Στα τελευταία οθωμανικά χρόνια, όταν το όνομα «Μακεδονία» άρχισε να αποκτά πολιτικό νόημα, αντιστοιχούσε γεωγραφικά περίπου σε τρία οθωμανικά βιλαέτια. Αυτά ήταν τα εξής: Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και.. Κοσόβου – το τελευταίο με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Αυτό δείχνει ίσως το πόσο συνδεδεμένοι και δυσδιάκριτοι μεταξύ τους είναι αυτοί οι δύο γεωγραφικοί χώροι, Μακεδονία και Κοσσυφοπέδιο.
Οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές σχεδίασαν βέβαια ένα καθαρό σύνορο στον χάρτη. Από τη μια μεριά ήταν η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τα Σκόπια και από την άλλη το Κόσοβο, αυτόνομη περιοχή εντός της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σερβίας. Σήμερα, τόσο το Κόσοβο όσο και η Βόρεια (πλέον) Μακεδονία είναι ανεξάρτητα κράτη. Παρόλα αυτά, η σχέση τους παραμένει στενή, ειδικά αφού η αντίστοιχη σχέση Κοσσυφοπεδίου-Σερβίας είναι τώρα πολύ επιβαρυμένη και πολύπλοκη. Η σύνδεση με το Μαυροβούνιο και την Αλβανία μπορεί να είναι πολιτικά πιο εύκολη, όχι όμως και γεωγραφικά: η διαδρομή από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα (Τίρανα-Πρίστινα, Ποντγκόριτσα-Πρίστινα) είναι πολύωρη και περνάει μέσα από δύσβατα βουνά. Αντίθετα, από τα Σκόπια μπορεί κάποιος να φτάσει στην Πρίστινα σε λιγότερο από δύο ώρες. Η οδική σύνδεση με τα Σκόπια είναι επομένως για το Κοσσυφοπέδιο η πιο σημαντική επικοινωνία με τον έξω κόσμο.
Το ταξίδι που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα κι από τα τρία πρώην βιλαέτια και τις πρωτεύουσές τους. Ξεκίνησε από την επιθυμία να κλείσω μια τρύπα στον ταξιδιωτικό μου χάρτη στα Βαλκάνια: το Κόσοβο. Είτε όμως το θέλει κάποιος είτε όχι, ο δρόμος τον οδηγεί και μέσα από τη μακεδονική γη, βόρεια και νότια.
Υπόβαθρο: OpenStreetMap
Αφετηρία ήταν η – τότε όπως και τώρα – μεγαλύτερη πόλη και «φυσική» πρωτεύουσα της Μακεδονίας: η Θεσσαλονίκη. Μέχρι νεοτέρας, η σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης-Σκοπίων είναι (για ακόμα μια φορά) ανενεργή. Η μοναδική δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα στις δύο μεγάλες μακεδονικές πόλεις αυτή τη στιγμή, είναι το πρωινό λεωφορείο των 8.30 – και παρόλα αυτά, μπορεί να είναι σχεδόν άδειο. Το ταξίδι μπορεί να είναι έτσι πολύ άνετο, είναι όμως και κάπως στενάχωρο, αφού δείχνει ίσως πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο των επαφών.
Η Συναγωγή των Μοναστηριωτών, η μοναδική προπολεμική συναγωγή στη Θεσσαλονίκη πουεπιβίωσε, από τις πολλές που λειτουργούσαν κάποτε στην «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων». Το όνομά της δείχνει και την προέλευση αυτών που την ίδρυσαν και έτσι συνδέει τις (κάποτε ακμαίες) εβραϊκές κοινότητες των δύο μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, οι οποίες τον 20ό αιώνα βρέθηκαν ξαφνικά σε διαφορετικά κράτη. Έχοντας υπόψη το τραγικό τέλος των Εβραίων της Μακεδονίας, θεώρησα ότι άξιζαν μια αναφορά, ως ο μεγάλος απών των πόλεων που αναφέρονται στο άρθρο. Συμπτωματικά (;), η Συναγωγή ήταν κοντά στο μέρος όπου διανυκτέρευσα στη Θεσσαλονίκη, πριν ξεκινήσω για το ταξίδι.
Από άποψη ιστορικού βάρους, τα Σκόπια σίγουρα έρχονται πίσω από τη Θεσσαλονίκη. Παρ’ όλα αυτά, οι σύγχρονοι Σκοπιανοί (εδώ εννοούνται οι κάτοικοι της πόλης κι όχι της χώρας) μπορούν να έχουν την αίσθηση ότι ζουν σε ένα κέντρο.. αρχαίου μακεδονικού πολιτισμού. Υπεύθυνο γι’ αυτό είναι το έργο «Σκόπια 2014», έμπνευση της προηγούμενης εθνικιστικής κυβέρνησης του Νίκολα Γκρουέφσκι. Τα αρχαιοπρεπή κτίρια στις όχθες του Αξιού, ανάμεσα στην οθωμανική παλιά πόλη και τις σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι ένας τουλάχιστον περίεργος συνδυασμός. Τα Σκόπια έχουν επίσης καταφέρει να γίνουν γνωστά ως η πόλη με περισσότερα αγάλματα παρά ανθρώπους. Κι αυτά είναι αγάλματα προσώπων που μπορεί να φτάνουν από την ελληνική Αρχαιότητα και τα σλαβικά βασίλεια του Μεσαίωνα, μέχρι τους ήρωες της ΕΜΕΟ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Η Γέφυρα Πολιτισμών της Μακεδονίας, που οδηγεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο (αριστερά) είναι μια από τις νέες διακοσμημένες με αγάλματα γέφυρες, οι οποίες ενώνουν τις όχθες του Αξιούστο κέντρο των Σκοπίων.
Αν η ελληνική Μακεδονία είναι η «Μακεδονία του Αιγαίου», το σημερινό ανεξάρτητο κράτος της Βόρειας Μακεδονίας αντιστοιχεί σε αυτό που οι ίδιοι οι Σλαβομακεδόνες αποκαλούσαν «Μακεδονία του Βαρδάρη». Πράγματι, όσο σημαντικό είναι το Αιγαίο για τη Θεσσαλονίκη, τόσο κεντρικός είναι και ο ποταμός Αξιός (Βαρντάρ στις σλαβικές γλώσσες) για τα Σκόπια. Στις όχθες του βρίσκονται τα σημαντικά κτίρια, ο μεγάλος πεζόδρομος και η κεντρική πλατεία της πόλης, που δεν θα μπορούσε παρά να ονομάζεται «Πλατεία Μακεδονίας» και να κοσμείται με το γιγάντιο άγαλμα του Μεγαλέξανδρου, ή επίσημα του.. Πολεμιστή Πάνω στο Άλογο.
Ο παραποτάμιος πεζόδρομος στο κέντρο των Σκοπίων, από τα πιο ευχάριστα μέρη της πόλης. Στα δεξιά ξεκινάει η «Γέφυρα των Καλλιτεχνών».Η Πλατεία Μακεδονίας, κεντρική των Σκοπίων, όπου ξεχωρίζει βέβαια το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λίγο πιο ταπεινό, κάτω στα αριστερά του, κάθεται στον θρόνο του και το άγαλμα του (Βούλγαρου) Τσάρου Σαμουήλ.Κοιτάζοντας από την Πλατεία Μακεδονίας προς τη βόρεια όχθη του Αξιού, βλέπουμε το επίσης επιβλητικό άγαλμα του Φιλίππου Β’, ο οποίος στέκεται όρθιος και μοιάζει να χαιρετάει τον γιο του στην αντίπερα όχθη. Οι κολώνες στα δεξιά ανήκουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ στα αριστερά της εικόνας ορθώνεται το Κάστρο των Σκοπίων. Το έφιππο άγαλμα στις όχθες του Αξιού είναι αυτό του Καρπός, ηγέτη τοπικής αντι-οθωμανικής εξέγερσης του 17ου αιώνα.
Περνώντας από την παλιά γέφυρα στην απέναντι βόρεια όχθη του Αξιού, κι αφού προσπεράσουμε το άγαλμα του Φιλίππου, μπαίνουμε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Εδώ, κάτω από το κάστρο, ξεκινά η παλιά οθωμανική πόλη των Σκοπίων, με τα μικρά μαγαζιά, τα παλιά σπίτια, τους μιναρέδες, τα χαμάμ, το μπεζεστένι, το Μπιτ Παζάρ. Σε αντίθεση με άλλες βαλκανικές πρωτεύουσες, όπως τη Σόφια, την Αθήνα ή το Βελιγράδι, στα Σκόπια τα οθωμανικά ίχνη είναι ολοφάνερα και ζωντανά. Εξάλλου, στην παλιά πόλη των Σκοπίων και γύρω απ’ αυτήν ακόμα κατοικούν κυρίως μουσουλμανικοί πληθυσμοί: προ πάντων Αλβανοί, αλλά και αρκετοί Τούρκοι. Μαζί αποτελούν περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης.
Η παλιά πόλη των Σκοπίων διατηρεί ακόμα αρκετό από τον μετα-οθωμανικό της χαρακτήρα.Η είσοδος του Μπιτ Παζαριού στην παλιά πόλη των Σκοπίων. Σε αυτές τις περιοχές, θα δει κάποιος περισσότερες αλβανικές ή τουρκικές σημαίες παρά της Βόρειας Μακεδονίας.Στάση λεωφορείου κοντά στο Μπιτ Παζάρ, με τα διώροφα λεωφορεία που θυμίζουν Λονδίνο.
Ο πολυεθνικός χαρακτήρας των Σκοπίων δεν φαίνεται όμως μόνο εκεί. Αν προχωρήσουμε ακόμα πιο βόρεια, προς τα προάστια, θα βρεθούμε στο Σούτο Οριζάρι, ή Σούτκα, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Πριν από μερικές δεκαετίες ήταν ακόμα χωράφια, όπως δείχνει και το όνομα («ορυζώνες»), αλλά εν τω μεταξύ εξελίχθηκε σε κάτι σαν παγκόσμια πρωτεύουσα των Τσιγγάνων. Εξάλλου, εκεί έχουν γίνει και γυρίσματα για τον «Καιρό των Τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα. Περίπου τέσσερα πέμπτα του πληθυσμού δηλώνουν ως εθνικότητα «Ρομά» και πρόκειται μάλλον για τον μοναδικό δήμο του κόσμου, όπου τα Ρομανί έχουν καθεστώς επίσημης γλώσσας.
Στους δρόμους του Σούτο Οριζάρι, μπορεί να συναντήσει κάποιος και παρκαρισμένα άλογα.Στο Δημαρχείο του Σούτο Οριζάρι, δίπλα στη σημαία της Βόρειας Μακεδονίας, κυματίζει και η πράσινη-μπλε σημαία με τον κόκκινο τροχό: η σημαία των Ρομά. Στις πινακίδες, οι επιγραφές είναι πρώτα στα σλαβομακεδόνικα, έπειτα στα Ρομανί και μετά στα αγγλικά.
Από τα Σκόπια, τα σύνορα με το Κόσοβο απέχουν μόλις 20 και η Πρίστινα 90 χιλιόμετρα. Λεωφορεία πηγαινοέρχονται τακτικά ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες. Χαρακτηριστικά ίσως για τη διαφορετική σημασία που δίνουν οι δύο χώρες σε αυτή τη σύνδεση, ο δρόμος από τα Σκόπια μέχρι τα σύνορα μοιάζει περισσότερο με κακοσυντηρημένη επαρχιακή οδό, ενώ μόλις διασχίσουμε τα σύνορα, ένας νέος αυτοκινητόδρομος μας οδηγεί ταχύτατα στην πρωτεύουσα του δεύτερου αλβανικού κράτους.
Τα σύνορα Κοσόβου-Βόρειας Μακεδονίας. Τα χωριά με τους μιναρέδες στις πλαγιές του βουνού ανήκουν στο Κοσσυφοπέδιο.Με το που περνάμε τα σύνορα, μπαίνουμε σε έναν σύγχρονο αυτοκινητόδρομο που οδηγεί μέχρι την Πρίστινα. Ήταν τέτοια η ανάγκη να συνδεθεί το Κόσοβο με τον έξω κόσμο, που ο αυτοκινητόδρομος έπρεπε να κατασκευαστεί ακόμα κι αν όπως εδώ πρέπει να περάσει από μια στενή κοιλάδα κι αναγκαστικά να γίνει εναέριος. Από κάτω του ρέει ο ποταμός Λεπενίτσα.
Η Πρίστινα είναι η πιο νέα πρωτεύουσα της Ευρώπης. Αυτός ο τίτλος έχει διπλό νόημα: αφορά τόσο τα χρόνια της ως πρωτεύουσα ανεξάρτητου κράτους (η ανεξαρτησία ανακηρύχθηκε και αναγνωρίστηκε το 2008) όσο και τον μέσο όρο ηλικίας των κατοίκων της. Η νεανικότητα της πόλης είναι από τα πρώτα που αναφέρουν ταξιδιωτικοί οδηγοί όπως το Lonely Planet. Κι όταν βρεθεί ένας ταξιδιώτης στην Πρίστινα, θα καταλάβει ότι δεν το γράφουν τυχαία. Είναι κάτι που θα νιώσει κάποιος σύντομα, περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δίπλα από τις γεμάτες με νέους καφετέριες – ειδικά όταν έρχεται από γειτονικές γερασμένες βαλκανικές χώρες.
Στις πλατείες και στους πεζοδρόμους της Πρίστινα περπατούν πολλοί νέοι, όπως εδώ στην Πλατεία Ζαχίρ Παγιαζίτι. Το άγαλμα στα δεξιά είναι αυτό του οπλαρχηγού του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου που σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τον γιουγκοσλαβικό στρατό το 1997 κι έδωσε το όνομά του στην πλατεία. Στο πανό στο κέντρο απεικονίζεται ο Ιμπραήμ Ρουγκόβα, ο «Γκάντι των Βαλκανίων» για όποιον τον θυμάται, ο οποίος έλπιζε (εσφαλμένα) ότι θα πετύχαινε την ανεξαρτησία του Κοσόβου με ειρηνικά μέσα.
Το άλλο που θα προσέξει κάποιος γρήγορα στην Πρίστινα, είναι η έντονη παρουσία σημαιών άλλων κρατών, σε σημείο που να ανταγωνίζονται την ίδια την κρατική σημαία. Κι αν για την αλβανική σημαία είναι αναμενόμενο, σε μια χώρα που τα εννέα δέκατα του πληθυσμού είναι Αλβανοί, για την αμερικάνικη πρέπει κάποιος να θυμηθεί το πώς κέρδισε η χώρα την ανεξαρτησία της. Οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί εναντίον την Σερβίας ήταν αυτοί που έκριναν την κατάσταση, και οι Κοσοβάροι δεν το ξεχνούν. Η Λεωφόρος Μπιλ Κλίντον, όπου ορθώνεται το άγαλμα του πρώην πλανητάρχη, διασταυρώνεται με την Οδό Τζωρτζ Μπους. Αν προχωρήσουμε προς το κέντρο της πόλης, θα συναντήσουμε και την προτομή της Μαντλίν Ωλμπράιτ, δίπλα στο μνημείο «NEWBORN», το οποίο συμβολίζει μάλλον την αναγέννηση της χώρας. Στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, κρέμονται πανό που εκφράζουν ευχαριστίες σε ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Γερμανία και Σαρκοζύ.
Το άγαλμα του Μπιλ Κλίντον στην ομώνυμη λεωφόρο μπορεί να μην είναι επιβλητικό σε μέγεθος, το πανό που το συνοδεύει όμως αναπληρώνει το κενό και δίνει βέβαια ένα καθαρό μήνυμα.Πανό όπως αυτά στον κεντρικό πεζόδρομο Μητέρας Τερέζας, με τις ανορθόγραφες ευχαριστίες προς το ΝΑΤΟ και φράσεις όπως «η Μαντλίν Ωλμπράιτ είναι η μητέρα μας», μπορεί να μοιάζουν γραφικά. Είτε μας αρέσει πάντως είτε όχι, στα μάτια πολλών Κοσοβάρων Αλβανών η νατοϊκή επέμβαση είναι αυτή που τους έσωσε από πολύ πιθανή εθνοκάθαρση.
Αυτή η ιστορία έχει βέβαια και την τραγική της πλευρά. Από τις 200.000 κατοίκους της σημερινής Πρίστινας, μόνο λίγες εκατοντάδες είναι Σέρβοι. Οι περίπου 40.000 Σέρβοι που ζούσαν στην πόλη πριν τον πόλεμο την έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό. Γεγονότα όπως αυτά του 2004, όταν μεταξύ άλλων κάηκε και η ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, τους έδειξαν πως είναι ανεπιθύμητοι – ακόμα κι αν υποθέσουμε πως οι ίδιοι θα ήταν πρόθυμοι να ζήσουν υπό αλβανική διοίκηση. Ένα πανό στην Πλατεία Σκεντέρμπεη θυμίζει τις σφαγές Αλβανών διαδηλωτών από τη σερβική αστυνομία του Μιλόσεβιτς το 1989. Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, κατάλοιπο της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, μοιάζει επομένως κάπως εκτός τόπου και χρόνου: ειδικά όταν βρίσκεται στην οδό UÇK, απέναντι από τα γραφεία των βετεράνων της σίγουρα όχι ιδιαίτερα αγαπητής στους Σέρβους οργάνωσης.
Το Μνημείο Αδελφοσύνης και Ενότητας, με τα τρία μέρη του να συμβολίζουν τις τρεις κύριες εθνότητες της περιοχής (Αλβανούς, Σέρβους και Μαυροβούνιους) κτίστηκε επί σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, όταν ακόμα μια τέτοια ιδέα έμοιαζε να έχει νόημα.Για να βάλουν τα πράγματα αμέσως στη θέση τους, απέναντι από το Μνημείο βρίσκονται τα γραφεία οργανώσεων που συνδέονται με τον UÇK.Το άγαλμα του Σκεντέρμπεη στην ομώνυμη πλατεία συνοδεύεται από το πανό που μνημονεύει τα θύματα της σερβικής καταπίεσης.Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, παρά την καταστροφή που έζησε το 2004, έχει σήμερα επισκευαστεί σε μεγάλο βαθμό. Το σημερινό μέγεθος του ποιμνίου βέβαια δεν έχει καμία σχέση με το προπολεμικό, παρόλα αυτά ένας ορθόδοξης καταγωγής επισκέπτης μπορεί να είναι αρκετά τυχερός και να του επιτραπεί η είσοδος στον ναό, χάρη στη φιλική διάθεση των υπεύθυνων φύλαξης.
Στο δρόμο της επιστροφής, πρώτα προς τα Σκόπια και μετά συνεχίζοντας νότια προς το Μοναστήρι και τα ελληνικά σύνορα, βρίσκεται το Πρίλεπ. Η μικρή σλαβομακεδόνικη πόλη των 60.000 κατοίκων (παρόλα αυτά, τέταρτη μεγαλύτερη της χώρας) έγινε κι αυτή μάρτυρας παρόμοιων επεισοδίων στα πρόσφατα χρόνια – δείχνοντας ίσως και τις τραγικές ομοιότητες, με τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς να εναλλάσσονται μεταξύ τους στο ρόλο του θύτη και του θύματος. Αφορμή σε αυτή την περίπτωση ήταν οι συγκρούσεις Αλβανών ενόπλων και σλαβομακεδονικών σωμάτων ασφαλείας το 2001, που άφησαν πίσω τους περίπου 500 νεκρούς. Στόχος του αυτή τη φορά σλαβομακεδονικού όχλου ήταν και πάλι ένα θρησκευτικό κτίριο: το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα. Σε αντίθεση με την Πρίστινα, εδώ δεν έγιναν προσπάθειες επανόρθωσης και τα ερείπια του τζαμιού στέκονται ακόμα και σήμερα ελεύθερα προσβάσιμα στον καθένα, στη μέση του Παλιού Παζαριού του Πρίλεπ.
Από το Τσαρσί Τζαμί του 15ου αιώνα, έχουν απομείνει σήμερα μόνο τα ερείπια που βλέπει κάποιος στη φωτογραφία – και μάλιστα είναι εντελώς αφύλακτα. Ορατά είναι ακόμα και τα σημάδια του εμπρησμού του 2001.Aυτή η πλακέτα εις μνήμην του «τίγρη» Νέναντ Σεραφιμόφσκι (ειδικές αντιτρομοκρατικές δυνάμεις) θυμίζει επίσης πόσο εύθραυστη είναι πάντα η ειρήνη στη μικρή βαλκανική χώρα. Σκοτώθηκε μαζί με άλλους 7 Σλαβομακεδόνες και 10 Αλβανούς, σε ανταλλαγή πυρών με αλβανικές ένοπλες ομάδες το 2015, η οποία ευτυχώς δεν εξελίχθηκε σε έναν νέο γύρο ένοπλων συγκρούσεων.
Κατά τ’ άλλα, το Πρίλεπ είναι μια ήσυχη, καθαρή (ή έτσι φαίνεται τουλάχιστον, όταν κάποιος έρχεται εκεί μετά από τα Σκόπια) και ευχάριστη πόλη. Ο Πύργος του Ρολογιού, τα στενά του Παλιού Παζαριού και το έστω κατεστραμμένο τζαμί δίνουν έναν μετα-οθωμανικό χαρακτήρα στο κέντρο της πόλης. Κατά τ’ άλλα όμως, η πόλη ξεχωρίζει και για το ιδιαίτερο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, με το έντονο βραχώδες ανάγλυφο. Το Πρίλεπ είναι εξάλλου γνωστή και ως η «πόλη κάτω από τους πύργους του Μάρκο». Στα άγρια βράχια, στους πρόποδες των οποίων είναι χτισμένη η πόλη, βρισκόταν το κάστρο του μεσαιωνικού Σέρβου πρίγκηπα και τα ερείπια του επιβλέπουν και σήμερα τον οικισμό.
Οι βραχώδεις λόφοι πάνω στους οποίους βρίσκονται οι πύργοι του Πρίγκηπα Μάρκο δεσπόζουν πάνω από το Πρίλεπ, δίνοντας έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην πόλη.Πίσω από την κεντρική πλατεία του Πρίλεπ ξεκινάει το Παλιό Παζάρι, όπου ξεχωρίζει ως οθωμανικό κατάλοιπο ο Πύργος του Ρολογιού. Το άγαλμα στην πλατεία δεν είναι του Αλέξανδρου ή του Φίλιππου, όπως θα περίμενε κάποιος που έχει βρεθεί σε άλλες βορειομακεδόνικες πόλεις, αλλά του Πρίγκηπα Μάρκο.Με σεβασμό στην Ενδιάμεση Συμφωνία ανάμεσα σε Ελλάδα και (νυν) Βόρεια Μακεδονία, ο Ήλιος της Βεργίνας δεν είναι πλέον τόσο συνηθισμένο θέαμα στους δρόμους της γειτονικής χώρας, μπορεί όμως ακόμα να τον πετύχουμε σε κάποιο sex shop στο Παλιό Παζάρι του Πρίλεπ.
Συνεχίζοντας με το τρένο τον δρόμο προς τα νότια, μέσα από τη γη της Πελαγονίας, σε περίπου μια ώρα φτάνουμε στον τερματικό σταθμό, το Μοναστήρι (ή Μπίτολα στα σλαβομακεδόνικα). Τα σύνορα με την Ελλάδα απέχουν από εδώ μόλις 15 χιλιόμετρα. Το Μοναστήρι είναι μια ακόμα από τις σπουδαίες οθωμανικές πόλεις που υποβαθμίστηκαν με την χάραξη των νέων συνόρων. Άλλοτε πρωτεύουσα του ομώνυμου βιλαετίου και ίσως δεύτερη σημαντικότερη σε όλα τα Νότια Βαλκάνια μετά τη Θεσσαλονίκη, γνωστή και ως «πόλη των προξένων», σήμερα έχει λιγότερο από το ένα έκτο του πληθυσμού των Σκοπίων. Τα σημάδια της παλιάς δόξας είναι πάντως φανερά, όταν περπατά κάποιος στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, το Σιρόκ Σοκάκ.
Τοπίο της Πελαγονίας, από τη διαδρομή του τρένου Πρίλεπ-Μοναστήρι.Το Σιρόκ Σοκάκ, κεντρικός πεζόδρομος του Μοναστηρίου, είναι γεμάτο με καφετέριες, μαγαζιά και λίγα προξενεία (όπως εδώ της Γαλλίας, του Βελγίου και της Αλβανίας), για να τιμηθεί ο παλιός τίτλος της «πόλης των προξένων».Ο παλιός κινηματογράφος των (βλαχικής καταγωγής) αδελφών Μανάκη, οι οποίοι πρώτοι έφεραν αυτή την τέχνη στα Βαλκάνια, αναστηλώθηκε και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο εις μνήμην τους.Στο σημερινό Μουσείο του Μοναστηρίου σώζεται ακόμα η επιγραφή με αραβικούς χαρακτήρες, για να θυμίζει ότι αυτό το κτίριο στέγαζε την οθωμανική Σχολή Αξιωματικών, απ’ όπου αποφοίτησε και κάποιος Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός ως Ατατούρκ.
Μαζί με την απώλεια του σημαντικού του ρόλου, το Μοναστήρι έχασε σε μεγάλο βαθμό και αυτό που συνήθως πάει μαζί του σε οθωμανικές πόλεις: την πολυπολιτισμικότητα. Από το κράμα Ελλήνων, Σλάβων, Βλάχων, Τούρκων, Αλβανών και Εβραίων που αποτελούσε τον πληθυσμό της πόλης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, σήμερα τα εννέα δέκατα των κατοίκων της πόλης είναι Σλαβομακεδόνες. Τουλάχιστον, η θέση της πόλης έχει ως αποτέλεσμα να τραβάει επισκέπτες από την άλλη πλευρά των συνόρων: πολλοί κάτοικοι της περιοχής της Φλώρινας πηγαινοέρχονται στο Μοναστήρι σε αναζήτηση χαμηλότερων τιμών σε καύσιμα και άλλες υπηρεσίες.
Το Σιρόκ Σοκάκ τελειώνει στην Πλατεία Μανόλιας, όπου ξεχωρίζουν τα παλιά τζαμιά, ο οθωμανικός Πύργος Ρολογιού (με σταυρό στην κορυφή του πλέον) και βέβαια το άγαλμα του Φιλίππου Β’, σε έναν μάλλον τυπικά σλαβομακεδόνικο συνδυασμό.«Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» λέει το γκράφιτι στον τοίχο του παλιού οθωμανικού Μπεζεστενίου, ενώ πιο πίσω ξεκινάει το Παλιό Παζάρι. Το σύνθημα ήταν πολύ δημοφιλές στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, χωρίς όμως να έχει απαραίτητα το ίδιο πολιτικό νόημα με σήμερα.Η «Οδός Ελπίδας Καραμανδή» θυμίζει πόσο συνδεδεμένες είναι οι πορείες των δύο γειτονικών λαών, παρά τις διαμάχες περί ονομάτων και αρχαίας Ιστορίας. Η βλαχικής καταγωγής αντάρτισσα γεννήθηκε στη Φλώρινα και μετακόμισε μικρή στο Μοναστήρι. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας και σκοτώθηκε από τον βουλγαρικό κατοχικό στρατό το 1942.
Παρά την εγγύτητα στα σύνορα και την πόλη της Φλώρινας, είναι (πάλι) θλιβερό πως δεν υπάρχει καμιά απολύτως δημόσια συγκοινωνία ανάμεσα σε Μοναστήρι και Φλώρινα. Αυτό που μπορεί να κάνει κάποιος σήμερα, είναι να πάρει ταξί από Μοναστήρι μέχρι τη βορειο-μακεδονική πλευρά των συνόρων (κόστος: περίπου 8 Ευρώ), να τα διασχίσει έπειτα με τα πόδια, και μετά στην ελληνική πλευρά να ελπίζει πως κάποια στιγμή θα περάσει κάποιο ελληνικό ταξί που μόλις έχει γεμίσει βενζίνη από το Μοναστήρι. Ή αλλιώς, πως θα τον πάρει μαζί του κάποιος ντόπιος, στον δρόμο της επιστροφής του προς τη Φλώρινα (πολύ πιθανόν, θα έχει περάσει τα σύνορα κι αυτός για τον ίδιο λόγο: τα φτηνά καύσιμα).
Στη βορειομακεδονική πλευρά των συνόρων της Νίκης, κυκλοφορούν ελεύθερα και λίγα παγόνια.Στην ελληνική πλευρά των συνόρων, σαν να θέλει να μας υπενθυμίσει ότι στα Βαλκάνια κάθε σύμβολο έχει τουλάχιστον δύο νοήματα, μας υποδέχεται ο Ήλιος της Βεργίνας με την επιγραφή «Μακεδονία γεννημένη Ελληνίδα».
Μια διαδρομή μόλις 30 χιλιομέτρων μπορεί έτσι να κρατήσει αρκετές ώρες, τελικά όμως κάποια στιγμή ο ταξιδιώτης θα φτάσει στη Φλώρινα, έγκαιρα για να πάρει το τρένο της επιστροφής. Η μικρή μεθοριακή πόλη είναι ούτως ή άλλως κάτι μεταβατικό ανάμεσα στις δύο χώρες, αν μη τι άλλο και λόγω του ότι βρίσκεται στην περιοχή της Ελλάδας όπου ακόμα επιβιώνει κάποια σλαβοφωνία. Το πιο ευχάριστο μέρος της είναι μάλλον η συνοικία με το τυπικά οθωμανικό (αν και ουγγρικής προέλευσης) όνομα Βαρόσι, με τα παλιά κτίρια στις όχθες του ποταμού Σακουλέβα.
Το άγαλμα της Ελευθερίας στην Πλατεία Γεωργίου Μόδη, στο κέντρο της Φλώρινας.Ο ποταμός Σακουλέβας πηγάζει από τα βουνά του Βαρνούντα και διασχίζει τη Φλώρινα.Οι ιτιές και τα πλατάνια στις όχθες του Σακουλέβα προσφέρουν σκιά σε όσους θέλουν να χαλαρώσουν πίνοντας τον καφέ τους, με τα παλιά κτίρια να προσθέτουν ατμόσφαιρα.
Από τη Φλώρινα μπορεί κάποιος να πάρει το τρένο πίσω στη Θεσσαλονίκη κι έτσι να κλείσει τον κύκλο, αυτής της διαδρομής, μέσα από τρία βιλαέτια παλιότερα, τρία ανεξάρτητα κράτη τώρα – με εντελώς διαφορετικά σύνορα. Έχουν αλλάξει πάρα πολλά στη Μακεδονία και το Κοσσυφοπέδιο μέσα στα τελευταία 150 χρόνια, περισσότερο ίσως και από άλλες μετα-οθωμανικές περιοχές. Παρόλα αυτά, είναι εντυπωσιακό ότι η αίσθηση του ιστορικού βάθους επιβιώνει, με ξεχωριστούς τρόπους έστω, σε όλες αυτές τις πόλεις.
Το μυθιστόρημα του Ραμπίε Τζαμπίρ «Οι Δρούζοι του Βελιγραδίου» βραβεύτηκε με το Διεθνές Βραβείο Αραβικού Μυθιστορήματος το 2012. Ο τίτλος του βέβαια κάνει κάποιον να απορήσει: τι γυρεύουν οι Δρούζοι στο Βελιγράδι; Σήμερα πρόκειται για σχεδόν διαφορετικούς κόσμους. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Βελιγραδίου πιθανότατα ούτε καν γνωρίζουν την ύπαρξη των Δρούζων. Κι όμως, έχουν ένα κοινό: οι όχι και τόσο μακρινοί πρόγονοι και των δύο ήταν υπήκοοι του ίδιου κράτους, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το ιστορικό γεγονός, στο οποίο αναφέρεται το βιβλίο, είναι ο πόλεμος μεταξύ Δρούζων και Μαρωνιτών στον σημερινό Λίβανο, το 1860. Αρχικά ξεκίνησε ως εξέγερση κάποιων Μαρωνιτών αγροτών εναντίον Δρούζων γαιοκτημόνων, σύντομα όμως πήρε διαστάσεις διακοινοτικής σύγκρουσης. Οι Δρούζοι ήταν οι νικητές του πολέμου, αλλά οι σφαγές εναντίον των Μαρωνιτών έγιναν γνωστές στην Ευρώπη, τόσο που να προκαλέσουν και την ευρωπαϊκή, κυρίως γαλλική, επέμβαση. Ο Σουλτάνος τελικά αποφάσισε την τιμωρία των Δρούζων που συμμετείχαν σε αυτές τις σφαγές: κάποιοι απ’ αυτούς φυλακίστηκαν στο φρούριο Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου, το οποίο τότε ακόμα ανήκε τυπικά στους Οθωμανούς.
Τα τείχη του φρουρίου Κάλε Μεγκντάν στο Βελιγράδι σήμερα, στην όχθη του Δούναβη.
Κάπου εκεί ξεκινάει και η ιστορία του βιβλίου, όταν οι Δρούζοι αιχμάλωτοι περιμένουν στο λιμάνι της Βηρυτού για να φορτωθούν στο πλοίο που θα τους οδηγήσει στον τόπο εξορίας. Ένας Δρούζος σεΐχης επισκέπτεται τον πασά που είναι υπεύθυνος γι’ αυτή τη δουλειά, παρακαλώντας τον να λυπηθεί τους πέντε γιους του, που συγκαταλέγονται στους αιχμαλώτους. Η απάντηση του πασά είναι ότι το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αντικαταστήσει έναν από τους γιους του σεΐχη με κάποιον άλλο τυχαίο περαστικό. Αυτός ο περαστικός θα είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Χάνα Γιακούμπ, ένας Χριστιανός αυγοπώλης, ο οποίος είχε την ατυχή έμπνευση να προσφέρει αυγά στους στρατιώτες που επιβλέπουν τους αιχμαλώτους στο λιμάνι. Θα φορτωθεί έτσι στο πλοίο αντί του γιου του σεΐχη και θα βρεθεί φυλακισμένος στο Βελιγράδι. Στα επόμενα χρόνια θα περιπλανηθεί σε διάφορες εντελώς άγνωστες γι’ αυτόν οθωμανικές κτήσεις των Βαλκανίων.
Ο Τζαμπίρ είναι Λιβανέζος και βέβαια δεν είναι τυχαίο που επέλεξε το συγκεκριμένο θέμα. Οι μνήμες του συγκεκριμένου πολέμου έπαιξαν τον ρόλο τους στις τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες που συγκατοικούν ακόμα και σήμερα στα βουνά του Λιβάνου. Αυτή η σύγκρουση Δρούζων-Μαρωνιτών ήταν εξάλλου μια σημαντική συνιστώσα και του εμφύλιου πολέμου που γνώρισε η χώρα πριν μερικές δεκαετίες. Ο Τζαμπίρ μεγάλωσε μέσα σε αυτόν τον ιδιαίτερα τραυματικό για τον Λίβανο πόλεμο, και είναι επόμενο ότι θα έχει σημαδέψει τη γενιά του.
Το βιβλίο όμως έχει ενδιαφέρον για εμάς ως κάτοικους του μετα-οθωμανικού κόσμου, πέρα από τα εσωτερικά του Λιβάνου. Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας εκτυλίσσεται εξάλλου όχι στον Λίβανο, αλλά στα Βαλκάνια: στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Βουλγαρία. Το πιο συγκινητικό στοιχείο είναι πως η εποχή στην οποία αναφέρεται είναι η τελευταία οθωμανική. Λίγα μόλις χρόνια μετά, η Σερβία θα απαλλασσόταν κι επίσημα από την οθωμανική κυριαρχία και οι τελευταίοι Οθωμανοί στρατιώτες θα εγκατέλειπαν ακόμα και το Κάλε Μεγκντάν. Η Βουλγαρία θα γινόταν κι αυτή αυτόνομη ηγεμονία, με τον δικό της βασιλιά. Το ταξίδι του Χάνα Γιακούμπ, όπως περιγράφεται στο βιβλίο και είναι λογικοφανές για τη δεκαετία του 1860, θα ήταν απλά αδύνατο τη δεκαετία του 1880. Εξάλλου, ακόμα και το ίδιο το Όρος Λίβανος θα γινόταν αυτόνομη περιοχή, ακριβώς λόγω του πολέμου του 1860. Κάποιες δεκαετίες ακόμα πιο μετά, οι Γάλλοι θα αντικαθιστούσαν και τυπικά τους Οθωμανούς ως κυρίαρχοι του Λιβάνου. Η παρουσία των Γάλλων στρατιωτών στο λιμάνι της Βηρυτού, στην αρχή του βιβλίου, θα ήταν ίσως περίεργο θέαμα τότε, αλλά ήταν και μια πρόγευση του μέλλοντος.
Το βιβλίο μας δίνει έτσι μια γεύση της ετοιμοθάνατης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βρίσκεται στο κατώφλι της Νεωτερικότητας. Η βαναυσότητα, οι πόλεμοι, η αυθαιρεσία των αρχών, η αμορφωσιά και οι προλήψεις συνοδεύονται από τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού, τις ξένες παρεμβάσεις, αλλά και την ανάπτυξη ανθρώπινων σχέσεων πέρα από εθνοθρησκευτικά όρια. Ήταν (ακόμα) ένα αχανές κράτος, του οποίου οι κάτοικοι ενός τμήματος είχαν ίσως σχεδόν παντελή άγνοια για τα υπόλοιπα – και το οποίο παρόλα αυτά είχε αντέξει με αυτόν τον τρόπο για πολλούς αιώνες, όπως και πολλές άλλες Αυτοκρατορίες στον ίδιο χώρο πριν από αυτό.
Αυτό το μωσαϊκό θρησκειών και γλωσσών, όπου κάποιοι αραβόφωνοι Δρούζοι από τα βουνά του Λιβάνου μπορούσαν να βρεθούν να περιπλανούνται στα σλαβόφωνα Βαλκάνια επειδή έτσι αποφασίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, ήταν η μήτρα από την οποία γεννήθηκαν τα κράτη στα οποία ζούμε εμείς σήμερα. Στην εποχή μας, αν δούμε Άραβες να περιπλανιούνται στα Βαλκάνια, θα είναι το πιο πιθανόν πρόσφυγες που προσπαθούν να φτάσουν στη Βόρεια Ευρώπη – κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο, αφού αντί για μια ενιαία Αυτοκρατορία, σήμερα πρέπει να διασχίσουν πολλές φορές σύνορα (γι’ αυτό εξάλλου λίγοι προτιμούν πλέον αυτή τη διαδρομή). Κι όμως, όσο δύσκολο κι αν είναι να το πιστέψουμε, η γεωγραφία της περιοχής του βιβλίου παραμένει η ίδια, τότε όπως και τώρα.
«Οι Βαλκάνιοι λαοί, της Ευρώπης τ’ απότιστο δέντρο» έλεγαν οι στίχοι του Παρασκευά Καρασούλου, όταν τραγουδήθηκαν πρώτη φορά το 1994 από τον Διονύση Τσακνή και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Δεν είχε κλείσει ακόμα ούτε μια πενταετία από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η Βαλκανική βρισκόταν ακόμα σε μια δραματική μετάβαση. Ο πόλεμος της Βοσνίας συνεχιζόταν με όλη του τη σκληρότητα, ο διπλανός πόλεμος στην Κροατία ακόμα δεν είχε κριθεί, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ζούσαν μια ραγδαία φτωχοποίηση και η Αλβανία μια πρωτόγνωρη αστάθεια, συνοδευόμενη από μια μαζική έξοδο πληθυσμού. Μετά από ένα διάλειμμα πολλών δεκαετιών που τα Βαλκάνια ήταν ψιλοξεχασμένα, επέστρεφαν πλέον θριαμβευτικά ως η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» ή, όπως λέει και η Μαρία Τοντόροβα, ο «ελλιπής Εαυτός» των Ευρωπαίων.
Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, πολλά έχουν αλλάξει – κι άλλα όχι. Μετά τη σκληρή προσαρμογή στο καπιταλιστικό σύστημα, ακολούθησε κάποια οικονομική ανάπτυξη, με μεγάλες ανισότητες και αστάθειες βέβαια. Οι ένοπλες συγκρούσεις σταμάτησαν και τα Βαλκάνια μπορούν σήμερα να θεωρηθούν ως μια σχετικά ειρηνική γωνιά του πλανήτη. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία κι η Κροατία κάνουν πλέον παρέα στην Ελλάδα ως μέλη του «κλαμπ των προνομιούχων», της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ο ρόλος τους όμως μοιάζει να είναι αυτός μιας μισοξεχασμένης περιφέρειας. Από την άλλη, τα κεντρο-δυτικά Βαλκάνια, Σερβία, Βοσνία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο, Αλβανία, περιμένουν ακόμα στην είσοδο μιας ενωμένης Ευρώπης, η οποία κάθε άλλο παρά πείθει ότι είναι έτοιμη να τους δεχθεί ως ισότιμους.
Η διαδρομή που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο περνάει μέσα από τέτοιες περιοχές των κεντρο-δυτικών Βαλκανίων, που μένουν ακόμα εκτός «ενωμένης Ευρώπης»: Αλβανία, Μαυροβούνιο, Σαντζάκι (τόσο το μαυροβουνιακό όσο και το σερβικό τμήμα), Νότια Σερβία, Βόρεια Μακεδονία.
Υπόβαθρο: OpenStreetMap
Ξεκινώντας από την Ελλάδα, περνάμε τα σύνορα από τη διάβαση της Κακαβιάς. Περνώντας μέσα από τη Βόρεια Ήπειρο, βλέπουμε πινακίδες με τοπωνύμια και στα ελληνικά και στα αλβανικά. Είναι οι «μειονοτικές επαρχίες» της Αλβανίας, όπου η ελληνική κοινότητα έχει (σε αντίθεση με αλλού) κατοχυρωμένα δικαιώματα. Η πρώτη μεγάλη πόλη είναι το Αργυρόκαστρο, πόλη καταγωγής του κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα με σιδερένια πυγμή επί τέσσερις δεκαετίες, κρατώντας την σε πλήρη απομόνωση ακόμα και από τα ιδεολογικά συγγενή καθεστώτα. Το τεράστιο πυρηνικό καταφύγιο που έκτισε κάτω από το ιστορικό κάστρο, παρέμεινε για χρόνια κρυφό ακόμα και από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης. Διατηρείται μέχρι σήμερα, ως δείγμα της παρανοϊκής προσωπικότητας του δικτάτορα, ο οποίος είχε εμμονή με την απειλή πυρηνικής επίθεσης.
Ηγραφική παλιά πόλη του Αργυροκάστρου, με το κάστρο που της χάρισε το όνομα και τα σπίτια με τις χαρακτηριστικές πέτρινες σκεπές, έχει ανακηρυχθεί μνημείο της Ουνέσκο.
Το προξενείο της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο υπογραμμίζει το ελληνικό ενδιαφέρον για τη Βόρεια Ήπειρο, μια περιοχή που έζησε για αιώνες την ελληνοαλβανική ανάμιξη – όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος. Πριν δύο αιώνες εξάλλου, και στη μία και στην άλλη μεριά των συνόρων εκτεινόταν μια ενιαία οντότητα με πρωτεύουσα τα Ιωάννινα, το «σχεδόν κράτος» του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Ακολουθώντας την κοιλάδα του Δρίνου με κατεύθυνση τα Τίρανα, περνάμε από την πόλη καταγωγής του θρυλικού Αλβανού πολέμαρχου. Στην είσοδο του Τεπελενίου ορθώνεται, ή μάλλον.. ξαπλώνει και το αντίστοιχο άγαλμα. Για τους Αλβανούς, ο Αλή Πασάς είναι κάτι σαν εθνικός ήρωας, ο άνθρωπος που έκανε τη γη τους πιο ανεξάρτητη από τους Οθωμανούς. Στην πραγματικότητα, ο αδίστακτος πασάς μάλλον λίγο ενδιαφερόταν για εθνικές ιδέες και περισσότερο για την προσωπική του ισχύ, για χάρη της οποίας ήταν έτοιμος να συνεργαστεί ή να συγκρουστεί εναλλάξ με Αλβανούς, Έλληνες και Τούρκους.
Το άγαλμα του Αλή Πασά Τεπελενλή στην πόλη καταγωγής του.Η κοιλάδα του Δρίνου, όπως φαίνεται από το Τεπελένι.
Αν υπάρχει πάντως μια κοινότητα στην οποία ο Αλή Πασάς είχε κάποιου είδους αφοσίωση, αυτή είναι μάλλον το θρησκευτικό τάγμα των Μπεκτασήδων. Στα χρόνια του, φρόντισε να ευνοήσει την εξάπλωσή τους, κυρίως στον σημερινό αλβανικό Νότο. Όπως και να έχει, οι Μπεκτασήδες έχουν μια ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη αλβανική Ιστορία, ακόμα κι αν το ποσοστό τους στον πληθυσμό είναι μικρό. Κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν έναν ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στις τρεις μεγάλες θρησκείες των Αλβανών: Ισλάμ, Ορθοδοξία, Καθολικισμό. Εξάλλου, στα Τίρανα βρίσκονται και τα κεντρικά του τάγματος, με το εντυπωσιακό όνομα «Παγκόσμια Ιερή Έδρα Μπεκτασήδων». Μεταφέρθηκαν εκεί από τη Μικρά Ασία, όταν ο Ατατούρκ απαγόρευσε τα θρησκευτικά τάγματα. Τα Τίρανα μπορούν έτσι να ισχυρίζονται ότι έχουν κι αυτά έναν ρόλο παρόμοιο με το Βατικανό ή την Κωνσταντινούπολη, έστω και για πολύ λιγότερους πιστούς.
Το άγαλμα του Χατζή Μπεκτάς Βελή, από τον οποίο παίρνει το όνομά του το τάγμα των Μπεκτασήδων, στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Πίσω από το άγαλμα, φαίνονται οι τουρμπέδες (μαυσωλεία) των παλιότερων ντεντεμπαμπάδων (ηγετών) του τάγματος, οι οποίοι λειτουργούν ως χώρος προσκυνήματος. Ο κεντρικός τεκές στον χώρο της Παγκόσμιας Έδρας. Αριστερά, η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι και δεξιά του επί τρεις δεκαετίες (1991-2011) ντεντεμπαμπά του τάγματος, Ρεσάτ Μπαρντί, του πρώτου μετά από 24 χρόνια απαγόρευσης (η Αλβανία ήταν επί Χότζα επίσημα αθεϊστικό κράτος και όλες οι θρησκείες ήταν υπό διωγμό).
Στον κεντρικό τεκέ, η πράσινη σημαία του τάγματος κρέμεται δίπλα στην αλβανική σημαία. Αριστερά τους, όχι τυχαία, φαίνεται η εικόνα του Ναΐμ Φράσερι, του μπεκτασίδικης καταγωγής εθνικού ποιητή της Αλβανίας, ο οποίος προσπάθησε μέσα από το έργο του να παντρέψει τον Μπεκτασισμό με την αλβανική εθνική ιδέα. Ήταν ο μεσαίος από τρία αδέλφια: ο μεγάλος ήταν ο Αμπντούλ και ο μικρός ο Σάμι. Και οι τρεις συμμετείχαν με διαφορετικούς τρόπους στην Αλβανική Εθνική Αναγέννηση στα τέλη του 19ου αιώνα, το κίνημα που έθεσε τις βάσεις για τη συγκρότηση αλβανικού έθνους-κράτους. Πάντως, και οι τρεις πέθαναν όχι στην Αλβανία, αλλά στην Κωνσταντινούπολη. Τα οστά τους μεταφέρθηκαν πολλές δεκαετίες αργότερα στα Τίρανα, όπου αναπαύονται σήμερα στο Μεγάλο Πάρκο της πόλης.
Οι τάφοι των τριών αδελφών Φράσερι στο Μεγάλο Πάρκο των Τιράνων.
Τα Τίρανα είναι πρωτεύουσα αλλά και με μεγάλη διαφορά η μεγαλύτερη πόλη της Αλβανίας. Εκεί ζουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι, περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στην πόλη κατά την, απ’ όλες τις απόψεις δραματική για τη χώρα, δεκαετία του 1990. Στην αρχή της, τα Τίρανα είχαν ακόμα περίπου 200.000 κάτοικους – στο τέλος της, ήδη περίπου τους τριπλάσιους. Παρά τα προβλήματα που φέρνει μια τέτοια αύξηση πληθυσμού, όπως η αυθαίρετη δόμηση, η περιβαλλοντική επιβάρυνση, το κυκλοφοριακό χάος, τα Τίρανα παραμένουν τουλάχιστον στο κέντρο μια αρκετά ευχάριστη πόλη. Στα τελευταία χρόνια εξάλλου, γερασμένες σοσιαλιστικές πολυκατοικίες βάφτηκαν σε ζωντανά χρώματα, κάποια αυθαίρετα κτίσματα γκρεμίστηκαν, η κεντρική Πλατεία Σκεντέρμπεη πεζοδρομήθηκε και φυτεύτηκαν δέντρα. Και βέβαια, τα άλλοτε απομονωμένα από τον κόσμο Τίρανα είναι σήμερα απόλυτα ανοικτά σε ξένες, ιδιαίτερα αμερικάνικες επιρροές. Οι μονοκατοικίες της κεντρικής συνοικίας Μπλόκου, όπου παλιότερα κατοικούσαν τα υψηλά στελέχη του Κόμματος και η είσοδος ήταν απαγορευμένη στους κοινούς θνητούς, χρησιμοποιούνται σήμερα ως καφετέριες, κλαμπ ή ακριβά εστιατόρια.
Η Πλατεία Μητέρας Τερέζας, στο νότιο τέρμα της πλατιάς κεντρικής λεωφόρου που είχε κατασκευαστεί υπό την επιρροή της φασιστικής Ιταλίας: στη δεκαετία του 1930, όταν τα Τίρανα έκαναν ακόμα τα πρώτα βήματά τους ως πρωτεύουσα, η Αλβανία ήταν σχεδόν ιταλικό προτεκτοράτο. Τα κτίρια που στεγάζουν σήμερα τμήματα του Πανεπιστημίου θεωρούνται κι αυτά δείγματα φασιστικής αρχιτεκτονικής. Πιο πίσω βέβαια, βλέπουμε τους γερανούς να χτίζουν σύγχρονα ψηλά κτίρια, περισσότερο χαρακτηριστικά για την εικόνα των νέων Τιράνων.Τέτοια επιβλητικά αγάλματα των Λένιν, Στάλιν, Χότζα κ.λπ., μπορεί κάποιος σήμερα να τα βρει μόνο παρατημένα σε κάποια πίσω αυλή, όπως εδώ σε αυτήν του Εθνικού Μουσείου Καλών Τεχνών, μακριά από ανθρώπινα βλέμματα.Το σπίτι του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, στο κέντρο της άλλοτε «απαγορευμένης συνοικίας» Μπλόκου. Σήμερα πάντως, είναι από τα λίγα κτίρια της συνοικίας που (ακόμα) δεν έχουν μετατραπεί σε χώρους ψυχαγωγίας.Οι αμερικάνικες σημαίες δεν είναι σήμερα σπάνιο θέαμα στους δρόμους των Τιράνων.
Συνεχίζοντας από τα Τίρανα προς τα βόρεια, φτάνουμε στις όχθες της Σκόδρας, της μεγαλύτερης λίμνης των Βαλκανίων. Στην όχθη ενός μακρόστενου κόλπου που σχηματίζεται στα βόρεια της λίμνης, βρίσκεται η συνοριακή διάβαση Αλβανίας-Μαυροβουνίου. Αν δεν υπήρχε η διάβαση, δύσκολα θα καταλαβαίναμε ότι έχουμε αλλάξει χώρα: η πρώτη κωμόπολη που συναντούμε αφού περάσουμε τα σύνορα, το Τούζι, είναι κυρίως αλβανική, όπως και άλλοι κοντινοί οικισμοί.
Εικόνα του κόλπου της Λίμνης Σκόδρας, στον οποίο βρίσκονται τα αλβανο-μαυροβουνιακά σύνορα. Η άποψη είναι από τη συνοριακή διάβαση κοιτάζοντας προς τον Νότο: τα βουνά που φαίνονται ανήκουν στην Αλβανία.
Η πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, η Ποντγκόριτσα, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από τα σύνορα, στη μεγαλύτερη πεδιάδα της κατά τ’ άλλα, όπως φαίνεται κι από το όνομά της, κυρίως ορεινής χώρας. Το όνομα της πρωτεύουσας επίσης εμπνέεται από τη φυσική της γεωγραφία: σημαίνει «κάτω από τον λόφο». Υπάρχει όντως ένας λόφος που επιβλέπει την, κατά κύριο λόγο, νέα πόλη. Η καταστροφή από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η Ποντγκόριτσα κτίστηκε ουσιαστικά από την αρχή. Τετραγωνισμένο οδικό δίκτυο, πλατιά πεζοδρόμια, πάρκα, ποδηλατόδρομοι και βέβαια σοσιαλιστικές πολυκατοικίες, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη σημερινή της εικόνα. Μόνο το Στάρα Βαρός (κυριολεκτικά: Παλιό Προάστιο), θυμίζει κάτι από το οθωμανικό παρελθόν, με στενά σοκάκια, κάποια πετρόκτιστα σπίτια, ακόμα και λίγα με χαγιάτια, δύο παλιά τζαμιά, και βέβαια τον Πύργο Ρολογιού.
Ο οθωμανικός Πύργος του Ρολογιού, στην ταιριαστά ονομασμένη Πλατεία Βοϊβόδα Μπετσίρ-Μπέη Οσμάναγιτς (τελευταίος Οθωμανός κυβερνήτης, ο οποίος με την προσάρτηση της πόλης στο Μαυροβούνιο προσχώρησε στο μαυροβουνιακό καθεστώς), σηματοδοτεί το όριο του Στάρα Βαρός. Πίσω του βλέπουμε να ξεκινούν οι πολυκατοικίες της νέας πόλης.Σοκάκι στο Στάρα Βαρός της Ποντγκόριτσα.Η εκβολή του χειμάρρου Ρίμπνιτσα στον ποταμό Μοράτσα, σηματοδοτεί κι αυτή το όριο ανάμεσα στο Στάρα και το Νόβα Βαρός.
Η Ποντγκόριτσα μπορεί να μην έχει η ίδια ιδιαίτερη τουριστική αξία, είναι όμως μια καλή βάση για να εξερευνήσει κάποιος τη χώρα. Βρίσκεται κοντά στην ορεινή ενδοχώρα, αλλά και στη λίμνη Σκόδρα και τις παραλιακές πόλεις του Μαυροβουνίου, όπως το Σβέτι Στεφάν, την Μπούντβα, το Κοτόρ και το Περάστ. Η βενετική επιρροή είναι φανερή εδώ στις απότομες ασβεστολιθικές ανατολικές ακτές της Αδριατικής, με τους χαρακτηριστικούς μακρόστενους και παράλληλους με τη γενική ακτογραμμή κόλπους. Εξάλλου, ο έλεγχος της Γαληνότατης Δημοκρατίας στη μαυροβουνιακή ακτή κράτησε περίπου τέσσερις αιώνες. Κατά μια εκδοχή, από τους Βενετούς προέρχεται και το όνομα της χώρας, όταν αυτοί αντίκρυζαν από τα καράβια τους το άγριο βουνό του Λόβτσεν, καλυμμένο με σκούρο πράσινο δάσος.
Η Λίμνη της Σκόδρας, όπως φαίνεται από το δρόμο που ενώνει την Ποντγκόριτσα με τη μαυροβουνιακή ακτή.Το νησάκι Σβέτι Στεφάν (Άγιος Στέφανος) ήταν παλιότερα χωριό, σήμερα όμως λειτουργεί ολόκληρο ως πολυτελές ξενοδοχείο – παραδόξως, μετά από απόφαση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Τίτο, το οποίο ήταν πολύ πιο ανοικτό στον δυτικό καπιταλισμό σε σχέση με τα ιδεολογικά του αδέλφια.Σοκάκι στην παλιά πόλη της Μπούντβα, την ίσως τουριστικά πιο (υπερ)αναπτυγμένη πόλη του Μαυροβουνίου.Ο κόλπος του Κοτόρ με το όρος Λόβτσεν να δεσπόζει πάνω από την ομώνυμη πόλη. Κατά μία εκδοχή, από την εντύπωση που έκαναν αυτά το βουνά προέρχεται και το όνομα Μαυροβούνιο για τη χώρα.Η τάφρος γύρω από τα τείχη της παλιάς πόλης του Κοτόρ.Η Πλατεία των Όπλων στην εντός των τειχών πόλη του Κοτόρ.Αριστερά, η στενή έξοδος του μακρόστενου κόλπου του Κοτόρ, όχι αμέσως προς την ανοικτή θάλασσα της Αδριατικής, αλλά προς μια ακόμα μακρόστενη λεκάνη που μεσολαβεί. Δεξιά, τα δύο μικρά νησάκια, ο Άγιος Γεώργιος και η Παναγία των Βράχων, όπως φαίνονται από το Περάστ.Η μικρή γραφική πόλη του Περάστ, μια από τις πιο καλοδιατηρημένες της μαυροβουνιακής ακτής.
Οι πόλεις της Αδριατικής, κι ακόμα περισσότερο το «παλιό Μαυροβούνιο» γύρω από την παλιά πρωτεύουσα Τσετίνιε, είναι περιοχές που η ιδιαίτερη μαυροβουνιακή ταυτότητα είναι ιστορικά αρκετά ισχυρή, ώστε να επικρατεί επί της σχέσης με τον «μεγάλο αδελφό», την ομόθρησκη και ομόγλωσση Σερβία. Αν κάποιος ήθελε να ψάξει στα Βαλκάνια απόδειξη του ότι η εθνική ταυτότητα δεν ορίζεται αποκλειστικά από τη γλώσσα και τη θρησκεία, δύσκολα θα μπορούσε να βρει καλύτερο παράδειγμα από το Μαυροβούνιο – τουλάχιστον στις περιοχές που αναφέραμε, γιατί όσο προχωράμε προς τα ανατολικά, στην ορεινή ενδοχώρα, η σερβική εθνική συνείδηση κερδίζει έδαφος. Η αντίθεση ανάμεσα στους οπαδούς μιας ξεχωριστής μαυροβουνιακής οντότητας και αυτούς της ένωσης με τη Σερβία, έχει τουλάχιστον έναν αιώνα ιστορία και έχει οδηγήσει κατά καιρούς ακόμα και σε βίαιες συγκρούσεις – με τελευταίες αυτές πριν λίγους μήνες, με αφορμή.. εκκλησιαστικές διαφορές. Ακόμα και στο κέντρο της Ποντγκόριτσα φαίνονται αυτές οι αντιθέσεις: ονόματα δρόμων όπως «Βουκ Καράτζιτσα» ή «Καρατζόρτζεβα» είναι σερβικές εθνικές αναφορές, ενώ σε απόσταση ενός τετραγώνου από την Οδό Καρατζόρτζεβα ορθώνεται το άγαλμα του τελευταίου Βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικόλαου Πέτροβιτς, ο οποίος έχασε τον θρόνο του ακριβώς από τον σερβικό οίκο των Καρατζόρτζεβιτς.
Η κεντρική Πλατεία Ανεξαρτησίας στο Νόβα Βαρός (νέα πόλη) της Ποντγκόριτσα, όπως μετονομάστηκε μετά το 2006, για να υπογραμμίσει τη νέα πολιτική κατεύθυνση της χώρας, μακριά από τη Σερβία.Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006 ανά επαρχία (ποσοστό ψήφων υπέρ ανεξαρτησίας). Οι «πράσινες» επαρχίες είναι αυτές που ψήφισαν υπέρ και οι «κόκκινες» κατά. By Furfur – This file was derived from: Montenegro location map.svgb y NordNordWestdata source: REPUBLIC OF MONTENEGRO REFERENDUM ON STATE-STATUS 21 May 2006 ANNEX A: FINAL RESULTS OF THE 21 MAY 2006 REFERENDUM ON STATE-STATUS, Office for Democratic Institutions and Human Rights, OSCEinspired by Crna Gora – Rezultati referenduma po opstinama 2006.png, made by Tresnjevo, CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=48922699
Όπως και να έχει, το δημοψήφισμα του 2006 οδήγησε σε μια οριακή νίκη των οπαδών της ανεξαρτησίας. Έκτοτε, το Μαυροβούνιο πορεύεται στον δικό του ξεχωριστό δρόμο: ακολουθώντας το παράδειγμα Κροατών και Βοσνιακών, ανακάλυψε τα «μαυροβουνιακά» ως νέα επίσημη γλώσσα ξεχωριστή από τα (πάλαι ποτέ) σερβοκροατικά, υιοθέτησε το Ευρώ ως νόμισμα (η μοναδική χώρα εκτός ΕΕ που το έχει κάνει, μαζί με το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο), έχει γίνει μέχρι και μέλος του ΝΑΤΟ. Ακόμα όμως και στην απογραφή του 2011, ένα 29% δήλωσε ως εθνική ταυτότητα τη σερβική, έναντι 45% που δηλώνουν τη μαυροβουνιακή. Όσο βέβαια διεισδύουμε στην ορεινή ενδοχώρα προς τα σύνορα με τη Σερβία, η σερβική ταυτότητα γίνεται πιο ισχυρή.
Το φαράγγι του ποταμού Μοράτσα οδηγεί από την Ποντγκόριτσα στην ορεινή ενδοχώρα του Μαυροβουνίου – και στη Σερβία.Τα καλυμμένα με φυλλοβόλα δάση βουνά κοντά στο Κολάσιν διασχίζονται από ενεργητικά ποτάμια (όπως φαίνεται από το μέγεθος των πετρών που αποθέτουν στις όχθες τους).Στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μπεράνε, μιας μικρής ημιορεινής πόλης του ανατολικού Μαυροβουνίου, η σερβική σημαία ανεμίζει αυτονόητα δίπλα από τη μαυροβουνιακή. Η επαρχία ανήκει σε αυτές που το 2006 ψήφισαν κατά της ανεξαρτησίας και υπέρ της παραμονής στην ένωση με τη Σερβία.
Όπως όμως βλέπουμε και από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2006, αυτός δεν είναι γενικός κανόνας. Στην κωμόπολη Ροζάγιε, σε υψόμετρο 1033 μέτρων και μόλις 20 χμ από τα σύνορα με τη Σερβία, το ποσοστό υπέρ της ανεξαρτησίας ήταν πάνω από 90%. Η πλειοψηφία του πληθυσμού εδώ δεν δηλώνει ως εθνική ταυτότητα ούτε τη μαυροβουνιακή ούτε τη σερβική, αλλά τη.. βοσνιακή. Κι αυτό όχι λόγω προέλευσης από τη Βοσνία (αν και ένα μέρος των κατοίκων είχαν όντως καταφύγει εκεί από τον πόλεμο της Βοσνίας), αλλά λόγω θρησκείας. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, οι περισσότεροι σλαβόφωνοι Μουσουλμάνοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας προτιμούν να ονομάζονται Βοσνιακοί, έστω και χωρίς να έχουν σχέση με τη Βοσνία. Εδώ είμαστε ήδη βαθιά στα ενδότερα του Σαντζακίου, αυτής της ορεινής περιοχής που στα τελευταία οθωμανικά χρόνια μεσολαβούσε ανάμεσα στις αυτόνομες ηγεμονίες του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, οι δύο ηγεμονίες που εν τω μεταξύ είχαν γίνει ανεξάρτητα βασίλεια, κατέκτησαν το Σαντζάκι και το μοιράστηκαν μεταξύ τους. Παρά την εκδίωξη των Οθωμανών όμως, πολλοί Μουσουλμάνοι κάτοικοι παρέμειναν – και δίνουν σε πόλεις όπως η Ροζάγιε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.
Χάρτης με τις επαρχίες του Σαντζακίου, στο πλακόστρωτο του πάρκου του Νόβι Παζάρ. Κάποιες απ’ αυτές ανήκουν σήμερα στο Μαυροβούνιο και άλλες στη Σερβία.Το Τζαμί του Σουλτάνου Μουράτ Β’ στη Ροζάγιε, δίπλα στον ποταμό Ίμπαρ. Πίσω φαίνονται βουνοπλαγιές καλυμμένες με ελατοδάση.Ο κεντρικός δρόμος της Ροζάγιε ονομάζεται ακόμα «Οδός Στρατηγού Τίτο» – δείχνοντας ίσως και κάποιο σεβασμό των σλαβόφωνων Μουσουλμάνων προς τον ηγέτη που τους αποδέχτηκε ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα, διαφορετική από τους Σέρβους και τους Κροάτες.
Η μεγάλη πόλη του Σαντζακίου βρίσκεται όμως στην άλλη μεριά των συνόρων. Είναι εξάλλου και η ιστορική πρωτεύουσα: στα οθωμανικά χρόνια, έδινε το όνομα σε όλο το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, πριν ακόμα συντομευτεί απλά σε «Σαντζάκι». Τέσσερα πέμπτα των περίπου 80.000 κατοίκων του Νόβι Παζάρ δηλώνουν ως θρησκεία το Ισλάμ, κάνοντας το την πιο μεγάλη μουσουλμανική πόλη της Σερβίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς προτιμούν σήμερα τον εθνοτικό προσδιορισμό «Βοσνιακοί» – αν και υπάρχουν κι αυτοί που επιμένουν στο «Μουσουλμάνοι» με κεφαλαίο «Μ», όπως στα παλιά καλά γιουγκοσλαβικά χρόνια (με μικρό «μ», σημαίνει τη θρησκεία).
Όπως και το Σαράγεβο, την άλλη, κατά πολύ μεγαλύτερη, νοτιοσλαβική μουσουλμανική πόλη, το Νόβι Παζάρ είναι το ίδιο δημιούργημα των οθωμανικών χρόνων, συγκεκριμένα του Ισά Μπέη Ισάκοβιτς, ενός από τους πιο γνωστούς Οθωμανούς αξιωματούχους σλαβικής καταγωγής. Το παλιό χαμάμ, ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό, διατηρεί το όνομα του ιδρυτή της πόλης. Και όχι μόνο αυτό: στη μνήμη του Ισά Μπέη ονομάστηκε και ο κεντρικός μεντρεσές (θρησκευτικό σχολείο) του Νόβι Παζάρ, ο οποίος λειτουργεί σήμερα πάλι κανονικά, σηματοδοτώντας έτσι και την ισλαμική αναγέννηση από τη δεκαετία του 1990. Το ίδιο κάνουν εξάλλου και η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά, τα καταστήματα ισλαμικής μόδας με τις μαντιλοφορούσες κούκλες, η «βακουφική κουζίνα» και πολλά άλλα. Ακόμα και τα πολλά φαγάδικα στα οποία βρίσκουμε «τουρκικό ντόνερ», μάλλον έχουν να κάνουν με την ιδιαίτερη σχέση με τη μεγάλη μουσουλμανική χώρα της περιοχής.
Μαγαζιά στην Οδό Πρωτομαγιάς στο κέντρο του Νόβι Παζάρ. Ο μιναρές στο βάθος ανήκει στο Τζαμί Αλτούν Αλέμ, ένα από τα πιο ιστορικά της πόλης.Ο κεντρικός μεντρεσές φέρει το όνομα του ιδρυτή της πόλης, Ισά-Μπέη Ισάκοβιτς.Η Σχολή Ισλαμικών Σπουδών, με τη σημαία του Σαντζακίου στη μέση, απέναντι από το Χάνι του Αμίρ Αγά.Στα δεξιά η «βακουφική κουζίνα», μια από τις φιλανθρωπικές δράσεις της Ισλαμικής Κοινότητας του Νόβι Παζάρ. Στη οθόνη αριστερά, φαίνεται συμπτωματικά (;) ο Μουαμέρ Ζουκόρλιτς, πρώην θρησκευτικός ηγέτης των Σαντζακλήδων, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ηγέτης πολιτικού κόμματος και έφτασε μέχρι και στο αξίωμα του αντιπρόεδρου της Σερβικής Βουλής. Η φωτογραφία είναι από το τέλος Οκτωβρίου ’21, όταν ήταν ακόμα ζωντανός (πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή στις 6.11.2021).Εξώ από τα παλιά οθωμανικά τείχη του Νόβι Παζάρ (το εσωτερικό τους λειτουργεί ως πάρκο), συναντάμε και κάποια μνημεία με το γιουγκοσλαβικό αστέρι (κάτω δεξιά): πιθανότατα πεσόντων ανταρτών του Τίτο.
Αφήνοντας πίσω το Νόβι Παζάρ και το Σαντζάκι, συνεχίζουμε προς τα ανατολικά, σκαρφαλώνοντας στο όρος Κοπάονικ και περνώντας ξυστά από τα (μη αναγνωρισμένα από τη Σερβία) σύνορα με το Κόσοβο. Αφού περάσουμε μέσα από το πιο σημαντικό χιονοδρομικό κέντρο της Σερβίας, το οποίο βρίσκεται καταμεσής του Εθνικού Πάρκου Κοπάονικ, κατηφορίζουμε σιγά σιγά σε περιοχές με πιο ομαλό ανάγλυφο.
Εικόνα από τη φύση της Νότιας Σερβίας, κατεβαίνοντας από τα όρη Κοπάονικ προς την κωμόπολη Μπρους.
Η Νις είναι με τους περίπου 200.000 κατοίκους της η μεγαλύτερη πόλη της Νότιας Σερβίας και η τρίτη μεγαλύτερη της χώρας. Η Νότια Σερβία ανήκει, όπως και το Νόβι Παζάρ, στα πιο φτωχά και υπανάπτυκτα τμήματα της χώρας, κάτι που κάποιοι χρεώνουν στη μεγάλη διάρκεια της οθωμανικής εξουσίας. Στη Νις συγκεκριμένα, πέρασαν πάνω από πέντε αιώνες από τη χρονιά πρώτης κατάληψης από τα οθωμανικά στρατεύματα, το 1375, μέχρι την οριστική αποχώρησή τους, το 1878. Σήμερα, είναι μια πόλη με σχεδόν καθαρά σερβικό πληθυσμό (για ένα διάστημα είχε διεκδικηθεί και από τους Βούλγαρους, αφού οι τοπικές διάλεκτοι ήταν μάλλον ενδιάμεσες ανάμεσα στις δύο ούτως ή άλλως συγγενικές γλώσσες). Όπως και αλλού στη Νότια Σερβία, τα οθωμανικά κατάλοιπα στη Νις αναμιγνύονται με αυτά της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, και όλα μπαίνουν στο πλαίσιο του σημερινού ανεξάρτητου, αλλά απ’ όλες τις απόψεις (εδαφική, οικονομική, πολιτική, δημογραφική) συρρικνωμένου σερβικού έθνους-κράτους. Στη Νις υπάρχουν βέβαια και κάποια στοιχεία πιο ένδοξου παρελθόντος: η αρχαία Ναϊσσός ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της υπό ρωμαϊκό/βυζαντινό έλεγχο Βαλκανικής. Ήταν εξάλλου και η πόλη όπου γεννήθηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος, κάτι που οι σύγχρονοι κάτοικοί της δεν παραλείπουν να υπενθυμίζουν.
Ο κεντρικός πεζόδρομος της Νις οδηγεί στην απέναντι όχθη του ποταμού Νισάβα, στην Πύλη Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου μπαίνουμε στο οθωμανικό φρούριο. Το εσωτερικό του φρουρίου λειτουργεί σήμερα ως πάρκο και χώρος αναψυχής, όπως το πολύ πιο γνωστό Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου.Μόλις μπαίνουμε στο φρούριο, στα αριστερά βρίσκεται ένα παλιό οθωμανικό χαμάμ, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως.. Μουσείο Τζαζ.Η οδός Κοπιτάρεβα, πιο γνωστή ως Σοκάκι των Καζαντζίδικων λόγω της παλιάς της χρήσης, είναι ακόμα άδεια στις 7 το πρωί, αλλά σύντομα θα γεμίσει με κόσμο.Ο τζόγος μάλλον είναι διαδεδομένος στη σημερινή Γιουγκοσλαβία, αλλά το ότι το συγκεκριμένο καζίνο στο κέντρο της Νις έχει το όνομα «Στρατηγός» (αναφορά στον Τίτο) και το αστέρι των Παρτιζάνων, μοιάζει κάπως συμβολικό για τη μετα-σοσιαλιστική παρακμή.
Τα πιο γνωστά μνημεία της πόλης αναφέρονται πάντως σε τραγικά συμβάντα της σύγχρονης Ιστορίας. Στα ανατολικά προάστια ορθώνεται ο Τσέλε Κούλα, ο Πύργος των Κρανίων, τον οποίο οι Οθωμανοί έφτιαξαν κυριολεκτικά με τα κομμένα κεφάλια των νικημένων Σέρβων μαχητών κατά τη διάρκεια της πρώτης Σερβικής Επανάστασης. Το νόημα του ήταν βέβαια να τρομάξει κάθε νέο υποψήφιο επαναστάτη. Εντελώς αντίθετα με τις αρχικές προθέσεις των κατασκευαστών του όμως, σήμερα ο Πύργος χρησιμεύει για να τονώσει το εθνικό αίσθημα των Σέρβων, θυμίζοντας την αυτοθυσία των προγόνων τους ενάντια στον ξένο κατακτητή.
Με παρόμοιο τρόπο, το Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού στα βορειοδυτικά του κέντρου, θυμίζει τα δεινά που πέρασαν οι κάτοικοι της περιοχής από έναν άλλο ξένο κατακτητή. Πρόκειται για ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ευρώπη. Από τους περίπου 30.000 Σέρβους, Εβραίους και Τσιγγάνους που πέρασαν από το στρατόπεδο, σχεδόν οι μισοί είχαν τραγικό τέλος: είτε μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα όπως το Άουσβιτς, απ’ όπου ελάχιστοι γύρισαν, είτε εκτελέστηκαν στα γρήγορα στον κοντινό λόφο Μπουγιάνι, όπου υπάρχει κι ένα σχετικό μνημείο. Πιο κεντρικά, στην όχθη του ποταμού Νισάβα, υπάρχει κι ένα πολύ πιο πρόσφατο μνημείο για τα θύματα των νατοϊκών βομβαρδισμών του 1999, τα οποία στη Νις ήταν κυρίως άμαχοι. Όλα αυτά συνθέτουν μια βαριά ατμόσφαιρα θυματοποίησης, ίσως χαρακτηριστική για τον εθνικό μύθο των Σέρβων – όχι πολύ διαφορετικά από τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς πάντως, των Ελλήνων μη εξαιρουμένων.
Ο επισκέπτης στο Στρατόπεδο του Ερυθρού Σταυρού μπορεί ακόμα και να διαβάσει τις επιγραφές, με τις οποίες οι Γερμανοί σηματοδοτούσαν τις χρήσεις των κτιρίων: “Wache” (συνοδευόμενη από μια σβάστικα και το σήμα των SS), “Essraum”, “Kuche” κλπ: το ότι όλα είναι στα γερμανικά, παρά το ότι οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν ήξεραν βέβαια τη γλώσσα, μπορεί να είναι δείγμα για την περιφρόνηση των Ναζί προς τους «υπάνθρωπους» Σλάβους.
Συνεχίζοντας από τη Νις προς τα νότια, μπαίνουμε στον (πάλαι ποτέ) Αυτοκινητόδρομο «Αδελφοσύνη και Ενότητα», που κάποτε διέσχιζε την ενιαία Γιουγκοσλαβία από τη Λιουμπλιάνα μέχρι τα Σκόπια – σήμερα βέβαια, κάποιος περνάει τρεις φορές σύνορα στην ίδια διαδρομή. Πλησιάζοντας πάντως προς τα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία, οι μιναρέδες επιστρέφουν στην εικόνα, όπως τους βλέπαμε και στο Σαντζάκι. Εδώ όμως, στην κοιλάδα του Πρέσεβο, δεν πρόκειται για Βοσνιακούς, αλλά για Αλβανούς. Αυτή η εικόνα συνεχίζεται και αφού περάσουμε τα σύνορα και διασχίσουμε το βορειοδυτικό τμήμα της γειτονικής χώρας, μέσα από τον «Αυτοκινητόδρομο Μητέρας Τερέζας». Το ότι έχει το όνομα μιας εκ των διασημότερων Αλβανίδων στον κόσμο (γεννημένη στα Σκόπια), είναι ταιριαστό: η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αλβανική, κάτι που εξηγεί και τους φόβους στη δεκαετία του 1990 ότι ο πόλεμος θα φτάσει μέχρι εδώ.
Μουσουλμανικό (πιθανότατα αλβανικό) χωριό, από τα πολλά που συναντά κάποιος ανάμεσα στο Τέτοβο και την Οχρίδα.
Τελικά, η σύντομη σύγκρουση Σλαβομακεδόνων και Αλβανών της (τότε) πΓΔΜ το 2001, έληξε με τη συμφωνία της Οχρίδας. Η πόλη των 40.000 κατοίκων που βρίσκεται πάνω στην ομώνυμη λίμνη, η οποία μοιράζεται ανάμεσα στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ήταν μάλλον καλή επιλογή για μια τέτοια συμφωνία. Βρίσκεται στα δυτικά της χώρας, εκεί δηλαδή όπου συναντιούνται οι δύο εθνότητες – αν και η ίδια η πόλη έχει ένα ποσοστό Αλβανών μόλις 7% (συν ένα 5% Τούρκων, οι οποίοι έχουν απομείνει από τα οθωμανικά χρόνια). Χάρη σε αυτή τη συμφωνία κι ως μια από τις παραχωρήσεις που έγιναν προς τους Αλβανούς, σε όλη τη διαδρομή από τα Σκόπια μέχρι την Οχρίδα βλέπουμε στις πινακίδες τα τοπωνύμια και στα αλβανικά.
Η Πλατεία Δημοκρατίας του Κρουσόβου θυμίζει με το όνομά της την εξέγερση του Ίλιντεν, σύμβολο για τη σλαβομακεδονική εθνογένεση. Οι δύο μεγάλες θρησκείες της Οχρίδας αντιπροσωπεύονται από τον Ναό της Παναγίας του Καμένσκο (αριστερά) και το Τζαμί Ζεϊνέλ Αμπιντίν Πασά (δεξιά).
Η πόλη της Οχρίδας είναι από τις πιο τουριστικές της Βόρειας Μακεδονίας, με μια ανάλογα ανεπτυγμένη υποδομή σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, αλλά και καζίνο. Πολλοί έρχονται για παραθερισμό στις όχθες της βαθύτερης λίμνης των Βαλκανίων (πλησιάζει τα 300 μέτρα σε βάθος). Μετά τον παραλίμνιο πεζόδρομο, ακολουθεί η παλιά πόλη με τα σπίτια σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τις παλιές εκκλησίες. Η παραλίμνια διαδρομή συνεχίζεται μέσω μιας ξύλινης πλατφόρμας που μπαίνει μέσα στην λίμνη και καταλήγει στον μικρό οικισμό του Κάνεο. Η αξία της πόλης ως τουριστικού προορισμού ελκύει και τους Έλληνες, οι οποίοι δεν χρειάζεται να οδηγήσουν πάνω από δύο ώρες από τη Φλώρινα μέχρι να φτάσουν στην Οχρίδα. Περπατώντας στους δρόμους της πόλης, δεν είναι σπάνιο να ακούσεις ελληνικά.
Ο παραλιακός πεζόδρομος της Οχρίδας οδηγεί στην παλιά πόλη, που απλώνεται στην πλαγιά του λόφου υπό την επίβλεψη του κάστρου.Η οικία Ρομπέβι (δεξιά) στην παλιά πόλη της Οχρίδα θεωρείται δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Κάνεο, λίγο πιο βόρεια από την παλιά πόλη της Οχρίδας.Στη σημερινή Οχρίδα, τα τζαμιά συνυπάρχουν με τα καζίνο.
Η διαδρομή που περιεγράφηκε καλύπτει περιοχές που μοιράζονται ανάμεσα σε τέσσερα διαφορετικά κράτη, με εξαιρετικά πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ τους, αλλά και ανάμεσα στις εθνο-θρησκευτικές κοινότητες στο εσωτερικό τους. Αυτό όμως είναι που τους χαρίζει και τη γοητεία τους – πέρα από τα φυσικά τοπία βέβαια. Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως πρόκειται για την «περισσότερη βαλκανική» περιοχή των Βαλκανίων: εδώ σώζεται ακόμα πολλή από τη διαφορετικότητα που χαρακτήριζε τη Βαλκανική επί αιώνες. Πέντε γλωσσικές ομάδες (αλβανικά, νοτιοσλαβικά, Ρομανί, ελληνικά, τουρκικά), τρία αλφάβητα (λατινικό, κυριλλικό, ελληνικό), τέσσερα θρησκευτικά δόγματα (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Σουνίτες, Μπεκτασήδες), σε όλους (σχεδόν) τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ τους, συνυπάρχουν συχνά σε άμεση γειτνίαση, και μάλιστα σχετικά ειρηνικά, παρά τις Κασσάνδρες.
Είναι κάτι που πολλές άλλες βαλκανικές περιοχές έχουν χάσει εδώ και καιρό, προσπαθώντας να μιμηθούν δυτικο-ευρωπαϊκά πρότυπα «καθαρών» εθνών-κρατών. Ίσως τελικά δεν πρόκειται για «το απότιστο δέντρο της Ευρώπης», μια περιοχή που πρέπει να βλέπει την υπόλοιπη Ευρώπη με κόμπλεξ κατωτερότητας. Μπορεί ποτέ να μην καταφέρουν να σχηματίσουν κράτη με ενιαία γλωσσική, θρησκευτική και εθνική ταυτότητα. Σε μια εποχή όμως που η ίδια η Δυτική Ευρώπη (αναγκάζεται να) ανακαλύπτει έννοιες όπως η ανοχή στη διαφορετικότητα, ίσως έχει κάτι να μάθει από μια περιοχή όπου αυτή είναι επί αιώνες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ζωντανή πραγματικότητα.
Το πρόβλημα του εκσυγχρονισμού-εκδυτικισμού είναι κάτι που απασχολεί όχι μόνο χώρες της περιοχής μας, όπως η Ελλάδα, η Τουρκία, η Αλβανία ή η Σερβία. Απασχολεί περίπου όλες τις υπανάπτυκτες χώρες του κόσμου, εδώ και έναν-δύο αιώνες. Αυτό που μας ξεχωρίζει είναι ότι είμαστε πολύ κοντά στη «Δύση» (και από φυσική και από ανθρωπογεωγραφική άποψη), τόσο κοντά, που είναι εύκολο για κάποιον να θεωρήσει ότι ανήκουμε εκεί. Αυτή η ιδιαιτερότητα έκανε πολλούς, εντός (και εκτός) των χωρών μας, να πιστέψουν ότι αυτές μπορούν να γίνουν κανονικό μέρος της Δύσης, με όλα τα σχετικά προνόμια.
Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να καλύψουν την απόσταση στο επίπεδο ανάπτυξης που τις χωρίζει από τον «πυρήνα» της Δύσης, δηλαδή χώρες όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ. Πολύ συχνά, θεωρήθηκε ότι αυτό μπορεί να γίνει με τη βοήθεια και συμπαράσταση ακριβώς αυτών των χωρών. Είναι αλήθεια πως κι αυτές έτρεφαν και συνεχίζουν να τρέφουν τέτοιες ελπίδες. Η «ένταξη στις ευρωατλαντικές δομές» (με λίγα λόγια, Ε.Ε. και ΝΑΤΟ) είναι στην ουσία η πιο πρόσφατη έκφρασή τους. Και αν στην Τουρκία η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση φρόντισε να δείξει τους περιορισμούς του συγκεκριμένου οράματος, αναγκάζοντας τους Τούρκους να κάνουν εναλλακτικές σκέψεις (και, δυστυχώς, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αυταρχική και εθνικιστική τάση του ερντογανισμού), στα Βαλκάνια αυτό το όραμα παραμένει, παρ’ όλη τη φθορά, αρκετά ισχυρό.
Ας μείνουμε όμως στην πιο οικεία περίπτωση της Ελλάδας. Συμπληρώνουμε φέτος δύο αιώνες από την Ελληνική Επανάσταση κι αυτή είναι ίσως μια καλή αφορμή για να ανατρέξουμε στην πορεία του κράτους. Η ελπίδα εκσυγχρονισμού και η ταύτισή του με τον εκδυτικισμό ήταν κάτι που υπήρχε μάλλον σε όλη τη διάρκεια αυτών των δύο αιώνων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν κάτι ακόμα ισχυρότερο απ’ ό,τι στις γειτονικές χώρες, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης της Δύσης με την ελληνική Αρχαιότητα. Πάντα υπήρχαν προσωπικότητες που υπηρετούσαν με αρκετή συνέπεια αυτό τον σκοπό, με αποτυχίες και αδυναμίες σίγουρα, αλλά και με όχι ευκαταφρόνητες επιτυχίες: από τον Μαυροκορδάτο, τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο, μέχρι και πιο πρόσφατα τον Σημίτη. Από την άλλη όμως, η κατάσταση φαίνεται πιο προβληματική στο «αντίπαλο στρατόπεδο», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι.
Πολύ συχνά, αυτοί που αντιδρούσαν σε προσπάθειες εκσυγχρονισμού/ένταξης στην «πολιτισμένη Δύση», το έκαναν υπερασπιζόμενοι ισχυρά τοπικά ή και προσωπικά συμφέροντα ή/και από προσκόλληση σε παραδοσιακές αξίες. Τουλάχιστον απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι εγώ, δεν υπήρξε κάποιο αντίστοιχα ισχυρό και συνεπές εκσυγχρονιστικό όραμα, το οποίο να αναγνωρίζει μεν την ανάγκη ρήξεων με το παρελθόν, αλλά να αρνείται την άκριτη υιοθέτηση δυτικών προτύπων και την ελπίδα εισχώρησης στη Δύση. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπήρξαν μεμονωμένες προσωπικότητες με μεγάλη ακτινοβολία (κάποιοι θα ανέφεραν π.χ. τον Ίωνα Δραγούμη). Και υπήρξαν και πολιτικές δυνάμεις που έμοιαζαν να υπηρετούν έναν τέτοιο σκοπό, όπως π.χ. το πρώτο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Η εξέλιξή τους όμως, η έλλειψη συνέπειας (ή έλλειψη ισχύος, αν μετρήσουμε σε αυτές τις δυνάμεις π.χ. και την κομμουνιστική Αριστερά), τους εμπόδισαν τελικά από το να εκπροσωπήσουν ένα πειστικό εναλλακτικό όραμα.
Η κατάσταση αυτή οδηγεί στο να επικρατεί μακροπρόθεσμα το «φιλοδυτικό στρατόπεδο», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, παρά τις μάχες που χάνει κατά καιρούς. Ειδικά στην εποχή μας, μετά το πολύ τραυματικό 2015, αυτή η επικράτηση μοιάζει πλέον σχεδόν τελειωτική. Είναι δύσκολο ακόμα και να φανταστούμε κάτι άλλο. Παρά τις δυσκολίες όμως, μπορεί ειδικά αυτή η εποχή να απαιτεί τη διαμόρφωση κάποιου άλλου οράματος, περισσότερο «αντιδυτικού». Θα έλεγα πως ήταν λίγες οι περίοδοι των τελευταίων δύο αιώνων, όπου οι χώρες του πυρήνα της Δύσης έμοιαζαν στο σύνολό τους τόσο αδύναμες, τόσο παρηκμασμένες και τόσο προβληματικές όσο σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουμε να εναποθέτουμε σε αυτές όλες τις ελπίδες για πρόοδο, είτε στις ελίτ τους είτε στα εναλλακτικά κινήματα που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους.
Τελικά, αυτή η έλλειψη άλλων οραμάτων δεν συμφέρει ούτε τον ίδιο τον φιλοδυτικό εκσυγχρονισμό. Όχι μόνο γιατί, σε βάθος χρόνου, δεν βοηθά κανέναν το να παίζει χωρίς αντίπαλο. Αλλά και επειδή χωρίς μια γόνιμη αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών προοδευτικών ιδεών, οι λαϊκές μάζες θα στραφούν στον μηδενισμό ή στην αντιδραστικότητα, για να αντιμετωπίσουν προβλήματα που συχνά προκύπτουν από την υπανάπτυξη. Και αυτές είναι τάσεις που τις βλέπουμε στις μέρες μας να διαμορφώνονται όλο και πιο καθαρά.
Σχετικά αναγνώσματα (μεταξύ πολλών άλλων):
Λένα Διβάνη (2014): Η «ύπουλος θωπεία», Ελλάδα και ξένοι, 1821 – 1940.
Δημήτρης Κιτσίκης (1998): Συγκριτική ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ο αιώνα.
Χάρης Εξερτζόγλου (2015): Εκ Δυσμών το Φως – Εξελληνισμός και Οριενταλισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (μέσα 19ου – αρχές 20ού αιώνα).
Τη χρονιά που μας πέρασε, κλείσαμε τρεις δεκαετίες από το 1989 και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το γεγονός που θεωρείται ορόσημο για την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ήταν σίγουρα μια σημαδιακή χρονολογία για όλο τον κόσμο – ιδιαίτερα όμως για τη Βαλκανική. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για το σύστημα που κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο τμήμα της χερσονήσου.
Τριάντα χρόνια μετά, ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ και τα ίχνη του «υπαρκτού» χάνονται αργά ή γρήγορα, κάτω από την κυριαρχία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Στην εικόνα των πόλεων όμως, η κληρονομιά αυτής της περιόδου δεν μπορεί να σβηστεί τόσο εύκολα. Οι σχεδόν πέντε δεκαετίες κομμουνιστικής διακυβέρνησης ήταν μια περίοδος κρίσιμη για την αστική ανάπτυξη στα Βαλκάνια. Δεν ήταν μόνο η εποχή της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης· ήταν ουσιαστικά και η εποχή που οι βαλκανικές κοινωνίες μετατράπηκαν από αγροτικές σε αστικές. Οι κάτοικοι των πόλεων έγιναν για πρώτη φορά πλειοψηφία (ή σχεδόν) του πληθυσμού. Κύριοι αποδέκτες αυτών των ανθρώπινων ροών από την επαρχία στις πόλεις ήταν βέβαια οι τέσσερις πρωτεύουσες: το Βελιγράδι, τα Τίρανα, η Σόφια και το Βουκουρέστι.
Μετα-οθωμανικές πρωτεύουσες: μια κοινή (;) κληρονομιά
Παρά τις διαφορές τους, αυτές οι τέσσερις πόλεις έχουν παράλληλη σύγχρονη Ιστορία. Για τέσσερις ή πέντε αιώνες, ήταν οθωμανικές πόλεις των λίγων χιλιάδων κατοίκων (με ιδιαίτερη περίπτωση ίσως το Βουκουρέστι, το οποίο ήταν πρωτεύουσα της ηγεμονίας της Βλαχίας, υπό χριστιανική διοίκηση). Στον 19ο και 20ο αιώνα, βρέθηκαν ξαφνικά να είναι η κάθε μία πρωτεύουσα ενός νέου έθνους-κράτους. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έπρεπε να αλλάξουν ριζικά, έτσι ώστε να ανταποκριθούν στον νέο τους ρόλο.
Παρά τους πολλούς αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας, στις σύγχρονες βαλκανικές πρωτεύουσες δεν έχουν απομείνει πολλά ίχνη της. Ανάμεσα στα λίγα αρχιτεκτονικά μνημεία της εποχής είναι το Τζαμί Μπάνια Μπασί στη Σόφια…
… ή το φρούριο Κάλε Μεγκντάν στο Βελιγράδι, σημάδι του συνόρου των Οθωμανών με την Αυτοκρατορία των Αψβούργων.
Η Αρμένικη Εκκλησία του Βουκουρεστίου είναι σχετικά σύγχρονο κτίσμα, αλλά η ύπαρξη της Αρμένικης Συνοικίας, όπου και βρίσκεται, είναι κάτι που τουλάχιστον θυμίζει οθωμανική πόλη.
Οι νέες κυρίαρχες ιδέες επέβαλλαν το σβήσιμο των οθωμανικών στοιχείων και τον εκσυγχρονισμό με βάση δυτικά πρότυπα. Η ακριβής προέλευση αυτών των προτύπων μπορεί να διέφερε ανάλογα με την πολιτική-πολιτισμική κατεύθυνση του κάθε ενός από τα νέα κράτη: κυρίως γαλλικά στο Βουκουρέστι, γερμανικά-αυστριακά σε Σόφια και Βελιγράδι, ιταλικά στα Τίρανα. Η επιθυμία να γίνουν μέρος της «πολιτισμένης Ευρώπης», από την οποία (πίστευαν ότι) τους είχαν αποκόψει οι Οθωμανοί, ήταν πάντως κοινή. Την ίδια στιγμή, ως πρωτεύουσες εθνών-κρατών, αυτές οι πόλεις είχαν βέβαια και το καθήκον να εκφράσουν τις νέες εθνικές ιδεολογίες.
Το Pasajul Macca-Vilacrosse στο ιστορικό κέντρο του Βουκουρεστίου είναι ένα από τα πολλά σημεία στην πόλη όπου φαίνονται οι γαλλικές επιρροές, που του είχαν χαρίσει παλιότερα τον τίτλο του «Μικρού Παρισιού».
Το άγαλμα του Σκεντέρμπεη, του μεγαλύτερου εθνικού ήρωα των Αλβανών, κοσμεί την ομώνυμη κεντρική πλατεία των Τιράνων, ενώ πάνω από την είσοδο του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στο βάθος, απεικονίζονται μορφές της αλβανικής Ιστορίας από την Αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, με την αλβανική σημαία στο χέρι: ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως το κέντρο της πρωτεύουσας αναλαμβάνει την εκπροσώπηση της εθνικής ιδεολογίας.
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι πόλεις είχαν ήδη αναπτυχθεί σημαντικά (με εξαίρεση τα Τίρανα, που ως ακόμα πολύ νέα εθνική πρωτεύουσα δεν είχαν περισσότερους από 20-30 χιλιάδες κατοίκους), αλλά γνώρισαν ακόμα μεγαλύτερη εξάπλωση μετά τον Β’ Παγκόσμιο. Την ίδια περίοδο βρέθηκαν ξαφνικά υπό την κυριαρχία μαρξιστικών κομμάτων, τα οποία καθοδήγησαν την ανάπτυξή τους σε αυτό το κρίσιμο διάστημα. Το ίδιο ξαφνικά όμως έμελλε να εγκαταλείψουν και τον μαρξισμό μετά από μισό αιώνα, για να υποταχθούν στις νέες κυρίαρχες ιδεολογίες: την οικονομία της αγοράς, τον νεοφιλελευθερισμό και τον ευρωατλαντισμό.
Η «σοσιαλιστική πόλη» στα Βαλκάνια
Πριν ασχοληθούμε με την τελευταία μεγάλη Αλλαγή, ας δούμε πως έμοιαζαν οι πόλεις πριν από αυτήν. Κάθε πόλη είναι βέβαια μια ξεχωριστή περίπτωση· ειδικά στα «σοσιαλιστικά Βαλκάνια», υπήρχαν και σημαντικές γεωπολιτικές διαφορές, που δεν μπορούσαν παρά να αντικατοπτρίζονται και στην αστική ανάπτυξη. Όταν για παράδειγμα η Βουλγαρία και η Ρουμανία πάσχιζαν να μιμηθούν τα σταλινικά σοβιετικά πρότυπα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», η Γιουγκοσλαβία του Τίτο δεν είχε πολλούς λόγους να ακολουθήσει την ίδια κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να αναφερόμαστε σε αυτές ως μετα-σοσιαλιστικές πόλεις.
Μνημείο προς τιμήν των κομμουνιστών ανταρτών, στον Κήπο του Μπόρις στη Σόφια.
Οι γνωστές τεράστιες εκτάσεις με βαρετά ομοιόμορφες πολυκατοικίες-κουτιά, είναι μια από τις πρώτες εικόνες που έρχονται στο μυαλό κάποιου όταν ακούει τη φράση «σοσιαλιστική πόλη». Τέτοιες εκτάσεις μπορεί να ξεκινούν από τις παρυφές του ιστορικού κέντρου και να φτάνουν μέχρι τα όρια των πόλεων, συχνά δίνοντας απότομα τη θέση τους σε αγροτικές εκτάσεις. Είναι μια εικόνα πραγματικά εντυπωσιακή και γενικά μάλλον αρνητικά φορτισμένη. Πάντως θα πρέπει μάλλον να παραδεχτούμε, ότι έτσι λύθηκε το πρόβλημα της στέγασης εκατοντάδων χιλιάδων εσωτερικών μεταναστών, με λιγότερο άναρχο τρόπο απ’ ό,τι έγινε σε άλλες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου.
Σοσιαλιστικές πολυκατοικίες στο Βελιγράδι..
..και στη Σόφια.
Η διάθεση για μια ριζοσπαστική ανοικοδόμηση, η οποία θα έσβηνε τα ίχνη του παλιού καπιταλιστικού πολιτισμού, μπορεί να υπήρχε σε όλα αυτά τα καθεστώτα. Τελικά όμως, δεν εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση, ίσως και λόγω περιορισμένων πόρων. Εξαίρεση αποτελεί το Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου, κάτι που έχει μάλλον περισσότερη σχέση με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη μεγαλομανία του Ρουμάνου δικτάτορα. Για την ανάπλαση του κέντρου, χρειάστηκε να γκρεμιστούν αμέτρητα κτίρια, να ισοπεδωθούν ολόκληρες γειτονιές όπως η παλιά Εβραϊκή Συνοικία και να ξεσπιτωθούν περίπου 40.000 άτομα. Πάνω στα ερείπια σχεδιάστηκε μεταξύ άλλων η «Λεωφόρος Νικηφόρου Σοσιαλισμού» (νυν Λεωφόρος Ενότητας). Συνοδευόμενη από πολυκατοικίες με μαρμάρινες προσόψεις που προορίζονταν ως διαμερίσματα για την κομματική ελίτ, καταλήγει σε μια μεγάλη πλατεία, έξω από το επιβλητικό (πρώην) «Παλάτι του Λαού». Στις άλλες πρωτεύουσες, μπορεί να μην εφαρμόστηκαν τελικά καταστροφικά έργα τέτοιας έκτασης, αλλά δεν λείπουν ανάλογα επιβλητικά ή.. περίεργα κατασκευάσματα.
Η «Λεωφόρος Νικηφόρου Σοσιαλισμού» (νυν Λεωφόρος Ενότητας) σχεδιάστηκε ώστε να καταλήγει και να ανοίγει τη θέα προς το νέο καμάρι του Τσαουσέσκου, το «Παλάτι του Λαού» (νυν Παλάτι της Βουλής): είναι, ακόμα και σήμερα, το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο στον κόσμο.
Το σύμπλεγμα του Λάργκο στο κέντρο της Σόφιας, κτισμένο τη δεκαετία του 1950, θεωρείται ως παράδειγμα «σταλινικής αρχιτεκτονικής». Το κεντρικό κτίριο ήταν η έδρα του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η «Πυραμίδα» του Ενβέρ Χότζα κατασκευάστηκε με προορισμό να λειτουργήσει ως Μουσείο εις μνήμην του κομμουνιστή ηγέτη, λίγο πριν την κατάρρευση του συστήματος. Στη νέα καπιταλιστική και παγκοσμιοποιημένη Αλβανία (η οποίας εκπροσωπείται, μεταξύ άλλων, και με το κτίριο της Raiffeisenbank στο βάθος), βρήκε τελικά άλλες χρήσεις.
Μια ακόμα χαρακτηριστική διαφορά με καπιταλιστικές πόλεις, ήταν ότι τα κτίρια του κέντρου χρησιμοποιούνταν ακόμα σε μεγάλο βαθμό ως κατοικίες. Το γνωστό από δυτικές πρωτεύουσες εμπορικό και οικονομικό κέντρο, όπου σχεδόν κανείς δεν κατοικεί μόνιμα, δεν υπήρχε, ή τουλάχιστον όχι σε τέτοια έκταση. Επίσης, μεγάλα κομμάτια της πόλης καλύπτονταν ακόμα από βιομηχανίες· η μετάβαση στην οικονομία των υπηρεσιών δεν είχε φτάσει στο σημείο που είχαν φτάσει οι καπιταλιστικές χώρες.
Η νεοφιλεύθερη μεταμόρφωση
Λίγες χώρες στον κόσμο έζησαν μια τόσο ριζική αλλαγή της κυρίαρχης ιδεολογίας σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, όσο αυτές στην Ανατολική Ευρώπη. Θα ήταν απίθανο, αυτή να είχε αφήσει την αστική ανάπτυξη και την εικόνα των πόλεων ανεπηρέαστη. Και ότι ισχύει για την Ανατολική Ευρώπη γενικά, ισχύει (ίσως ακόμα περισσότερο) και για τις βαλκανικές πρωτεύουσες, όπου η αλλαγή ήταν περισσότερο δραματική.
Η Οδός Τζωρτζ Μπους στα Τίρανα, σε μια πόλη που πριν λίγες δεκαετίες διοικούνταν από ένα φιλομαοϊκό καθεστώς, είναι ένα δείγμα για το πόσο έχουν αλλάξει οι καιροί.
Το σήμα των McDonald’s δίπλα σε αυτό της Allianz σε κεντρικό δρόμο της Σόφιας: το άνοιγμα των οικονομιών αυτών των χωρών έδωσε ευκαιρίες τόσο στο γερμανικό όσο και στο αμερικανικό κεφάλαιο.
Μια πρώτη και αναπόφευκτη αλλαγή είναι βέβαια αυτή στο καθεστώς ιδιοκτησίας των κατοικιών. Η ιδιωτικοποίηση σε αυτό τον τομέα ήταν στα Βαλκάνια περισσότερο ραγδαία, σε σύγκριση με άλλες χώρες που έζησαν τη μετάβαση στον καπιταλισμό: στα Τίρανα και το Βελιγράδι η ιδιωτική κτήση στις κατοικίες ανερχόταν ήδη στη δεκαετία του ’90 γύρω στο 98%, ενώ η Πράγα και η Ρίγα χρειάστηκαν ακόμα μια δεκαπενταετία για να φτάσουν το επίπεδο του 85%.
Η γενική στροφή προς το ιδιωτικό δεν ήταν όμως η μόνη μεγάλη οικονομική αλλαγή: η άλλη ήταν η στροφή προς τις υπηρεσίες, σε βάρος της βιομηχανίας. Η εποχή που το κράτος υμνούσε τον βιομηχανικό εργάτη και έδινε όλη την ενέργειά του για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η αλλαγή αυτή ήταν καθυστερημένη σε σχέση με τη Δύση, αλλά απότομη. Οι παλιές βιομηχανικές εκτάσεις μέσα στον αστικό ιστό βρήκαν άλλες χρήσεις ή – πολύ συχνά – παραμένουν εγκατελειμμένες, ως μάρτυρες μιας άλλης εποχής.
Οι σοσιαλιστικές «πολυκατοικίες-κουτιά» δεν θα μπορούσαν βέβαια να εξαφανιστούν από τη μια μέρα στην άλλη· συνεχίζουν ακόμα να καθορίζουν την εικόνα των βαλκανικών πρωτευουσών, όπως και των περισσότερων πόλεων «ανάμεσα στον ποταμό Έλβα και το Βλαδιβοστόκ» (Stanilov, 2007, σ. 230). Λίγο μετά την αλλαγή του αιώνα, το 60% των κατοίκων της Σόφιας ζούσαν ακόμα σε τέτοιες πολυκατοικίες, ενώ στο Βουκουρέστι το ανάλογο ποσοστό έφτανε το 80%. Στα Τίρανα, αυτές οι πολυκατοικίες αποτελούσαν περίπου το 50% των οικιστικών κτιρίων στην πόλη και στο Βελιγράδι το 30% αντίστοιχα.
Η έξοδος προς τα προάστια και τα περίχωρα της πόλης όμως, είναι δυστυχώς μια ακόμα αλλαγή που δύσκολα θα μπορούσαν να αποφύγουν οι μετα-σοσιαλιστικές πρωτεύουσες. Η ανάγκη φυγής από τις πολυκατοικίες-κουτιά (για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα – αλλά βέβαια όχι πολύ μακριά από τις θέσεις εργασίας που προσφέρει η πρωτεύουσα), σε συνδυασμό με μια νέα κυρίαρχη ιδεολογία που λατρεύει τις ευκαιρίες κέρδους και μισεί την όποια ιδέα σχεδιασμού που βάζει όρια σε αυτές, οδήγησαν σε αυτήν την καθυστερημένη αλλά ταχεία και σε μεγάλο βαθμό άναρχη προαστιοποίηση. Τα «καλά» νότια προάστια της Σόφιας, στους πρόποδες του βουνού Βίτοσα, είναι αυτά με τη μεγαλύτερη αύξηση πληθυσμού. Πολλά από τα πρώην εξοχικά έχουν μετατραπεί σε μόνιμες κατοικίες, ενώ έχουν κατασκευαστεί και πολλά νέα κτίρια. Στο Βουκουρέστι η αύξηση του πληθυσμού και των κατοικιών στα περίχωρα, σε βάρος συνήθως της γεωργίας, ήταν εκρηκτική ιδιαίτερα μετά την αλλαγή του αιώνα.
Αύξηση του πληθυσμού από το 1990 ως το 2013 (a) και των κατοικιών από το 2005 ως το 2013 (b) στο Ιλφόβ, την επαρχία που περιτριγυρίζει το Βουκουρέστι. Πηγή: Liliana Dumitrache et al., 2016, σ. 53.
Όσο για το κέντρο των πόλεων, οι δυνάμεις της αγοράς και η αδιαφορία των κυβερνήσεων δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε σταδιακή εγκατάλειψη του από τους κατοίκους. Στη θέση τους έρχονται διαφόρων ειδών επιχειρήσεις: οι βαλκανικές πρωτεύουσες αποκτούν επομένως κι αυτές τα δικά τους «CBD», κατά τα δυτικά πρότυπα. Αυτό βέβαια, σε συνδυασμό με την προαστιοποίηση, σημαίνει ότι για μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού αυξάνονται οι αποστάσεις που πρέπει να καλύψουν για να φτάσουν στη δουλειά τους· και εφόσον οι δημόσιες συγκοινωνίες δεν αναπτύσσονται με ανάλογο ρυθμό, αυτό φέρνει και αύξηση των αυτοκινήτων στους δρόμους, με τα αναμενόμενα κυκλοφοριακά προβλήματα.
Τέτοιες εικόνες δεν είναι πλέον σπάνιες στους δρόμους των Τιράνων – μια πόλη όπου στη δεκαετία του ’80 ο συνολικός αριθμός οχημάτων ήταν ακόμα τετραψήφιος και η ιδιωτική κατοχή αυτοκινήτου απαγορευμένη. Πηγή εικόνας
Η αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων είναι ούτως ή άλλως απαραίτητο συνοδευτικό της μετάβασης στον καπιταλισμό. Ειδικά όμως στα Βαλκάνια, πήρε τρομακτικές διαστάσεις: σε αντίθεση με χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (π.χ. Σλοβενία, Σλοβακία, Μολδαβία, Ουκρανία, Τσεχία, Λευκορωσία), οι οποίες ακόμα και σήμερα έχουν τους χαμηλότερους δείκτες ανισότητας στον κόσμο, χώρες όπως η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία έχουν ήδη ξεπεράσει σε ανισότητα τη γειτονική Ελλάδα, ενώ η Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία βρίσκονται πολύ κοντά της (στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας). Αυτή η αλλαγή δεν μπορεί παρά να έχει το αποτύπωμά της και στις πρωτεύουσες. Οι διαφορές ανάμεσα σε υποβαθμισμένες και αναβαθμισμένες γειτονιές γίνονται πιο έντονες, ενώ δεν λείπουν και οι πρώτες «gated communities» (στη Σόφια και στα περίχωρα ήδη υπάρχουν γύρω στις 50 τέτοιες περιπτώσεις).
Το «Mountain View Village» είναι μια από τις πρώτες gated communities που εμφανίστηκαν στα νότια προάστια της Σόφιας, στους πρόποδες της Βίτοσα. Είναι περικυκλωμένο με τοίχο ύψους 1,5 μέτρου και φυλάσσεται επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Πηγή: Smigiel, 2013.
Η οικονομική-κοινωνική-πολιτισμική κρίση που έφερε μια τέτοια ριζική αλλαγή συστήματος, ευνόησε βέβαια και την άνθηση του οργανωμένου εγκλήματος. Η δράση της μαφίας στις βαλκανικές πρωτεύουσες του 21ου αιώνα είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να κρυφτεί. Στη Σόφια νιώθει αρκετά άνετα να δολοφονεί γνωστές προσωπικότητες, ενώ στο Βελιγράδι έφτασε στο σημείο της δολοφονίας εν ενεργεία πρωθυπουργού (του Ζόραν Τζίντζιτς, το 2003).
Ο Γκεόργκι Στόεβ ήταν αναμεμιγμένος στα δίκτυα της βουλγαρικής μαφίας που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του ’90. Αποχώρησε και ξεκίνησε καριέρα ως συγγραφέας, αποκαλύπτοντας πολλές πληροφορίες σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα στη Βουλγαρία. Δολοφονήθηκε στη Σόφια το 2008. Πηγή εικόνας
Υπάρχει όμως ακόμα μια μεγάλη πληγή, που άνοιξε (ή μεγεθύνθηκε) χάρη στη μετάβαση στο νέο σύστημα: η αυθαίρετη δόμηση. Στα Τίρανα, όπου ήταν μάλλον η εξαίρεση στα χρόνια του σοσιαλιστικού σχεδιασμού, έγινε σχεδόν ο νέος κανόνας. Ο πληθυσμός της πόλης τριπλασιάστηκε μέσα στην πρώτη δεκαετία από το τέλος του κομμουνισμού. Οι εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες που συνέρευσαν από την αλβανική επαρχία, χωρίς κράτος να φροντίσει για τη στέγασή τους, έπρεπε να πάρουν μόνοι την κατάσταση στα χέρια και να κτίσουν τα σπίτια τους όπου έβρισκαν ελεύθερο χώρο. Αυτό βέβαια γινόταν κατά κανόνα χωρίς νόμιμες διαδικασίες και όχι πάντα με σύνδεση στις αστικές υποδομές όπως ρεύμα ή αποχέτευση. Στο Βελιγράδι, το οποίο είχε μεταξύ άλλων να αντιμετωπίσει και την εισδοχή των προσφύγων από τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, το 1997 ο αριθμός των αυθαίρετα κτισμένων σπιτιών ήταν ήδη ίσος αυτών με οικοδομική άδεια. Το αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ένα πέμπτο του πληθυσμού του Βελιγραδίου και σχεδόν ένα τρίτο των Τιράνων να ζουν σήμερα σε «ανεπίσημα» κτίσματα.
Η συνοικία Καλουτζέριτσα στα νότια προάστια του Βελιγραδίου είναι ο μεγαλύτερος «ανεπίσημος οικισμός» της πόλης. Πηγή εικόνας: Gligorijević & Kuzović, 2016. σ. 6
Τρεις δεκαετίες μετά την «Αλλαγή», οι βαλκανικές πρωτεύουσες ακόμα παλεύουν να βρουν τον δρόμο τους στη νέα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Η εγκατάλειψη του «σταλινικού παραδείγματος» μπορεί να χάρισε στους κατοίκους μεγαλύτερη ελευθερία και περισσότερες επιλογές, όπως και να έδωσε ευκαιρίες για βελτίωση της εικόνας και των συνθηκών ζωής σε πολλά τμήματα των πόλεων. Η ίδια καπιταλιστική μετάβαση όμως, αντί να λύσει τα προβλήματα αυτών των πόλεων, συχνά δημιούργησε νέα· σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, σε πιο οξυμένη μορφή απ’ αυτήν που έχουν στις δυτικές μεγαλουπόλεις.
Δύο από αυτές τις πόλεις είναι ήδη πρωτεύουσες κρατών-μελών της Ε.Ε. (Βουκουρέστι, Σόφια), ενώ οι άλλες δύο (Τίρανα, Βελιγράδι) στην αναμονή. Όσοι όμως την περιμένουν ως από μηχανής Θεό, μάλλον θα πρέπει να το ξανασκεφτούν. Τα τελευταία χρόνια η Ένωση μοιάζει όλο και πιο ανίκανη να αλλάξει ουσιαστικά τα πράγματα. Επίσης, εντείνει η ίδια ένα βασικό πρόβλημα: τη μετανάστευση των εκπαιδευμένων νέων στο εξωτερικό, μια πραγματική αιμορραγία για χώρες που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν δημογραφικό πρόβλημα λόγω υπογεννητικότητας.
Τελικά, ίσως οι βαλκανικές πρωτεύουσες να πρέπει να ψάξουν στο παρελθόν τους για ελπίδα. Έχουν επιβιώσει από αιώνες υποτέλειας σε μια παρηκμασμένη Αυτοκρατορία, από αιματηρές και καταστροφικές συγκρούσεις μεταξύ τους, από εισβολές και κατοχές από ξένους στρατούς από αεροπορικούς βομβαρδισμούς (στο Βελιγράδι δεν έχουν ακόμα κλείσει τα 22 χρόνια από τους τελευταίους), από προσφυγικές ροές από τις «χαμένες πατρίδες» αλλά και επίσης ανεξέλεγκτα κύματα εσωτερικής μετανάστευσης, από την παγκόσμια απομόνωση (στην περίπτωση των Τιράνων), από ραγδαία φτωχοποίηση στη δεκαετία του 1990. Μπορεί κάποιος να ελπίζει ότι θα αντέξουν και στον δύσκολο 21ο αιώνα.
Βιβλιογραφία:
Grigor Doytchinov, Aleksandra Đukić, Cătălina Ioniță (Eds.) (2015): Planning Capital Cities. Belgrade, Bucharest, Sofia.
Stanilov, Kiril (Ed.) (2007): The Post-Socialist City.
Gligorijevic, Zaklina & Kuzović, Duško (2016): Balkan Cities’ Development Patterns and Planning Challenges – The Case Of Belgrade.
Dorina Pojani (2015): Urban design, ideology, and power: use of the central square in Tirana during one century of political transformations, Planning Perspectives, 30:1, 67-94, DOI: 10.1080/02665433.2014.896747.
Christian Smigiel (2013): The production of segregated urban landscapes: A critical analysis of gated communities in Sofia. Cities 36 (2014) 182–192.
Dino, Blerta/Griffiths, Sam/Karimi, Kayvan (2015): Informality of sprawl? Morphogenetic evolution in postsocialist Tirana. In: City as Organism. New Visions for Urban Life-ISUF Rome 2015-Conference Proceedings, p. 643-655.
Tsenkova, Sasha (2013): Winds of change and the spatial Transformation of post-socialist cities. Baltic Worlds 1:2013, 20-25 pp.
Dumitrache, Liliana & Zamfir, Daniela & Nae, Mirela & Simion, Gabriel & Stoica, Ilinca (2016): The Urban Nexus: Contradictions and Dilemmas of (Post)Communist (Sub)Urbanization in Romania. Human Geographies 10(1):38-50. 10.5719/hgeo.2016.101.3
Με αφορμή το Μακεδονικό και τη Συμφωνία των Πρεσπών, ακούσαμε πάλι να μιλούν για «εθνικιστές» και «εθνομηδενιστές». Ο πρώτος τίτλος είναι πολύ παλιός και έχουμε εξοικειωθεί μαζί του – έστω και αν ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε έναν γενικά ικανοποιητικό ορισμό γι’ αυτόν (βλέπε και σχετικό άρθρο του μπλογκ). Ο δεύτερος, αν και σχετικά νέος, μάλλον μπήκε κι αυτός για τα καλά στη ζωή μας, αφού, απ’ ό,τι φαίνεται, χρησιμοποιείται ήδη ευρέως (στους «εθνομηδενιστές που μας κυβερνούν» αναφέρθηκε και ο Μίκης Θεοδωράκης, πάντα με αφορμή το Μακεδονικό). Τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας και ιδεολογίας είναι από τα αγαπημένα αυτού του μπλογκ και επομένως δύσκολα θα αποφεύγαμε τον πειρασμό να σχολιάσουμε το συγκεκριμένο.
Όπως και με τον εθνικισμό, έτσι και με τον εθνομηδενισμό δεν είναι μεν σαφές σε τι ακριβώς αναφέρεται (οι ορισμοί που συναντά κάποιος σε μια διαδικτυακή αναζήτηση είναι αρκετά μπερδεμένοι), είναι όμως ξεκάθαρο ότι πρόκειται για αρνητικό προσδιορισμό: σχεδόν κανείς από όσους έχουν θεωρηθεί ως τέτοιοι δεν αποδέχεται ο ίδιος τον τίτλο του «εθνομηδενιστή», όπως είναι λίγοι και αυτοί που δεν έχουν πρόβλημα να ονομάζουν τους εαυτούς τους «εθνικιστές». Από ετυμολογική άποψη, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο εθνομηδενισμός αναφέρεται στην υποτίμηση της αξίας του έθνους και ό,τι σχετίζεται με αυτό: εθνικές ιδέες, εθνική ταυτότητα, εθνική δράση, εθνικοί θεσμοί, εθνικό συμφέρον. Και όντως, κάτι τέτοιο φαίνεται να έχουν στο μυαλό τους όσοι κατηγορούν άλλους για εθνομηδενισμό.
Στην πραγματικότητα όμως, σπάνια συναντά κάποιος στην Ελλάδα άτομα ή πολιτικές ομάδες που να ταιριάζουν σε έναν τέτοιο ορισμό στην καθαρή του μορφή. Με λίγες εξαιρέσεις, τα άτομα που κατηγορούνται για εθνομηδενισμό δεν φαίνεται να αμφισβητούν γενικά την ιδέα ενός ελληνικού έθνους. Απλά οι απόψεις τους για τα θεμέλιά του διαφέρουν από τις «παραδοσιακές» . Όσοι κατηγορούν άλλους για εθνομηδενισμό, νοιάζονται μάλλον περισσότερο για την υπεράσπιση αυτών των παραδοσιακών ερμηνειών, χωρίς τις οποίες (φαίνεται να θεωρούν ότι) το έθνος δεν μπορεί να επιβιώσει. Στην ουσία δηλαδή, πρόκειται για μια αντιπαράθεση «παραδοσιακών» και «νεωτερικών» ερμηνειών του ελληνικού έθνους (τα εισαγωγικά έχουν σημασία, γιατί ούτε οι μεν είναι πραγματικά τόσο παραδοσιακές, ούτε οι δε είναι απαραίτητα τόσο νεωτερικές όσο παρουσιάζονται).
Μια τέτοια αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών απόψεων ή ερμηνειών για το έθνος θα μπορούσε ίσως να προσφέρει κάτι στην ελληνική κοινωνία, αν οδηγούσαν και σε διαφορετικά πρακτικά αποτελέσματα. Συμβαίνει όμως αυτό σήμερα; Αναρωτιέται κάποιος αν πρόκειται για τόσο σημαντική διαφορά, όταν πολλοί (ίσως οι περισσότεροι) εκπρόσωποι των δύο «πλευρών» μοιάζουν να συμφωνούν γενικά στις κατευθύνσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: ένταξη στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, συνεργασία με έναν συγκεκριμένο άξονα στη Μέση Ανατολή (στον οποίο ανήκουν Ισραήλ, Αίγυπτος και Σαουδική Αραβία) κυρίως σε σχέση με τα ενεργειακά ζητήματα, αντιμετώπιση του τουρκικού (κυρίως) και του αλβανικού εθνικισμού (δευτερευόντως) (είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί υπέρμαχοι της Συμφωνίας των Πρεσπών επικαλούνται τον τουρκικό ή αλβανικό κίνδυνο για να τη δικαιολογήσουν), υπεράσπιση της σταθερότητας των συνόρων στα Βαλκάνια. Με λίγα λόγια, δεν φαίνεται από αυτήν την αντιπαράθεση «εθνικιστών-αντιεθνικιστών» ή «πατριωτών-εθνομηδενιστών» να διακυβεύεται πραγματικά η θέση και το μέλλον του ελληνικού έθνους.
Σε αντίθεση με ό,τι λέγεται συχνά, ένας «εθνικός διχασμός» δεν είναι απαραίτητα εντελώς αρνητικός. Εκτός από τα κακά που μπορεί να φέρει, μπορεί επίσης να βοηθήσει μια κοινωνία/κοινότητα να κάνει βήματα προς τα εμπρός, αναγκάζοντας την να επιλέξει τον έναν ή τον άλλο δρόμο – η ακόμα και να βρει τη σωστή σύνθεση ανάμεσα στους δυο. Φτάνει τα διλήμματα να είναι ουσιαστικά και να έχουν πραγματική σημασία. Αλλιώς, γιατί να ξοδεύουμε τόση ενέργεια και χρόνο για να ασχολούμαστε μαζί τους;
Ενώ το ημερολόγιο μας γράφει 2018, βλέπουμε το Μακεδονικό να παραμένει ένα καυτό ζήτημα, ικανό να καθορίζει τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Αναδεικνύεται έτσι σε ένα από τα μακροβιότερα «εθνικά» ζητήματα: το Μακεδονικό συνεχίζει να συγκινεί τα πλήθη εδώ και πάνω από έναν αιώνα, έστω και αν στα διαστήματα που μεσολαβούν ανάμεσα στις «θερμές» του φάσεις μισοξεχνιέται και κάθε φορά ξαναγεννιέται με λίγο διαφορετικό τρόπο.
Συλλαλητήριο για το Μακεδονικό στην Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2018.
Πίσω από τις διαμάχες για το όνομα της χώρας, της εθνότητας και της γλώσσας (οι οποίες αφορούν περισσότερο την εσωτερική (μικρο)πολιτική των δύο χώρων), παίζονται φυσικά και σοβαρότερα γεωπολιτικά παιχνίδια, όπως οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε Αμερικάνους, Γερμανούς, Ρώσους και Τούρκους για επιρροή στα Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της πΓΔΜ. Η εικόνα είναι θλιβερή, τουλάχιστον για όσους θα ονειρεύονταν μια προσέγγιση των βαλκανικών λαών μακριά από ξένες κηδεμονίες. Σε αυτό το κλίμα, είναι ίσως καλό να θυμηθούμε, ότι το Μακεδονικό δεν ήταν πάντα μόνο μια σύγκρουση βαλκανικών εθνικισμών και παιχνίδι των ξένων Μεγάλων Δυνάμεων. Ήταν ταυτόχρονα και μια ελπίδα για την πραγμάτωση του παλιού οράματος μιας δημοκρατικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας.
Ποιοι ήταν αυτοί οι Μακεδόνες*¹, οι οποίοι εργάζονταν για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου; Ήταν από τη μια κάποιοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι αναφέρθηκαν ήδη σε άλλαάρθρα. Ήταν όμως και αρκετοί Σλαβόφωνοι – των οποίων ο εθνοτικός προσδιορισμός είναι ακόμα και σήμερα αμφιλεγόμενος. Οι περισσότεροι Έλληνες συνδέουν τα αρχικά Ε.Μ.Ε.Ο. (V.M.R.O.) μάλλον με έναν εχθρικό σλαβικό επεκτατισμό. Εξάλλου, το ίδιο όνομα φέρει και το πρώην κυβερνών κόμμα στη γειτονική πΓΔΜ, γνωστό για την ιδιαίτερα σκληρή γραμμή του στο ζήτημα της ονομασίας. Αν όμως ρίξει κάποιος μια πιο προσεκτική ματιά, θα δει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Από τον Άγιο Στέφανο στο Ίλιντεν
Το 1878 ήταν αναμφισβήτητα μια χρονιά-σταθμός στην ιστορία των Βαλκανίων. Ο ρωσο-οθωμανικός πόλεμος έφερε τα πάνω κάτω στην περιοχή: όχι μόνο έγιναν ανεξάρτητα κράτη η Σερβία και η Ρουμανία, αλλά εμφανίστηκε και μια εντελώς νέα αυτόνομη οντότητα: η Ηγεμονία της Βουλγαρίας. Μπορεί τελικά με την Συνθήκη του Βερολίνου η έκταση της να ήταν πολύ μικρότερη απ’ ό,τι πολλοί έλπιζαν ή φοβόντουσαν. Κανείς δεν ξέχασε όμως την προηγούμενη, ακυρωμένη τελικά, Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου της ίδιας χρονιάς, με την οποία η ηγεμονία θα είχε μια τεράστια έκταση, συμπεριλαμβάνοντας σχεδόν ολόκληρη τη Μακεδονία και φτάνοντας μέχρι τα προάστια της Θεσσαλονίκης. Ο χάρτης του Αγίου Στέφανου θα στοίχειωνε επίμονα τα βουλγαρικά εθνικά όνειρα για τις επόμενες δεκαετίες – και θα παρέμενε φόβητρο για τα γειτονικά έθνη.
Στον χάρτη φαίνεται με κόκκινη διαγράμμιση η έκταση που δόθηκε στη Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και με ενιαίο κόκκινο χρώμα αυτή που τελικά πήρε με τη Συνθήκη του Βερολίνου (η Ανατολική Ρωμυλία προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία μερικά χρόνια αργότερα). Πηγή εικόνας
Η ιδέα για μια αυτόνομη Μακεδονία μπορεί αρχικά να προήλθε από την Αυστροουγγαρία, ενώ φαίνεται ότι για κάποιο διάστημα υποστηρίχτηκε και από την ελληνική κυβέρνηση. Σύντομα όμως, η ιδέα υιοθετήθηκε από το νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος και συνδέθηκε με τον βουλγαρικό αλυτρωτισμό στην περιοχή. Η λογική ήταν προφανώς, ότι από τη στιγμή που (όπως τουλάχιστον οι ίδιοι οι Βούλγαροι θεωρούσαν) ο πληθυσμός της περιοχής ήταν κυρίως βουλγαρόφωνος, η αυτονόμηση της Μακεδονίας δεν θα μπορούσε παρά να είναι το πρώτο βήμα για την ένωση με τη μητέρα-πατρίδα Βουλγαρία.
Σε αυτό το κλίμα, ιδρύθηκε το 1893 στη Θεσσαλονίκη μια μυστική ομάδα από νεαρούς σλαβόφωνους Μακεδόνες, σπουδασμένους είτε στη Βουλγαρία είτε σε βουλγαρικά σχολεία της Μακεδονίας, με στόχο μια αυτόνομη Μακεδονία. Η οργάνωση άλλαξε πολλά ονόματα στα πρώτα της χρόνια, αλλά τελικά στην Ιστορία θα έμενε ως Ε.Μ.Ε.Ο.: Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση. Σε ακριβώς 10 χρόνια, αυτή θα οργάνωνε τη μεγαλύτερη μακεδονική εξέγερση εναντίον των Οθωμανών, η οποία ξέσπασε στις 2 Αυγούστου (20 Ιουλίου με το παλιό ημερολόγιο), ανήμερα της γιορτής του Προφήτη Ηλία: Ίλιντεν στα σλαβομακεδόνικα/βουλγάρικα.
Επαναστάτες από την Οχρίδα κατά την εξέγερση του Ίλιντεν. Πηγή εικόνας
Το πιο εύκολο, με βάση αυτά που γράφτηκαν μέχρι τώρα, θα ήταν να δούμε την ΕΜΕΟ και την εξέγερση του Ίλιντεν ως μια άλλη έκφραση του βουλγαρικού επεκτατισμού. Εξάλλου, είναι σχετικά καθαρό ότι τα περισσότερα από τα κορυφαία στελέχη της ΕΜΕΟ είχαν κάποιου είδους βουλγαρική εθνική συνείδηση. Τα πράγματα όμως στην εθνοθρησκευτικά μπερδεμένη περιοχή μας δύσκολα θα μπορούσαν να είναι τόσο απλά, πόσο μάλλον σε ένα από τα πιο μπερδεμένα τμήματά της, τη Μακεδονία.
Από την ΕΜΕΟ στην ομάδα των Σερρών
Η ΕΜΕΟ δεν ήταν ποτέ απλά ένα πιόνι του βουλγαρικού κράτους. Από την αρχή, οι εκπρόσωποι του βουλγαρικού κράτους έβλεπαν με δυσπιστία αυτήν την ιδεολογικά μπερδεμένη οργάνωση με τις ριζοσπαστικές τάσεις, που είχε δημιουργηθεί από τα κάτω. Προτιμούσαν βέβαια την οργάνωση που είχαν ιδρύσει και έλεγχαν οι ίδιοι, το «Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο» (Βερχόβεν Κομιτέτ). Η ΕΜΕΟ όμως ήταν αυτή που ήταν πραγματικά γειωμένη μέσα στον ντόπιο μακεδονικό πληθυσμό, επομένως δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συνεργαστούν μαζί της, σε κάποιον βαθμό. Αντίστοιχη δυσπιστία άρχισε πάντως να εμφανίζεται και αντίστροφα, από την πλευρά της ΕΜΕΟ προς τη Βουλγαρία και το Ανώτατο Κομιτάτο και οι σχέσεις τους σύντομα έγιναν προβληματικές.
Η ΕΜΕΟ είχε από την αρχή μέσα της διαφορετικές ιδεολογικές τάσεις. Σύντομα φάνηκε ότι η συμβίωση τους δεν θα ήταν εύκολη. Από το Ίλιντεν και μετά, ήταν φανερό ότι υπήρχαν δύο κύριες ομάδες. Από τη μια, η σχετικά συντηρητική, η οποία υποστήριζε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο, με ισχυρή Κεντρική Επιτροπή, και ήταν πιο στενά προσκολλημένη στη Σόφια. Από την άλλη, μια πιο ριζοσπαστική πλευρά, η οποία επεδίωκε την αποκέντρωση και τη μεταφορά εξουσίας στις τοπικές επιτροπές, προβάλλοντας παράλληλα την ιδέα μιας πραγματικής μακεδονικής αυτονομίας, αντί μιας βουλγαρικής κηδεμονίας. Σε αυτήν την τάση δεν ήταν καθόλου αμελητέες και οι σοσιαλιστικές επιρροές.
Ο Δήμο Χατζηδήμωφ γεννήθηκε το 1875 στον σημερινό νομό Σερρών, στο χωριό Άνω Βροντού (Γκόρνο Μπρόντι). Σπούδασε και δούλεψε σαν δάσκαλος στη Βουλγαρία, όπου και έγινε μαρξιστής. Έγινε μέλος της ΕΜΕΟ, και εξελίχθηκε στον κύριο ιδεολόγο της αποκεντρωτικής φεντεραλιστικής της τάσης. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε σημαντικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας (Κ.Κ.Β.). Δολοφονήθηκε το 1924 από τους πρώην συντρόφους της (δεξιάς πλέον) ΕΜΕΟ. Πηγή εικόνας
Το 1908, η εσωτερική σύγκρουση των δύο ομάδων είχε ήδη εξελιχθεί σε ανοιχτή και βίαιη ρήξη. Από τότε, ως «ΕΜΕΟ» θα αναφερόταν η συντηρητική τάση. Η αντίπαλη πλευρά έγινε γνωστή ως «ομάδα των Σερρών«, λόγω της προέλευσης πολλών μελών της – ή αλλιώς «φεντεραλιστική«. Το τελευταίο όνομα είναι αναφορά στον στόχο μιας «Ανατολικής Ομοσπονδίας» που θα συμπεριελάμβανε όλες τις βαλκανικές χώρες. Αυτή ήταν κατά τους φεντεραλιστές η μόνη δυνατή λύση για την περιοχή, ώστε να γλυτώσει από τους καταστροφικούς εθνικούς ανταγωνισμούς. Η ιδέα αυτή κάνει φανερές τις αριστερές επιρροές και θυμίζει τις προηγούμενες παρόμοιες ιδέες και στον ελληνικό χώρο.
Το 1908 οι φεντεραλιστές ίδρυσαν το Λαϊκό Ομοσπονδιακό Κόμμα, επιμένοντας στην ανάγκη συνεργασίας με τις άλλες εθνότητες της Μακεδονίας. Φάνηκαν πρόθυμοι ακόμα και να συνεργαστούν με τους Νεότουρκους, οι οποίοι εκείνη την εποχή ακόμα δεν είχαν κάνει σαφή την τουρκική εθνικιστική τους κατεύθυνση: και αυτή η ασάφεια στην ιδεολογική τους ταυτότητα έδινε ελπίδες σε όσους έλπιζαν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορούσε να μετατραπεί σε μια δημοκρατική αποκεντρωμένη ομοσπονδία. Αυτές οι ελπίδες δεν κράτησαν πολύ: στα τέλη του 1910, οι Νεότουρκοι απαγόρευσαν το κόμμα.
Ο Γιάνε Σαντάνσκι γεννήθηκε στην τότε οθωμανική «Μακεδονία του Πιρίν», δηλαδή στη σημερινή Βουλγαρία, το 1872. Λόγω της συμμετοχής του πατέρα του σε αντι-οθωμανική εξέγερση, η οικογένεια προσφυγοποιήθηκε στη Βουλγαρία. Το 1901 έγινε μέλος της ΕΜΕΟ και συμμετείχε στην εξέγερση του Ίλιντεν. Εξελίχθηκε σε ηγετική προσωπικότητα της αριστερής φεντεραλιστικής πτέρυγας και έγινε ένας από τους ιδρυτές του Λαϊκού Ομοσπονδιακού Κόμματος. Αν και το 1909 βοήθησε τους Νεότουρκους να καταπνίξουν το αντεπαναστατικό κίνημα του Σουλτάνου, στους Βαλκανικούς Πολέμους αυτός και οι οπαδοί του πολέμησαν στο πλευρό του βουλγαρικού στρατού. Το 1915 δολοφονήθηκε κατόπιν εντολών της ηγεσίας της ΕΜΕΟ. Στα επόμενα χρόνια, έγινε θρύλος για το αριστερό τμήμα του μακεδονικού κινήματος και τόσο οι Βούλγαροι όσο και οι Σλαβομακεδόνες διεκδικούν την παράδοσή του. Πηγή εικόνας
Φεντεραλισμός εναντίον αυτονομισμού
Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου, η Μακεδονία βρέθηκε σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση: ήταν πλέον τριχοτομημένη σε ελληνικό, σερβικό και βουλγαρικό τμήμα. Για να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους, οι φεντεραλιστές είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο ένα, αλλά τρία κράτη. Το μόνο από αυτά που υποστήριζε θεωρητικά την ιδέα μιας μακεδονικής αυτονομίας, ήταν το βουλγαρικό – μια αυτονομία όμως υπό τον έλεγχο της Σόφιας, η οποία έλπιζε έτσι να καλύψει τις απώλειες που είχε ως μεγάλη ηττημένη των πολέμων.
Η Βουλγαρία ήταν και η χώρα στην οποία κατέφυγαν ως πρόσφυγες οι περισσότεροι από τους παλιούς ακτιβιστές της ΕΜΕΟ – εξάλλου, στη διάρκεια των πολέμων είχαν προτιμήσει να πολεμήσουν στο πλευρό της. Σε αυτούς ανήκαν πολλοί παλιοί φεντεραλιστές, οι οποίοι μαζί με άλλους προερχόμενους από την παλιά ΕΜΕΟ δημιούργησαν οργανώσεις όπως η Μακεδονική Φεντεραλιστική Προσφυγική Οργάνωση. Σε αυτές συμμετείχαν μεταξύ άλλων μαρξιστές, αναρχικοί και αριστεροί εθνικιστές.
Τι ζητούσαν όμως οι επανεμφανιζόμενοι φεντεραλιστές, σε μια εντελώς νέα κατάσταση; Από τη μια, στόχοι τους ήταν η επιστροφή των προσφύγων στις δύο «άλλες Μακεδονίες»*², δηλαδή την ελληνική και τη σερβική, καθώς και η αυτονόμηση και επανένωση της Μακεδονίας, με πλήρη διοικητική/θρησκευτική/πολιτική ισότητα των εθνοτήτων. Ως επίσημη γλώσσα της μέλλουσας «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» προτάθηκε μάλιστα η.. εσπεράντο, ενώ ως διοικητικό πρότυπο προτιμήθηκε η Ελβετία, με την καντονιακή της δομή. Από την άλλη, δεν ξέχασαν και το παλιό όνειρο μιας ευρύτερης Βαλκανικής Ομοσπονδίας, που θα οδηγούσε στην εξάλειψη των ανταγωνισμών ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη – και στην οποία θα εντασσόταν φυσικά η ενωμένη Μακεδονία.
Το κίνημα λειτουργούσε ως «ενδομακεδονική αντιπολίτευση» στην «παλιά» ΕΜΕΟ, η οποία εν τω μεταξύ είχε εξελιχθεί σε πραγματικό κράτος εν κράτει στη βουλγαρική Μακεδονία, ενώ ταυτόχρονα συντηρούσε αντάρτικη δράση στη σέρβικη Μακεδονία (λιγότερο στην ελληνική). Οι οπαδοί αυτής της ΕΜΕΟ, υπό την ηγεσία του Τοντόρ Αλεξαντρόφ, έμειναν γνωστοί ως «αυτονομιστές«. Οι φεντεραλιστές όμως αμφισβητούσαν την ειλικρίνεια των αυτονομιστικών τους προθέσεων, θεωρώντας ότι η προσάρτηση σε μια Μεγάλη Βουλγαρία παρέμενε ο τελικός τους στόχος.
Σε αυτήν την ενδομακεδονική διαμάχη, βρέθηκε ένας μάλλον παράδοξος σύμμαχος για τους φεντεραλιστές: η βουλγαρική κυβέρνηση. Στην ηγεσία της Βουλγαρίας βρίσκονταν τώρα οι αγροτιστές του Σταμπολίσκι, ο οποίος ακολουθούσε μια φιλειρηνική πολιτική προσέγγισης με τους γείτονες και αντιμετώπιζε την ΕΜΕΟ, με τις τρομοκρατικές της ενέργειες, ως έναν επικίνδυνο εσωτερικό αντίπαλο. Οι φεντεραλιστές έμοιαζαν να είναι οι μόνοι που μπορούσαν να ανταγωνιστούν την ΕΜΕΟ εντός του μακεδονικού κινήματος – εξάλλου, ο στόχος μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας δεν ήταν μακριά από το πολιτικό όραμα του ίδιου του Σταμπολίσκι. Λίγο πριν δολοφονηθεί το 1921 ο ίδιος από την ΕΜΕΟ, ο Δημητρώφ, υπουργός του Σταμπολίσκι (ο οποίος θα είχε σε δύο χρόνια, το 1923, την ίδια μοίρα), προχώρησε στην ενίσχυση ενός μακεδονικού αντι-ΕΜΕΟ αντάρτικου, υπό την ηγεσία του Τόντορ Πάνιτσα και άλλων φεντεραλιστών.
Ο Τόντορ Πάνιτσα γεννήθηκε στο Οριάχοβο της βόρειας Βουλγαρίας. Το 1902 μπήκε στην ΕΜΕΟ και έγινε στενός συνεργάτης του Σαντάνσκι, αναλαμβάνοντας και τις δολοφονίες των εχθρών του εντός της οργάνωσης. Πολέμησε στο πλευρό του βουλγαρικού στρατού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο, εξελίχθηκε σε μια από τις κύριες μορφές του φεντεραλιστικού κινήματος και ανέλαβε τη δημιουργία παραστρατιωτικής ομάδας που ενεργούσε ως αντίβαρο στην «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ. Αυτή όμως τελικά κατάφερε να τον δολοφονήσει το 1925 στη Βιέννη, όπου είχε εν τω μεταξύ καταφύγει. Πηγή εικόνας
Μια πρόσκαιρη προσέγγιση των φεντεραλιστών με την «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ του Αλεξαντρόφ το 1924, όχι μόνο απέτυχε, αλλά κατέληξε και σε εκκαθαρίσεις των φεντεραλιστών και των οπαδών της συμπόρευσης εντός της ΕΜΕΟ. Ότι απέμεινε από αυτούς, επανιδρύθηκε με το όνομα ΕΜΕΟ-Ενωμένη, ενώ η «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ κινήθηκε όλο και πιο δεξιά – έως και ακροδεξιά, θα μπορούσε να πει κάποιος (π.χ. συνεργασία με τον Μουσολίνι και τη φιλοφασιστική κροατική Ουστάσα). Αντίθετα, η ΕΜΕΟ-Ενωμένη βρέθηκε σύντομα υπό σοβιετική επιρροή, και συνεργάστηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας.
Η Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν) επηρεάστηκε με τη σειρά της από τις ιδέες των φεντεραλιστών και υιοθέτησε και αυτή το παλιό όραμα μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Η ιδέα όμως μιας πολυεθνικής Μακεδονίας, μιας «Ελβετίας των Βαλκανίων», με τους Σλάβους της περιοχής να είναι ως Βούλγαροι μια από αυτές τις εθνότητες, άρχισε να δίνει τη θέση της σε μια άλλη ιδέα: αυτή ενός εντελώς ξεχωριστού από Βούλγαρους και Σέρβους σλαβικού «μακεδονικού έθνους». Αυτή η θέση θα γινόταν πλέον και επίσημη της Κομιντέρν το 1934.
Στα επόμενα χρόνια, ο μεν στόχος της Βαλκανικής Ομοσπονδίας θα ξεθώριαζε και θα ξεχνιόταν με τον καιρό όλο και περισσότερο, η δε ιδέα της σλαβομακεδονικής εθνικής ιδιαιτερότητας το ακριβώς αντίθετο. Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, ένα νέο κρατίδιο θα ιδρυόταν στην έκταση της πρώην σερβικής Μακεδονίας, με όνομα σκέτο «Μακεδονία»: αυτό προοριζόταν ως έθνος-κράτος για τη «μακεδονική» εθνότητα. Αφού ήταν μέρος μιας σοσιαλιστικής γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, θα μπορούσε ίσως να πει κάποιος ότι υλοποιήθηκαν έτσι κατά ένα μέρος και τα παλιά οράματα των φεντεραλιστών. Από αυτήν την άποψη, δεν είναι περίεργο ότι στα πολιτικά του νέου κρατιδίου αναμίχθηκαν αρχικά πρόσωπα όπως ο Ντίμιταρ Βλαχώφ και ο Πάβελ Σάτεφ.
Ο Πάβελ Σάτεφ γεννήθηκε το 1882 στο Κράτοβο της σημερινής πΓΔΜ. Φοίτησε στη Βουλγαρική Σχολή της Θεσσαλονίκης, όπου ήρθε σε επαφή με αναρχικούς κύκλους και συμμετείχε στις γνωστές βομβιστικές επιθέσεις του 1903. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο, εξελίχθηκε σε σημαντική προσωπικότητα του φεντεραλιστικού κινήματος και της ΕΜΕΟ-ενωμένης. Στα επόμενα χρόνια όμως αποστασιοποιήθηκε από αυτήν, δημιουργώντας ξεχωριστή, πιο ξεκάθαρα φεντεραλιστική, οργάνωση στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από χρόνια φυλάκισης στη Βουλγαρία, το 1944 επέστρεψε στη σημερινή πΓΔΜ, αναλαμβάνοντας το πόστο του Κομισάριου Δικαιοσύνης στην νέα κομμουνιστική κυβέρνηση. Απομακρύνθηκε όμως μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν ως φιλοσοβιετικός και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Μοναστήρι, όπου πέθανε το 1951. Πηγή εικόνας
Ο Ντίμιταρ Βλαχώφ γεννήθηκε το 1878 στο Κιλκίς. Το 1908 εκλέχθηκε στην οθωμανική Βουλή με το φεντεραλιστικό Λαϊκό Ομοσπονδιακό Κόμμα. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, εντάχθηκε στη διπλωματική υπηρεσία της Βουλγαρίας, ενώ το 1920 έγινε μέλος της «αυτονομιστικής» ΕΜΕΟ του Αλεξαντρόφ, εκπροσωπώντας την αριστερή της πτέρυγα και αναλαμβάνοντας τις διαπραγματεύσεις με την Κομιντέρν. Έμεινε πιστός στην τελευταία μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων και εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ-ενωμένη και το Κ.Κ.Β.: η «αυτονομιστική» ΕΜΕΟ εξέδωσε τότε θανατική καταδίκη εναντίον του, χωρίς όμως να πετύχει τη δολοφονία του. Έγινε εμβληματική μορφή της σλαβομακεδονικής Αριστεράς και, με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, στέλεχος της κομμουνιστικής κυβέρνησης της γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όπου και πέθανε το 1952. Πηγή εικόνας
Η ιστορία του κινήματος για μακεδονική αυτονομία/ανεξαρτησία μας δυσκολεύει κάπως να το κατανοήσουμε με σημερινούς όρους. Ήταν έκφραση ενός βουλγάρικου αλυτρωτισμού ή ενός ακόμα ανώριμου σλαβομακεδονικού εθνικισμού; Ή μήπως ενός ντόπιου πατριωτισμού που ήθελε να υπερβεί τις εθνοτικές διαχωριστικές γραμμές; Ή όντως μιας αριστερής σύνδεσης της ιδέας της ταξικής πάλης με πανβαλκανικούς στόχους; Μπορεί να ήταν όλα αυτά μαζί ή και κανένα ακριβώς.
Η φεντεραλιστική τάση είναι κατά τη γνώμη μου η πιο ενδιαφέρουσα όψη αυτού του κινήματος. Είναι λογικό να είναι κάποιος λίγο «δύσπιστος» απέναντι σε αυτήν: παρά τις προσπάθειες να τραβήξει άλλες εθνοτικές ομάδες, παρέμεινε κάτι σχεδόν αποκλειστικά σλαβικό – και τελικά, κατέληξε να στηρίζει μια εθνική ιδέα, όχι τόσο διαφορετική από τις υπόλοιπες βαλκανικές. Το να την δούμε όμως μόνο σαν μια πιο αριστερή παραλλαγή σλαβικού εθνικισμού, θα ήταν μάλλον άδικο. Όπως και να έχει, μάλλον δεν είναι τυχαίο, που οι ιδέες μιας πανβαλκανικής ομοσπονδίας (είτε από σλαβόφωνους φεντεραλιστές είτε από Εβραίους της Φεντερασιόν) βρήκαν την πιο δυναμική τους έκφραση στη Μακεδονία. Οι εθνικά ανάμικτες περιοχές δεν έχουν μόνο τη δύναμη να χωρίζουν, αλλά και να ενώνουν.
*¹ Προς αποφυγή (των πάντα εύκολων, όταν πρόκειται για το Μακεδονικό) παρεξηγήσεων: ο όρος «Μακεδόνες» δεν χρησιμοποιείται εδώ με την εθνοτική έννοια που του δίνουν σήμερα οι Σλαβομακεδόνες, αλλά με την καθαρά γεωγραφική έννοια όλων των κατοίκων της ευρύτερης Μακεδονίας, ανεξαρτήτως εθνότητας.
*² Οι Σλαβομακεδόνες αναφέρονται στα τρία τμήματα, στα οποία τριχοτομήθηκε η Μακεδονία, ως εξής: η (πρώην σέρβικη και νυν ανεξάρτητη) «Μακεδονία του Βαρδάρη», η (βουλγάρικη) «Μακεδονία του Πιρίν» και η (ελληνική) «Μακεδονία του Αιγαίου».
Πηγές
Βλασίδης, Βλάσης (1997): Η αυτονόμηση της Μακεδονίας – από τη θεωρία στην πράξη. Σε: Γούναρης Βασίλης, Μιχαηλίδης Ιάκωβος, Αγγελόπουλος Γιώργος: Ταυτότητες στην Μακεδονία, σ. 63-88.
Banac, Ivo (1984): The National Question in Yugoslavia: Origins, History, Politics.
Bechev, Dimitar (2009): Historical Dictionary of the Republic of Macedonia (Historical Dictionaries of Europe).
Mishkova, Diana M. (2009): We, the People: Politics of National Peculiarity in Southeastern Europe.
Rossos, Andrew (2008): Macedonia and the Macedonians: A History.
Roudometof, Victor (2002): Collective Memory, National Identity, and Ethnic Conflict: Greece, Bulgaria, and the Macedonian Question.
Θέμα του προηγούμενου άρθρου ήταν ο βουλγαρικός αγροτισμός, ο οποίος μοιάζει να ξεχωρίζει τόσο για την γρήγορη άνοδο του στην εξουσία όσο και για τον ριζοσπαστισμό του. Δεν ήταν όμως η μόνη εκδοχή αγροτικής ιδεολογίας που κατάφερε να παίξει σημαντικό ρόλο στα Βαλκάνια. Ας δούμε λίγο και κάποιες άλλες περιπτώσεις, την κάθε μια με τις ιδιαιτερότητές της.
Κροατία: ένα αγροτικό κόμμα για ένα αγροτικό έθνος
Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου και την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, γεννήθηκε πάνω στα συντρίμμια της μεταξύ άλλων και το Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων: η μετέπειτα Γιουγκοσλαβία. Οι Κροάτες ήταν απλά η δεύτερη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα του νέου κράτους. Ήταν όμως μια δική τους οργάνωση, που θα ξεχώριζε νωρίς στην πολιτική ζωή του βασιλείου: το Κροατικό Αγροτικό Κόμμα (HSS) των αδελφών Στιέπαν και Αντούν Ράντιτς.
Το κόμμα είχε ήδη ιδρυθεί στα χρόνια της Αυστροουγγαρίας. Κύριος σκοπός του ήταν να εξασφαλίσει τα «οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα» της κροατικής αγροτιάς, δηλαδή της συντριπτικής πλειοψηφίας του κροατικού λαού, με τελικό σκοπό τη δημιουργία ενός «αγροτικού κράτους». Αυτόν τον σκοπό συνέχιζε θεωρητικά να υπηρετεί και με τη νέα πολιτική κατάσταση. Ο εχθρός όμως ήταν τώρα η συγκεντρωτική κυβέρνηση στο Βελιγράδι. Το κόμμα συνδέθηκε επομένως στενά με το κροατικό αίτημα για αυτοδιάθεση (είτε στα πλαίσια μιας γιουγκοσλαβικής (συν-)ομοσπονδίας είτε εκτός αυτής) και βρέθηκε έτσι στην κορυφή ενός ολόκληρου εθνικού κινήματος.
Ο Στιέπαν Ράντιτς γεννήθηκε το 1871 στη Σλαβονία. Ήταν το ένατο από ένδεκα παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε και τα σοβαρά προβλήματα όρασης που αντιμετώπιζε, κατάφερε χάρη στον δυναμικό του χαρακτήρα να μορφωθεί και να γίνει ο ηγέτης ενός πραγματικού λαϊκού κινήματος. Το 1928 δολοφονήθηκε μέσα στη γιουγκοσλαβική Βουλή και έγινε έτσι μάρτυρας της κροατικής εθνικής ιδέας. Πηγή εικόνας
Η προτεραιότητα του εθνικού αγώνα απαιτούσε φυσικά μια συνεννόηση και με τα κροατικά αστικά στρώματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ταξική ανάλυση ξεχάστηκε. Η ίδια η ιδέα ενός αγροτικού κόμματος βασιζόταν στην αντίθεση με τη «διεφθαρμένη» κροατική αστική ελίτ και διανόηση, η οποία περιφρονούσε την αγροτιά, δηλαδή (στα μάτια του Ράντιτς) τον λαό. Ο θεωρητικός του κόμματος Ρούντολφ Χέρτζεγκ έβλεπε την κυριαρχία της αγροτικής τάξης ως αυτήν που θα πετύχαινε να ενώσει το έθνος: χάρη στις «αξίες του αγρότη» και την ηθική τους ανωτερότητα, ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να πραγματοποιήσουν έναν τέτοιο στόχο χωρίς να καταπιέζουν άλλες τάξεις. Το κόμμα έδωσε εξάλλου μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση και στην προώθηση ενός «αγροτικού πολιτισμού».
Το Κ.Α.Κ. κατάφερε με εντυπωσιακή ταχύτητα και επιτυχία να γίνει ο κύριος εκπρόσωπος της κροατικής αγροτιάς και των Κροατών γενικά – και παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Από το 1939 μάλιστα, όταν παραχωρήθηκε αυτονομία στην Κροατία, ανέλαβε και την τοπική διακυβέρνηση. Ο διπολισμός της κροατικής κοινωνίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο, ανάμεσα στην φιλοφασιστική Ουστάσα και τους κομμουνιστές Παρτιζάνους, δεν του άφησε μεν πολλές δυνατότητες να επιβιώσει. Η παράδοσή του όμως παραμένει ένα κεντρικό συστατικό στη δημιουργία της σύγχρονης Κροατίας.
Ρουμανία: ποπορανισμός και Εθνικό Αγροτικό Κόμμα
Η Ρουμανία ήταν κι αυτή μια πλειοψηφικά αγροτική χώρα, όπου μάλιστα το αγροτικό ζήτημα ήταν ιδιαίτερα έντονο: αποτέλεσμα του ήταν και η μεγάλη αγροτική εξέγερση του 1907. Ήταν επόμενο ότι οι πολιτικές-ιδεολογικές συζητήσεις στις αρχές του 20ού αιώνα περιστρεφόντουσαν γύρω από την κατάσταση της αγροτιάς.
Ένα από τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, επηρεασμένο από τον ρωσικό λαϊκισμό, ήταν ο ποπορανισμός (ποπόρ: λαός στα ρουμάνικα). Οι ποπορανιστές αναζητούσαν τον εκσυγχρονισμό μέσα από την οικονομική και κοινωνική πρόοδο της αγροτιάς, διατηρώντας τον αγροτικό χαρακτήρα της χώρας. Βάση για αυτό θα ήταν η ενίσχυση της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας και η οργάνωση της στη βάση συνεταιρισμών. Από τέτοιες αναλύσεις δεν έλειπε και μια σημαντική δόση εθνικισμού: μιλάμε εξάλλου για μια εποχή, όπου πολλοί Ρουμάνοι ζούσαν ακόμα κάτω από την αυστροουγγρική ή ρωσική κυριαρχία.
Από αυτήν την κατάσταση ξεπήδησαν μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου οργανώσεις που οραματίζονταν ένα «κράτος των αγροτών», έναν τρίτο δρόμο ανάμεσα στον αστικό καπιταλισμό και τον μπολσεβικισμό. Η πιο σημαντική απ’ αυτές, το Αγροτικό Κόμμα (PŢ), ενώθηκε το 1926 με το κυρίως τρανσυλβανικό Εθνικό Ρουμανικό Κόμμα (PNR). Κοινός εχθρός ήταν το πολιτικό κατεστημένο στο Βουκουρέστι. Έτσι γεννήθηκε το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα (PNŢ): το 1928 βγήκε πρώτο με μεγάλη διαφορά στις εκλογές.
Το έμβλημα του Εθνικού Αγροτικού Κόμματος. Πηγή εικόνας
Το κόμμα συμμετείχε σε διάφορες κυβερνήσεις του Μεσοπολέμου, η προέλευση του όμως ως συμμαχικό σχήμα έκανε αναγκαστικά και την ιδεολογία του λιγότερο ξεκάθαρη. Αν μια ιδεολογική τάση έμοιαζε να κυριαρχεί, αυτή ήταν τελικά μάλλον η εθνική – προς απογοήτευση των πιο ριζοσπαστών αριστερών αγροτιστών, κάποιοι από τους οποίους αποχώρησαν. Ως κυβερνητικό κόμμα δεν φαίνεται να πραγματοποίησε τελικά αρκετές μεταρρυθμίσεις προς όφελος των αγροτών. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι, σε αντίθεση με τους Βούλγαρους και τους Κροάτες «ομοϊδεάτες», η ηγεσία του ενιαίου κόμματος είχε περισσότερο αστική παρά αγροτική προέλευση.
Το κόμμα αποδυναμώθηκε τόσο από την άνοδο της ακροδεξιάς Σιδηράς Φρουράς, η οποία είχε απήχηση στους φτωχούς και νέους αγρότες, όσο και χάρη στην πίεση του παλατιού και των παλαιοκομματικών. Τελικά, το ΕΑΚ μάλλον δεν κατάφερε να προσφέρει κάτι ουσιαστικά νέο στην πολιτική ζωή της Ρουμανίας: αντί για μια πραγματική πολιτική έκφραση των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, έγινε κι αυτό ένα κόμμα «από τα πάνω προς τα κάτω», μέρος του ίδιου αναποτελεσματικού συστήματος, το οποίο σκόπευε θεωρητικά να ανατρέψει.
Ελλάδα: από το Κιλελέρ στο ΕΑΜ
Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ αγροτικό κόμμα ανάλογο με αυτό της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας ή της Κροατίας, παρά το ότι κι εδώ οι αγρότες αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού και είχαν παρόμοια προβλήματα. Είναι αλήθεια πως δεν θα χρειαζόταν καν να αναφερθεί ως περίπτωση βαλκανικού αγροτισμού, αν δεν είχαμε ειδικό ενδιαφέρον για τη χώρα και δεν θέλαμε να κάνουμε τη σύγκριση.
Αγροτικό κίνημα υπήρχε φυσικά από την εποχή του Μαρίνου Αντύπα και της εξέγερσης του Κιλελέρ, δεν κατάφερε όμως ποτέ να βρει μια πετυχημένη αυτόνομη πολιτική έκφραση. Οι πιθανές εξηγήσεις που έχουν προταθεί γι’ αυτό (βλ. Σάρρας, Mouzelis) είναι πολλές. Ο Εθνικός Διχασμός παρέσυρε μεγάλο μέρος της αγροτιάς στον ανταγωνισμό μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών. Επίσης, η εικόνα της ελληνικής υπαίθρου ήταν πιο σύνθετη. Οι μεγάλες διαφορές στην κατάσταση της ιδιοκτησίας (βλέπε π.χ. τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας σε αντίθεση με την μικροϊδιοκτησία της Πελοποννήσου), στον προσανατολισμό της γεωργίας (στην Πελοπόννησο επικεντρώθηκε π.χ. από νωρίς στην παραγωγή σταφίδας για τη διεθνή αγορά, αντί στην αυτοσυντήρηση), αλλά και η διαφορετική προέλευση των αγροτών μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την εγκατάσταση προσφύγων στα χωριά: όλα αυτά μάλλον δεν διευκόλυναν το έργο των επίδοξων αγροτιστών πολιτικών.
Αγροτικά κόμματα πάντως άρχισαν να ιδρύονται στη δεκαετία του ’20, κυρίως με προέλευση από τον βενιζελικό χώρο. Πιο σημαντικό ήταν το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος. Η μεγαλύτερη εκλογική επιτυχία του ήταν το 1932, όταν πήρε 6% των ψήφων και εξέλεξε 15 βουλευτές. Συνεργάστηκε σε διάφορες φάσεις με το ΚΚΕ και το 1941 ήταν ένα από τα τέσσερα κόμματα που ίδρυσαν μαζί το ΕΑΜ.
Ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος (1887-1951) ήταν ανάμεσα στα ιδρυτικά και πιο γνωστά στελέχη του ΑΚΕ. Αποχώρησε το 1942 διαφωνώντας με την ένταξη στο ΕΑΜ, αλλά το 1950 συνεργάστηκε με τη Δημοκρατική Παράταξη, τον εκλογικό συνασπισμό της Αριστεράς. Πηγή εικόνας
Στη συνεργασία δεν έλειπε η εσωτερική κριτική και οδήγησε και σε διασπάσεις. Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία υπό τον Κώστα Γαβριηλίδη παρέμεινε πιστή σ’ αυτήν και το κόμμα ακολούθησε στα μεταπολεμικά χρόνια τη γενική πορεία της Ελληνικής Αριστεράς: απαγορεύτηκε, στελέχη του συμμετείχαν στον αγώνα του ΔΣΕ και εκτελέστηκαν, εξορίστηκαν ή διέφυγαν σε χώρες του ανατολικού μπλοκ, ενώ μετά τον εμφύλιο έπαιξαν ρόλο και στην ΕΔΑ. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός αγροτισμός τοποθετήθηκε καθαρά στον ευρύτερο αριστερό χώρο.
Αγροτισμός: μια βαλκανική ιδεολογία;
Ο αγροτισμός δεν είναι μια ενιαία ιδεολογία, εύκολη να ερμηνευθεί με τα σημερινά μας μέτρα. Δύσκολα μπορεί κάποιος να την κατατάξει στα κλασικά σχήματα Δεξιάς-Αριστεράς. Αναφερόταν μεν σε μια καταπιεσμένη τάξη, αρνήθηκε όμως τον δρόμο της βίαιης επανάστασης και στόχευε (τουλάχιστον ανά περίπτωση) στην εθνική ενότητα. Μπορούσε να συνδέεται με εθνικά κινήματα (ακόμα και να ταυτίζεται μαζί τους, όπως στην Κροατία), όπως και να θέλει να υπερβεί τα εθνο-κρατικά σύνορα (βλ. Βουλγαρία). Δεν έλειπαν οι αντισημιτικές τάσεις, ιδιαίτερα στη κροατική και ρουμανική περίπτωση – κάτι μάλλον αναμενόμενο, από τη στιγμή που οι Εβραίοι ήταν μια κοινότητα που κατοικούσε κυρίως στις πόλεις. Παρ’ όλα αυτά, τα αγροτικά κόμματα δεν έδειξαν πολλές αντιδημοκρατικές ή φιλοφασιστικές διαθέσεις, κάτι που για την εποχή στην οποία δρούσαν (την εποχή δηλαδή του Μουσολίνι και του Χίτλερ, όταν η μια μετά την άλλη βαλκανική χώρα μετατρεπόταν σε βασιλική δικτατορία, ενίοτε φιλική προς τον Άξονα) έχει τη σημασία του.
Όταν ο αγροτισμός εμφανίστηκε στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, προσπάθησε να παρουσιαστεί ως ο τρίτος δρόμος ανάμεσα στον αστικό καπιταλισμό και τον μαρξιστικό κομμουνισμό. Παρά τις διαφορές τους, κοινό ανάμεσα σ’ αυτά τα κόμματα ήταν ο στόχος να εκπροσωπήσουν τα αγροτικά στρώματα στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα, το οποίο μέχρι τότε ήταν ιδιοκτησία των αστικών ελίτ και απέκλειε την αγροτιά. Δεν αποδέχονταν την εκβιομηχάνιση κατά το δυτικό μοντέλο ως αναπόφευκτη εξέλιξη, αλλά πίστευαν ότι ο αγροτικός χαρακτήρας της οικονομίας των χωρών τους μπορούσε και έπρεπε να διατηρηθεί. Κοινή ήταν φυσικά (μάλλον αναπόφευκτα, όταν κάποιος προσπαθεί να εκπροσωπήσει μικροϊδιοκτήτες αγρότες) και η σημασία που δινόταν στην ατομική ιδιοκτησία, κάτι που δημιουργούσε αυτόματα μια απόσταση από τους κομμουνιστές. Από την άλλη, αυτά τα κόμματα προσπάθησαν να προωθήσουν και τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, αντιλαμβανόμενα πως μόνο έτσι ήταν δυνατόν να επιβιώσουν οι αγρότες στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Κοιτάζοντας σήμερα πίσω προς αυτήν την εποχή, δηλαδή το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, και συγκρίνοντας την με το παρόν, δεν μπορεί κάποιος παρά να κάνει μια απλή παρατήρηση. Τότε η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού των Βαλκανίων ήταν αγρότες. Σήμερα, είναι παντού μια μειοψηφία που συρρικνώνεται συνεχώς. Η ραγδαία αστικοποίηση είναι αναμφισβήτητα από τις πιο εντυπωσιακές αλλαγές που γνώρισαν οι βαλκανικές κοινωνίες στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Η παρακμή των αγροτικών κομμάτων μοιάζει επομένως φυσιολογική εξέλιξη – ακόμα κι αν δεν λάβει υπόψη κάποιος τις διώξεις εναντίον τους ή και τα δικά τους λάθη.
Την περίοδο της ανόδου τους μπορούμε όμως να τη δούμε και από μια άλλη άποψη. Δεν ήταν απλά μια εποχή όπου οι αγρότες ήταν πλειοψηφία – αυτό εξάλλου ίσχυε και στα προηγούμενα χρόνια. Ήταν η περίοδος όπου οι αγρότες βρέθηκαν αντιμέτωποι με την καπιταλιστική ανάπτυξη: κάπως έπρεπε να ανταποκριθούν σ’ αυτήν.
Πολλοί απ’ αυτούς τους αγρότες είχαν μόλις γίνει ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες, αφήνοντας οριστικά πίσω τους τα απομεινάρια της δουλοπαροικίας. Αυτό όμως καθόλου δεν σήμαινε ότι βελτιώθηκε ριζικά η ζωή τους και ότι λύθηκαν τα προβλήματα τους. Οι περισσότεροι ζούσαν ακόμα στη φτώχεια, χωρίς πρόσβαση στα αγαθά του σύγχρονου πολιτισμού όπως η μόρφωση ή η ιατρική περίθαλψη, ενώ έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης από τους τοκογλύφους και μεσάζοντες. Η εξασφάλιση ευνοϊκών δανείων, η εισαγωγή νέων γεωργικών τεχνικών, ο εκσυγχρονισμός των υποδομών και η πρόσβαση σε υπηρεσίες όπως η παιδεία και η υγεία, ήταν όλα ακόμα ζητούμενα στη βαλκανική ύπαιθρο – και αυτά καλούνταν να υλοποιήσουν τα αγροτικά κόμματα.
Κάποιοι θα δουν ίσως τέτοια κινήματα ως μια τελευταία προσπάθεια να σωθεί ένας αγροτικός κόσμος που πέθαινε, μια προσπάθεια χωρίς καμιά ρεαλιστική πιθανότητα επιτυχίας, η οποία είχε αναπόφευκτα την κατάληξη που είχε. Παρ’ όλα αυτά, ήταν σίγουρα από τις πρώτες προσπάθειες να οργανωθούν μαζικά λαϊκά κινήματα σε ταξική βάση. Οι αγρότες, δηλαδή η πλειοψηφία του λαού σε όλες τις βαλκανικές χώρες, έπαψαν να είναι μια παθητική μάζα και διεκδίκησαν τον ρόλο τους στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα – με ιδεολογίες προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα των Βαλκανίων. Όσο κι αν πολλές φορές το αγνοούμε, ο αγροτισμός έπαιξε κι αυτός έναν κρίσιμο ρόλο για να περάσουν τα Βαλκάνια στη Νεωτερικότητα.
Πηγές:
Suzana Leček (2012): ”We are for the volk culture”: Croatian peasant movement and national identity in the 1930s, u: Gmitruk, Janusz, Indraszczyk, Arkadiusz (ur.), Wieś i Ruch Ludowy w Polsce i Europie, sv. 1, Varšava 2012., 245-252.
Michael Kitch (1975): Constantin Stere and Rumanian Populism. The Slavonic and East European Review, Vol. 53, No. 131, pp. 248-271.
Μιχαήλ Π. Σάρρας (2014): Ο Αγροτισμός ως πολιτική τάση στα Βαλκάνια του Μεσοπολέμου – Διαμόρφωση δομών και κοινωνική εξέλιξη στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία (Εισαγωγή στη διδακτορική διατριβή).
Nicos Mouzelis (1976): Greek and Bulgarian Peasants: Aspects of Their Sociopolitical Situation during the Interwar Period. In: Comparative Studies in Society and History. Vol. 18, No. 1, pp. 85-105
Όταν ακούμε για πάλη των τάξεων, ο νους μας πάει, λόγω της επιρροής της μαρξιστικής παράδοσης, συνήθως σ’ αυτήν ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη. Σπανιότερα σκέφτεται κάποιος τους αγρότες. Δεν έλειψαν όμως από τη σύγχρονη Ιστορία και οι προσπάθειες να αναπτυχθούν ιδεολογίες και πολιτικά κινήματα με πυρήνα την αγροτική τάξη. Τέτοιες προσπάθειες υπήρξαν και στα Βαλκάνια, με πιο σημαντικές αυτές σε τρεις χώρες: τη Βουλγαρία, την Κροατία και τη Ρουμανία.
«Αγροτισμός» είναι ο γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να καλύψει τέτοια κινήματα. Ανάλογα με τον τόπο ή τον χρόνο, πήρε διάφορες μορφές. Το κοινό ήταν η πίστη στην αξία της αγροτικής ζωής (σε μια εποχή που αυτή φαινόταν να απειλείται από την επέκταση του καπιταλισμού και την εκβιομηχάνιση), μαζί με την προσπάθεια να εκπροσωπηθούν τα συμφέροντα των αγροτών απέναντι σε ένα αστικό σύστημα, το οποίο έμοιαζε να είναι φτιαγμένο για να τους αποκλείει. Οι αγροτιστές έτειναν να ταυτίζουν την «αγροτιά» (που αποτελούσε ακόμα τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού) με τον «λαό» γενικά – ως αντίδραση ίσως και στην υποτίμηση που αυτή εισέπραττε από τις αστικές ελίτ.
Η άνοδος και η πτώση του βουλγαρικού αγροτισμού
Όταν η Βουλγαρία δημιουργήθηκε ως αυτόνομο κρατίδιο το 1878, τα τσιφλίκια των Οθωμανών μοιράστηκαν στους απλούς χωρικούς. Το αποτέλεσμα ήταν να κυριαρχεί σχεδόν παντού η μικροϊδιοκτησία. Αυτοί οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας. Στην πολιτική όμως κυριαρχούσαν ο βασιλιάς μαζί με μια μικρή αστική τάξη, οι οποίοι είχαν ελάχιστη επαφή με την ύπαιθρο και περίπου αδιαφορούσαν για τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου: τον έβλεπαν το πολύ ως πηγή φορολογικών εσόδων και εύκολων ψήφων. Οι εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1890 ήταν ίσως σημάδι αυτής της αποξένωσης της βουλγαρικής αγροτιάς από τις νέες εθνικές ελίτ.
Βούλγαροι αγρότες σε απεικόνιση της Laura Lushington Πηγή εικόνας
Σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, ιδρύθηκε το 1899 η Βουλγαρική Αγροτική Εθνική Ένωση (Β.Α.Ε.Ε.). Η έμπνευση γι’ αυτήν την κίνηση ήρθε κυρίως από ένα τμήμα της διανόησης, το οποίο δεν ήταν τόσο δεμένο με το καθεστώς και τις ελίτ, ούτε αποκομμένο από τις λαϊκές μάζες. Πιο συγκεκριμένα, κεντρικό ρόλο έπαιξαν δάσκαλοι των δημοτικών σχολείων στα χωριά, οι οποίοι λόγω της θέσης τους είχαν επαφή και με τους δύο διαφορετικούς κόσμους, τον «πρωτόγονο» αγροτικό και τον «πολιτισμένο» αστικό.
Σύντομα η ΒΑΕΕ κατάφερε να αποκτήσει ρίζες ανάμεσα στον αγροτικό κόσμο: ο οποίος, ας έχουμε υπόψη, τότε αποτελούσε ακόμα τα 4/5 του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Αν και αρχικά οι σκοποί της ήταν κυρίως εκπαιδευτικοί-οικονομικοί (π.χ. να βελτιωθεί το μορφωτικό επίπεδο των αγροτών και να εκσυγχρονιστούν οι γεωργικές πρακτικές), πολλά στελέχη διέκριναν ότι τίποτα δεν μπορούσε να πετύχει χωρίς να αλλάξει και η πολιτική κατάσταση στη χώρα. Η Ένωση αποφάσισε τελικά να γίνει κανονικό πολιτικό κίνημα και το 1913 είχε ήδη εξελιχθεί στην πιο σημαντική δύναμη της αντιπολίτευσης, κερδίζοντας 21% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές.
Το τέλος των Βαλκανικών και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Βουλγαρία στη μεριά των ηττημένων. Η εικόνα των παλιών κυρίαρχων κομμάτων είχε καταστραφεί, μέσα στη γενική ατμόσφαιρα κρίσης από τις εδαφικές απώλειες, τις πολεμικές επανορθώσεις που έπρεπε να πληρώσει η χώρα, τον πληθωρισμό και την αυξημένη φορολογία. Έτσι άνοιγε ο δρόμος σε νέες πολιτικές δυνάμεις, όπως τους σοσιαλδημοκράτες, τους κομμουνιστές, αλλά και τους αγροτιστές.
Σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό επικράτησε τελικά η ΒΑΕΕ: κέρδισε τις εκλογές του 1919, παίρνοντας το 28% των ψήφων (για την Ιστορία: δεύτερο ήταν το κομμουνιστικό κόμμα με 18% και τρίτο το σοσιαλδημοκρατικό με 13%). Ο ηγέτης της Αλεξάνταρ Σταμπολίσκι σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με μικρότερα κόμματα, αλλά κήρυξε το 1920 πάλι εκλογές. Αυτήν την φορά κατάφερε να εξασφαλίσει αυτοδυναμία: για πρώτη φορά, ένα αγροτικό κόμμα αναλάμβανε μόνο του την εξουσία ενός βαλκανικού κράτους.
Ο Αλεξάνταρ Σταμπολίσκι γεννήθηκε το 1879 σε οικογένεια αγροτών στη Σλαβοβίτσα της Βουλγαρίας. Αφού σπούδασε σε αγροτικό κολέγιο στη Γερμανία, έγινε επιστρέφοντας στη χώρα του στέλεχος και σύντομα ηγέτης της ΒΑΕΕ. Το 1915 αντιτάχθηκε στη συμμετοχή της Βουλγαρίας στον Α’ Παγκόσμιο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και καταδικάστηκε από στρατοδικείο σε ισόβια. Απελευθερώθηκε με το τέλος του πολέμου και ανέλαβε ξανά την ηγεσία της ΒΑΕΕ. Πηγή εικόνας
Ο Σταμπολίσκι δεν πρόλαβε να χαρεί για πολύ αυτήν την εντυπωσιακή επιτυχία. Η άρχουσα τάξη της Βουλγαρίας μπορεί να τον προτιμούσε από τους κομμουνιστές (οι οποίοι ήταν η επόμενη υπολογίσιμη δύναμη), αυτό δεν σημαίνει όμως ότι έβλεπε με συμπάθεια τον μεταρρυθμιστικό του ζήλο. Ο Σταμπολίσκι έσπασε το μονοπώλιο των εμπόρων στα δημητριακά, εισήγαγε την προοδευτική φορολογία στο εισόδημα και ξεκίνησε μια αναδιανομή της γης προς όφελος των πιο φτωχών, ορίζοντας τα 30 εκτάρια ως ανώτατο όριο γαιοκτησίας για μια οικογένεια. Αντικατέστησε τη στρατιωτική θητεία με μια γενική «θητεία εργασίας» (π.χ. σε δημόσια έργα), κάτι που φυσικά οι εχθροί του κατηγόρησαν ως δουλεία. Προώθησε επίσης την ίδρυση αγροτικών συνεταιρισμών, με σκοπό να απελευθερώσει τους φτωχούς αγρότες από την εξάρτηση από τους τοκογλύφους και τους μεσάζοντες.
Τέτοιες κινήσεις δεν μπορούσαν παρά να κάνουν τις βουλγαρικές ελίτ να τον βλέπουν με δυσπιστία. Παράλληλα όμως, τα λάθη των ίδιων των αγροτιστών πολιτικών βοήθησαν στο να δυναμώσουν οι φωνές εναντίον του. Οι αυταρχικές τάσεις της νέας κυβέρνησης, μαζί με την γρήγορη εξάπλωση της διαφθοράς, έδειχναν προς τα έξω μια εικόνα που δεν διέφερε πολύ από τα προηγούμενα καθεστώτα.
Αυτό όμως που έμελλε να αποδειχτεί μοιραίο, ήτανε η αντιπολεμική και συμβιβαστική πολιτική του Σταμπολίσκι απέναντι στα γειτονικά κράτη. Υπογράφοντας τη συνθήκη του Νεϊγύ το 1919 και τη συμφωνία της Νις το 1923, ουσιαστικά εγκατέλειψε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία (τη σημερινή πΓΔΜ). Για τους Βούλγαρους-Μακεδόνες εθνικιστές, ήταν μια ασυγχώρητη προδοσία. Το Ιούνη του 1923 μέλη της οργάνωσής τους κατάφεραν να δολοφονήσουν τον Σταμπολίσκι: χαρακτηριστικά, του έκοψαν και το χέρι με το οποίο είχε υπογράψει τη συμφωνία με τους Σέρβους.
Η βουλγαρική Δεξιά κατάφερε σ’ αυτήν την αναταραχή να ξαναπάρει την εξουσία, και τη χρησιμοποίησε για να διώξει σκληρά τόσο τους κομμουνιστές όσο και τους αγροτιστές. Οι τελευταίοι, από τη στιγμή που έλειπε πλέον και ο χαρισματικός τους ηγέτης, δεν μπορούσαν παρά να περάσουν σε μια περίοδο παρακμής. Το 1931 το κόμμα έγινε ξανά νόμιμο, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να πλησιάσει αυτό που ήταν κάποτε.
Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η ΒΑΕΕ εξαφανίστηκε. Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, οι αγροτιστές συμμετείχαν αρχικά στην κυβέρνηση του «Πατριωτικού Μετώπου», η οποία σχηματίστηκε από όλες τις δυνάμεις που είχαν αντιταχθεί στον Άξονα, αλλά σύντομα κυριαρχήθηκε από τους κομμουνιστές. Η προσπάθεια της ΒΑΕΕ να εμποδιστεί το μονοπώλιο των κομμουνιστών στην εξουσία, κατέληξε σε αποτυχία και ο ηγέτης της εκτελέστηκε. Παρ’ όλα αυτά, οι κομμουνιστές ανέχθηκαν την ύπαρξη της (ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτήν, δηλαδή την αριστερή φιλοκομμουνιστική της πτέρυγα) και για τις επόμενες δεκαετίες: ήταν το μοναδικό κόμμα εκτός από το κομμουνιστικό που είχε αυτό το προνόμιο, έστω και μόνο για να δείχνει μια κάπως πιο δημοκρατική εικόνα για το καθεστώς.
Η θέση της ΒΑΕΕ στο πολιτικό φάσμα
Ο βουλγαρικός αγροτισμός είναι ένα ιδεολογικό ρεύμα που δύσκολα μπορεί κάποιος να εντάξει στα κλασικά σχήματα Δεξιάς-Αριστεράς, εθνικισμού-διεθνισμού, φιλελευθερισμού-συντηρητισμού. Κάποιοι τον τοποθετούν στο Κέντρο. Αυτό είναι όμως μάλλον αποτέλεσμα της δυσκολίας να τον κατατάξει κάποιος στην Αριστερά ή τη Δεξιά, παρά της ομοιότητας με αυτό που φανταζόμαστε σήμερα ως κεντρώο κόμμα. Θα μπορούσε ίσως κάποιος να τον θεωρήσει και ως ένα άλλο είδος Αριστεράς.
Τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση Σταμπολίσκι ήταν συχνά προοδευτικά και η ιδεολογία του είχε έντονα ριζοσπαστικά στοιχεία. Ο ίδιος ο Σταμπολίσκι απέρριπτε μεν τον κομμουνισμό πιστεύοντας στην ατομική ιδιοκτησία (κάτι που εξάλλου ήταν απαράβατος κανόνας για όποιον ήθελε να εκπροσωπήσει μια μάζα από μικροϊδιοκτήτες αγρότες). Ταυτόχρονα όμως προσπάθησε, όπως είδαμε, να προωθήσει την ιδέα των αγροτικών συνεταιρισμών, ως τη μόνη οδό που θα εξασφάλιζε πραγματική ελευθερία στους αγρότες.
Η αποτελούμενη από αγρότες παραστρατιωτική «Πορτοκαλί Φρουρά» που δημιούργησε ο Σταμπολίσκι, ήταν δραστήρια τόσο εναντίον των εχθρών από αριστερά (σημαντικός ήταν ο ρόλος της στην καταστολή της πολύμηνης απεργίας στις συγκοινωνίες, η οποία υποκινήθηκε από τους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες), όσο και αυτών από δεξιά (παλαιοκομματικοί, Μακεδόνες εθνικιστές). Επίσης, ο Σταμπολίσκι δεν φαίνεται να εκτιμούσε πολύ το πολυκομματικό σύστημα. Παρ’ όλα αυτά, όπως κάθε αγροτικό κόμμα, ήταν υπέρ της αποκέντρωσης και της αυτονομίας-αυτοδιοίκησης των αγροτικών κοινοτήτων. Ο αυταρχισμός της κυβέρνησης Σταμπολίσκι δεν ήταν κάτι τόσο διαφορετικό απ’ αυτόν που βλέπουμε σε όλες τις κυβερνήσεις της εποχής, είτε στη Βουλγαρία είτε στις γειτονικές χώρες.
Η παραστρατιωτική Πορτοκαλί Φρουρά ονομάστηκε έτσι από το επίσημο χρώμα της ΒΑΕΕ. Βοήθησε τόσο στο να καταπολεμηθούν οι πολιτικοί αντίπαλοι όσο και στην εφαρμογή των μέτρων της κυβέρνησης Σταμπολίσκι. Δεν κατάφερε όμως να υπερασπίσει την κυβέρνηση κατά το πραξικόπημα του 1923 και διαλύθηκε την ίδια χρονιά. Πηγή εικόνας
Η εμμονή στη σημασία της «αγροτικής ζωής» και τις παραδοσιακές αγροτικές αξίες, μπορούν εύκολα να ερμηνευθούν ως συντηρητισμός. Η αγροτιστική κυβέρνηση ήταν όμως κι αυτή που έκανε τη δευτεροβάθμια παιδεία υποχρεωτική για όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, και έκτισε σχολεία σε όλη τη χώρα. Ο Σταμπολίσκι πίστευε σε μια εξελικτική πορεία της κοινωνίας, με κρίσιμο σημείο τη διάδοση των ιδεών των πολιτικών δικαιωμάτων στα κατώτερα στρώματα, κάτι που θα τους έκανε να ξεσηκωθούν ενάντια στα ανώτερα.
Ο άνθρωπος που οραματιζόντουσαν οι Βούλγαροι αγροτιστές δεν ήταν δηλαδή ο αμόρφωτος και πειθήνιος αγρότης των προηγούμενων αιώνων, αλλά ένας αγρότης με ευρεία μόρφωση, που ξέρει να διεκδικεί τα δικαιώματά του, και θα απολάμβανε και όλα τα αγαθά του σύγχρονου κόσμου (συγκοινωνίες, εκπαίδευση, ψυχαγωγία κ.ά.). Η ιδέα ότι η Βουλγαρία θα μπορούσε να κάνει το άλμα προς τον σύγχρονο πολιτισμό αποφεύγοντας τα κακά της εκβιομηχάνισης και διατηρώντας την αγροτική της ψυχή, μπορεί να μη φαίνεται ρεαλιστική, αλλά δεν είναι και τόσο απλά συντηρητική.
Όσο για τον αντισημιτισμό, ήταν μάλλον αναμενόμενο ότι δεν θα έλειπαν εντελώς και στελέχη με τέτοιες απόψεις. Οι Εβραίοι ήταν εξάλλου μια κοινότητα που ζούσε σχεδόν αποκλειστικά στις πόλεις: ο πειρασμός να τους συνδέσει κάποιος με τη μισητή αστική διανόηση και ελίτ ήταν μεγάλος. Φαίνεται όμως ότι οι αντισημιτικές τάσεις ήταν σχετικά αδύναμες και εγώ τουλάχιστον δεν συνάντησα καμία αντισημιτική δήλωση ή πράξη του ίδιου του Σταμπολίσκι ή των πιο στενών συνεργατών του.
Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η σχέση του αγροτισμού με τον εθνικισμό. Σ’ ένα κόμμα που εκπροσωπούσε αγρότες δεμένους με τη γη τους, λογικά δινόταν σημασία στην τοπική ταυτότητα – δεν είχε όμως τον ίδιο χαρακτήρα με αυτήν των κλασικών εθνικιστών. Η αγροτιστική κυβέρνηση ακολούθησε ανεκτική πολιτική απέναντι στην τουρκική-μουσουλμανική μειονότητα της χώρας, η οποία εξάλλου αποτελούνταν επίσης κυρίως από αγρότες. Ο Σταμπολίσκι συμμετείχε στην «Πράσινη Διεθνή» και φαίνεται ότι οραματιζόταν κι αυτός, όπως και οι κομμουνιστές της εποχής, μια Βαλκανική Ομοσπονδία. Σ’ αυτήν έβλεπε τη μοναδική δυνατότητα της χώρας του να απαλλαχθεί από την εξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Στην εξωτερική πολιτική, ο Σταμπολίσκι απέρριψε τον αλυτρωτισμό, που χαρακτήριζε τις άλλες βουλγαρικές κυβερνήσεις της εποχής: γι’ αυτό εξάλλου και δολοφονήθηκε. Εκτός από τον συμβιβασμό με τους Σέρβους, ήταν από τους πρώτους που αναγνώρισαν το κεμαλικό κίνημα στην Τουρκία ως νόμιμη κυβέρνηση και ήταν υπέρ της εξομάλυνσης των σχέσεων με την Ελλάδα. Πριν τον Πόλεμο και όσο ήταν ακόμα αρχηγός της αντιπολίτευσης, όταν κατηγορήθηκε στη Βουλή ότι είναι «Σέρβος» λόγω της συμβιβαστικής του πολιτικής, απάντησε «δεν είμαι ούτε Σέρβος, ούτε Βούλγαρος: είμαι Νοτιοσλάβος». Για μια περίοδο εθνικιστικού παροξυσμού, ήταν σίγουρα μια εντυπωσιακά τολμηρή δήλωση.
Ο βουλγαρικός αγροτισμός είναι μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία, στην οποία κατά την άποψη μου δεν έχουμε δώσει, ως κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, τη σημασία που της αξίζει. Στο επόμενο άρθρο το θέμα θα είναι τα αγροτιστικά κινήματα σε άλλες βαλκανικές χώρες, για να καταλήξουμε μετά σε μια συνολική αποτίμηση του βαλκανικού αγροτισμού.
Πηγές:
Μιχαήλ Π. Σάρρας (2014): Ο Αγροτισμός ως πολιτική τάση στα Βαλκάνια του Μεσοπολέμου – Διαμόρφωση δομών και κοινωνική εξέλιξη στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία (Εισαγωγή στη διδακτορική διατριβή).
Federal Research Division, Library of Congress ; edited by Glenn E. Curtis (1993): Bulgaria : a country study.
Nicos Mouzelis (1976): Greek and Bulgarian Peasants: Aspects of Their Sociopolitical Situation during the Interwar Period. In: Comparative Studies in Society and History. Vol. 18, No. 1, pp. 85-105
Ταξιδεύοντας σ’ ένα μικρό επαρχιακό δρόμο ανάμεσα στα Φάρσαλα και στο Βελεστίνο, στα όρια περίπου του θεσσαλικού κάμπου με τα βουνά της Ρούμελης, περνάει κάποιος από το χωριό Ασπρόγεια. Παλιότερα ονομαζόταν Ιρενί: μια ελληνική παραφθορά του τουρκικού Örenli. Η λέξη ören σημαίνει ερείπιο και μάλλον αναφερόταν στα ερείπια ενός βυζαντινού μοναστηριού. Aν και όχι ακριβώς για τον ίδιο λόγο, το όνομα συνεχίζει και σήμερα να ταιριάζει στην περιοχή.
Ο δρόμος από την Ασπρόγεια προς το Βελεστίνο.
Φεύγοντας από την Ασπρόγεια-Ιρενί με κατεύθυνση το Βελεστίνο, αφήνοντας πίσω τον κάμπο και ανηφορίζοντας προς ένα λοφώδες τοπίο, ο ταξιδιώτης βλέπει μια πινακίδα με την επιγραφή «Μονή Τεκέ Φαρσάλων». Αν ακολουθήσει την πινακίδα, θα αντικρίσει τα ερείπια ενός πραγματικού τεκέ Μπεκτασήδων ντερβίσηδων, o οποίος λειτουργούσε κανονικά μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες. Βρίσκεται μάλλον στην ίδια τοποθεσία όπου ήταν κάποτε και το βυζαντινό μοναστήρι: κάτι που ίσως δεν είναι τυχαίο.
O τεκές χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο τμήματα. Αριστερά από την κύρια είσοδο, βρίσκεται το κοιμητήριο των ντερβίσηδων (φαίνεται στο κέντρο της φωτογραφίας πάνω, με τα κυπαρίσσια), με τους δύο σχετικά καλοδιατηρημένους τουρμπέδες (μαυσωλεία). Δεξιά βρίσκεται το κοινόβιο του τεκέ: τα κτίρια στα οποία ζούσαν και δρούσαν οι ντερβίσηδες και από τα οποία μόνο ερείπια σώζονται σήμερα.
Με βάση την «επίσημη» ιστορία του, ο τεκές ιδρύθηκε από τον Ντουρμπαλή Σουλτάν Μπαμπά, του οποίου φέρει και το όνομα. Ο Ντουρμπαλή καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας και του δόθηκε η άδεια να ιδρύσει τεκέ το 1492, λόγω των πολεμικών υπηρεσιών που είχε προσφέρει στους Οθωμανούς. Κατά μια άλλη άποψη, πρόκειται για μυθικό πρόσωπο και ο τεκές ιδρύθηκε πολύ αργότερα. Όπως όμως ισχύει γενικά για χώρους λατρείας, η ακρίβεια των ιστορικών στοιχείων δεν είναι το πιο σημαντικό. Ειδικά όταν μιλάμε για μια από τις πιο μυστικιστικές και αιρετικές εκδοχές του Ισλάμ: κάτι από τη μυστικιστική ατμόσφαιρα μοιάζει να έχει απομείνει εκεί μέχρι σήμερα, πολλά χρόνια αφού τον εγκατέλειψαν οι ντερβίσηδες.
Οι δύο τουρμπέδες. Κρεμασμένη στο δέντρο είναι η εικόνα του Ντουρμπαλή Σουλτάν (με κείμενο στα αλβανικά και ελληνικά) και πιο ψηλά του Χατζή Μπεκτάς, από τον οποίο παίρνουν το όνομά τους οι Μπεκτασήδες.
Τάφοι ντερβίσηδων κοντά στους τουρμπέδες.
Εικόνα από το εσωτερικό του δυτικού τουρμπέ: τάφοι μπαμπάδων (ηγούμενων) με διάφορα σύμβολα του μπεκτασίδικου/σιιτικού Ισλάμ στους τοίχους (εικόνες του Αλή, των Δώδεκα Ιμάμηδων και του Χατζή Μπεκτάς).
Απέναντι από το κοιμητήριο βρίσκεται η είσοδος στον χώρο του κοινοβίου, όπου βρίσκονται τα υπόλοιπα κτίρια του τεκέ.
Το ηγουμενείο, ο χώρος όπου προετοιμάζονταν οι μέλλοντες ηγούμενοι του τεκέ: εδώ περνούσαν την καθαρτήρια περίοδο, που τους καθιστούσε ικανούς για να αναλάβουν το αξίωμά τους.
Τα μαγειρεία του τεκέ.
Τα ερείπεια του μεϊντανιού, όπου γίνονταν οι τελετές των ντερβίσηδων.
Τί εννοούμε όμως όταν μιλάμε για τεκέδες, ντερβίσηδες και Μπεκτασήδες και τί γυρεύουν στον συγκεκριμένο τόπο; Για να βρούμε κάποιες απαντήσεις, είναι χρήσιμο να ασχοληθούμε και λίγο πιο γενικά με τα θρησκευτικά τάγματα του Ισλάμ.
Τα ισλαμικά τάγματα
Τα ισλαμικά θρησκευτικά τάγματα στη Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια είναι μια περίεργη όπως και εντυπωσιακή ιστορία. Στοιχεία από προϊσλαμικές λαϊκές παραδόσεις, είτε από τη μεσογειακή χριστιανική/εβραϊκή, είτε την κεντροασιατική αρχαία τουρκική (σαμανιστική), συναντούσαν τον μυστικιστικό σουφισμό και ιδέες από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία και εκφράζονταν π.χ. με εκστατικούς χορούς. Η κατά γράμμα ερμηνεία του Κορανίου και η νομική του εφαρμογή (ο «εξωτερικός δρόμος») δεν ενδιέφερε πολύ τα μέλη αυτών των ταγμάτων, τουλάχιστον όχι τόσο όσο η προσέγγιση του Θεού μέσω της πνευματικής άσκησης (η «εσωτερική οδός» του Ισλάμ).
Πολλά τέτοια τάγματα μεταφέρθηκαν με την οθωμανική κατάκτηση στα Βαλκάνια. Συνήθως αναφέρονταν σ’ ένα ιδιαίτερα σεβαστό ιστορικό πρόσωπο, κάτι ανάλογο με έναν άγιο. Οι Μεβλεβήδες, ίσως το πιο γνωστό τάγμα παγκοσμίως λόγω του χορού των περιστρεφόμενων ντερβίσηδων, παίρνουν π.χ. το όνομα τους από τον Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί. Αντίστοιχα, οι Μπεκτασήδεςπαίρνουν το όνομά τους από τον Χατζή Μπεκτάς Βελή. Οι τεκέδες, οι χώροι διαμονής και δραστηριότητας των ντερβίσηδων που στελέχωναν αυτά τα τάγματα, λειτουργούσαν, εκτός από τόποι θρησκευτικών τελετών και προσκυνήματος, ταυτόχρονα και ως ξενώνες και κέντρα επισιτισμού.
Άγαλμα περιστρεφόμενου Μεβλεβή ντερβίση στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας, ιστορική έδρα του τάγματος. Η λέξη «ντερβίσης» είναι περσικής προέλευσης και σημαίνει κατ’ ακρίβεια «φτωχός» – περίπου συνώνυμη της (αραβικής προέλευσης) λέξης «φακίρης».
Εικόνα από τον τεκέ των Μεβλεβήδων στο Ικόνιο: στο οίκημα αριστερά βρίσκεται ο τάφος του Μεβλανά Τζελαλεντίν Ρουμί. Ο τεκές λειτουργεί σήμερα επίσημα ως μουσείο, στην πράξη όμως είναι και τόπος προσκυνήματος. Παρά τις ετερόδοξες τάσεις του, το τάγμα απέκτησε σημαντικές προσβάσεις στην οθωμανική γραφειοκρατία.
Η σχέση των ταγμάτων με την οθωμανική εξουσία είναι και αυτή περίπλοκη. Στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής Ιστορίας, πολλοί ντερβίσηδες λάμβαναν μέρος στον «ιερό πόλεμο» για την εξάπλωση του Ισλάμ, και γίνονταν ακόμα και συμβολικές μορφές αυτού του αγώνα (π.χ. ο σεΐχης Σαρή Σαλτούκ). Αναλάμβαναν επίσης και ιεραποστολική δράση για τη διάδοση της θρησκείας. Όσο οι Οθωμανοί ήταν μια μικρή δύναμη στην περιφέρεια του μουσουλμανικού χώρου, η οποία με τις κατακτήσεις της φρόντιζε γι’ αυτήν την εξάπλωση, οι ντερβίσηδες της ήταν χρήσιμοι, κι ας μην είχαν μεγάλη σχέση με το «σωστό» σουνιτικό Ισλάμ.
Όταν όμως το οθωμανικό κράτος άρχισε να μετατρέπεται σε πραγματική Αυτοκρατορία με συγκεντρωτική εξουσία, όσο ξεχώριζε ως η μεγαλύτερη μουσουλμανική δύναμη παγκοσμίως, τόσο περισσότερο βάρος έδινε στο άκαμπτο «ορθόδοξο» σουνιτικό Ισλάμ και στην τήρηση του ιερού Νόμου: σημαντικό, αν μη τι άλλο, για την εικόνα που όφειλε να δείχνει στον ισλαμικό κόσμο. Ήταν άρα επόμενο ότι θα δοκιμάζονταν οι σχέσεις του με τους ακόμα αιρετικούς και δύσπιστους προς την κεντρική εξουσία ντερβίσηδες της οθωμανικής επαρχίας. Μέσα από τις τάξεις τους θα γεννιούνταν δυνάμεις που θα αμφισβητούσαν τους Οθωμανούς. Πολύ νωρίς, στα πρώτα ακόμα βήματα της Αυτοκρατορίας, είχε ήδη φανεί πόσο μεγάλη απειλή μπορούσαν να γίνουν, π.χ. με την εξέγερση του Σεΐχη Μπεντρεντίν.
Δεν πρέπει φυσικά να θεωρήσουμε ότι όλα τα θρησκευτικά τάγματα μετατράπηκαν ξαφνικά από στήριγμα σε απειλή για τους Οθωμανούς. Αυτό που θα περιέγραφε καλύτερα την κατάσταση, είναι ίσως ένας διαχωρισμός των ταγμάτων σε δύο κατηγορίες: στα σχετικά πιο «ορθόδοξα» και φιλικά προς την οθωμανική εξουσία, όπως οι Νακσιμπεντήδες ή οι Χαλβετήδες, και στα ακραία ετερόδοξα με αντιεξουσιαστικές τάσεις, τα οποία οι Οθωμανοί θεώρησαν ως επικίνδυνα και καταπίεζαν σκληρά, π.χ. οι Χουρουφήδες ή οι Χαμζαβήδες. Υπήρχαν φυσικά και ενδιάμεσες περιπτώσεις, όπου η ετεροδοξία ηταν μεν εμφανής, αλλά όσο η οθωμανική εξουσία δεν τα έκρινε ως ευθέως απειλητικά, τα ανεχόταν – σε κάποιο βαθμό μάλιστα διαπλεκόταν μαζί τους.
Οι Μπεκτασήδες, η περίπτωση που μας ενδιαφέρει περισσότερο, είναι μια απ’ αυτές. Από τη μια, η απόκλιση από τη σουνιτική «ορθοδοξία» μοιάζει ξεκάθαρη: η δική τους ερμηνεία του Ισλάμ ήταν εσωτερική και μυστικιστική, ενσωματώνοντας στοιχεία από τη χριστιανική, την τουρκική σαμανιστική και άλλες παραδόσεις. Η συμπάθεια προς τις άλλες θρησκείες και η αδιαφορία για τους τύπους, επομένως και για πολλούς κανόνες και απαγορεύσεις (π.χ. αυτή του αλκοόλ: οι Μπεκτασήδες χρησιμοποιούσαν κρασί ακόμα και στις τελετές τους), ήταν χαρακτηριστικά που μάλλον έκαναν τη δική τους εκδοχή του Ισλάμ πιο ελκυστική για τους (πρώην ή ακόμα) χριστιανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων. Τους βοήθησαν να αποκτήσουν ρίζες στη νότια Βαλκανική, ιδιαίτερα σε περιοχές όπως η Αλβανία, η Μακεδονία, η νότια Βουλγαρία, η κεντρική Ελλάδα και η Κρήτη.
Ο εξωτερικός τοίχος του δυτικού τουρμπέ στον τεκέ της Ασπρόγειας είναι ένα δείγμα του μπεκτασίδικου συγκρητισμού: σύμβολα χριστιανικά (σταυροί, εικόνες της Παναγίας και του Αγίου Γεωργίου) συνδυάζονται με σύμβολα του σιιτικού Ισλάμ (εικόνες του Αλή και των Δώδεκα Ιμάμηδων) και οθωμανική επιγραφή πάνω από την είσοδο.
Η διακόσμηση της πύλης του νεκροταφείου είναι επίσης χαρακτηριστική. Από αριστερά προς τα δεξιά: ο Αλή, οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ (με ελληνικές επιγραφές), ο Χατζή Μπεκτάς Βελή και (πιθανότατα) ο Σεΐτ Μπαμπάς.
Το επίσημο οθωμανικό (σουνιτικό) ιερατείο δεν μπορούσε παρά να βλέπει τους Μπεκτασήδες με πολλή καχυποψία. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα, αυτοί κατάφεραν να διατηρήσουν την επιρροή τους στην Αυτοκρατορία. Ιδιαίτερα το σώμα των γενίτσαρων ήταν στενά δεμένο μαζί τους και στην ουσία λειτουργούσε και σαν προστάτης του τάγματος. Πιθανόν αυτή η σύνδεση να μην είναι άσχετη με τη χριστιανική καταγωγή των γενίτσαρων, η οποία έκανε το μπεκτασίδικο Ισλάμ πιο κοντινό σε αυτούς.
Τάγματα και τεκέδες στη Θεσσαλία
Ας δούμε τώρα με περισσότερη λεπτομέρεια την περιοχή που βρίσκεται ο τεκές και άρα μας ενδιαφέρει περισσότερο: τη Θεσσαλία. Οι πρώτοι ντερβίσηδες έφτασαν πιθανόν ήδη στις αρχές του 14ου αιώνα. Η μαζική εγκατάστασή τους συνδέεται όμως με την οθωμανική κατάκτηση, στα τέλη του 14ου με αρχές του 15ου αιώνα. Η Θεσσαλία θεωρούνταν τότε από τους Οθωμανούς ως ακριτική περιοχή. Οι ντερβίσηδες ήταν χρήσιμοι απ’ αυτήν την άποψη, αφού λειτουργούσαν και ως φύλακες-ακρίτες, διαμεσολαβώντας ταυτόχρονα ανάμεσα στην οθωμανική διοίκηση και τον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό. Επίσης, έπαιξαν ρόλο στον εποικισμό (βοηθώντας την εγκατάσταση των νεοαφιχθέντων πληθυσμών από τη Μικρά Ασία), αλλά ίσως και στον μερικό εξισλαμισμό της περιοχής – έστω με το δικό τους πολύ ιδιαίτερο τρόπο.
Στα μέσα του 17ου αιώνα, καταγράφονται ήδη πάνω από 30 τεκέδες στο θεσσαλικό χώρο, οι οποίοι ανήκουν κυρίως στους Μπεκτασήδες και τους Μεβλεβήδες. Από εκείνο το σημείο και μετά, η τάση είναι να επικρατούν οι Μπεκτασήδες, ειδικά στην ύπαιθρο. Στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα, το τάγμα ενισχύθηκε και λόγω της κυριαρχίας του Αλή Πασά, του οποίου η συμπάθεια προς τους Μπεκτασήδες είναι γνωστή. Μόνο μετά το 1826 και τη διάλυση του σώματος των Γενίτσαρων θα μειωθεί κάπως η επιρροή του τάγματος.
Οι τεκέδες είχαν ως αποστολή τους, μεταξύ άλλων, την παροχή βοήθειας σε άπορους και ασθενείς, καθώς και διαμονής σε ταξιδιώτες. Οι παροχές τους αφορούσαν πολλές φορές και το μη μουσουλμανικό πληθυσμό. Για να καλύπτουν τα έξοδα, δέχονταν προσφορές από ιδιώτες, είτε σε χρήμα είτε σε εδάφη (το τελευταίο γινόταν συχνά από τους χωρικούς και λόγω της προστασίας από τη φορολογία που εξασφάλιζαν, αφού με το να περάσει η γη στην ιδιοκτησία του τεκέ αναγνωριζόταν ως βακουφική). Από τη μεριά τους, οι τεκέδες μπορούσαν οι ίδιοι να δανείζουν λεφτά σε ιδιώτες και κοινότητες π.χ. για αποπληρωμή χρεών, να αγοράζουν εργαστήρια και καταστήματα και να οργανώνουν συσσίτια για φτωχούς.
Ένας από τους τεκέδες ήταν κι αυτός του Ντουρμπαλή Σουλτάν. Η τοποθεσία του ήταν στρατηγικά επιλεγμένη, σε σημείο-πέρασμα από τον θεσσαλικό κάμπο στη Ρούμελη. Η περιοχή των Φαρσάλων είχε γενικά μεγάλο μουσουλμανικό πληθυσμό, κατά ένα σημαντικό ποσοστό απόγονους εποίκων από τη Μικρά Ασία: πιθανόν η ετερόδοξη λαϊκή τους παράδοση τους έφερε πιο κοντά στην μπεκτασίδικη εκδοχή του Ισλάμ (μια εναπομείνουσα μικρή κοινότητα κατοικούσε στην περιοχή μέχρι και την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, το 1923). Τον 18ο αιώνα ο τεκές εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο του Μπεκτασισμού για όλη την Αυτοκρατορία, πράγμα που τον βοήθησε να αποκτήσει και οικονομική ευμάρεια. Είχε στην κατοχή του τα τσιφλίκια του Ιρενί και του Αρντουάν (Ελευθεροχωρίου), δηλαδή μια συνολική έκταση 32.000 στρεμμάτων.
Η τοποθεσία του τεκέ πάνω στους λόφους του προσφέρει θέα στον κάμπο (ένα μεγάλο μέρος του οποίου ανήκε στον τεκέ) και έλεγχο του περάσματος.
Όταν το 1881 η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος, δόθηκε η δυνατότητα στους Μουσουλμάνους να παραμείνουν, θεωρητικά με εγγυημένα τα πολιτιστικά και θρησκευτικά τους δικαιώματα. Παρ’ όλα αυτά, στα επόμενα χρόνια οι περισσότεροι προτίμησαν να μεταναστεύσουν. Από τους περίπου 40.000 Μουσουλμάνους, στην απογραφή του 1907 είχαν απομείνει μόνο 2.795. Με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1924, έφυγαν και οι περισσότεροι απ’ αυτούς. Η συνέπεια ήταν να πέσουν αναγκαστικά οι περισσότεροι τεκέδες σε αχρηστία.
Ένας αλβανικός τεκές στα Φάρσαλα
Αν και οι πρώτοι μπαμπάδες του τεκέ Ντουρμπαλή Σουλτάν κατάγονταν από διάφορες μεριές της Αυτοκρατορίας, είναι αξιοσημείωτο ότι από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά τόσο οι ηγούμενοι όσο και οι απλοί ντερβίσηδες είναι κυρίως αλβανόφωνοι. Πιθανόν αυτό να έχει σχέση με μια γενικότερη τάση «αλβανοποίησης» του τάγματος των Μπεκτασήδων, τουλάχιστον στα νότια Βαλκάνια.
Στο δυτικό τουρμπέ του τεκέ υπάρχει και αυτή η λίστα με όλους τους μπαμπάδες που υπηρέτησαν ως ηγούμενοι, μαζί με την καταγωγή τους.
Η αλβανοποίηση έμελλε τελικά να αποδειχτεί χρήσιμη για τον τεκέ: τον βοήθησε να γλυτώσει το προσωπικό του από την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών (από την οποία γενικά εξαιρέθηκαν πολλοί Αλβανοί Μουσουλμάνοι) και επομένως να γλυτώσει και ο ίδιος (προσωρινά) τη μοίρα της εγκατάλειψης. Επίσης, τον βοήθησαν και οι εξωτερικές εξελίξεις: με τη γενική απαγόρευση των θρησκευτικών ταγμάτων στην Τουρκία από τον Ατατούρκ, οι Μπεκτασήδες μετέφεραν την έδρα τους στα Τίρανα. Ο τεκές μπορούσε έτσι να αναγνωρίσει ως πνευματικό ηγέτη τον Αρχιμπαμπά της Αλβανίας, αποφεύγοντας τη σύνδεση με την Τουρκία. Ντόπιοι πιστοί του Μπεκτασισμού μπορεί να μην υπήρχαν πλέον, οι σχέσεις όμως με τους Χριστιανούς αγρότες (στους οποίους ο τεκές προσέφερε και εργασία, τουλάχιστον όσο διατηρούσε την ευμάρειά του) ήταν καλές, όπως και αυτές με τους τοπικούς εκπρόσωπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο τεκές συνέχισε να λειτουργεί χωρίς πολλά προβλήματα μέχρι και τον Εμφύλιο.
Τότε ήταν όμως που η «αλβανική σύνδεση» μετατράπηκε ξαφνικά σε μειονέκτημα, αφού η Ελλάδα βρέθηκε πλέον επίσημα σε εμπόλεμο καθεστώς με την κομμουνιστική Αλβανία. Ακριβώς για να αποφύγουν τη σύνδεση με το καθεστώς του Χότζα σε μια άκρως αντικομμουνιστική Ελλάδα, οι μικρές κοινότητες Μπεκτασήδων στη Θεσσαλία και τη Θεσσαλονίκη αποφάσισαν να αναγνωρίσουν τον Αρχιμπαμπά του Καΐρου ως πνευματικό τους ηγέτη. Αυτός με τη σειρά του όρισε τον (τελευταίο, όπως έμελλε να αποδειχθεί) ηγούμενο του τεκέ, Σεΐτ Μπαμπά, ως τον εκπρόσωπο της μπεκτασίδικης κοινότητας στην Ελλάδα.
Η κίνηση αυτή τελικά δεν πέτυχε το στόχο της, δηλαδή να εμποδίσει το ελληνικό κράτος από το να θεωρήσει τον τεκέ ως αλβανική και επομένως ως εχθρική περιουσία. Ως τέτοια τέθηκε το 1960 υπό κατάσχεση, μαζί με τα χωράφια και τα αιγοπρόβατα που του είχαν απομείνει (ήδη μερικά χρόνια πριν, ένα μεγάλο μέρος της ακίνητης περιουσίας του τεκέ είχε απαλλοτριωθεί και μοιραστεί στους αγρότες της περιοχής). Αυτό αναπόφευκτα οδήγησε και στην παρακμή του τεκέ, αφού οι πόροι που παρείχε το ελληνικό κράτος ήταν αρκετοί μεν για να ζει ο Σεΐτ Μπαμπάς (άλλοι ντερβίσηδες δεν υπήρχαν πλέον), όχι όμως για τη συντήρηση του χώρου. Μετά τον θάνατο του Μπαμπά το 1972, κανείς δεν τον αντικατέστησε και τα κτίρια του τεκέ έμειναν εκεί να ερημώνουν.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1977, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το εμπόλεμο καθεστώς με την Αλβανία ντε φάκτο δεν ισχύει πια, επομένως ούτε και το καθεστώς κατάσχεσης. Από τότε, το ζήτημα της ιδιοκτησίας του τεκέ παραμένει, όπως φαίνεται, άλυτο. Τα ίδια τα κτίρια του τεκέ κηρύχθηκαν το 1981 ως ιστορικά μνημεία, χωρίς όμως να γίνουν έργα για τη συντήρησή τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο χώρος έπεσε θύμα κλοπών, σύλησης των τάφων (κάποιοι μάλλον έλπιζαν να βρουν αντικείμενα αξίας, λόγω της φήμης του πλούτου των ντερβίσηδων), ακόμα και – με βάση κάποιες αναφορές – εθνικιστικών επιθέσεων.
Στη δεκαετία του ’90, η Ιστορία του τεκέ θα γνώριζε μια ακόμα εντυπωσιακή εξέλιξη. Ανάμεσα στους πολλούς Αλβανούς μετανάστες που ήρθαν στην Ελλάδα, ήταν και κάποιοι πιστοί των Μπεκτασήδων. Μερικοί απ’ αυτούς (αρκετοί εκ των οποίων προέρχονταν όπως φαίνεται από το χωριό Λέσκοβικ της νότιας Αλβανίας, το οποίο για κάποιους λόγους συνδέεται ιστορικά με τον τεκέ) ανακάλυψαν πάλι τον χώρο του τεκέ. Από τότε, Αλβανοί μπεκτασίδικης θρησκευτικής κατεύθυνσης προσέρχονται εκεί τακτικά απ’ όλη την Ελλάδα για τις θρησκευτικές τους γιορτές. Θεώρησαν μάλιστα καθήκον τους να κάνουν κάποιες επισκευές των κτιρίων και των τάφων – χωρίς άδεια από τις τοπικές αρχές.
Η κεντρική είσοδος του τεκέ με τις επιγραφές στα αλβανικά δείχνει ότι η «αλβανικότητα» του χώρου διατηρείται και σήμερα.
Το μέλλον του τεκέ είναι αβέβαιο, ιδιαίτερα όσο δεν ξεκαθαρίζεται το καθεστώς ιδιοκτησίας του. Είναι πάντως ενθαρρυντικό, ότι τόσο οι τοπικές αρχές όσο και κάποιοι πιστοί δείχνουν τα τελευταία χρόνια ένα ενδιαφέρον, έστω και αν δεν έχουν βρει ακόμα μια ισορροπία στις σχέσεις τους. Μια από τις σκέψεις που γίνονται στο Δήμο Φαρσάλων είναι να αναστηλωθεί ο τεκές και να στεγάσει ένα διεθνές κέντρο μελέτης των βαλκανικών λαών και θρησκειών των τελευταίων πέντε αιώνων. Αν μια τέτοια χρήση μπορεί να συνδυαστεί και με τη λειτουργία ως ζωντανός θρησκευτικός-πολιτιστικός χώρος (την οποία προφανώς ακόμα διατηρεί, όπως είδαμε και με τα μάτια μας), θα ήταν κάτι που θα ταίριαζε στην Ιστορία του. Ο Μπεκτασισμός έτσι κι αλλιώς είναι μια παράδοση που πάντα πετύχαινε να αφομοιώνει και να συνδυάζει πολλά διαφορετικά θρησκευτικά και πολιτισμικά στοιχεία της Βαλκανικής.
Ο τεκές του Ντουρμπαλή Σουλτάν είναι από τα λίγα στοιχεία που απέμειναν για να μαρτυρούν ένα παρελθόν όχι μόνο θρησκευτικής ποικιλίας, αλλά και αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις θρησκείες της περιοχής – ένα παρελθόν που σήμερα μοιάζει πολύ μακρινό. Τώρα που αναγκαστικά λόγω της μετανάστευσης τίθεται ξανά το θέμα της πολυπολιτισμικότητας, έχει ίσως ενδιαφέρον να ασχοληθούμε με αυτά τα κάπως ξεχασμένα κομμάτια της Ιστορίας μας.
Πηγές:
Konstantinos Tsitselikis (2011): Old and New Islam in Greece: From Historical Minorities to Immigrant Newcomers.
Γρ. Στουρνάρας (2012): Η παρουσία των Δερβίσηδων στη Θεσσαλία κατά την Οθωμανική περίοδο και η συμβολή τους στο μετασχηματισμό του αστικού και αγροτικού χώρου. Ιστορική Γεωγραφία της Ελλάδος και της Ανατολικής Μεσογείου.
Χαλίλ Ιναλτζίκ (1973, ελλ. έκδοση 1995): Η Οθωμανική Αυτοκρατορία 1300-1600 – Η κλασική εποχή.