Το πρόβλημα του εκσυγχρονισμού-εκδυτικισμού είναι κάτι που απασχολεί όχι μόνο χώρες της περιοχής μας, όπως η Ελλάδα, η Τουρκία, η Αλβανία ή η Σερβία. Απασχολεί περίπου όλες τις υπανάπτυκτες χώρες του κόσμου, εδώ και έναν-δύο αιώνες. Αυτό που μας ξεχωρίζει είναι ότι είμαστε πολύ κοντά στη «Δύση» (και από φυσική και από ανθρωπογεωγραφική άποψη), τόσο κοντά, που είναι εύκολο για κάποιον να θεωρήσει ότι ανήκουμε εκεί. Αυτή η ιδιαιτερότητα έκανε πολλούς, εντός (και εκτός) των χωρών μας, να πιστέψουν ότι αυτές μπορούν να γίνουν κανονικό μέρος της Δύσης, με όλα τα σχετικά προνόμια.
Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να καλύψουν την απόσταση στο επίπεδο ανάπτυξης που τις χωρίζει από τον «πυρήνα» της Δύσης, δηλαδή χώρες όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ. Πολύ συχνά, θεωρήθηκε ότι αυτό μπορεί να γίνει με τη βοήθεια και συμπαράσταση ακριβώς αυτών των χωρών. Είναι αλήθεια πως κι αυτές έτρεφαν και συνεχίζουν να τρέφουν τέτοιες ελπίδες. Η «ένταξη στις ευρωατλαντικές δομές» (με λίγα λόγια, Ε.Ε. και ΝΑΤΟ) είναι στην ουσία η πιο πρόσφατη έκφρασή τους. Και αν στην Τουρκία η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση φρόντισε να δείξει τους περιορισμούς του συγκεκριμένου οράματος, αναγκάζοντας τους Τούρκους να κάνουν εναλλακτικές σκέψεις (και, δυστυχώς, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αυταρχική και εθνικιστική τάση του ερντογανισμού), στα Βαλκάνια αυτό το όραμα παραμένει, παρ’ όλη τη φθορά, αρκετά ισχυρό.
Ας μείνουμε όμως στην πιο οικεία περίπτωση της Ελλάδας. Συμπληρώνουμε φέτος δύο αιώνες από την Ελληνική Επανάσταση κι αυτή είναι ίσως μια καλή αφορμή για να ανατρέξουμε στην πορεία του κράτους. Η ελπίδα εκσυγχρονισμού και η ταύτισή του με τον εκδυτικισμό ήταν κάτι που υπήρχε μάλλον σε όλη τη διάρκεια αυτών των δύο αιώνων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν κάτι ακόμα ισχυρότερο απ’ ό,τι στις γειτονικές χώρες, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης της Δύσης με την ελληνική Αρχαιότητα. Πάντα υπήρχαν προσωπικότητες που υπηρετούσαν με αρκετή συνέπεια αυτό τον σκοπό, με αποτυχίες και αδυναμίες σίγουρα, αλλά και με όχι ευκαταφρόνητες επιτυχίες: από τον Μαυροκορδάτο, τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο, μέχρι και πιο πρόσφατα τον Σημίτη. Από την άλλη όμως, η κατάσταση φαίνεται πιο προβληματική στο «αντίπαλο στρατόπεδο», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι.
Πολύ συχνά, αυτοί που αντιδρούσαν σε προσπάθειες εκσυγχρονισμού/ένταξης στην «πολιτισμένη Δύση», το έκαναν υπερασπιζόμενοι ισχυρά τοπικά ή και προσωπικά συμφέροντα ή/και από προσκόλληση σε παραδοσιακές αξίες. Τουλάχιστον απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι εγώ, δεν υπήρξε κάποιο αντίστοιχα ισχυρό και συνεπές εκσυγχρονιστικό όραμα, το οποίο να αναγνωρίζει μεν την ανάγκη ρήξεων με το παρελθόν, αλλά να αρνείται την άκριτη υιοθέτηση δυτικών προτύπων και την ελπίδα εισχώρησης στη Δύση. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπήρξαν μεμονωμένες προσωπικότητες με μεγάλη ακτινοβολία (κάποιοι θα ανέφεραν π.χ. τον Ίωνα Δραγούμη). Και υπήρξαν και πολιτικές δυνάμεις που έμοιαζαν να υπηρετούν έναν τέτοιο σκοπό, όπως π.χ. το πρώτο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Η εξέλιξή τους όμως, η έλλειψη συνέπειας (ή έλλειψη ισχύος, αν μετρήσουμε σε αυτές τις δυνάμεις π.χ. και την κομμουνιστική Αριστερά), τους εμπόδισαν τελικά από το να εκπροσωπήσουν ένα πειστικό εναλλακτικό όραμα.
Η κατάσταση αυτή οδηγεί στο να επικρατεί μακροπρόθεσμα το «φιλοδυτικό στρατόπεδο», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, παρά τις μάχες που χάνει κατά καιρούς. Ειδικά στην εποχή μας, μετά το πολύ τραυματικό 2015, αυτή η επικράτηση μοιάζει πλέον σχεδόν τελειωτική. Είναι δύσκολο ακόμα και να φανταστούμε κάτι άλλο. Παρά τις δυσκολίες όμως, μπορεί ειδικά αυτή η εποχή να απαιτεί τη διαμόρφωση κάποιου άλλου οράματος, περισσότερο «αντιδυτικού». Θα έλεγα πως ήταν λίγες οι περίοδοι των τελευταίων δύο αιώνων, όπου οι χώρες του πυρήνα της Δύσης έμοιαζαν στο σύνολό τους τόσο αδύναμες, τόσο παρηκμασμένες και τόσο προβληματικές όσο σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουμε να εναποθέτουμε σε αυτές όλες τις ελπίδες για πρόοδο, είτε στις ελίτ τους είτε στα εναλλακτικά κινήματα που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους.
Τελικά, αυτή η έλλειψη άλλων οραμάτων δεν συμφέρει ούτε τον ίδιο τον φιλοδυτικό εκσυγχρονισμό. Όχι μόνο γιατί, σε βάθος χρόνου, δεν βοηθά κανέναν το να παίζει χωρίς αντίπαλο. Αλλά και επειδή χωρίς μια γόνιμη αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών προοδευτικών ιδεών, οι λαϊκές μάζες θα στραφούν στον μηδενισμό ή στην αντιδραστικότητα, για να αντιμετωπίσουν προβλήματα που συχνά προκύπτουν από την υπανάπτυξη. Και αυτές είναι τάσεις που τις βλέπουμε στις μέρες μας να διαμορφώνονται όλο και πιο καθαρά.
Σχετικά αναγνώσματα (μεταξύ πολλών άλλων):
Λένα Διβάνη (2014): Η «ύπουλος θωπεία», Ελλάδα και ξένοι, 1821 – 1940.
Δημήτρης Κιτσίκης (1998): Συγκριτική ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ο αιώνα.
Χάρης Εξερτζόγλου (2015): Εκ Δυσμών το Φως – Εξελληνισμός και Οριενταλισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (μέσα 19ου – αρχές 20ού αιώνα).
Η συζήτηση περί «τεχνητών συνόρων» στον αραβικό χώρο είναι παλιά. Γίνεται όμως ξανά επίκαιρη, βλέποντας τη σημερινή αποσταθεροποίηση στην περιοχή. Διάφορα αραβικά κράτη (Λιβύη, Υεμένη, Συρία, Ιράκ) έχουν ουσιαστικά καταρρεύσει. Είναι επόμενο να αναρωτιόμαστε αν ζούμε σήμερα το τέλος αυτών των συνόρων και την ανάδυση μιας «νέας τάξης πραγμάτων» στον αραβικό κόσμο.
Τεχνητά ή φυσικά σύνορα
Η λογική αντίδραση όταν ακούει κάποιος για «τεχνητά σύνορα» είναι να αναρωτηθεί: δεν είναι όλα τα σύνορα τεχνητά, αφού τα έχουν καθορίσει οι άνθρωποι; Ακόμα και στην περίπτωση που χρησιμοποιείται ένα πραγματικό φυσικό εμπόδιο, όπως ένα ποτάμι (π.χ. ο Έβρος ή ο Δούναβης), είναι οι άνθρωποι που το μετατρέπουν σε επίσημο σύνορο.
Επομένως, όταν αναφερόμαστε σε αντίθεση «φυσικών» και τεχνητών συνόρων, εννοείται ότι δεν μιλάμε κυριολεκτικά. «Φυσικά» ονομάζονται κράτη τα οποία έχουν πίσω τους μια σημαντική ιστορική παράδοση και τοπικές ρίζες: είτε ως ανεξάρτητες ή ημιαυτόνομες οντότητες, είτε ως παραδοσιακοί χώροι διαμονής συγκεκριμένων εθνοτικών ομάδων. Αντίθετα, «τεχνητά σύνορα» ονομάζονται τέτοια, που δημιουργήθηκαν από εξωτερικές δυνάμεις μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αγνοώντας την ιστορική παράδοση ή την εθνο-θρησκευτική πραγματικότητα.
Στα Βαλκάνια ή τη Μικρά Ασία τα κράτη μοιάζουν να έχουν κάποια «φυσικότητα»: μπορεί να μην υπήρχε σημαντική συνέχεια με ιστορικές κρατικές οντότητες, στήθηκαν όμως στη βάση κάποιων υπαρκτών εθνοτικών, γλωσσικών ή θρησκευτικών διαφορών. Στην περιοχή που δημιουργήθηκαν η Ελλάδα, η Τουρκία, η Αλβανία ή η Σερβία, η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν λίγο πολύ ελληνική, τουρκική, αλβανική ή σερβική αντίστοιχα – έστω και αν αυτή η πλειοψηφία δεν ήταν τόσο κυρίαρχη όσο σήμερα και οι έννοιες αυτές όχι τόσο καθαρές.
Τι έγινε όμως στα υπόλοιπα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Στη Μέση Ανατολή, όπου κυρίαρχη γλώσσα είναι τα αραβικά, δεν δημιουργήθηκε ένα ενιαίο αραβικό κράτος, ούτε τα σύνορα χαράχτηκαν στη βάση των θρησκευτικών διαφορών π.χ. ανάμεσα σε Σουνίτες, Σιίτες, Αλαουίτες ή Χριστιανούς. Εξαίρεση είναι το Ισραήλ, το οποίο δημιουργήθηκε κυρίως με εξωτερική παρέμβαση (των Ευρωπαίων Εβραίων), ενώ μόνο μερική εξαίρεση ήταν ο Λίβανος, που φτιάχτηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να έχει μια (μικρή) χριστιανική πλειοψηφία – η οποία όμως έτσι κι αλλιώς σήμερα δεν υφίσταται.
Αν όμως δεν έπαιξαν ρόλο οι εθνο-θρησκευτικές διαφορές, τότε τι; Είναι τα σημερινά σύνορα στον αραβικό κόσμο απλά μια κληρονομιά των αποικιοκρατών, ή συνέχεια ιστορικών παραδόσεων; Και τι σημαίνει αυτό για την επιβίωση τους; Όπως θα περίμενε κάποιος, εύκολες απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχουν.
Η κληρονομιά των Σάικς-Πικό
Όταν κάποιος μιλάει για τεχνητά αποικιοκρατικά σύνορα στον αραβικό κόσμο, σχεδόν αυτόματα μπαίνει στη συζήτηση και η συμφωνία Σάικς-Πικό. Μ’ αυτό το όνομα (από τους διπλωμάτες οι οποίοι την διαπραγματεύτηκαν) έχει περάσει στην ιστορία η μυστική συμφωνία μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας, με την οποία μοίρασαν μεταξύ τους τα οθωμανικά εδάφη της Μέσης Ανατολής το 1916: ενώ δηλαδή η έκβαση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχε ακόμα κριθεί και οι Αγγλογάλλοι δεν είχαν καν τον έλεγχο στην περιοχή.
Τα όρια των περιοχών αγγλικής και γαλλικής επιρροής/ελέγχου με βάση τη συμφωνία Σάικς-Πικό. Από κάτω φαίνονται τα σύνορα των σημερινών κρατών, ώστε να μπορεί να γίνει η σύγκριση. Πηγή εικόνας
Όταν το τέλος του πολέμου βρήκε τους Αγγλογάλλους νικητές και τους Οθωμανούς ηττημένους, οι πρώτοι μπορούσαν να εφαρμόσουν την συμφωνία. Διάφοροι άλλοι παράγοντες, όπως το κεμαλικό κίνημα, οδήγησαν μεν σε σημαντικές τροποποιήσεις (η σημερινή Συρία και ο Λίβανος αντιστοιχούν στην τελική γαλλική περιοχή και το Ισραήλ, τα παλαιστινιακά εδάφη, η Ιορδανία και το Ιράκ στη βρετανική). Σε γενικές γραμμές όμως, βλέπουμε ότι η συμφωνία Σάικς-Πικό παρέμεινε οδηγός για τη μοιρασιά των εδαφών της αραβικής Ανατολής.
Ακόμα και ο εσωτερικός διαχωρισμός της αγγλικής και γαλλικής περιοχής σε κράτη βασίστηκε στις αποφάσεις των εξωτερικών δυνάμεων, έστω με την κάλυψη της Κοινωνίας των Εθνών (τον πρόγονο του ΟΗΕ). Οι Γάλλοι διαίρεσαν την περιοχή εντολής που τους δόθηκε σε 5 «κρατίδια», από τα οποία τα τέσσερα μεν ενώθηκαν στη συνέχεια συγκροτώντας τη σημερινή Συριακή Αραβική Δημοκρατία, το πέμπτο όμως έγινε ξεχωριστό κράτος: ο Λίβανος. Όσο για την αγγλική ζώνη επιρροής, χωρίστηκε σε τρία τμήματα: το Ιράκ, την Υπεριορδανία και την Παλαιστίνη. Τα δύο πρώτα έγιναν τα ανεξάρτητα κράτη που ξέρουμε, ενώ στην μεγαλύτερη έκταση του τρίτου δημιουργήθηκε το κράτος του Ισραήλ, που μετά το 1967 έφερε υπό την κατοχή του και τα υπόλοιπα τμήματα της πρώην βρετανικής Παλαιστίνης.
Η περιοχή Γαλλικής Εντολής, χωρισμένη σε πέντε κρατίδια. Το Σαντζάκι της Αλεξανδρέτας (μπλε) ανήκε αρχικά στο κράτος του Χαλεπίου (κόκκινο), δόθηκε όμως αργότερα στην Τουρκία. Πηγή: en.academic.ru
Φυσικά, αυτοί οι διαχωρισμοί δεν ήταν εντελώς αυθαίρετοι. Μια ιστορική περιοχή «Μεσοποταμία» ή «Ιράκ» υπήρχε πάντα: μάλιστα, για μια περίοδο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, λειτουργούσε ως σχεδόν ενιαία και αυτόνομη οντότητα εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης, ένα καθεστώς ιδιαίτερης αυτονομίας είχε στα τελευταία οθωμανικά χρόνια και το όρος Λίβανος.
Παρ’ όλα αυτά, στη συμφωνία Σάικς-Πικό γίνεται μια μάλλον βάσιμη κριτική ότι αγνόησε ιστορικές συνέχειες και εθνο-θρησκευτικές ιδιαιτερότητες. Το κράτος του Ιράκ σχηματίστηκε από την ένωση τριών διαφορετικών οθωμανικών επαρχιών (Μοσούλη, Βαγδάτη, Βασόρα), συγκεντρώνοντας σ’ ένα κράτος ετερογενείς πληθυσμούς (Κούρδοι στο Βορρά, Σουνίτες Άραβες στη Δύση, Σιίτες Άραβες στο Νότο). Η «ιστορική Συρία» αντίθετα μοιράστηκε με τρόπο ώστε να εξισορροπηθούν οι αγγλικές και γαλλικές ορέξεις, αγνοώντας λίγο πολύ τα παλιά όρια ανάμεσα στις οθωμανικές επαρχίες και ιστορικές παραδόσεις.
Τα βιλαέτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς το τέλος της 19ου αιώνα. Πηγή εικόνας
Η γεωγραφική κατανομή των θρησκευτικών κοινοτήτων και τα σημερινά σύνορα.
Η συμφωνία Σάικς-Πικό είναι πλέον 101 χρονών και παραμένει ένα σύμβολο της αποικιοκρατίας στην περιοχή. Πολλοί την έχουν κατηγορήσει και επίσης πολλοί (παναραβιστές, κομμουνιστές, Σύριοι εθνικιστές, ισλαμιστές) έχουν υποσχεθεί την κατάργηση των συνόρων που βασίστηκαν σ’ αυτή. Παρ’ όλα αυτά, τα συγκεκριμένα σύνορα παρέμειναν σχεδόν ανέγγιχτα μέχρι τις μέρες μας. Και είναι κάπως τραγικό ότι οι πρώτοι που κατάφεραν να τα καταργήσουν, τουλάχιστον σε ένα μέρος τους (θα δούμε και για πόσο), είναι οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους – κάτι που οι ίδιοι φυσικά δεν παραλείπουν να διαφημίζουν.
Σύγχρονα και παραδοσιακά κράτη στο Μαγκρέμπ
Ας περάσουμε στην άλλη άκρη του αραβικού κόσμου, τo Μαγκρέμπ (Δύση στα αραβικά): Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη. Όλες αυτές οι χώρες γνώρισαν την αποικιοκρατία: την ισπανική ένα μέρος του Μαρόκο, τη γαλλική το υπόλοιπο Μαρόκο, η Αλγερία και η Τυνησία, την ιταλική η Λιβύη. Έχουν όμως και μια δική τους παράδοση, που πάει πολλούς αιώνες πίσω.
Ξεκάθαρη περίπτωση είναι το Μαρόκο, το οποίο ήταν ήδη ανεξάρτητο σουλτανάτο για πολλούς αιώνες μέχρι και το 1912, όταν μετατράπηκε σε ισπανο-γαλλικό προτεκτοράτο. Ακόμα και τότε διατηρήθηκε ο θεσμός του Σουλτάνου – ο οποίος πήρε τον τίτλο του βασιλιά, όταν το Μαρόκο απέκτησε το 1956 πάλι την ανεξαρτησία του.
Στο υπόλοιπο Μαγκρέμπ δεν υπήρχαν επίσημα ανεξάρτητα κράτη, αφού η Οθωμανική Αυτοκρατορία το είχε θέσει υπό την κυριαρχία της. Υπήρχαν όμως οντότητες, οι οποίες στην ουσία ήταν αυτόνομες, με δικό τους ηγεμόνα η κάθε μια: είχαν μάλιστα ιδιαίτερα κακή φήμη ως κράτη-προστάτες της πειρατείας. Πρωτεύουσες ήταν το Αλγέρι, η Τύνιδα και η Τρίπολη. Το Αλγέρι και η Τύνιδα διατήρησαν αυτή την αυτονομία τους, μέχρι που έγιναν γαλλικές αποικίες το 1830 και 1881 αντίστοιχα.
Τα παλιά κράτη της Μπαρμπαριάς στη Βόρεια Αφρική. Πηγή εικόνας
Η Λιβύη είναι κάπως πιο ιδιαίτερη περίπτωση, αφού η Τρίπολη ήταν ημιανεξάρτητη μόνο μέχρι το 1835, όταν οι Οθωμανοί αποφάσισαν να τη θέσουν υπό την απ’ ευθείας διοίκηση τους. Αν και τη διατήρησαν ως ενιαίο βιλαέτι, ιστορικά ξεχώριζαν πάντα η περιοχή της Τριπολίτιδας από την Κυρηναϊκή στα ανατολικά και το Φεζάν στο Νότο. Αυτόν το διαχωρισμό χρησιμοποίησαν οι Ιταλοί αποικιοκράτες (οι οποίοι μόλις το 1934 ενοποίησαν τις τρεις αυτές αποικίες τους, δίνοντας τους το όνομα «Λιβύη»), αλλά συνεχίστηκε και με την ανεξαρτησία μετά τον Β’ Παγκόσμιο, ως χωρισμός σε τρεις αυτόνομες περιοχές. Ο διαχωρισμός καταργήθηκε μεν στη συνέχεια, η διαφορετική παράδοση αυτών των περιοχών παρέμεινε όμως ενεργή, έτσι ώστε να ξαναζωντανέψει και να παίξει ρόλο και στις σημερινές συγκρούσεις: με την πτώση του Καντάφι, ακούγονται πάλι δυνατά φωνές που ζητούν αυτονομία για την Κυρηναϊκή.
Παρά την ιδιαιτερότητα της Λιβύης, γενικά βλέπουμε ότι στο Μαγκρέμπ τα σημερινά κράτη έχουν πίσω τους μια παράδοση, η οποία μόνο προσωρινά διακόπηκε μέσω της αποικιοκρατίας. Τα ακριβή τους σημερινά σύνορα, ιδιαίτερα στην περιοχή της Σαχάρας, είναι μεν ως ένα σημείο κληρονομιά των αποικιοκρατών: η Λιβύη απέκτησε π.χ. τη σημερινή της μεγάλη έκταση μετά από παραχωρήσεις των Γάλλων και των Άγγλων από τις δικές τους γειτονικές αποικίες προς την Ιταλία. Παρ’ όλα αυτά, οι πυρήνες των σημερινών κρατών αντιστοιχούν περίπου και στις παλιές κρατικές οντότητες: υπάρχει δηλαδή μια συνέχεια.
Η Αίγυπτος: το κράτος του Νείλου
Ανάμεσα σε αραβική Δύση και Ανατολή, βρίσκεται το πιο μεγάλο σε πληθυσμό αραβικό κράτος: η Αίγυπτος. Λίγα κράτη στον κόσμο θα μπορούσαν να είναι τόσο «φυσικά», με μια παράδοση πολλών χιλιετιών, η οποία σε κάποιο βαθμό συνεχίστηκε ακόμα και κάτω υπό την εξουσία ξένων κατακτητών. Στα τελευταία οθωμανικά χρόνια, ο διοικητής της Αιγύπτου είχε μάλιστα το προνόμιο να είναι αντιβασιλέας. Ο Μεχμέτ Αλή ως αντιβασιλέας της Αιγύπτου ήταν τόσο αυτόνομος, που έφτασε να απειλεί την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Και η Αίγυπτος γνώρισε φυσικά την αποικιοκρατία. Η φυσική της ιδιαιτερότητα είναι όμως πολύ καθαρή: η Αίγυπτος είναι η γη του Νείλου, στην κοιλάδα και στο δέλτα του οποίου ζει η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Λίγες ηπειρωτικές χώρες στον κόσμο έχουν μια κρατική παράδοση τόσο στενά δεμένη με μια ιδιαίτερη φυσική γεωγραφία.
Χάρτης της σημερινής πυκνότητας πληθυσμού στην Αίγυπτο. Πηγή εικόνας
Η αραβική χερσόνησος
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ποτέ δεν κατάφερε (ή δεν ενδιαφέρθηκε) να κυριαρχήσει εντελώς στην περιοχή της αραβικής χερσονήσου. Στην εποχή της αποικιοκρατίας, τον πρώτο λόγο στην περιοχή τον είχαν οι Βρετανοί. Το Κουβέιτ, το Μπαχρέιν, το Κατάρ, το Άμπου Ντάμπι και τα άλλα κρατίδια που αποτελούν σήμερα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ομάν, ήταν όλα βρετανικά προτεκτοράτα, επίσημα ή ανεπίσημα. Ως αυτόνομα κρατίδια υπήρχαν όμως από πριν, συνήθως μάλιστα υπό τις δυναστείες που τα κυβερνούν ακόμα και σήμερα: δεν πρόκειται για μια διάσπαση βρετανικής έμπνευσης. Ιδιαίτερη περίπτωση είναι εδώ η Υεμένη, της οποίας το βόρειο και το νότιο τμήμα έχουν διαφορετική πολιτική ιστορία, φυσική γεωγραφία, ακόμα και θρησκευτικό προσανατολισμό: η συμβίωση τους σ’ ένα κοινό κράτος από το 1990 και μετά ήταν και παραμένει δύσκολη.
Όσο για το τωρινό πιο σημαντικό κράτος της περιοχής, τη Σαουδική Αραβία, οι ρίζες του βρίσκονται ήδη στον 18ο αιώνα, όταν το πουριτανικό ισλαμικό κίνημα του Ουαχαμπιτισμού συμμάχησε με την ντόπια οικογένεια των Σαούντ και κατάφερε να κυριαρχήσει τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος του σημερινού ανατολικού τμήματος της χώρας. Τη Χετζάζη πάντως, τη σημερινή δυτική ακτή, την απέκτησαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο. Η συμμαχία με τις ΗΠΑ έπαιξε φυσικά ρόλο στο να πετύχουν οι Σαούντ να διατηρήσουν και τα δύο αυτά ετερογενή τμήματα ενωμένα ως ένα κράτος.
Σύνορα: παρελθόν, παρόν και μέλλον
Πως μπορούν όλα αυτά να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τη σημερινή κατάσταση στις αραβικές χώρες; Ένα μάλλον εύκολο συμπέρασμα που θα έβγαζε κάποιος, είναι ότι τα κράτη, των οποίων η κρατική παράδοση είναι πιο «ρηχή», καταρρέουν πιο εύκολα: η Συρία και το Ιράκ, η Υεμένη, η Λιβύη. Ο Λίβανος γνώρισε τη δική του περίοδο κατάρρευσης από το ’75 ως το ’90 και ακόμα δεν έχει βρει εντελώς τη συνοχή του. Μ’ αυτή τη λογική, η επόμενη υποψήφια θα ήταν μάλλον η Ιορδανία. Αντίθετα, για τα κράτη με πιο «βαθιά» παράδοση ή/και εθνο-θρησκευτική ομοιογένεια, ακόμα κι αν αυτά έχουν ζήσει μπόλικη πολιτική αστάθεια τα τελευταία χρόνια, όπως η Τυνησία και η Αίγυπτος, η επιβίωσή τους δεν φαίνεται να αμφισβητείται σοβαρά.
Δεν είναι όμως αυτή η κατάρρευση το σύμπτωμα μιας εποχής με συγκεκριμένες συνθήκες; Σε μια περίοδο γενικής κρίσης και σε μια εποχή όπου οι εθνο-θρησκευτικές ή οι τοπικές ταυτότητες προβάλλονται ως το πιο σίγουρο καταφύγιο, είναι αναμενόμενο ότι τα πρώτα κράτη που κλονίζονται είναι αυτά που έχουν την πιο αδύνατη κρατική παράδοση ή/και την πιο περίπλοκη εθνο-θρησκευτική σύνθεση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η σύνδεση των πολιτών ακόμα και με τέτοια κράτη είναι εντελώς αμελητέα, από τη στιγμή που υπάρχουν ήδη για μερικές δεκαετίες. Εξάλλου, ακόμα και τα πιο «παραδοσιακά» κράτη, δεν ήταν κάποτε και αυτά νέα, που τους αφέθηκε χρόνος να δημιουργήσουν αυτήν την παράδοση;
Επίσης, όταν προβάλλουμε ένα ευρωπαϊκό ή βαλκανικό μοντέλο για τη Μέση Ανατολή, δηλαδή τη δημιουργία νέων κρατών στη βάση εθνο-θρησκευτικής ομοιογένειας, το σκεφτόμαστε καλά; Η υποτιθέμενη σταθερότητα που φέρνουν τέτοια κράτη (την φέρνουν όντως;) ήρθε στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια μόνο μετά από ιδιαίτερα αιματηρούς πολέμους και άγριες εθνοκαθάρσεις – και λίγα χρόνια αφότου τα με τόση βία και κόπο σχηματισμένα σύνορα σταθεροποιήθηκαν, τα ίδια κράτη τα αποδυναμώνουν, για χάρη μιας υπερεθνικής οργάνωσης όπως η Ε.Ε.
Φυσικά, δεν αποκλείεται το οικοδόμημα των Σάικς-Πικό να καταρρεύσει ολοκληρωτικά και να γεννηθούν εντελώς νέα κράτη στη Μέση Ανατολή, π.χ. ένα ή περισσότερα κουρδικά (ένα ενδεχόμενο που μοιάζει να είναι πολύ κοντά), αραβικά-σουνιτικά, αραβικά-σιιτικά κ.ο.κ. Μόνο όμως επειδή βλέπουμε μια τέτοια τάση σήμερα, δεν σημαίνει ότι η κατεύθυνση δεν μπορεί να αλλάξει και τα σημερινά σύνορα τελικά να διασωθούν – ή να αλλάξουν μ’ έναν τρόπο πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι θα περιμέναμε.
Πρόσφατα στην Κύπρο, μια ομάδα δευτεροετών φοιτητών του τμήματος Πολιτικής Μηχανικής και Γεωπληροφορικής του ΤΕΠΑΚ ανέλαβε να κάνει τεχνοοικονομική μελέτη για την κατασκευή σιδηρόδρομου. Για τους λάτρεις του τρένου στην Κύπρο, μια τέτοια ιδέα ακούγεται ίσως πολύ ωραία για να γίνει αληθινή. Θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί;
Οι παλιότεροι όμως θυμούνται ότι πριν αρκετές δεκαετίες ήταν ήδη πραγματικότητα. Μέχρι τη δεκαετία του ’50, στην Κύπρο λειτουργούσε κρατικός σιδηρόδρομος, ο οποίος στην μεγαλύτερη του ανάπτυξη συνέδεε την Ευρύχου με την Αμμόχωστο. Μετέφερε επιβάτες, εμπορεύματα, μεταλλεύματα, αλλά και το ταχυδρομείο.
Η σιδηρηδρομική ιστορία της Κύπρου
Ο κυπριακός σιδηρόδρομος σε λειτουργία. Μέχρι και τη δεκαετία ’40, όταν οι μηχανές μετατράπηκαν σε ντηζελοκίνητες, ως καύσιμα χρησιμοποιούνταν ξύλα και κάρβουνα. Πηγή εικόνας
Ο Κυπριακός Κυβερνητικός Σιδηρόδρομος (ή Cyprus Government Railways) λειτούργησε από το 1905 ως το 1951. Το 1905 μόλις είχαν ολοκληρωθεί τα έργα της εμβάθυνσης του λιμανιού της Αμμοχώστου και της κατασκευής της νέας αποβάθρας, που θα το έκαναν πάλι κύριο λιμάνι του νησιού όπως στα πολύ παλιά χρόνια. Και για να μπορεί να λειτουργήσει αυτό το λιμάνι, χρειαζόταν προφανώς και ένα επαρκές σύστημα συγκοινωνιών – ένας τομέας τον οποίο η προηγούμενη οθωμανική διοίκηση είχε παραμελήσει.
Αρχικά, ο σιδηρόδρομος δυσκολεύτηκε να γίνει ελκυστικός για επιβάτες, αφού οι ντόπιοι το έβλεπαν περισσότερο ως αξιοθέατο παρά ως κάτι χρήσιμο – προτιμούσαν τα παραδοσιακά τους μέσα για τις μεταφορές. Εξάλλου, δεν ήταν και ιδιαίτερα γρήγορο μέσο: η ταχύτητα δεν ξεπερνούσε τα 25 μίλια την ώρα και συχνά το τρένο έπρεπε να σταματάει, μέχρι να απομακρυνθούν τα πρόβατα και τα κατσίκια από τις γραμμές. Η διαδρομή Λευκωσία-Αμμόχωστος διαρκούσε 2 με 3 ώρες (αναλόγως των στάσεων), η διαδρομή Λευκωσία-Μόρφου 2 ώρες και η διαδρομή Μόρφου-Καλό Χωριό 1 ώρα.
Ο κυπριακός σιδηρόδρομος όμως έδειξε τελικά την χρησιμότητά του με διάφορους τρόπους. Σ’ αυτούς συγκαταλέγεται και η υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας των Συμμάχων κατά τον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσω της μεταφοράς εφοδίων, ξυλείας και στρατιωτών – γι’ αυτό εξάλλου έγινε και στόχος βομβαρδισμών από τις δυνάμεις του Άξονα. Σε καιρούς ειρήνης, ιδιαίτερα δημοφιλή έγιναν τα φτηνά ειδικά δρομολόγια, π.χ. για τη μεταφορά κόσμου στις παραλίες τις Κυριακές, στο ετήσιο Φεστιβάλ Πορτοκαλιού στην Αμμόχωστο ή στον Ιππόδρομο του Αγίου Δομετίου στις μέρες των ιπποδρομιών.
Η διαδρομή
Ξεκινώντας από την Ευρύχου, το τρένο περνούσε από τη Μόρφου και τη Λευκωσία για να καταλήξει στην πόλη και στο λιμάνι της Αμμοχώστου. Ενδιάμεσα έκανε στάση σε διάφορα χωριά. Ας δούμε όμως αυτήν τη διαδρομή, μέσα από τα ίχνη που έχουν απομείνει μέχρι και σήμερα.
Η διαδρομή και οι στάσεις του Κυπριακού Σιδηρόδρομου, στην πλήρη του ανάπτυξη, με ένα συνολικό μήκος 122 χλμ. (από το Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου). Ήταν επιλεγμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετούν και ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές περιοχές. Πηγή εικόνας
Ο δυτικός τερματικός σταθμός ήταν αυτός της Ευρύχου. Αυτό ήταν και το μοναδικό τμήμα όπου το τρένο ανέβαινε προς τα βουνά: κοντά στο σταθμό υπήρχαν πανδοχεία, για όσους θα συνέχιζαν το ταξίδι τους με άλλα μέσα προς τις κορυφές του Τροόδους. Η κατασκευή του σταθμού ευνόησε την ανάπτυξη και την ανάδειξη της Ευρύχου σε περιφερειακό κέντρο και κεφαλοχώρι της Σολέας.
Η επέκταση προς την Ευρύχου έγινε το 1915, με σκοπό την εκμετάλλευση των προϊόντων της Σολέας (μεταξύ αυτών και της ξυλείας) και της Λεύκας, αλλά και με την προοπτική επέκτασης προς το Τρόοδος. Τελικά, έμεινε σε λειτουργία μόνο μέχρι το 1932, αφού οι απότομες κλίσεις καταπονούσαν τη μηχανή, ενώ η βελτίωση του οδικού δικτύου μείωσε την επιβατική κίνηση (κατά μια άλλη εκδοχή, ο πραγματικός λόγος που έκλεισε αυτό το τμήμα ήταν ως.. τιμωρία για την κακή υποδοχή που επιφύλαξαν οι Ευρυχιώτες στον Άγγλο κυβερνήτη του νησιού το 1931, μετά τα Οκτωβριανά). Από τότε, ο σταθμός χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς, έγινε αργότερα στόχος εμπρησμού από την ΕΟΚΑ (ως αγγλική ιδιοκτησία), και τελικά εγκαταλείφθηκε και παρέμεινε ως ένα ερείπιο λίγο έξω από το χωριό. Πρόσφατα όμως αναπαλαιώθηκε και λειτουργεί σήμερα ως το Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου, απ’ όπου προέρχονται και πολλές από τις πληροφορίες στις οποίες βασίστηκε αυτό το άρθρο.
Ο πρώην σταθμός της Ευρύχου, τερματικός σταθμός της γραμμής και νυν Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου, βρίσκεται ανάμεσα στον οικισμό της Ευρύχου και τον ποταμό Καρκώτη. Φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμος κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για την μεταφορά ξυλείας.
Ξεκινώντας το ταξίδι του, το τρένο κατηφόριζε στην κοιλάδα της Σολιάς παράλληλα περίπου με τον ποταμό Καρκώτη, όπου λίγο μετά γινόταν η συμβολή με την ιδιωτική σιδηροδρομική γραμμή της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας, που μετέφερε το υλικό από τα μεταλλεία της περιοχής. Στη συνέχεια, το τρένο διέσχιζε την πεδιάδα της Μόρφου, με σημαντικότερη στάση στην ομώνυμη κωμόπολη. Ακολουθώντας έπειτα μια διαδρομή που περνούσε σε μεγάλο τμήμα της μέσα από τη σημερινή νεκρή ζώνη (από τη δεκαετία του ’40 και μετά, σταματούσε και στο νεόκτιστο Αεροδρόμιο της Λευκωσίας), έφτανε στα προάστια της Λευκωσίας, κάνοντας στάση στον Ιππόδρομο του Αγίου Δομετίου. Η επόμενη στάση ήταν ο κεντρικός Σιδηροδρομικός Σταθμός Λευκωσίας, ανάμεσα στην Πύλη Κερύνειας και τη Νεάπολη.
Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Λευκωσίας βρισκόταν στο σημερινό κατεχόμενο τμήμα, στην τότε Οδό Σιδηροδρόμου (νυν οδός Αμπντί Ιπεκτσί). Με βάση κάποιες αναφορές, το κτίριο στα δεξιά (κτισμένο το 1907) ήταν το κτίριο του Σταθμού. Αυτό δεν ταιριάζει όμως ούτε με τις φωτογραφίες ούτε με τους χάρτες της εποχής, με βάση τους οποίου ο σταθμός βρισκόταν στην αριστερή (βόρεια) πλευρά του δρόμου, στην οποία σήμερα υπάρχουν νέα κτίρια. Είναι πιθανόν πάντως να πρόκειται για ένα βοηθητικό κτίριο.
Παλιά φωτογραφία του Σ.Σ. Λευκωσίας (πηγή: Μουσείο Κυπριακού Σιδηροδρόμου).
Το όνομα αυτής της καντίνας (βρίσκεται στον ίδιο δρόμο, λίγα μέτρα μακριά), είναι από τα ελάχιστα στοιχεία που έμειναν για να θυμίζουν ότι κάποτε ήταν εκεί ο κεντρικός σταθμός της πόλης.
Μετά τον σταθμό, η σιδηροδρομική γραμμή συνέχιζε βορειο-ανατολικά προς την Ομορφίτα. Αυτό το μικρό αδιέξοδο δρομάκι διατηρεί το όνομα Tren Yolu Sokak, δείχνοντας και τη διαδρομή που ακολουθούσε το τρένο (κάποια από τα παλιά κτίρια που βρίσκονται σ’ αυτόν τον δρόμο ήταν προφανώς βοηθητικά του Κεντρικού Σταθμού).
Το τρένο συνέχιζε τη διαδρομή του κοντά στην Ομορφίτα, πριν κάνει ακόμα μια στάση στα προάστια της Λευκωσίας, στο Καϊμακλί. Στη συνέχεια, ακολουθούσε μια διαδρομή μέσα από την πεδιάδα της Μεσαορίας, σταματώντας σε διάφορα χωριά πριν καταλήξει στην Αμμόχωστο.
Μετά την Ομορφίτα, το τρένο περνούσε από τη σημερινή Οδό Συνεργασίας στο Καϊμακλί (απ’ όπου και η φωτογραφία).
Το σημερινό γραμμικό πάρκο Καϊμακλίου είναι το τελευταίο ίχνος της σιδηροδρομικής γραμμής, στην περιοχή που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η συνέχεια της γραμμής προς την Αμμόχωστο ακολουθούσε μια διαδρομή, η οποία βρίσκεται σήμερα εξ’ ολοκλήρου στα κατεχόμενα.
Ο σύγχρονος δρόμος που συνδέει τη Λευκωσία με την Αμμόχωστο διασχίζοντας την Μεσαορία (η φωτογραφία είναι από το λεωφορείο που κάνει τη συγκεκριμένη διαδρομή), ακολουθεί σε μεγάλο του τμήμα την παλιά σιδηροδρομική γραμμή.
Ο σταθμός της Αμμοχώστου ήταν ο ανατολικός τερματικός της διαδρομής. Η τοποθεσία του είχε επιλεχθεί ώστε να βρίσκεται ανάμεσα στην παλιά πόλη και τα Βαρώσια (εξυπηρετώντας έτσι και τον μουσουλμανικό και τον χριστιανικό πληθυσμό). Ένα ακόμα μικρό τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής ένωνε εξάλλου και το σταθμό με το πολύ κοντινό λιμάνι, απ’ όπου τα εμπορεύματα μπορούσαν να μεταφερθούν και εκτός Κύπρου.
Η παλιά ατμομηχανή του τρένου εκτίθεται μπροστά στον πρώην Σιδηροδρομικό Σταθμό Αμμοχώστου, στον οποίο στεγάζεται σήμερα το Κτηματολόγιο της Αμμοχώστου. Στο ισόγειο βρισκόταν η αίθουσα υποδοχής επιβατών και στον πρώτο όροφο τα γραφεία του κέντρου διοίκησης.
Πίσω από τον παλιό Σταθμό, βρίσκονται εγκαταλελειμμένα διάφορα βοηθητικά κτίρια (εργαστήρια, αμαξοστάσια, αποθήκες εμπορευμάτων), ακόμα και μια παλιά μηχανή – σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων από την κλειστή πόλη του Βαρωσίου.
Από τον κεντρικό σταθμό της Αμμοχώστου, μια άλλη σιδηροδρομική γραμμή ξεκινούσε με προορισμό το λιμάνι, όπου τα εμπορεύματα φορτώνονταν ή ξεφορτώνονταν από τα καράβια.
Το τέλος
Ο Κυπριακός Κυβερνητικός Σιδηρόδρομος έκανε το τελευταίο του δρομολόγιο στις 31 Δεκεμβρίου 1951. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες που τον είχαν σχεδιάσει και θέσει σε λειτουργία, ήταν οι ίδιοι που έμελλε να τον διαλύσουν, χωρίς να αφήσουν κάποια δυνατότητα για την επαναλειτουργία του στο μέλλον. Το δίκτυο αποσυναρμολογήθηκε και το υλικό της γραμμής μεταφέρθηκε στην Ιταλία. Οι ατμομηχανές και τα μεταλλικά πλαίσια των βαγονιών κομματιάστηκαν και πουλήθηκαν ως σίδερα. Τα βαγόνια πουλήθηκαν σε ιδιώτες στην Κύπρο, για να καταλήξουν ως τροχόσπιτα, αποθήκες και κοτέτσια.
Η εξήγηση που δίνεται για την εγκατάλειψη του σιδηρόδρομου είναι η κακή οικονομική του κατάσταση. Λόγω ίσως και κάποιων κακών επιλογών (όπως π.χ. την μη επαρκή προσαρμογή του στη μεταφορά μεταλλευμάτων και την ακύρωση της επέκτασης προς το Καραβοστάσι, που θα πρόσφερε σημαντικά έσοδα λόγω των κοιτασμάτων που ανακαλύφθηκαν), ο Κυπριακός Κυβερνητικός Σιδρηρόδρομος μάλλον ποτέ δεν μπόρεσε να γίνει μια πραγματικά κερδοφόρα επιχείρηση. Η ανάπτυξη των οδικών συγκοινωνιών αναπόφευκτα έφερε και άλλη μείωση των εσόδων. Μπορούμε ίσως να δούμε το κλείσιμο του σιδηροδρόμου και σαν μέρος της παγκόσμιας τάσης της εποχής (στον καπιταλιστικό κόσμο τουλάχιστον) προς τις οδικές συγκοινωνίες σε βάρος των σιδηροδρομικών. Αυτό είχε σαν συνέπεια, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σε άλλες χώρες της σχετικά υπανάπτυκτης μας περιοχής, ότι ποτέ δεν θα αποκτούσαμε ένα σιδηροδρομικό δίκτυο ικανοποιητικό σε πυκνότητα και ποιότητα.
Δεν ξέρουμε αν κάποια στιγμή δούμε ξανά τρένα να διασχίζουν την κυπριακή εξοχή. Ακόμα πάντως κι αν γίνει αυτό, είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα ακολουθούν την παλιά τους διαδρομή: μια διαδρομή που μοιάζει σήμερα ως μια ειρωνεία της Ιστορίας, με τις συνεχείς αλλαγές από τα κατεχόμενα στη νεκρή ζώνη, στην σημερινή ελληνοκυπριακή περιοχή και μετά πίσω στα κατεχόμενα.
Η σημερινή Κύπρος μπορεί να διαφέρει πολύ από τότε, ακόμα και στο θέμα των συγκοινωνιών. Ένα πυκνό ασφαλτοστρωμένο οδικό δίκτυο έχει κάνει και τις πιο απομακρυσμένες γωνιές του νησιού εύκολα προσβάσιμες, ενώ ως κράτος η Κύπρος έχει τα περισσότερα χλμ. αυτοκινητόδρομου ανά κάτοικο στην Ε.Ε.. Ας θυμόμαστε πάντως ότι στην Κύπρο της δεκαετίας του ’20, μια υπανάπτυκτη τριτοκοσμική αποικία, κάποιος μπορούσε να πάρει το τρένο από την Ευρύχου, να περάσει από Μόρφου, Κοκκινοτριμιθιά, Άγιο Δομέτιο, Βόρεια Λευκωσία, Καϊμακλί και να καταλήξει στην Αμμόχωστο, διασχίζοντας μόνο μια χώρα, χωρίς σύνορα.
Πηγές:
Μουσείο Κυπριακού Σιδηρόδρομου.
Θεοχάρης Κινάνης (2005): Ευρύχου – Ιστορία & Παράδοση.
Το τζιχαντιστικό κίνημα ως ένα ιδιαίτερα βίαιο παρακλάδι του ισλαμισμού, είναι ένα θέμα που απασχόλησε αρκετές φορές αυτό το μπλογκ. Λογικό, αφού είτε μας αρέσει είτε όχι, παίζει πλέον κρίσιμο ρόλο σ’ ένα σημαντικό τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου.
Παρέλαση των στρατιωτών του Ισλαμικού Κράτους στην προσωρινή πρωτεύουσά τους, τη Ράκκα της Συρίας.
Η έννοια της τζιχάντ ως ιερού πολέμου/αγώνα υπάρχει φυσικά όσο υπάρχει και το Ισλάμ. Δεν συνδέεται πάντα με τη βία: μπορεί να γίνει και με ειρηνικά μέσα, ενώ εννοείται και ως προσωπικός εσωτερικός αγώνας για να γίνει κάποιος καλός Μουσουλμάνος. Από πολιτική άποψη όμως, η έννοια του ένοπλου ιερού πολέμου είναι όντως σημαντική. Από την εμφάνιση του Ισλάμ συχνά ο κάθε Μουσουλμάνος ηγέτης προσπαθεί να νομιμοποιήσει θρησκευτικά τους πολέμους που διεξάγει επικαλούμενος την τζιχάντ – ακόμα και αν οι αντίπαλοι είναι άλλοι Μουσουλμάνοι. Ακόμα και στη σύγχρονη εποχή ένας κοσμικός Άραβας ηγέτης όπως ο Σαντάμ Χουσέιν μπορεί να επικαλείται την τζιχάντ για να στηρίξει έναν πόλεμο εναντίον μιας συμμαχίας χωρών, στην οποία μετέχουν και πολλές μουσουλμανικές.
Κάποιοι βιάζονται να δουν μια συνέχεια ανάμεσα σ’ αυτήν την παράδοση και τη σημερινή ισλαμιστική τρομοκρατία. Αυτή η χρήση της τζιχάντ ήταν όμως στην ουσία απλά η δικαιολόγηση «φυσιολογικών» πολέμων, στρατού εναντίον στρατού. Μπορεί φυσικά να περιείχαν λεηλασίες, βιασμούς, σφαγές αμάχων, όπως όλοι οι πόλεμοι, δεν ήταν όμως ένα ιδιαίτερο φαινόμενο βίας χαρακτηριστικό για τις μουσουλμανικές κοινότητες. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποια ένδειξη ενός βαθμού βιαιότητας μεγαλύτερου από το «συνηθισμένο». Η μόνη ιδιαιτερότητα ήταν ότι υπήρχε ένας έτοιμος όρος για να δώσει στη βία θρησκευτικό περιεχόμενο – κάτι που φυσικά έκαναν και άλλες θρησκείες, δημιουργώντας νέους όρους (π.χ. Σταυροφορία).
Αντίθετα, η σημερινή ισλαμιστική τρομοκρατία, ιδιαίτερα στις ακραίες μορφές της Αλ Κάιντα ή του Ισλαμικού Κράτους (που διαφέρει π.χ. απ’ αυτή της Χεζμπολάχ με τους πολύ πιο πολιτικά και προσεκτικά επιλεγμένους στόχους), παίρνει συχνά τη μορφή μεμονωμένων επιθέσεων απέναντι σε άμαχους. Έχει στόχο έναν ψηλό αριθμό θυμάτων και τη δημιουργία εντυπώσεων, χωρίς να υπάρχει κάποιο άμεσο στρατιωτικό κέρδος. Αυτό δεν θυμίζει και πολύ τους παραδοσιακούς θρησκευτικούς πολέμους στη Μέση Ανατολή, ούτε φυσικά τη δράση των Ασασίνων (όπως επίσης μάλλον άστοχα ισχυρίστηκαν κάποιοι), αλλά μοιάζει περισσότερο π.χ. στις επιθέσεις που γίνονται σε αμερικανικά σχολεία, ή αυτήν του Μπρέιβικ στη Νορβηγία. Στις τζιχαντιστικές υπάρχει βέβαια από πίσω μια μεγαλύτερη παγκόσμια δικτύωση, κατά τ’ άλλα όμως δεν διαφέρουν και τόσο. Πρέπει άρα να τις αντιμετωπίσουμε όχι ως συνέχεια μιας ιδιαίτερης παράδοσης, αλλά ως ένα φαινόμενο του σύγχρονου πολιτισμού, με ρίζες σε σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα.
Οι αραβικές και ευρωπαϊκές ρίζες
Αυτό που ονομάστηκε «τζιχαντιστικό» κίνημα γεννήθηκε κυρίως στην Αίγυπτο στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Σημαντικό είναι να έχουμε υπόψη το πολιτικό πλαίσιο της εποχής (απόηχος της συντριπτικής ήττας των κοσμικών αραβικών καθεστώτων το ’67, φιλοαμερικάνικη και νεοφιλελεύθερη στροφή του νέου καθεστώτος Σαντάτ στην Αίγυπτο), αλλά και το κοινωνικό υπόβαθρο των πρώτων τζιχαντιστικών τάσεων. Το τυπικό προφίλ των ατόμων που κινήθηκαν προς τα εκεί ήταν: νέοι άντρες από χαμηλότερα μεσαία στρώματα, με κάποια τεχνική εκπαίδευση, συχνά άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι.
Αυτό μας βοηθά ίσως να καταλάβουμε καλύτερα και τη σχέση με σύγχρονα προβλήματα, όπως την ψηλή ανεργία των νέων. Αυτή έχει γίνει συστημική όχι μόνο σε πολλές αραβικές κοινωνίες, αλλά και σε ευρωπαϊκές. Αυτό είναι μάλλον ένα καινούριο κοινωνικό φαινόμενο, που δεν υπήρχε μ’ αυτόν τον τρόπο σε παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες – όπως ήταν ακόμα πριν μερικές δεκαετίες οι αραβικές (αλλά και η ελληνική). Παλιότερα, οι νέοι είχαν ένα καθορισμένο μέλλον: θα καλλιεργούσαν τα χωράφια των προγόνων τους, θα παντρευόντουσαν και θα έκαναν κι αυτοί παιδιά για να καλλιεργούν τα χωράφια μετά απ’ αυτούς.
Άσχετα αν οι υλικές συνθήκες για τη ζωή του μέσου ανθρώπου βελτιώθηκαν σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, αυτή η σιγουριά στις σύγχρονες αστικοποιημένες κοινωνίες (και σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκουν και οι περισσότερες αραβικές) έχει χαθεί. Σ’ αυτό έχει συμβάλλει φυσικά και η παγκόσμια άνοδος του νεοφιλελευθερισμού, που δεν άφησε ανέγγιχτες τις αραβικές κοινωνίες, ακυρώνοντας πολλά από τα κοινωνικά επιτεύγματα των εθνικιστικών-σοσιαλιστικών καθεστώτων.
Ο κίνδυνος της προσωπικής αποτυχίας ποτέ δεν ήταν ίσως τόσο έντονα αισθητός για τόσο πολλούς νέους. Ταυτόχρονα η πολιτική κατάσταση μοιάζει να μένει στάσιμη, λόγω διαφθοράς και απουσίας προοδευτικών ιδεολογικών εναλλακτικών. Αυτό είναι ένα περιβάλλον το οποίο ευνοεί την εξάπλωση συμπεριφορών ή ιδεολογιών εχθρικών προς τους κοινωνικούς κανόνες, ακόμα και αν δεν έχουν να προτείνουν κάτι καλύτερο. Και φυσικά αυτό δεν αφορά μόνο τα άμεσα θύματα αυτής της κατάστασης – ακόμα και νέοι με καλές υλικές προοπτικές θα επηρεαστούν ιδεολογικά από τη γενική κοινωνική ατμόσφαιρα.
Στην Ελλάδα αυτό μπορεί να παίρνει τη μορφή π.χ. του χουλιγκανισμού, του χρυσαυγιτισμού, αλλά και μιας στείρας επαναστατικότητας με μηδενιστικές τάσεις. Σε κοινωνίες όπως η γαλλική και άλλες δυτικοευρωπαϊκές, όπου ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας που νιώθει έντονα τον κίνδυνο της κοινωνικής αποτυχίας τυχαίνει να είναι μουσουλμανικής καταγωγής (η αποτυχία ένταξης των νέων με μεταναστευτική καταγωγή είναι χρόνιο πρόβλημα αυτών των κοινωνιών), δεν είναι παράξενο που μια ιδεολογία βίας με ισλαμικές αναφορές ασκεί έλξη.
Η παρουσίαση του τζιχαντισμού από τα καθεστωτικά μέσα ως το απόλυτο κακό μάλλον ευνοεί την εξάπλωσή του, αφού οι αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες (Μουσουλμάνοι ή μη) ενστικτωδώς θα αντιδράσουν σε ότι τους πουν οι ελίτ. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα σημαντικό ποσοστό (υπολογίζεται στο 25%) των στρατολογηθέντων μαχητών του Ισλαμικού Κράτους από δυτικοευρωπαϊκές χώρες είναι πρόσφατα προσηλυτισμένοι στο Ισλάμ. Κι αυτοί φαίνεται να είναι νέοι που βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον κίνδυνο αποτυχίας.
Σύγχρονη τζιχάντ εναντίον μουσουλμάνων
Η ιδιαιτερότητα των πρώτων «τζιχαντιστικών» πυρήνων σε σχέση με άλλα ισλαμιστικά κινήματα, ήταν μάλλον η κατηγορηματική απόρριψη του κοινωνικού πλαισίου στο οποίο ζούσαν ως μη γνήσιου ισλαμικού, και ο κεντρικός ρόλος που απέδιδαν στην ένοπλη τζιχάντ ως μέσου που θα έλυνε το πρόβλημα. Σημαντικό ιδεολογικό ρόλο έπαιξαν τα γραπτά του Αιγύπτιου Σαΐντ Κουτμπ, με βάση τα οποία περίπου όλες οι σύγχρονες κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων των αραβικών, βρίσκονται στην κατάσταση τζαχιλίγια (άγνοιας), δηλαδή είναι στην ουσία μη μουσουλμανικές. Και ενάντια σ’ αυτήν την τζαχιλίγια ήταν ανάγκη να διεξαχθεί τζιχάντ. Αν και είναι αμφίβολο αν ο Κουτμπ θα ενέκρινε τις πράξεις των σημερινών τζιχαντιστών, αυτό μας βοηθά ίσως να καταλάβουμε, γιατί η ισλαμιστική τρομοκρατία έχει κατά κύριο λόγο άλλους Μουσουλμάνους ως θύματα (κάτι που είναι καθαρό σε οποιονδήποτε δεν δίνει σημασία μόνο στις δυσανάλογα προβεβλημένες επιθέσεις σε δυτικές χώρες).
Ο Σαΐντ Κουτμπ θεωρείται ένας από τους κύριους εμπνευστές του τζιχαντιστικού κινήματος, ασχέτως των πραγματικών του προθέσεων. Ως μέρος της καταστολής των ισλαμιστών από το νασερικό καθεστώς, συνελήφθη το 1954 και εκτελέστηκε το 1966. Πηγή εικόνας
Για να καταλάβουμε όμως την έλξη που ασκούν τζιχαντιστικές οργανώσεις, πρέπει να έχουμε υπόψη και έναν άλλο πολύ σημαντικό παράγοντα: τη νέα σύγκρουση Σιιτών-Σουνιτών. Ειδικά στην περίπτωση του Ισλαμικού Κράτους, αυτός ήταν ίσως ο κρισιμότερος παράγοντας. Παρά την εισροή ξένων μαχητών, η πλειοψηφία τους φαίνεται ότι είναι ντόπιοι, Σύριοι ή Ιρακινοί Σουνίτες.
Χαρακτηριστικό του Ισλαμικού Κράτους από την αρχή της δράσης του, μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, ήταν ότι έβαζε στο στόχαστρο κυρίως τους Σιίτες. Σε εποχές που οι Σουνίτες τόσο του Ιράκ όσο και της Συρίας νιώθουν αποξενωμένοι από τα κράτη τους, τα οποία θεωρούν ελεγχόμενα από Σιίτες και αδιάφορα για την ασφάλειά τους, το Ισλαμικό Κράτος μπορεί να φαίνεται ως η μόνη δύναμη που τους υπερασπίζεται. Οι Σιίτες είναι γι’ αυτούς ο πιο ορατός και άμεσος εχθρός. Οι τζιχαντιστές εκμεταλλεύονται (και ενισχύουν οι ίδιοι) την άνοδο αυτού του σεχταρισμού και επενδύουν στη σουνιτική ταυτότητα. Αυτός ο «σουνιτικός εθνικισμός» μπορεί τελικά να έχει περισσότερο βάρος από τα καθαρά θρησκευτικά θέματα– εξάλλου στο πλευρό του Νταές πολεμούν και πρώην μπααθικοί, δηλ. κοσμικοί Άραβες εθνικιστές, με σουνιτική καταγωγή.
Αποικιοκρατία και τζιχαντισμός
Το θέμα της αποικιοκρατίας είναι ένα που επανέρχεται συχνά στο δημόσιο διάλογο περί τζιχαντισμού. Πολλοί αρνούνται ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στα δύο, παραπέμποντας στην απουσία ανάλογων πρακτικών από κατοίκους άλλων, μη-μουσουλμανικών, πρώην αποικιών.
Έχουν ίσως δίκαιο από την άποψη ότι το ένα δεν οδηγεί απαραίτητα στο άλλο. Δεν μπορούμε όμως να μη βλέπουμε το ρόλο που παίζει το αποικιοκρατικό παρελθόν ως εχθρικό σύμβολο για τους τζιχαντιστές – όπως και το ότι αυτοί δυνάμωσαν ακριβώς την εποχή που άλλες αντι-ιμπεριαλιστικές ιδεολογίες (παναραβισμός, σοσιαλισμός) φαίνονταν να αποτυγχάνουν.
Μένοντας στην περίπτωση του Ισλαμικού Κράτους, πολλοί απ’ έξω δεν πρόσεξαν ίσως τη σημασία που αυτό δίνει στην κατάργηση των συνόρων που προέρχονται από τη συμφωνία Σάικς-Πικό. Μ’ αυτήν τη συμφωνία ανάμεσα σε Άγγλους και Γάλλους είχαν οριοθετηθεί οι σφαίρες επιρροής τους στη Μέση Ανατολή. Σ’ αυτήν βασίζονται και τα σημερινά σύνορα, ειδικά αυτό ανάμεσα στη Συρία και το Ιράκ, που δεν έχει καμία άλλη φυσικο-γεωγραφική, ανθρωπογεωγραφική ή ιστορική βάση. Και οι δύο πλευρές αυτού του συνόρου κατοικούνται παρεμπιπτόντως κυρίως από Σουνίτες Άραβες.
Η γεωγραφική κατανομή των θρησκευτικών κοινοτήτων και τα συριο-ιρακινά σύνορα.
Αφού το Ισλαμικό Κράτος έθεσε τόσο το Δυτικό Ιράκ όσο και την Ανατολική Συρία υπό τον έλεγχό του, αυτό το σύνορο σήμερα πρακτικά δεν υπάρχει πλέον. Κάτι που το ΙΚ δεν παραλείπει να διαφημίζει, ως απόδειξη της περιφρόνησης προς το αποικιοκρατικό παρελθόν και της κληρονομιάς που αυτό άφησε. Και το ότι αυτό το πέτυχαν τελικά οι τζιχαντιστές, ενώ είχαν αποτύχει όλες οι άλλες ενωτικές δυνάμεις που στόχευαν στην κατάργησή του (παναραβιστές, σοσιαλιστές, Σύριοι εθνικιστές), έχει φυσικά μια βαρύτητα.
Τέλος, όσον αφορά και το σύγχρονο ιμπεριαλισμό, πολύ σημαντικός ήταν ο ρόλος που έπαιξαν στρατιωτικές επεμβάσεις, π.χ. της Ρωσίας στο Αφγανιστάν και στη Τσετσενία, των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Αυτές ενίσχυσαν τη στρατολόγηση νέων τζιχαντιστών, την παγκόσμια δικτύωσή τους, αλλά και την απόκτηση πολεμικής πείρας, που αποδεικνύεται πολύτιμη σήμερα στη Συρία και αλλού.
Το πρόβλημα του τζιχαντισμού είναι δυστυχώς κάτι με το οποίο θα ζούμε μάλλον για τουλάχιστον μερικές δεκαετίες ακόμα. Ακόμα και αν όλοι οι παράγοντες που αναφέραμε ως αιτίες εξαφανίζονταν (και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι θα γίνει κάτι τέτοιο), θα χρειαζόταν πολύς καιρός για να χάσει αυτό το κίνημα τη δυναμική που απέκτησε.
Το λάθος είναι να το δούμε ως «σύγκρουση δυτικού και ισλαμικού πολιτισμού» – και, ακόμα χειρότερα, να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας ως σύμμαχους ή και μέρος του δυτικού. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι οργανώσεις όπως το Νταές δεν εχθρεύονται (μόνο) το δυτικό πολιτισμό – εχθρεύονται και το μεσανατολικό πολιτισμό, τον οποίο χαρακτηρίζει επί αιώνες η ανοχή και η σχετικά ειρηνική συνύπαρξη πολλών διαφορετικών θρησκειών. Σ’ αυτά τα πλαίσια, έχει μεγάλη σημασία το πως θα χειριστούμε το θέμα της συμβίωσης διαφορετικών εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων – που, μέσω του προσφυγικού κύματος, θα επανέλθει αναπόφευκτα και στις χώρες μας.
Σχετικά άρθρα/βιβλία/ντοκυμαντέρ:
Peter Heine (2004): Terror in Allahs Name – Extremistische Kräfte in Islam.
Ο όρος «Τρίτος Κόσμος» ακούγεται σήμερα σαν κάτι εντελώς αρνητικό, κάτι στο οποίο καμία χώρα δεν θα ήθελε να ανήκει. Έχει συνδεθεί με τη φτώχεια, την υπανάπτυξη, την πολιτική αστάθεια, την έλλειψη ελευθερίας κ.λπ. Είναι όμως λογική αυτή η χρήση του όρου; Και ποια είναι η θέση της περιοχής μας σε σχέση μ’ αυτόν;
Πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος(;) κόσμος
Κάποιοι μπορεί να έχουν ξεχάσει ότι ο χωρισμός σε αριθμημένους «κόσμους» έχει τις ρίζες του στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν κυρίως ένας πολιτικός διαχωρισμός, χωρίς η κατάταξη στον Τρίτο Κόσμο να σημαίνει αναγκαστικά φτώχεια, αν και κατά κανόνα συνδεόταν και μ’ αυτό. Υπήρξαν χώρες της περιοχής μας που περίπου επέλεξαν σε κάποιο σημείο να είναι «τριτοκοσμικές», για πολιτικούς λόγους (π.χ. Κύπρος, Γιουγκοσλαβία).
Το (ξεπερασμένο πλέον) σχήμα διαχωρισμού σε πρώτο, δεύτερο και τρίτο κόσμο. Πηγή εικόνας
Ο πρώτος κόσμος αντιστοιχούσε λίγο πολύ στο καπιταλιστικό δυτικό στρατόπεδο, δηλαδή τη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Κατά κανόνα επρόκειτο για οικονομικά και βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, με ψηλό κατά κεφαλή εισόδημα και με κοινοβουλευτικό/προεδρικό πολιτικό σύστημα. Αποτελούνταν δηλαδή στην ουσία από τη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, την Ιαπωνία και την Αυστραλία. Υπήρχαν όμως και χώρες στην περιφέρεια αυτών των περιοχών, που έστω και χωρίς να πληρούν όλα αυτά τα οικονομικά και εσωτερικά πολιτικά κριτήρια, ήταν τόσο άρρηκτα συνδεδεμένες με το δυτικό στρατόπεδο (π.χ. ως μέλη του ΝΑΤΟ), που συγκαταλέγονταν και αυτές στον «πρώτο κόσμο»: π.χ. η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Τουρκία.
Ο δεύτερος κόσμος ήταν το κομμουνιστικό ανατολικό στρατόπεδο, η σοβιετική σφαίρα επιρροής, που εκφράστηκε κυρίως ως το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Πολιτικό σύστημα ήταν η μονοκομματική «λαϊκή δημοκρατία». Ήταν επίσης (πρόσφατα) εκβιομηχανισμένες χώρες με αρκετά ψηλό βιοτικό επίπεδο, αν και αυτά ήταν συνέπεια μιας κρατικά σχεδιασμένης πολιτικής, που τελικά δεν αποδείχτηκε και τόσο σταθερή βάση. Αποτελούνταν κυρίως από την Ανατολική Ευρώπη, ίσως και τη Κίνα. Η ρήξη όμως της τελευταίας με την ΕΣΣΔ αφήνει κάποια ερωτηματικά ως το κατά πόσον μπορούμε να τις δούμε ως ενιαίο «κόσμο»: εξάλλου και η εκβιομηχάνιση της Κίνας άργησε μάλλον πολύ να φτάσει τα επίπεδα της Ανατολικής Ευρώπης. Στην περιοχή μας, σ’ αυτόν τον «κόσμο» ανήκαν η Βουλγαρία και η Ρουμανία, όχι όμως τόσο η Γιουγκοσλαβία, και με τη ρήξη Κίνας-ΕΣΣΔ ούτε και η Αλβανία μπορούσε πλέον να καταταχθεί με σιγουριά εκεί.
Ο τρίτος κόσμος αποτελούνταν από τις χώρες που θεωρητικά δεν ανήκαν ούτε στο ένα ούτε στο άλλο στρατόπεδο. Συνήθως επρόκειτο για πρώην αποικίες, με υπανάπτυκτη αγροτική οικονομία και διαφορετικά πολιτικά συστήματα, που όμως γενικά έτειναν να μην είναι σταθερά, με τα πραξικοπήματα να μην είναι σπάνια. Ήταν κυρίως χώρες της Ασίας και της Αφρικής, αλλά και της Λατινικής Αμερικής (ως μάλλον ιδιαίτερης περίπτωσης). Προσπάθησαν να εκφραστούν πολιτικά με το Κίνημα των Αδεσμεύτων, στο οποίο έγιναν μέλη και η Γιουγκοσλαβία και η Κύπρος, και να πετύχουν έτσι την χειραφέτησή τους από τις ανεπτυγμένες χώρες. Ο πολιτικός διαχωρισμός τους όμως με τους άλλους δύο «κόσμους» δεν ήταν καθαρός, καθώς κάποιες απ’ αυτές τις χώρες ήταν στενά συνδεδεμένες με το δυτικό ή ανατολικό στρατόπεδο (π.χ. η Σαουδική Αραβία με το πρώτο, η Κούβα με το δεύτερο).
Ο τέταρτος κόσμος είναι όρος που επινοήθηκε αρκετά μετά, για να περιγράψει έθνη που (σε αντίθεση με τα τριτοκοσμικά) δεν είχαν καν καταφέρει να αποκτήσουν δικό τους κράτος. Ένα παράδειγμα στην περιοχή μας θα μπορούσαν να ήταν οι Κούρδοι.
Αυτός ο διαχωρισμός σε τρεις (ή τέσσερις) κόσμους, αν και κατά βάση πολιτικός, είχε, όπως βλέπουμε, και μια σημαντική σχέση με το στάδιο οικονομικής/κοινωνικής/πολιτικής ανάπτυξης. Δεν είναι άρα τυχαίο που ο μοναδικός όρος απ’ αυτό το σχήμα που επέζησε του Ψυχρού Πολέμου ήταν ο «τρίτος κόσμος», ο οποίος έγινε περίπου συνώνυμο της υπανάπτυξης.
Η βαλκανική ιδιαιτερότητα
Αν για άλλες περιοχές ήταν σχετικά καθαρό το που ανήκουν σ’ αυτό το σχήμα, στην Ανατολική Μεσόγειο τα πράγματα ήταν πιο μπερδεμένα. Οι αραβικές χώρες γενικά θεωρούνταν αυτονόητα μέρος του Τρίτου Κόσμου: είχαν ένα (ημι-)αποικιακό παρελθόν, ήταν σχετικά υπανάπτυκτες, και παρόλο που κάποιες απ΄ αυτές είχαν κατά καιρούς στενές σχέσεις με το ανατολικό ή δυτικό στρατόπεδο, πολλές έπαιζαν σημαντικό ρόλο στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Στο χώρο όμως των Βαλκανίων και της Μικρής Ασίας, εκπροσωπούνταν όπως είδαμε και οι τρεις (ή τέσσερις) κόσμοι.
Αυτό μάλλον δεν ήταν συμπτωματικό, αλλά συνέπεια μιας ιδιαιτερότητας αυτού του χώρου, που από πολλές έννοιες μοιάζει μεταβατικός. Είναι χώρος γειτονικός στην ανεπτυγμένη Δύση, και διεκδικεί για τον εαυτό του μια θέση στον κοινό μ’ αυτήν «ευρωπαϊκό πολιτισμό». Παρ’ όλα αυτά, οι ίδιοι οι λαοί της περιοχής συνηθίζουν να αντιμετωπίζουν τις χώρες τους ως υπανάπτυκτες σε σχέση με τη Δύση. Επίσης, οι χώρες της περιοχής δεν έχουν πίσω τους «κανονικό» αποικιακό παρελθόν (εκτός από την Κύπρο και εν μέρει και την Τουρκία). Παρ’ όλα αυτά παραδοσιακά ήταν προτεκτοράτα των μεγάλων δυνάμεων, οικονομικά και πολιτικά εξαρτημένα απ’ αυτές, μια σχέση που στην ουσία μπορεί να μη διέφερε και τόσο από την αποικιοκρατική.
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση του «δεύτερου κόσμου», τα πράγματα φαίνεται να ξεκαθάρισαν κάπως. Αν και οι βαλκανικές χώρες συνεχίζουν να αισθάνονται υπανάπτυκτες σε σχέση με την «πραγματική» Δύση και να αντιμετωπίζονται απ’ αυτήν ως τέτοιες, σε όλες (με τη μόνο μερική εξαίρεση της Σερβίας και της Τουρκίας) υπάρχει γενική συμφωνία ότι ο τελικός στόχος είναι να γίνουν μέρος της, δηλαδή μέρος του πρώην «πρώτου κόσμου». Η διαφορά π.χ. με τις αραβικές χώρες είναι ότι για τις βαλκανικές ένας τέτοιος στόχος μοιάζει ρεαλιστικός, αφού ο πρώτος κόσμος φαίνεται έτοιμος να τις δεχτεί. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες βιάστηκαν και βιάζονται να ενταχθούν στις ευρωατλαντικές δομές, την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, ενώ για άλλες χώρες συμμαχικές με τη Δύση (π.χ. τη Σαουδική Αραβία) δεν τίθεται καν τέτοιο θέμα.
Είναι όμως όντως τα πράγματα τόσο απλά; Δεν δείχνει η περίπτωση της Ελλάδας, του υποτιθέμενου πετυχημένου παραδείγματος «ανόδου» μιας βαλκανικής χώρας στον πρώτο κόσμο, ότι ούτε η ένταξη στις ευρωατλαντικές δομές ούτε η άνοδος του κατά κεφαλή εισοδήματος είναι αρκετές γι’ αυτό; Από τότε που έσκασε η ελληνική φούσκα έγινε νομίζω καθαρό, ότι όχι μόνο η υπανάπτυξη σε σχέση με τη Δύση δεν ξεπεράστηκε, αλλά και ότι η οικονομική (ή άλλης μορφής) εξάρτηση έγινε πιο βαθιά και από πριν.
Θα περίμενε ίσως κάποιος, ότι αυτό θα οδηγούσε στις βαλκανικές κοινωνίες (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) σε μια αμφισβήτηση του μέχρι τώρα κυρίαρχου μοντέλου, όσον αφορά τη σχέση τους με τη «Δύση». Κάτι που θα συμπεριλάμβανε και τη σκέψη ότι τελικά η θέση τους είναι πιο κοντά σ’ αυτήν του «Τρίτου Κόσμου» (στο βαθμό που αυτός είναι ακόμα υπαρκτός) – όχι από μια αρνητική πεσιμιστική σκοπιά, αλλά ως βάση για ένα καινούριο ελπιδοφόρο ξεκίνημα. Ο στόχος θα μπορούσε τότε να είναι η παγκόσμια ανατροπή αυτών των σχέσεων εξάρτησης ή ανάπτυξης/υπανάπτυξης – και όχι απλά το να γίνουν οι βαλκανικές χώρες μέρος του κυρίαρχου πόλου σ’ αυτό το σχήμα, υποθέτοντας ότι αυτό θα παραμείνει έτσι για πάντα.
Κι όμως, φαίνεται ότι μια τέτοια συζήτηση δεν έχει ξεκινήσει πραγματικά. Μπορεί να παίζει ρόλο και το ότι οι βαλκανικές χώρες «πέτυχαν» ήδη τη σύγκλιση με την ανεπτυγμένη Δύση τουλάχιστον σ’ έναν τομέα: στην υπογεννητικότητα και τη γήρανση του πληθυσμού. Και οι γερασμένες κοινωνίες είναι γενικά λιγότερο δεκτικές σε νέους τρόπους σκέψης. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να γίνει μια προσπάθεια να συζητηθούν και τέτοια θέματα. Το να μην υπάρχει καμία αμφισβήτηση των κυρίαρχων μοντέλων, παρά το ότι αυτά περνούν τέτοια κρίση, είναι πολύ επικίνδυνη συνθήκη για το μέλλον των χωρών μας.