Οι Δρουζοι του Βελιγραδιου

Κλασσικό

Το μυθιστόρημα του Ραμπίε Τζαμπίρ «Οι Δρούζοι του Βελιγραδίου» βραβεύτηκε με το Διεθνές Βραβείο Αραβικού Μυθιστορήματος το 2012. Ο τίτλος του βέβαια κάνει κάποιον να απορήσει: τι γυρεύουν οι Δρούζοι στο Βελιγράδι; Σήμερα πρόκειται για σχεδόν διαφορετικούς κόσμους. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Βελιγραδίου πιθανότατα ούτε καν γνωρίζουν την ύπαρξη των Δρούζων. Κι όμως, έχουν ένα κοινό: οι όχι και τόσο μακρινοί πρόγονοι και των δύο ήταν υπήκοοι του ίδιου κράτους, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Ραμπίε Τζαμπίρ (δεξιά) δέχεται το βραβείο. Πηγή εικόνας: https://www.theguardian.com/books/2012/mar/28/rabee-jaber-international-prize-arabic-fiction

Το ιστορικό γεγονός, στο οποίο αναφέρεται το βιβλίο, είναι ο πόλεμος μεταξύ Δρούζων και Μαρωνιτών στον σημερινό Λίβανο, το 1860. Αρχικά ξεκίνησε ως εξέγερση κάποιων Μαρωνιτών αγροτών εναντίον Δρούζων γαιοκτημόνων, σύντομα όμως πήρε διαστάσεις διακοινοτικής σύγκρουσης. Οι Δρούζοι ήταν οι νικητές του πολέμου, αλλά οι σφαγές εναντίον των Μαρωνιτών έγιναν γνωστές στην Ευρώπη, τόσο που να προκαλέσουν και την ευρωπαϊκή, κυρίως γαλλική, επέμβαση. Ο Σουλτάνος τελικά αποφάσισε την τιμωρία των Δρούζων που συμμετείχαν σε αυτές τις σφαγές: κάποιοι απ’ αυτούς φυλακίστηκαν στο φρούριο Κάλε Μεγκντάν του Βελιγραδίου, το οποίο τότε ακόμα ανήκε τυπικά στους Οθωμανούς.

Τα τείχη του φρουρίου Κάλε Μεγκντάν στο Βελιγράδι σήμερα, στην όχθη του Δούναβη.

Κάπου εκεί ξεκινάει και η ιστορία του βιβλίου, όταν οι Δρούζοι αιχμάλωτοι περιμένουν στο λιμάνι της Βηρυτού για να φορτωθούν στο πλοίο που θα τους οδηγήσει στον τόπο εξορίας. Ένας Δρούζος σεΐχης επισκέπτεται τον πασά που είναι υπεύθυνος γι’ αυτή τη δουλειά, παρακαλώντας τον να λυπηθεί τους πέντε γιους του, που συγκαταλέγονται στους αιχμαλώτους. Η απάντηση του πασά είναι ότι το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αντικαταστήσει έναν από τους γιους του σεΐχη με κάποιον άλλο τυχαίο περαστικό. Αυτός ο περαστικός θα είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Χάνα Γιακούμπ, ένας Χριστιανός αυγοπώλης, ο οποίος είχε την ατυχή έμπνευση να προσφέρει αυγά στους στρατιώτες που επιβλέπουν τους αιχμαλώτους στο λιμάνι. Θα φορτωθεί έτσι στο πλοίο αντί του γιου του σεΐχη και θα βρεθεί φυλακισμένος στο Βελιγράδι. Στα επόμενα χρόνια θα περιπλανηθεί σε διάφορες εντελώς άγνωστες γι’ αυτόν οθωμανικές κτήσεις των Βαλκανίων.

Ο Τζαμπίρ είναι Λιβανέζος και βέβαια δεν είναι τυχαίο που επέλεξε το συγκεκριμένο θέμα. Οι μνήμες του συγκεκριμένου πολέμου έπαιξαν τον ρόλο τους στις τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες που συγκατοικούν ακόμα και σήμερα στα βουνά του Λιβάνου. Αυτή η σύγκρουση Δρούζων-Μαρωνιτών ήταν εξάλλου μια σημαντική συνιστώσα και του εμφύλιου πολέμου που γνώρισε η χώρα πριν μερικές δεκαετίες. Ο Τζαμπίρ μεγάλωσε μέσα σε αυτόν τον ιδιαίτερα τραυματικό για τον Λίβανο πόλεμο, και είναι επόμενο ότι θα έχει σημαδέψει τη γενιά του.

Θρησκευτικός χάρτης του Λιβάνου. ανοικτό ροζ = Σουνίτες σκούρο ροζ = Σιίτες μπεζ = Μαρωνίτες ανοικτό καφε = Ελληνορθόδοξοι σκούρο καφέ = Ελληνοκαθολικοί (Ουνίτες) Γαλάζιο = Δρούζοι Πηγή: http://www.lib.utexas.edu

Το βιβλίο όμως έχει ενδιαφέρον για εμάς ως κάτοικους του μετα-οθωμανικού κόσμου, πέρα από τα εσωτερικά του Λιβάνου. Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας εκτυλίσσεται εξάλλου όχι στον Λίβανο, αλλά στα Βαλκάνια: στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Βουλγαρία. Το πιο συγκινητικό στοιχείο είναι πως η εποχή στην οποία αναφέρεται είναι η τελευταία οθωμανική. Λίγα μόλις χρόνια μετά, η Σερβία θα απαλλασσόταν κι επίσημα από την οθωμανική κυριαρχία και οι τελευταίοι Οθωμανοί στρατιώτες θα εγκατέλειπαν ακόμα και το Κάλε Μεγκντάν. Η Βουλγαρία θα γινόταν κι αυτή αυτόνομη ηγεμονία, με τον δικό της βασιλιά. Το ταξίδι του Χάνα Γιακούμπ, όπως περιγράφεται στο βιβλίο και είναι λογικοφανές για τη δεκαετία του 1860, θα ήταν απλά αδύνατο τη δεκαετία του 1880. Εξάλλου, ακόμα και το ίδιο το Όρος Λίβανος θα γινόταν αυτόνομη περιοχή, ακριβώς λόγω του πολέμου του 1860. Κάποιες δεκαετίες ακόμα πιο μετά, οι Γάλλοι θα αντικαθιστούσαν και τυπικά τους Οθωμανούς ως κυρίαρχοι του Λιβάνου. Η παρουσία των Γάλλων στρατιωτών στο λιμάνι της Βηρυτού, στην αρχή του βιβλίου, θα ήταν ίσως περίεργο θέαμα τότε, αλλά ήταν και μια πρόγευση του μέλλοντος.

Το βιβλίο μας δίνει έτσι μια γεύση της ετοιμοθάνατης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βρίσκεται στο κατώφλι της Νεωτερικότητας. Η βαναυσότητα, οι πόλεμοι, η αυθαιρεσία των αρχών, η αμορφωσιά και οι προλήψεις συνοδεύονται από τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού, τις ξένες παρεμβάσεις, αλλά και την ανάπτυξη ανθρώπινων σχέσεων πέρα από εθνοθρησκευτικά όρια. Ήταν (ακόμα) ένα αχανές κράτος, του οποίου οι κάτοικοι ενός τμήματος είχαν ίσως σχεδόν παντελή άγνοια για τα υπόλοιπα – και το οποίο παρόλα αυτά είχε αντέξει με αυτόν τον τρόπο για πολλούς αιώνες, όπως και πολλές άλλες Αυτοκρατορίες στον ίδιο χώρο πριν από αυτό.

Αυτό το μωσαϊκό θρησκειών και γλωσσών, όπου κάποιοι αραβόφωνοι Δρούζοι από τα βουνά του Λιβάνου μπορούσαν να βρεθούν να περιπλανούνται στα σλαβόφωνα Βαλκάνια επειδή έτσι αποφασίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, ήταν η μήτρα από την οποία γεννήθηκαν τα κράτη στα οποία ζούμε εμείς σήμερα. Στην εποχή μας, αν δούμε Άραβες να περιπλανιούνται στα Βαλκάνια, θα είναι το πιο πιθανόν πρόσφυγες που προσπαθούν να φτάσουν στη Βόρεια Ευρώπη – κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο, αφού αντί για μια ενιαία Αυτοκρατορία, σήμερα πρέπει να διασχίσουν πολλές φορές σύνορα (γι’ αυτό εξάλλου λίγοι προτιμούν πλέον αυτή τη διαδρομή). Κι όμως, όσο δύσκολο κι αν είναι να το πιστέψουμε, η γεωγραφία της περιοχής του βιβλίου παραμένει η ίδια, τότε όπως και τώρα.

Ο πολεμος του Λιβανου – Μερος Γ’: Το τελος;

Κλασσικό

Το 1988 ο πόλεμος στο Λίβανο έμπαινε ήδη στο 14ο έτος του. Είχε αφήσει πίσω του τεράστιες καταστροφές, χωρίς πλέον να ξέρει και ο κόσμος για ποιο σκοπό τελικά γίνεται. Ο λιβανέζικος λαός ήταν εξαντλημένος από τις μάχες και την κυριαρχία των ένοπλων ομάδων. Υπήρξαν μάλιστα και κάποιες κοινές εργατικές διαδηλώσεις κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής: ο κόσμος ζητούσε ειρήνη. Παρ’ όλα αυτά, η τελευταία φάση του πολέμου, το ίδιο ή και περισσότερο καταστροφική με τις προηγούμενες, δεν είχε καν ξεκινήσει.

Το τελευταίο επεισόδιο: Ο Απελευθερωτικός Πόλεμος του Μισέλ Αούν

Το 1988 ήταν και η χρονιά που έληγε η θητεία του Προέδρου Αμίν Τζεμαγέλ. Η διαδοχή του είχε εξελιχθεί σε πολύ δύσκολη υπόθεση: υποψήφιοι υπήρχαν πολλοί, αλλά στάθηκε αδύνατο να βρεθεί κάποιος που θα δέχονταν τόσο οι αντιμαχόμενες λιβανέζικες παρατάξεις όσο και η Συρία. Μπροστά στο αδιέξοδο, ο Τζεμαγέλ, κυριολεκτικά λίγα λεπτά πριν τη λήξη της θητείας του, διόρισε προσωρινή κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Μαρωνίτη Στρατηγό Μισέλ Αούν. Αυτή θα είχε σκοπό να προετοιμάσει το έδαφος για την προεδρική εκλογή. Από τους Μουσουλμάνους αυτό θεωρήθηκε φυσικά παραβίαση του Εθνικού Συμφώνου, αφού με βάση αυτό ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να είναι Σουνίτης. Έτσι, η κυβέρνηση του Σουνίτη Σαλίμ αλ-Χος αρνήθηκε να παραιτηθεί και να παραδώσει την εξουσία στον Αούν. Ο Λίβανος βρέθηκε έτσι χωρίς κανέναν πρόεδρο, αλλά με δυο παράλληλους πρωθυπουργούς.

Ο Μισέλ Αούν ήταν στρατηγός του Λιβανέζικου Στρατού. Η δράση του εναντίον των ένοπλων ομάδων, συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανικών, που τόσο είχαν ταλαιπωρήσει τον λιβανέζικο πληθυσμό τα προηγούμενα χρόνια, τον βοήθησε να κερδίσει συμπάθειες ακόμα και από πολλούς Μουσουλμάνους. Ο ίδιος έβλεπε τον εαυτό του σαν τον ηγέτη που θα ένωνε όλους τους Λιβανέζους και θα ξεπερνούσε τους θρησκευτικούς διαχωρισμούς. Για να πετύχει το στόχο του όμως, είχε έναν κύριο εχθρό να αντιμετωπίσει: τη Συρία, που τότε ήταν με το στρατό της παρούσα μέσα στο Λίβανο. Το Μάρτη του ’89 κήρυξε τον Απελευθερωτικό Πόλεμο ενάντια στη συριακή κατοχή.

Στη μάχη αυτή ο Αούν μπορούσε να υπολογίζει στη εξωτερική βοήθεια των άλλων εχθρών του συριακού καθεστώτος του Άσαντ: την ΟΑΠ του Αραφάτ και το Ιράκ του Σαντάμ Χουσέιν. Αυτή όμως δεν μπορούσε φυσικά να τον προστατεύσει απέναντι στους μαζικούς βομβαρδισμούς της Ανατολικής Βηρυτού από τα συριακά στρατεύματα. Ιδιαίτερα αφού είχε ανοίξει ακόμα ένα μέτωπο: πολεμούσε ταυτόχρονα και ενάντια στις δυνάμεις του επίσης Μαρωνίτη Σαμίρ Ζάζα, κύριου ηγέτη τότε της χριστιανικής Δεξιάς.

Εν τω μεταξύ, με αραβική μεσολάβηση, οι διάφορες πλευρές κατέληξαν ήδη από το τέλος του ’89 σε μια συμφωνία για τη λήξη του πολέμου, τη Συμφωνία του Ταΐφ όπως ονομάστηκε. Ο Αούν δεν τη δέχτηκε και συνέχισε τον πόλεμο εναντίον της Συρίας. Οι διεθνείς εξελίξεις όμως ήταν αρνητικές γι’ αυτόν. Τον Αύγουστο του ’90, ο Σαντάμ Χουσέιν εισέβαλε στο Κουβέιτ. Αυτό δεν σήμαινε μόνο ότι ήταν πλέον πολύ απασχολημένος για να βοηθήσει τον Αούν, αλλά έφερε και μια προσέγγιση της Συρίας με τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ ήθελαν τη Συρία να συμμετάσχει στην εκστρατεία που ετοίμαζαν εναντίον του Σαντάμ – και η τιμή που πλήρωσαν γι’ αυτό ήταν να δώσουν ουσιαστικά στη Συρία ελευθερία κινήσεων στο Λίβανο. Προς το τέλος του ’90, ο Αούν είχε απομονωθεί σχεδόν εντελώς.

Τον Οκτώβρη τελικά η Συρία, μαζί με τους Λιβανέζους συμμάχους της, εξαπέλυσαν την τελική επίθεση, που έφτασε μέχρι την κατοικία του Αούν. Αυτός δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταφύγει στη γαλλική πρεσβεία κι από εκεί στη Γαλλία. Μετά από 15 χρόνια και 5 μήνες, ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου είχε τελειώσει.

Ο Μισέλ Αούν. Σε μια (για τα λιβανέζικα δεδομένα όχι τόσο ασυνήθιστη) στροφή 180 μοιρών, σήμερα ηγείται της πιο σημαντικής χριστιανικής ομάδας του φιλοσυριακού στρατοπέδου.
Πηγή: http://www.lebanonews.net

Η δύσκολη εφαρμογή της Συμφωνίας του Ταΐφ

Η συμφωνία τερματισμού του πολέμου, που πήρε το όνομα της από τη σαουδαραβική πόλη στην οποία είχε γίνει η σχετική σύσκεψη, είχε ήδη υπογραφεί από το τέλος του ’89, αλλά λόγω της μη αποδοχής της από τον Αούν, έπρεπε να περιμένει μέχρι την ήττα του στα τέλη του ’90 για να εφαρμοστεί. Τα βασικά της σημεία ήταν τα εξής:

  • Η αναλογία με την οποία μοιράζονταν οι κοινοβουλευτικές έδρες, μετατράπηκε από 6:5 (υπέρ των Χριστιανών) σε 1:1.
  • Το σύστημα έγινε λίγο πιο κοινοβουλευτικό, ενδυναμώνοντας κάπως το ρόλο του (Σουνίτη) πρωθυπουργού και του (Σιίτη) Προέδρου της Βουλής, σε σχέση μ’ αυτόν του (Μαρωνίτη) Προέδρου της Δημοκρατίας.
  • Έγινε μια επανάληψη ουσιαστικά της αρχής της αραβικότητας αλλά και ανεξαρτησίας και ενότητας του Λιβάνου.
  • Η κατάργηση των επίσημων θρησκευτικών διαχωρισμών αναφέρθηκε ως ιδεατός στόχος, παραπέμφθηκε όμως σε κάποιο ακαθόριστο χρονικό σημείο στο μέλλον.
  • Οι ένοπλες ομάδες έπρεπε να παραδώσουν τα όπλα τους και να παραμείνουν μόνο οι επίσημες κρατικές λιβανέζικες ένοπλες δυνάμεις.
  • Καθοριζόταν επίσης ο στόχος της απελευθέρωσης του Νότιου Λιβάνου από την ισραηλινή κατοχή.

Η εφαρμογή αποδείχτηκε δύσκολη, όπως ήταν αναμενόμενο. Η Χεζμπολάχ αρνήθηκε να καταθέσει τα όπλα της, με τη δικαιολογία ότι ήταν υποχρεωμένη να αμυνθεί ενάντια στη (συνεχιζόμενη) ισραηλινή κατοχή. Ακόμα και σήμερα, 14 χρόνια μετά την αποχώρηση του ισραηλινού στρατού, συνεχίζει να λειτουργεί ως ένοπλη ομάδα παράλληλα με το λιβανέζικο στρατό. Οι πολιτικές δολοφονίες και οι βομβιστικές επιθέσεις δεν σταμάτησαν ποτέ εντελώς, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι το 2005. Σε κάποια χρονικά σημεία αναβίωσαν μάλιστα κι οι μάχες μεταξύ ένοπλων ομάδων, όπως έγινε π.χ. το 2008 στη Βηρυτό (όπου ευτυχώς σταμάτησαν πριν πάρουν μεγαλύτερες διαστάσεις) ή όπως από το 2011 και μετά στην Τρίπολη μεταξύ Αλαουιτών και Σουνιτών ισλαμιστών. Και φυσικά δεν μπορεί κάποιος να ξεχάσει και τον πόλεμο του 2006 με το Ισραήλ.

Πορτραίτο του Ραφίκ Χαρίρι, Σουνίτη μεγαλοεπιχειρηματία με σαουδαραβικές διασυνδέσεις, που μετά το τέλος του εμφυλίου διετέλεσε πρωθυπουργός επί 10 χρόνια. Δολοφονήθηκε το 2005, με φημολογούμενη ανάμιξη της Συρίας και της Χεζμπολάχ. Η δολοφονία του ήταν η αφορμή για ένα κύμα διαδηλώσεων, που είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση του συριακού στρατού.
Πηγή: cnn.com

Σήμερα, η πολιτική κατάσταση χαρακτηρίζεται από το χωρισμό σε δύο βασικά στρατόπεδα: το «αντισυριακό» (πιο σωστά: αντι-Άσαντ), ονομαζόμενο «της 14ης Μαρτίου», και το φιλοσυριακό, που λέγεται «της 8ης Μαρτίου». Οι περισσότερες σουνιτικές δυνάμεις στηρίζουν το πρώτο, ενώ οι σιιτικές (κυρίως η Αμάλ και η Χεζμπολάχ) αποτελούν τον πυρήνα του δεύτερου. Οι Χριστιανοί και η (περιθωριοποιημένη πλέον) Αριστερά είναι διασπασμένοι και διχασμένοι ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, ενώ οι Δρούζοι υπό τον Τζουμπλάτ λειτουργούν σαν εκκρεμές, μετακινούμενοι πότε προς το ένα και πότε προς το άλλο.

Ο Ουαλίντ Τζουμπλάτ (κάτω δεξιά) μαζί με Δρούζους uqqal. Η συνεχής αλλαγή στρατοπέδων, που χαρακτηρίζει τη μεταπολεμική του δράση, έχει γίνει σχεδόν παροιμιώδης. Παρ’ όλα αυτά παραμένει ο πιο σημαντικός ηγέτης των Δρούζων.

Επίλογος για έναν ανούσιο (;) πόλεμο

Πριν το 1975, ο Λίβανος ήταν γνωστός ως η «Ελβετία της Μέσης Ανατολής» και η Βηρυτός ως το «Παρίσι της Μέσης Ανατολής». Είχε πίσω του δεκαετίες συνεχούς (αν και άνισης) οικονομικής ανάπτυξης, ήταν μια κοινωνία σε μεγάλο βαθμό αστικοποιημένη και είχε ένα (για τα αραβικά δεδομένα) πολύ ψηλό επίπεδο παιδείας. Ήταν επίσης ένας σημαντικός τουριστικός προορισμός (1,5 εκατομμύριο τουρίστες πριν το 1975). Το 1990, ήταν μια χώρα κατεστραμμένη απ’ τον πόλεμο, υπό τον έλεγχο διάφορων ένοπλων ομάδων, με 90-150.000 νεκρούς πίσω της, πολλοί απ’ αυτούς άμαχοι κι αρκετοί μέχρι σήμερα αγνοούμενοι, που ο μόνος λόγος για τον οποίο σκοτώθηκαν ήταν η θρησκεία που αναγραφόταν στην ταυτότητά τους. Έκτοτε υπήρξε μια εξέλιξη και μια ανοικοδόμηση, αλλά πάντως δύσκολα θα αποκτήσει ο Λίβανος την παλιά του δόξα .

Για τις πολλές σφαγές αμάχων δεν υπήρξε ουσιαστικά καμία τιμωρία, ακόμα και για την παγκόσμια γνωστή περίπτωση της Σάμπρα και Σατίλα. Οι υπεύθυνοι του πολέμου είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοί που ακόμα κυβερνούν τη χώρα. Αν και έχουν υπάρξει κάποιες αντιδράσεις από την κοινωνία των πολιτών σ’ αυτό το θέμα, δεν είχαν τόση βαρύτητα ώστε ν’ αλλάξουν κάτι.

Γιατί όμως έπρεπε να γίνει τελικά αυτός ο πόλεμος και γιατί να κρατήσει τόσο πολύ; Για να μπορέσουμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα, είναι σημαντικό να συγκρατήσουμε μερικές ιδιαιτερότητές του:

Ο βαθμός των εξωτερικών επεμβάσεων: Στη διάρκεια του πολέμου αναμίχθηκαν τουλάχιστον οι ακόλουθες χώρες: Συρία, Ισραήλ, ΗΠΑ, Γαλλία, Ιράκ, Σαουδική Αραβία, Ιράν, Λιβύη. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είχε γίνει θέμα… πρεστίζ για κάθε δύναμη της περιοχής, να έχει τουλάχιστον μια στρατιωτική ομάδα της επιρροής της στον πόλεμο του Λιβάνου.

Η διάσπαση του πολέμου: Ο «Πόλεμος του Λιβάνου» είναι ουσιαστικά πολλοί πόλεμοι στη συσκευασία ενός: διετής πόλεμος Λιβανέζικου Μετώπου – Εθνικού Κινήματος/Παλαιστινίων, ισραηλινή εισβολή και αντίσταση, Πόλεμος του Βουνού μεταξύ Δρούζων και Μαρωνιτών, Πόλεμος των Καταυλισμών μεταξύ Σιιτών και Παλαιστινίων, ενδοσιιτική σύγκρουση Αμάλ-Χεζμπολάχ, Απελευθερωτικός Πόλεμος του Αούν. Για να μην αναφέρουμε και τις πολλές άλλες μικρότερες συγκρούσεις.

Ο χαρακτήρας της σύγκρουσης κι η εξέλιξή του: Ξεκίνησε περίπου ως εξέγερση με πολιτικο-κοινωνικό πρόσημο, για να καταλήξει ως μια χαοτική σύγκρουση διάφορων καπετανάτων, με εναλλασσόμενες συμμαχίες. Πολλοί τον θεώρησαν θρησκευτικό πόλεμο, πιστεύω όμως ότι με τη σύντομη περιγραφή που έκανα σ’ αυτά τα άρθρα έγινε καθαρό ότι αυτό δεν θα ήταν ακριβές. Οι ηγέτες της Αριστεράς ήταν πολύ συχνά Χριστιανοί, οι ενδοκοινοτικές συγκρούσεις ήταν σε διάφορες φάσεις του πολέμου πιο έντονες, ενώ ακόμα και οι ηγέτες των ομάδων που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα μιας κοινότητας ήταν κατά κανόνα «κοσμικοί» παρά θρησκευτικοί. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν καμία απ’ αυτές τις ομάδες δεν οριζόταν επίσημα με βάση τη θρησκεία, αλλά προτιμούσε ν’ αναφέρεται στην ιδεολογία της, και ήταν θεωρητικά ανοικτή σε άτομα απ’ όλες τις κοινότητες. Η (κυρίως μαρωνιτική) Φάλαγγα στηριζόταν στον λιβανέζικο εθνικισμό, το (κυρίως σουνιτικό) Μουραμπιτούν στον παναραβικό εθνικισμό, το κόμμα του Τζουμπλάτ (που εκπροσωπούσε τους Δρούζους) στον σοσιαλισμό και ούτω καθεξής. Ακόμα κι η Χεζμπολάχ εγκατέλειψε σταδιακά το στόχο μιας σιιτικής θεοκρατίας και προτιμά πλέον να ταυτίζεται με την αντι-ισραηλινή αντίσταση.

Το (επιφανειακά) μηδενικό αποτέλεσμα: ο λιβανέζικος πόλεμος δεν είχε ένα καθαρό αποτέλεσμα, νικητές και ηττημένους. Η συμφωνία του Ταΐφ δεν διέφερε και πολύ από το προπολεμικό καθεστώς: μετά από 15 χρόνια καταστροφικών μαχών η χώρα επέστρεψε λίγο-πολύ εκεί που ήταν πριν. Όλες οι ομάδες είχαν ουσιαστικά αποτύχει στους στόχους τους: αυτοί που ήθελαν την ανατροπή του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος είδαν τη διαιώνισή του, ενώ αυτοί που ήθελαν με κάθε κόστος τη διατήρηση της λιβανέζικης ανεξαρτησίας είδαν μια διπλή ισραηλινό-συριακή κατοχή της χώρας. Από μια θετική άποψη, μπορούμε τουλάχιστον να πούμε ότι δεν είχε ως αποτέλεσμα μια μόνιμη γεωγραφική διαίρεση σε εθνο-θρησκευτικά «καθαρές» πολιτικές οντότητες, όπως συνέβη στα Βαλκάνια αλλά και στην Κύπρο (αν και σαφώς ο πόλεμος βοήθησε στο να αυξηθεί ο βαθμός εθνο-θρησκευτικής καθαρότητας στις διάφορες περιοχές που συναποτελούν το Λίβανο).

Μια δεύτερη ματιά δείχνει φυσικά ότι σε κοινωνικό επίπεδο τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Η τραγική ειρωνεία ήταν ότι οι αντιμαχόμενες ομάδες που ουσιαστικά ξεκίνησαν τον πόλεμο, πέρασαν ως συνέπειά του σχεδόν όλες σε δεύτερη μοίρα. Οι Παλαιστίνιοι κι η ΟΑΠ σχεδόν εξαφανίστηκαν από το πολιτικό σκηνικό του Λιβάνου, η κομμουνιστική Αριστερά (ακολουθώντας και τις διεθνείς τάσεις) περιθωριοποιήθηκε, ενώ η μαρωνίτικη Δεξιά αποδυναμώθηκε μεταξύ άλλων και μέσω της μαζικής μετανάστευσης που προκάλεσε ο πόλεμος, στην οποία υπερεκπροσωπούνταν οι Χριστιανοί. Οι Μαρωνίτες κατέληξαν να είναι περίπου μια μειονότητα σ’ ένα κράτος που παραδοσιακά θεωρούσαν «δικό τους».

Αντίθετα, αναδείχθηκαν νέες ομάδες σε κυρίαρχο ρόλο. Η σουνιτική ελίτ του τύπου Ραφίκ Χαρίρι, συνδεδεμένη με τη Σαουδική Αραβία και τις άλλες μοναρχίες του Κόλπου, φαίνεται ότι σε κάποιο βαθμό αντικατέστησε τη μαρωνίτικη κυριαρχία, ενώ το σιιτικό-ισλαμιστικό κίνημα της Χεζμπολάχ, που γεννήθηκε μέσα στον πόλεμο, εξελίχθηκε σε πολύ αποφασιστικό παράγοντα, δίπλα φυσικά και στην άλλη σιιτική δύναμη, την Αμάλ. Οι δύο τελευταίες δυνάμεις εκπροσωπούν και τα συριακά-ιρανικά συμφέροντα.

Ίσως αυτές οι εξελίξεις να δείχνουν και την ουσία του λιβανέζικου πολέμου: το πέρασμα από μια εποχή που κυριαρχούσε η σύγκρουση προοδευτικών και συντηρητικών ιδεολογιών, σε μια που οι συγκρούσεις έχουν λιγότερο ιδεολογικό κι όλο και περισσότερο «κοινοτικό» ή προσωποκεντρικό χαρακτήρα. Ο λιβανέζικος πόλεμος είχε από την αρχή και τα δύο αυτά στοιχεία ταυτόχρονα, αλλά όσο εξελισσόταν τόσο φαινόταν ότι το δεύτερο κυριαρχούσε. Στο Λίβανο, όπως και στη Μέση Ανατολή γενικά, αυτό εκφράζεται σήμερα κυρίως μέσω της σύγκρουσης Σουνιτών-Σιιτών, μια τραγική αναβίωση μιας παλιότερης σύγκρουσης που μπορεί να φαινόταν πριν μερικές δεκαετίες ότι είχε ξεπεραστεί.

Πώς θα καταγραφεί τελικά ο Πόλεμος του Λιβάνου από τους ιστορικούς του μέλλοντος; Ως ένα δυστυχές διάλειμμα σε μια κατά τ’ άλλα πετυχημένη πολυθρησκευτική συμβίωση; Ή ως το πρώτο βήμα μιας διαδικασίας βίαιης μετάλλαξης της Μέσης Ανατολής, από πολυθρησκευτική περιοχή σε περιοχή με «καθαρά» εθνο-θρησκευτικά κράτη, ανάλογη μ’ αυτήν που είδαμε στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία και μεταξύ άλλων έφερε και τη διχοτόμηση της Κύπρου;

Δυστυχώς, υπάρχουν πολλά στοιχεία που δείχνουν προς τη δεύτερη εναλλακτική. Κυρίως ο πόλεμος της Συρίας, που έχει αρκετά παρόμοια χαρακτηριστικά μ’ αυτόν του Λιβάνου. Αλλά με μια αγριότητα και φανατισμό, που κάνει το λιβανέζικο εμφύλιο να μοιάζει σχετικά ήπιος. Σε 3 μόνο χρόνια πολέμου, η Συρία μετράει ήδη περισσότερους νεκρούς και πρόσφυγες παρά ο Λίβανος σε όλα τα 16 χρόνια του εμφυλίου.

Δίπλα στη σύγκρουση Σουνιτών-Σιιτών, πολύ λυπηρή είναι και η εξέλιξη των χριστιανικών κοινοτήτων, οι οποίες μειώνονται και σε αριθμό και σε σημασία, ακόμα και στο Λίβανο. Και μόνο το ότι σήμερα πρέπει να τονίζεται από τους Λιβανέζους αξιωματούχους ότι οι Χριστιανοί αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού και της κοινωνίας της Μέσης Ανατολής, είναι τραγικό. Πριν μόλις μερικές δεκαετίες, αυτό ήταν αυτονόητο – εξάλλου ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία μεσανατολικής προέλευσης.

Από την άλλη, αυτή η διαδικασία δεν είναι και χωρίς αντίδραση. Οι ελπίδες ανατροπής του πλαισίου που προσπαθούν να επιβάλλουν οι δυνάμεις του θρησκευτικού-πολιτισμικού διαχωρισμού (και στις τελευταίες συγκαταλέγονται και δυτικοί διανοούμενοι του τύπου Σάμιουελ Χάντιγκτον) είναι ακόμα αρκετές. Για να μπορέσουν όμως να πραγματοποιηθούν, πρέπει να δυναμώσουν ξανά οι ενωτικές προοδευτικές ιδεολογίες και να τολμήσουν αυτές την αναμέτρηση με το στάτους κβο. Ο πολύ νέος πληθυσμός των αραβικών χωρών, που εκφράστηκε μέσω των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης, είναι η μεγαλύτερη ελπίδα προς αυτήν την κατεύθυνση.


Σχετικά επεισόδια του ντοκυμαντέρ «ο πόλεμος του Λιβάνου»

Βιβλιογραφία:

  • Sune Haugbolle (2011): The historiography and the memory of the Lebanese civil war (σύνδεσμος)
  • Hassan Krayem: The Lebanese Civil War and the Taif Agreement (σύνδεσμος)
  • Samir Makdisi & Richard Sadaka (2003): The Lebanese Civil War, 1975-1990. (σύνδεσμος)
 

Ο πολεμος του Λιβανου – Μερος Β’: Ξενες επεμβασεις

Κλασσικό

Μετά από δυο χρόνια πολέμου, ο Λίβανος δεν ήταν πια στις αρχές του 1977 ο ίδιος. Ο λιβανέζικος στρατός είχε διασπαστεί και το κράτος είχε περάσει σε δεύτερο ρόλο σε σχέση με τις διάφορες ένοπλες οργανώσεις. Ο συριακός στρατός ήταν μέσα στη χώρα. Η Βηρυτός είχε ουσιαστικά διχοτομηθεί. Από τη μια ήταν η Δυτική Βηρυτός, η οποία ελεγχόταν από το Εθνικό Κίνημα και τους Παλαιστίνιους: κατά πλειοψηφία ήταν μουσουλμανική, αλλά όχι απόλυτα, αφού μεγάλο ποσοστό των μελών των αριστερών οργανώσεων ήταν χριστιανικής καταγωγής. Από την άλλη, η Ανατολική Βηρυτός ήταν ελεγχόμενη από τη χριστιανική Δεξιά. Τις δύο πλευρές χώριζε η Πράσινη Γραμμή (αυτή δεν είναι «προνόμιο» της Λευκωσίας).

Η Πράσινη Γραμμή της Βηρυτού
Πηγή: en.wikipedia.org

Η συριακή επέμβαση είχε αλλάξει τα δεδομένα, κάνοντας την κατάσταση πιο περίπλοκη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η σύγκρουση φαινόταν σχετικά απλή και τα στρατόπεδα ξεκάθαρα: από τη μια ένα συντηρητικό δεξιό χριστιανικό μέτωπο με συμπάθειες από την αμερικανική κι ισραηλινή πλευρά, κι από την άλλη μια συμμαχία Αριστερών-Μουσουλμάνων-Παναραβιστών-Παλαιστινίων, η οποία είχε την εύνοια των θεωρούμενων ως προοδευτικών αντι-ιμπεριαλιστικών αραβικών καθεστώτων. Η στροφή όμως του συριακού καθεστώτος, το οποίο συγκαταλεγόταν στα τελευταία, προς τη λιβανέζικη Δεξιά, ήταν ουσιαστικά η αρχή της αποσύνθεσης αυτού του πολιτικού σκηνικού. Μέσα στα επόμενα χρόνια, τα στρατόπεδα θα άλλαζαν διαρκώς, σε σημείο που να μην ξέρει κάποιος ποιος είναι ο τελικά ο φίλος του και ποιος ο εχθρός.

Η ισραηλινή επέμβαση κι η άνοδος του Μπασίρ Τζεμαγέλ

Λίγους μόνο μήνες μετά τη σχετική ειρήνευση, η βία επανήλθε. Οι Παλαιστίνιοι κι ο Τζουμπλάτ δεν φαίνονταν πρόθυμοι να συμβιβαστούν με τη συριακή κατοχή και την επαναφορά στο προπολεμικό καθεστώς. Συγκρούσεις Παλαιστινίων και χριστιανικής Δεξιάς ξέσπασαν στο Νότιο Λίβανο. Ταυτόχρονα όμως, η δράση των παλαιστινιακών ένοπλων ομάδων τους αποξένωσε ακόμα και από τον σιιτικό πληθυσμό του Νότου, που έπρεπε να υπομένει τα ισραηλινά αντίποινα.

Η στάση της Συρίας άλλαξε ακόμα μια φορά κι έγινε λιγότερο ευνοϊκή προς τη Δεξιά. Αυτό όμως είχε σαν αποτέλεσμα την περαιτέρω προσέγγιση του Ισραήλ με τη Φάλαγγα, ως αντίδραση. Στην τελευταία κυριαρχούσε τώρα ο γιος του ιδρυτή Πιέρ Τζεμαγέλ, ο Μπασίρ, γνωστός για την αδιαλλαξία και το σκληρό του χαρακτήρα.

Ο Μπασίρ Τζεμαγέλ
Πηγή: yallamusic.files.wordpress.com

Τρεις πολιτικές δολοφονίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πορεία των πραγμάτων. Το 1977 σκοτώθηκε ο χαρισματικός Καμάλ Τζουμπλάτ, πράγμα που μάλλον οδήγησε σταδιακά στην αποδυνάμωση της Αριστεράς. Έπειτα, το ’78 εξαφανίστηκε ο Σιίτης ηγέτης της Αμάλ, Μούσα αλ Σάντρ, στη διάρκεια ταξιδιού του στη Λιβύη, με υποψίες για παλαιστινιακή ανάμιξη. Αυτό μάλλον συνέτεινε στην επιδείνωση των σχέσεων Σιιτών και Παλαιστινίων, οι οποίες ήταν ήδη επιβαρυμένες, όπως είδαμε πριν. Και τέλος, το ’79 δολοφονήθηκε ο Αμπού Χασάν, ο έμπιστος του Αραφάτ που έπαιζε το ρόλο συνδέσμου ανάμεσα στους Παλαιστίνιους και τους Φαλαγγίτες. Μετά απ’ αυτό, εντάθηκε η προσέγγιση της Φάλαγγας με το Ισραήλ.

Το 1978 το Ισραήλ εισέβαλε για πρώτη φορά στο Νότιο Λίβανο, με σκοπό να εκδιώξει τους Παλαιστίνιους μαχητές και να δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας. Ο ισραηλινός στρατός αποχώρησε μετά από λίγο, φρόντισε όμως να αφήσει τον έλεγχο της περιοχής σε μια νεοσυσταθείσα δύναμη: τον Νοτιο-Λιβανέζικο Στρατό υπό την ηγεσία του Σαάντ Χαντάντ, ο οποίος συνέχισε την καταδίωξη των Παλαιστινίων και συνεργάστηκε απροκάλυπτα με το Ισραήλ. Αυτό φυσικά ευνόησε και τον άλλο σύμμαχο του Ισραήλ στον Λίβανο, δηλαδή τη Φάλαγγα και τον Μπασίρ Τζεμαγέλ.

Ο Σαάντ Χαντάντ, αρχηγός του Νότιο-Λιβανέζικου Στρατού. Μετά την οριστική αποχώρηση του ισραηλινού στρατού το 2000 από το Νότιο Λίβανο, τα μέλη του στρατού θεωρήθηκαν προδότες και καταδιώχθηκαν. Πολλοί κατέφυγαν και ζουν μέχρι σήμερα στο Ισραήλ.
Πηγή: histoiremilitairedumoyenorient.wordpress.com

Ήδη από το 1978 η Φάλαγγα είχε μετακινήσει την επιθετικότητά της όχι μόνο προς την Αριστερά, τους Παλαιστινίους και τη Συρία, αλλά κι ενάντια στις άλλες πρώην σύμμαχες μαρωνιτικές οργανώσεις. Εξόντωσε σχεδόν ολόκληρη την ομάδα του πρώην προέδρου Φραντζίγιε, ο οποίος κρατούσε πιο φιλο-συριακή στάση. Το 1980 επιτέθηκε και νίκησε και την άλλη σημαντική μαρωνίτικη δύναμη, αυτήν του Ντάνι Σαμούν, γιου του άλλου πρώην προέδρου. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όλες οι μαρωνιτικές δυνάμεις ενώθηκαν υπό την κυριαρχία της Φάλαγγας και με τον νέο τίτλο «Λιβανέζικες Δυνάμεις«. Κι ο Μπασίρ Τζεμαγέλ ένιωθε ότι άνοιγε ο δρόμος για την απόλυτη εξουσία.

Το 1982 έγινε τελικά αυτό που πολλοί περιμένανε και ο Τζεμαγέλ προσδοκούσε. Ο ισραηλινός στρατός, υπό την ηγεσία του Αριέλ Σαρόν, εισέβαλε για δεύτερη φορά στον Λίβανο – αυτή τη φορά όμως για να μείνει. Και δεν σταμάτησε όπως την τελευταία φορά λίγο μακριά από τα σύνορα, όσο χρειαζότανε δηλαδή για να εγγυηθεί την ασφάλεια του Ισραήλ από παλαιστινιακές επιθέσεις. Αντίθετα, προς έκπληξη πολλών, συνέχισε την προέλαση του μέχρι την πρωτεύουσα. Ήταν φανερό ότι στόχος ήταν ο ίδιος ο Γιασέρ Αραφάτ: για το Ισραήλ, αυτή ήταν η ολοκληρωτική μάχη με την ΟΑΠ (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης), η οποία είχε γίνει υπερβολικά δυνατή κι επικίνδυνη.

Μετά από δύο μήνες σκληρής πολιορκίας και βομβαρδισμών της Δυτικής Βηρυτού, η αντίσταση των Παλαιστίνιων κάμφθηκε. Ο Αραφάτ μαζί με την ηγεσία της ΟΑΠ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Λίβανο – παρεμπιπτόντως, με πρώτο ενδιάμεσο σταθμό την Αθήνα (για να θυμόμαστε ότι υπήρχαν και τέτοιες εποχές). Κι ο Μπασίρ Τζεμαγέλ πέτυχε τελικά το στόχο του: έφτασε ως το προεδρικό αξίωμα, πατώντας όμως πάνω στα ισραηλινά άρματα. Δεν πρόλαβε να χαρεί την επιτυχία του: δολοφονήθηκε τον Σεπτέμβρη του ’82, πριν ακόμα ορκιστεί.

Η ισραηλινή κατοχή της Βυρητού – Σάμπρα και Σατίλα

Μετά τη δολοφονία του Τζεμαγέλ, ο ισραηλινός στρατός εισήλθε μέσα στη Δυτική Βηρυτό. Κι έτσι για πρώτη – και τελευταία μέχρι στιγμής – φορά στην ιστορία του, βρέθηκε να κατέχει μια αραβική πρωτεύουσα. Το σοκ ήταν μεγάλο, δεν έμεινε όμως χωρίς αντίδραση. Σχεδόν άμεσα ιδρύθηκε το Μέτωπο Λιβανέζικης Εθνικής Αντίστασης (γνωστό από τα αραβικά αρχικά του ως «Τζαμούλ«), κυρίως από τα κομμουνιστικά κι άλλα αριστερά κόμματα, οργανώνοντας επιθέσεις στα ισραηλινά στρατεύματα και κάνοντας το κόστος της κατοχής μεγάλο.

Ο (Μαρωνίτης) Ελίας Ατάλαχ, ηγέτης του Τζαμούλ.
Πηγή: http://www.alkalimaonline.com

Τελικά, ο ισραηλινός στρατός αποχώρησε από τη Δυτική Βηρυτό μετά από μερικές μόνο μέρες. Θα υποχωρούσε σταδιακά μέχρι την περιοχή του Νότιου Λιβάνου κοντά στα σύνορα του Ισραήλ, την οποία έμελλε να κατέχει για ακόμα 18 χρόνια. Πριν φύγει όμως, ο ισραηλινός στρατός θα συνδεόταν με μια από τις πιο μεγάλες σφαγές σε ολόκληρη την ιστορία του λιβανέζικου εμφυλίου.

Στις 16.9.82, δύο μόλις μέρες μετά τη δολοφονία του Μπασίρ Τζεμαγέλ, Φαλαγγίτες εξοργισμένοι για το φόνο του αρχηγού τους μπήκαν στις συνοικίες Σάμπρα και Σατίλα (η δεύτερη είναι παλαιστινιακός καταυλισμός), με την άδεια του ισραηλινού στρατού, υποτίθεται για την εξουδετέρωση κάποιων εναπομείναντων Παλαιστίνιων μαχητών. Θα μείνουν εκεί δυο μέρες, οργανώνοντας ένα πραγματικό όργιο βίας. Ο απολογισμός: 1400 – 2000 νεκροί (ανάμεσά τους πολλά γυναικόπαιδα και γέροι), καθώς και μαζικοί βιασμοί. Ο ισραηλινός στρατός, ο οποίος ακόμα κατείχε τότε τη Βηρυτό, έμεινε απ’ έξω παρακολουθώντας τη σφαγή, αναλαμβάνοντας κιόλας κατά παράκληση των Φαλαγγιτών τον νυχτερινό φωτισμό με φωτοβολίδες.

Εικόνες από τη Σάμπρα και Σατίλα.
Πηγή: http://www.independent.co.uk

Η σφαγή και η αδιαφορία ή συνενοχή του ισραηλινού στρατού προκάλεσε παγκόσμια κατακραυγή, ακόμα και μέσα στο ίδιο το Ισραήλ. Η επιτροπή που συστάθηκε εκεί για να εξετάσει το γεγονός, απέδωσε ευθύνες στο στρατό για την απραξία του. Ο τότε υπουργός Άμυνας Αριέλ Σαρόν εξαναγκάστηκε σε παραίτηση – για να επανέλθει 18 χρόνια μετά ως πρωθυπουργός. Στον ίδιο τον Λίβανο πάντως, κανείς δεν τιμωρήθηκε ποτέ σε σχέση με τα γεγονότα. Ο πιθανός ηγέτης των δραστών θα γινόταν μάλιστα και υπουργός, μετά το τέλος του πολέμου.

Η διεθνοποίηση του πολέμου κι η επικράτηση της Συρίας

Στη σκιά των σφαγών της Σαμπρά και Σατίλα, ο ισραηλινός στρατός αποχώρησε από τη Βηρυτό και μια διεθνής δύναμη, στην οποία συμμετείχαν ΗΠΑ, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Ιταλία, έφτασε στη χώρα. Ο Αμίν Τζεμαγέλ, αδελφός του Μπασίρ, ανέλαβε την προεδρία αντί αυτού, ενώ ο επίσημος Λιβανέζικος Στρατός επέστρεψε μετά από χρόνια στη Δυτική Βηρυτό. Ξεκίνησαν συνομιλίες για να συμφωνηθεί μια ισραηλινή (και συριακή) αποχώρηση. Για μια ακόμα φορά, κάποιοι πίστεψαν ότι ο πόλεμος έφτανε στο τέλος του.

Δεν άργησαν να διαψευστούν κι αυτές οι ελπίδες. Ο Λιβανέζικος Στρατός άρχισε να συλλαμβάνει κόσμο και γενικά η μαρωνίτικη Δεξιά να συμπεριφέρεται ως νικήτρια του πολέμου. Πολλοί αντιπολιτευόμενοι εξαφανίστηκαν χωρίς ίχνη, αυξάνοντας πάλι την ένταση. Στο νότιο μέρος της οροσειράς του Λιβάνου και στα βουνά Σουφ ξέσπασαν πάλι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε Δρούζους και Μαρωνίτες: οι πρώτοι στηρίχτηκαν από τις δυνάμεις του Εθνικού Κινήματος και τη Συρία, ενώ οι δεύτεροι από τον Λιβανέζικο Στρατό. Οι Δρούζοι επικράτησαν σ’ αυτόν τον Πόλεμο του Βουνού (όπως ονομάστηκε), ο οποίος τελείωσε με μια ακόμα μεγάλη σφαγή αμάχων, αυτήν τη φορά Χριστιανών.

Η παρέμβαση της διεθνούς δύναμης υπέρ του Λιβανέζικου Στρατού, την έκανε και αυτή στα μάτια πολλών μέρος της σύγκρουσης και άρα και νόμιμο στόχο. Μια σειρά από επιθέσεις άφησε εκατοντάδες Αμερικάνους και Γάλλους νεκρούς, στρατιωτικούς και μη. Οι συνομιλίες για αποχώρηση του ισραηλινού στρατού κατέληξαν μεν σε μια συμφωνία Ισραήλ-Λιβάνου, η οποία ήταν όμως ουσιαστικά μη εφαρμόσιμη, ιδιαίτερα αφού δεν έγινε δεκτή από τη Συρία – υπέρ της οποίας τάχθηκε πλέον πολύ πιο ενεργά κι η ΕΣΣΔ, βοηθώντας στον επανεξοπλισμό της. Ήταν φανερό ότι οι Σοβιετικοί δεν ήθελαν να αφήσουν τους Αμερικάνους να περάσουν από τον Λίβανο χωρίς πληγές (ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι μιλάμε για την εποχή του πολέμου στο Αφγανιστάν).

Βόμβα στην Αμερικάνικη Πρεσβεία στη Βηρυτό, 1983.
Πηγή: en.wikipedia.org

Το Φλεβάρη του ’84, οι φιλοσυριακές δυνάμεις ξεκίνησαν εξέγερση στη Δυτική Βηρυτό. Τον κυρίαρχο ρόλο έπαιξε τώρα η Αμάλ, η οποία γινόταν όλο και πιο πολύ ο κύριος σύμμαχος της Συρίας μέσα στο Λίβανο. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα πέτυχαν μια σπουδαία νίκη ενάντια στο Λιβανέζικο Στρατό, ο οποίος μπήκε ξανά στο περιθώριο. Η διεθνής δύναμη αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Ήταν μια σημαντική νίκη για τη Συρία, η οποία ουσιαστικά έθεσε πλέον υπό τον έλεγχο της τα πιο σημαντικά κομμάτια του Λιβάνου, ενώ το Ισραήλ έλεγχε τη νότια περιοχή κοντά στα σύνορά του. Αυτός ο συνδυασμός έμελλε να κρατήσει για πολλά χρόνια και να επιβιώσει και μετά το τέλος του εμφυλίου.

Εν τω μεταξύ, η Συρία πέτυχε μια νίκη και σε ένα άλλο μέτωπο: αυτό εναντίον του Αραφάτ. Η παλιά δύσκολη συμμαχία Άσαντ-Αραφάτ είχε γίνει πλέον ανοικτή έχθρα και οι δύο πλευρές συγκρούστηκαν βίαια στο βόρειο Λίβανο. Ένα μέρος των Παλαιστινίων εκφράστηκε υπέρ της Συρίας και πολέμησε ενάντια στον πρώην ηγέτη του. Ο Αραφάτ επέστρεψε στο Λίβανο για να διευθύνει τη μάχη – μετά την ήττα του έφυγε ξανά, αυτήν τη φορά οριστικά. Και μαζί μ’ αυτόν εξαφανίστηκε σταδιακά και η παλαιστινιακή επιρροή στο Λίβανο, η οποία είχε υπάρξει τόσο καθοριστική στα πρώτα χρόνια του εμφυλίου.

Πολυδιάσπαση υπό μια Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας

Ήδη από τις αρχές του ’84, η Βηρυτός είχε διασπαστεί ξανά, αφού οι παλιές δυνάμεις του Εθνικού Κινήματος (Κομμουνιστές, Τζουμπλάτ, Νασερικοί, μαζί με την πολύ πιο δυναμική πλέον Αμάλ) πήραν ξανά τον έλεγχο του δυτικού της τμήματος. Δεν έλειψαν πάντως και οι προσπάθειες συνεννόησης. Σχηματίστηκε μάλιστα και μια κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με τη συμμετοχή προσώπων απ’ όλες τις παρατάξεις. Χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει ότι σταμάτησαν και τις ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ τους: χαρακτηριστική γι’ αυτήν τη σουρεαλιστική κατάσταση ήταν η φράση του (ακόμα πρόεδρου) Αμίν Τζεμαγέλ «οι υπουργοί μου με βομβαρδίζουν», πράγμα που συνέβαινε περίπου κυριολεκτικά.

Ταυτόχρονα όμως, ξεκίνησαν και βίαιες εσωτερικές συγκρούσεις εντός των δύο στρατοπέδων. Η Αμάλ συμμάχησε π.χ. με τον Ουαλίντ Τζουμπλάτ για να επιτεθούν στο νασερικό Μουραμπιτούν, ενώ λίγο αργότερα συγκρούστηκαν και μεταξύ τους. Από την άλλη πλευρά, ένοπλες συγκρούσεις υπήρχαν και ανάμεσα σε διάφορες ομάδες της χριστιανικής Δεξιάς. Στην ουσία, ο Λίβανος διασπάστηκε σε πολλές μικρές περιοχές υπό τον έλεγχο ένοπλων ομάδων, οι οποίες λειτουργούσαν περίπου και σαν τοπικές κυβερνήσεις, συλλέγοντας φόρους κι εφαρμόζοντας αυθαίρετα δικαιοσύνη. Σε κάποιο βαθμό, αυτοί οι ένοπλοι είχαν γίνει ανεξέλεγκτοι, ακόμα κι από τη διοίκησή τους.

Ο Αμίν Τζεμαγέλ (στο κέντρο) με το Σαμίρ Ζάζα (δεξιά) – δύο από τους ηγέτες της χριστιανικής Δεξιάς, οι οποίοι άλλοτε συμμαχούσαν και άλλοτε συγκρούονταν.
Πηγή: histoiredesforceslibanaises.files.wordpress.com

Η εμφάνιση του ισλαμισμού

Πριν απ’ τον πόλεμο, η επιρροή των ισλαμιστικών κινημάτων στο Λίβανο ήταν από μικρή ως ασήμαντη. Ήδη όμως από το 1982 είχε εμφανιστεί στη συντηρητική σουνιτική Τρίπολη η ισλαμιστικής κατεύθυνσης οργάνωση Ταχβίντ, συμμετέχοντας και ένοπλα στον εμφύλιο. Η Τρίπολη παραμένει μέχρι σήμερα το λιβανέζικο κέντρο του σουνιτικού ισλαμισμού.

Πολύ πιο σημαντικός στην πολιτική σκηνή του Λιβάνου έμελλε ν’ αποδειχτεί ο σιιτικός ισλαμισμός. Ήδη η Αμάλ της εποχής του Μούσα αλ-Σαντρ είχε κάποιες ισλαμιστικές τάσεις, μετά την εξαφάνισή του όμως το ’78 η οργάνωση κινήθηκε σε μάλλον κοσμική κατεύθυνση. Αυτό δεν έμεινε χωρίς αντίδραση στη σιιτική κοινότητα, η οποία εκτός από τον παραδοσιακό αποκλεισμό της από το λιβανέζικο πολιτικό κι οικονομικό σύστημα, είχε από τις αρχές της δεκαετίες του ’80 ν’ αντιμετωπίσει και τη σκληρή ισραηλινή κατοχή. Η τελευταία οδήγησε σε μια μαζική προσφυγοποίηση Σιιτών με κατεύθυνση τα φτωχά προάστια της Βηρυτού, δημιουργώντας έτσι και τις κατάλληλες συνθήκες για την εξάπλωση ισλαμιστικών κινημάτων.

Σαν έκφραση αυτής της τάσης δημιουργήθηκε η Χεζμπολάχ («Κόμμα του Θεού»). Η οργάνωση είχε σαν πρότυπό της την ακόμα πολύ νεαρή τότε Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, η οποία ήταν και ο κύριος χρηματοδότης της. Μέχρι τότε, η Αμάλ μονοπωλούσε σχεδόν την εκπροσώπηση των Σιιτών. Πολλά μέλη της όμως προσχώρησαν στη νεοσύστατη Χεζμπολάχ, διασπώντας έτσι και τον σιιτικό πληθυσμό.

Πανό της Χεζμπολάχ σε σιιτική συνοικία της Βηρυτού (2011). Πάνω δεξιά ο αρχηγός Χασάν Νασράλαχ.

Η Χεζμπολάχ επικέντρωσε τη δραστηριότητά της από την αρχή εναντίον της ισραηλινής κατοχής στο Νότιο Λίβανο: μια πολιτικά έξυπνη κίνηση, η οποία, μαζί με τις κοινωνικές παροχές που προσέφερε, αύξησε πολύ τη δημοφιλία της. Η Χεζμπολάχ πήρε τα ηνία σ’ αυτόν τον τομέα από την αριστερή Τζαμούλ και σταδιακά συνέδεσε αυτή το όνομα της με την αντι-ισραηλινή Αντίσταση.

Ο πόλεμος των καταυλισμών και η ενδοσιιτική σύγκρουση

Ήδη αναφέρθηκε η έχθρα μεταξύ Συρίας κι Αραφάτ, η οποία είχε εξελιχθεί και σε ανοικτή σύγκρουση. Η Αμάλ, ως ο πιο πιστός σύμμαχος της Συρίας, μετέφερε αυτήν τη σύγκρουση και στον κεντρικό και νότιο Λίβανο. Το 1985 επιτέθηκε στους παλαιστινιακούς καταυλισμούς, στους οποίους η ΟΑΠ είχε ακόμα σημαντική επιρροή. Ο πόλεμος αυτός θα ονομαζόταν «Πόλεμος των Καταυλισμών» και θα κρατούσε τρία χρόνια, αφήνοντας και αυτός πολλές πληγές πίσω του.

Η Αμάλ ήθελε ουσιαστικά να εκκαθαρίσει το Λίβανο από κάθε επιρροή του Αραφάτ. Σ’ αυτόν τον πόλεμο είχε σύμμαχους όχι μόνο τον συριακό στρατό, αλλά και κάποιους φιλο-σύριους Παλαιστίνιους, που, όπως είπαμε πριν, είχαν ήδη διασπαστεί από την ΟΑΠ. Τελικά η Αμάλ πέτυχε να εκδιώξει την ΟΑΠ από τους καταυλισμούς μέσα ή κοντά στη Βηρυτό, όχι όμως κι απ’ αυτούς στο Νότο.

Από τον Πόλεμο των Καταυλισμών
Πηγή: news.bbc.co.uk

Ταυτόχρονα όμως η Αμάλ αναμίχθηκε και σε μια άλλη άγρια σύγκρουση, που ήταν ακόμα πιο αδελφοκτόνα: αυτήν εναντίον της Χεζμπολάχ. Σήμερα μπορεί οι δύο σιιτικές οργανώσεις, οι οποίες έχουν περίπου κοινή προέλευση, να είναι πάλι στενοί σύμμαχοι, δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Ουσιαστικά μέσω της Αμάλ και της Χεζμπολάχ συγκρούονταν η Συρία και το Ιράν αντίστοιχα, που τότε δεν είχαν ακόμα τη στενή σχέση που έχουν σήμερα. Οι δύο οργανώσεις ήθελαν τον πλήρη έλεγχο των σιιτικών περιοχών, η κάθε μια για λογαριασμό της. Κάποιες διαδηλώσεις γυναικών με σκοπό να σταματήσει αυτή η σφαγή Σιιτών εναντίων Σιιτών, έγιναν οι ίδιες στόχος πυροβολισμών. Αυτή η ενδοσιιτική σύγκρουση θα κρατούσε μέχρι το τέλος του πολέμου.


Μετά από πάνω από μια δεκαετία καταστροφικών μαχών και ξένων επεμβάσεων, η κατάσταση στο Λίβανο είχε γίνει ακόμα πιο περίπλοκη απ’ ό,τι στην αρχή. Η σύγκρουση που ήταν στη ρίζα του πολέμου (Μουσουλμάνοι, Παλαιστίνιοι και Αριστερά εναντίον χριστιανικής Δεξιάς) είχε αρχίζει να ξεθωριάζει. Έδωσε όμως, όπως είδαμε, τη θέση της σε άλλες συγκρούσεις, όχι λιγότερο άγριες. Μέσα σ’ αυτό το χάος, ξεχώρισε η επιρροή της Συρίας: ο ρόλος της στο Λίβανο ήταν το κλειδί για τη συνέχιση ή το τέλος του πολέμου, όπως έμελλε να φανεί στα επόμενα χρόνια.


Σχετικά επεισόδια του ντοκυμαντέρ «ο πόλεμος του Λιβάνου»

Βιβλιογραφία:

  • A. Nizar Hamzeh (1997): Islamism in Lebanon – A Guide. (σύνδεσμος)
  • Haim Shaked & Daniel Dishon (eds.) (1986): Middle East Contemporary Survey – Volume VIII, 1983-84 (σύνδεσμος)
  • Mehmet Gurses: The Lebanese Civil War, 1975-78.
  • Sune Haugbolle (2011): The historiography and the memory of the Lebanese civil war (σύνδεσμος)
  • Hassan Krayem: The Lebanese Civil War and the Taif Agreement (σύνδεσμος)
  • Samir Makdisi & Richard Sadaka (2003): The Lebanese Civil War, 1975-1990. (σύνδεσμος)

Ταξιδι στον Λιβανο

Κλασσικό

Στον Λίβανο βρέθηκα τον Οκτώβρη του 2011. Στη γειτονική Συρία είχε μόλις ξεκινήσει η εξέγερση ενάντια στο καθεστώς Άσαντ, χωρίς όμως να πάρει ακόμα τις σημερινές της διαστάσεις και ο Λίβανος δεν ένιωθε ακόμα τόσο έντονα τις συνέπειές της. Εκείνη την εποχή ήταν ακόμα μια πολύ ασφαλής χώρα για ταξιδιώτες: ο μοναδικός ίσως κίνδυνος που διέτρεχε κάποιος ήταν όταν προσπαθούσε να διασταυρώσει το δρόμο (τα φανάρια, όπου υπάρχουν, είναι μάλλον συμβολικά και για λόγους ασφάλειας είναι καλύτερα για έναν πεζό να μην τα λαμβάνει υπόψη).

Ο Λίβανος είναι μια χώρα που μοιάζει σχεδόν σουρεαλιστική. 17 επίσημες θρησκευτικές κοινότητες συνυπάρχουν σ’ ένα καθεστώς «πολυκοινοτικής ομοσπονδίας». Είναι περικυκλωμένος από δύο πολύ πιο δυνατά κράτη, τα οποία επεμβαίνουν στα εσωτερικά του όποτε το κρίνουν σκόπιμο, με τον λιβανέζικο στρατό απλά να παρακολουθεί. Το ένα (Ισραήλ) βομβαρδίζει υποδομές και εισβάλει κατά καιρούς στο λιβανέζικο έδαφος. Το άλλο (Συρία) θεωρούσε τον Λίβανο περίπου ως μέρος της δικής του επικράτειας και μόλις πρόσφατα αναγνώρισε την ανεξαρτησία του. Μια ένοπλη ομάδα όπως η Χεζμπολάχ μπορεί να αναλάβει τον πόλεμο με το Ισραήλ, όπως έγινε το 2006, με τον επίσημο λιβανέζικο στρατό πάλι να παραμένει θεατής. Η πρωτεύουσα είναι γνωστή σε όλο τον αραβικό κόσμο για τη νυχτερινή της ζωή, με τη χλιδή του κέντρου όμως να συνορεύει σε φτωχογειτονιές και παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς. Και η χώρα κουβαλά και τη βαριά κληρονομιά ενός δεκαπενταετούς εμφυλίου πολέμου, που άφησε πίσω του 150.000 νεκρούς και βαθιές πληγές, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Κτίριο με τρύπες από σφαίρες στη Κεντρική Βηρυτό

Το πρώην ξενοδοχείο Holiday Inn στη Βηρυτό, με τα σημάδια της Μάχης των Ξενοδοχείων (της πρώτης φάσης του λιβανέζικου εμφυλίου).

Η οροσειρά του Λιβάνου (ο Λίβανος είναι ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο που πήρε το όνομά της από μια οροσειρά) εκτείνεται από το κέντρο της χώρας ως τα βόρεια σύνορα. Είναι περίπου παράλληλη με τις ακτές, από τις οποίες υψώνεται σαν τείχος, για να φτάσει μέχρι τα 3.008μ πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Λειτουργεί έτσι και σαν παγίδα για τις βροχές που φέρνουν οι δυτικοί άνεμοι, με αποτέλεσμα η δυτική πλευρά του να έχει πιο υγρό κλίμα (825 χιλιοστά ετήσια βροχόπτωση στη Βηρυτό!), απ’ ό,τι θα περίμενε κάποιος για μια κατά τ’ άλλα ξηρή περιοχή. Κάτι που σε συνδυασμό με τις ψηλές θερμοκρασίες ενθάρρυνε τη μαζική καλλιέργεια μπανάνας στους πρόποδές του. Αν περιμένει πάντως κάποιος να δει στα βουνά τους κέδρους που απεικονίζει η σημαία της χώρας, μάλλον θα απογοητευτεί: λόγω της εντατικής υλοτομίας, που ξεκίνησε ήδη από την εποχή της αρχαιότητας, λίγοι έχουν απομείνει μέχρι τις μέρες μας.

Γεωφυσικός χάρτης του Λιβάνου. Πηγή: http://www.worldatlas.com

Μπανανοφυτείες στη νότια ακτή του Λιβάνου.

Η οροσειρά του Λιβάνου είναι η κοιτίδα των Μαρωνιτών, της χριστιανικής καθολικής κοινότητας με κεντρική αναφορά στον Άγιο Μάρωνα. Η οροσειρά συνεχίζεται προς το Νότο με τα βουνά Σουφ, στα οποία κυριαρχεί η μουσουλμανική αίρεση των Δρούζων, ενώ στα βόρειά της, στην περιοχή που συνορεύει με τη Συρία, πλειοψηφούν οι Σουνίτες. Ανάμεσα στις παράλληλες οροσειρές του Λιβάνου και του Αντιλιβάνου, εκτείνεται η κοιλάδα Μπεκάα, ο σιτοβολώνας του Λιβάνου, που κατοικείται κυρίως από Σιίτες. Στο Νότιο Λίβανο, την περιοχή που υπόμεινε για πολλά χρόνια την ισραηλινή κατοχή, η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι επίσης σιιτική. Ελληνορθόδοξες (αραβόφωνες εννοείται) και ουνιτικές νησίδες υπάρχουν διάσπαρτες μέσα στη χώρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από ελληνική άποψη έχει και η παρουσία μερικών χιλιάδων ελληνόφωνων Μουσουλμάνων κρητικής καταγωγής κοντά στην Τρίπολη.

Θρησκευτικός χάρτης του Λιβάνου το 1982.
ανοικτό ροζ = Σουνίτες
σκούρο ροζ = Σιίτες
μπεζ = Μαρωνίτες
ανοικτό καφέ = Ελληνορθόδοξοι
σκούρο καφέ = Ελληνοκαθολικοί (Ουνίτες)
γαλάζιο = Δρούζοι
Πηγή: http://www.lib.utexas.edu

Αν θέλει κάποιος να γυρίσει τη χώρα, είναι μάλλον καλύτερο να εγκατασταθεί στη Βηρυτό. Βρίσκεται στο κέντρο του Λιβάνου και όλες οι άλλες πόλεις είναι σε απόσταση λίγων ωρών με δημόσιες συγκοινωνίες. Όταν μιλάμε πάντως για «δημόσιες συγκοινωνίες», εννοούμε ένα σε μεγάλο βαθμό ανεπίσημο και κάπως άναρχο δίκτυο, βασισμένο κυρίως σε mini-bus και λίγα πούλμαν (το σιδηροδρομικό δίκτυο καταστράφηκε με τον πόλεμο και δεν χρησιμοποιείται πλέον). Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται να είναι αρκετά πυκνό ώστε να μπορείς να βασιστείς πάνω του. Προτού χρησιμοποιήσει πάντως κάποιος ένα mini-bus, είναι καλύτερα να σιγουρευτεί από πριν για την τιμή και το ακριβές σημείο άφιξης.

Η δυτική ακτή της Βηρυτού: στο γκρεμό φαίνονται τα ασβεστολιθικά πετρώματα.

Η Βηρυτός είναι μια πόλη που ακόμα προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του εμφυλίου. Το να κτιστεί ξανά το κατεστραμμένο από τον πόλεμο κέντρο της πόλης ήταν σχετικά εύκολο. Σ’ αυτό τον τομέα έχει ήδη γίνει μεγάλη πρόοδος: αν και σποραδικά συναντά κάποιος κατεστραμμένα κτίρια με τρύπες από σφαίρες και βλήματα, το μεγαλύτερο μέρος του κέντρου έχει εικόνα σύγχρονης και ευημερούσας πόλης. Πιο δύσκολο είναι φυσικά να ξεπεραστούν οι κοινωνικές συνέπειες του πολέμου.

Η Solidere είναι η εταιρεία που ανέλαβε την ανοικοδόμηση της Βηρυτού μετά τον πόλεμο. Σ’ αυτήν δραστηριοποιήθηκε κι ο πρώην πρωθυπουργός Ραφίκ Χαρίρι. Όπως φαίνεται απ’ την φωτογραφία, η διαδικασία της ανοικοδόμησης δεν είναι χωρίς αντιπαραθέσεις.

Στη διάρκεια του εμφυλίου η πόλη χωρίστηκε στο δυτικό τμήμα, που ήταν υπό των έλεγχο των αριστερών και μουσουλμανικών δυνάμεων, και το ανατολικό τμήμα, στο οποίο κυριαρχούσαν οι δεξιές χριστιανικές ένοπλες οργανώσεις. Αυτό είχε ως συνέπεια ο χωρικός διαχωρισμός των κοινοτήτων να γίνει πιο έντονος, κάτι που μάλλον πολύ λίγο ξεπεράστηκε μετά το τέλος του εμφυλίου.

Ο μαρωνιτικός καθεδρικός ναός του Αγίου Γεωργίου δίπλα στο Τζαμί Μοχάμεντ-αλ-Αμίν, κοντά στο πρώην όριο Δυτικής-Ανατολικής Βηρυτού, είναι δείγματα μιας χριστιανο-μουσουλμανικής συνύπαρξης, που δοκιμάστηκε πολύ στις τελευταίες δεκαετίες.

Στη Δυτική Βηρυτό βρίσκονται και όλα τα κυβερνητικά κτίρια, το ιστορικό κέντρο, η κάπως φοιτητική κεντρική συνοικία Χαμρά με το Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Βηρυτού, η πλούσια συνοικία Ρας Μπεϊρούτ, ο παραλιακός πεζόδρομος (Corniche), οι Βράχοι των Περιστεριών, η καλλιτεχνική συνοικία Σαΐφι, η Πλατεία Μαρτύρων, το σουκ (δηλαδή η κεντρική αγορά) της Βηρυτού. Το τελευταίο σε τίποτα δεν θυμίζει τις εικόνες ανατολίτικων παζαριών που θα είχε κάποιος στο νου του με βάση οριενταλιστικά στερεότυπα. Είναι ένα σύγχρονο εμπορικό κέντρο, με μάλλον ακριβά καταστήματα.

Ο παραλιακός πεζόδρομος της Βηρυτού (Corniche)

Μέρος του ιστορικού κέντρου της Βυρητού, το οποίο ανοικοδομήθηκε μετά τον πόλεμο.

Στην κυρίως χριστιανική Ανατολική Βηρυτό βρίσκονται οι πιο γνωστές περιοχές νυχτερινής ζωής. Η μία απ΄αυτές είναι η εύπορη συνοικία Ασραφιέ. Πιο ενδιαφέρουσα είναι πάντως κατά την άποψή μου η συνοικία Τζεμάιζε, ακριβώς νότια από το Λιμάνι και ανατολικά από την Πλατεία Μαρτύρων. Η οδός Rue Gouraud με τα πολλά μπαράκια και φαγάδικα, γεμάτη κόσμο ακόμα και αργά μετά τα μεσάνυχτα, δικαιολογεί τη φήμη της Βηρυτού ως της πρωτεύουσας της νυχτερινής διασκέδασης στη Μέση Ανατολή. Φυσικά τα περισσότερα χόστελ της πόλης είναι στρατηγικά τοποθετημένα εκεί κοντά.

Στη Βηρυτό γιορτάζεται και το Halloween (ίσως να παίζει ρόλο η καθολική παράδοση της χώρας). Η εικόνα είναι από μπαρ στη Rue Gouraud της Τζεμάιζε, δρόμου-σύμβολο για τη νυχτερινή ζωή της πόλης.

Τα νότια προάστια της Βηρυτού είναι πιο φτωχές συνοικίες, κατοικούμενες κυρίως από Σιίτες (και άρα γεμάτες από σύμβολα της Χεζμπολάχ και της Αμάλ). Πολλές απ’ αυτές δημιουργήθηκαν από τα κύματα εσωτερικής μετανάστευσης των προηγούμενων δεκαετιών. Διάσπαρτοι ανάμεσά τους βρίσκονται και παλαιστινιακοί προσφυγικοί καταυλισμοί, από τους οποίους η Σατίλα έγινε παγκόσμια γνωστή με τραγικό τρόπο, όταν το 1982 στη διάρκεια του εμφυλίου χιλιάδες Παλαιστίνιοι σφαγιάστηκαν από μαρωνιτικές δεξιές δυνάμεις.

Αφίσα της Χεζμπολάχ στη σιιτική συνοικία Μαζράα της Βηρυτού. Πάνω δεξιά ο αρχηγός Χασάν Νασράλαχ.

Σημαία της Αμάλ, επίσης στη συνοικία Μαζράα.

Από το σταθμό Σαρλ Χελού (ανάμεσα στην Τζεμάιζε και το Λιμάνι) αναχωρούν τα λεωφορεία με κατεύθυνση τον Βορρά ή τη Συρία. Ανάμεσα σ’ αυτά και το λεωφορείο για την Τρίπολη (η διαδρομή διαρκεί σχεδόν 2 ώρες), τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Λιβάνου. Όποιος έρχεται από τη Βηρυτό, είναι καλά να είναι προετοιμασμένος για ένα «πολιτισμικό σοκ», όπως προειδοποιούν και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί. Η κατά πλειοψηφία σουνιτική πόλη ταιριάζει πολύ περισσότερο στα οριενταλιστικά στερεότυπα: κυκλοφοριακό χάος, αντρικοί καφενέδες με ναργιλέδες, σχεδόν όλες οι γυναίκες με καλυμμένα μαλλιά (μερικές και με καλυμμένο πρόσωπο), πινακίδες σχεδόν αποκλειστικά στα αραβικά και ένα σουκ με εικόνα πραγματικού ανατολίτικου παζαριού.

Το σουκ της Τρίπολης

Γέροι σε καφενέ της Τρίπολης πίνουν καφέ και καπνίζουν ναργιλέ.

Η Τρίπολη επηρεάστηκε δυστυχώς μάλλον περισσότερο από κάθε άλλη πόλη από το Συριακό Εμφύλιο, με επαναλαμβανόμενες ένοπλες συγκρούσεις που ο λιβανέζικος στρατός δύσκολα μπορεί να ελέγξει. Πράγμα αναμενόμενο, αφού θεωρείται προπύργιο του σουνιτικού φονταμενταλισμού, ενώ είναι ταυτόχρονα και η μοναδική μεγάλη πόλη του Λιβάνου με ισχυρή παρουσία των Αλαουιτών: δηλαδή των δύο ομάδων που κατ’ ουσίαν συγκρούονται και στη Συρία.

Ο Πύργος Ρολογιού του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ στην Τρίπολη, οθωμανικό κατάλοιπο, είναι κεντρικό σημείο της πόλης.

Από την Τρίπολη αναχωρεί και το λεωφορείο για το Μπσαρέ (η διαδρομή διαρκεί περίπου μιάμιση ώρα), μια καθαρά μαρωνίτικη κωμόπολη στην καρδιά της οροσειράς του Λιβάνου, σε υψόμετρο 1.500μ και λίγο πιο κάτω από το χιονοδρομικό κέντρο των Κέδρων, που είναι και η κύρια τουριστική ατραξιόν της περιοχής. Η άλλη είναι το φαράγγι-κοιλάδα Καντίσα, που εκτείνεται κάτω από το Μπσαρέ, με πολλά μαρωνίτικα μοναστήρια και εκκλησίες μέσα στις σπηλιές. Αυτά τα βουνά είναι η καρδιά του μαρωνίτικου πολιτισμού: εδώ κατέφευγαν επί αιώνες οι Μαρωνίτες για να ξεφύγουν από την πίεση των διάφορων κατακτητών. Το Μπσαρέ είναι και η πόλη καταγωγής του Λιβανέζου ποιητή Χαλίλ Τζιμπράν, στη μνήμη του οποίου υπάρχει ένα μουσείο.

Η κοιλάδα Καντίσα εκτείνεται κάτω από το γκρεμό, με τις βουνοκορφές του Λιβάνου από πάνω, όπως φαίνονται από το Μπσαρέ.

Ανάμεσα στην Τρίπολη και τη Βηρυτό, πάνω στον αυτοκινητόδρομο που συνδέει τις δυο πόλεις, βρίσκεται η ιστορική πόλη της Βύβλου. Γνωστή είναι η πόλη για το φοινικικό αρχαίο της παρελθόν (απ’ αυτήν προέρχονται και οι λέξεις «Βίβλος» και «βιβλίο», αφού ήταν κάποτε ο κύριος τόπος εξαγωγής του πάπυρου), από το οποίο μια γεύση μπορεί να πάρει κάποιος στο μεγάλο αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται κοντά στο σύγχρονο κέντρο της πόλης. Η σημερινή Βύβλος είναι μια κατά πλειοψηφία μαρωνίτικη πόλη, με μια σημαντική σιιτική μειοψηφία.

Ο αρχαιολογικός χώρος της Βύβλου, με τη σύγχρονη πόλη να εκτείνεται προς το βουνό.

Ο Νότιος Λίβανος είναι μια περιοχή που είχε πληγεί πολύ από τον εμφύλιο πόλεμο, αφού ως συνέπειά του έπρεπε να υπομείνει και μετά το τέλος του ακόμα μια δεκαετία ισραηλινής κατοχής. Κατοικείται κυρίως από Σιίτες, άρα όπως και στις νότιες συνοικίες του Λιβάνου θα δει κάποιος εκεί μπόλικα σύμβολα της Αμάλ και της Χεζμπολάχ. Μεγαλύτερη πόλη είναι η Τύρος, που έμεινε στην ιστορία για τη γενναία αντίστασή της ενάντια στο Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος για να την τιμωρήσει την κατέστρεψε ολοκληρωτικά, σκοτώνοντας ή πουλώντας σαν σκλάβους όλους τους κατοίκους της.

Το λιμανάκι της Τύρου βρίσκεται στο τμήμα της πόλης που κατά την αρχαιότητα ήταν ακόμα νησί: ο Μέγας Αλέξανδρος δημιούργησε μέσω επιχωμάτωσης μια σύνδεση με τη στεριά, στην προσπάθεια του να κατακτήσει την πόλη-νησί.

Για να ταξιδέψει κάποιος από την Βηρυτό προς την Τύρο ή τη Σιδώνα (η άλλη ιστορική πόλη, που βρίσκεται ανάμεσα στην Τύρο και τη Βηρυτό), πρέπει πρώτα να πάει στην πλατεία Κόλα στα νότια προάστια της πρωτεύουσας. Από εκεί αναχωρούν τα λεωφορεία με προορισμό τον Νότο: η διαδρομή προς Τύρο διαρκεί περίπου 2 ώρες. Το λεωφορείο σε αφήνει λίγο έξω από το κέντρο της πόλης, προς το οποίο πρέπει να περπατήσεις ακόμα κανένα τέταρτο, δίπλα από έναν παλαιστινιακό προσφυγικό καταυλισμό. Αν και η πλειοψηφία του πληθυσμού της πόλης είναι σιιτική, στο κέντρο υπάρχει και μια χριστιανική συνοικία, κοντά στο λιμανάκι. Στη νότια πλευρά της πόλης βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος και η παραλιακή λεωφόρος με τις φοινικιές, που θυμίζουν λίγο το τουριστικό παρελθόν της πόλης.

Σοκάκι στην ιστορική χριστιανική συνοικία της Τύρου.

Η νότια παραλιακή λεωφόρος της Τύρου


Από τον Οκτώβρη του 2011, όταν είχα ταξιδέψει στο Λίβανο, πολλά έχουν αλλάξει. Μετά από λίγα μόνο χρόνια σχετικής ηρεμίας, η χώρα απειλείται πάλι σήμερα από το Συριακό Εμφύλιο. Ο πολιτικός κόσμος είναι διχασμένος ανάμεσα στους υποστηρικτές του Άσαντ και αυτούς της συριακής αντιπολίτευσης. Η βία από τη Συρία μεταφέρεται κατά καιρούς και μέσα στο Λίβανο. Η χώρα βρέθηκε αναγκασμένη να υποδεχτεί πάνω από ένα εκατομμύριο Σύριους πρόσφυγες, οι οποίοι αποτελούν πλέον περίπου ένα τέταρτο του συνολικού της πληθυσμού – πράγμα που είναι ακόμα μια πηγή αστάθειας.

Το μόνο που φαίνεται να κρατάει την όποια ειρήνη μέσα στο Λίβανο, είναι η ακόμα πρόσφατη εμπειρία του καταστροφικού εμφυλίου πολέμου, του οποίου την επανάληψη σχεδόν κανένας δεν επιθυμεί. Ας ελπίζουμε ότι αυτή η θέληση των Λιβανέζων θα φανεί πιο δυνατή από τις δυνάμεις που τους σπρώχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση.