδώ η ξεχωριστή πολιτική ιστορία και γεωγραφία. Πάντως και σήμερα 29% των κατοίκων του Μαυροβουνίου δηλώνει ως εθνότητά του τη σερβική, πράγμα που δείχνει πόσο ρευστά είναι ακόμα τα πράγματα.

Χάρτης των εθνοτήτων με βάση την απογραφή του 1981 (Πηγή: http://www.historyplace.com)

Το πράγμα γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκο, αν αναλογιστούμε ότι οι ομόσπονδες δημοκρατίες δεν αντιστοιχούσαν κατ’ ανάγκη στις εθνότητες. Κάτι που ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης εθνικής καθαρότητας, με ακραίο παράδειγμα τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου καμία εθνότητα δεν είχε καν την απόλυτη πλειοψηφία. Ένας Γιουγκοσλάβος είχε δηλαδή ταυτόχρονα τρεις διαφορετικές ιδιότητες: πρώτα ήταν Γιουγκοσλάβος υπήκοος, μετά πολίτης μιας ομόσπονδης δημοκρατίας κι έπειτα ανήκε και σε μία εθνότητα. Ένας πολίτης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης μπορεί δηλαδή να ανήκε στην κροατική εθνότητα κι ένας πολίτης της Κροατίας στη σερβική εθνότητα. Υπήρχε επίσης η δυνατότητα να αυτοκαθοριστεί κάποιος εθνοτικά ως «Γιουγκοσλάβος» αντί «Σέρβος», «Κροάτης», «Μουσουλμάνος» κ.λπ., πράγμα που συνέβαινε συχνά σε παιδιά από μικτούς γάμους ή γενικά σε άτομα που δεν ήθελαν να προσδιορίζονται στη βάση μιας εθνοτικής ταυτότητας. Κατά την απογραφή του 1981 δήλωσαν 7,9% των κατοίκων της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ως εθνότητα τη γιουγκοσλαβική – στη Σερβία το ποσοστό ήταν αντίστοιχα 4,8% και στην Κροατία επίσης 7,9%.

Είναι σημαντικό να σταθούμε λίγο ακόμα στο φαινόμενο των μικτών γάμων, γιατί είναι κάτι που διαφοροποιεί τη Γιουγκοσλαβία από άλλες περιπτώσεις. Κατά την άποψή μου είναι εντυπωσιακό ότι π.χ. το 1991 ένα 12% των γάμων στη Βοσνία ήταν μικτοί, αν αναλογιστούμε ότι στην Κύπρο τέτοιοι γάμοι ήταν μέχρι σχετικά πρόσφατα ακόμα και νομικά αδύνατοι, ενώ στο Λίβανο τέτοια ζευγάρια είναι ακόμα και σήμερα υποχρεωμένα να μεταβούν στο εξωτερικό για να παντρευτούν. Ακόμα και το 1991 σε γκάλοπ που έγινε στη Βοσνία, μόνο το 43% των Μουσουλμάνων, το 39% των Κροατών και μόλις το 25% των Σέρβων δήλωσε ότι η εθνότητα είναι σημαντικό κριτήριο για την επιλογή συζύγου – ειδικά στην περίπτωση των τελευταίων αυτό προκαλεί εντύπωση, αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο 4 χρόνια αργότερα οι Σερβοβόσνιοι έμελλε να συνδεθούν με τον πιο άγριο εθνικιστικό φανατισμό (σφαγή της Σρεμπρένιτσα) που εμφανίστηκε στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο.

Αυτή η κατάσταση μαζί με άλλα στοιχεία, όπως η νοσταλγία πολλών της κατοίκων για την πρώην Γιουγκοσλαβία και η επιβίωση μέχρι σήμερα ενός είδους νοτιοσλαβικής ταυτότητας, δείχνουν ότι η διάσπαση δεν ήταν τόσο νομοτελειακή όσο θέλουν πολλοί να την παρουσιάζουν. Όταν ακούω να μιλούν για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, συχνά νιώθω ότι τονίζονται ιδιαίτερα οι χωριστικές τάσεις (Κροατική Άνοιξη το ’71, συγκρούσεις Αλβανών-Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο το ’81, ανακοίνωση της Σέρβικης Ακαδημίας το ’85), ενώ έχουν ξεχαστεί εντελώς τάσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπως η φοιτητική εξέγερση του ’68. Εξ’ άλλου ακόμα και στον πρόσφατο πόλεμο τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν ήταν 100% ταυτισμένα με μια εθνότητα: υπήρξαν Σέρβοι κάτοικοι του Σαράγεβου που υπερασπίστηκαν μαζί με τους Μουσουλμάνους συμπολίτες τους την πόλη ενάντια στην πολιορκία από τις σέρβικες δυνάμεις, ενώ ο Μουσουλμάνος Φικρέτ Άμπντιτς με την περιοχή που έλεγχε διατηρούσε στενές σχέσεις με τους Σέρβους και τους Κροάτες.

Φυσικά δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε την επιρροή του σέρβικου, κροατικού, σλοβένικου, βοσνιακού εθνικισμού, ούτε να ισχυριστούμε ότι όλοι αυτοί είχαν εξαφανιστεί ως δια μαγείας με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, για να αναστηθούν τεχνητά από ξένες δυνάμεις μετά από 40 χρόνια. Ειδικά όταν είχαν προηγηθεί τέτοιες τρομακτικές σφαγές όπως αυτές της κροατικής Ουστάσα εναντίων των Σέρβων αμάχων, ή και οι ανάλογες των Σέρβων Τσέτνικ εναντίων των Κροατών και των Μουσουλμάνων.

Υπήρχαν πολλά στοιχεία, που όλα συντέλεσαν στο να έρθει τελικά η διάλυση:

– Η αποτυχία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να λύσει το πρόβλημα των μεγάλων ανισοτήτων ανάμεσα στις ανεπτυγμένες περιοχές του Βορρά (Σλοβενία, Κροατία, Βοϊβοδίνα) και τις υπανάπτυκτες του Νότου (Βοσνία, Κοσσυφοπέδιο, Μακεδονία). Αυτές οι ανισότητες φαίνεται μάλιστα να αυξήθηκαν αντί να μειωθούν μετά απο τέσσερις δεκαετίες «σοσιαλιστικής» διακυβέρνησης. Με αποτέλεσμα να είναι όλοι δυσαρεστημένοι: οι βόρειοι επειδή έπρεπε να μοιραστούν το εισόδημά τους με τους «τεμπέληδες» του Νότου και μάλιστα χωρίς να βλέπουν προοπτική να τελειώσει κάποτε αυτό το πράγμα. Και οι νότιοι επειδή παρά την οικονομική βοήθεια έβλεπαν το χάσμα με τους βόρειους να διευρύνεται αντί να μειώνεται και άρα την οικονομική τους εξάρτηση και την αίσθηση της αδικίας να μεγαλώνει.

– Το διεθνές περιβάλλον με την αναμενόμενη κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και της ιδεολογίας που ήταν συνδεδεμένη μ’ αυτό. Αυτό βοήθησε γενικά στον κόσμο να δυναμώσουν διάφοροι βίαοι εθνικισμοί (εξ’ άλλου κι η άποψη ότι η ΕΣΣΔ σε αντίθεση με την Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε με ειρηνικό τρόπο είναι μάλλον μύθος, αν δούμε τη γενική εικόνα αλλά και τις σημερινές συνέπειες). Ήταν ένας τρόπος να καλυφθεί το ιδεολογικό κενό, αλλά και μια αντίδραση στην ανασφάλεια που ένιωθαν οι πολίτες αυτών των χωρών μπροστά στην κατάρρευση του οικονομικού και του κοινωνικού τους συστήματος. Όλα αυτά έδωσαν την ευκαιρία σε παλιούς εθνικιστές, όπως ο Φράνιο Τούτζμαν, σε οπορτουνιστές πολιτικούς, όπως ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ή τέλος σε κοινούς εγκληματίες, όπως ο περίφημος Αρκάν, να βρεθούν στο προσκήνιο παίζοντας το χαρτί του εθνικού αγώνα.

– Τρίτο και ίσως πιο σημαντικό: η βαθιά οικονομική κρίση που πέρασε η Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ’80, που ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή ελληνική. Ήταν κι αυτή φαίνεται μια κρίση χρέους ως αποτέλεσμα μιας κακής οικονομικής και γενικής διαχείρισης, που είχε ως συνέπεια τη δραματική μείωση του πραγματικού εισοδήματος μετά από δεκαετίες σταθερής οικονομικής ανάπτυξης. Το πόσο εύκολα μπορούν να δημιουργηθούν διαλυτικές τάσεις σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, το βλέπουμε και σήμερα στην περίπτωση της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ο συνδυασμός αυτών των συνθηκών έκανε τη διατήρηση της γιουγκοσλαβικής ενότητας πολύ δύσκολη υπόθεση. Υπό άλλες περιστάσεις όμως, μπορεί η κατάσταση σήμερα να ήταν διαφορετική. Σίγουρα, αν η αίσθηση κοινής ταυτότητας ήταν πολύ δυνατή, η Γιουγκοσλαβία θα άντεχε – εξ’ άλλου η σημερινή οικονομική κρίση στην Ελλάδα δεν έφερε καμιά διάσπαση του κράτους. Αντί όμως να λέμε ότι οι πολιτικές συνθήκες επιτάχυναν μια έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτη διαδικασία διάλυσης, θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι απλά σε μια αμφίρροπη κατάσταση έσπρωξαν τα πράγματα προς τη μια κατεύθυνση, αυτή της διάσπασης.

Η μεγάλη αντίφαση όμως αυτών που υποστηρίζουν ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν κάτι νομοτελειακό και γιατί όχι και θετικό, στο όνομα της ελευθερίας των εθνών, είναι ότι συχνά υπερασπίζονται ταυτόχρονα την εδαφική ακεραιότητα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Παραβλέποντας ότι αυτό το «κράτος» πρόκειται ουσιαστικά για μια μίνι-Γιουγκοσλαβία και μάλιστα με πιο αδύνατα συνδετικά στοιχεία.

Χάρτης των σημερινών συνιστωσών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Πηγή: http://commons.wikimedia.org)

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη αποτελείται με βάση τη συμφωνία του Ντέιτον από δύο ενότητες, τη Σέρβικη Δημοκρατία και την (κροατο-μουσουλμανική) Ομοσπονδία Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Στην έκταση της – ουσιαστικά αυτόνομης – Σέρβικης Δημοκρατίας οι Σέρβοι αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού (σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα εθνοκάθαρσης). Η ηγεσία τους είναι πιο προσανατολισμένη προς το Βελιγράδι παρά προς το Σαράγεβο και συχνά αντιμετωπίζει εχθρικά το κοινό βοσνιακό κράτος ελπίζοντας σε απόσχιση/ένωση με τη Σερβία, πράγμα που δυσκολεύει πολύ τη λειτουργία του κοινού κράτους. Η Ομοσπονδία Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, ουσιαστικά μια ομοσπονδία μέσα στην ομοσπονδία, αποτελείται από πολλά καντόνια, κάποια με κροατική και κάποια με μουσουλμανική πλειοψηφία. Πολλοί Κροάτες όμως δεν έχουν σταματήσει να ονειρεύονται την ένωση με την Κροατία, για την οποία εξ’ άλλου έχουν πολεμήσει εναντίον των Μουσουλμάνων (ο κροατο-μουσουλμανικός πόλεμος τερματίστηκε μόνο μετά από δυτική πίεση). Ουσιαστικά η μόνη εθνότητα που νιώθει να έχει ανάγκη την επιβίωση του κοινού κράτους είναι οι Βοσνιακοί (Μουσουλμάνοι) κι αυτό επειδή ένα κράτος περιορισμένο στις περιοχές με μουσουλμανική πλειοψηφία είναι πολύ δύσκολα βιώσιμο.

Σ’ αυτά τα προβλήματα μπορεί φυσικά κάποιος να προσθέσει και το ερώτημα του Σαντζακίου, περιοχή της Σερβίας με μουσουλμανική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ένωσης των Σερβοβοσνίων με τη Σερβία είναι απίθανο να τεθεί θέμα δικής του αυτονομίας/ανεξαρτησίας; Για να μην αναφέρουμε και την περίπτωση των μεγάλων περιοχών της Κροατίας που οι Σέρβοι ήταν πλειοψηφία μέχρι την εκδίωξή τους το 1995, κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποδεχτεί.

Η σημερινή κατάσταση κτίστηκε στη βάση εθνών-κρατών κι αμοιβαίων εθνοκαθάρσεων. Οι οποίες όχι μόνο είχαν τεράστιο ανθρώπινο κόστος και συντηρούν μίση, αλλά ούτε καν δεν ολοκληρώθηκαν, έτσι ώστε τουλάχιστον να εξασφαλίζουν κάποια σταθερότητα.

Ουσιαστικά η μοναδική απάντηση που μπορούν να δώσουν οι υπερασπιστές του στάτους κβο είναι η σταθεροποίηση μέσω μιας (χρονικά ακαθόριστης) ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια Ένωση όμως που εμπνέει όλο και λιγότερη εμπιστοσύνη ως πηγή σταθερότητας και κανείς δεν ξέρει αν και με ποιά μορφή θα επιβιώσει. Και μπαίνει φυσικά και το ερώτημα: αν η επιθυμία για εθνική κυριαρχία ήταν αυτή που οδήγησε σε μια αναπόφευκτη διάσπαση, τί σταθεροποίηση φέρνει το να την παραχωρήσουν τα νεοσύστατα έθνη-κράτη πάλι σε μια ακόμα μεγαλύτερη υπερεθνική ένωση;

Τελικά η ιδέα της γιουγκοσλαβικής ενότητας ήταν, αντί ουτοπική, ίσως περισσότερο ρεαλιστική από την ελπίδα να μείνουν τα πράγματα όπως έχουν σήμερα. Μπορεί τελικά η μόνη ειρηνική και σταθεροποιητική λύση να είναι μια επανένωση, ίσως με συνομοσπονδιακή μορφή; Τουλάχιστον αυτών των νοτιοσλαβικών κρατών που μοιράζονται την ίδια γλώσσα και είναι, είτε το θέλουν είτε όχι, στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους (Κροατία, Σερβία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνι); Δεν βλέπω γιατί να μην γίνουν σκέψεις και σ’ αυτήν την κατεύθυνση.


* Την εποχή της ενίαιας Γιουγκοσλαβίας ο όρος Μουσουλμάνος δεν ήταν μόνο θρησκευτικός προσδιορισμός αλλά και εθνοτικός. Οι Μουσουλμάνοι ήταν αναγνωρισμένοι επίσημα σαν ξεχωριστή εθνότητα και μπορούσε κάποιος να έχει αυτή την εθνοτική ταυτότητα χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι και θρήσκος. Τα τελευταία χρόνια ο όρος αυτός αντικαταστήθηκε από το πιο κοσμικό όνομα Βοσνιακός. Αυτό διαχωρίζεται από τον όρο Βόσνιος, που αναφέρεται σε όλους τους κάτοικους της Βοσνίας ανεξαρτήτως εθνότητας. Ένας Βόσνιος μπορεί δηλαδή να είναι είτε Βοσνιακός (δηλαδή μουσουλμανικής καταγωγής) είτε Σέρβος είτε Κροάτης κ.λπ.


Χρήσιμη Βιβλιογραφία:

  • Bundeszentrale für politische Bildung (BpB) (1996): Das Ende Jugoslawiens – Informationen zur politischen Bildung.

Το γιουγκοσλαβικο ’68

Κλασσικό

Τον Ιούνη του 1968, πολύ λίγο δηλαδή μετά τον Παρισινό Μάη και την Άνοιξη της Πράγας, ένα «περίεργο» φοιτητικό κίνημα ξεκινάει στο Βελιγράδι. Το Βελιγράδι ήταν τότε η πρωτεύουσα της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας: ενός κράτους δηλαδή που έβλεπε τον εαυτό του σαν εκπρόσωπο της εργατικής τάξης κι επίσημα είχε σαν τελικό στόχο μια αταξική κοινωνία.

Τί ήταν το περίεργο σ’ αυτό το κίνημα; Το ότι πολλά από τα αιτήματά του ήταν αυτά που κάποιος θα περίμενε ότι σ’ ένα σοσιαλιστικό σύστημα είναι δεδομένα. Οι φοιτητές του Βελιγραδίου δεν ζητούσαν μόνο περισσότερη ελευθερία και αυτο-οργάνωση, αλλά διαμαρτύρονταν και για την αυξανόμενη ανισοκατανομή του πλούτου στη γιουγκοσλαβική κοινωνία, για το πρόβλημα της ανεργίας, για την αύξηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Τα συνθήματα που ακούγονταν ήταν «Οι φοιτητές με τους εργάτες», «Είμαστε παιδιά των εργατών», «Κάτω η σοσιαλιστική μπουρζουαζία». Οι φοιτητές ζητούσαν δηλαδή αυτά που υποτίθεται ότι ήδη είχαν – όπως τουλάχιστον κάποιος από το εξωτερικό θα θεωρούσε αυτονόητο σ’ ένα σοσιαλιστικό κράτος.

Για να κατανοήσουμε αυτό το φαινόμενο, πρέπει φυσικά να καταλάβουμε ότι η Γιουγκοσλαβία την εποχή του Ψυχρού Πολέμου αποτελούσε ειδική περίπτωση. Αν και διοικούμενη από Κομμουνιστές κι επίσημα σοσιαλιστική, δεν ανήκε στο Ανατολικό Μπλοκ, αλλά στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, ενώ είχε καλές σχέσεις και με τη Δύση. Τα σύνορα της με τις δυτικές χώρες ήταν ανοικτά: πολλοί Γιουγκοσλάβοι είχαν πάει στη Δυτική Γερμανία ή σε άλλες χώρες για να εργαστούν (όπως και πολλοί Έλληνες και Τούρκοι την ίδια εποχή), ενώ άλλοι πήγαιναν να σπουδάσουν σε δυτικά πανεπιστήμια. Επίσης την εποχή για την οποία μιλάμε (δεκαετία του ’60) το γιουγκοσλαβικό σύστημα είχε «ανοίξει» και οικονομικά: είχαν γίνει μεταρρυθμίσεις σε καπιταλιστική κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να ενταθούν τα προβλήματα για τα οποία διαμαρτύρονταν οι φοιτητές (ανισοκατανομή, ανεργία, ατομική ιδιοκτησία κτλ).

Αντί λοιπόν να ζητήσουν περισσότερο άνοιγμα στην κατεύθυνση του δυτικού οικονομικού και κοινωνικού συστήματος, οι Γιουγκοσλάβοι φοιτητές, που είχαν επαφές και με τα δυτικά φοιτητικά κινήματα της εποχής και ήξεραν τα δικά τους αιτήματα, ζητούσαν αλλαγές σε μια πιο σοσιαλιστική κατεύθυνση. Επίσης αντί να δίνουν έμφαση στα εθνοτικά θέματα και να ζητούν περισσότερη αυτονομία για τις γιουγκοσλαβικές εθνότητες, ήθελαν αυτές να έρθουν πιο κοντά και τόνιζαν τη γιουγκοσλαβική ενότητα. Σύντομα το κίνημα εξαπλώθηκε και στα άλλα γιουγκοσλαβικά κρατίδια: στο Ζάγκρεμπ, στη Λιουμπλιάνα και στο Σαράγεβο. Σαν σύμβολα τους είχαν εικόνες του Μαρξ και του Τίτο – του τελευταίου όμως με τη στρατιωτική στολή που φορούσε όταν ήταν νέος και αρχηγός της Αντίστασης, πράγμα που είχε φυσικά το μήνυμά του. Στις συγκεντρώσεις τους τραγουδούσαν το γιουγκοσλαβικό εθνικό ύμνο, κι όταν τους ρωτούσαν, ποιό είναι το πρόγραμμα τους, απαντούσαν «Το Σύνταγμα της Γιουγκοσλαβίας»: σαν να έλεγαν, αυτό που ζητάμε είναι να εφαρμοστεί.

Ο Τίτο και η γιουγκοσλαβική άρχουσα τάξη αρχικά μάλλον σάστισαν μ’ αυτό το κίνημα, που χρησιμοποιούσε τα δικά τους σύμβολα και μιλούσε τη δική τους γλώσσα – αλλά με έναν πολύ πιο ριζοσπαστικό και ελευθεριακό τρόπο. Μπορεί να περίμεναν μια εξέγερση από τα «δεξιά», με καπιταλιστικά και εθνικιστικά αιτήματα, αλλά όχι μια τόσο έντονη κριτική από τα αριστερά. Πάντως στο τέλος δεν δίστασαν να το καταστείλουν: οι ηγέτες του κινήματος συνελήφθησαν και τα όργανά του απαγορεύτηκαν.

Μετά από λίγα χρόνια ακολούθησε η «Κροατική Άνοιξη», ένα κίνημα με σαφώς πιο εθνικό προσανατολισμό πλέον. Στα επόμενα χρόνια ο εθνικισμός και ο καπιταλισμός επικράτησαν ιδεολογικά σε όλη τη Γιουγκοσλαβία – με τα τραγικά αποτελέσματα που είδαμε τη δεκαετία του ’90 και ακόμα βλέπουμε σήμερα. Είναι καλό όμως ίσως να θυμόμαστε ότι μια εποχή αυτή η κατάληξη δεν φαινότανε σε όλους αυτονόητη.


(Αυτό το κείμενο το έγραψα βασιζόμενος κυρίως σε διαλέξεις και ομιλίες που άκουσα για το θέμα στο Βερολίνο, εν μέρει από πρόσωπα που είχαν και οι ίδιοι συμμετάσχει στο συγκεκριμένο κίνημα. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε και είναι φυσικό κάποια στοιχεία να μην τα έχω μεταφέρει εντελώς σωστά. Πιστεύω πάντως πως το γενικό πνεύμα ήταν αυτό που περιέγραψα.)

Χρήσιμα links:

http://theanarchistlibrary.org/library/fredy-perlman-birth-of-a-revolutionary-movement-in-yugoslavia