Πολεις ανατολικα του Ιορδανη

Κλασσικό

Ο Ιορδάνης δεν είναι μεγάλος ποταμός, σε παγκόσμια σύγκριση. Με συνολικό μήκος 251 χιλιόμετρα, είναι μικρότερος π.χ. από τον Αλιάκμονα. Παρ’ όλα αυτά, είναι πιο γνωστός από πολλούς ποταμούς που θα συναντήσουμε σε κάποια λίστα των μεγαλύτερων του κόσμου. Αυτό το οφείλει σε έναν συνδυασμό ιδιαίτερης γεωγραφίας και μιας ακόμα πιο ιδιαίτερης σχέσης με τις μεγαλύτερες θρησκείες του κόσμου. Χάρη σε αυτά, πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο φέρουν το όνομά του – κι επίσης, ένα κράτος.

Αυτό είναι το Βασίλειο της Ιορδανίας. Δεν είναι η μοναδική περίπτωση κράτους που πήρε το όνομά του από ποταμό: υπάρχουν π.χ. και η Νιγηρία, το Κογκό, η Παραγουάη. Η συγκεκριμένη ονομασία έχει όμως επιπρόσθετα πολιτικά νοήματα. Η χώρα είχε ονομαστεί αρχικά Υπεριορδανία, όταν ακόμα ήταν απλά μια περιοχή «εντολής» της Μεγάλης Βρετανίας. Ήταν δηλαδή η γη πέρα από τον Ιορδάνη, στην ανατολική του όχθη, στον δρόμο προς την αφιλόξενη Αραβική Έρημο. Όταν στον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948 ο στρατός του ανεξάρτητου πλέον βασιλείου διασώθηκε κάπως από την αραβική πανωλεθρία και κατάφερε να ελέγξει και μεγάλο μέρος της δυτικής όχθης, θεωρήθηκε πρέπον, ως επιβράβευση, να αλλάξει το όνομά του σε Ιορδανία. Το «Υπέρ» δεν είχε εξάλλου νόημα πια, αφού η επικράτεια εκτεινόταν και στις δύο όχθες του ποταμού.

Χάρτης της Ιορδανίας από το 1948 έως το 1967, όταν ακόμα άξιζε πραγματικά το όνομά της, ελέγχοντας και τις δύο όχθες του Ιορδάνη. Πηγή εικόνας

19 χρόνια αργότερα όμως, οι Ιορδανοί δεν μπόρεσαν να υπερασπιστούν τη νέα κτήση τους ενάντια στον ισραηλινό στρατό. Στις 7 Ιουνίου 1967, τρεις μόλις ημέρες από την έναρξη των εχθροπραξιών, ο τελευταίος έφτασε στον ποταμό και κατέλαβε ολόκληρη τη δυτική του όχθη. Η γη που άλλαξε χέρια για τρίτη φορά μέσα σε 50 χρόνια (από τους Οθωμανούς στους Βρετανούς, μετά στους Ιορδανούς και τέλος στους Ισραηλινούς) ονομάζεται έτσι μέχρι σήμερα: Δυτική Όχθη. Το λογικό θα ήταν και η Ιορδανία να επιστρέψει στο παλιό της όνομα, με το «Υπέρ» μπροστά – αν όχι άμεσα, τουλάχιστον το 1988, όταν και παραιτήθηκε επίσημα από κάθε διεκδίκηση στη Δυτική Όχθη, για χάρη ενός μελλοντικού ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.

Η θέα από το όρος Νέμπο λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μαντάμπα. Από εδώ λέγεται ότι αντίκρισε ο Μωυσής για πρώτη φορά τη γης της Επαγγελίας, μετά τη φυγή από την Αίγυπτο και τη μακρά πορεία μέσα από την έρημο. Τη μέρα που πάρθηκε η φωτογραφία βέβαια, λόγω σκόνης και υγρασίας, η Παλαιστίνη, και πιο συγκεκριμένα η Δυτική Όχθη, διακρίνεται μόλις αχνά στο βάθος, πίσω από την κοιλάδα του ποταμού Ιορδάνη.

Επειδή όμως μάλλον κρίθηκε ότι κάτι τέτοιο δε θα βοηθούσε το κύρος της δυναστείας που κυβερνά τη χώρα, αυτή ονομάζεται ακόμα και σήμερα Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας. Το επίθετο αναφέρεται στην καταγωγή της δυναστείας από τον Χασέμ, παππού του Προφήτη Μωάμεθ. Η Ιορδανία είναι θεωρητικά συνταγματική μοναρχία και υπάρχει εκλεγμένο κοινοβούλιο. Παρόλα αυτά, δεν χωράει αμφιβολία για το ποιος είναι ο ηγέτης της χώρας. Η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα Β’ είναι παντού, από τις εισόδους δημοσίων κτιρίων μέχρι τα γραφεία ιδιωτικών εταιρειών λεωφορείων.

Ως σύμβολο ειρηνικής συμβίωσης των δύο σημαντικότερων θρησκειών της Ιορδανίας, η ελληνορθόδοξη εκκλησία ορθώνεται απέναντι από το λαμπρό Τζαμί του Βασιλιά Αμπντάλα Α’ στο Αμμάν. Πιο δεξιά, η φωτογραφία του συνονόματου δισέγγονου του τελευταίου, καθώς και νυν βασιλιά της χώρας, Αμπντάλα Β’, στέκεται πάνω από την πύλη του Υπουργείου Παιδείας, θέλοντας ίσως να θυμίσει ποιος είναι ο εγγυητής αυτής της συμβίωσης.
Ακόμα και φορτηγάκια μπορεί να διακοσμούνται με την εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα, όπως αυτό εδώ στην Ιρμπίντ. Όπως συνηθίζεται, αριστερά του Βασιλιά τοποθετείται ο πατέρας και προκάτοχος του νυν μονάρχη, Βασιλιάς Χουσεΐν, ενώ στα δεξιά ο γιος και διάδοχος, συνονόματος του παππού του. Μια ασυνήθιστη και ενδιαφέρουσα προσθήκη όμως εδώ είναι και ο.. Σαντάμ Χουσέιν, στα πλάγια.

Η Ιορδανία είναι μια από τις πιο φτωχές σε νερό χώρες στον κόσμο. Η υγρασία που έρχεται με τις δυτικές αέριες μάζες πέφτει ως βροχή στην Παλαιστίνη και όταν αυτές φτάνουν μέχρι τον ποταμό Ιορδάνη, πολύ λίγη τους έχει απομείνει για την ανατολική όχθη. Ακόμα πιο ανατολικά, ξεκινάει η εντελώς άνυδρη Αραβική Έρημος. Κι όμως, σε αυτήν την οριακή για τη ζωή περιοχή, υπάρχουν μεγάλες πόλεις, και μάλιστα εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Σήμερα μάλιστα η Ιορδανία είναι ένα από τα 50 πιο αστικοποιημένα κράτη του κόσμου: πάνω από 90% του πληθυσμού ζει σε πόλεις (για σύγκριση, το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι γύρω στο 80% και στην Αλβανία αρκετά κάτω από 70%). Η εικόνα μιας χώρας Βεδουΐνων που περιπλανώνται με τις καμήλες τους στην έρημο, ελάχιστη σχέση έχει με τη σημερινή Ιορδανία – αν είχε ποτέ.

Εικόνα από το παράθυρο του λεωφορείου στον Αυτοκινητόδρομο της Ερήμου, ο οποίος διασχίζει την Ιορδανία στον άξονα Βορρά-Νότου, συνδέοντας την πρωτεύουσα Αμμάν με την Ακάμπα στην Ερυθρά Θάλασσα, το μοναδικό λιμάνι της χώρας.

Ας δούμε επομένως κάποιους από αυτούς τους αστικούς ιστούς, σε διαφορετικούς χώρους και χρόνους: μια νέα αναφισβήτητη μεγαλούπολη, το Αμμάν, μια ακόμα που είναι στο δρόμο για να γίνει κι αυτή μεγαλούπολη, την Ιρμπίντ, μια μικρότερη πόλη με λαμπρότερο όμως παρελθόν, τη Μαντάμπα – και μια ακόμα πιο λαμπρή πόλη της Αρχαιότητας, που όμως δεν υπάρχει πια: την Πέτρα.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Το Αμμάν είναι η πρωτεύουσα αυτού του τόσο ιδιαίτερου βασιλείου. Σίγουρα του λείπει πολλή από τη λάμψη γειτονικών πρωτευουσών. Ποτέ δεν ήταν έδρα κάποιας μεγάλης ισλαμικής δυναστείας, όπως η Δαμασκός, η Βαγδάτη ή το Κάιρο, ούτε το είπε κανείς «Παρίσι της Μέσης Ανατολής» όπως τη Βηρυτό, και βέβαια ποτέ δεν θα μπορούσε να προξενήσει τόσα εθνικο-θρησκευτικά πάθη όσα η γειτονική Ιερουσαλήμ. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος κάποιας γραφικής παλιάς πόλης. Εξάλλου, πριν οι Χασεμίτες την κάνουν πρωτεύουσα το 1921, δεν ήταν παρά μια κωμόπολη δυο-τριών χιλιάδων κατοίκων.

Κι όμως, χωρίς να το προσέξουν πολλοί, το Αμμάν ήδη έγινε με 4 εκατομμύρια κατοίκους η μεγαλύτερη πόλη της Συροπαλαιστίνης. Έχει αφήσει πίσω του πόλεις σαν τη Δαμασκό, το Χαλέπι, τη Βηρυτό, την Τρίπολη και την Ιερουσαλήμ – ποιος θα το φανταζόταν πριν εκατό χρόνια; Μια τέτοια πληθυσμιακή έκρηξη είναι εντυπωσιακή ακόμα και για τα δεδομένα της Μέσης Ανατολής. Οι συνήθεις ύποπτες, η υψηλή γεννητικότητα και η εσωτερική μετανάστευση από την επαρχία, δεν είναι οι μόνες αιτίες. Ο πληθυσμός του Αμμάν υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε μια μόλις χρονιά: το 1948. Για τους Άραβες, είναι η χρονιά της Νάκμπα, της Καταστροφής, δηλαδή της ήττας από τις σιωνιστικές δυνάμεις και της απώλειας των 4/5 της Παλαιστίνης. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες σκορπίστηκαν στις γύρω αραβικές χώρες – πάνω απ’ όλα στην Ιορδανία και το Αμμάν.

Αυτό ήταν το πρώτο από πολλά προσφυγικά κύματα. Το 1967, με τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, ακολούθησαν ακόμα κάποιες χιλιάδες Παλαιστίνιοι, από τη Δυτική Όχθη αυτή τη φορά. Από το 1975 ως το 1990, κατέφυγαν εδώ και κάποιοι Λιβανέζοι λόγω του εμφυλίου πολέμου, ενώ ιδιαίτερα μετά το 2003, η πόλη γέμισε με Ιρακινούς πρόσφυγες, που δραπέτευσαν από μια χώρα κατεστραμμένη και χωρίς προοπτικές. Το τελευταίο κύμα είναι αυτό των Σύριων, που ξεφεύγουν από τον δικό τους εμφύλιο. Το Αμμάν είναι μια πραγματική προσφυγούπολη: η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων είτε είναι οι ίδιοι πρόσφυγες είτε παιδιά ή εγγόνια προσφύγων.

Θέα από την Ακρόπολη προς το Ανατολικό Αμμάν. Σε αντίθεση με το πιο εύπορο Δυτικό Αμμάν, το Ανατολικό αποτελείται κυρίως από φτωχές λαϊκές συνοικίες, κάποιες από τις οποίες ξεκίνησαν ως παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί. Κάτω δεξιά διακρίνεται και η Πλατεία Χασεμιτών.
Μια τέτοια νεανική μεγαλούπολη δεν μπορεί παρά να σφύζει από ζωή. Η εικόνα εδώ είναι από δρόμο του κεντρικού Αμμάν, κατά τις 10.00 Παρασκευή βράδυ.

Βέβαια, όταν μιλάμε για το Αμμάν σαν μια νέα πόλη, ας έχουμε υπόψη ότι σε μια τόσο βαρυφορτωμένη με Ιστορία περιοχή αυτό δεν μπορεί παρά να είναι σχετικό. Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, στο λοφώδες τοπίο όπου απλώνεται σήμερα το Αμμάν, βρισκόταν η πόλη της Φιλαδέλφειας. Στην κορυφή ενός κεντρικού λόφου, μπορούν σήμερα οι τουρίστες να επισκεφτούν την ακρόπολη. Είναι από τα σπάνια σημεία στην πόλη όπου μπορεί κάποιος να δει μια ιστορική συνέχεια: ξεκινώντας με τα ίχνη από ένα παλάτι της περιόδου των Αμμωνιτών, περνάμε στον Ναό του Ηρακλή από τα ρωμαϊκά χρόνια κι από εκεί σε μια βυζαντινή εκκλησία. Η αραβική-ισλαμική κατάκτηση σηματοδοτείται με το Παλάτι των Ομεϋάδων και τελικά μπαίνουμε και στη 2η χιλιετία μ.Χ. με τον Πύργο των Αγιουβιδών.

Η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα βρίσκεται παντού στο Αμμάν, φυσιολογικά και στην είσοδο της Ακρόπολης.

Η ακρόπολη είναι μόνο ένας από τους πολλούς λόφους, στους οποίους είναι απλωμένος ο σύγχρονος αστικός ιστός του Αμμάν. Αρχικά, ήταν επτά, ώστε να μπορεί η πόλη να έχει κάτι κοινό με πολύ πιο αυτοκρατορικές πόλεις, όπως η Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη. Σήμερα όμως, έχουν ξεπεράσει τους 19. Ανηφόρες, κατηφόρες, σκαλιά, σίγουρα δεν κάνουν την πόλη πολύ φιλική σε ανθρώπους χωρίς καλή φυσική κατάσταση. Το περπάτημα είναι εύκολο μόνο στις στενές κοιλάδες ανάμεσα στους λόφους. Εδώ εκτείνεται και το κέντρο της πόλης, το Μπαλάντ όπως το λένε οι ντόπιοι.

Στο Μπαλάντ θα βρούμε την κεντρική αγορά, πολλά μαγαζιά με.. κοστούμια, κάποια γνωστά εστιατόρια της πόλης, καθώς και λίγα αρχαία μνημεία, όπως το Νυμφαίο και το Ρωμαϊκό Θέατρο. Δίπλα στο τελευταίο βρίσκεται και η κεντρική πλατεία της πόλης, η Πλατεία Χασεμιτών. Η κυβερνώσα δυναστεία φροντίζει να τονίζει το όνομά της με κάθε ευκαιρία: ο δεσμός αίματος με τον Προφήτη είναι κάτι που στον αραβικό κόσμο μετράει. Κάποιος θα μπορούσε να προσθέσει βέβαια ότι μια δυναστεία με τόσο βαρύ όνομα είναι χρήσιμη ως συνδετικό στοιχείο σε μια χώρα με κατά τ’ άλλα μάλλον μικρή συνοχή.

Η Πλατεία Χασεμιτών με το Ρωμαϊκό Ωδείο, το Ρωμαϊκό Θέατρο και τους λόφους του Ανατολικού Αμμάν από πίσω. Αν και (ακόμα) δεν πληρώνει κάποιος εισιτήριο για την πλατεία, δίνεται μια τέτοια εντύπωση: τα κιγκλιδώματα γύρω γύρω επιτρέπουν την πρόσβαση μόνο σε συγκεκριμένα σημεία. Οι κυβερνώντες στην Ιορδανία έμαθαν ίσως κάτι από την Πλατεία Ταχρίρ στο κοντινό Κάιρο και τους κινδύνους που κρύβει (γι’ αυτούς) η ανεξέλεγκτη πρόσβαση σε έναν τέτοιο ανοιχτό δημόσιο χώρο.
Οι λόφοι πάνω στους οποίους είναι κτισμένο το Αμμάν αποτελούνται κυρίως από κρητιδικούς ασβεστόλιθους, κάτι που κάνει εύκολη τη δημιουργία γκρεμών κι επομένως και τους ίδιους ορατούς, ακόμα και στο κέντρο της πόλης: εδώ πίσω από το Νυμφαίο.
Εικόνα από τα στενά της σκεπαστής αγοράς στο Μπαλάντ.

Οι λόφοι (τζαμπάλ λέγονται στα αραβικά) που συναποτελούν τον αστικό ιστό του Αμμάν, έχουν ο καθένας τα δικά του κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά. Ο Τζαμπάλ Αμμάν, νοτιοδυτικά της ακρόπολης, είναι πιο αριστοκρατικός, πιο πράσινος, με ευρύχωρα σπίτια και ιδιωτικά σχολεία. Η κεντρική Οδός Ρέινμποου (το όνομα προέρχεται από έναν παλιό κινηματογράφο) διαθέτει άνετες καφετέριες και διάφορα φαγάδικα όπου μπορεί κάποιος να γευτεί, εκτός από ντόπιες φαλάφελ, και σούσι, πίτσες ή ινδικά. Απέναντι προς τα βόρεια, ο λόφος Τζαμπάλ-αλ-Γουέιμπντεχ είναι παρόμοιος από κοινωνικο-οικονομική άποψη, και ίσως κάπως πιο καλλιτεχνικός, με τις πολλές μικρές γκαλερί, τα μαγαζιά με μουσικά όργανα και βέβαια το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Δυτικά και βόρεια αυτών των δύο λόφων, βρίσκονται πολλές άλλες γειτονιές μεσαίας και ανώτερης τάξης, με νέες πολυκατοικίες, άνετα και καθαρά πεζοδρόμια. Μεταξύ αυτών και το Αμπντάλι, όπου η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νέο κέντρο, με σύγχρονα καταστήματα και ουρανοξύστες, θυμίζοντας κάτι από Ντουμπάι. Αντίθετα, το Ανατολικό Αμμάν αποτελείται από συνοικίες με πιο λαϊκά χαρακτηριστικά, κάποιες από τις οποίες ξεκίνησαν ως παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί. Τα κτίρια είναι εδώ πιο κουρασμένα, οι πλαγιές συχνά καλυμμένες με σκουπίδια, και τα δέντρα πιο σπάνια – ίσως καμιά συκιά πού και πού, σε κάποια εγκαταλελειμμένη γωνιά.

Εδώ, η θέα από τον Τζαμπάλ-αλ-Γουέιμπντεχ προς τα νότια: στα δεξιά φαίνεται ο «αριστοκρατικός» λόφος Τζαμπάλ Αμμάν, ενώ στην κοιλάδα ανάμεσα στους δύο λόφους βλέπουμε το Μουσείο Ιορδανίας, το πιο μεγάλο της χώρας. Στους λιγότερο πράσινους λόφους στα αριστερά απλώνονται πιο λαϊκές συνοικίες.
Η Οδός Ρέινμποου είναι δημοφιλής για ντόπιους και τουρίστες. Τέμνει περίπου στη μέση τον Τζαμπάλ Αμμάν.
Σε αντίθεση με τους λόφους του Δυτικού Αμμάν, οι δρόμοι και τα κτίρια στο Ανατολικό Αμμάν είναι λιγότερο φροντισμένα. Εδώ, εικόνα από δρόμο του Λόφου Τζαμπάλ-αλ-Τοφέχ.
Στην περιοχή Αμπντάλι, βορειοδυτικά του κέντρου, δημιουργείται ένα νέο υπερσύγχρονο αστικό κέντρο, με πρότυπα που μάλλον προέρχονται από χώρες του Κόλπου. Ένα από τα πρώτα θύματα αυτής της ανάπλασης ήταν και ο σταθμός των υπεραστικών λεωφορείων, ο οποίος μετακινήθηκε (πολύ πιο άβολα) στα βόρεια περίχωρα της πόλης.
Οι δημόσιες συγκοινωνίες στο Αμμάν μπορεί να μην είναι επαρκείς για μια μεγαλούπολη 4 εκατομμυρίων, έχουν όμως γίνει αρκετές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια, ακόμα κι αν βασίζονται αποκλειστικά σε λεωφορεία. Μια απ’ αυτές είναι το BRT (Bus Rapid Transit): κάποιες γραμμές που λειτουργούν με απαραβίαστες λεωφορειολωρίδες στη μέση μεγάλων λεωφόρων, κυρίως στα προάστια, και μπορούν να μεταφέρουν με μεγάλη συχνότητα επιβάτες, όπως εδώ στον νέο σταθμό Υπεραστικών Λεωφορείων στο Ταμπαρμπούρ, στα βόρεια περίχωρα).

Η δεύτερη μεγαλύτερη αστική περιοχή της Ιορδανίας, μετά από αυτή του Αμμάν-Ζάρκα, βρίσκεται κι αυτή στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας – και μάλιστα τόσο βορειοδυτικά, που απέχει μόνο λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα με άλλες δύο χώρες, τη Συρία και το Ισραήλ. Η σημερινή Ιρμπίντ, με πάνω από μισό εκατομμύριο κατοίκους, είναι κι αυτή στον δρόμο για να γίνει μεγαλούπολη. Παρ’ όλα αυτά, το ενδιαφέρον των τουριστών γι’ αυτήν είναι σχεδόν μηδενικό – στην καλύτερη περίπτωση, είναι απλά ένας σταθμός στον δρόμο προς το Ουμ Καΐς. Θεωρείται τόσο αδιάφορη, που οι ντόπιοι θα εκπλαγούν αν δουν έναν ξένο να περιμένει λεωφορείο με αυτήν ως προορισμό: «Μα, δεν έχει τίποτα να δεις εκεί».

Η αλήθεια είναι ότι η Ιρμπίντ δεν το κάνει εύκολο στον επισκέπτη να την συμπαθήσει. Είναι μια σύγχρονη βρώμικη τσιμεντούπολη, με πολλές πολυκατοικίες και χωρίς ίχνος γραφικής παλιάς πόλης. Δεν έχει καν κάποια ρωμαϊκά μνημεία όπως το Αμμάν, ή έστω το λοφώδες ανάγλυφο της πρωτεύουσας να της χαρίζει μια γοητεία. Υπάρχει βέβαια μια ατμοσφαιρική αγορά στο κέντρο, όπως όμως περίπου σε όλες τις πόλεις της περιοχής. Ακόμα ομως και το Wikitravel δυσκολεύεται να εντοπίσει πάνω από 3-4 αξιοθέατα: ένας Πύργος Ρολογιού όπως σε πολλές άλλες μετα-οθωμανικές πόλεις, το Αρχαιολογικό Μουσείο Νταρ-ας-Σαράγια, κάποια μουσεία μέσα στην πανεπιστημιούπολη – αυτά.

Εικόνα από την κεντρική αγορά της Ιρμπίντ.
Η «ακρόπολη» της Ιρμπίντ δεν έχει πολλή σχέση με την ακρόπολη του Αμμάν, διαθέτει όμως κάποια από τα λίγα παλιά κτίρια της πόλης. Ο τοίχος με τις βασάλτινες πέτρες στα αριστερά ανήκει στο Νταρ-ας-Σαράγια, κτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα από τους Οθωμανούς ως καραβάνσεραϊ στο δρόμο του προσκυνήματος και νυν Αρχαιολογικό Μουσείο. Αμέσως δεξιά, η εικόνα του Βασιλιά Αμπντάλα, συνοδευόμενη από ιορδανικές σημαίες, επιβλέπει και τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Βασιλείου του.

Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι η Ιρμπίντ είναι μια εντελώς άχρωμη πόλη. Η νεανικότητα του πληθυσμού της δίνει χαρακτήρα – που ενισχύεται από το γεγονός πως είναι μια πραγματική φοιτητούπολη, με κάποια από τα γνωστότερα και μεγαλύτερα ΑΕΙ της χώρας, όπως το Πανεπιστήμιο Γιαρμούκ. Τα κτίρια του τελευταίου μαζί με τις φοιτητικές εστίες βρίσκονται κοντά στο κέντρο: η πανεπιστημιούπολη ορίζεται στα δυτικά της από την «Οδό Πανεπιστημίου», τον ίσως πιο γνωστό δρόμο της πόλης, γεμάτο καφετέριες και φαγάδικα όπου συχνάζει η νεολαία και όχι μόνο. Η χαρακτηριστική εικόνα των δρόμων της Ιρμπίντ, η πρώτη ίσως που εντυπώνεται στο μυαλό ενός ξένου επισκέπτη, είναι οι μαντιλοφορούσες και μακιγιαρισμένες νεαρές κοπέλες που κυκλοφορούν με τα βιβλία και τις σημειώσεις τους στο χέρι. Αυτή η νεανική, χαλαρή, ειρηνική ατμόσφαιρα της πόλης είναι εντυπωσιακή, αν σκεφτεί κάποιος ότι μόλις 20 χιλιόμετρα μακριά βρίσκονται τα σύνορα με τη Συρία, όπου ακόμα μαίνεται πόλεμος. Η Ιρμπίντ ήταν, μέχρι και το ξέσπασμα του εμφυλίου, ο κύριος συγκοινωνιακός κόμβος για όσους ταξίδευαν ανάμεσα στις δυο χώρες. Τώρα πλέον, είναι ένα από τα κύρια καταφύγια όσων προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο: πάνω από ένα τέταρτο του σημερινού πληθυσμού της επαρχίας Ιρμπίντ είναι Σύριοι πρόσφυγες.

Η «Οδός Πανεπιστημίου»: στα αριστερά, καταστήματα, καφετέριες και φαγάδικα ή εστιατόρια, στα δεξιά η Πανεπιστημιούπολη του Γιαρμούκ.
Ήδη από τα προάστια της Ιρμπίντ οι φοιτήτριες που κυκλοφορούν στους δρόμους χαρακτηρίζουν την εικόνα της πόλης. Η τελευταία βέβαια δεν βοηθιέται από τα κατεστραμμένα πεζοδρόμια και τα σπαρμένα με σκουπίδια χωράφια.

Σε σχέση με το Αμμάν και την Ιρμπίντ, η Μαντάμπα έρχεται πολύ πίσω σε μέγεθος. Με πληθυσμό περίπου 100.000 κατοίκους, δεν είναι παρά μια επαρχιακή πόλη, σχεδόν στα περίχωρα του Αμμάν, όχι πάνω από μία ώρα ταξίδι με τα μικρά λεωφορεία που κάνουν τακτικά τη διαδρομή. Ό,τι της λείπει σε μέγεθος όμως, το αναπληρώνει σε ιστορική αξία, και καταφέρνει έτσι να είναι ένας κορυφαίος τουριστικός προορισμός – σε μια χώρα που σίγουρα δεν λείπει ο ανταγωνισμός. Οι ρίζες της πόλης πάνε πολύ βαθιά: αναφορές για την αρχαία Μαδηβά υπάρχουν ακόμα και στην Παλαιά Διαθήκη. Tα πολλά μωσαϊκά που επιδεικνύει με περηφάνια στους επισκέπτες μαρτυρούν τη σημασία που είχε στα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια και της χαρίζουν τον τίτλο «πόλη των ψηφιδωτών». Για να τιμήσει αυτή την παράδοση, υπάρχει και μια σχολή που διδάσκει και σήμερα στους νέους της περιοχής όχι μόνο τη συντήρηση των μωσαϊκών, αλλά και την ίδια αυτή την πανάρχαια τέχνη.

Το «αρχαιολογικό πάρκο» στο κέντρο της πόλης έχει στον κέντρο του μια πρωτοβυζαντινή έπαυλη (μετέπειτα εκκλησία), όπου το ψηφιδωτό στο πάτωμα απεικονίζει την ιστορία του Ιππόλυτου και της Φαίδρας
Στο πάτωμα του ορθόδοξου Ναού του Αγίου Γεωργίου σώζεται ένας σπάνιος αρχαίος χάρτης σε μωσαϊκό, που απεικονίζει την περιοχή της Συροπαλαιστίνης μέχρι και την Αίγυπτο. Εδώ βλέπουμε την εκβολή του Ιορδάνη στη Νεκρά Θάλασσα, με την τοποθεσία του Βαπτίσματος και την Ιεριχώ στη Δυτική Όχθη (κάτω μεριά).

Ένας επιπλέον πόλος έλξης τουριστών είναι το κοντινό όρος Νέμπο, απ’ όπου με βάση την παράδοση ο Μωυσής αντίκρισε για πρώτη φορά τη γη της Επαγγελίας, μετά από το μακρύ ταξίδι μέσα από την έρημο. Σε ανάμνηση αυτής της ιστορίας, βρίσκεται στην κορυφή του βουνού μια Μονή Φραγκισκανών. Εκεί μπορεί να συναντήσουμε γκρουπ θρησκευτικών τουριστών απ’ όλες τις γωνιές του καθολικού κόσμου, από τη Λατινική Αμερική μέχρι τις Φιλιππίνες.

Παρά όμως το ένδοξο παρελθόν, η πόλη σχεδόν εγκαταλείφθηκε στη μεσοβυζαντινή περίοδο, και έμεινε ξεχασμένη για πολλούς αιώνες. Μέχρι που κάποιες χριστιανικές φυλές εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στα ερείπια, προς το τέλος του 19ου αιώνα – ανακαλύπτοντας έτσι και τον πλούτο σε μωσαϊκά. Για πολλές δεκαετίες στη συνέχεια, η Μαντάμπα ήταν γνωστή ως μια χριστιανική πόλη. Μπορεί στις τελευταίες δεκαετίες η ισορροπία να άλλαξε προς όφελος των Μουσουλμάνων, η Μαντάμπα παραμένει όμως ένα σημαντικό κέντρο των Χριστιανών της Ιορδανίας, και το ποσοστό τους στον πληθυσμό της πόλης είναι πολύ υψηλότερο του περίπου 5% σε όλη την χώρα. Η πόλη δικαιούται να περηφανεύεται για την αρμονική συμβίωση των διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων: Μουσουλμάνων, Ορθόδοξων και Καθολικών.

Δίπλα στον ελληνορθόδοξο Ναό του Αγίου Γεωργίου (φαίνεται στα δεξιά), βρίσκεται το Νέο Ορθόδοξο Σχολείο, με επιγραφές στα αραβικά και τα αγγλικά. Τα ελληνικά γράμματα περιορίζονται στην πύλη του σχολείου, στο σύμβολο της Αγιοταφίτικης Αδελφότητας (ΤΦ), το οποίο συναντούμε συχνά στη Μαντάμπα.
Η καθολική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στο κέντρο της Μαντάμπα εκπροσωπεί και την τρίτη θρησκευτική κοινότητα της πόλης.
Η Μαντάμπα είναι μια επαρχιακή πόλη, με χαμηλές πολυκατοικίες και πολλά μικρά μαγαζιά. Εδώ η εικόνα από τον σταθμό των λεωφορείων, απ’ όπου μπορεί κάποιος να επιβιβαστεί σε κάποιο ταλαιπωρημένο λεωφορειάκι με κατεύθυνση το Αμμάν.

Πολύ πιο νότια από τη Μαντάμπα, ουσιαστικά μέσα στην έρημο πλέον, βρίσκεται μια πόλη που δεν κατοικείται πια, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι συνεχώς γεμάτη με κόσμο. Πρόκειται βέβαια για την Πέτρα, την πρωτεύουσα του αρχαίου βασιλείου των Ναβαταίων. Οι Ναβαταίοι ήταν μια προϊσλαμική αραβική φυλή, με αραμαϊκές και αργότερα και ελληνιστικές επιρροές, όπως μπορεί να δει κάποιος και στην Πέτρα. Το βασίλειο τους άνθισε ελέγχοντας τις διαδρομές του εμπορίου ανάμεσα σε Συροπαλαιστίνη και Ερυθρά Θάλασσα/Αραβική Χερσόνησο, περίπου στα ίδια χρόνια που λίγο πιο βόρεια έζησε και έδρασε κάποιος Ιησούς Ναζωραίος, και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφτανε στην ακμή της συνεχώς επεκτεινόμενη. Η υποταγή στην τελευταία ήταν μάλλον αργά ή γρήγορα αναπόφευκτη και τελικά ήρθε το 106 μ.Χ. Ακόμα και μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας της πάντως, η Πέτρα συνέχιζε να ακμάζει, φτάνοντας να έχει πληθυσμό 20 με 30 χιλιάδες κάτοικους. Το ότι μια τέτοια μεγάλη πόλη μπορούσε να υπάρξει πριν δυο χιλιάδες χρόνια μέσα στην έρημο, είναι από μόνο του εντυπωσιακό.

Όποιος βρεθεί ανάμεσα στα ερείπια της Πέτρας, τα οποία «ανακαλύφθηκαν» (από τον έξω κόσμο) μόλις πριν περίπου δύο αιώνες, εντυπωσιάζεται ακόμα περισσότερο: από την αρχιτεκτονική, τα παλάτια, τους τάφους, ακόμα κι ένα θέατρο, όλα λαξευμένα μέσα στους αμμολιθικούς βράχους. Δικαιολογημένα συρρέουν εδώ τουρίστες από όλες τις γωνιές του κόσμου. Οι Ιορδανοί γνωρίζουν βέβαια πως κανείς ξένος επισκέπτης δεν μπορεί να έρθει στη χώρα χωρίς να περάσει από την Πέτρα, και το εκμεταλλεύονται ανάλογα. Ακόμα κι αν ο τουρίστας καταφέρει να αποφύγει τους Βεδουΐνους που κυκλοφορούν ελεύθεροι με τα πόδια ή με υποζύγια μέσα στον αρχαιολογικό χώρο (ενίοτε ντυμένοι σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς), πουλώντας τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους, αναγκαστικά θα πρέπει να πληρώσει για την είσοδο. Και το πιο φτηνό εισιτήριο εισόδου, το ημερήσιο, δεν κοστίζει λιγότερα από 80 Ευρώ. Με περίπου 90 Ευρώ, μπορεί βέβαια κάποιος να πάρει εισιτήριο δύο ημερών – κάτι που με την έκταση και τον πλούτο σε μνημεία μπορεί και να αξίζει. Εξάλλου, μπορεί να διανυκτερεύσει άνετα στο Γουάντι Μούσα, έναν οικισμό που αναπτύχθηκε στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου και ζει σχεδόν αποκλειστικά απ’ αυτόν.

Ανεβαίνοντας στους βασιλικούς τάφους, έχει κάποιος θέα προς την έκταση όπου απλωνόταν η αρχαία πόλη της Πέτρας: μια έρημος με λίγα σκόρπια ανθεκτικά στη ξηρασία φυτά.
Το Θέατρο της Πέτρας λαξεύτηκε στο βράχο περίπου πριν δύο χιλιάδες χρόνια, όταν η πόλη ήταν ακόμα πρωτεύουσα του ανεξάρτητου βασιλείου των Ναβαταίων.
Το Γουάντι Μούσα (Κοιλάδα του Μούσα) αναπτύχθηκε στις τελευταίες δεκαετίες χάρη στον τουρισμό της Πέτρας, η οποία ξεκινάει στα υψώματα που φαίνονται στο βάθος.

Από την Πέτρα της Αρχαιότητας, στη Μαντάμπα του πρώιμου Μεσαίωνα και μετά στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις του Αμμάν και και της Ιρμπίντ: είναι μια εικόνα που, αν μη τι άλλο, δείχνει ότι η περιοχή που ονομάζεται σήμερα Ιορδανία έπαιζε και συνεχίζει να παίζει ρόλο εδώ και χιλιετίες. Το χασεμιτικό Βασίλειο μπορεί να είναι από πολλές απόψεις αμφιλεγόμενο κράτος. Από τη στιγμή που έχει δημιουργηθεί, έχει κατηγορηθεί για πολλά: ως μη-φυσικό δημιούργημα των αποικιοκρατών, ως κατά βάθος φιλοσιωνιστικό, ως σύμμαχος των συντηρητικών μοναρχιών του Κόλπου, ως μόνο κατ’ όνομα συνταγματική μοναρχία και ουσιαστικά αυταρχικό κράτος.

Όπως όμως κι αν θέλει κάποιος να κρίνει την Ιορδανία, πρέπει να παραδεχτεί πως πρόκειται για μια εντυπωσιακή χώρα. Μια περιοχή οικολογικά οριακή, μεταβατική προς την έρημο, από τις πιο φτωχές σε νερό στον κόσμο, μπορεί να συντηρεί αστικούς ιστούς που κατοικούνται από εκατομμύρια ανθρώπους, προσφέροντας τους ένα σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης – και μάλιστα χωρίς να έχει το πετρέλαιο της Σαουδικής Αραβίας ή των Εμιράτων. Η χώρα με την παγκοσμίως δεύτερη μεγαλύτερη αναλογία προσφύγων προς τον συνολικό πληθυσμό, έναν πληθυσμό που στην ουσία αποτελείται πλειοψηφικά από πρόσφυγες ή τους απογόνους τους, με παρουσία διαφορετικών θρησκειών εδώ και χιλιάδες χρόνια, μπορεί να θεωρείται παράδειγμα σταθερότητας στην περιοχή – και μάλιστα, όταν συνορεύει με τη Συρία, το Ιράκ και το Ισραήλ/Παλαιστίνη. Και αυτό δεν το αποδεικνύουν μόνο οι βαθμολογίες που την κατατάσσουν ως έναν από τους δέκα πιο ασφαλείς προορισμούς στον κόσμο. Υπάρχει και πιο απτή απόδειξη: ακόμα και σήμερα, αποτελεί σημείο όπου προτιμούν να καταφεύγουν άνθρωποι για να γλυτώσουν από πολέμους και διώξεις, όπως πιο χαρακτηριστικά είδαμε τελευταία στον πόλεμο της Συρίας.

Το μέγεθος των προβλημάτων που έχει μπροστά της η Ιορδανία δεν επιτρέπει μεν υπερβολική αισιοδοξία. Ένας ολοένα αυξανόμενος πληθυσμός, τόσο λόγω γεννήσεων όσο και λόγω προσφυγικών ροών, με ταυτόχρονη εξάντληση των φυσικών πόρων που απαιτούνται για τη συντήρησή του, λόγω κλιματικής αλλαγής και όχι μόνο: η εξίσωση μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να λυθεί. Ταυτόχρονα, υπάρχει μια αστάθεια που απλώνεται γύρω γύρω από τη χώρα και τη σφίγγει σαν κλοιός: προς το παρόν αντέχει, αλλά για πόσο ακόμα; Είναι όμως μια περιοχή που ξέρει στα δύσκολα και καταφέρνει επί χιλιετίες όχι μόνο να επιβιώνει, αλλά και να συντηρεί και να παράγει πολιτισμό. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να της αναγνωρίσουμε.

.

Απ’ τον Τιγρη στον Ευφρατη – κι απ’ το Κουρδισταν στη Μεσογειο

Κλασσικό

Αν μας ρωτούσαν σε ποιο κράτος ανήκει σήμερα η ιστορική γη της Μεσοποταμίας, πολλοί θα την ταύτιζαν με το Ιράκ. Δε θα είχαν απόλυτο άδικο, αφού η χώρα είναι αυτό που είναι χάρη στους δύο ποταμούς που τη διατρέχουν από Βορρά ως Νότο, τον Τίγρη και τον Ευφράτη. Κάποιοι θα θυμόντουσαν και τη Συρία. Η εύφορη κοιλάδα του Ευφράτη διασχίζει το ανατολικό μισό της χώρας, χαρίζοντας απρόσμενα ζωή στην έρημο.

Οι περισσότεροι όμως μάλλον θα ξεχνούσαν το κράτος, από το οποίο πηγάζουν και οι δύο ποταμοί: την Τουρκία. Μια νοτιοανατολική γωνιά της χώρας ανήκει κι αυτή στη Μεσοποταμία. Μάλλον όχι τυχαία, είναι και από τα πιο εθνικά ανάμικτα και διαφιλονικούμενα μέρη της Τουρκίας. Κούρδοι, Τούρκοι, Άραβες, παλιότερα και Αρμένηδες, Ασσύριοι και Γιαζιντίτες, μοιράζονται μια γη φορτωμένη με Ιστορία όσο ελάχιστες άλλες περιοχές του κόσμου.

Στη διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο ξεκινάμε από τα ανατολικά, τις όχθες του Τίγρη στο Βόρειο Κουρδιστάν, και κατευθυνόμαστε προς τα δυτικά. Περνάμε και τον Ευφράτη, αλλά συνεχίζουμε ακόμα πιο δυτικά. Αφού διασχίσουμε ψηλά βουνά, φτάνουμε στην εύφορη πεδιάδα της Κιλικίας. Από εκεί, καταλήγουμε στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου, στον Κόλπο της Μερσίνης.

Υπόβαθρο: OpenStreetMap

Αφετηρία είναι το Ντιγιάρμπακιρ, η αρχαία Αμίδα – «Αμέντ» ονομάζουν και σήμερα την πόλη πολλοί Κούρδοι. Η άτυπη πρωτεύουσα του (Βόρειου) Κουρδιστάν είναι μια ωραία, αλλά παράξενη πόλη. Αυτός είναι μάλλον ο χαρακτηρισμός που της ταιριάζει καλύτερα. Για να ξεκινήσουμε με τα εύκολα, παράξενη είναι ακόμα και η γεωγραφία της. Το ιστορικό κέντρο της πόλης δεν βρίσκεται.. κεντρικά, αλλά στη νοτιοανατολική άκρη του αστικού ιστού. Κλεισμένο μέσα στα ρωμαϊκά τείχη από βασάλτη, το Σουρ (έτσι ονομάζεται η παλιά πόλη) γειτνιάζει άμεσα με την κοιλάδα του Τίγρη. Είναι ίσως λογικό ότι η πόλη δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί εις βάρος των εύφορων εδαφών της κοιλάδας. Μάλλον δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την εξάπλωση του αστικού ιστού βόρεια και δυτικά του κέντρου.

Τα βασάλτινα τείχη του Ντιγιάρμπακιρ: η νότια πλευρά.
Η κοιλάδα του Τίγρη, όπως φαίνεται από τα νότια τείχη. Πάνω αριστερά διακρίνεται λίγο ο ποταμός, μαζί με την πέτρινη γέφυρα.
Ο Τίγρης με την παλιά πέτρινη γέφυρα, χτισμένη κι αυτή από βασάλτη όπως σχεδόν όλα τα ιστορικά κτίρια στο Ντιγιάρμπακιρ.
Όπως και σε τόσες άλλες πόλεις της Τουρκίας, η νέα εκτός των τειχών πόλη αποτελείται κυρίως από καινούριες ψηλές πολυκατοικίες. Εδώ, πολυσύχναστος πεζόδρομος στην περιοχή του Οφίς.

Ας πάμε όμως τώρα στα πιο δύσκολα. Όλες οι τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις έδειξαν ότι πρώτη πολιτική δύναμη στην πόλη είναι, αναμενόμενα, το αριστερό-φιλοκουρδικό HDP. Παρ’ όλα αυτά, περπατώντας στους δρόμους του Ντιγιάρμπακιρ, θα δυσκολευτεί κάποιος να βρει ένα σύμβολο αυτού του κόμματος. Αντίθετα, τον περασμένο Οκτώβρη θα έβλεπε παντού την εικόνα του μισητού εχθρού, του Ερντογάν, ο οποίος ετοίμαζε τότε επίσκεψη στην πόλη. Επίσης, πολύ κεντρικά και ορατά είναι τα γραφεία του αντιπολιτευόμενου κεμαλικού CHP, ακόμα και του εθνικιστικού Καλού Κόμματος (ιδιαίτερα το τελευταίο, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι βρίσκει εύκολα ακροατήριο στους Κούρδους). Ο εκλεγμένος από τον λαό δήμαρχος του HDP έχει απομακρυνθεί από τη θέση του, κατηγορούμενος για «διασυνδέσεις με την τρομοκρατία». Ο αντικαταστάτης του είναι διορισμένος από την κυβέρνηση στην Άγκυρα, χωρίς καμία δημοκρατική νομιμοποίηση.

Τα γκρουπ των τουριστών που έρχονται για να θαυμάσουν τα τείχη του Ντιγιάρμπακιρ, συνοδεύονται από γιγαντοαφίσες του Ερντογάν (αριστερά) και του κυβερνώντος κόμματος (δεξιά). Τα κιγκλιδώματα της αστυνομίας παντού, δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις ότι δε βρίσκεται σε μια τυχαία πόλη της Τουρκίας, αλλά σε μια περιοχή υπό καθεστώς που μοιάζει με στρατιωτική κατοχή.

Η ιστορία αυτή κρύβει ακόμα περισσότερη καταπίεση, απ’ ό,τι θα δει κάποιος με την πρώτη ματιά. Μεγάλο μέρος της εντός των τειχών πόλης έχει σχεδόν ισοπεδωθεί και η πρόσβαση σε αυτό είναι απαγορευμένη. Πριν 7 χρόνια, εδώ είχαν στηθεί οδοφράγματα και ο τουρκικός στρατός αντάλλαζε πυρά με το ΡΚΚ. Μετά την (αιματηρή) επικράτησή του, ο Ερντογάν αποφάσισε ότι η παλιά πόλη πρέπει να ξανακτιστεί με νέα πρότυπα και να αξιοποιηθεί τουριστικά. Είναι μια ευγενοποίηση, η οποία γίνεται με κρατικό σχέδιο και κυριολεκτικά με τη βία: μια μέθοδος, με την οποία το τουρκικό κράτος αντιμετώπιζε συχνά αυτή την παραμεθόρια περιοχή, που είχε την ατυχή συνήθεια να μιλάει διαφορετική γλώσσα (ή γλώσσες) από την επίσημη.

Μεγάλο μέρος του κατεστραμμένου, ανατολικού κυρίως, τμήματος του Σουρ, βρίσκεται ακόμα σε διαδικασία ανοικοδόμησης. Τουρκική σημαία, εικόνα του Ατατούρκ, του Ερντογάν και της TOKİ, δίνουν το ιδεολογικό στίγμα αυτής της ανοικοδόμησης, ενώ δίπλα διαφημίζονται συναυλίες και κινηματογραφικές προβολές, αφήνοντας ίσως μια εντύπωση ειρήνευσης.
Ο Άγιος Κήρυκος (Σουρπ Γκιραγκός) στο Σουρ θεωρείται η μεγαλύτερη αρμένικη εκκλησία στη Μέση Ανατολή. Για έναν αιώνα παρατημένη και υπό κατάρρευση, ανοικοδομήθηκε στις αρχές του 21ου αιώνα, για να καταστραφεί πάλι (εν μέρει) κατά τις συγκρούσεις του 2015. Το τουρκικό κράτος την κατέσχεσε κι αυτή όπως μεγάλο μέρος του Σουρ, προκαλώντας αντιδράσεις στις αρμένικες κοινότητες και όχι μόνο. Οι επισκευές ολοκληρώθηκαν αυτή τη χρονιά και η εκκλησία είναι πάλι ανοιχτή στο κοινό.
Η ανοικοδόμηση του Σουρ στοχεύει και στην τουριστική αξιοποίησή του, και οι νέες καφετέριες στην Οδό Γενίκαπι (πάντα συνοδευόμενες από τουρκικές σημαίες) στοχεύουν προφανώς και στον εξευγενισμό της εικόνας του.

Το δυτικό τμήμα του Σουρ καλύπτεται ακόμα από φτωχογειτονιές με προχειροφτιαγμένα κτίρια, όπου τα παιδιά παίζουν στα στενά μαζί με γάτες και κότες – αν και η ευγενοποίηση αρχίζει σιγά σιγά να εξαπλώνεται κι εδώ. Λίγα βήματα πιο πέρα, τα γκρουπ των (ακόμα κυρίως Τούρκων) τουριστών τριγυρίζουν θαυμάζοντας το Ουλού Τζαμί, το Χασάν Πασά Χάνι και τη θέα από τα τείχη. Πάντως, δεν λείπουν και σκόρπια στοιχεία που δείχνουν ίσως κάποια μορφή αντίστασης. Η πορεία του κουρδικού κινήματος μπορεί να μην οδηγήσει τελικά στην ανεξαρτησία, ίσως ούτε καν στον δημοκρατικό συνομοσπονδισμό. Σίγουρα όμως δεν τελείωσε το 2015, ό,τι κι αν θέλουν να ελπίζουν οι ιθύνοντες στην Άγκυρα.

Σοκάκι σε γειτονιά του Σουρ, κοντά στη συριοορθόδοξη εκκλησία Μεριέμ Ανά.
Ακόμα πάντως και στις φτωχογειτονιές του δυτικού Σουρ έχουν αρχίσει να ξεφυτρώνουν τέτοια μαγαζιά.
Οι τουρίστες συρρέουν στο Ντιγιάρμπακιρ μεταξύ άλλων και για το (όντως ιδιαίτερο) Ουλού Τζαμί, στο κέντρο του Σουρ.
Το Σουλουκλού Χάνι είναι μικρότερο, λιγότερο τουριστικό και (κατά την άποψή μου) περισσότερο συμπαθητικό από το γειτονικό Χασάν Πασά Χάνι. Χρειάζεται πάντως κάποια προσπάθεια για να το εντοπίσεις.
Ενδιαφέρον έχει κι αυτή η πινακίδα με πληροφορίες για το Σουλουκλού Χάνι και ιδιαίτερα η επιλογή των γλωσσών: ξεκινάει (μάλλον) με αραμαϊκά, συνεχίζει με αρμένικα, αραβικά, κουρδικά (πιθανόν Κουρμαντζί και Ζαζά) και αφήνει τελευταία τα τουρκικά. Μπορεί η σειρά να είναι τυχαία, μπορεί και όχι.
Σαββατόβραδο στο κέντρο του Ντιγιάρμπακιρ: δύο μουσικοί του δρόμου τραγουδούν στα κούρδικα. Oι περαστικοί έχουν στήσει χορό στο πεζοδρόμιο, που μεγαλώνει όσο περνά η ώρα.

Φεύγοντας από το Ντιγιάρμπακιρ και διασχίζοντας τις κοντινές εξοχές, αντιλαμβάνεται κάποιος έναν ακόμα λόγο για τον οποίο η περιοχή είναι μια από τις πιο φτωχές της Τουρκίας, εκτός από τους ιστορικούς/εθνοτικούς/πολιτικούς. Αχανείς εκτάσεις καλύπτονται με μεγάλες σκούρες πέτρες από βασάλτη, και είναι μάλλον χρήσιμες μόνο για εκτατική κτηνοτροφία. Εκεί όπου έχει επιχειρηθεί μια γεωργική αξιοποίηση, οι σωροί από πέτρες στα χωράφια δείχνουν πόσο δύσκολο είναι ένα τέτοιο εγχείρημα. Όσο βέβαια πλησιάζουμε προς την Ούρφα, αρχίζουν να πυκνώνουν στην εικόνα του τοπίου οι γνωστές μας μεσογειακές καλλιέργειες: σιτηρά, φιστικιές ελιές. Στον δρόμο, τα λεωφορεία που έρχονται από το Κουρδιστάν, θα σταματήσουν σε μπλόκα του στρατού ή της αστυνομίας, όπου θα ελεγχθούν οι ταυτότητες όλων των επιβατών. Το ίδιο το τουρκικό κράτος μοιάζει να θέλει να δείξει πως αυτή η περιοχή δεν είναι μια φυσιολογική περιοχή της Τουρκίας.

Τέτοιες απέραντες εκτάσεις καλυμμένες με πέτρες είναι χαρακτηριστική εικόνα στον δρόμο από Ντιγιάρμπακιρ προς Σιβερέκ.

Στην Ούρφα έχουμε ήδη απομακρυνθεί από τις πιο «καθαρές» κουρδικές περιοχές. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι πρόκειται για μια εθνοτικά ομοιογενή τουρκική πόλη. Στην πόλη μιλιούνται ως μητρικές γλώσσες τουρκικά, κουρδικά και αραβικά. Το υψηλό ποσοστό Αράβων δεν οφείλεται μόνο στην πρόσφατη μετανάστευση Συρίων: στην Ούρφα έχει παραμείνει από τα οθωμανικά χρόνια, μπορεί να είναι και η πιο μεγάλη εθνοτική ομάδα. Είναι ίσως ένας ακόμα από τους λόγους που η πόλη έχει τη φήμη της πιο «μεσανατολίτικης» πόλης της Τουρκίας. Όπως και να έχει, και παρά αυτή την πολυεθνική σύνθεση, η συντηρητική Ούρφα παραμένει προπύργιο του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ.

«Εμείς είμαστε η Τουρκία», διαβάζει ο ταξιδιώτης μόλις φτάνει στη Σανλίουρφα, στον σταθμό των λεωφορείων. Αναλογιζόμενος πάντως το υψηλό ποσοστό μη τουρκόφωνων στον πληθυσμό της πόλης, πιθανόν να προβληματιστεί για τη σκοπιμότητα της επιγραφής.
Μια από τις εισόδους της φημισμένης κεντρικής αγοράς της Ούρφα.

Αν και όλοι την αποκαλούν απλά «Ούρφα», το πλήρες επίσημο όνομα της πόλης είναι Σανλίουρφα. Το επίθετο «Σανλί» σημαίνει ιερή και προστέθηκε πριν μερικές δεκαετίες. Ακόμα κι αν δεν χρησιμοποιείται πολύ στην καθομιλούμενη, στην πόλη υπάρχει όντως μια ιερή ατμόσφαιρα. Κι αυτό δεν είναι μόνο γιατί ο πληθυσμός της είναι πολύ θρήσκος – αυτό δεν είναι κάτι ασυνήθιστο σε τουρκικές επαρχιακές πόλεις. Η πόλη θεωρείται γενέτειρα του Αβραάμ, και στο σημείο όπου γεννήθηκε υπάρχει σήμερα ένα συγκρότημα από τζαμιά, το οποίο προσελκύει καθημερινά πλήθη προσκυνητών και τουριστών. Η περιοχή ονομάζεται Μπαλικλίγκιολ, δηλαδή λίμνη των ψαριών. Και όντως, στο πάρκο που συνοδεύει τα τζαμιά υπάρχουν λίμνες με έναν εντυπωσιακό πληθυσμό σε ψάρια, τα οποία η παράδοση θέλει επίσης.. ιερά.

Στη σπηλιά εδώ στο κέντρο της Ούρφα γεννήθηκε με βάση την παράδοση ο Αβραάμ. Η υπόθεση μπορεί να είναι δύσκολο να αποδειχτεί, αλλά ήταν αρκετή για να κτιστούν τζαμιά γύρω από τη σπηλιά και να γίνει ο χώρος στόχος αμέτρητων προσκυνητών και τουριστών.
Οι λίμνες στο πάρκο που περιβάλλει τα τζαμιά φιλοξενούν μεγάλο αριθμό ψαριών, τα οποία ταΐζει εδώ το κοριτσάκι. Ένας θρύλος τα θέλει να προέρχονται από τη φωτιά που ο Βασιλιάς Νιμρόντ ετοίμαζε για να κάψει τον Αβραάμ: ο Θεός μετέτρεψε τη φωτιά σε νερό και τα καυσόξυλα σε ψάρια.

Η ιερότητα της Ούρφα όμως δεν περιορίζεται στο Μπαλικλίγκιολ, ούτε καν στις αβρααμιτικές μονοθεϊστικές θρησκείες. Σε απόσταση περίπου 10 χιλιομέτρων από την πόλη, σε έναν λόφο που ονομάζεται Γκιομπεκλίτεπε, ανακαλύφθηκε πριν κάποια χρόνια το αρχαιότερο θρησκευτικό κτίσμα στην (προ)ϊστορία της ανθρωπότητας, ηλικίας τουλάχιστον 10.000 ετών. Είναι μια ένδειξη για το πόσο νωρίς οι άνθρωποι είχαν ανάγκη για μόνιμους χώρους θρησκευτικών τελετών – ίσως πριν ακόμα αποκτήσουν μόνιμες κατοικίες, αφού κατά μια άποψη οι θαμώνες του Γκιομπεκλίτεπε πιθανόν να ήταν ακόμα νομάδες τροφοσυλλέκτες. Είναι βέβαια πολύ ταιριαστό ότι αυτή η ανακάλυψη έγινε στην ιερή Ούρφα.

Είναι μάλλον σπάνιο για τουρκικούς δήμους να έχουν ως σύμβολο μιναρέδες, για την ιερή Ούρφα όμως γίνεται μια εξαίρεση, όπως βλέπουμε εδώ στη σημαία του Δήμου που κυματίζει δεξιά από την τουρκική. Πίσω φαίνεται το προάστιο του Καράκιοπρου, όπου οικοδομούνται πανύψηλες νέες πολυκατοικίες για τη στέγαση του ραγδαία αυξανόμενου πληθυσμού της πόλης.

Μιάμιση περίπου ώρα με το λεωφορείο από τη Σανλί-Ούρφα, φτάνουμε και στον δεύτερο μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη. Λίγα χιλιόμετρα δυτικά του Ευφράτη, βρίσκεται η άλλη μεγαλούπολη με προσωνυμία, η Γκαζί-Αντέπ. Αν η Ούρφα είναι ιερή πόλη, η δόξα της Αντέπ είναι πιο κοσμική: Γκαζί σημαίνει νικήτρια. Ο τίτλος της δόθηκε για τη συνεισφορά της στον κεμαλικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, συγκεκριμένα για τον αγώνα ενάντια στους Γάλλους (επίδοξους) αποικιοκράτες. Θα μπορούσαμε βέβαια να παρατηρήσουμε ότι οι τελευταίοι δεν ήταν και οι πιο αποφασισμένοι αντίπαλοι και επιπλέον πως η μάχη που έγινε ειδικά για την πόλη της Αντέπ έληξε με γαλλική νίκη (ασχέτως του ότι λίγους μήνες μετά οι Γάλλοι την εγκατέλειψαν λόγω συμφωνίας με τον Κεμάλ). Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν εμπόδισε τους Τούρκους, εκτός από να προσθέσουν το «Γκαζί» στην ονομασία της πόλης, να φτιάξουν κι ένα Μουσείο για τον πόλεμο στο Κάστρο της Αντέπ.

Περνώντας στη δυτική όχθη του Ευφράτη, αφήνουμε πίσω μας την «τουρκική Μεσοποταμία».
Το κάστρο της Αντέπ, του οποίου οι ρίζες φτάνουν μέχρι τα βυζαντινά/ρωμαϊκά χρόνια, ακόμα και την εποχή των Χετταίων, επιβλέπει το κέντρο της πόλης.

Η Αντέπ είναι πάντως περισσότερο γνωστή για τον καρπό που στην Ελλάδα ονομάζεται «φιστίκι Αιγίνης», και στην Τουρκία βέβαια «φιστίκι Αντέπ». Κατ’ επέκταση, εξίσου φημισμένη είναι και για τον μπακλαβά που παρασκευάζεται με βάση αυτόν τον καρπό. Το αντίστοιχο όνομα στην Κύπρο είναι «χαλεπιανό» – και δεν είναι τυχαίο που το Χαλέπι βρίσκεται μόλις 120 χιλιόμετρα μακριά από την Αντέπ. Στα οθωμανικά χρόνια η Αντέπ, όπως και η Ούρφα, ανήκε στο βιλαέτι του Χαλεπίου. Ήταν το βιλαέτι όπου η τουρκοφωνία συναντούσε και αναμιγνυόταν με την αραβοφωνία, και οι δύο συνοδεύονταν από ένα επίσης πολύ ισχυρό αρμενικό στοιχείο. Το τελευταίο σχεδόν εξαφανίστηκε το 1915 με την Γενοκτονία, όπως και το ασσυριακό. Λίγα χρόνια αργότερα, το βιλαέτι χωρίστηκε και μοιράστηκε ανάμεσα στη νέα Τουρκική Δημοκρατία και την αραβική (ακόμα υπό γαλλική εντολή) Συρία.

Οι εξοχές γύρω από την Αντέπ καλύπτονται σε μεγάλο ποσοστό από φιστικιές/χαλεπιανιές, και η ίδια η πόλη είναι γεμάτη με μαγαζιά που πουλούν τον καρπό, τους «φιστικτζήδες» (εδώ αριστερά). Αντίστοιχα, υπάρχουν και τα μπακλαβατζίδικα (δεξιά), τα οποία πουλούν το γλυκό που κατά κανόνα κυριαρχείται εδώ από το πράσινο χρώμα του χαλεπιανού.
Ένα από τα πιο τραγικά αξιοθέατα της Γκαζίαντεπ: η πρώην αρμένικη εκκλησία της Παναγίας δεν είναι τόσο παλιά, χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα για να εξυπηρετήσει την ακόμα τότε ακμάζουσα αρμενική κοινότητα της πόλης. Δεν πρόλαβαν να την χαρούν πολύ: λίγα χρόνια μετά, οι περισσότεροι Αρμένηδες θα χανόντουσαν στις πορείες θανάτου, στην κοντινή Έρημο της Συρίας. Χωρίς αρμενική κοινότητα πια στην πόλη, το κτίριο χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς, μέχρι να αποφασιστεί η μετατροπή του σε τζαμί τη δεκαετία του ’80. Η επιλογή του ονόματος «Τζαμί της Απελευθέρωσης» μοιάζει σχεδόν προκλητική. Ίσως δείχνει όμως και το πόσο απέχουν οι ερμηνείες της Ιστορίας τους από λαούς που άλλοτε μοιράζονταν την ίδια γη.

Σήμερα, η Αντέπ είναι με ενάμισι εκατομμύριο κατοίκους η έκτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας και έχει μάλλον ξεπεράσει σε πληθυσμό την αλλοτινή πρωτεύουσα του βιλαετίου, το κατεστραμμένο πλέον από τον πόλεμο Χαλέπι. Εξάλλου, πολλοί έχουν μετακινηθεί λόγω του πολέμου από τη μια πόλη στην άλλη. Σχεδόν μισό εκατομμύριο Σύριοι πρόσφυγες κατοικούν σήμερα είτε στην πόλη, είτε γύρω απ’ αυτήν, με όλα τα κοινωνικά προβλήματα που προκαλεί μια τέτοια κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, το κέντρο της Αντέπ διατηρεί την ομορφιά του, με τα πέτρινα κτίρια και τα πλακόστρωτα στενά του, τα χάνια απ’ όπου τα βράδια ακούμε μουσικές, την αγορά των μπακιρτζήδων και τα μπεζεστένια – και βέβαια, τα αμέτρητα φιστικάδικα και μπακλαβατζίδικα. Μετά από το κέντρο ακολουθεί βέβαια η απαραίτητη ζώνη των γκετζέκοντου, φτωχογειτονιές με προχειροφτιαγμένες κατοικίες. Ακόμα πιο έξω, απλώνονται οι σύγχρονες πολυκατοικίες της TOKİ, που όπως σε κάθε τουρκική μεγαλούπολη αντικαθιστούν σταδιακά τα γκετζέκοντου. Τέλος, όταν βγαίνουμε από την πόλη, περνάμε μέσα από τη βιομηχανική ζώνη, μια από τις μεγαλύτερες σε όλη την Τουρκία: η Γκαζίαντεπ φημίζεται (και) για την ανεπτυγμένη βιομηχανία της.

Είναι μυστήριο πως η χελώνα βρέθηκε μέσα στο «Χάνι του Έθνους» (ονομασία που του δόθηκε βέβαια στην κεμαλική περίοδο, αν και είναι πολύ παλιότερο), στο κέντρο μιας μεγαλούπολης όπως η Αντέπ.
Το Μπέη ήταν παλιότερα μια πολυεθνοτική γειτονιά της Αντέπ και είναι σήμερα μια από τις πιο ήσυχες και ευχάριστες του κέντρου. Πολλά από τα παλιά αρμένικα ή εβραϊκά σπίτια της πόλης λειτουργούν σήμερα ως καφενεία ή πολιτιστικά κέντρα.
Φεύγοντας το λεωφορείο από την Αντέπ, περνάει μέσα και από τη μεγάλη βιομηχανική ζώνη. Τα φουγάρα που καπνίζουν θυμίζουν ότι η πόλη είναι κι αυτή μια «τίγρη της Ανατολίας», ένας από τους νέους βιομηχανικούς γίγαντες της Τουρκίας.

Επόμενος σταθμός στη διαδρομή προς τα δυτικά είναι η μεγαλούπολη του βαμβακιού, τα Άδανα. Βρίσκεται στο μέσο της απέραντης πεδιάδας της Κιλικίας, την Τσουκούροβα όπως την λένε οι Τούρκοι. Τέτοιοι πλατιοί κάμποι είναι σπάνιοι στη νότια ακτή της Τουρκίας, που κατά τ’ άλλα κυριαρχείται από άγρια βουνά και ιδιαίτερα την Οροσειρά του Ταύρου. Ήταν επόμενο ότι θα αξιοποιούνταν για την ιδιαίτερα προσοδοφόρα βαμβακοκαλλιέργεια, αν και σήμερα η Τσουκούροβα πρωτοστατεί και σε άλλες καλλιέργειες, από το καλαμπόκι μέχρι τα εσπεριδοειδή. Ο Γιασάρ Κεμάλ πάντως, ο οποίος κατάγεται από την περιοχή των Αδάνων, έχει στήσει το μυθιστόρημά του «Μεσόστυλος» γύρω από τη παραγωγή βαμβακιού. Το βιβλίο ξεκινάει με τους κινούμενους αγκαθόθαμνους που σηματοδοτούν ότι το άνθος του βαμβακιού έχει ανοίξει στην Τσουκούροβα και ότι ήρθε η στιγμή για τους χωρικούς των γύρω βουνών να κατεβούν στον κάμπο για να το συλλέξουν.

Το Πολιτιστικό Κέντρο Γιασάρ Κεμάλ είναι ένας φόρος τιμής για τον κουρδικής καταγωγής συγγραφέα, έναν από τους σημαντικότερους που ανέδειξαν όχι μόνο τα Άδανα, αλλά και ολόκληρη η Τουρκία στον 20ό αιώνα.

Τέτοιες καλλιέργειες βέβαια απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερού. Ευτυχώς για την Τσουκούροβα, εκτός από την υψηλή βροχόπτωση, τη διασχίζουν και τα ποτάμια που πηγάζουν από τις οροσειρές του Ταύρου και του Αντιταύρου. Ένα απ’ αυτά είναι και ο Σάρος ή Σεϋχάν, στις όχθες του οποίου είναι κτισμένα τα Άδανα, μια πόλη από τις αρχαιότερες του κόσμου, ηλικίας πολλών χιλιετιών. Παρ’ όλα αυτά, δύσκολα θα βρούμε στοιχεία που να το θυμίζουν αυτό. Είναι μια σύγχρονη τσιμεντούπολη των 2 εκατομμυρίων κατοίκων, που δεν έχει ούτε γραφικά πλακόστρωτα στενά, ούτε ατμοσφαιρικά παζάρια, ούτε πολλά ιδιαίτερα αξιοθέατα, όπως οι προηγούμενες τρεις πόλεις. Το μέρος που ξεχωρίζει πάντως είναι το μεγάλο παραποτάμιο πάρκο που ξεκινάει από την πέτρινη γέφυρα και περιτριγυρίζει το Κεντρικό Τζαμί του Σαμπαντζί, ένα από τα μεγαλύτερα της χώρας.

Η ρωμαϊκή Πέτρινη Γέφυρα ενώνει εδώ και δύο χιλιετίες τη δυτική όχθη του Σάρου (όπου και το κέντρο των Αδάνων) με την ανατολική.
Εντός του παραποτάμιου πάρκου των Αδάνων βρίσκεται και το Κεντρικό Τζαμί του Σαμπαντζί, ένα από τα μεγαλύτερα τζαμιά της Τουρκίας. Κτισμένο σε νεο-οθωμανικό στυλ το 1988, είναι ίσως και δείγμα της κρατικά στηριζόμενης θεωρίας της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης, που ουσιαστικά έστρωσε τον δρόμο για την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ και του Ερντογάν.

Οι Αρεταίος και Αγγελετόπουλος στο (σιδηροδρομικό) οδοιπορικό τους μέσα από διάφορες πόλεις της Τουρκίας, ονομάζουν τα Άδανα «γκρίζα ζώνη». Ο λόγος είναι η πολιτική-κοινωνική ποικιλία της πόλης: δεν έχει ούτε την καθαρά κοσμική-κεμαλική ταυτότητα της Σμύρνης, ούτε ψηφίζει φανατικά Ερντογάν όπως το Ικόνιο ή η Καισαρεία, ούτε είναι προπύργιο του κουρδικού κινήματος όπως το Ντιγιάρμπακιρ. Όλες αυτές οι παρατάξεις έχουν παραδοσιακά δύναμη στην πόλη, όπως επίσης ψηλό ποσοστό έχουν και τα εθνικιστικά κόμματα. Καμία όμως δεν μπορεί να επικρατήσει απόλυτα και αναγκάζονται να συνυπάρξουν σχετικά ειρηνικά. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη στη σειρά των πόλεων που είδαμε μέχρι τώρα, που βρίσκεται τώρα στα χέρια της αντιπολίτευσης. Ο δήμαρχος προέρχεται από το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, ενώ το ΑΚΡ του Ερντογάν ακόμα διοικεί την Αντέπ, την Ούρφα και το Ντιγιάρμπακιρ (το τελευταίο, μετά από την απομάκρυνση του δημοκρατικά εκλεγμένου δήμαρχου που προέρχεται βέβαια από το φιλοκουρδικό HDP). Οι πιο κοσμοπολίτικες περιοχές των μεσογειακών μικρασιατικών παραλίων ήταν μάλλον σχετικά δεκτικές στην κεμαλική προσπάθεια εκκοσμίκευσης. Ειδικά στα Άδανα όμως, μπορεί να παίζει και ρόλο η σημαντική παρουσία Αλεβιτών.

Η Πλατεία 5ης Ιανουαρίου στο κέντρο των Αδάνων, με το άγαλμα του Ατατούρκ, θυμίζει τη μέρα υποχώρησης του γαλλικού στρατού το 1922 και ουσιαστικά την ένταξη στο νέο κεμαλικό κράτος. Δεξιά, ένα «Erotik Shop» και αριστερά το Μεστάν Χαμάμ, από τα λίγα οθωμανικά κτίρια που έχουν απομείνει στην πόλη. Αριστερά του χαμάμ, διαφημίζεται μάλλον κάποια προσεχής ομιλία του ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (και, όπως φαίνεται, επίδοξου νέου πρόεδρου της Τουρκίας), Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Το πρόσφατο περιστατικό στα Άδανα, όπου σπίτια Αλεβιτών σημάνθηκαν από άγνωστους με σταυρούς και τη (μάλλον υποτιμητική) ονομασία «Κιζιλμπάς» (=κοκκινοκέφαλοι), ξύπνησε τραυματικές μνήμες από αντι-αλεβιτικά πογκρόμ. Αναφερόμαστε βέβαια ιδιαίτερα στα γεγονότα του 1978 στο γειτονικό Μαράς που κόστισαν τη ζωή σε πάνω από 100 Αλεβίτες, σχετιζόμενα και με τη σκληρή σύγκρουση ανάμεσα σε ακροδεξιές και αριστερές ομάδες εκείνη την εποχή. Πηγή εικόνας: https://bianet.org/english/religion/249389-alevi-homes-marked-in-adana-in-38th-similar-incident-in-a-decade

Μια πεδιάδα όπως η Κιλικία, ήδη από τον 19ο αιώνα προσανατολισμένη στο εξαγωγικό εμπόριο (βοηθά βέβαια η εγγύτητα στη θάλασσα), χρειάζεται και το λιμάνι της. Και αυτό τον ρόλο ανέλαβε η Μερσίνη, ο τελευταίος σταθμός αυτής της διαδρομής στη νοτιοανατολική Τουρκία. Αν και μια μάλλον ασήμαντη κωμόπολη πριν δύο αιώνες, η εξαγωγή του βαμβακιού οδήγησε στην αλματώδη ανάπτυξη τόσο του λιμανιού όσο και της ίδιας της πόλης, ο πληθυσμός της οποίας σήμερα προσεγγίζει το ένα εκατομμύριο. Βρίσκεται σε απόσταση μόλις μιας ώρας με το τρένο από τα Άδανα.

Εικόνα του εύφορου κάμπου της Τσουκούροβα, από το τρένο που τον διασχίζει τακτικά με τη διαδρομή Άδανα-Ταρσός-Μερσίνη.
Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Μερσίνης. Όπως και σε άλλες πόλεις-λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου, οι φοινικιές κυριαρχούν στην εικόνα.

Είναι μάλλον επόμενο, ότι μια πόλη με τόσο πρόσφατη αλλά παρ’ όλα αυτά εκπληκτική ανάπτυξη, δεν έχει πολλά για να τραβήξει τουρίστες, εκτός βέβαια από τις κοντινές της παραλίες. Παρ’ όλα αυτά, έχει τη μίνιμουμ γοητεία που έχουν όλες οι πόλεις-λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου. Το πιο ευχάριστο μέρος στο κέντρο της πόλης είναι βέβαια το μεγάλο παραθαλάσσιο πάρκο. Ένας κουρασμένος ταξιδιώτης μπορεί να ξαπλώσει πάνω στο γρασίδι στη σκιά ενός δέντρου, παρακολουθώντας τα ξύλινα καράβια που αναζητούν επιβάτες για βόλτα στον κόλπο της Μερσίνης – και χαλάνε με τις δυνατές μουσικές τους την ησυχία του πάρκου. Δεν αποκλείεται να έχει θέα και στο πραγματικό λιμάνι, εμπορικό κυρίως, που ξεκινάει εκεί που τελειώνει το πάρκο. Δυο-τρεις φορές τη βδομάδα πάντως, από τη Μερσίνη πλέει και το πλοίο για Αμμόχωστο, κουβαλώντας μαζί του, εκτός από τα φορτηγά με τις προμήθειες των κατεχόμενων, και λίγους επιβάτες. Αναχωρεί στις 9 το βράδυ από Μερσίνη, έτσι ώστε κατά τις 9 το επόμενο πρωί να έχει φτάσει στην Κύπρο.

Πολλά φαγάδικα στη Μερσίνη ειδικεύονται στην τοπική σπεσιαλιτέ της περιοχής, το ταντούνι (ψιλοκομμένο τηγανητό κρέας που σερβίρεται σε πίτα) – όπως κι αυτό εδώ, πολύ κοντά στο λιμάνι. Πίσω φαίνεται η καθολική εκκλησία του Αγίου Αντωνίου.
Το μεγάλο παραθαλάσσιο Πάρκο Ατατούρκ απλώνεται νοτιοδυτικά από το Λιμάνι της Μερσίνης, το οποίο φαίνεται στα αριστερά.

Έτσι τελειώνει αυτό το οδοιπορικό μέσα από αυτή την τόσο ιδιαίτερη περιοχή της Τουρκίας, όπου το κουρδικό κίνημα συναντά τον σκληρό τουρκικό εθνικισμό, ο ερντογανισμός τον κεμαλισμό, το σουνιτικό Ισλάμ τον αλεβιτισμό, η τουρκοφωνία την κουρδοφωνία και την αραβοφωνία. Αν και σχετικά φτωχό, περιφερειακό και μάλλον παραμελημένο τμήμα της Τουρκικής Δημοκρατίας (με εξαίρεση την πεδιάδα της Κιλικίας), στις τελευταίες δεκαετίες βρέθηκε στο επίκεντρο όχι μόνο για την Τουρκία, αλλά για όλη την περιοχή, ίσως και τον κόσμο. Από τη μια η κουρδική εθνική αφύπνιση, τα όνειρα για ένα κουρδικό κράτος ή τουλάχιστον κάποια αυτονομία και οι συγκρούσεις με τον τουρκικό στρατό, από την άλλη ο Πόλεμος της Συρίας που είχε ιδιαίτερη ένταση στις περιοχές που συνορεύουν με την Τουρκία – και βέβαια προκάλεσε και τα κύματα προσφύγων, ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί ιδιαίτερα πόλεις όπως η Γκαζίαντεπ, αλλά φοβίζει και ολόκληρη την Ευρώπη.

Όλα αυτά είχαν μεγάλο κόστος, μεταξύ άλλων και σε ανθρώπινες ζωές. Η βία δεν είναι εδώ κάποια πολύ μακρινή ανάμνηση. Με ένα ολιγοήμερο ταξίδι μέσα απ’ αυτές τις πόλεις βέβαια, δύσκολα το φαντάζεται κάποιος. Η ατμόσφαιρα μοιάζει ειρηνική, και οι άνθρωποι ζουν τις ζωές τους, με τις καθημερινές δυσκολίες και τις μικρές απολαύσεις της – ιδιαίτερα τις γαστριμαργικές.

Αν δούμε όμως τα πράγματα από ιστορική σκοπιά, συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για μια περιοχή σε μετάβαση, ίσως όσο καμία άλλη στην Τουρκία. Προς τα πού θα πάει και αν και πόση βία ακόμα θα χρειαστεί για να φτάσει ως εκεί, δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι ίσως τα καταφέρει και χωρίς αυτή. Αυτό που δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς, είναι ότι η περιοχή έχει πίσω της πολλές χιλιετίες συνύπαρξης διαφορετικών θρησκειών, γλωσσών και πολιτικών απόψεων, όσο λίγες άλλες στον κόσμο. Μπορεί ο εκσυγχρονισμός της να σήμανε την εξαφάνιση πολλών στοιχείων αυτής της συνύπαρξης. Η ομογενοποίηση μιας τέτοιας περιοχής σίγουρα όμως δεν είναι εύκολο πράγμα – και πλέον, δεν είναι και τόσο σίγουρο ότι τη θέλουμε.

Βαλκανικες πρωτευουσες, μετα τον σοσιαλισμο

Κλασσικό

Τη χρονιά που μας πέρασε, κλείσαμε τρεις δεκαετίες από το 1989 και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το γεγονός που θεωρείται ορόσημο για την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ήταν σίγουρα μια σημαδιακή χρονολογία για όλο τον κόσμο – ιδιαίτερα όμως για τη Βαλκανική. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για το σύστημα που κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο τμήμα της χερσονήσου.

Τριάντα χρόνια μετά, ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ και τα ίχνη του «υπαρκτού» χάνονται αργά ή γρήγορα, κάτω από την κυριαρχία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Στην εικόνα των πόλεων όμως, η κληρονομιά αυτής της περιόδου δεν μπορεί να σβηστεί τόσο εύκολα. Οι σχεδόν πέντε δεκαετίες κομμουνιστικής διακυβέρνησης ήταν μια περίοδος κρίσιμη για την αστική ανάπτυξη στα Βαλκάνια. Δεν ήταν μόνο η εποχή της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης· ήταν ουσιαστικά και η εποχή που οι βαλκανικές κοινωνίες μετατράπηκαν από αγροτικές σε αστικές. Οι κάτοικοι των πόλεων έγιναν για πρώτη φορά πλειοψηφία (ή σχεδόν) του πληθυσμού. Κύριοι αποδέκτες αυτών των ανθρώπινων ροών από την επαρχία στις πόλεις ήταν βέβαια οι τέσσερις πρωτεύουσες: το Βελιγράδι, τα Τίρανα, η Σόφια και το Βουκουρέστι.

Μετα-οθωμανικές πρωτεύουσες: μια κοινή (;) κληρονομιά

Παρά τις διαφορές τους, αυτές οι τέσσερις πόλεις έχουν παράλληλη σύγχρονη Ιστορία. Για τέσσερις ή πέντε αιώνες, ήταν οθωμανικές πόλεις των λίγων χιλιάδων κατοίκων (με ιδιαίτερη περίπτωση ίσως το Βουκουρέστι, το οποίο ήταν πρωτεύουσα της ηγεμονίας της Βλαχίας, υπό χριστιανική διοίκηση). Στον 19ο και 20ο αιώνα, βρέθηκαν ξαφνικά να είναι η κάθε μία πρωτεύουσα ενός νέου έθνους-κράτους. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έπρεπε να αλλάξουν ριζικά, έτσι ώστε να ανταποκριθούν στον νέο τους ρόλο. 

Παρά τους πολλούς αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας, στις σύγχρονες βαλκανικές πρωτεύουσες δεν έχουν απομείνει πολλά ίχνη της. Ανάμεσα στα λίγα αρχιτεκτονικά μνημεία της εποχής είναι το Τζαμί Μπάνια Μπασί στη Σόφια…

… ή το φρούριο Κάλε Μεγκντάν στο Βελιγράδι, σημάδι του συνόρου των Οθωμανών με την Αυτοκρατορία των Αψβούργων.

Η Αρμένικη Εκκλησία του Βουκουρεστίου είναι σχετικά σύγχρονο κτίσμα, αλλά η ύπαρξη της Αρμένικης Συνοικίας, όπου και βρίσκεται, είναι κάτι που τουλάχιστον θυμίζει οθωμανική πόλη.

Οι νέες κυρίαρχες ιδέες επέβαλλαν το σβήσιμο των οθωμανικών στοιχείων και τον εκσυγχρονισμό με βάση δυτικά πρότυπα. Η ακριβής προέλευση αυτών των προτύπων μπορεί να διέφερε ανάλογα με την πολιτική-πολιτισμική κατεύθυνση του κάθε ενός από τα νέα κράτη: κυρίως γαλλικά στο Βουκουρέστι, γερμανικά-αυστριακά σε Σόφια και Βελιγράδι, ιταλικά στα Τίρανα. Η επιθυμία να γίνουν μέρος της «πολιτισμένης Ευρώπης», από την οποία (πίστευαν ότι) τους είχαν αποκόψει οι Οθωμανοί, ήταν πάντως κοινή. Την ίδια στιγμή, ως πρωτεύουσες εθνών-κρατών, αυτές οι πόλεις είχαν βέβαια και το καθήκον να εκφράσουν τις νέες εθνικές ιδεολογίες.

Το Pasajul Macca-Vilacrosse στο ιστορικό κέντρο του Βουκουρεστίου είναι ένα από τα πολλά σημεία στην πόλη όπου φαίνονται οι γαλλικές επιρροές, που του είχαν χαρίσει παλιότερα τον τίτλο του «Μικρού Παρισιού».

Το άγαλμα του Σκεντέρμπεη, του μεγαλύτερου εθνικού ήρωα των Αλβανών, κοσμεί την ομώνυμη κεντρική πλατεία των Τιράνων, ενώ πάνω από την είσοδο του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στο βάθος, απεικονίζονται μορφές της αλβανικής Ιστορίας από την Αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, με την αλβανική σημαία στο χέρι: ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως το κέντρο της πρωτεύουσας αναλαμβάνει την εκπροσώπηση της εθνικής ιδεολογίας.

Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι πόλεις είχαν ήδη αναπτυχθεί σημαντικά (με εξαίρεση τα Τίρανα, που ως ακόμα πολύ νέα εθνική πρωτεύουσα δεν είχαν περισσότερους από 20-30 χιλιάδες κατοίκους), αλλά γνώρισαν ακόμα μεγαλύτερη εξάπλωση μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Την ίδια περίοδο βρέθηκαν ξαφνικά υπό την κυριαρχία μαρξιστικών κομμάτων, τα οποία καθοδήγησαν την ανάπτυξή τους σε αυτό το κρίσιμο διάστημα. Το ίδιο ξαφνικά όμως έμελλε να εγκαταλείψουν και τον μαρξισμό μετά από μισό αιώνα, για να υποταχθούν στις νέες κυρίαρχες ιδεολογίες: την οικονομία της αγοράς, τον νεοφιλελευθερισμό και τον ευρωατλαντισμό.

Η «σοσιαλιστική πόλη» στα Βαλκάνια

Πριν ασχοληθούμε με την τελευταία μεγάλη Αλλαγή, ας δούμε πως έμοιαζαν οι πόλεις πριν από αυτήν. Κάθε πόλη είναι βέβαια μια ξεχωριστή περίπτωση· ειδικά στα «σοσιαλιστικά Βαλκάνια», υπήρχαν και σημαντικές γεωπολιτικές διαφορές, που δεν μπορούσαν παρά να αντικατοπτρίζονται και στην αστική ανάπτυξη. Όταν για παράδειγμα η Βουλγαρία και η Ρουμανία πάσχιζαν να μιμηθούν τα σταλινικά σοβιετικά πρότυπα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», η Γιουγκοσλαβία του Τίτο δεν είχε πολλούς λόγους να ακολουθήσει την ίδια κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να αναφερόμαστε σε αυτές ως μετα-σοσιαλιστικές πόλεις.

Μνημείο προς τιμήν των κομμουνιστών ανταρτών, στον Κήπο του Μπόρις στη Σόφια.

Οι γνωστές τεράστιες εκτάσεις με βαρετά ομοιόμορφες πολυκατοικίες-κουτιά, είναι μια από τις πρώτες εικόνες που έρχονται στο μυαλό κάποιου όταν ακούει τη φράση «σοσιαλιστική πόλη». Τέτοιες εκτάσεις μπορεί να ξεκινούν από τις παρυφές του ιστορικού κέντρου και να φτάνουν μέχρι τα όρια των πόλεων, συχνά δίνοντας απότομα τη θέση τους σε αγροτικές εκτάσεις. Είναι μια εικόνα πραγματικά εντυπωσιακή και γενικά μάλλον αρνητικά φορτισμένη. Πάντως θα πρέπει μάλλον να παραδεχτούμε, ότι έτσι λύθηκε το πρόβλημα της στέγασης εκατοντάδων χιλιάδων εσωτερικών μεταναστών, με λιγότερο άναρχο τρόπο απ’ ό,τι έγινε σε άλλες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου.

Σοσιαλιστικές πολυκατοικίες στο Βελιγράδι..

..και στη Σόφια.

Η διάθεση για μια ριζοσπαστική ανοικοδόμηση, η οποία θα έσβηνε τα ίχνη του παλιού καπιταλιστικού πολιτισμού, μπορεί να υπήρχε σε όλα αυτά τα καθεστώτα. Τελικά όμως, δεν εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση, ίσως και λόγω περιορισμένων πόρων. Εξαίρεση αποτελεί το Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου, κάτι που έχει μάλλον περισσότερη σχέση με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη μεγαλομανία του Ρουμάνου δικτάτορα. Για την ανάπλαση του κέντρου, χρειάστηκε να γκρεμιστούν αμέτρητα κτίρια, να ισοπεδωθούν ολόκληρες γειτονιές όπως η παλιά Εβραϊκή Συνοικία και να ξεσπιτωθούν περίπου 40.000 άτομα. Πάνω στα ερείπια σχεδιάστηκε μεταξύ άλλων η «Λεωφόρος Νικηφόρου Σοσιαλισμού» (νυν Λεωφόρος Ενότητας). Συνοδευόμενη από πολυκατοικίες με μαρμάρινες προσόψεις που προορίζονταν ως διαμερίσματα για την κομματική ελίτ, καταλήγει σε μια μεγάλη πλατεία, έξω από το επιβλητικό (πρώην) «Παλάτι του Λαού». Στις άλλες πρωτεύουσες, μπορεί να μην εφαρμόστηκαν τελικά καταστροφικά έργα τέτοιας έκτασης, αλλά δεν λείπουν ανάλογα επιβλητικά ή.. περίεργα κατασκευάσματα.

Η «Λεωφόρος Νικηφόρου Σοσιαλισμού» (νυν Λεωφόρος Ενότητας) σχεδιάστηκε ώστε να καταλήγει και να ανοίγει τη θέα προς το νέο καμάρι του Τσαουσέσκου, το «Παλάτι του Λαού» (νυν Παλάτι της Βουλής): είναι, ακόμα και σήμερα, το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο στον κόσμο.

Το σύμπλεγμα του Λάργκο στο κέντρο της Σόφιας, κτισμένο τη δεκαετία του 1950, θεωρείται ως παράδειγμα «σταλινικής αρχιτεκτονικής». Το κεντρικό κτίριο ήταν η έδρα του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Η «Πυραμίδα» του Ενβέρ Χότζα κατασκευάστηκε με προορισμό να λειτουργήσει ως Μουσείο εις μνήμην του κομμουνιστή ηγέτη, λίγο πριν την κατάρρευση του συστήματος. Στη νέα καπιταλιστική και παγκοσμιοποιημένη Αλβανία (η οποίας εκπροσωπείται, μεταξύ άλλων, και με το κτίριο της Raiffeisenbank στο βάθος), βρήκε τελικά άλλες χρήσεις.

Μια ακόμα χαρακτηριστική διαφορά με καπιταλιστικές πόλεις, ήταν ότι τα κτίρια του κέντρου χρησιμοποιούνταν ακόμα σε μεγάλο βαθμό ως κατοικίες. Το γνωστό από δυτικές πρωτεύουσες εμπορικό και οικονομικό κέντρο, όπου σχεδόν κανείς δεν κατοικεί μόνιμα, δεν υπήρχε, ή τουλάχιστον όχι σε τέτοια έκταση.  Επίσης, μεγάλα κομμάτια της πόλης καλύπτονταν ακόμα από βιομηχανίες· η μετάβαση στην οικονομία των υπηρεσιών δεν είχε φτάσει στο σημείο που είχαν φτάσει οι καπιταλιστικές χώρες.

Η νεοφιλεύθερη μεταμόρφωση

Λίγες χώρες στον κόσμο έζησαν μια τόσο ριζική αλλαγή της κυρίαρχης ιδεολογίας σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, όσο αυτές στην Ανατολική Ευρώπη. Θα ήταν απίθανο, αυτή να είχε αφήσει την αστική ανάπτυξη και την εικόνα των πόλεων ανεπηρέαστη. Και ότι ισχύει για την Ανατολική Ευρώπη γενικά, ισχύει (ίσως ακόμα περισσότερο) και για τις βαλκανικές πρωτεύουσες, όπου η αλλαγή ήταν περισσότερο δραματική.

Η Οδός Τζωρτζ Μπους στα Τίρανα, σε μια πόλη που πριν λίγες δεκαετίες διοικούνταν από ένα φιλομαοϊκό καθεστώς, είναι ένα δείγμα για το πόσο έχουν αλλάξει οι καιροί.

Το σήμα των McDonald’s δίπλα σε αυτό της Allianz σε κεντρικό δρόμο της Σόφιας: το άνοιγμα των οικονομιών αυτών των χωρών έδωσε ευκαιρίες τόσο στο γερμανικό όσο και στο αμερικανικό κεφάλαιο.

Μια πρώτη και αναπόφευκτη αλλαγή είναι βέβαια αυτή στο καθεστώς ιδιοκτησίας των κατοικιών. Η ιδιωτικοποίηση σε αυτό τον τομέα ήταν στα Βαλκάνια περισσότερο ραγδαία, σε σύγκριση με άλλες χώρες που έζησαν τη μετάβαση στον καπιταλισμό: στα Τίρανα και το Βελιγράδι η ιδιωτική κτήση στις κατοικίες ανερχόταν ήδη στη δεκαετία του ’90 γύρω στο 98%, ενώ η Πράγα και η Ρίγα χρειάστηκαν ακόμα μια δεκαπενταετία για να φτάσουν το επίπεδο του 85%.

Η γενική στροφή προς το ιδιωτικό δεν ήταν όμως η μόνη μεγάλη οικονομική αλλαγή: η άλλη ήταν η στροφή προς τις υπηρεσίες, σε βάρος της βιομηχανίας. Η εποχή που το κράτος υμνούσε τον βιομηχανικό εργάτη και έδινε όλη την ενέργειά του για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η αλλαγή αυτή ήταν καθυστερημένη σε σχέση με τη Δύση, αλλά απότομη. Οι παλιές βιομηχανικές εκτάσεις μέσα στον αστικό ιστό βρήκαν άλλες χρήσεις ή – πολύ συχνά – παραμένουν εγκατελειμμένες, ως μάρτυρες μιας άλλης εποχής.

Οι σοσιαλιστικές «πολυκατοικίες-κουτιά» δεν θα μπορούσαν βέβαια να εξαφανιστούν από τη μια μέρα στην άλλη· συνεχίζουν ακόμα να καθορίζουν την εικόνα των βαλκανικών πρωτευουσών, όπως και των περισσότερων πόλεων «ανάμεσα στον ποταμό Έλβα και το Βλαδιβοστόκ» (Stanilov, 2007, σ. 230). Λίγο μετά την αλλαγή του αιώνα, το 60% των κατοίκων της Σόφιας ζούσαν ακόμα σε τέτοιες πολυκατοικίες, ενώ στο Βουκουρέστι το ανάλογο ποσοστό έφτανε το 80%. Στα Τίρανα, αυτές οι πολυκατοικίες αποτελούσαν περίπου το 50% των οικιστικών κτιρίων στην πόλη και στο Βελιγράδι το 30% αντίστοιχα. 

Η έξοδος προς τα προάστια και τα περίχωρα της πόλης όμως, είναι δυστυχώς μια ακόμα αλλαγή που δύσκολα θα μπορούσαν να αποφύγουν οι μετα-σοσιαλιστικές πρωτεύουσες. Η ανάγκη φυγής από τις πολυκατοικίες-κουτιά (για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα – αλλά βέβαια όχι πολύ μακριά από τις θέσεις εργασίας που προσφέρει η πρωτεύουσα), σε συνδυασμό με μια νέα κυρίαρχη ιδεολογία που λατρεύει τις ευκαιρίες κέρδους  και μισεί την όποια ιδέα σχεδιασμού που βάζει όρια σε αυτές, οδήγησαν σε αυτήν την καθυστερημένη αλλά ταχεία και σε μεγάλο βαθμό άναρχη προαστιοποίηση. Τα «καλά» νότια προάστια της Σόφιας, στους πρόποδες του βουνού Βίτοσα, είναι αυτά με τη μεγαλύτερη αύξηση πληθυσμού. Πολλά από τα πρώην εξοχικά έχουν μετατραπεί σε μόνιμες κατοικίες, ενώ έχουν κατασκευαστεί και πολλά νέα κτίρια. Στο Βουκουρέστι η αύξηση του πληθυσμού και των κατοικιών στα περίχωρα, σε βάρος συνήθως της γεωργίας, ήταν εκρηκτική ιδιαίτερα μετά την αλλαγή του αιώνα.

Αύξηση του πληθυσμού από το 1990 ως το 2013 (a) και των κατοικιών από το 2005 ως το 2013 (b) στο Ιλφόβ, την επαρχία που περιτριγυρίζει το Βουκουρέστι. Πηγή: Liliana Dumitrache et al., 2016, σ. 53.

Όσο για το κέντρο των πόλεων, οι δυνάμεις της αγοράς και η αδιαφορία των κυβερνήσεων δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε σταδιακή εγκατάλειψη του από τους κατοίκους. Στη θέση τους έρχονται διαφόρων ειδών επιχειρήσεις: οι βαλκανικές πρωτεύουσες αποκτούν επομένως κι αυτές τα δικά τους «CBD», κατά τα δυτικά πρότυπα. Αυτό βέβαια, σε συνδυασμό με την προαστιοποίηση, σημαίνει ότι για μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού αυξάνονται οι αποστάσεις που πρέπει να καλύψουν για να φτάσουν στη δουλειά τους· και εφόσον οι δημόσιες συγκοινωνίες δεν αναπτύσσονται με ανάλογο ρυθμό, αυτό φέρνει και αύξηση των αυτοκινήτων στους δρόμους, με τα αναμενόμενα κυκλοφοριακά προβλήματα.

Τέτοιες εικόνες δεν είναι πλέον σπάνιες στους δρόμους των Τιράνων – μια πόλη όπου στη δεκαετία του ’80 ο συνολικός αριθμός οχημάτων ήταν ακόμα τετραψήφιος και η ιδιωτική κατοχή αυτοκινήτου απαγορευμένη. Πηγή εικόνας

Η αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων είναι ούτως ή άλλως απαραίτητο συνοδευτικό της μετάβασης στον καπιταλισμό. Ειδικά όμως στα Βαλκάνια, πήρε τρομακτικές διαστάσεις: σε αντίθεση με χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (π.χ. Σλοβενία, Σλοβακία, Μολδαβία, Ουκρανία, Τσεχία, Λευκορωσία), οι οποίες ακόμα και σήμερα έχουν τους χαμηλότερους δείκτες ανισότητας στον κόσμο, χώρες όπως η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία έχουν ήδη ξεπεράσει σε ανισότητα τη γειτονική Ελλάδα, ενώ η Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία βρίσκονται πολύ κοντά της (στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας). Αυτή η αλλαγή δεν μπορεί παρά να έχει το αποτύπωμά της και στις πρωτεύουσες. Οι διαφορές ανάμεσα σε υποβαθμισμένες και αναβαθμισμένες γειτονιές γίνονται πιο έντονες, ενώ δεν λείπουν και οι πρώτες «gated communities» (στη Σόφια και στα περίχωρα ήδη υπάρχουν γύρω στις 50 τέτοιες περιπτώσεις).

Το «Mountain View Village» είναι μια από τις πρώτες gated communities που εμφανίστηκαν στα νότια προάστια της Σόφιας, στους πρόποδες της Βίτοσα. Είναι περικυκλωμένο με τοίχο ύψους 1,5 μέτρου και φυλάσσεται επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Πηγή: Smigiel, 2013.

Η οικονομική-κοινωνική-πολιτισμική κρίση που έφερε μια τέτοια ριζική αλλαγή συστήματος, ευνόησε βέβαια και την άνθηση του οργανωμένου εγκλήματος. Η δράση της μαφίας στις βαλκανικές πρωτεύουσες του 21ου αιώνα είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να κρυφτεί. Στη Σόφια νιώθει αρκετά άνετα να δολοφονεί γνωστές προσωπικότητες, ενώ στο Βελιγράδι έφτασε στο σημείο της δολοφονίας εν ενεργεία πρωθυπουργού (του Ζόραν Τζίντζιτς, το 2003).

Ο Γκεόργκι Στόεβ ήταν αναμεμιγμένος στα δίκτυα της βουλγαρικής μαφίας που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του ’90. Αποχώρησε και ξεκίνησε καριέρα ως συγγραφέας, αποκαλύπτοντας πολλές πληροφορίες σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα στη Βουλγαρία. Δολοφονήθηκε στη Σόφια το 2008. Πηγή εικόνας

Υπάρχει όμως ακόμα μια μεγάλη πληγή, που άνοιξε (ή μεγεθύνθηκε) χάρη στη μετάβαση στο νέο σύστημα: η αυθαίρετη δόμηση. Στα Τίρανα, όπου ήταν μάλλον η εξαίρεση στα χρόνια του σοσιαλιστικού σχεδιασμού, έγινε σχεδόν ο νέος κανόνας. Ο πληθυσμός της πόλης τριπλασιάστηκε μέσα στην πρώτη δεκαετία από το τέλος του κομμουνισμού. Οι εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες που συνέρευσαν από την αλβανική επαρχία, χωρίς κράτος να φροντίσει για τη στέγασή τους, έπρεπε να πάρουν μόνοι την κατάσταση στα χέρια και να κτίσουν τα σπίτια τους όπου έβρισκαν ελεύθερο χώρο. Αυτό βέβαια γινόταν κατά κανόνα χωρίς νόμιμες διαδικασίες και όχι πάντα με σύνδεση στις αστικές υποδομές όπως ρεύμα ή αποχέτευση. Στο Βελιγράδι, το οποίο είχε μεταξύ άλλων να αντιμετωπίσει και την εισδοχή των προσφύγων από τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, το 1997 ο αριθμός των αυθαίρετα κτισμένων σπιτιών ήταν ήδη ίσος αυτών με οικοδομική άδεια. Το αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ένα πέμπτο του πληθυσμού του Βελιγραδίου και σχεδόν ένα τρίτο των Τιράνων να ζουν σήμερα σε «ανεπίσημα» κτίσματα.

Η συνοικία Καλουτζέριτσα στα νότια προάστια του Βελιγραδίου είναι ο μεγαλύτερος «ανεπίσημος οικισμός» της πόλης. Πηγή εικόνας: Gligorijević & Kuzović, 2016. σ. 6


Τρεις δεκαετίες μετά την «Αλλαγή», οι βαλκανικές πρωτεύουσες ακόμα παλεύουν να βρουν τον δρόμο τους στη νέα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Η εγκατάλειψη του «σταλινικού παραδείγματος» μπορεί να χάρισε στους κατοίκους μεγαλύτερη ελευθερία και περισσότερες επιλογές, όπως και να έδωσε ευκαιρίες για βελτίωση της εικόνας και των συνθηκών ζωής σε πολλά τμήματα των πόλεων. Η ίδια καπιταλιστική μετάβαση όμως, αντί να λύσει τα προβλήματα αυτών των πόλεων, συχνά δημιούργησε νέα· σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, σε πιο οξυμένη μορφή απ’ αυτήν που έχουν στις δυτικές μεγαλουπόλεις.

Δύο από αυτές τις πόλεις είναι ήδη πρωτεύουσες κρατών-μελών της Ε.Ε. (Βουκουρέστι, Σόφια), ενώ οι άλλες δύο (Τίρανα, Βελιγράδι) στην αναμονή. Όσοι όμως την περιμένουν ως από μηχανής Θεό, μάλλον θα πρέπει να το ξανασκεφτούν. Τα τελευταία χρόνια η Ένωση μοιάζει όλο και πιο ανίκανη να αλλάξει ουσιαστικά τα πράγματα. Επίσης, εντείνει η ίδια ένα βασικό πρόβλημα: τη μετανάστευση των εκπαιδευμένων νέων στο εξωτερικό, μια πραγματική αιμορραγία για χώρες που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν δημογραφικό πρόβλημα λόγω υπογεννητικότητας.

Τελικά, ίσως οι βαλκανικές πρωτεύουσες να πρέπει να ψάξουν στο παρελθόν τους για ελπίδα. Έχουν επιβιώσει από αιώνες υποτέλειας σε μια παρηκμασμένη Αυτοκρατορία, από αιματηρές και καταστροφικές συγκρούσεις μεταξύ τους, από εισβολές και κατοχές από ξένους στρατούς από αεροπορικούς βομβαρδισμούς (στο Βελιγράδι δεν έχουν ακόμα κλείσει τα 22 χρόνια από τους τελευταίους), από προσφυγικές ροές από τις «χαμένες πατρίδες» αλλά και επίσης ανεξέλεγκτα κύματα εσωτερικής μετανάστευσης, από την παγκόσμια απομόνωση (στην περίπτωση των Τιράνων), από ραγδαία φτωχοποίηση στη δεκαετία του 1990. Μπορεί κάποιος να ελπίζει ότι θα αντέξουν και στον δύσκολο 21ο αιώνα.


Βιβλιογραφία:

  • Grigor Doytchinov, Aleksandra Đukić, Cătălina Ioniță (Eds.) (2015): Planning Capital Cities. Belgrade, Bucharest, Sofia.
  • Stanilov, Kiril (Ed.) (2007): The Post-Socialist City.
  • Gligorijevic, Zaklina & Kuzović, Duško (2016): Balkan Cities’ Development Patterns and Planning Challenges – The Case Of Belgrade.
  • Dorina Pojani (2015): Urban design, ideology, and power: use of the central square in Tirana during one century of political transformations, Planning Perspectives, 30:1, 67-94, DOI: 10.1080/02665433.2014.896747.
  • Christian Smigiel (2013): The production of segregated urban landscapes: A critical analysis of gated communities in Sofia. Cities 36 (2014) 182–192.
  • Dino, Blerta/Griffiths, Sam/Karimi, Kayvan (2015): Informality of sprawl? Morphogenetic evolution in postsocialist Tirana. In: City as Organism. New Visions for Urban Life-ISUF Rome 2015-Conference Proceedings, p. 643-655.
  • Tsenkova, Sasha (2013): Winds of change and the spatial Transformation of post-socialist cities. Baltic Worlds 1:2013, 20-25 pp.
  • Dumitrache, Liliana & Zamfir, Daniela & Nae, Mirela & Simion, Gabriel & Stoica, Ilinca (2016): The Urban Nexus: Contradictions and Dilemmas of (Post)Communist (Sub)Urbanization in Romania. Human Geographies 10(1):38-50. 10.5719/hgeo.2016.101.3

 

Καιρο: Η γεωγραφία της αυθαιρεσίας

Κλασσικό

«Ουμ-αντ-Ντούνια», μάνα του κόσμου, λέγεται πως αποκαλούν οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι την πρωτεύουσά τους – με μια δόση υπερβολής, είναι η αλήθεια, χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε την όντως μεγάλη ιστορική σημασία του αιγυπτιακού πολιτισμού. Το άλλο όνομα που χρησιμοποιούν συχνά είναι «Μασρ», το οποίο είναι συνώνυμο και της Αιγύπτου γενικότερα: ίσως μια ακόμα ένδειξη για τη μεγάλη σημασία που έχει η πόλη για τη χώρα. Εξάλλου, το Κάιρο αντιπροσωπεύει περίπου ένα τέταρτο του πληθυσμού και το μισό από το ΑΕΠ της Αιγύπτου.

Η Ιστορία μιας σύγχρονης γιγαντούπολης

Σε σχέση με την Αίγυπτο γενικά ως χώρα, το ίδιο το Κάιρο μπορεί να μην είναι και τόσο αρχαίο: ως πόλη με αυτό το όνομα, ιδρύθηκε μόλις τον 10ο αιώνα μ.Χ. Μια τέτοια στρατηγική τοποθεσία όμως, εκεί που ο Νείλος ετοιμάζεται να εγκαταλείψει την γραμμική πορεία του, για να διασπαστεί στις διάφορες διακλαδώσεις που σχηματίζουν το περίφημο Δέλτα, δεν θα μπορούσε να είχε περάσει απαρατήρητη. Τα ερείπια της Μέμφιδας, της πρωτεύουσας του Αρχαίου Βασιλείου, βρίσκονται μόλις 30 χιλιόμετρα νοτιότερα του σημερινού κέντρου του Καΐρου. Όχι πολύ μακριά,  ορθώνονται και οι γνωστές πυραμίδες της Γκίζας, με τον αστικό ιστό της ταχύτατα αναπτυσσόμενης μεγαλούπολης να τις έχει πλέον αγγίξει. Στην ανατολική όχθη του Νείλου, στην περιοχή που ονομάζεται σήμερα «Παλιό Κάιρο», υπήρχαν οικισμοί ήδη από τα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια. Σε αυτήν την τοποθεσία ίδρυσαν και οι Άραβες κατακτητές τον 7ο αιώνα μ.Χ.  τη δική τους πόλη, το Φουστάτ.

Το αυτό καθεαυτό Κάιρο ιδρύθηκε τρεις αιώνες αργότερα και πιο βορειοανατολικά, ως η νέα πρωτεύουσα της δυναστείας των Φατιμιδών και του πολύ ιδιαίτερου σιιτικού-ισμαηλιτικού τους χαλιφάτου. Το σιιτικό πείραμα δεν έμελλε να επιβιώσει και τον 12o αιώνα η Αίγυπτος επανέκαμψε στους κόλπους του σουνιτικού Ισλάμ. Επί Μαμελούκων, αυτής της για εντελώς άλλους λόγους επίσης ιδιαίτερης δυναστείας (προερχόταν ουσιαστικά από στρατιωτικούς σκλάβους), το Κάιρο έφτασε στο απόγειο της δόξας του. Τον 14ο αιώνα, η πόλη είχε ήδη έναν πληθυσμό γύρω στις 250.000 κατοίκους, σε μια περίοδο όπου ακόμα και οι μεγαλύτερες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης δύσκολα ξεπερνούσαν τις 100.000. Η τοποθεσία αυτής της μεσαιωνικής πόλης αντιστοιχεί στο σημερινό «Ισλαμικό Κάιρο», με τη γνωστή Αγορά του Αλ Χαλίλη και το Τζαμί-Πανεπιστήμιο του Αλ Αζχάρ.

Το Κάστρο του Καΐρου, κτισμένο από τους Φατιμίδες όταν αποφάσισαν να ιδρύσουν εκεί τη νέα τους πρωτεύουσα, ορθώνεται περίπου στο νότιο όριο της περιοχής που ονομάζεται σήμερα «Ισλαμικό Κάιρο».

Το σύγχρονο κέντρο της πόλης πάντως, δεν βρίσκεται ούτε στη μια (Παλιό Κάιρο) ούτε στην άλλη τοποθεσία (Ισλαμικό Κάιρο), αλλά σε μια τρίτη, πάντα στην ανατολική όχθη του Νείλου. Πρόκειται για μια πρώην βαλτώδη έκταση, όπου ο χεδίβης (αντιβασιλέας επί Οθωμανών) Ισμαήλ Πασάς αποφάσισε τον 19ο αιώνα να δημιουργήσει, με τη βοήθεια Ευρωπαίων αρχιτεκτόνων, μια σύγχρονη πρωτεύουσα, αντάξια της δυνατής Αιγύπτου που ονειρευόταν.

Η επέκταση του αστικού ιστού του Καΐρου: με μαύρο φαίνονται οι περιοχές των ιστορικών οικισμών (νοτιοδυτικά το Παλιό Κάιρο, βορειοανατολικά το Ισλαμικό Κάιρο) και με σκούρο γκρίζο η επέκταση στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, που συμπεριλαμβάνει και το σύγχρονο κέντρο. Με ανοικτό γκρίζο απεικονίζεται η ανάπτυξη που ακολούθησε στη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Πηγή: Sims, 2003

Στον 20ό αιώνα, το Κάιρο, ως πρωτεύουσα της ανεξάρτητης πλέον Αιγύπτου, άρχισε να γιγαντώνεται σε πληθυσμό και έκταση, τόσο χάρη στην υψηλή γεννητικότητα όσο και στην εσωτερική μετανάστευση. Και συνεχίζει να μεγαλώνει, έστω και με μειωμένους ρυθμούς, έχοντας φτάσει πλέον τα περίπου 20 εκατομμύρια. Όλος αυτός ο κόσμος κάπου πρέπει να μείνει, και ο αστικός ιστός του Καΐρου συνεχίζει έτσι να εξαπλώνεται, συνήθως εις βάρος υπερπολύτιμων (σε μια τόσο ξηρή χώρα) γεωργικών εκτάσεων.

Το Κάιρο της άναρχης ανάπτυξης

Αυτή η συγκέντρωση κόσμου σε ένα μικρό κομμάτι γης δεν θα μπορούσε παρά να φέρει προβλήματα όπως την ανεπαρκή διαχείριση των σκουπιδιών, την έλλειψη ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων, την ατμοσφαιρική ρύπανση (η οποία στο Κάιρο επιδεινώνεται από τη σκόνη της ερήμου), το κυκλοφοριακό χάος. Η κατάσταση είναι όμως εκρηκτική ειδικά σε εκείνα τα τμήματα της πόλης, όπου η αστική ανάπτυξη ήταν εντελώς άναρχη, χωρίς σχέδιο και χωρίς άδειες.

Στενό στο Μπουλάκ Ελ Ντακρούρ, μια από τις γνωστότερες «αυθαίρετες συνοικίες» του Καΐρου.
Πηγή: https://www.theguardian.com/world/2011/jun/24/cairo-slum-dwellers-revolution

Τα πρώτα σημάδια του προβλήματος εμφανίστηκαν ήδη στα χρόνια του «αιγυπτιακού σοσιαλισμού» του Νάσερ (1952-1970), παρά την κυρίαρχη ιδεολογία υπέρ του κρατικού σχεδιασμό. Η αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη γιγαντώθηκε όμως από τη δεκαετία του ’70 και μετά, ταιριάζοντας ίσως και με την πολιτική στροφή προς τον νεοφιλελευθερισμό. Ενισχύθηκε βέβαια και από τα εμβάσματα των Αιγυπτίων μεταναστών από τις χώρες του Κόλπου: πολλά από αυτά επενδύθηκαν στην εξασφάλιση ιδιόκτητου – έστω και τυπικά παράνομου – σπιτιού στην πατρίδα.  Έτσι,  πυκνοδομημένες συνοικίες άρχισαν να ξεφυτρώνουν γύρω από το «ιστορικό Κάιρο» και στις δύο όχθες του Νείλου. Εκτιμάται ότι πάνω από το 80% των νέων οικοδομών στη δεκαετία του ’70 κτίστηκαν παράνομα.

Τέτοιες συνοικίες ονομάζονται στην Αίγυπτο Ashwa’iyat, το οποίο φαίνεται πως σημαίνει τυχαίες ή άτακτες. Δεν μιλάμε για κάποιο περιθωριακό φαινόμενο: εκεί κατοικούν σήμερα περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού του Καΐρου! Τα χαρακτηριστικά τους είναι οι πολύ στενοί δρόμοι, η πυκνή δόμηση, η κακή σύνδεση με συγκοινωνίες και η σχεδόν παντελής έλλειψη κοινόχρηστων ή ελεύθερων δημοσίων χώρων – ότι δηλαδή θα περίμενε κάποιος για συνοικίες κτισμένες χωρίς τον οποιοδήποτε σχεδιασμό. Ακόμα και η σύνδεση με δημόσιες υπηρεσίες, όπως π.χ. η αποκομιδή σκουπιδιών, είναι κάθε άλλο παρά αυτονόητη.

Χαρακτηριστικά για την εικόνα των «αυθαίρετων συνοικιών» του Καΐρου είναι και τα τουκ-τουκ, τα τρίκυκλα που λειτουργούν σαν ταξί. Εκτός από το ότι είναι φτηνά, έχουν και το πλεονέκτημα ότι μπορούν να κινηθούν εύκολα τόσο στα στενά δρομάκια των συνοικιών, όσο και στις πνιγμένες από την κίνηση λεωφόρους του Καΐρου. Αν και λειτουργούν (και αυτά) συνήθως παράνομα, προσφέρουν εισόδημα σε εκατοντάδες χιλιάδες Καϊρινούς.
Πηγή: https://dailynewsegypt.com/2017/09/11/tuk-tuks-egyptian-streets-saver-curse/

Οι διαφορετικές όψεις της αυθαιρεσίας

Ό,τι κι αν πιστεύει κάποιος γι’ αυτήν, η αυθαίρετη δόμηση σίγουρα ικανοποίησε την ανάγκη στέγασης εκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίοι πολύ δύσκολα θα έβρισκαν σπίτι στη «νόμιμη» πόλη. Επίσης, το είδος της αυθαιρεσίας μπορεί να διαφέρει σημαντικά από συνοικία σε συνοικία. Τα περισσότερα κτίρια οικοδομήθηκαν μεν χωρίς άδεια, αλλά κατόπιν συμφωνίας με τον νόμιμο ιδιοκτήτη. Κατά κανόνα, αυτή η γη ήταν προηγουμένως γεωργική – ενίοτε με τα παλιά αρδευτικά κανάλια να εξελίσσονται στις.. οδικές αρτηρίες των νέων συνοικιών. Η εξαγορά της γης και το χτίσιμο των πολυκατοικιών γινόταν συχνά εντελώς άτυπα, χωρίς συμβόλαια και βασιζόμενη μόνο σε προφορικές συμφωνίες.

Η άλλη εκδοχή αυθαίρετης δόμησης είναι η κανονική καταπάτηση κρατικής γης, συνήθως μέσα στην έρημο. Και σε αυτήν την περίπτωση, μερικά πρόχειρα κτίρια (συχνά γύρω από μικρούς πυρήνες παλαιότερων νόμιμων οικισμών) εξελίχθηκαν με τον καιρό σε πυκνοδομημένες συνοικίες. Οι αντιδράσεις του κρατικού μηχανισμού ήταν, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, μάλλον σπάνιες: είτε λόγω αδιαφορίας είτε λόγω διαφθοράς.

Με πράσινο χρώμα απεικονίζονται οι περιοχές αυθαίρετης δόμησης σε ιδιωτική αγροτική γη, με κίτρινο σε κρατική γη (κατά κανόνα έρημος) και με γαλάζιο οι περιοχές υποβάθμισης του ιστορικού κεντρικού Κάιρου.
Πηγή: Sims, 2003.

Αυτή η κατάσταση δεν έχει μόνο τις αρνητικές της πλευρές. Οι συνοικίες αυτές αναπτύχθηκαν άναρχα μεν, αλλά ικανοποιούν τουλάχιστον κάποιες από τις ανάγκες των κατοίκων τους. Χώροι εργασίας και καταστήματα βρίσκονται συνήθως κοντά στις κατοικίες. Άνθρωποι με κοινή καταγωγή ή/και με οικογενειακούς δεσμούς ζουν συχνά στις ίδιες γειτονιές,  μεταφέροντας έτσι ένα μέρος της κοινωνικής δικτύωσης από την επαρχία στη μεγαλούπολη. Οι Χριστιανοί τείνουν να συγκεντρώνονται γύρω από μια εκκλησία, όπου μπορούν να βρουν κοινωνική στήριξη στις δυσκολίες. Γενικά, οι κάτοικοι τέτοιων συνοικιών μπορούν συνήθως να βασίζονται στην κοινωνική αλληλεγγύη της γειτονιάς τους.

Τα ΜΜΕ συνδέουν συχνά τις αυθαίρετες συνοικίες με απόλυτη φτώχεια. υψηλή εγκληματικότητα, ναρκωτικά, πορνεία κ.λπ. Επίσης, γεγονότα όπως αυτά της συνοικίας Ιμπάμπα στη δεκαετία του ’90, τους χάρισαν και τη φήμη χώρου επώασης του ισλαμιστικού φανατισμού. Αυτή η εικόνα όμως περιγράφει μάλλον μόνο μια πλευρά της πραγματικότητας.  Σε αυτές τις συνοικίες δεν διαμένουν πλέον μόνο τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, αλλά και μικρομεσαία προς μεσαία, που ψάχνουν κατοικία σε λογικές τιμές. Επίσης, τέτοιες συνοικίες παίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία της πόλης, αφού εκεί δραστηριοποιούνται πολλές μικρο-επιχειρήσεις. Τα κτίρια είναι συνήθως σχετικά καλής κατασκευής και δεν βρίσκονται κατ’ ανάγκη σε χειρότερη κατάσταση από πολλά παρατημένα κτίρια της «νόμιμης πόλης». Εξάλλου, υπάρχουν και τμήματα του ιστορικού πυρήνα του Καΐρου, τα οποία έχουν υποβαθμιστεί τόσο, ώστε οι συνθήκες ζωής να μην διαφέρουν και πολύ από κάποιες από τις «παράνομες» συνοικίες.

Σοκάκι σε συνοικία του ιστορικού κέντρου, κοντά στο Κοπτικό (Παλιό) Κάιρο το 2013.

 

Η κρατική αντίδραση

Όπως και στην Τουρκία (βλέπε γκετζέκοντου), η εκρηκτική ανάπτυξη της αυθαίρετης δόμησης κατά κάποιον τρόπο απάλλαξε το κράτος από την υποχρέωσή του να φροντίσει για τη στέγαση των εκατομμυρίων εσωτερικών μεταναστών στις μεγαλουπόλεις. Παρά όμως την αρχική αδιαφορία, από ένα σημείο και μετά, αυτή η ανεξέλεγκτη κατάσταση δεν μπορούσε παρά να ανησυχήσει και την αιγυπτιακή κυβέρνηση, αφού χανόταν καθημερινά πολύτιμη γεωργική γη. Τι μπορούσε όμως να κάνει για να αντιδράσει;

Εκτός από την αυστηροποίηση των νόμων ενάντια στην αυθαίρετη δόμηση, έγινε μια μεγάλη προσπάθεια να κατευθυνθεί η αστική ανάπτυξη σε νέες πόλεις-δορυφόρους μέσα στην έρημο (όπως η 10th of Ramadan City). Το εγχείρημα δεν είχε και τόση επιτυχία: εκεί ζει σήμερα ένας πληθυσμός πολύ μικρότερος από τα πολλά εκατομμύρια κατοίκους, για τους οποίους κατασκευάστηκαν. Εκτός του ότι ήταν απομακρυσμένα από τους τόπους πιθανής αναζήτησης εργασίας, τα διαμερίσματα σε αυτές τις περιοχές έχουν τιμές δυσπρόσιτες για πολλούς κατοίκους της πόλης.


Το Κάιρο είναι σίγουρα από πολλές απόψεις μια ακραία περίπτωση: κατ’ αρχήν, λόγω του μεγέθους του. Είναι αναμενόμενο για μια τέτοια γιγαντούπολη, ότι πολλά προβλήματα θα παρουσιαστούν εκεί σε ιδιαίτερα οξυμένη μορφή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι μέρος μιας γενικότερης εικόνας.

Η μορφή που παίρνει η αστική ανάπτυξη μιας πόλης σαν το Κάιρο, μας βάζει και κάποια πολύ δύσκολα ερωτήματα. Ακόμα και με την πιο πετυχημένη πολιτική ελέγχου των γεννήσεων, η αύξηση του πληθυσμού είναι αναπόφευκτη. Πού θα μείνει ο επιπλέον πληθυσμός, ειδικά όταν στην απέναντι βόρεια ακτή της Μεσογείου υπάρχει μια Ευρώπη όλο και πιο εχθρική στη μετανάστευση; Είναι η επιπλέον επέκταση του αστικού ιστού αναπόφευκτη; Η άλλη εναλλακτική θα ήταν να «πυκνώσει» κι άλλο η πόλη: η πληθυσμιακή πυκνότητα είναι όμως ήδη σήμερα πολύ υψηλή και δύσκολα μπορεί κάποιος να τη φανταστεί ακόμα υψηλότερη, χωρίς να χειροτερεύσει το (ήδη όχι πάντα τόσο καλό) βιοτικό επίπεδο των κατοίκων.

Από την άλλη, πώς θα συμβιβαστεί η επέκταση του αστικού ιστού με την ανάγκη διατήρησης της (λόγω κλιματικών συνθηκών περιορισμένης) γεωργικής γης, ώστε αυτή να μπορεί να θρέψει τον συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό; Είναι ρεαλιστική η ιδέα δημιουργίας νέων πόλεων μέσα στην έρημο και θα μπορούσαν αυτές να είναι λειτουργικές και βιώσιμες στο μέλλον; Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα τέτοιων προσπαθειών δεν είναι και τα πιο ενθαρρυντικά.

Όπως και να έχει, δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κάποιος ότι, ακόμα κι αν υπάρχει κάποια λύση σε όλα αυτά, αυτή δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί χωρίς καλό κρατικό σχεδιασμό. Πώς όμως θα κατάφερνε το κράτος να επιβάλλει έναν τέτοιο σχεδιασμό, σε συνθήκες ελεύθερης οικονομίας και απέναντι σε υπηκόους, οι οποίοι δεν το πολυεμπιστεύονται (και έχουν καλούς λόγους γι’ αυτό) και επιπλέον έχουν να αντιμετωπίσουν μεγάλα οικονομικά προβλήματα στην καθημερινότητά τους;

Δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι έχει απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα. Το μόνο σίγουρο είναι πως μας αφορούν τελικά όλους, και στις δύο ακτές της Μεσογείου. Προβλήματα τέτοιου μεγέθους δεν μπορούν να μείνουν περιορισμένα σε κρατικά σύνορα και να αφήσουν ανεπηρέαστες τις γειτονικές χώρες. Τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων θα έπρεπε να μας το είχαν κάνει ξεκάθαρο.

 

Πηγές

  • Shenker, Jack (2011): For Cairo’s slum dwellers, rockfall fears prompt hopes of a broader revolution. Guardian.
  • Cox, Wendell (2012): The evolving urban form: Cairo.
  • Mennatullah Hendawy &Balsam Madi (2016): Slum Tourism: A Catalyst for Urban Development? Reflections from Cairo’s Ashwa’iyat (Informal Areas). In: Dynamics and Resilience of Informal Areas.
  • Hassan, Ahmed Abdelhalim M. (2011): Change in the Urban Spatial Structure of the Greater Cairo Metropolitian Area, Egypt. International Archives of the Photogrammetry, Remote Sensing and Spatial Information Sciences, Volume XXXVIII-4/C21.
  • Sims, David (2003): Urban Slums Reports: The case of Cairo, Egypt.
  • German Technical Cooperation (GTZ) (2009): Cairo’s informal areas between urban challenges and hidden potentials: facts voices visions

Γκετζεκοντου: H αλλη οψη της τουρκικης πολης

Κλασσικό

Η Τουρκία περιγράφεται συχνά ως χώρα των μεγάλων αντιθέσεων. Μια τέτοια αντίθεση στις τουρκικές μεγαλουπόλεις είναι κι αυτή ανάμεσα στα συγκροτήματα σύγχρονων πανύψηλων πολυκατοικιών και στις φτωχογειτονιές με προχειροφτιαγμένα χαμηλά σπίτια. Οι τελευταίες είναι γνωστές και ως «γκετζέκοντου» (gecekondu) – και όσο κι αν δίνουν τα τελευταία χρόνια τη θέση τους στα πρώτα, ακόμα αποτελούν μέρος του αστικού τοπίου στη σύγχρονη Τουρκία. Πιστεύω ότι έχει ενδιαφέρον να δούμε τις φάσεις μέσα από τις οποίες πέρασε η ζωή αυτών των αυθαίρετα κτισμένων συνοικιών, από τη δημιουργία τους μέχρι τη σημερινή τους μετάλλαξη.

  1. Γέννηση

Η λέξη gecekondu είναι σύνθετη: gece σημαίνει νύχτα και το kondu προέρχεται από το ρήμα konmak, που σημαίνει κάθομαι/προσγειώνομαι. Το όνομα αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο: πολλά από τα σπίτια αυτά χτίστηκαν σχεδόν κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα. Οι «ιδιοκτήτες» προσπαθούσαν να τα κτίσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται, για να αποφύγουν την επέμβαση των αρχών εναντίον τους. Πώς όμως βρέθηκαν εκεί αυτοί οι άνθρωποι και από που προέρχονταν;

Γκετζέκοντου, όπως φαίνεται βόρεια από το κάστρο της Άγκυρας (φωτογραφία: Απρίλης 2013).

Κατά κανόνα ήταν εσωτερικοί μετανάστες από τα χωριά στα βάθη της Μικράς Ασίας, οι οποίοι αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη στη μεγαλούπολη. Η Τουρκία γνώρισε από τη δεκαετία του ’50 και μετά διαδοχικά κύματα τέτοιας εσωτερικής μετανάστευσης. Ήταν από τη μια η συνέπεια της μηχανοποίησης της γεωργίας, που απελευθέρωσε εργατικά χέρια από τα χωράφια, και από την άλλη της εκβιομηχάνισης της Τουρκίας, που δημιούργησε την ανάγκη γι’ αυτά τα εργατικά χέρια στα αστικά κέντρα.

Οι μετανάστες αυτοί έφταναν στις πόλεις με ελάχιστους οικονομικούς πόρους και μόνο με τα βασικά τους υπάρχοντα. Το να ενοικιάσουν διαμερίσματα ή δωμάτια δεν ήταν καθόλου εύκολο – εξάλλου, δεν υπήρχε και η ανάλογη υποδομή. Η μόνη εναλλακτική ήταν να χτίσουν μόνοι τα σπίτια τους, χωρίς άδεια. Επέλεγαν συνήθως ελεύθερη κρατική γη (η οποία στην Τουρκία υπήρχε σε αφθονία, λόγω οθωμανικής παράδοσης) γύρω από την πόλη, κοντά στις βιομηχανίες όπου σκόπευαν να αναζητήσουν δουλειά.  Συχνά δεν επρόκειτο αρχικά για κανονικά σπίτια: ήταν απλά τέσσερις τοίχοι και μια στέγη, με οποιοδήποτε υλικό μπορούσε να βρεθεί πρόχειρα. Στη συνέχεια, οι «ιδιοκτήτες» μπορούσαν να βελτιώσουν την κατασκευή τους και να προσθέσουν και άλλα δωμάτια. Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν ολόκληρες συνοικίες στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, της Άγκυρας και της Σμύρνης, αλλά και σε μικρότερες πόλεις.

Προφανώς οι συνθήκες ζωής σ’ αυτές τις παραγκουπόλεις δεν ήταν εύκολες: δεν υπήρχε ρεύμα, ύδρευση, αποχέτευση, συχνά ούτε συγκοινωνιακή σύνδεση με την πόλη. Παρ’ όλα αυτά, ας έχουμε υπόψη, ότι οι κάτοικοί τους ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιες συνθήκες, έχοντας έρθει από χωριά με ανάλογη έλλειψη υποδομών. Τουλάχιστον σε τέτοια καταλύματα είχαν τη δυνατότητα να έχουν μια μικρή αυλή, την οποία μπορούσαν να καλλιεργούν και να παράγουν οι ίδιοι ένα μέρος της τροφής τους, ενώ λόγω της εγγύτητας στα εργοστάσια μπορούσαν συχνά να περπατούν στη δουλειά τους, μειώνοντας το κόστος ζωής.

Επίσης, ζώντας σε τέτοιους οικισμούς, συχνά μαζί με άλλους μετανάστες από την ίδια περιοχή, μπορούσαν να συνεχίσουν σε κάποιο βαθμό την παλιά τους ζωή, να αλληλοβοηθηθούν και ν’ αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά τους κινδύνους, π.χ. μια ενδεχόμενη απόπειρα κατεδάφισης από τις αρχές. Πολλές εργασίες που αφορούσαν την κοινότητα, π.χ. το σκάψιμο των καναλιών που χρειαζόταν για τη σύνδεση με το αποχετευτικό, γίνονταν από κοινού. Μετέφεραν έτσι την κοινωνική αλληλεγγύη, όπως την ήξεραν από τα χωριά τους, και μέσα στην πόλη. Αυτή η αλληλεγγύη αντικαθιστούσε την ελάχιστη ή ανύπαρκτη κρατική πρόνοια.

2. Εξέλιξη και διαφοροποίηση

Τα γκετζέκοντου εξελίχθηκαν σύντομα από κάτι περιθωριακό σε μια εικόνα χαρακτηριστική για μεγάλα τμήματα των μεγαλουπόλεων. Η νεοφιλελεύθερη στροφή μετά το πραξικόπημα του ’80 είχε οδηγήσει σ’ ένα νέο κύμα μετανάστευσης προς τις πόλεις: από τη μια λόγω των αναγκών της (προσανατολισμένης προς τις εξαγωγές πλέον) τουρκικής βιομηχανίας για φτηνό, ευέλικτο και απροστάτευτο εργατικό δυναμικό, από την άλλη λόγω του δραστικού περιορισμού των αγροτικών επιδοτήσεων.  Ιδιαίτερα όμως στη δεκαετία του ’90, αυξήθηκε πολύ και η μετανάστευση από τις νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας, απ’ όπου ένας κυρίως κουρδικός πληθυσμός προσπαθούσε να ξεφύγει από την αγριότητα του πολέμου ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και το ΡΚΚ. Το ποσοστό του πληθυσμού της Τουρκίας που ζούσε σε γκετζέκοντου, από 4,7% το 1955, έφτασε το 35% το 1995.

Έγινε έτσι ένα τόσο μαζικό φαινόμενο, που οι Τούρκοι πολιτικοί δεν μπορούσαν να το αγνοήσουν. Η παροχή τίτλων κτήσης στους κατοίκους αυτών των συνοικιών, άρα και η νομιμοποίησή τους, έγινε σε διάφορες φάσεις κυρίως για προεκλογικούς λόγους. Ήταν και ένας τρόπος για να εκτονωθεί κάπως η λαϊκή δυσαρέσκεια κατά τη μετάβαση στο νεοφιλελευθερισμό, που επιδείνωσε την οικονομική κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων. Κατά μια έννοια, μπορούμε να πούμε ότι το κράτος ανέχτηκε τη δημιουργία των γκετζέκοντου, επειδή το απάλλασσε από την υποχρέωση να δημιουργήσει το ίδιο τις υποδομές για την εγκατάσταση αυτού του πληθυσμού. Κάπως έτσι έφτασε π.χ. η Κωνσταντινούπολη να γίνει μια από τις μεγαλουπόλεις με τα ψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στον κόσμο.

Χάρτης που απεικονίζει τις «ανεπίσημα» κτισμένες περιοχές (πορτοκαλί), μέσα και γύρω από την Κωνσταντινούπολη. Πηγή: Ünlü-Yücesoy, E. et al (2009)

Όταν ο πληθυσμός ενός γκεντζέκοντου είχε ήδη αυξηθεί σημαντικά, οι κάτοικοι μπορούσαν να αιτηθούν να αναγνωριστεί ως διοικητική ενότητα της πόλης. Αυτό διευκόλυνε τους κατοίκους στο να έχουν δικαίωμα στις δημοτικές υπηρεσίες και να συνδεθούν π.χ. με τα δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτρισμού ή αποχέτευσης. Έτσι ένα γκετζέκοντου αποκτούσε σιγά-σιγά σχεδόν μια εικόνα αστικής κανονικότητας.

Αυτή η πιο «αστική» εικόνα φάνηκε και με άλλον τρόπο. Σταδιακά, σε πολλά από τα σπίτια προστέθηκαν και όροφοι, μετατρέποντας τα σε μικρές πολυκατοικίες. Κάποιοι από τους παλιούς κάτοικους μπόρεσαν έτσι να νοικιάσουν διαμερίσματα σε πιο φτωχούς νεοεισερχόμενους και να βελτιώσουν την οικονομική τους θέση. Άρχισε να διαφαίνεται άρα και μια οικονομική διαφοροποίηση εντός του πληθυσμού του γκετζέκοντου: κάτι που αναπόφευκτα επηρέασε αρνητικά και την μέχρι τότε δυνατή κοινωνική αλληλεγγύη.

3. Πολιτικοποίηση

Η Τουρκία ήταν ήδη από τη δεκαετία του ’60 μια έντονα πολιτικοποιημένη χώρα, τουλάχιστον στα αστικά κέντρα. Και αυτή η πολιτικοποίηση δεν μπορούσε να μην επηρεάσει και τους νέους μετανάστες στις πόλεις, που αντιμετώπιζαν και πιο έντονα προβλήματα. Εκείνη την εποχή είχαν αναπτυχθεί ιδιαίτερα, σε αντιστοιχία και με τις παγκόσμιες τάσεις, τα κινήματα της επαναστατικής Αριστεράς. Αυτά έβλεπαν τους εαυτούς τους και ως εκπρόσωπους των φτωχών και αποκλεισμένων κατοίκων των γκετζέκοντου. Μέλη τους είχαν σταθερή παρουσία στα γκετζέκοντου: καλλιεργούσαν προσωπικές σχέσεις με τους κατοίκους, τους βοηθούσαν στις διάφορες καθημερινές ανάγκες και τους παρείχαν υπηρεσίες τις οποίες δεν μπορούσαν να περιμένουν από το κράτος. Κατά τα «επαναστατικά» χρόνια της δεκαετίας του ’70, αριστερές οργανώσεις είχαν καταφέρει να μετατρέψουν κάποιες απ’ αυτές τις συνοικίες σε προπύργια τους, όπου τα μέλη τους έβρισκαν και καταφύγιο από την αστυνομική δίωξη.

Μετά το πραξικόπημα του ’80, η δράση των αριστερών κινημάτων αντιμετωπίστηκε με σκληρή κρατική καταστολή. Τώρα ήταν η σειρά των ισλαμιστικών οργανώσεων να αναπτύξουν ανάλογη δράση στις φτωχογειτονιές. Επωφελούμενες και από την απουσία κρατικής πρόνοιας, την οποία υποκαθιστούσαν (π.χ. στον τομέα της υγείας ή της παιδείας), μπόρεσαν να βρουν έτσι σχετικά εύκολα μια εκλογική πελατεία. Πάνω σ’ αυτήν την παράδοση κτίζει και το σημερινό κυβερνών κόμμα του Ερντογάν. Κάποιοι βλέπουν ακόμα και την άνοδο του τελευταίου ως έναν τρόπο με τον οποίο εκφράζεται η είσοδος των αστικών φτωχών στρωμάτων στην πολιτική – εξάλλου, από αυτά τα στρώματα προέρχεται και ο ίδιος.

Αυτή η εικόνα των φτωχογειτονιών ως βάση για τους ισλαμιστές είναι όμως κάπως παραπλανητική. Στην πολιτική ταυτότητα της κάθε συνοικίας παίζουν ρόλο και παράγοντες όπως ο εθνο-θρησκευτικός. Ήδη από τη δεκαετία του ’70 υπήρχε μια πόλωση: οι συνοικίες που γίνονταν προνομιακό πεδίο δράσης για την επαναστατική Αριστερά είχαν συχνά ισχυρή αλεβίτικη παρουσία, ενώ σε σουνιτικές αποκτούσαν επιρροή οι δεξιές οργανώσεις. Η άνοδος της ισλαμιστικής επιρροής στην συνέχεια έγινε προφανώς πιο αισθητή σε σουνιτικές συνοικίες, ενώ κάποιες κυρίως αλεβιτικές διατήρησαν τη σχέση τους με την Άκρα Αριστερά.

Ένοπλοι, μέλη ακροαριστερών οργανώσεων, συνοδεύουν τα φέρετρα νεκρών συντρόφων τους στο τζέμεβι (αλεβίτικος θρησκευτικός-πολιτισμικός χώρος) του Γκαζί, μια φτωχογειτονιά με ιδιαίτερη ιστορία στα βορειοδυτικά προάστια της Πόλης.
Πηγή εικόνας

Στις επόμενες δεκαετίες, όταν σε πολλά γκετζέκοντου ο πληθυσμός ήταν πλέον κυρίως κουρδικός, κουβαλώντας μαζί του τα βιώματα του άγριου πολέμου στα νοτιοανατολικά της χώρας, έγινε και για τους Κούρδους εθνικιστές πηγή από την οποία μπορούσαν να αντλήσουν στήριξη. Όλα αυτά βοήθησαν τελικά στο να συνδέσουν πολλοί τις φτωχογειτονιές με τον επικίνδυνο πολιτικό εξτρεμισμό, οποιασδήποτε μορφής – και να ενισχύσει την εικόνα τους ως «απειλής».

4. Μετάλλαξη – Αστική ανάπλαση

Παρά το ότι κατά περιόδους οι τουρκικές ελίτ και το τουρκικό κράτος έμοιαζαν αναγκασμένοι να αποδεχτούν την πραγματικότητα των γκετζέκοντου, αυτό δεν σήμαινε ότι δεν τα έβλεπαν και ως κάτι ενοχλητικό, που χαλούσε την εικόνα των πόλεων. Στις δύο τελευταίες δεκαετίες αποφάσισαν τελικά να κάνουν μια συστηματική προσπάθεια για να τα εξαφανίσουν, ή τουλάχιστον να εμποδίσουν τη δημιουργία καινούριων. Χαρακτηριστικά, ο Ερντογάν τα έχει παρομοιάσει με όγκο στο σώμα των πόλεων, ενώ ο δήμαρχος Άγκυρας έχει υποσχεθεί ότι θα καθαρίσει την πόλη του απ’ αυτά.

Αυτή η προσπάθεια μπορεί να παρουσιάζεται και ως ένα είδος «φιλανθρωπίας», με στόχο να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής των φτωχότερων στρωμάτων. Στην πράξη όμως, το πράγμα λειτουργεί περισσότερο με όρους αγοράς και φαίνεται ότι οι προοπτικές κερδοφορίας είναι αυτές που είναι πιο καθοριστικές. Για να το εξηγήσουμε καλύτερα: τα τελευταία χρόνια, με την μεγάλη οικονομική ανάπτυξη που γνώρισε η Τουρκία, αυξήθηκε πολύ έντονα η οικοδομική δραστηριότητα: αυτοκινητόδρομοι, βιομηχανικά και εμπορικά κέντρα, οικιστικές ζώνες κ.λπ. Διάφορες περιοχές που καταλαμβάνονται από γκετζέκοντου θεωρούνται λόγω ευνοϊκής θέσης ως μεγάλης αξίας με δυνατότητες ανάπτυξης, – κάποιοι μάλλον δύσκολα μπορούν να δεχτούν ότι τέτοιες περιοχές βρίσκονται στα χέρια των φτωχών.

Τα διάφορα προγράμματα αστικής ανάπλασης, που προωθούνται από το κράτος και τον ιδιωτικό τομέα, γίνονται με το σκεπτικό του προσδοκώμενου κέρδους, αδιαφορώντας για τις ανάγκες των ίδιων των κατοίκων. Συχνά συμπεριλαμβάνουν την εκκένωση και την καταστροφή πολλών σπιτιών και την μεταφορά του πληθυσμού εκτός περιοχής.

Εικόνα από την περιοχή Αγιαζμά, στα δυτικά περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Τα γκετζέκοντου της περιοχής δημιουργήθηκαν σχετικά πρόσφατα (στη δεκαετία του ’90) από κυρίως κουρδικό πληθυσμό, σε γη όμως που απέκτησε μεγάλη αξία, ιδιαίτερα μετά την κατασκευή του Ολυμπιακού Σταδίου. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοί του εκτοπίστηκαν, για να κάνουν χώρο σε νέα μεγαλεπήβολα έργα.
Πηγή εικόνας

Αυτή η διαδικασία αντικατάστασης των γκετζέκοντου, αγγίζει τους κατοίκους τους με διαφορετικούς τρόπους. Η αποζημίωση γίνεται είτε χρηματικά είτε με αντάλλαγμα ένα διαμέρισμα σε μια από τις καινούριες πολυκατοικίες που κτίζονται – ανάλογα φυσικά με την έκταση του γεωτεμαχίου και το καθεστώς νομιμοποίησης. Πιο ευάλωτοι είναι φυσικά αυτοί που δεν έχουν ακόμα εξασφαλίσει τίτλους κτήσης για τις κατοικίες τους, ή που ζουν στο νοίκι – δηλαδή, συχνά οι οικονομικά πιο αδύνατοι. Αντίθετα, κάποιοι που έχουν τίτλους μπορεί να εξασφαλίσουν και καλά λεφτά πουλώντας τα γεωτεμάχιά τους. Ακόμα όμως και γι’ αυτούς, η κατάσταση δεν είναι ιδανική.

Πολλοί από το κατοίκους των γκετζέκοντου που βρίσκονται σε διαδικασία «ανάπλασης» καταλήγουν στα συγκροτήματα πανύψηλων και άχρωμων πολυκατοικιών στα περίχωρα των μεγαλουπόλεων, αυτών που οικοδομεί η Διοίκηση Οικιστικής Ανάπτυξης (TOKİ). Αυτό μπορεί να παρουσιάζεται ως παροχή προς τους φτωχούς (χωρίς να σημαίνει ότι είναι δωρεάν – απλά δίνονται ευνοϊκοί όροι για την αγορά τους σε οικογένειες χαμηλού εισοδήματος).

Συγκρότημα πολυκατοικιών που έχει κτιστεί από τον TOKİ στην περιοχή Καγιάμπασι (πρώην Αϊ-Γιώργης), 30 χλμ. από το κέντρο της Κωνσταντινούπολης.
Πηγή εικόνας

Τέτοια συγκροτήματα βρίσκονται όμως συχνά πιο μακριά από το κέντρο της πόλης ή από τις βιομηχανικές ζώνες, δυσκολεύοντας τους κατοίκους τους στην αναζήτηση δουλειάς. Επίσης τα διαμερίσματα έχουν ένα κόστος συντήρησης/θέρμανσης κ.λπ. συχνά μεγαλύτερο από πριν, χωρίς να δίνουν στους κατοίκους τους τη δυνατότητα να καλλιεργούν ένα μέρος της τροφής τους, όπως γινόταν στις αυλές των γκετζέκοντου.

Ακόμα, δυσκολεύουν τους κάτοικους στο να συνεχίσουν μια κοινωνική ζωή, η οποία τους ήταν τόσο σημαντική στις παλιές τους γειτονιές. Πολλές συνήθειες, τις οποίες οι μετανάστες είχαν μεταφέρει από τις περιοχές προέλευσής τους, αναγκάστηκαν τώρα να εγκαταλειφθούν, επειδή στα νέα συγκροτήματα πολυκατοικιών ήταν είτε απαγορευμένες είτε χωρικά αδύνατες: π.χ. το να κάθονται έξω από τα σπίτια και να πίνουν τσάι με τους γείτονες, να οργανώνουν χορούς, γάμους ή κηδείες σε ανοικτούς χώρους κ.λπ. Τέλος, στις καινούριες συνοικίες δεν λείπουν και οι εθνοτικές/πολιτικές εντάσεις (π.χ. ανάμεσα σε Κούρδους και Τούρκους εθνικιστές), αφού σ’ αυτές μαζεύονται σε μικρό χώρο οικογένειες με πολύ διαφορετική προέλευση και πολιτισμικά χαρακτηριστικά.

Δεν είναι άρα περίεργο που η διαδικασία αυτή γεννά και αντίσταση. Στην Κωνσταντινούπολη υπάρχει π.χ. ήδη ένα συντονιστικό όργανο πρωτοβουλιών κατοίκων, με στόχο να ακουστεί ο λόγος τους για την ανάπτυξη των συνοικιών τους – ένας λόγος που τώρα αγνοείται συστηματικά. Προς το παρόν πάντως, τέτοια κινήματα είχαν μόνο τοπικές μικρές επιτυχίες.


Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, το αποτέλεσμα είναι ότι το αστικό τοπίο αλλάζει δραστικά και τα γκετζέκοντου αντικαθίστανται από σύγχρονα μεγάλα κτίρια. Τα αισθήματα είναι διχασμένα: μπορεί να δίνεται η αίσθηση ότι οι τουρκικές πόλεις γίνονται πιο σύγχρονες και οργανωμένες, από την άλλη όμως οι κάτοικοι των γκετζέκοντου χάνουν έτσι και ότι είχαν καταφέρει να διατηρήσουν από τη ζωή τους στα χωριά: την ελευθερία τους και την κοινωνική αλληλεγγύη. Δεν είναι λίγοι αυτοί που βλέπουν την καινούρια τους ζωή σε διαμερίσματα σαν «φυλακή».

Μπορεί οι τουρκικές μεγαλουπόλεις να αποκτούν μια πιο «ευπρεπή» εικόνα, αποβάλλοντας κάπως τα «τριτοκοσμικά» στοιχεία που την συνέθεταν μέχρι πρόσφατα. Το κατά πόσον όμως αυτό αποτελεί βελτίωση στις συνθήκες ζωής των ίδιων των κατοίκων, είναι όπως είδαμε λιγότερο αυτονόητο. Το σίγουρο είναι πως με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δεν εξαφανίζονται, αλλά τελικά αναπαράγονται οι ταξικές αντιθέσεις (και σε συνάρτηση μ’ αυτές και οι εθνοτικές-πολιτισμικές), ο αποκλεισμός και o κοινωνικός διαχωρισμός στις πόλεις – έστω και σε ένα πιο εκσυγχρονισμένο πλαίσιο.

Πηγές

Φυσικη Γεωγραφια του Λεκανοπεδιου Αττικης

Κλασσικό

Το Λεκανοπέδιο Αττικής είναι ο πιο αστικοποιημένος γεωγραφικός χώρος στην Ελλάδα, κι ένας από τους κυριότερους της Ανατολικής Μεσογείου. Η πυκνή δόμηση κυριαρχεί από τη μια άκρη ως την άλλη, με μόνο λίγες σκόρπιες ελεύθερες επιφάνειες. Ο τίτλος «Φυσική Γεωγραφία του Λεκανοπεδίου Αττικής» ακούγεται άρα κάπως περίεργος, σε μια περιοχή που δεν μοιάζει να έχει μεγάλη σχέση με τη φύση. Το υπόβαθρο πάνω στο οποίο συγκεντρώθηκαν όλες αυτές οι ανθρώπινες δραστηριότητες παραμένει όμως ένας φυσικός χώρος. Και όποιος αγνοεί την γεωγραφία του τιμωρείται (όπως αποδεικνύουν π.χ. οι πλημμύρες που ταλαιπώρησαν την περιοχή τις προηγούμενες δεκαετίες).

Το Λεκανοπέδιο Αττικής ορίζεται από τα βουνά που το περιβάλλουν σαν ένα πεταλοειδές τείχος (Αιγάλεω, Ποικίλο Όρος, Πάρνηθα, Πεντέλη, Υμηττός), ενώ στα νότια το όριό της είναι η ακτογραμμή του Σαρωνικού. Θέμα αυτού του άρθρου είναι η περιγραφή των στοιχείων που αποτελούν το φυσικό περιβάλλον σ’ αυτόν τον χώρο: της ατμόσφαιρας, των πετρωμάτων, των μορφών της επιφάνειας, του νερού, του εδάφους,  αλλά και των ζωντανών οργανισμών (χλωρίδας και πανίδας).

  1. Κλιματολογία

Η Αττική έχει ένα τυπικό μεσογειακό κλίμα, με ήπιους βροχερούς χειμώνες και θερμά ξηρά καλοκαίρια. Εμάς αυτή η εναλλαγή μας φαίνεται τόσο φυσική, που δεν αντιλαμβανόμαστε ότι αποτελεί μάλλον παγκόσμια εξαίρεση παρά κανόνα. Η εξήγηση γι’ αυτήν την ιδιαιτερότητα είναι η θέση ανάμεσα στη βροχερή ζώνη των δυτικών επικρατούντων ανέμων στα βόρεια (δυτική-κεντρική Ευρώπη) και στην υποτροπική ξηρή ζώνη στα νότια (Σαχάρα). Η πρώτη επεκτείνεται το χειμώνα προς τα νότια και η δεύτερη το καλοκαίρι προς τα βόρεια.

Οι επικρατούντες άνεμοι ειδικά στην περιοχή της Αθήνας είναι βόρειοι/βορειανατολικοί (σ’ αυτούς ανήκουν και τα γνωστά μελτέμια, που φέρνουν δροσιά στους θερμούς καλοκαιρινούς μήνες). Η μέση θερμοκρασία Ιουλίου (μετρημένη στο Εθνικό Αστεροσκοπείο) στο διάστημα 1961-1990 ήταν 27°C και Ιανουαρίου 9,3°C. Σε μια περιοχή πάντως με τέτοιες υψομετρικές διαφορές, είναι μεγάλες και οι διαφορές στη μέση θερμοκρασία. Οι πιο ψηλές θερμοκρασίες (το καλοκαίρι μπορεί να ξεπεράσουν τους 40°C) καταγράφονται στο κεντροδυτικό τμήμα του Λεκανοπεδίου.

Η Αττική έχει ιδιαίτερα ξηρό κλίμα, σε σχέση με άλλες περιοχές της Ελλάδας. Ο μέσος ετήσιος υετός (βροχή + χιόνι + χαλάζι κ.λπ.) στο κέντρο της Αθήνας είναι 401 mm: σημαντικά πιο χαμηλός από τη Δυτική Ελλάδα (π.χ. στον Πύργο Ηλείας: 921 mm). Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι οι υγρές αέριες μάζες του χειμώνα έρχονται από τα δυτικά, ακολουθώντας την πορεία των δυτικών ανέμων της εποχής. Τα ψηλά βουνά της Πίνδου και της Πελοποννήσου λειτουργούν σαν φράγμα και συγκρατούν στη δυτική πλαγιά τους (την ομβροπλευρά) τη βροχή που φέρνουν αυτές οι μάζες, αφήνοντας μόνο λίγη για την ανατολική πλευρά (την ομβροσκιά), όπου βρίσκεται η Αττική. Ακόμα όμως και μέσα στο ίδιο το Λεκανοπέδιο υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις από την ξηρότητα του κλίματος.

Διαφορές στον ετήσιο υετό στο Λεκανοπέδιο: στα (πιο ορεινά) βόρεια προάστια ξεπερνάει εύκολα τα 500 mm, ενώ στον Πειραιά δεν φτάνει ούτε καν τα 400. Πηγή εικόνας

Εκτός από τις ήδη ψηλές θερμοκρασίες από φυσικούς λόγους, στο λεκανοπέδιο προστίθεται φυσικά και ο ανθρώπινος παράγοντας: η πυκνή δόμηση, αλλά και η καταστροφή των γειτονικών δασών, ευνοούν την αύξηση της θερμοκρασίας. Σε διάστημα ενός αιώνα έχει καταγραφεί άνοδος 1,5°C – σ’ αυτή συμμετέχει φυσικά και η γενική κλιματική αλλαγή στον πλανήτη.

Η κλιματική αλλαγή φαίνεται να επηρεάζει και τη βροχόπτωση. Αν και ο μέσος ετήσιος υετός στο σταθμό του Θησείου παραμένει στο διάστημα 1891-2010 σχετικά σταθερός, παρατηρείται μια σημαντική άνοδος στη ραγδαιότητα: τα ποσοστά των ημερών που υπερβαίνουν τα 10, 20, 30 ή και 50 mm υετού έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά περίπου από το 1990 και μετά. Αυτός είναι ένας λόγος να ανησυχούμε, αφού ένας ημερήσιος υετός άνω των 50 mm (ενίοτε και των 30) θεωρείται ικανός να προκαλέσει πλημμυρικά επεισόδια.

Το ποσοστό των ημερών με υετό >50mm στο σύνολο ετήσιων υετίσιμων ημερών (Θησείο, διάστημα 1891-2010).
Πηγή εικόνας

2. Γεωλογία

Ολόκληρη η ελληνική χερσόνησος βρίσκεται σε μια γεωλογικά ενεργή περιοχή: κάτι που φαίνεται και με τους συχνούς σεισμούς. Η βαθύτερη αιτία είναι η σύγκρουση της αφρικανικής με την ευρασιατική λιθοσφαιρική πλάκα (η πρώτη βυθίζεται κάτω από τη δεύτερη), που κρατάει εδώ και αρκετά εκατομμύρια χρόνια.

Τα όρια των τεκτονικών πλακών και οι κινήσεις τους: η σύγκρουση της αφρικανικής με την ευρασιατική πλάκα δημιουργεί και άλλες μικροπλάκες με δική τους κίνηση, όπως η Πλάκα Ανατολίας ή η Απουλία Πλάκα.
Πηγή εικόνας

Η σύγκρουση αυτή ξεκίνησε όταν οι δύο μεγάλες πλάκες άρχισαν να κινούνται η μια προς την άλλη, κλείνοντας τον μεγάλο ωκεανό που τις χώριζε (Τηθύς Θάλασσα), απομεινάρι του οποίου είναι σήμερα η Μεσόγειος. Η κίνηση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να πτυχωθούν και να ανυψωθούν τα πετρώματα από το βυθό της θάλασσας, δημιουργώντας τα ψηλά απότομα βουνά, χαρακτηριστικά για τον μεσογειακό χώρο. Η διαδικασία αυτή ονομάστηκε Αλπική Ορογένεση (από τις Άλπεις) και είναι νέα από γεωλογική άποψη: ξεκίνησε πριν από μόλις 60 εκατομμύρια χρόνια. Συνεπώς, και το Λεκανοπέδιο αποτελείται στην ουσία:

  • από τους αλπικούς σχηματισμούς (2,3,4 στην εικόνα κάτω), δηλαδή αυτούς που ανυψώθηκαν με την Αλπική Ορογένεση, και σχηματίζουν σήμερα τα βουνά που περικλείουν το λεκανοπέδιο, αλλά και τη λοφώδη περιοχή στο κέντρο του (Φιλοπάππου, Ακρόπολη, Λυκαβηττός, Τουρκοβούνια κ.λπ.)
  • από τους μεταλπικούς σχηματισμούς (1 στην εικόνα κάτω), δηλαδή τα ιζήματα που έχουν αποτεθεί στη λεκάνη των Αθηνών μετά την ανύψωση των ορεινών όγκων, προερχόμενα κυρίως από τη διάβρωση των τελευταίων.

Απλοποιημένος Γεωλογικός Χάρτης του Λεκανοπεδίου.
1 (κίτρινο): μεταλπικά ιζήματα
2 (μπλε): μη μεταμορφωμένα πετρώματα
3 (κόκκινο): αλλόχθονο σύστημα (σχιστόλιθος Αθηνών)
4 (πράσινο): μεταμορφωμένα πετρώματα
5: κύρια ρήγματα
6: μεγάλης κλίμακας τεκτονική επαφή.
Πηγή: Michael Foumelis, Ioannis Fountoulis, Ioannis D. Papanikolaou, Dimitrios Papanikolaou (2013): Geodetic evidence for passive control of a major Miocene tectonicboundary on the contemporary deformation field of Athens(Greece). In: ANNALS OF GEOPHYSICS, 56, 6, 2013, S0674; doi:10.4401/ag-6238

Τα κύρια πετρώματα που αποτελούν τους ανυψωμένους αλπικούς σχηματισμούς είναι:

  • οι μη μεταμορφωμένοι ασβεστόλιθοι (2 στο χάρτη) των δυτικών ορεινών όγκων (Αιγάλεω, Ποικίλο Όρος, Πάρνηθα). Είναι πετρώματα που σχηματίστηκαν πριν περίπου 200 εκατομμύρια χρόνια, από αποθέσεις σε θαλάσσιο περιβάλλον: όπως είδαμε, ο χώρος ήταν τότε ένας μεγάλος ωκεανός.
  • Τα μεταμορφωμένα πετρώματα (4 στο χάρτη) των ανατολικών ορεινών όγκων (Υμηττός, Πεντέλη). Πρόκειται για πετρώματα που μεταμορφώθηκαν κάτω από συνθήκες ψηλής πίεσης και θερμοκρασίας. Τα κυριότερα είναι τα μάρμαρα, δηλαδή μεταμορφωμένοι ασβεστόλιθοι (παράδειγμα είναι το γνωστό πεντελικό μάρμαρο) και οι σχιστόλιθοι.
  • Οι «σχιστόλιθοι Αθηνών» (3 στο χάρτη) όπως επικράτησε να λέγονται, αν και κάπως παραπλανητικά. Στην πραγματικότητα πρόκειται για σύνθετο σύστημα διαφορετικών πετρωμάτων (πηλίτες, αργιλικοί σχιστόλιθοι, μάργες, ψαμμίτες), που σχηματίστηκαν στο βυθό της θάλασσας κατά τη διάρκεια της ανύψωσης των ορεινών όγκων που αναφέρθηκαν πριν. Πάνω από το σχιστόλιθο των Αθηνών επικάθονται σε ορισμένα σημεία υπολείμματα σχετικά νέου ασβεστόλιθου, σχηματίζοντας κορυφές λόφων (π.χ. Ακρόπολη, Λυκαβηττός, Τουρκοβούνια).

Αργιλικό πέτρωμα στους πρόποδες του Αρδηττού (δίπλα στο Καλλιμάρμαρο), μέρος του «Σχιστολίθου Αθηνών».

Ασβεστόλιθος στα Τουρκοβούνια.

Κατά τ’ άλλα, κυριαρχούν  οι μεταλπικοί σχηματισμοί που αναφέρθηκαν πριν, δηλαδή τα ιζήματα που εναποτέθηκαν μετά την Αλπική Ορογένεση, στη λεκάνη που είχε σχηματιστεί ανάμεσα σ’ αυτά τα βουνά. Σε πολλά σημεία αυτές οι νεογενείς αποθέσεις είναι τόσο παλιές ώστε να έχουν εξελιχθεί σε αρκετά συνεκτικά πετρώματα (π.χ. μάργες, κροκαλοπαγή, ψαμμίτες). Σ’ ένα μεγάλο μέρος του νότιου Λεκανοηπεδίου (κυρίως γύρω από την κοιλάδα του Κηφισού), καθώς και στους πρόποδες των βουνών, είναι όμως τόσο νέες, που συχνά πρόκειται απλά για στρώσεις από χαλαρά ασύνδετα υλικά.

Νεογενή πετρώματα στο πάρκο Τρίτση (Ίλιον): ψαμμίτης από λεπτή άμμο (πάνω) και κροκαλοπαγές από αποθέσεις βοτσάλων σε ποτάμια (κάτω).

3. Γεωμορφολογία

Γενικά στη βόρεια ακτή της Μεσογείου, η μορφολογία της επιφάνειας της Γης εξαρτάται κυρίως από τη γεωλογία, καθώς και τη δράση του νερού και της βαρύτητας. Σε αντίθεση με τη Βόρεια Ευρώπη, ο πάγος δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο, αφού ούτε καν στην εποχή των παγετώνων δεν κάλυψε μεγάλα τμήματα. Ούτε το κλίμα όμως ήταν τόσο ξηρό, ώστε να είναι κεντρικός ο ρόλος του αέρα, όπως είναι π.χ. νοτιότερα στη Σαχάρα.

Όσον αφορά το ρόλο του νερού, σημαντική δεν είναι μόνο η παράκτια ή η ποτάμια γεωμορφολογία (δηλαδή η μορφολογία του αναγλύφου που δημιουργήθηκε μέσω της δράσης του τρεχούμενου νερού), αλλά και η καρστική: αυτή δηλαδή που βασίζεται στη διάλυση μέσω της χημικής αντίδρασης με το νερό, κυρίως των ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Όπως είδαμε πιο πριν, τέτοια πετρώματα δεν λείπουν στο Λεκανοπέδιο.

Kαρστικά φαινόμενα στο Χολαργό (πρόποδες Υμηττού): δακτυλογλυφές (πιο καθαρά φαίνονται πάνω αριστερά) καθώς και μεγαλύτερες τρύπες (πάνω κεντρικά, κάτω δεξιά) που σχηματίστηκαν μέσω της επιφανειακής διάλυσης του ασβεστολίθου.

Σπήλαιο στο Λόφο Φιλοπάππου, που σχηματίστηκε από την υπόγεια διάλυση του ασβεστολιθικού πετρώματος, από νερό που είχε διεισδύσει μέσω ρωγμών.

Το Λεκανοπέδιο Αττικής είναι γενικά µία περιοχή µε χαµηλό µέσο υψόµετρο, η οποία περιβάλλεται όμως από ορεινούς όγκους που φτάνουν τα 1.423 μ (Πάρνηθα). Σημαντική εξαίρεση στο σχετικά ομαλό ανάγλυφο είναι η γνωστή σειρά από λόφους κατά μήκος του κεντρικού άξονα του Λεκανοπεδίου: Λόφος Σικελίας, Ζωοδόχος Πηγή, Αρδηττός, Φιλοπάππου, Ακρόπολη, Λυκαβηττός, Στρέφη, Τουρκοβούνια. Κάποιοι από τους λόφους αυτούς έχουν απότομες, σχεδόν κάθετες πλαγιές, λόγω των σκληρών ασβεστολιθικών πετρωμάτων που αποτελούν τις κορυφές τους.

Η κορυφή του Λυκαβηττού, ο οποίος αποτελεί υπόλειμμα από τη γενική διάβρωση του ασβεστολιθικού λοφώδους τοπίου.

Στους πρόποδες των βουνών η επιφάνεια έχει μια κλίση προς το κέντρο του Λεκανοπεδίου. Το υλικό εδώ προέρχεται από τη διάβρωση του εκάστοτε γειτονικού ορεινού όγκου, και εναποτέθηκε άμεσα πάνω στα όριά του. Η σχετικά μεγάλη κλίση αυτών των αποθέσεων είναι συνέπεια της απότομης αλλαγής υψομέτρου.

Η Πάρνηθα, με τον οικισμό των Θρακομακεδόνων να απλώνεται πάνω στο ομώνυμο ριπίδιο στους πρόποδες.

Κατά τ’ άλλα, στο εσωτερικό του Λεκανοπεδίου, ιδιαίτερα στο κεντρο-νοτιοδυτικό του τμήμα (γύρω από τον Κηφισό) το ανάγλυφο είναι γενικά ομαλό. Σ’ αυτήν την περιοχή συγκεντρώθηκαν υλικά από τη διάβρωση όλων των γύρω ορεινών όγκων και λόφων.

Άποψη του Λεκανοπεδίου από τα Τουρκοβούνια. Ανάμεσα στους διαβρωμένους ασβεστολιθικούς λόφους με τις απότομες πλαγιές (Λυκαβηττός, Ακρόπολη) στα αριστερά και στους πρόποδες του Αιγάλεω στα δεξιά, απλώνεται μια μεγάλη σχετικά επίπεδη έκταση γύρω από την κοιλάδα του Κηφισού.

Οι μεγάλες υψομετρικές διαφορές έχουν σαν αποτέλεσμα και την ορμητικότητα των ποταμών και ρεμάτων. Επομένως και οι κοιλάδες είναι συχνά απότομες και στενές, ιδιαίτερα όσο πιο κοντά είμαστε στα βουνά.

Η απότομη και στενή κοιλάδα του Κηφισού, ανάμεσα στην Πάρνηθα (πίσω) και την Πεντέλη (όριο Δήμων Κηφισιάς –  Αχαρνών).

4. Υδρογεωγραφία

Το υδρογραφικό δίκτυο του Λεκανοπεδίου είναι σαφώς πιο ανεπτυγμένο στο βόρειο του τμήμα. Το μεγαλύτερο κομμάτι (371-381 km²) ανήκει  στη λεκάνη απορροής του Κηφισού, η οποία ορίζεται από τις κορυφογραμμές του Αιγάλεω, του Ποικίλου Όρους, της Πάρνηθας, της Πεντέλης και εν μέρει του Υμηττού στα δυτικά και βόρεια, και από λόφους όπως η Ακρόπολη και ο Λυκαβηττός νοτιοανατολικά. Τα περισσότερα ρέματα του Λεκανοπεδίου (Ποδονίφτης, ρέμα Κοκκιναρά, Φλέβα Ρουβίκωνος) είναι δηλαδή παραπόταμοι, που συλλέγουν το νερό απ’ όλη αυτήν τη μεγάλη περιοχή και το φέρνουν στον Κηφισό, ο οποίος το οδηγεί στον Σαρωνικό, στον Φαληρικό Όρμο.

Η λεκάνη απορροής του Κηφισού.
Πηγή εικόνας

Πολύ πιο μικρή είναι η λεκάνη απορροής του Ιλισού, η οποία ακολουθεί νότια αυτής του Κηφισού. Ακόμα νοτιότερα, μέχρι και τη Βουλιαγμένη, το υδρογραφικό δίκτυο είναι πολύ λιγότερο ανεπτυγμένο, συνήθως με  εποχιακούς κλάδους µικρού µήκους, με εξαίρεση κάποια σχετικά μεγάλα ρέματα όπως αυτό της Πικροδάφνης, τα οποία εκβάλλουν απ’ ευθείας στη θάλασσα.

Τα ρέματα του Λεκανοπεδίου σήμερα είναι συνήθως υποβαθμισμένα. Μεγάλα τους τμήματα έχουν μπαζωθεί ή διευθετηθεί και εγκιβωτιστεί. Σε συνδυασμό με την πυκνή δόμηση και άρα την έτσι κι αλλιώς πολύ περιορισμένη διείσδυση του νερού στο έδαφος, το αποτέλεσμα είναι οι ραγδαίες βροχοπτώσεις να οδηγούν συχνά σε πλημμύρες. Επίσης, ακόμα και στα σημεία που τα εγκιβωτισμένα υπόγεια ρέματα βγαίνουν στην επιφάνεια, χρησιμοποιούνται παράνομα για απόρριψη σκουπιδιών ή αποβλήτων. Το αποτέλεσμα είναι σ’ έναν φαύλο κύκλο να εκλαμβάνονται από τους κατοίκους ως κάτι αρνητικό, και να απαιτείται το μπάζωμα ή εγκιβωτισμός ακόμα των λίγων εναπομείναντων «ελεύθερων» τμημάτων.

Το ρέμα του Ποδονίφτη (όρια Νέας Χαλκηδόνας – Δήμου Αθηναίων). Σ’ αυτό το τμήμα του ρέει ελεύθερα, αλλά η δόμηση που φτάνει σχεδόν ως στην κοίτη του, όπως και η απόθεση σκουπιδιών και αποβλήτων, έχουν οδηγήσει στην υποβάθμισή του.

Τα υπόγεια ύδατα του Λεκανοπεδίου έχουν μάλλον λίγο ενδιαφέρον, αφού οι κάτοικοί του βασίζονται για την υδροδότηση σε νερό που προέρχεται από τα φράγματα του Μαραθώνα και του Μόρνου και τη λίμνη Υλίκη. Πάντως, γενικά υδροφόρες θεωρούνται οι νεώτερες αποθέσεις, ιδιαίτερα στην  κοιλάδα του Κηφισού, ή οι βαθύτεροι ορίζοντες σε ασβεστόλιθους μεγάλου πάχους (καρστικό νερό).

5. Εδαφολογία

Σ’ ένα τόσο αστικοποιημένο περιβάλλον όπως αυτό της Αθήνας, είναι αναμενόμενο να κυριαρχούν τα ανθρωπογενή εδάφη. Τα φυσικά εδάφη, όπου αυτά έχουν απομείνει, είναι συνήθως αβαθή: η υψηλή διάβρωση και το θερμό ξηρό κλίμα δεν επέτρεψαν τον εμπλουτισμό σε οργανικό υλικό.

Αβαθές αργιλώδες έδαφος στο πάρκο Τρίτση στο Ίλιον (η ανάπτυξη εδάφους δεν ξεπερνάει τα λίγα εκατοστά, ενώ πιο κάτω το λευκό μητρικό πέτρωμα είναι ακόμα ανεπηρέαστο).

Με βάση τον πρόσφατο χάρτη εδαφικών ενώσεων της Ελλάδας, βλέπουμε να κυριαρχούν τέτοια «υπανάπτυκτα» αβαθή εδάφη, με πολύ λεπτό οργανικό ορίζοντα: είτε πάνω σε χαλαρά υλικά (calcaric Fluvisols/Regosols), είτε πάνω σε σκληρό, κατά κανόνα ασβεστολιθικό, πέτρωμα (calcaric–lithic Leptosols,  συχνά πρόκειται για ρεντζίνες). Οι τυπικές μεσογειακές τέρα ρόσα, δηλαδή κοκκινωπά αργιλώδη εδάφη πάνω σε ασβεστόλιθο, συγκαταλέγονται στις rhodic Luvisols που συναντούνται κυρίως στα ανατολικά. Γενικά τα εδάφη είναι πλούσια σε ασβέστιο (αποτέλεσμα της γεωλογίας, με τα πολλά ασβεστολιθικά πετρώματα), και αυτό έχει και ως συνέπεια να είναι γενικά αλκαλικά, με pH ανάμεσα στο 7 και στο 9.

Χάρτης των εδαφικών ενοτήτων στην περιοχή του Λεκανοπεδίου. Τα χρώματα αντιστοιχούν στον κυρίαρχο τύπο εδάφους:
Μαύρο: βράχοι
Γκρίζο: Leptosols
Μπεζ: Regosols
Πορτοκαλί: Cambisols
Ροζ: Luvisols
Γαλάζιο: Fluvisols
Απόσπασμα από: Χάρτης Εδαφικών Ενώσεων της Ελλάδος 1: 850000 (Συντάκτης: Νίκος Γιασόγλου).

Σ’ έναν χώρο τόσο αστικοποιημένο, η πιο σημαντική απειλή για το έδαφος είναι φυσικά η σφράγιση. Όσον αφορά την άλλη σημαντική απειλή που θα ανέμενε κάποιος σε μια μεγαλούπολη, τη ρύπανση, η σχετική απουσία βαριάς βιομηχανίας φαίνεται να έσωσε την Αθήνα από μια υπερβολική επιβάρυνση. Τελευταίες έρευνες έδειξαν ότι οι τιμές σε βαρέα μέταλλα όπως ο χαλκός, ο μόλυβδος, ο ψευδάργυρος και το κάδμιο είναι πιο χαμηλές απ’ ό,τι σε άλλες συγκρίσιμες μεγαλουπόλεις (με περιοχές πάντως όπως το κέντρο της Αθήνας και ο Πειραιάς να έχουν σημαντικά πιο ψηλή επιβάρυνση απ’ ό,τι άλλες στο Λεκανοπέδιο). Οι τιμές σε αρσενικό, χρώμιο, νικέλιο και κοβάλτιο είναι μεν ψηλότερες, αλλά οφείλονται μάλλον στην ιδιαίτερη γεωλογία του αθηναϊκού χώρου, παρά στη δράση του ανθρώπου.

Τέλος, όσον αφορά τη διάβρωση, την παραδοσιακά μεγάλη απειλή για τα εδάφη της Μεσογείου, μπορεί το μεγαλύτερο μέρος στο εσωτερικό του Λεκανοπεδίου να μην κινδυνεύει πια – είναι έτσι κι αλλιώς σφραγισμένο. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα βουνά γύρω απ’ το Λεκανοπέδιο, όπου οι συχνές πυρκαγιές αφήνουν πίσω τους αποψιλωμένες εκτάσεις, που σε συνδυασμό με τους φυσικούς παράγοντες (ραγδαίες βροχοπτώσεις, μεγάλη κλίση του εδάφους) είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στη διάβρωση.

6. Βιογεωγραφία

Το να μιλάμε για χλωρίδα και πανίδα μιας τέτοιας πυκνοδομημένης περιοχής Αττικής ακούγεται πάλι κάπως περίεργο. Μπορεί τόσο η βιομάζα (πλην ανθρώπων) όσο και η βιοποικιλότητα να έχουν μειωθεί δραστικά τον προηγούμενο αιώνα, λόγω της σχεδόν ανεξέλεγκτης επέκτασης του αστικού ιστού, συχνά καταστρέφοντας αξιόλογους βιότοπους (π.χ. δάση). Υπάρχουν όμως και είδη που είτε επιβίωσαν, είτε ακόμα και ευνοήθηκαν απ’ αυτό (τα λεγόμενα ανθρωπόφιλα).

Πάντως, ακόμα και στα υπολείμματα αδόμητης επιφάνειας, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για πραγματικά «φυσική» βλάστηση. Ο χώρος της Μεσογείου βρίσκεται έτσι κι αλλιώς κάτω από εντατική ανθρώπινη επίδραση επί πολλές χιλιετίες, και η χλωρίδα δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη.

Η φυσική μεσογειακή βλάστηση θεωρείται το δάσος που αποτελείται από σκληρόφυλλα αειθαλή δέντρα, όπως η αριά. Στα σημεία του Λεκανοπεδίου όμως που απομένουν σχετικά φυσικά, βλέπουμε να κυριαρχούν: α) τα πευκοδάση, αποτελούμενα κυρίως από τη χαλέπιο πεύκη (η οποία ευνοείται από τις πυρκαγιές για την εξάπλωσή της, αφού για να ανοίξουν οι κώνοι της και να απελευθερωθούν οι σπόροι χρειάζεται η έκθεση σε θερμότητα), συχνά μαζί με ελιές, χαρουπιές ή κυπαρίσσια, β) η θαμνώδης βλάστηση, είτε η πιο ψηλή (1-2 μ) τύπου μακίας, είτε η πιο χαμηλή τύπου φρυγάνων. Η μακία και τα φρύγανα είναι κυρίως αποτέλεσμα της υποβάθμισης και διάβρωσης του εδάφους μέσω της μακραίωνης χρήσης από τον άνθρωπο (φωτιές, καλλιέργειες, υπερβόσκηση) – γι’ αυτό είναι συνηθισμένο να συνυπάρχουν με τμήματα εντελώς γυμνού πετρώματος. Δεν λείπουν πάντως και (μάλλον σχετικά νέες) ελεύθερες επιφάνειες, που καλύπτονται με σχεδόν αποκλειστικά ποώδη βλάστηση.

Δάσος με πεύκα, κυπαρίσσια και ελιές στα Τουρκοβούνια.

Μακία στον Χολαργό, στους πρόποδες του Υμηττού, με σχίνους, αγριελιές και πουρνάρια – και γυμνό πέτρωμα.

Φρύγανα στου Παπάγου, με κυρίαρχα είδη το θυμάρι, τη λαδανιά, τις αστοιβίδες, τους ασφόδελους.

Λιβάδι στο Άλσος Βεΐκου, με ποώδη βλάστηση (μπροστά κυρίως άγρια βρώμη και μαργαρίτες).

Τα φυτά σ’ ένα τυπικό μεσογειακό κλίμα, όπως αυτό της Αττικής, έχουν ν’ αντιμετωπίσουν μια δύσκολη κατάσταση: στην εποχή του χρόνου που προσφέρεται καλύτερα για φωτοσύνθεση, δηλαδή στο καλοκαίρι με τη μεγάλη ηλιοφάνεια, λείπει το βασικό συστατικό, το νερό.  Για να αντιμετωπιστεί αυτή η ξηρασία, που συνδυάζεται και με πολύ ψηλές θερμοκρασίες, η φυσική βλάστηση αναγκάστηκε να βρει μηχανισμούς για να μειώσει τις απώλειες νερού, π.χ. τα μικρά δερματώδη φύλλα (αριά, πουρνάρι, σχίνος, ελιά). Επίσης, οι φρυγανικοί θάμνοι έχουν συχνά την πολύ χρήσιμη ιδιότητα να «αλλάζουν» τα φύλλα τους το καλοκαίρι με πιο μικρά, που έχουν μικρότερη διαπνοή (εποχιακός διμορφισμός).

Σε αντίθεση με την κεντρική Ευρώπη, αλλά και με πιο βόρειες ή ορεινές περιοχές της Ελλάδας, τα φυλλοβόλα δεν είναι συχνά: όπως είπαμε πριν, η καλοκαιρινή ξηρασία στην Αττική είναι πολύ πιο σημαντικό πρόβλημα παρά το (σχετικά ήπιο) κρύο του χειμώνα, άρα δεν είναι και πολύ έξυπνο για ένα φυτό να ρίχνει τα φύλλα του το χειμώνα. Τα φυλλοβόλα περιορίζονται συνήθως στις όχθες των ποταμών και των ρεμάτων: εκεί π.χ. τα πλατάνια συμβιώνουν μαζί με συγκεκριμένα αειθαλή φυτά, τα οποία έχουν επίσης μεγάλη ανάγκη από νερό (πικροδάφνες, ευκάλυπτοι, καλαμιές).

Η κοίτη του Κηφισού διακρίνεται από τα φυλλοβόλα πλατάνια, που ξεχωρίζουν από την υπόλοιπη αειθαλή βλάστηση (η φωτογραφία είναι από το Φλεβάρη του ’16).

Στη βλάστηση του λεκανοπεδίου ανήκει φυσικά και αυτή που είναι αποτέλεσμα ευθείας ανθρώπινης επέμβασης π.χ. στα πεζοδρόμια ή στα αστικά πάρκα (νεραντζιές, μουριές, πικροδάφνη κλπ). Πέρα απ’ αυτά όμως, υπάρχουν και είδη που, χωρίς να τα φυτεύει ο ίδιος ο άνθρωπος, ευνοήθηκαν απ’ αυτόν για να εξαπλωθούν σε ανθρωπογενείς εκτάσεις, εκεί όπου άλλα είδη δυσκολεύονται. Παράδειγμα είναι η βρωμοκαρυδιά (Ailanthus altissima), ξενικό και ιδιαίτερα επιθετικό είδος από την Άπω Ανατολή, που εισήχθηκε επί Όθωνα για τον Βασιλικό Κήπο, και έκτοτε εξαπλώθηκε σε εγκαταλελειμμένες επιφάνειες μέσα στον αστικό ιστό. Υπάρχουν φυσικά και πολλές πόες που είναι ακόμα πιο προσαρμοσμένες στο περιβάλλον της πόλης, όπως το περδικάκι (Parietaria judaica), που εξαπλώνεται ακόμα και στα κενά των πεζοδρομίων ή στους τοίχους εγκαταλελειμμένων σπιτιών, .

Εγκαταλελειμμένο οικόπεδο στα Πετράλωνα με παρατημένα αυτοκίνητα. Γύρω από το αυτοκίνητο στα δεξιά ευδοκιμεί το περδικάκι, ενώ ανάμεσα στα δύο αυτοκίνητα έχει φυτρώσει μια βρωμοκαρυδιά.

Η πανίδα του Λεκανοπεδίου Αττικής είναι ακόμα ένας τομέας που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία του ανθρώπου. Πέρα από τα πολλά έντομα (μύγες, κατσαρίδες, μυρμήγκια) και πτηνά (π.χ. σπουργίτια, περιστέρια), ζώα ανθρωπόφιλα και προσαρμοσμένα στον βιότοπο μιας πυκνοδομημένης πόλης, υπάρχουν όμως και τα ζώα που συναντά κανείς στις λίγες σκόρπιες εστίες πρασίνου μέσα στην πόλη. Οι χελώνες είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, αλλά συναντά κανείς και άλλα ερπετά (σαύρες, λίγα είδη φιδιών), πτηνά (κοτσύφια, τσαλαπετεινοί), καθώς και αμφίβια (βατράχια, νεροχελώνες) στα ρέματα και στις λίμνες των πάρκων. Όσον αφορά τα θηλαστικά, εκτός από νυχτερίδες και σκαντζόχοιρους, στα Τουρκοβούνια εντοπίστηκε τελευταία και ένας μικρός αριθμός αλεπούδων.

Χελώνα στα Τουρκοβούνια.


Πηγές

Γκαζι: η ιστορια μιας συνοικιας της Κωνσταντινουπολης

Κλασσικό

Η Κωνσταντινούπολη είναι μια πραγματική μεγαλούπολη, με τα 14 εκατομμύρια πληθυσμό και τις αμέτρητες συνοικίες της, που απλώνονται στην ευρωπαϊκή και στην ασιατική πλευρά. Μια απ’ αυτές είναι και το Γκαζί. Η διαδρομή με το λεωφορείο 399C από το Εμίνονου (με κατεύθυνση Εσέντεπε) διαρκεί περίπου μια ώρα.

Τί ιδιαίτερο έχει όμως αυτή η εργατική συνοικία με τις πυκνές πολυκατοικίες, στα όρια της οικιστικής ζώνης στην ευρωπαϊκή πλευρά της Πόλης; Κι αυτή μάλλον, όπως και τόσες άλλες, κτίστηκε τον περασμένο αιώνα με τη μετανάστευση από το εσωτερικό της Ανατολίας, από χωρικούς που έψαχναν μια καλύτερη τύχη στη μεγαλούπολη. Έχει όμως μια εθνο-θρησκευτική σύνθεση που την κάνει διαφορετική από πολλές άλλες: κατοικείται σε μεγάλο ποσοστό από Αλεβίτες (σχετικό άρθρο), αλλά και από Κούρδους.

Το τζέμεβι (θρησκευτικός/πολιτιστικός χώρος για Αλεβίτες) του Γκαζί, με την εικόνα του Χατζή Μπεκτάς, προσώπου με μεγάλη σημασία για τον αλεβιτισμό.

Μάλλον όχι άσχετα μ’ αυτό, έχει και μια ιδιαίτερη πολιτική ταυτότητα. Αφίσες του Ερντογάν ή του AKP θα συναντήσεις μάλλον σπάνια στους δρόμους του Γκαζί – αντίθετα θα δεις πολύ περισσότερα αρχικά και συνθήματα αριστερών οργανώσεων. Η συνοικία γίνεται κατά καιρούς τόπος συγκρούσεων μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών. Κάποιοι την έχουν συγκρίνει γι’ αυτό το λόγο και με τα Εξάρχεια.

Οι τοίχοι των πολυκατοικιών στο Γκαζί είναι γεμάτοι με συνθήματα από αριστερές οργανώσεις – νόμιμες (όπως το ΤΚΡ, το Τουρκικό Κομμουνιστικό Κόμμα) ή παράνομες (όπως το DHKC, ένοπλη πτέρυγα του επίσης μαρξιστικού DHKP-C, του οποίου η συνοικία θεωρείται προπύργιο).

Τα φέρετρα νεκρών από την τρομοκρατική επίθεση στο Σουρούτς το περασμένο καλοκαίρι μεταφέρονται στο τζέμεβι του Γκαζί, με τη συνοδεία ένοπλων ακροαριστερών με καλυμμένο πρόσωπο.
Πηγή εικόνας

Η παράδοση αυτή πάει πολλά χρόνια πίσω, τουλάχιστον από τότε που στην ίδια συνοικία ξέσπασε η ουσιαστικά πρώτη λαϊκή εξέγερση μετά το πραξικόπημα του 1980 (εκτός των κουρδικών περιοχών στα νοτιανατολικά, εννοείται). Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Το σκηνικό για μια εξέγερση στήνεται

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η Τουρκία μετρούσε ήδη μιάμιση δεκαετία από το πραξικόπημα του ’80, που είχε θέσει την πολιτική ζωή της χώρας κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο του στρατού και του βαθέος κράτους. Αν και η επαναφορά σε μια μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είχε ήδη γίνει πολύ νωρίς, από το 1983, αυτή ήταν τόσο ελεγχόμενη από το στρατό και τους παρακρατικούς, και το καινούριο Σύνταγμα του 1982 (που ακόμα ισχύει σήμερα) τόσο ανελεύθερο, που η Τουρκία έμοιαζε περισσότερο με δικτατορικό παρα δημοκρατικό καθεστώς.

Δύο πρόσωπα που σημάδεψαν τη δεκαετία του ’80 στην Τουρκία: ο στρατηγός Κενάν Εβρέν, ηγέτης της στρατιωτικής χούντας και στη συνέχεια Πρόεδρος της χώρας, μαζί με τον Τουργκούτ Οζάλ, πρώτο πολιτικό πρωθυπουργό μετά την «αποκατάσταση» της δημοκρατίας. Πηγή εικόνας

Στη δεκαετία του ’80 υπήρχε, έστω κάτω από αυτό το αυταρχικό καθεστώς, μια σχετική σταθερότητα. Αυτή άρχισε να καταρρέει τη δεκαετία του ’90, με την οικονομία να χειροτερεύει και τον πληθωρισμό να καλπάζει, τη διαφθορά να κυριαρχεί παντού, και το νοτιο-ανατολικό τμήμα της χώρας να βρίσκεται σε εμφυλιοπολεμική κατάσταση. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η ίδια περίοδος της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις (Ίμια, S-300 κ.λπ.), που παρ’ ολίγο να οδηγήσει σε πόλεμο.

Στην αλεβίτικη κοινότητα ειδικότερα, οι σφαγές της δεκαετίας του ’70 (π.χ. στο Καχραμανμαράς), αλλά φυσικά και οι πιο πρόσφατες (στη Σεβάστεια το 1993) δεν είχαν ξεχαστεί. Εξάλλου με την αυξανόμενη «σουνιτοποίηση» του κράτους από το πραξικόπημα και μετά, όπως και με την πρόσφατη άνοδο του σουνιτικού πολιτικού Ισλάμ (οι ισλαμιστές είχαν μόλις κερδίσει το Δήμο Κωνσταντινουπόλεως – με δήμαρχο το νεαρό και ανερχόμενο τότε Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν), οι Αλεβίτες ένιωθαν αδικημένοι και απειλούμενοι. Επίσης στο Γκαζί έμεναν και πολλοί Κούρδοι, με φρέσκες αναμνήσεις από την ιδιαίτερα βίαιη τακτική του τουρκικού στρατού στην περιοχή τους, ενώ οι μυστήριες εξαφανίσεις αριστερών ακτιβιστών δεν ήταν εκείνη την εποχή σπάνιο φαινόμενο – πρόσφατα μάλιστα ένας είχε πεθάνει ενώ ήταν υπό κράτηση.

Στα κάγκελα σχολείου στο Γκαζί είναι μέχρι σήμερα αναρτημένες αφίσες προσώπων με τη λέξη Nerede (Πού;).

Μια λαϊκή δυσαρέσκεια φαίνεται ότι είχε ήδη αρχίσει να εξαπλώνεται και να δημιουργεί ρωγμές σ’ αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον. Σε ένα τέτοιο κλίμα, ένα συμβάν έμελλε να φέρει πίσω κακές αναμνήσεις στο μυαλό κάποιων.

Το ξέσπασμα

Στις 12 Μαρτίου 1995 άγνωστοι ένοπλοι μέσα από ένα ταξί πυροβόλησαν τους θαμώνες καφετεριών στo Γκαζί. Πολλοί τραυματίστηκαν και ένας ντεντές (κάτι σαν ιερέας για τους Αλεβίτες) πέθανε. Η αστυνομία άργησε να επέμβει και οι δράστες μπόρεσαν να διαφύγουν με το ταξί – αυτό βρέθηκε στη συνέχεια με τον δολοφονημένο οδηγό μέσα. Μέχρι σήμερα η υπόθεση δεν έχει διαλευκανθεί.

Σ’ αυτήν την εύφλεκτη κατάσταση, το παραπάνω περιστατικό έγινε η σπίθα που έφερε την έκρηξη. Κάτοικοι της περιοχής ήταν πεπεισμένοι ότι οι φόνοι ήταν έργο ακροδεξιών ή ισλαμιστών σε συνεργασία με την αστυνομία. Ήδη μέχρι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας, κι αφού έγινε γνωστό ότι οι δράστες διέφυγαν, οργισμένοι νέοι είχαν βγει στους δρόμους, φωνάζοντας συνθήματα όπως «Θάνατος στο φασισμό! Θέλουμε δικαιοσύνη!» ή «Η αστυνομία έξω απ’ το Γκαζί». Ακολούθησαν βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία, καταστροφές σε καταστήματα, φωτιές σε αυτοκίνητα.

Εικόνα από τους δρόμους του Γκαζί (Μάρτης ’95).
Πηγή εικόνας

Τις πρώτες πρωινές ώρες η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών. Σαν αντίδραση ξέσπασε εξέγερση και σε άλλη συνοικία της Πόλης, με μερικά ακόμα θύματα. Στο Γκαζί εν τω μεταξύ οι διαδηλωτές είχαν χτίσει οδοφράγματα, ενώ επενέβηκε και ο στρατός. Χρειάστηκαν τρεις μέρες μέχρι να αποκατασταθεί η τάξη: συνολικός απολογισμός, τουλάχιστον 17 νεκροί διαδηλωτές (κατά άλλες πηγές 23), περίπου 250 τραυματίες, αλλά και κάποιοι αγνοούμενοι. Μόνο δύο αστυνομικοί καταδικάστηκαν, με αρκετά ήπιες ποινές, παρά το ότι οι κατηγορίες αφορούσαν πολλαπλές δολοφονίες.

Επίλογος

Από τότε, κάθε χρόνο οργανώνονται από αριστερές και αλεβίτικες ομάδες επετειακές εκδηλώσεις εις μνήμη των νεκρών του 1995. Το Γκαζί γίνεται από καιρό σε καιρό θέατρο συγκρούσεων με την αστυνομία – ειδικά επί διακυβέρνησης Ερντογάν. Με την πρόσφατη εξέγερση του πάρκου Γκεζί το ’13 δεν άργησαν οι ταραχές να επεκταθούν και στο Γκαζί. Αλλά και το τελευταίο καλοκαίρι έγιναν επεισόδια, όταν σε μια επιδρομή αντιτρομοκρατικής μονάδας (μετά την τρομοκρατική επίθεση ισλαμιστών στο Σουρούτς) σκοτώθηκε ένα μέλος του DHKP-C.

Εκδήλωση μνήμης για την 20ή επέτειο της σφαγής του Γκαζί. Το πανό γράφει «Από το Γκαζί στον Μπερκίν» (αναφορά στον Ελβάν Μπερκίν, θύμα της αστυνομικής βίας στην πρόσφατη εξέγερση του 2013).
Πηγή εικόνας

Απ’ ότι φαίνεται, ακόμα και μετά τη δεξιά στροφή της Τουρκίας από τη δεκαετία του ’80, εστίες μιας αριστερής ριζοσπαστικότητας παρέμειναν ζωντανές μέσα στη χώρα – το Γκαζί δεν είναι φυσικά μόνο του.

Παρά τον πρόσφατο εκλογικό θρίαμβο του Ερντογάν, η Τουρκία φαίνεται ότι τα τελευταία 2-3 χρόνια ξυπνά κάπως από τον πολιτικό της λήθαργο, και την ενασχόληση με σχετικά ανούσια θέματα όπως η μουσουλμανική μαντήλα. Η χώρα, όπως και όλος ο κόσμος, μπαίνει ξανά σε μια περίοδο πολιτικής ρευστότητας, όπου πολλά μπορούν να αλλάξουν. Ποιός π.χ. θα το φανταζότανε παλιότερα ότι κεμαλικοί θα ψήφιζαν ένα φιλοκουρδικό κόμμα, με πιθανές διασυνδέσεις με το ΡΚΚ, για να φράξουν το δρόμο στον κοινό εχθρό Ερντογάν, όπως φαίνεται ότι έγινε στις εκλογές του τελευταίου Ιουνίου; Σ’ αυτό το περιβάλλον ανοίγονται ευκαιρίες για νέες κοινωνικές συμμαχίες, στις οποίες τέτοιες εστίες όπως το Γκαζί μπορεί να παίξουν ρόλο.


Βιβλιογραφία/πηγές